Δευτέρα 1 Ιουλίου 2019

O ταλαντούχος κύριος Αντρές Μπάρμπα


Ο Αντρές Μπάρμπα [Andrés Barba] γεννήθηκε το 1975 στη Μαδρίτη. Ήρθε σε επαφή με τα βιβλία από πολύ μικρός, κυρίως λόγω του πατέρα του ο οποίος ήταν καθηγητής λογοτεχνίας. Σπούδασε Ισπανική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Complutense της Μαδρίτης, στο οποίο μάλιστα στη συνέχεια δίδαξε, και Φιλοσοφία. Έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό το 2001, με το μυθιστόρημα La hermana de Katia, το οποίο ήταν υποψήφιο για το βραβείο Herralde. Κατά τα έτη 2003-2004 και 2004-2005 έλαβε υποτροφίες λογοτεχνικής συγγραφής από το Δήμο της Μαδρίτης και το ισπανικό Υπουργείο Εξωτερικών, αντίστοιχα, ενώ το 2010 ανακηρύχθηκε από το λογοτεχνικό περιοδικό Granta ως ένας από τους 22 καλύτερους νέους ισπανόγραφους μυθιστοριογράφους. Κατά την περίοδο 2019-2020 θα είναι υπότροφος της Δημοτικής Βιβλιοθήκης της Νέας Υόρκης, προκειμένου να συγγράψει το επόμενο μυθιστόρημά του. 
Έχει ασχοληθεί με τη συγγραφή ποίησης, μυθιστορήματος, δοκιμίου, καθώς και με την παιδική λογοτεχνία, κερδίζοντας μάλιστα πολυάριθμα βραβεία, ενώ έργα του έχουν μεταφραστεί στην αγγλική, γαλλική, γερμανική, ρουμανική, σερβική, ολλανδική, βουλγαρική, ιταλική, αραβική και ελληνική γλώσσα. Παράλληλα με τη συγγραφή, διδάσκει σε διάφορα εργαστήρια δημιουργικής γραφής, ενώ συνεργάζεται και με αρκετά μέσα μαζικής ενημέρωσης, μεταξύ των οποίων η El País.
Τα δύο έργα του που παρουσιάζουμε εδώ, Χέρια Μικρά (2008) και Φωτεινή πολιτεία (2017) κυκλοφόρησαν στα ελληνικά το 2018 και 2019, αντίστοιχα από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο».
Το πρώτο από αυτά –Las manos pequeñas, ο πρωτότυπος τίτλος– κυκλοφόρησε, όπως προείπαμε, στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο το 2018 με τίτλο Χέρια μικρά σε μετάφραση της έμπειρης και βραβευμένης μεταφράστριας Βασιλικής Κνήτου. Πρόκειται ουσιαστικά για μια νουβέλα, περίπου 115 σελίδων, η οποία όμως είναι εξαιρετικά πυκνή και περιεκτική όσον αφορά το θέμα, τη γραφή και την ατμόσφαιρα.
          Το βασικό πρόσωπο της ιστορίας είναι η Μαρίνα, ένα εφτάχρονο κορίτσι που χάνει τους γονείς της σε αυτοκινητικό δυστύχημα· «ο πατέρας μου πέθανε επιτόπου, η μητέρα μου στο νοσοκομείο», επαναλαμβάνει τη φράση αυτή σαν ποίημα ή σαν ξόρκι η ηρωίδα και σύντομα θα την λέει με την ίδια αμεσότητα που κάποιος λέει το όνομά του. Είναι η φράση που τη στοιχειώνει.
          Έπειτα από πολύμηνη νοσηλεία στο νοσοκομείο, για τη Μαρίνα το ορφανοτροφείο αποτελεί μονόδρομο. Εγκαθίσταται εκεί και μαζί με τη ζωή της αλλάζει και η ζωή των υπόλοιπων κοριτσιών που ήδη ζουν και μεγαλώνουν στο ορφανοτροφείο. Η Μαρίνα πρόλαβε να ζήσει με τους γονείς της, έχτισε αναμνήσεις, έζησε εμπειρίες και συναισθήματα που τα υπόλοιπα κορίτσια δεν είχαν την τύχη να γευτούν. Η Μαρίνα διαφέρει και έτσι γίνεται αντικείμενο θαυμασμού αλλά ταυτόχρονα και περιθωριοποίησης από την πλευρά των υπολοίπων κοριτσιών. Η είσοδός της στον ήδη συγκροτημένο και διαμορφωμένο κόσμο των κοριτσιών σπάει την ομοιομορφία και φαντάζει σαν εισβολή απειλητικού ξένου που έρχεται να ανατρέψει όποια φαινομενική ηρεμία και ισορροπία υπήρχε σε αυτόν τον μικρόκοσμο. Ζήλια, οργή και δυσκολία στη διαχείριση των συναισθημάτων είναι κάποια από τα στοιχεία που συναντά κανείς στο βιβλίο, τα οποία περιγράφονται με ωμό, σκληρό και σκοτεινό τρόπο.
          Χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι η ύπαρξη ενός αφηγητή-παντογνώστη που ωστόσο εναλλάσσεται ανά κεφάλαιο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα συναισθήματα και οι καταστάσεις αποτυπώνονται με υποβλητικό και υπνωτιστικό ρυθμό είτε από την οπτική πλευρά της Μαρίνας είτε από αυτή των υπόλοιπων κοριτσιών. Η Μαρίνα, ένα παιδί με ακρωτηριασμένη ψυχή, φτιάχνει ένα παιχνίδι με κούκλες σε μια ύστατη προσπάθεια να ενταχθεί στο νέο περιβάλλον. Όταν, όμως, μπει στη ζωή των κοριτσιών το εν λόγω παιχνίδι, το βιβλίο χωρίζεται σε δύο κόσμους: της ημέρας, που είναι ένας κόσμος γεμάτος ντροπή, και της νύχτας, οπότε εκδηλώνονται οι ακατανίκητες και ακατανόμαστες επιθυμίες των κοριτσιών να παίξουν και να ομολογήσουν μυστικά που οι κούκλες δεν θα προδώσουν ποτέ, μυστικά για τα μικρά τους χέρια.
          Τελικά, αποδεικνύεται ότι το παιχνίδι αυτό φορτίζεται με την αμείλικτη βία που πολλές φορές δείχνουν τα παιδιά και που ο ενήλικας αναγνώστης δεν (θέλει να) φαντάζεται.
Η Φωτεινή πολιτεία República luminosa, ο πρωτότυπος, δυσκολομετάφραστος, τίτλος– είναι το δεύτερο βιβλίο του Αντρές Μπάρμπα που κυκλοφορεί στα ελληνικά, επίσης σε μετάφραση Βασιλικής Κνήτου, από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο». Γράφτηκε το 2017 και κέρδισε το σημαντικό βραβείο Herralde, λογοτεχνικό βραβείο που απονέμεται κάθε χρόνο σε ισπανόγραφα πεζογραφικά έργο. Και στη Φωτεινή πολιτεία, όπως προηγουμένως στα Χέρια μικρά, οι ήρωες είναι παιδιά. Συγκεκριμένα, 32 παιδιά, που εμφανίζονται στο Σαν Κριστομπάλ, μια μικρή και ήσυχη πόλη των τροπικών (μην την αναζητήσετε στο χάρτη, πρόκειται για κατασκεύασμα του συγγραφέα),  32 παιδιά που μιλάνε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνει κανείς (σύνηθες αυτό στην επικοινωνία ενηλίκων και ανηλίκων, θα πείτε), όπως κανείς δεν ξέρει και από πού ήρθαν. Η πόλη χάνει την ηρεμία της και η οικονομική  σταθερότητα ανατρέπεται, λόγω του κύματος βίαιων πράξεων με δράστες τα παιδιά. 20 χρόνια μετά, ένας αξιωματούχος της πόλης, που είχε εμπλοκή στα γεγονότα, και είναι ο αφηγητής του βιβλίου, γράφει ένα χρονικό, αποτυπώνοντας γεγονότα, στοιχεία και φήμες για το πώς η κοινότητά τους αναγκάστηκε να επαναπροσδιορίσει την έννοια της τάξης, της βίας και του ίδιου του πολιτισμού στη διάρκεια του ενάμιση χρόνου που αυτά τα παιδιά παρέμειναν στην πόλη.
Για την Φωτεινή πολιτεία η εφημερίδα El País έγραψε ότι είναι «ένα μυθιστόρημα τόσο ανησυχητικό όσο και διαφωτιστικό που η κατάληξή του διαθέτει μια παράξενη ομορφιά», ενώ η κριτική της El Mundo αναφέρει: «Η συγγραφική δεινότητα του Μπάρμπα μεταμορφώνει αυτό το υπέροχο μυθιστόρημα σε μια διεισδυτική, αλληγορική ανάλυση που κλιμακώνεται χωρίς να χάνει την αφηγηματικότητά της».
Ο Αντρές Μπάρμπα, σε παλαιότερη συνέντευξή του, (https://cuadernoshispanoamericanos.com/dialogo-con-andres-barba/), αναφερόμενος στη Φωτεινή Πολιτεία ανέφερε ότι δεν πρόκειται για ένα είδος αλληγορίας ή μεταφοράς, γιατί κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε ότι ο συγγραφέας ή ο αφηγητής θα έπαιρναν θέση για τα γεγονότα που περιγράφονται. Υπάρχει ωστόσο μια ξεκάθαρη απόφαση, να μην πάρουν θέση για όσα κάνουν τα παιδιά και για τον τρόπο αντίδρασης της πόλης. Αντίθετα, το χρονικό έχει σκοπό να καταγράψει όλες τις οπτικές για ένα γεγονός, να δείξει ότι η αλήθεια είναι, τελικά, ένα σύνολο από φωνές, κάποιες φορές αντικρουόμενες.
Δεν είναι, όπως προείπαμε, το πρώτο βιβλίο του Αντρές Μπάρμπα όπου οι ήρωες είναι παιδιά, που αναφέρεται στην παιδική ηλικία. Και όπως έχει σχολιάσει ο συγγραφέας, το ενδιαφέρον με τη  χρήση της παιδική ηλικίας ως αφηγηματικό μοτίβο, όπως συμβαίνει στη Φωτεινή Πολιτεία είναι η προσπάθεια να αποδομηθούν τα κλισέ για την ηλικία αυτοί, οι κοινοτυπίες, όπως για παράδειγμα ότι είναι η εποχή της αθωότητας, η πιο ευτυχισμένη και ανέμελη εποχή στη ζωή του ανθρώπου κ.λπ. «Έχουμε ανάγκη», ανέφερε, «να πιστέψουμε ότι η παιδική ηλικία είναι ο χαμένος παράδεισος και αρνούμαστε όλα τα στοιχεία που αμφισβητούν την πεποίθηση αυτή – μια πεποίθηση που στη συγκεκριμένη περίπτωση λειτουργεί ως ένα είδος κοινωνικής θρησκείας. Είναι ενδιαφέρον να μιλάμε για την παιδική ηλικία, μόνο αν τα θέματα αυτά τίθενται υπό αμφισβήτηση».
Ο Αντρές Μπάρμπα είναι ένας από τους πιο ταλαντούχους και προβεβλημένους διεθνώς, σύγχρονους ισπανούς συγγραφείς, που έχει καταφέρει να δημιουργήσει μια ιδιαίτερα αναγνωρίσιμη «λογοτεχνική φωνή» με δομημένη σκέψη, στην οποία είναι εμφανείς, όπως και στα δοκίμιά του, οι σπουδές του στη Φιλοσοφία.

Χριστίνα Μπατσίλα, Χρύσα Παπανικολάου, Ναυσικά Πέτκου, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
[Διατμηματικό ΠΜΣ «Μετάφραση-Διερμηνεία», ΑΠΘ]

Πρώτη δημοσίευση: Book Press 17/06/2019



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου