Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2021

Ζευγάρια [Parejas] της Σουσάνα Λαστρέτο [Susana Lastreto]

 


ΖΕΥΓΑΡΙΑ


της Σουσάνα Λαστρέτο  

 

μετάφραση:

ΝΑΝΤΙΑ ΓΙΑΝΝΟΥΛΙΑ

ΔΩΡΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

ΘΕΩΝΗ ΚΑΜΠΡΑ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ


[ΤΟ ΕΡΓΟ ΕΚΑΝΕ ΠΡΕΜΙΕΡΑ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΤΟΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟ ΤΟΥ 1995]

 

ΠΡΟΣΩΠΑ

Ο ΑΝΤΡΑΣ 40 ΕΩΣ 45 ΕΤΩΝ

Η ΓΥΝΑΙΚΑ 40 ΕΩΣ 45 ΕΤΩΝ

Ο ΦΙΛΟΣ. ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΑΝΤΡΑΣ, 30 ΕΤΩΝ ΤΟ ΠΟΛΥ

Η ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΗ, ΡΥΤΙΔΙΑΣΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑ  70, 80, 100 ΕΤΩΝ...

Η ΕΦΗΒΗ 13 ΕΤΩΝ

 

Νύχτα. Μια έφηβη που δεν την παίρνει ο ύπνος. Στο σκοτάδι του υπνοδωματίου της, ακούει...

Οι μεγάλοι γιορτάζουν, κάνουν έρωτα, κάνουν πόλεμο. Η έφηβη σηκώνεται, ανοίγει πόρτες, περιπλανιέται,  αφουγκράζεται προσωπικές στιγμές, εξομολογήσεις, βάσανα, μυστικά. Διατρέχει ένα λαβύρινθο από πάθη, ανακαλύπτει τον έρωτα, παρατηρεί τον κόσμο των ενηλίκων με βλέμμα γεμάτο περιέργεια, βλέμμα κριτικό ή περιπαικτικό, και από νύχτα σε νύχτα μεγαλώνει. Στο τέλος της νύχτας, ή μετά από πολλές νύχτες, δεν θα είναι πια ίδια: θα έχει γίνει γυναίκα, θα αρχίσει τη δική της ζωή.

 

Ο άντρας και η γυναίκα μπορούν να θεωρηθούν ως το ίδιο ζευγάρι ή ως ενσάρκωση διαφορετικών ζευγαριών. Γι’ αυτό τον λόγο δεν έχει μεγάλη σημασία που μερικές φορές «το ζευγάρι» έχει παιδιά και άλλες φορές όχι, ανάλογα με τη σκηνή. Ούτε ο χρόνος πρέπει να είναι χρονολογικά «λογικός». Ανάλογα με τις σκηνές το ζευγάρι χωρίζει, έχει γνωριστεί πρόσφατα ή ζει μαζί εκατό χρόνια.

 

Τα πρόσωπα δεν χρειάζεται να έχουν συγγενικές σχέσεις μεταξύ τους: η ηλικιωμένη, ρυτιδιασμένη κυρία δεν είναι η γιαγιά της έφηβης, ούτε η έφηβη η κόρη του ζευγαριού. Μερικές φορές όμως μπορεί και να είναι.

 

Είναι ένας νοερός κόσμος. Ένας κόσμος τη νύχτα, με όνειρα και σκιές. Επιθυμία μου είναι η σκηνογραφία να είναι όσο πιο απλή γίνεται και όλα τα κείμενα, ακόμη και τα πιο ποιητικά, να απαγγέλλονται πολύ απλά και ανεπιτήδευτα.

 

ΣΟΥΡΟΥΠΟ

Ημίφως. Μπαίνουν μια γυναίκα και ένας άντρας, σε απόσταση ο ένας από τον άλλο.

 

Η γυναίκα

Γιατί πάντα τα δεχόσουν όλα; Γιατί μου έλεγες συνέχεια ναι; Γιατί; Συνέχεια ναι, στις ατέλειωτες ιδιοτροπίες μου! Χρόνια περίμενα να αρνηθείς, να μου πεις όχι, αρκετά. Γιατί δεχόσουν να σε απατάω; Να φεύγω, να γυρνάω, να ξαναφεύγω;

Περίμενα να μου πεις: φτάνει! Ή μένεις μαζί μου ή φεύγεις και δεν ξαναγυρνάς ποτέ! Εσύ όμως τίποτα. Σου έλεγα: φεύγω, και μου έφτιαχνες τις βαλίτσες. Σου έλεγα: μετακομίζω, και με βοηθούσες να πακετάρω. Σου έλεγα: να μείνουμε ο καθένας στο σπίτι του και μου έλεγες: αν έτσι θες… Μια μέρα σου είπα ότι κοιμάμαι με άλλον και είπες: καλά… Σου είπα σ’ αγαπώ, αλλά με τον τρόπο μου, κι απάντησες, σύμφωνοι.

Και τώρα όλα τέλειωσαν, μιάστηκαν, πέθαναν. Η καρδιά μου έχει γάγγραινα και διαλύεται. Ο χρόνος και τα βάσανα μας ροκάνισαν το κορμί, την ψυχή, τα νιάτα. Ποτέ δεν πρέπει να δέχεσαι άνευ όρων τους κανόνες του άλλου. Αυτό δεν είναι αγάπη. Όσο πιο πολλά απαιτούσα, τόσο πιο πολλά δεχόσουν. Μέχρι πού θα έφτανες; Κι αν τώρα σου πω να σκοτωθείς; Κι αν σου πω: σκότωσέ με; Σου είπα: δεν θέλω παιδιά. Είπες: όπως θες. Είπα: θέλω παιδιά. Είπες: επιλογή σου.

Μα αφού εσύ ήσουν το παιδί μου! Το υπάκουο παιδί, που για να μη χάσει τα πάντα, σωπαίνει. Μπορούσαμε να είχαμε κάνει άλλα πράγματα: να γιορτάζουμε γεννήσεις, γενέθλια, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιές. Να κλαίμε μαζί τους πεθαμένους μας. Να πεθάνουμε μαζί. Να ζήσουμε. Σου ραγίζει η καρδιά; Η δική μου είναι πέτρα. Γιατί δεν μου είπες μια φορά όχι; Τι ήθελες απ’ τη ζωή σου; Τι ονειρευόσουν; Τι επιθυμούσες; Γιατί δεν μου είπες ποτέ; Ο άντρας την κοιτάζει και απομακρύνεται σιωπηλά.

 

ΠΡΩΤΗ ΝΥΧΤΑ

Μια έφηβη κατασκοπεύει πίσω από μια μισάνοιχτη πόρτα.

Ακούγονται μουσικές, γέλια, ποτήρια που τσουγκρίζουν.

Ένα ζευγάρι γιορτάζει την εικοστή επέτειο του γάμου του.

 

Εκείνη χορεύει με τον φίλο.

 

Αυτός

Μπαίνοντας. Το πιστεύεις, αγάπη; Είμαστε μαζί είκοσι ολόκληρα χρόνια!

 

Ο φίλος

Είκοσι χρόνια; Πώς αντέξατε! Καταπληκτικό μου φαίνεται.

 

Αυτή

Στον φίλο. Δεν ξέρεις τι λες. Εμένα μου φαίνεται αιώνας. Πάνε είκοσι χρόνια που δεν κάνω αυτά που θέλω.

 

Αυτός

Αγάπη, αγόρασα μια φοβερή τούρτα σοκολάτα.

 

Αυτή

Αφού το ξέρεις, δεν μπορώ να φάω σοκολάτα, παχαίνει!

 

Ο φίλος

Μου φαίνεται απίστευτο να μένεις τόσο καιρό με τον ίδιο άνθρωπο. Εγώ, πάνω από τέσσερα χρόνια…

 

Αυτός

Πάω ν’ ανάψω τα κεράκια της τούρτας. Βγαίνει

 

Αυτή

Κάνοντας υπερβολικές γκριμάτσες πόνου, χωρίς να σταματήσει να χορεύει. Αχ! Το πόδι μου! Μ’ έπιασε πάλι! Αχ, πονάει! Αγάπη, φέρε μου μια ασπιρίνη!

 

Αυτός

Απ’ έξω. Τώρα, ανάβω τα κεράκια.

 

Αυτή

Σου είπα να μου φέρεις μια ασπιρίνη. Πεθαίνω στον πόνο! Στον φίλο, ξεχνώντας εντελώς τον πόνο της. Μια ζωή τα ίδια κάνει, ό,τι του κατέβει στο κεφάλι.

 

Αυτός

Απ’ έξω. Δεν τις βρίσκω.

 

Αυτή

Στον φίλο. Και ποτέ του δεν βρίσκει τίποτα. Σ’ αυτόν. Στην κουζίνα είναι, πάνω στο ψυγείο, μπροστά στα μάτια σου. Κάνε γρήγορα, πονάω!

 

Ο φίλος

Μια ζωή ανυπόμονη. Τα κεράκια ανάβει ο άνθρωπος…

 

Αυτή

Μην παίρνεις το μέρος του! Πάντα τα ίδια κάνει: μπροστά στον κόσμο παριστάνει τον καλό. Όταν είμαστε μόνοι μας, είναι ανυπόφορος.

 

Αυτός

Επιστρέφοντας χωρίς την ασπιρίνη. Την ξέρεις την ιστορία μας, ε; Σίγουρα την ξέρεις, τη λέω σε κάθε μας επέτειο. Πριν από είκοσι χρόνια περνούσα με τ’ αμάξι από ένα δρόμο. Ξαφνικά, βλέπω μια πανέμορφη γυναίκα να περιμένει το λεωφορείο. Φρενάρω, κάνω αναστροφή και ξαναπερνάω από μπροστά της. Και δυο και τρεις φορές. Τελικά βρίσκω το θάρρος και της προτείνω να την πάω σπίτι της με τ’ αμάξι. Με κοιτάζει με ύφος θιγμένης πριγκίπισσας και αρνείται την πρότασή μου. Εκείνη τη στιγμή φτάνει το λεωφορείο, αυτή ανεβαίνει κι εγώ το παίρνω από πίσω όπως στις ταινίες. Όταν τη βλέπω να κατεβαίνει, σταματάω, κρύβομαι πίσω από το τιμόνι και την παρατηρώ. Τη βλέπω να περνάει απέναντι λικνίζοντας τους γοφούς της και να μπαίνει στο σπίτι της. Τι γυναίκα! Γυναικάρα! Μετά το έπαιξα ντετέκτιβ: έμαθα το όνομά της, το τηλέφωνό της. Ρώτησα τον κρεοπώλη, τον φούρναρη, τον τσαγκάρη… Την έπαιρνα τηλέφωνο όλο το σαββατοκύριακο μέχρι που το σήκωσε…

 

Αυτή

Τον διακόπτει ενθουσιασμένη. Με το που μπαίνω στο σπίτι λέω στη μαμά μου: μόλις είδα έναν άντρα καταπληκτικό, έπαθα την πλάκα μου! Μ’ αγαπάει. Θα παντρευτούμε. Ήμουν σίγουρη. Εκείνα τα χρόνια ήταν μαγικά…

 

Αυτός

Ονειροπολώντας. Ποιος ξέρει γιατί σε κάθε μας επέτειο λέω και ξαναλέω αυτή την ιστορία… Στον φίλο. Ίσως για να εμποδίσω τον χρόνο να αφανίσει τις αναμνήσεις. Πόσο γρήγορα ξεχνάμε… Καμιά φορά θέλουμε να ξαναζήσουμε τις όμορφες στιγμές, να νιώσουμε και πάλι όπως την πρώτη φορά. Όταν είδα αυτή τη γυναίκα να περιμένει το λεωφορείο, σαν να με χτύπησε κεραυνός και…

 

Αυτή

Τον διακόπτει φωνάζοντας. Η ασπιρίνη μου! Την ξέχασες την ασπιρίνη μου!

 

Αυτός

Μη φωνάζεις, αγάπη, πάω να στη φέρω. Βγαίνει.

 

Ο φίλος

Προς εκείνη. Δεν μου φαίνεται να πονάς και τόσο πολύ… ε…;

 

Αυτή

Μην ανακατεύεσαι, σε παρακαλώ πολύ! Μου φτάνει αυτός. Ξέχασε να μου φέρει την ασπιρίνη. Αχ, πώς πονάω! Αύριο πρέπει να πάω στον γιατρό! Αγάπη, αύριο να με πας στον γιατρό. Θα κλείσω ραντεβού στις δέκα.

 

Αυτός

Επιστρέφοντας. Αγάπη, αύριο στις δέκα έχω μια πολύ σημαντική σύσκεψη στο γραφείο. Δεν μπορείς να πάρεις ταξί;

 

Αυτή

Α, όχι! Στον φίλο. Τα βλέπεις; Εγώ είμαι άρρωστη και το μόνο που τον νοιάζει είναι η σύσκεψή του. Σ’ αυτόν. Καταλαβαίνεις πολύ καλά ότι δεν μπορώ να πάρω ταξί σ’ αυτή την κατάσταση. Φοβάμαι με το πόδι έτσι. Μπορεί να γλιστρήσω στον δρόμο. Πρέπει να με πας με το αυτοκίνητο.

 

Ο φίλος

Γιατί δεν καλείς ένα ταξί; Δεν θα ταλαιπωρηθείς...

 

Αυτή

Συνέχεια συμφωνείς μαζί του! Αντρική αλληλεγγύη μάλλον… Φαίνεται ότι δεν ξέρεις τι πάει να πει να ζεις με κάποιον. Όταν έχουμε κόσμο στο σπίτι, το παίζει καλός. Αφού του αρέσει να με πηγαινοφέρνει, αισθάνεται χρήσιμος! Αγάπη πρέπει να έρθεις να με πάρεις στις δέκα παρά τέταρτο, αλλιώς θα αργήσω. Κάθε φορά που πρέπει να με πας κάπου με κάνεις και περιμένω. Στον φίλο. Μου σπάει τα νεύρα!

 

Αυτός

Σε πάω στον γιατρό και σ’ αφήνω, αγάπη, γιατί πρέπει πάση θυσία να είμαι παρών στη σύσκεψη.

 

Αυτή

Εντάξει, αλλά θα έρθεις να με πάρεις πάλι στις έντεκα που θα έχω τελειώσει.

 

Αυτός

Θα κάνω ό,τι μπορώ, αγάπη, γιατί εκείνη την ώρα θα είμαι στη σύσκεψη.

 

Ο φίλος

Θα μπορούσες τουλάχιστον να πάρεις ταξί για να γυρίσεις...

 

Αυτή

Βγαίνοντας απ’ το γιατρό; Είσαι τρελός! Ποιος ξέρει σε τι κατάσταση θα βρίσκομαι! Α, όχι! Να έρθει να με πάρει.

 

Αυτός

Απ’ έξω. Ν’ ανοίξω μια σαμπάνια, αγάπη;

 

Αυτή

Μα είναι ερώτηση αυτή; Θα έπρεπε ήδη να είχες σερβίρει! Αφού λατρεύουμε τη σαμπάνια! Στον φίλο. Όλη την ώρα κάνει ερωτήσεις, καταντάει κουραστικός!

 

Ο φίλος

Ε, φαντάζομαι πως όλο και κάτι καλό θα έχει, είκοσι χρόνια είσαστε μαζί...

 

Αυτή

Αφού ξέρεις τι έγινε! Σου τα λέω σε κάθε μας επέτειο. Όταν τον γνώρισα είχα τη δουλειά μου και τα παράτησα όλα για να πάω μαζί του. Με προσέλαβαν στην εταιρία του. Πόσο διασκεδάζαμε! Θυμάσαι αγάπη; Μόνο ο διευθυντής ήξερε ότι ήμασταν παντρεμένοι, γιατί ήταν φίλος μας. Εκείνα τα χρόνια δεν προσλάμβαναν ανδρόγυνα, απαγορευόταν. Έλεγαν ότι δημιουργούσαν προβλήματα… Όλες οι γραμματείς  κόλλαγαν στον Πέδρο. Είχε πολύ πλάκα.

 

Αυτός

Μπαίνοντας μ’ ένα μπουκάλι σαμπάνια. Τα μεσημέρια βρισκόμασταν σ’ ένα ξενοδοχείο κοντά στο γραφείο. Θυμάσαι, αγάπη;

 

Αυτή

Χαρούμενη και ενθουσιασμένη. Μια μέρα έρχεται η αστυνομία και μας ζητάει ταυτότητες. Όταν είδαν ότι ήμασταν παντρεμένοι, δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. Δεν έχετε χώρο στο σπίτι σας για να τα κάνετε αυτά; μας ρωτάει ο αστυνομικός. Εμείς τσιμουδιά. Τι να του λέγαμε; Πονηρά. Τα μεσημέρια ήταν πάντα η αγαπημένη μας ώρα, ε αγάπη; Αυτός ανοίγει τη σαμπάνια και γεμίζει τα ποτήρια. Ακούγεται από μακριά μια ρούμπα της δεκαετίας του ’50.

 

Αυτός

Στα είκοσι χρόνια γάμου μας, αγάπη!

 

Ο φίλος

Για τα είκοσί σας χρόνια... Εκείνη υψώνει το ποτήρι της χωρίς να πει τίποτα. Η ρούμπα δυναμώνει.

 

Αυτός

Ευτυχισμένος. Θυμάσαι, αγάπη; Χορεύουμε; Αφήνει το ποτήρι στο τραπέζι.

 

Αυτή

Αγάπη, μην αφήνεις εκεί το ποτήρι, γι΄ αυτό τα έχουμε τα σουβέρ, για να μη γεμίζει το τραπέζι λεκέδες. Αυτός χαμογελά, την σηκώνει να χορέψουν μια ξέφρενη ρούμπα.

 

Ο φίλος

Περιπαικτικά. Μα καλά, εσένα δεν σου πονούσε το πόδι;

 

Αυτή

Χωρίς να σταματά να χορεύει. Αχ, πάλι μ’ έπιασε! Πονάει φοβερά! Αγάπη, με πατάς! Τι αγροίκος! Μια ζωή τα ίδια. Στον φίλο, συνεχίζοντας να χορεύει. Εδώ και είκοσι χρόνια του λέω ότι πρέπει να είναι πιο τρυφερός, πιο γλυκός. Δεν γίνεται τίποτα, δεν μπορεί να αλλάξει. Πρέπει να έχεις χάρη, ευαισθησία για να χορέψεις! Σ’ αυτόν. Εδώ και είκοσι χρόνια στα λέω! Ξαφνικά γίνεται τρυφερή. Εδώ και είκοσι χρόνια ψάχνω την κρυμμένη τρυφερότητα της ψυχής σου, είκοσι χρόνια θέλω να χορέψω με την ψυχή σου, με ό,τι κρύβεις στα βάθη της ψυχής σου…

 

Αυτός

Είκοσι χρόνια… Θυμάσαι, αγάπη; Την πρώτη φορά που χορέψαμε μαζί… Τη θυμάμαι σε κάθε μας επέτειο, αλλά θα έπρεπε να τη θυμάμαι συνέχεια, κάθε μέρα του χρόνου… Δεν θα ήθελα να ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά, το λεωφορείο, τη ρούμπα, τους υπέροχους γοφούς σου…

Το ζευγάρι απομακρύνεται χορεύοντας αργά, σαν σε όνειρο. Ο φίλος μένει μόνος, ονειροπολώντας. Ανακαλύπτει ότι η έφηβη ήταν εκεί από την αρχή.

 

Ο φίλος

Εδώ ήσουν; Δεν κοιμόσουν; Η έφηβη χαμογελάει αλλά δεν απαντά. Είκοσι χρόνια. Είναι πολλά, είναι λίγα… Εξαρτάται. Στην ηλικία σου πρέπει να φαίνονται πάρα πολλά. Όταν ήμουν παιδί μια ώρα ήταν πολύς χρόνος, έτσι μου φαινόταν. Και τώρα… Και τι δεν θα ’δινα να μην περνούσαν ποτέ κάποιες ώρες! Και τι δεν θα ’δινα να ξαναβρώ τις χαμένες ώρες! Πόσες ώρες είναι τα είκοσι χρόνια; Ξέρεις να μου πεις; Δεν σε νοιάζει; Έχεις δίκιο. Στην ηλικία σου ούτε εμένα μ’ ένοιαζε. Είκοσι, δέκα, το ίδιο μου έκανε. Σε τόνο λυρικό… Αιώνια φάνταζε η ζωή κι όλος δικός μου ο χρόνος! Σιωπή. Έχεις αγόρι; Η έφηβη χαμογελάει. Ναι; Όχι; Είναι μυστικό; Δεν θέλεις να το μάθουν οι γονείς σου; Είναι καλό παιδί; Ξανθός; Μελαχρινός; Μου μοιάζει; Είναι μικρός; Είναι μεγάλος; Η έφηβη χαμογελάει με τρόπο μυστηριώδη. Εγώ ερωτεύτηκα για πρώτη φορά στα δεκάξι μου. Στη Νέα Υόρκη. Ήταν καλοκαίρι. Είχα πάει να μάθω αγγλικά. Ζούσα στο σπίτι μιας οικογένειας που είχε μια κόρη. Τη Μαίρη Αν… Ήταν κοκκινομάλλα με πελώρια μάτια, σαν τα δικά σου. Αντί να πηγαίνουμε για μάθημα, το σκάγαμε και συναντιόμασταν στο Σέντραλ Παρκ. Δεν κάναμε τίποτα όλη μέρα. Μόνο κοιταζόμασταν και ονειρευόμασταν με τα μάτια ανοιχτά, ξαπλωμένοι στο γρασίδι. Σχεδιάζαμε ατέλειωτα ταξίδια μαζί. Εκείνη ήθελε να γνωρίσει το Παρίσι, την Πόλη του Φωτός, έλεγε με τη χαριτωμένη προφορά της που μου έλιωνε την καρδιά κάθε φορά που την άκουγα. Όταν άρχιζε να νυχτώνει, κοιτάζαμε ακίνητοι τους ουρανοξύστες να φωτίζονται ο ένας μετά τον άλλο. Λένε ότι είναι πολύ επικίνδυνο το Σέντραλ Παρκ όταν βραδιάζει. Ήταν τρομακτικά… Εκείνη έτρεμε από τον φόβο της. Τότε της έπιανα το χέρι… Εγώ δεν φοβόμουν τη νύχτα.  Φοβόμουν τον ίδιο μου τον εαυτό, τη λαχτάρα μου να την αγκαλιάσω… Φοβόμουν τον χρόνο που κυλούσε, το καλοκαίρι που τελείωνε… Φοβόμουν πως δεν θα τολμούσα ποτέ μου να τη φιλήσω… Η Μαίρη Αν έλεγε: «Ας γυρίσουμε, έχουμε αργήσει και στο σπίτι θα ανησυχούν»… Μιλούσε πολύ καλά ισπανικά. Εγώ, πάλι, με τα αγγλικά… Το μόνο που έμαθα να λέω ήταν «I love you»… Αχ, μου έκαιγε την καρδιά, τη γλώσσα, την ψυχή, η λαχτάρα μου να την αγκαλιάσω! Αλλά δεν τολμούσα ούτε να την αγγίξω ούτε να της πω τίποτα. Σκεφτόμουν: έχω ακόμη καιρό, μου μένουν τρεις μέρες, δύο, μία. Φεύγω αύριο, μου μένει η αυριανή μέρα. Και «το αύριο» έφτασε τόσο γρήγορα που δεν το κατάλαβα… Για αποχαιρετιστήριο δώρο, οι γονείς της μας πήγαν για πρωινό στον τελευταίο όροφο του Εμπάιαρ Στέιτ Μπίλντινγκ. Η Νέα Υόρκη στα πόδια μου! Ποτέ δεν την είχα δει έτσι… Ήταν… Δεν ξέρω πώς να το πω… Δεν βρίσκω λόγια να την περιγράψω, αλλά ήταν εκεί, ολοζώντανη, μεγαλειώδης. Πόσες φορές είχαμε ονειρευτεί με τη Μαίρη Αν να ανεβούμε στο Εμπάιαρ Στέιτ Μπίλντινγκ! Φανταζόμασταν πως μας κυνηγούσαν γκάνγκστερ και εμείς, για να σώσουμε τον έρωτά μας, ήμασταν έτοιμοι να ριχτούμε στο κενό, αγκαλιασμένοι, με τα μαλλιά μας να ανεμίζουν στον αέρα. Όπως στις ταινίες. Οι γονείς της έπαιρναν το πρωινό τους καθισμένοι αναπαυτικά: καφέ και τηγανητά αβγά με μπέικον. Η Μαίρη Αν και εγώ δεν μπορούσαμε να κατεβάσουμε μπουκιά. Τότε εκείνη με πήρε από το χέρι και βγήκαμε στη βεράντα. Φυσούσε δροσερό αεράκι. Ο ουρανός ήταν καταγάλανος, όπως τα μάτια της… Ξαφνικά ένιωσα να χάνω τα λογικά μου… Ήμουν μεθυσμένος, μαγεμένος… Ένιωσα να μου φυτρώνουν φτερά και να πετάω μακριά, αγγίζοντας τις κορυφές από τους ουρανοξύστες… Ήθελα να την αγκαλιάσω, να της πω «I love you», «μείνε μαζί μου για πάντα», αλλά δεν μπορούσα να πω λέξη. Η Μαίρη Αν με κοίταξε, το χέρι της αναζήτησε το δικό μου και το έσφιξε δυνατά, τα χείλη της άρχισαν να πλησιάζουν όλο και περισσότερο τα δικά μου… Και τότε, όλος ο κόσμος αναποδογύρισε. Έπεσα από τον τελευταίο όροφο του Εμπάιαρ Στέιτ Μπίλντινγκ! Με ιλιγγιώδη ταχύτητα άρχισαν να έρχονται κατά πάνω μου οι δρόμοι και τα δέντρα, οι αποβάθρες και τα καράβια, τα αυτοκίνητα, οι περαστικοί, τα δέντρα του Σέντραλ Παρκ… Έπεφτα, έπεφτα και η Μαίρη Αν με έφτασε στον μέσον του ουρανού και συνεχίσαμε να πέφτουμε, και οι δύο αγκαλιασμένοι και… ξαφνικά μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι! Με ξύπνησε ο πατέρας της Μαίρη Αν μ’ ένα δυνατό χαστούκι. Φαίνεται πως σε μερικούς τα ύψη προκαλούν ίλιγγο… Η Μαίρη Αν χαμογελούσε αλλά, πόσο μακριά ήταν πλέον τα χείλη της! Πέρασε καιρός… Πού και πού ανταλλάσσαμε γράμματα. Το επόμενο καλοκαίρι δεν μπόρεσε να έρθει σ’ εμάς για διακοπές. Και έτσι πέρασαν τα χρόνια. Χαθήκαμε. Μερικές φορές κλείνω τα μάτια κι αισθάνομαι ξανά τον ίδιο ίλιγγο, βλέπω τα χείλη της να πλησιάζουν, ανατριχιάζω… Παρατεταμένη σιωπή.

 

Η έφηβη

Δώσε μου ένα φιλί. Για να μάθω. Η ζωή είναι μικρή, έτσι δεν είναι;

Ο φίλος χαμογελά, διστάζει για μια στιγμή και μετά την αγκαλιάζει. Προσπαθούν να φιληθούν αλλά η έφηβη δεν ξέρει πώς και πάντα κάτι ενοχλεί: τα μαλλιά, η μύτη... Τελικά τα παρατάνε: η έφηβη, απογοητευμένη, θυμώνει και φεύγει. Ο φίλος την κοιτάζει που απομακρύνεται, χαμογελώντας νοσταλγικά.

 

ΔΕΥΤΕΡΗ ΝΥΧΤΑ

Στο δωμάτιο της γηραιάς κυρίας.

 

Η ηλικιωμένη, ρυτιδιασμένη κυρία.

Προς την έφηβη. Όταν ήμουνα μικρή, θυμάμαι, είχα στην ψυχή μου μια μικρή ρυτίδα φτιαγμένη από ένα κομμάτι σύννεφο τ’ ουρανού. Στο αναγνωστικό μου υπήρχε η εικόνα ενός ουρανού ρυτιδιασμένου από τον άνεμο. Γαλάζιες ρυτίδες του ουρανού γλιστρούσαν ανάμεσα στα σύννεφα. Γαλάζια σαν τον ουρανό ήταν η παιδική ψυχή μου, θυμάμαι. Στη συννεφένια ρυτιδούλα εγώ έκρυβα τα αγαπημένα μου μυστικά. Γιατί κανείς δεν θα ψάξει ποτέ στις ρυτίδες της ψυχής. Τον δυνατό και απελπισμένο μου έρωτα για τον Ταρζάν τον έκρυψα σε μια μικρή ρυτίδα. Και ονειρευόμουν ότι πηδούσα από δέντρο σε δέντρο μαζί με τον Ταρζάν, όπως στις ταινίες. Ο Ταρζάν όμως έμενε τόσο μακριά, στην Αφρική, κι εγώ ήμουνα τόσο μικρούλα... Ταξιδεύαμε μαζί στη μικρή ρυτίδα της ψυχής. Μια μέρα ο πατέρας μου μού είπε: όταν μεγαλώσεις θα πάμε μαζί ταξίδι στην Αφρική. Όμορφο μου πιθηκάκι. Αλλά όταν μεγάλωσα, φσστ! Εξαφανίστηκε το πιθηκάκι από τη ρυτιδούλα της ψυχής. Μαζί με τον Ταρζάν. Όταν ήμουνα μικρή, θυμάμαι, είχα στην ψυχή μου μια μικρή γαλάζια ρυτίδα από ουρανό και σύννεφο. Κι εκεί φυλούσα μόνο γλυκές στιγμές. Το χάδι της μητέρας στην πλάτη μου όταν ήμουνα μικρή και μ’ έκανε μπάνιο... Όταν πέθανε η μητέρα μου, το χάδι της κοιμήθηκε για πάντα στη ρυτιδούλα της ψυχής. Και η μαμά ολόκληρη, θυμάμαι, η μαμά και η τρυφερότητά της. Όταν ήμουνα μικρή, θυμάμαι, είχα στην ψυχή μου μια μικρή ρυτίδα. Στη συννεφένια μου ψυχή, που ήταν γαλάζια σαν τον ζωγραφιστό ουρανό στις σελίδες του αναγνωστικού. Κάτω απ’ την εικόνα του σύννεφου, ήτανε γραμμένο: σύννεφο. Κάτω από τον ουρανό ήτανε γραμμένο: ουρανός. Κάτω από το γράμμα Π έλεγε πιθηκάκι. Και κάτω από το γράμμα Β έλεγε βάσανο. Βάσανο, βασανάκι, βάσανο… Κάτω από το γράμμα Ψ κανείς δεν είχε γράψει ψυχή, ούτε κάτω απ’ το Ε έρωτας, ούτε κάτω απ’ το Ρ ρυτίδα, ούτε κάτω απ’ το Α αντίο. Έκρυψα στην ψυχή μου τα βάσανα για να μην με πονάνε, και τις χαρές για να μη μου πουν αντίο. Σ’ αγαπώ, μου είπε την πρώτη φορά. Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ...

Η γηραιά κυρία σταματά, χαμένη στις αναμνήσεις της.

Εμφανίζεται ένα νεαρό ζευγάρι σε άλλο μέρος. Παίζουν κυνηγώντας ο ένας τον άλλο, γελάνε, φιλιούνται, είναι ερωτευμένοι.

 

Η γυναίκα

Παιχνιδιάρικα και πονηρά. Μ’ αγαπάς ακόμα;

 

Ο άντρας

Ναι.

 

Η γυναίκα

Σου αρέσω ακόμα;

 

Ο άντρας

Ναι.

 

Η γυναίκα

Είμαι η καλύτερη που είχες ποτέ στο κρεβάτι;

 

Ο άντρας

Ναι.

 

Η γυναίκα

Είμαι μοναδική;

 

Ο άντρας

Ναι.

 

Η γυναίκα

Πες μου ότι δε θα με αφήσεις ποτέ.

 

Ο άντρας

Όχι.

 

Η γυναίκα

Όχι, τι;

 

Ο άντρας

Όχι, δεν θα σ’ αφήσω ποτέ.

 

Η γυναίκα

Ακόμα κι αν σε κάνω να υποφέρεις;

 

Ο άντρας

Ακόμα κι αν με κάνεις να υποφέρω.

 

Η γυναίκα

Πες μου ότι δε θα με κάνεις ποτέ να υποφέρω.

 

Ο άντρας

Δεν θα σε κάνω ποτέ να υποφέρεις.

 

Η γυναίκα

Ποτέ δεν ξέρεις…

Ο άντρας

Ναι.

 

Η γυναίκα

Ναι, τι;

 

Ο άντρας

Σοβαρός. Ναι, έχεις δίκιο. Ποτέ δεν ξέρεις…

Το ζευγάρι απομακρύνεται, παίζοντας πάλι, ερωτευμένο. Η ρυτιδιασμένη ηλικιωμένη κυρία  και η έφηβη συνεχίζουν να μιλούν.

 

Η ηλικιωμένη, ρυτιδιασμένη κυρία.

Μια μέρα είπα: πατέρα, δεν θα παντρευτώ ποτέ. Και ο πατέρας μού είπε: όλα τα κοριτσάκια μεγαλώνουν. Και μια μέρα γίνονται γυναίκες και μετά παντρεύονται,  κάνουν παιδιά… Έτσι είναι η ζωή.

 

Η έφηβη

Αρχίζει να μιλά στην ηλικιωμένη κυρία, αλλά μετά απομακρύνεται από αυτήν και συνεχίζει να σκέφτεται μεγαλόφωνα. Εγώ δεν θα παντρευτώ ποτέ. Πρώτα απ’ όλα, δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να κοιμάμαι για όλη μου τη ζωή με κάποιον στο ίδιο κρεβάτι. Δεύτερον, εμένα μ’ αρέσει να απλώνομαι, οπότε δεν χωράει κανένας άλλος. Άλλο: οι άντρες είναι αηδιαστικοί, κλάνουν στο κρεβάτι. Λόγος για διαζύγιο. Και ροχαλίζουν κι από πάνω. Εδώ και δεκατέσσερα χρόνια ροχαλίζει ο πατέρας σου, λέει η μάνα μου. Αλλά συνεχίζει να κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι μαζί του. Εγώ δεν θα άντεχα. Α! Και το μπάνιο! Είναι εντελώς αδύνατον να μοιράζεσαι το ίδιο μπάνιο με έναν άντρα. Αφήνουν τρίχες παντού, νερά στο πάτωμα, κι όταν κατουράνε δεν σημαδεύουν καλά, οπότε... Η αδερφή της Βερόνικα, της κολλητής μου, θα παντρευτεί. Τι γέλιο! Εκείνη κι η μάνα της αγοράζουν τα πάντα. Και κυρίως, νυχτικά. Και γιατί τόσα νυχτικά; Κοριτσάκι μου, μια γυναίκα πρέπει να βάζει ωραίο νυχτικό για να της το βγάζει ο άντρας της, λέει η μάνα της. Και τότε γιατί να το βάζει; Αλλά η μαμά μου είπε στη μαμά της Βερόνικα: Αχ, και να σκεφτείς ότι με τον καιρό, μέχρι και ζώνη αγνότητας θα ’βαζες, για να σ’ αφήσει να κοιμηθείς! Ε, τότε, γιατί να μείνει κάποια καρφωμένη τόσα χρόνια στο ίδιο κρεβάτι, ν’ ακούει ροχαλητά, να μυρίζει κλανιές, κι από πάνω να παρακαλάς να μη σου βγάζουν το νυχτικό που αγόρασες ειδικά για να σου το βγάζουν; Άσε που με τις κλανιές και τα ροχαλητά, δεν μπορείς να κοιμηθείς. Εγώ θα κοιμάμαι μόνη μου, με ή χωρίς νυχτικό. Αλλά να παντρευτώ...

 

Ένα δυνατό ροχαλητό διακόπτει την έφηβη. Ακούγονται τριξίματα, ψίθυροι, σεντόνια που ανακατώνονται. Μια γυναικεία φωνή στο σκοτάδι.

 

Η γυναίκα

Άλλαξε πλευρό, ροχαλίζεις.

 

Ο άντρας

Κοιμισμένος. Τι είναι; Τι έγινε;

 

Η γυναίκα

Ροχαλίζεις. Ανάβει το φως. Ένα ζευγάρι στο κρεβάτι. Απ’ την ώρα που ξαπλώσαμε δεν έχω κλείσει μάτι.

 

Ο άντρας

Πάρε κάνα χάπι, εγώ έχω να σηκωθώ νωρίς.

 

Η γυναίκα

Σκεφτόμουνα. Τη νύχτα σκέφτεσαι καλύτερα, υπάρχει χρόνος.

 

Ο άντρας

Σε λίγες ώρες πρέπει να σηκωθώ. Δουλεύω αύριο. Σβήσε το φως.

 

Η γυναίκα

Παλιά θα με ρωτούσες τι σκεφτόμουνα… Ή θα με ρωτούσες τι όνειρο είδα…

 

Ο άντρας

Παλιά… Παλιά ήταν άλλες εποχές. Είμαι κουρασμένος. Σβήσε το φως.

 

Η γυναίκα

Περίμενε. Σκεφτόμουνα… την πρώτη φορά που με είδες. Σου άρεσα αμέσως;

 

Ο άντρας

Άσε με να κοιμηθώ.

 

Η γυναίκα

Πότε ήταν η πρώτη φορά που θέλησες να κάνουμε έρωτα; Πες μου.

 

Ο άντρας

Μα σου το ‘χω ήδη πει ένα εκατομμύριο φορές.

 

Η γυναίκα

Μην γίνεσαι κακός, πες μου πάλι, και τι έγινε; Ο άντρας παραιτείται, ανακάθεται στο κρεβάτι, προσπαθεί να βολευτεί λες και πρόκειται να πει μια μεγάλη ιστορία…

 

Ο άντρας

Ήταν σ’ ένα ζαχαροπλαστείο. Είχαμε πάει εκεί μετά το σινεμά και…

 

Η γυναίκα

Τον διακόπτει. Και τι έκανα που σε άναψε;

 

Ο άντρας

Τίποτα. Παύση.

 

Η γυναίκα

Εκείνη την εποχή σε άναβα συνέχεια.

 

Ο άντρας

«Εκείνη την εποχή», όπως λες, δεν πονούσε το κεφάλι σου, δεν είχαμε παιδιά, δεν σηκωνόμουν από τα άγρια χαράματα, είχαμε χρόνο!

 

Η γυναίκα

Αυτό λέω κι εγώ. Πριν είχαμε χρόνο.

 

Ο άντρας

Πιστεύεις ότι είναι η στιγμή να κάνουμε αυτή την κουβέντα; Δεν αντέχω άλλο, σβήσε το φως.

 

Η γυναίκα

Κάνε μου έρωτα. Ο άντρας αναστενάζει και βολεύεται για να κοιμηθεί. Είμαστε ξύπνιοι. Τα παιδιά κοιμούνται, ακούω τη βροχή στα κεραμίδια, αισθάνομαι τη μυρωδιά του βρεγμένου χώματος σαν νά ’μουν έξω.  Με ανάβει… Ας κάνουμε έρωτα σαν τρελοί, σαν νά ’ταν η πρώτη φορά.

 

Ο άντρας

Κοιμήσου. Είμαι κουρασμένος. Αύριο. Παύση.

 

Η γυναίκα

Βίαια. Να μου κάνεις έρωτα εδώ και τώρα! Σβήνει το φως. Ακούγονται στο σκοτάδι ένα κρεβάτι που τρίζει, ένα βίαιο βογκητό, τα ροχαλητά του άντρα. Ανάβει το φως. Γλυκά. Βλέπεις; Πριν μου έκανες έρωτα, τώρα μόνο με γαμάς. Ακούγεται η βροχή, όλο και πιο δυνατά. Η ηλικιωμένη, ρυτιδιασμένη κυρία εμφανίζεται σαν σε όνειρο μέσα στη νύχτα. Το ζευγάρι εξαφανίζεται. Πλησιάζουν η έφηβη και η ηλικιωμένη. Η έφηβη την ακούει.

 

Η ηλικιωμένη, ρυτιδιασμένη κυρία.

Κοριτσάκι ήμουνα τη μέρα που η μαμά κοιμήθηκε για πάντα. Την είδα ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, κάτασπρη και αποκοιμισμένη κάτω από ένα τεράστιο, ζαρωμένο σεντόνι. Ο πατέρας τής έβαλε τα λευκά της γάντια, εκείνα που φορούσε την ημέρα του γάμου της. Και από τότε η μητέρα ήταν σαν αποκοιμισμένος κύκνος στην όχθη της ζωής μου. Παύση. Η αγάπη μου μού είπε: σ’ αγαπώ, και από τότε τον αγάπησα.

Με αγάπησε όταν ήμουνα νέα και μαζί του, θυμάμαι, ήμουνα για πάντα νέα. Γιατί έφυγε για πάντα, γιατί; Μιλώντας με τον εαυτό της. Τα παλιά μου βάσανα, τις χαμένες μου χαρές, πού θα βρω να τις φυλάξω; Για να μην τα δει κανείς, να μην τα αγγίξει κανείς. Θα ήθελα να ξαναβρώ εκείνη τη μικρή, γαλάζια, συννεφένια ρυτίδα που είχα στην παιδική μου ψυχή. Δεν είμαι όμως πια κοριτσάκι κι οι αναμνήσεις ξεφτίζουν...

Σ’ αγαπώ, μου είπε την πρώτη φορά. Και κάθε μέρα της ζωής μας μού το ξανάλεγε.

Πού θα κρύψω τώρα το καινούριο μου βάσανο και τις παλιές μου χαρές για να μην τα κλέψει κανείς; Τώρα που μεγάλωσα και χάθηκε εκείνη η μικρή ρυτίδα που είχα στην ψυχή, όταν ήμουνα μικρή, θυμάμαι…

Δεν ήξερα ότι ήταν η τελευταία εκείνη η μακρινή νύχτα με τα φιλιά του. Κανείς ποτέ δε μού ’μαθε στο σχολείο τη λέξη αντίο. Όταν έφυγε εκείνος, η ψυχή μου έγινε κομμάτια. Και δεν ξέρω πού να έχει πάει η μικρή ρυτίδα που είχα, όταν ήμουνα μικρή, θυμάμαι, εκείνη η μικρή ρυτίδα από σύννεφο σε γαλάζιο ουρανό... Γιατί ψυχή, δεν έχω πια.

Η ηλικιωμένη, ρυτιδιασμένη κυρία απομακρύνεται και χάνεται.

 

ΤΡΙΤΗ ΝΥΧΤΑ

Δείπνο. Ακούγεται θόρυβος από πιατικά, βιαστικά βήματα ή κάθε είδους θόρυβος που μπορεί να ακούγεται σ’ ένα σπίτι, καθώς κι ένα ερωτικό τραγούδι απ’ το ραδιόφωνο.

Ένας άντρας καθισμένος στο τραπέζι, με το πιρούνι στο χέρι, περιμένει να τον σερβίρουν. Η γυναίκα του τού φέρνει το φαγητό. Ο άντρας δοκιμάζει και την ξαναστέλνει με το πιάτο στην κουζίνα. Φωνάζει κάτι που η έφηβη δεν μπορεί να ακούσει γιατί το ραδιόφωνο παίζει πολύ δυνατά κι εκείνη βρίσκεται μακριά, σε άλλο δωμάτιο. Η γυναίκα ξανάρχεται για δεύτερη φορά με το πιάτο, ο άντρας δοκιμάζει και την ξαναστέλνει στην κουζίνα φωνάζοντας κάτι που ακούγεται καλύτερα: κάμποσα μουγκρητά. Όταν η γυναίκα επιστρέφει για τρίτη φορά, η έφηβη κλείνει το ραδιόφωνο και ακούγεται η φωνή του άντρα, που είναι έξαλλος.

 

Ο άντρας

Πότε θα μάθεις να μαγειρεύεις, επιτέλους; Το ρύζι είναι αηδία. Έχει λασπώσει. Δεν σου ζήτησα καμιά σπεσιαλιτέ, ένα απλό ρύζι σου ζήτησα! Φτάνει πια! Δεν σ’ αντέχω άλλο! Να πεις στη μάνα σου να σε μάθει να μαγειρεύεις! Η γυναίκα βγάζει την ποδιά και βγαίνει. Ακούγεται βρόντημα πόρτας. Ο άντρας σηκώνεται και τρέχει προς την πόρτα. Σαν παιδί… Αγάπη μου… Κάνει μεταβολή λυπημένος και ανακαλύπτει την έφηβη που τον κοιτάζει ελαφρώς περιπαιχτικά. Τι κάνεις εδώ; Εξαγριωμένος. Πήγαινε στο κρεβάτι σου!

 

Μετά το δείπνο...

Ο άντρας, που έχει καθίσει άνετα, διαβάζει ένα βιβλίο.

Μπαίνει η γυναίκα. Ο άντρας προσπαθεί απεγνωσμένα να συνεχίσει να διαβάζει... Σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της σκηνής απαντά αφηρημένα. Για εκείνον σημαντικότερο είναι το αστυνομικό μυθιστόρημα που διαβάζει...

 

Η γυναίκα

Είμαι τόσο όμορφη όσο παλιά;      

 

Ο άντρας

Ναι.

 

Η γυναίκα

Ψέματα λες.

 

Ο άντρας

Όχι, καθόλου…

 

Η γυναίκα                           

Έχω γεράσει.

 

Ο άντρας

Λογικό είναι.

 

Η γυναίκα

Μα τι είναι αυτά που λες; Λες ότι έχω γεράσει.

 

Ο άντρας

Δεν είπα αυτό.

 

Η γυναίκα

Αλλά δεν είμαι κι όπως πριν.

 

Ο άντρας

Όλος ο κόσμος αλλάζει.

 

Η γυναίκα

Έχω κοιλιά.

 

Ο άντρας

Ναι, αλλά εμένα μ’ αρέσεις έτσι.

 

Η γυναίκα

Έτσι; Πώς;

 

Ο άντρας

Έτσι, με κοιλίτσα.

 

Η γυναίκα

Μα τι είναι αυτά που λες; Νομίζεις ότι έχω κοιλιά κι ότι δεν είμαι πια όμορφη.

 

Ο άντρας

Δεν είπα αυτό.

 

Η γυναίκα

Παλιά πώς ήμουνα;

 

Ο άντρας

Πότε παλιά;

 

Η γυναίκα

Παλιά, όταν γνωριστήκαμε.

 

Ο άντρας

Όμορφη… και νέα.

 

Η γυναίκα

Δηλαδή τώρα δεν είμαι πια όμορφη και νέα;

 

Ο άντρας

Δεν είπα αυτό.

 

Η γυναίκα

Αλλά δεν είμαι πια είκοσι χρονών.

 

Ο άντρας

Ούτε εγώ.

 

Η γυναίκα

Οπότε τι λες;

 

Ο άντρας

Λέω ότι είσαι ακόμα όμορφη κι ότι μ’ αρέσεις το ίδιο.

 

Η γυναίκα

Δεν θέλω να είμαι «ακόμα» όμορφη, θέλω να είμαι όμορφη τελεία και παύλα! Παύση. Ο άντρας αναστενάζει συμβιβαστικά, κλείνει το βιβλίο και κοιτάζει τη γυναίκα, με βαρεμάρα αλλά και τρυφερότητα. Πες μου ότι δεν έχω πεσμένο στήθος…

 

Ο άντρας

Δεν έχεις πεσμένο στήθος.

 

Η γυναίκα

Πιάνοντας διάφορα μέρη του σώματος. Έχω παχάκια, εδώ κι εδώ και παντού. Είμαι χάλια!

 

Ο άντρας

Μα τι λες, μια χαρά είσαι…

 

Η γυναίκα

Κανονικά πρέπει να πεθαίνει κανείς τριάντα χρονών.

 

Ο άντρας

Ανοίγοντας ξανά το βιβλίο. Διαφωνώ. Για ποιο λόγο; Θα έπρεπε να είμαστε αθάνατοι. Ξαναρχίζει να διαβάζει. Παύση.

 

Η γυναίκα

Πες μου ότι σου αρέσουν τα παχάκια μου.

 

Ο άντρας

Χωρίς να σταματήσει να διαβάζει. Μου αρέσουν τα παχάκια σου.

 

Η γυναίκα

Βλέπεις, λες ότι έχω παχάκια!

 

Ο άντρας

Δεν είπα ότι έχεις, είπα ότι μου αρέσουν.

 

Η γυναίκα

Δεν σου αρέσω πια.

 

Ο άντρας

Ελαφρώς αγανακτισμένος, ξανακλείνει το βιβλίο. Μην λες βλακείες. Μου αρέσεις πολύ.

 

Η γυναίκα

Πριν όμως με αγαπούσες.

 

Ο άντρας

Και τώρα σ’ αγαπάω. Παύση.

 

Η γυναίκα

Πες μου ότι μ’ αγαπάς και με ρυτίδες.

 

Ο άντρας

Σ’ αγαπώ και με ρυτίδες.

 

Η γυναίκα

Ορίστε! Λες ότι έχω ρυτίδες!

 

Ο άντρας

Όχι, δεν έχεις ρυτίδες. Ίσως λίγες ρυτιδούλες…

 

Η γυναίκα

Εγώ δεν θέλω να έχω ούτε ρυτίδες ούτε ρυτιδούλες! Πες μου ότι δεν έχω καμία.

 

Ο άντρας

Ωραία. Αν δεν θες, δεν έχεις…

 

Η γυναίκα

Πώς θες να σε πιστέψω όταν λες ότι μ’ αγαπάς αν δεν μου λες αλήθεια για τις ρυτίδες; Πες μου ότι δεν έχω παχύνει, ότι δεν έχω ρυτίδες, ότι είμαι τέλεια, ότι είσαι τρελός για μένα.

 

Ο άντρας

Ωραία, σου το λέω.

 

Η γυναίκα

Ναι αλλά πες το!

 

Ο άντρας

Είμαι τρελός για σένα.

 

Η γυναίκα

Ψέματα λες.

 

Ο άντρας

Ωραία, λέω ψέματα.

 

Η γυναίκα

Όχι, δεν είναι έτσι. Πες μου αλήθεια! Μ’ αγαπάς;

 

Ο άντρας

Ξαφνικά σοβαρεύει, δεν αστειεύεται άλλο. Εσύ; Μ’ αγαπάς; Κοιτάζονται σιωπηλά. Η έφηβη μπαίνει και τους παρατηρεί. Εκείνοι δεν τη βλέπουν. Βγαίνουν αμίλητοι.

 

Η έφηβη

Εγώ λέω: ο καθένας το κρεβάτι του, ο καθένας το μπάνιο του, και στην τελική, ο καθένας τη ζωή του. Σ’ αυτό συμφωνούμε με τη Βερόνικα. Αλλά η αδελφή της Βερόνικα κοροϊδεύει: άμα θες να ζεις έτσι, δεν χρειάζεται να παντρευτείς. Έχει δίκιο.

Χρειάζεται, αν κάποιος θέλει να πληρώνει λιγότερους φόρους και να παίρνει τα οικογενειακά επιδόματα, έτσι λέει η μαμά. Σ’ αυτό συμφωνούν η μάνα μου κι η μάνα της Βερόνικα. Έχουν δίκιο.

Πρέπει να είσαι πλούσιος για να ζεις όπως σ’ αρέσει: οι πλούσιοι έχουν πολλά δωμάτια και πολλά μπάνια. Εσύ, παρ’ όλο που είσαι παιδί του σχεδίου για «την αύξηση των γεννήσεων», είσαι μοναχοπαίδι. Θά ’πρεπε να είσαι χαρούμενη που έχεις δικό σου δωμάτιο. Δεν ροχαλίζει κανένας δίπλα σου, οπότε γιατί παραπονιέσαι; Έτσι μου λέει η μαμά. Εγώ όμως δεν παραπονιέμαι. Το θέμα είναι ότι δεν πρόκειται να κάνω αργότερα αυτό που δεν κάνω τώρα: να υπομένω το ροχαλητό κάποιου.

Η Βερόνικα κι η αδελφή της κοιμούνται μαζί στο ίδιο δωμάτιο. Ο αδερφός τους έχει το δικό του. Η Βερόνικα είναι παιδί του «Σχεδίου για την αύξηση των γεννήσεων και την απόκτηση τρίτου παιδιού». Καημένη Βερόνικα! Δεν ξέρει αν πρέπει να ντρέπεται ή να είναι περήφανη για τη συμβολή της στην αύξηση του πληθυσμού «αυτής της χώρας γερόντων όπου αναλογούν μόνο δύο παιδιά σε κάθε ζευγάρι από τότε που άρχισε η κρίση». Μεγάλη ευθύνη! Εγώ δεν ξέρω αν θα μπορούσα να την αντέξω. Σκέφτομαι... Σταματάει γιατί ακούει τη γυναίκα που πλησιάζει μονολογώντας.

 

Η γυναίκα

Σκέφτομαι ότι… Παύση. Θα κάτσω τώρα σ’ αυτή την καρέκλα για να σκεφτώ. Τα παιδιά κοιμούνται. Αυτός δεν γύρισε ακόμα. Ποιος ξέρει πού τριγυρνάει… Εγώ θα κάτσω εδώ να σκεφτώ. Παύση. Κάθεται. Σκέφτομαι για πρώτη φορά εδώ και… Ούτε που θυμάμαι. Είναι δύσκολο να σκέφτεσαι. Ξεχνάει κανείς τον τρόπο. Αν υποθέσουμε ότι κάποτε τον γνώριζε, αυτό τον τρόπο. Εγώ τον γνώριζα κάποτε; Παύση. Δεν ξέρω τι να σκεφτώ. Είναι επικίνδυνο να σκέφτεσαι. Σκέφτομαι ότι… Αγαπάω τα παιδιά μου. Αγαπάω τον άντρα μου. Έτσι με μεγάλωσαν. Για να αγαπάω, εννοώ. Έναν άντρα, τα παιδιά μου. Δεν ξέρω ποιον άλλο θα μπορούσα να αγαπήσω. Σύντομη παύση. Θα μπορούσα να αγαπήσω εμένα, φυσικά. Τον εαυτό μου. Εμένα. Παύση. Τώρα πια δεν ξέρω ποιον αγαπάω. Τα παιδιά κοιμούνται. Αυτός, δεν ξέρω πού γυρνάει. Τα παιδιά τα αγαπάω. Αυτόν… Είναι επικίνδυνο να σκέφτεσαι. Είναι επικίνδυνο να φύγεις. Να πας πού; Μια γυναίκα δεν φεύγει χωρίς τα παιδιά της. Τα παιδιά μένουν μαζί με την μητέρα τους. Αν μια γυναίκα φύγει, δεν μπορεί να τα πάρει μαζί της. Αν μια γυναίκα εγκαταλείψει τη συζυγική στέγη, με καταλαβαίνετε κυρία μου; Μια γυναίκα καταλαβαίνει. Μια γυναίκα είμαι κι εγώ. Δεν δουλεύω πια. Αυτός δεν θέλει να δουλεύω. Θέλει να φροντίζω τα παιδιά. Εγώ δεν μπορώ να φύγω χωρίς τα παιδιά. Παύση. Μπορώ, αν θέλω. Μπορώ να δουλέψω. Μπορώ να φύγω. Δεν ξέρω όμως αν θέλω. Έτσι δεν μπορώ. Με μεγάλωσαν για να θέλω να αγαπώ. Έναν άντρα. Έναν σύζυγο. Τον δικό μου τον συνάντησα μια μέρα εδώ δίπλα. Λένε ότι τον έρωτα τον συναντά κανείς πάντα εδώ δίπλα. Ανάμεσα στους γείτονες. Κι αυτός γείτονας ήταν. Εγώ ήμουν είκοσι χρονών. Αυτόν τον είχαν μεγαλώσει για να έχει μια γυναίκα. Για να φροντίζει το σπίτι και τέρμα. Για να τη βγάζει έξω για φαγητό κάθε Παρασκευή. Για να κάνουν έρωτα όποτε έχει όρεξη. Τον υπόλοιπο καιρό… Παύση. Γυρνάει στο σπίτι εννιά η ώρα το βράδυ. Κορνάρει. Ανοίγω την πόρτα του γκαράζ. Δεν μου λέει κουβέντα. Δεν μου δίνει ούτε ένα φιλί. Είναι πιωμένος. Τα παιδιά τον περιμένουν εδώ και ώρες. Καμιά φορά τα χαιρετάει, αλλά όχι και πάντα. Είναι πιωμένος. Τα παιδιά τον περιμένουν σαν στρατιωτάκια. Δεν πρέπει να του φέρεις αντίρρηση. Πρέπει να είσαι γλυκομίλητος. Να τον πάρεις με το καλό. Είναι μεθυσμένος. Παύση. Απ’ τη δουλειά σχολάει στις έξι. Τι κάνει τόσες ώρες; Έχει πάει μεσάνυχτα…

Μεσάνυχτα. Γίνεται γιορτή στο σπίτι. Βεγγαλικά στον ουρανό. Η γυναίκα έχει φύγει. Η έφηβη μπαίνει και ακούει τη μουσική της γιορτής. Στο σαλόνι, το οποίο δεν φαίνεται, υπάρχει πολύς κόσμος. Εμφανίζεται η ηλικιωμένη, ρυτιδιασμένη κυρία, ντυμένη γιορτινά, είναι εξωπραγματική, θεσπέσια. Φέρνει ένα τυλιγμένο δώρο για την έφηβη.

 

Η ηλικιωμένη, ρυτιδιασμένη κυρία.

Στην έφηβη. Δώδεκα! Καλά Χριστούγεννα αγάπη μου!

Η έφηβη ανοίγει το δώρο: είναι ένα ζευγάρι παπούτσια με τακούνι, ένα ζευγάρι γυναικεία παπούτσια. Να τα προσέχεις πολύ. Τα παπούτσια, αγάπη μου, τα παπούτσια!

Η ομορφιά μιας γυναίκας εξαρτάται από τα πόδια της: χρειάζονται μεγάλη φροντίδα. Όμορφα πόδια, για να περπατάς. Μακριά. Μακριά, στον απέραντο κόσμο...

Έτσι έφυγα εγώ μια μέρα μαζί του, περπατώντας, περπατώντας μαζί του, για τον γύρο του κόσμου… Η ηλικιωμένη, ρυτιδιασμένη κυρία απομακρύνεται χορεύοντας και χάνεται. Η μουσική της γιορτής, τα γέλια, γίνονται όλο και πιο έντονα.

 

Φωνή γυναίκας

Πού είναι τα παιδιά;

 

Φωνή άντρα

Στον κήπο. Κοιτάζουν τα πυροτεχνήματα. Τους είπα ότι μπορούν να μείνουν ξύπνια όλη τη νύχτα.

 

Φωνή γυναίκας

Καλά Χριστούγεννα, αγάπη μου!

 

Φωνή άντρα

Καλά Χριστούγεννα, γλυκιά μου! Ανοίγει μια πόρτα. Μπαίνει ο άντρας. Η έφηβη κρατάει τα παπούτσια της στο χέρι.

 

Ο άντρας

Τι κάνεις; Δεν κοιτάζεις τα πυροτεχνήματα; Έλα δω. Της δίνει ένα φιλί. Καλά Χριστούγεννα, μικρή! Η μουσική δυναμώνει, τα πυροτεχνήματα εκρήγνυνται. Περνάει ο νεαρός άντρας. Η έφηβη του χαμογελά.

 

ΤΕΤΑΡΤΗ ΝΥΧΤΑ

Ανάβει ένα φως. Ο άντρας και η γυναίκα είναι στο δωμάτιό τους. Η έφηβη στο δικό της, αλλά ακούει τη συζήτηση. Το ζευγάρι δεν πρέπει να φαίνεται εντελώς. Μόνο μέρος του υπνοδωματίου. Φαίνεται μια «αποσπασματική άποψη» της σκηνής.

 

Η γυναίκα

Παίζουμε; Εγώ θα είμαι η Τζάστιν κι εσύ… κάνε με ό,τι θέλεις… Εγώ δεν θα κουνήσω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι… αλλά αφήνω να μου κάνεις ό,τι θέλεις…

 

Ο άντρας

Εντάξει… αλλά σήμερα θα ήθελα να παίξω κάτι ακόμα πιο…

Η γυναίκα

…απαγορευμένο; Για να δούμε… εγώ θα είμαι η αδελφή Φελίσια κι εσύ ο ιερέας της ενορίας. Πάτερ, ήρθα να εξομολογηθώ… Θα με διακόψεις εξοργισμένος… Αδελφή, διαπράξατε μέγα αμάρτημα! Βγάλτε το βέλο και πείτε τρεις φορές το Πάτερ Ημών… Α, όχι, λάθος! Διαπράξατε θανάσιμο αμάρτημα! Βγάλτε τα ράσα! Χμμμμ, δεν φοράτε τίποτα από κάτω… Σα δεν ντρέπεστε! Ξύλο που θα φάει αυτό το κωλαράκι!

 

Ο άντρας

Ώπα, στάσου! Αν κάνεις εσύ όλους τους ρόλους, εγώ τι θα κάνω;

 

Η γυναίκα

Έχεις δίκιο, ας αλλάξουμε. Θα είμαι η Μαρία, η υπηρέτρια. Εσύ μόλις ξύπνησες, και φωνάζεις: Μαρίιια! Έτοιμο το πρωινό; Φέρ’ το μου στο κρεβάτι σε παρακαλώ. Τς τς τς… πώς είναι δυνατόν, φοράς σκισμένο καλσόν; Ντροπή σου! Ξύλο που θα φάει…

 

Ο άντρας

… αυτό το κωλαράκι, ξέρω, ξέρω. Τρελαίνεσαι να σου τις βρέχω… Ακούγεται ένα μπατσάκι, η γυναίκα γελάει, ξεφεύγει. Εσύ όμως συνεχίζεις να κάνεις όλους τους ρόλους.

 

Η γυναίκα

Αν δεν σε εμπνέουν αυτοί, έχω κι άλλους… Κοίτα με: Είμαι ένας γυμνός άγγελος… Εσύ ανοιγοκλείνεις τα φτερά μου… έτσι… μέχρι να τελειώσω… Ή είμαι άντρας, πολύ νεαρός, σχεδόν έφηβος… και σε υποδέχομαι στη μεγαλοπρεπή, τρυφερή, στρογγυλή, φιλόξενη τρύπα που έχω στον κώλο μου… Ή είμαι πουτάνα κι εσύ ο δολοφόνος μου: μπήξε μου το μαχαίρι σου! Κι εγώ σε στραγγαλίζω μέχρι να χύσεις κι απ’ το σπέρμα σου να φυτρώσει μανδραγόρας… Είμαι μια ξαναμμένη σκύλα, μια λασπωμένη γουρούνα… Είμαι λύκαινα, λέαινα, δράκαινα που εμφανίστηκε από τα βάθη των αιώνων… Είμαι ένα διψασμένο βαμπίρ! Ο άντρας αφήνει να του ξεφύγει ένας αναστεναγμός. Είμαι μια παρθένος, μια άσπιλη παρθένος… Κανείς δεν με χάιδεψε ποτέ. Φοβάμαι, φοβάμαι πολύ… Αχ, κύριε, με προσοχή… με πονάτε… Είμαι μελαμψή και το δέρμα μου λάμπει και σπαρταράει στα χέρια σου… Είμαι ένα άγνωστο αιδοίο που ανακαλύπτεις στα σκοτεινά… Είμαι μια άγνωστη που σου χτυπάει την πόρτα τα μεσάνυχτα: μου ανοίγεις. Καλησπέρα κύριε, έρχομαι από πολύ μακριά… Δεν σας γνωρίζω όμως, δεν σας έχω δει ποτέ… Καλά, ελάτε, περάστε, όχι, η γυναίκα μου δεν είναι εδώ… Είμαι παντρεμένος, ναι, πολλά χρόνια, γδυθείτε, εδώ έχει πολύ ζέστη… Και τότε σου λέω: είμαι ο χάρος και ήρθα να σε πάρω. Την πάτησες! Γιατί άνοιξες την πόρτα; Είναι επικίνδυνο να ανοίγεις την πόρτα στους ξένους. Κοίτα με: είμαι η γυναίκα σου, η νεκρή γυναίκα σου, αυτή που δολοφόνησες!

 

Ο άντρας

Φτάνει! Το παιχνίδι σου δεν είναι καθόλου διασκεδαστικό! Μεγάλη παύση. Τώρα θα παίξουμε όπως μ’ αρέσει εμένα… Εσύ κι εγώ είμαστε σπίτι: ο καθένας υποδύεται τον ρόλο του. Έρχεται η φίλη σου η Ελεονόρα. Της λέω «είσαι πολύ όμορφη σήμερα, Ελεονόρα»…

 

Η γυναίκα

Όχι.

 

Ο άντρας

Ένα παιχνίδι είναι! Τώρα θα κάνεις την Ελεονόρα. Τη βοηθάω να βγάλει το σακάκι της… μετά τη γδύνω αργά… της δίνω ένα φιλί… εδώ…

 

Η γυναίκα

Όχι.

 

Ο άντρας

…και μετά εδώ… της χαϊδεύω απαλά το στήθος… έτσι, μπροστά σου… εσύ μας κοιτάζεις…

 

Η γυναίκα

Φωνάζει. Όχι! Σβήνει το φως. Σκοτεινή σκηνή. Η έφηβη ανάβει το πορτατίφ της. Ακούει για λίγο τους νυχτερινούς θορύβους και μετά το σβήνει. Το φως ανάβει πάλι στην κρεβατοκάμαρα.

 

Η γυναίκα

Πόσο πολύ μ’ αγαπάς;

 

Ο άντρας

Δεν ξέρω.

 

Η γυναίκα

Μέχρι τον ουρανό. Έτσι λένε: σ’ αγαπώ μέχρι τον ουρανό.

 

Ο άντρας

Δεν ξέρω να λέω τέτοια.

 

Η γυναίκα

Τότε δεν μ’ αγαπάς.

 

Ο άντρας

Το μόνο που θέλεις από μένα είναι να σ’ το χώνω…

 

Η γυναίκα

Αφού τρελαίνομαι για το καυλί σου.

 

Ο άντρας

Το βλέπεις; Μόνο αυτό έχεις στο μυαλό σου. Δεν μ’ αγαπάς. Μόνο το σεξ σ’ ενδιαφέρει…

 

Η γυναίκα

Το σεξ είναι μέσα στο μυαλό μου. Έτσι λειτουργώ εγώ. Σεξ και μυαλό πάνε πακέτο. Παύση.

 

Ο άντρας

Σε ικανοποιώ ακόμα;

 

Η γυναίκα

Όταν συμμετέχει το μυαλό μου… Τις προάλλες σε σκεφτόμουν μέσα στο λεωφορείο. Ήμουν όρθια. Είχα γίνει μούσκεμα! Έσφιξα καλά τα πόδια και άρχισα να κινούμαι αργά. Αναζητούσα την ηδονή… Σε αναζητούσα. Το λεωφορείο ήταν γεμάτο κόσμο. Τελείωσα εκεί όρθια. Μετά έπαθα ίλιγγο και έτρεμαν τα πόδια μου. Μου ερχόταν να βάλω τα γέλια με όλους αυτούς τους σοβαρούς ανθρώπους τριγύρω που δεν είχαν ιδέα τι έκανα! Ήταν πολύ ερεθιστικό.

 

Ο άντρας

Βλέπεις; Αναρωτιέμαι σε τι χρησιμεύω εγώ.

 

Η γυναίκα

Αφού εσένα σκεφτόμουνα! Παύση.

 

Ο άντρας

Ντροπαλά. Πες μου… όταν κάνουμε έρωτα… υπάρχουν φορές που… προσποιείσαι;

 

Η γυναίκα

Κάνοντας πως δεν καταλαβαίνει. Να προσποιούμαι; Τι πράγμα;

 

Ο άντρας

Αμήχανα. Ότι έχεις οργασμό… Πολλές γυναίκες το κάνουν αυτό… να προσποιούνται.

 

Η γυναίκα

Α, ναι;

 

Ο άντρας

Απάντησέ μου.

 

Η γυναίκα

Ε, όχι! Πώς σού ’ρθε αυτό;

 

Ο άντρας

Ολοένα και πιο αμήχανος και θέλοντας πάση θυσία να μάθει. Πες μου. Σε μένα μπορείς να πεις την αλήθεια… Παύση. Όπως και να’ χει, αν υποκρινόσουν, θα τό ’παιρνα χαμπάρι.

Η γυναίκα

Ελαφρώς κοροϊδευτικά. Α, ναι; Παύση.

 

Ο άντρας

Πιάσ’ τον  μου…

 

Η γυναίκα

Γελώντας. Βλέπεις; Εσύ είσαι που σκέφτεσαι μονάχα αυτό… Η γυναίκα βγαίνει απ’ το δωμάτιο κι ανακαλύπτει τη μισάνοιχτη πόρτα στο δωμάτιο του κοριτσιού. Τι κάνεις με αναμμένο το φως; Σβήσ’ το, αύριο έχεις να σηκωθείς νωρίς. Η έφηβη σβήνει το φως. Η σκηνή μένει σκοτεινή. Η έφηβη βγαίνει από το δωμάτιό της. Ακούει να μιλάνε πίσω από μια πόρτα. Τη σπρώχνει, ρίχνει μια ματιά. Το ζευγάρι είναι στο σαλόνι. Σε όλη τη σκηνή ο άντρας πηγαινοέρχεται: πλησιάζει ένα τραπεζάκι, το βάζει μπροστά στην τηλεόραση, ψάχνει τσιγάρα, γυαλιά, μια μπίρα. Με λίγα λόγια, ετοιμάζεται να περάσει μια αξέχαστη βραδιά μπροστά στην τηλεόραση. Η γυναίκα τον παρακολουθεί ακίνητη να βολεύεται στον καναπέ.

 

Η γυναίκα

Πάμε σινεμά;

 

Ο άντρας

Συγκαταβατικός αν και εντωμεταξύ έχει αρχίσει να βολεύεται στον καναπέ. Αν θες.

 

Η γυναίκα

Ναι, αλλά έχεις όρεξη;

 

Ο άντρας

Δεν ξέρω… Ό,τι θες εσύ.

 

Η γυναίκα

Καλά… Και τι να δούμε;

 

Ο άντρας

Δεν ξέρω. Διάλεξε εσύ.

Η γυναίκα

Προτιμάς να πάμε για φαγητό;

 

Ο άντρας

Όχι… Δεν ξέρω… Ό,τι σου κάνει κέφι.

 

Η γυναίκα

Ναι, αλλά τι προτιμάς;

 

Ο άντρας

Δεν ξέρω… Ό,τι προτιμάς εσύ.

 

Η γυναίκα

Καλά, ούτε κι εγώ ξέρω… Άμα θες, μένουμε σπίτι…

 

Ο άντρας

Κάθεται μπροστά στην τηλεόραση με μια μπίρα στο χέρι. Εντάξει, όπως προτιμάς.

 

Η γυναίκα

Χωρίς να μετακινηθεί. Θέλεις να ανοίξω την τηλεόραση;

 

Ο άντρας

Ανοίγοντας την τηλεόραση. Αν θες… Έχει ποδόσφαιρο. Η γυναίκα δεν κινείται. Αυτός παρακολουθεί τον αγώνα ενθουσιασμένος και ξεχνά εντελώς την παρουσία της γυναίκας.

 

Η γυναίκα

Αγανακτισμένη. Και κάτι ακόμα: βαρέθηκα να τρέχω έναν ολόκληρο μήνα κάθε καλοκαίρι, επειδή αποφάσισες πως τα καλοκαίρια «πρέπει να προσπαθούμε να κάνουμε σπορ»! Εδώ και δεκαπέντε χρόνια κολυμπάω, τρέχω και κάνω ορειβασία μες στον ήλιο αυγουστιάτικα μόνο και μόνο για να σου κάνω το χατίρι! Μισώ το καλοκαίρι, μισώ το περπάτημα, μισώ τον αθλητισμό και μισώ και τους αθλητές!

 

ΠΕΜΠΤΗ ΝΥΧΤΑ

Από μακριά ακούγεται μια άρια της Νόρμα. Η μουσική ταξιδεύει, πλησιάζει, απομακρύνεται, επιστρέφει. Ο νέος άντρας την ακούει. Το ίδιο και η έφηβη. Η ηλικιωμένη, ρυτιδιασμένη κυρία διαβάζει ένα γράμμα. Η Νόρμα μπορεί να ακούγεται από το ραδιόφωνο που ακούει η ηλικιωμένη, ρυτιδιασμένη κυρία. Όλα τα πρόσωπα είναι παρόντα στη σκηνή, αλλά ο καθένας στον δικό του χώρο.

 

Η ηλικιωμένη, ρυτιδιασμένη κυρία.

Διαβάζοντας ένα γράμμα. «Αγάπη μου: Θα ήθελα να ανοίξω μια μικρή πόρτα στο στήθος σου, εκεί που βρίσκεται η καρδιά σου, και μετά να μπω, να την κλείσω και να κρυφτώ εκεί. Να κρυφτώ ως το τέλος του χρόνου, με ολόκληρο το σώμα και την ψυχή μου, μέσα στο δέρμα σου, αγάπη της ζωής μου. Και όταν το σώμα σου γίνει εύθραυστο, σαν παλιά πορσελάνη, θα είμαι εκεί. Και εκεί θα είμαι ακόμη, όταν θα νιώθω το πρόσωπό σου ανάμεσα στα χέρια μου τόσο λεπτεπίλεπτο και διάφανο όπως είναι το χαρτί αυτού του γράμματος ανάμεσα στα δικά σου». Σταματά να διαβάζει και μιλά πολύ σιγανά, μόνη της. Αγάπη μου, αγάπη μου. Γιατί μου έγραψες αυτό το γράμμα, εσύ που μια μέρα μού άφησες μόνο την απουσία της αγάπης σου, γιατί; Ποιος θα μου σταυρώσει τα χέρια στο στήθος για να κρύψει την πόρτα της καρδιάς μου, ποιος; Αυτή την πόρτα που δίνει πόνο και που την έκλεισα για πάντα, για να μην ξανακλάψω ποτέ για την απουσία σου. Συνεχίζει να διαβάζει. «Αγάπη μου. Θα είμαι δίπλα σου ακόμα και όταν θα φτάσει στο τέλος του ο χρόνος σου και ο δικός μου σ’ αυτό τον κόσμο. Κι όταν, κάτω απ’ το δέρμα μας, τα κόκαλά μας θα γίνουν σκόνη, εκεί θα είμαι...» Σταματά. Αρχίζει να γελάει δυνατά και τα γέλια μεταμορφώνονται σε λυγμούς. Η Νόρμα έχει αρχίσει σιγά σιγά να χαμηλώνει ώσπου παύει. Η εικόνα της ηλικιωμένης παραμένει αλλά σαν σε ομίχλη.

Ο άντρας ορμά στη σκηνή, στον ίδιο χώρο όπου βρίσκεται ο νέος άντρας. Ο άντρας μοιάζει σαν να έχει μόλις ξυπνήσει από εφιάλτη. Ο νέος άντρας τον ακούει.

 

Ο άντρας

Λαχανιασμένος και με πάθος. Απόψε είδα ένα όνειρο… εγώ που δεν βλέπω ποτέ όνειρα! Έλυνα τα κορδόνια των παπουτσιών μου, τον κόμπο της γραβάτας, τη ζώνη… Γδυνόμουν… Ξεκούμπωνα, ξέλυνα, έβγαζα… Κουμπιά, κορδόνια, ζώνες, το μπρασελέ του ρολογιού… Και πάντα είχα κάτι ακόμα να βγάλω. Φορούσα ατελείωτα στρώματα ρούχων. Μόλις κατάφερνα να ξεφορτωθώ το ένα, από κάτω εμφανιζόταν άλλο… Κι ύστερα κι άλλο… κι άλλο. Πανωφόρια, σακάκια, παντελόνια, πουκάμισα, γραβάτες… Γραβάτες κι άλλες γραβάτες! Παπιγιόν… Γιλέκα… Φορούσα το λευκό, μεταξωτό γιλέκο του γάμου μου! Και την πρώτη μου γραβάτα που ήταν μπλε σκούρα με κόκκινα πουά! Και τη μαύρη για τις κηδείες… Γυρνούσα και ξαναγυρνούσα πίσω στον χρόνο.

Και ξεκουμπωνόμουν, έλυνα τα κορδόνια μου, γδυνόμουν… Νόμιζα ότι ήμουν μόνος, όταν ξαφνικά την είδα… Ήταν εκεί, κουλουριασμένη στο μισοσκόταδο… Την παρακάλεσα: βοήθησέ με να τα βγάλω όλα αυτά από πάνω μου! Αλλά εκείνη ούτε που κουνήθηκε: με κοιτούσε σιωπηλή. Τότε άρχισα πάλι από την αρχή: κουμπιά, ζώνες, κορδόνια, γραβάτα, μπρασελέ ρολογιού, γιακάς, μανσέτες… Ξαφνικά, βρέθηκα με πάνες! Εκείνη έβαλε τα γέλια… Μου έλεγε γελώντας: δεν είσαι πια παιδί! Ποτέ ξανά δεν θα είσαι παιδί! Ποτέ ξανά! Ξύπνησα απότομα. Ήμουν μούσκεμα στον ιδρώτα. Εκείνη κοιμόταν δίπλα μου, ανυπεράσπιστη, ευάλωτη. Εγώ… εεε… πώς να το πω… δεν ξέρω… σκέφτηκα… γύρω μας… η οργή του κόσμου… ο κόσμος σπάει τις αλυσίδες του κι εμείς… Σηκώθηκα, άνοιξα το παράθυρο και κοίταξα τον ουρανό. Όταν ήμουν παιδί, μου φαινόταν τόσο εύκολο ν’ ακολουθώ τον δρόμο που χάραζαν τ’ άστρα στο στερέωμα…

 

Ο νεαρός άντρας

Προς τον άντρα. Ο καλοκαιρινός ουρανός. Καταπληκτικός. Θυμάμαι τους τάφους. Ήταν παλιοί. Από πέτρα. Και είχαν καρφωμένους πάνω τους σιδερένιους σταυρούς. Είχα φτάσει πρώτος. Με αυτοκίνητο. Μόνος. Σιωπή. Θυμάμαι τους γονείς του Ρόι. Έφτασαν ταυτόχρονα με τη νεκροφόρα. Εκείνη φορούσε ψάθινο καπέλο και λουλουδάτο φόρεμα. Εκείνος φορούσε μπλε κουστούμι. Κι εγώ φορούσα κουστούμι. Ο υπάλληλος του γραφείου κηδειών έστησε ένα τραπέζι κάτω από μια τεράστια βελανιδιά. Έφερε μπύρες. Ποτήρια. Μια μηλόπιτα. Πτυσσόμενες καρέκλες. Καθίσαμε. Σιωπή. «Ώστε ήσασταν ο φίλος του Ρόι;», με ρωτάει η μητέρα του. «Αλλιώς είχα φανταστεί τα πράγματα». Ο πατέρας του, βουβός. «Ελπίζω να ήταν ευτυχισμένος», λέει η μητέρα. «Τα τελευταία δέκα χρόνια συναντηθήκαμε ελάχιστες φορές… Φαντάζομαι ότι τον αγαπούσατε. Ήταν καλός ηθοποιός; Ποτέ μου δεν τον είδα να παίζει». Σιωπή. Ο υπάλληλος του γραφείου κηδειών άρχισε να σκάβει τον λάκκο για το φέρετρο. Θυμάμαι τα χωράφια με τα σιτηρά πέρα από το νεκροταφείο. «Ελπίζω να μην υπέφερε», είπε η μητέρα. «Δεν είχα το κουράγιο να τον επισκεφτώ στο νοσοκομείο. Μέναμε και τόσο μακριά… Ο σύζυγός μου υπέγραψε το πιστοποιητικό θανάτου, κρίμα που δεν μπορούσατε να το υπογράψετε εσείς, θα μας είχατε γλιτώσει από τη χαρτούρα, ο σύζυγός μου μισεί τη χαρτούρα, αλλά, φυσικά, αφού δεν ήσασταν παντρεμένοι, αχ, τι χαζομάρες λέω»… Σιωπή. Το νοσοκομείο… Ξημεροβραδιαζόμουν στο νοσοκομείο. Ο Ρόι στο τέλος δεν έτρωγε. Είχε παντού σωληνάκια. Έβγαιναν από τη μύτη και χάνονταν στο λαρύγγι του. Και να σκεφτεί κανείς πως του άρεσε τόσο να τρώει. Εγώ ήμουν αυτός που μαγείρευε πάντα. Εκείνος δεν είχε χρόνο. Τον χρόνο του τον αφιέρωνε στο θέατρο. Ήταν το πάθος του. Μονοπωλούσε τις μέρες του, τις νύχτες του, όλη του τη ζωή.

Οι γονείς του… Τους γνώρισα εκείνη τη μέρα. Τη μέρα της κηδείας. Δεν είχαν θελήσει ποτέ τους να γνωρίσουν τον άντρα που αγαπούσε ο γιος τους. Δεν ήθελαν να είναι οι γονείς ενός άντρα που αγαπούσε άντρες. Σιωπή. «Ποιες ήταν οι τελευταίες κουβέντες του πριν πεθάνει;», με ρωτάει ο πατέρας του. «Τίποτα το ιδιαίτερο. Χαιρόταν που την επομένη του θανάτου του θα πήγαινα στην όπερα να δω τη Νόρμα γιατί κάναμε όνειρα να πάμε μαζί». Τον ρωτάω: «Γνωρίζετε το Λονδίνο;». Βγάζει μια κραυγή: «Το Λονδίνο, την πόλη των πούστηδων!». Σιωπή.

Μας θυμάμαι και τους τέσσερις στο χείλος του λάκκου. Μου φαινόταν πως έβλεπα το χαμόγελο του Ρόι να διαπερνά το φέρετρο. Η μητέρα του μας ζήτησε να ψάλουμε το Πάτερ Ημών κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου. Το ανήσυχο χέρι του πατέρα του Ρόι έσφιγγε το δικό μου. Θυμάμαι τα λόγια που ειπώθηκαν όταν άρχισε το χώμα να σκεπάζει το φέρετρο. Θυμάμαι τη μητέρα του Ρόι να λέει: «Αντίο, δεν ξέρω τι άλλο να του πω». Θυμάμαι τον πατέρα του Ρόι να απομακρύνεται, βουβός, τραβώντας τη γυναίκα του από το χέρι μέχρι το αυτοκίνητο. Θυμάμαι τον υπάλληλο του γραφείου κηδειών να παίρνει το τραπέζι. Τις πτυσσόμενες καρέκλες. Και τον ουρανό. Θυμάμαι τον ουρανό. Τον ουρανό, τον ουρανό, τον ουρανό. Τον λαμπρό ουρανό! Ακούγεται ξανά από μακριά μια άρια από τη Νόρμα. Ο άντρας πλησιάζει τον νεαρό άντρα, τον αγκαλιάζει από τον ώμο. Τον παρηγορεί. Με γλυκύτητα και με σχετικό χιούμορ μεταφράζει τα λόγια της άριας.

 

Ο άντρας

«Ω, θεά εσύ

κατεύνασε τις φλογισμένες καρδιές

… αχ, έλα πίσω σε μένα

στη γαλήνη και το θάμβος

της πιστής πρώτης σου αγάπης

και από τον κόσμο

εγώ θα σε προστατέψω…»

Ο άντρας και ο νεαρός βγαίνουν μαζί από τη σκηνή. Η ηλικιωμένη, ρυτιδιασμένη κυρία τσαλακώνει το γράμμα. Η όπερα χαμηλώνει και παύει. Ακούγεται το τικ τακ ενός επιτοίχιου ρολογιού που δίνει το τέμπο.

 

Η ηλικιωμένη, ρυτιδιασμένη κυρία.

Αγάπη μου, τώρα που δεν υπάρχεις πια, τώρα που έχεις φύγει για πάντα, ποιος θα φυλάξει τη σκόνη από τα κόκαλά μου σε δοχείο κάτω από τη γη, ποιος; Τώρα που πια δεν είσαι εδώ, τσαλακώνω τα γράμματά σου, αγάπη μου, για να μην τα σκίσω. Για να μην τα διαβάσω ποτέ ξανά. Για να παραμείνει εκεί η αγάπη σου, κρυμμένη σε κάθε ρυτίδα του χαρτιού. «Σ’ αγαπώ, αγάπη μου, και θα σ’ αγαπώ σε όλη μου τη ζωή». Γιατί μου έγραψες αυτό το γράμμα, αγάπη μου, γιατί; Ποιος θα μου κλείσει τα μάτια, ποιος θα κάψει τα γράμματά σου, ποιος; Τα γράμματά σου από εκείνο τον καιρό, αγάπη της χαμένης μου νιότης.

Η ηλικιωμένη αποκοιμάται. Ακούγεται πιο δυνατά το τικ-τακ του ρολογιού στον τοίχο. Τα φώτα χαμηλώνουν αργά ώσπου σβήνουν τελείως.

 

ΕΚΤΗ ΝΥΧΤΑ

 

Η έφηβη

Στο δωμάτιό της. «82 φορές χωρίς να σταματήσετε;! Χριστέ μου, υπερβολικά πολλές!», είπε η μαμά. Δεν έπρεπε να τις πω πόσες φορές, αλλά επέμενε τόσο πολύ... Εκείνη πιστεύει ότι είμαι πολύ μικρή για τέτοια. «Έχεις καιρό, γιατί να βιάζεσαι, και μάλιστα έτσι όπως είναι τώρα τα πράγματα». «Γιατί, πώς είναι, μαμά;». Άρχισε να γυρνάει σαν σβούρα: «Οι αρρώστιες, οι αρρώστιες, οι αρρώστιες!» Ευχαριστημένη. 82 φορές...

Η μαμά ακόμα δεν ηρέμησε! «Στη ζωή πρέπει να έχουμε συναίσθηση των ορίων, κοριτσάκι μου! Διαφορετικά, υποφέρεις στη ζωή. Κι ο έρωτας είναι σαν το αλκοόλ: η κατάχρηση βλάπτει. Κι επίσης, τι ξέρεις εσύ για τον έρωτα, στην ηλικία σου! Και τι να ξέρει κι ο φίλος σου! Που θα ’ναι στην ηλικία σου, φαντάζομαι...» «Ε, γι’ αυτό ακριβώς, θέλαμε να μάθουμε». «82 φορές... Και γιατί τις μετρήσατε;» «Ξέρω γω! Για πλάκα. Κι επειδή η αδελφή της Βερόνικα μας είπε ότι είναι καλύτερα με γλώσσα, είπαμε να δοκιμάσουμε. Στην αρχή δεν μας έβγαινε καλά. Ήταν η πρώτη φορά που φιλούσα κάποιον. Και για ’κείνον το ίδιο. Εκείνος είναι ο αδελφός της Βερόνικα. Δοκιμάζαμε και ξαναδοκιμάζαμε… Σταματήσαμε γιατί δεν μπορούσαμε πια να καταπιούμε το σάλιο. Μας έτρεχε μέχρι τον λαιμό…» Η μαμά πήρε μια έκφραση αηδίας! Κι έβαλε τις φωνές: «Γιατί να σκοτώνεται μια μάνα να μεγαλώνει τα παιδιά της με ηθικές αρχές! Η εποχή μας σήμερα είναι τελείως ανήθικη! Η Καθολική Εκκλησία μπορεί να είναι γερασμένη και παλιομοδίτικη, αλλά αυτά που μας έμαθε είναι ακόμα ό,τι καλύτερο! Όλοι είμαστε παιδιά της χριστιανικής ηθικής!» Με τη Βερόνικα πεθάναμε στα γέλια. Κάνω συλλογή ρόλων. Πρώτον: παιδί του σχεδίου για την αύξηση των γεννήσεων. Δεύτερον: παιδί της χριστιανικής ηθικής. Παύση. Μετά η μαμά έβαλε τα κλάματα. Μου έλεγε: «είναι πολύ νωρίς, αγάπη μου, κοριτσάκι μου, είναι πολύ νωρίς...» Η έφηβη σταματά: περνά η ηλικιωμένη, ρυτιδιασμένη κυρία, συζητώντας με τη γυναίκα. Η έφηβη στην αρχή καταφέρνει να ακούσει μόνο αποσπάσματα της συζήτησης, αλλά τελικά την ακούει ολόκληρη.

 

Η ηλικιωμένη, ρυτιδιασμένη κυρία.

... πολύ νωρίς, πολύ αργά, ποιος ξέρει... Τι παράξενο, στα πενήντα μου... Ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι εγώ... ποτέ... και παρ’ όλα αυτά... ανακάλυψα... την τρυφερότητα... μου άρεσε. Η Ελένα ήθελε να μείνουμε μαζί. Εγώ είχα ζήσει με τον Ενρίκε... Μια μέρα έφυγε. Οι άντρες συμπεριφέρονται ανεξήγητα. Για πολύ καιρό ήμουν νεκρή, ώσπου… Τα χέρια της Ελένα! Πρωτόγνωρη τρυφερότητα! Ανέστησαν το δέρμα μου, το σώμα μου, την καρδιά μου... Μου άρεσε. Πάντα έλεγα: μια γυναίκα χωρίς άντρα δεν είναι γυναίκα, αλλά... Η Ελένα δεν είχε αγαπήσει ποτέ άντρα! Κι εγώ... για μερικά χρόνια ξέχασα εντελώς τον Ενρίκε... Τι παράξενο! Στα πενήντα μου! Ποιος να τό λεγε...

 

Η γυναίκα

Διακόπτοντάς την. Είναι επικίνδυνο να σκέφτεσαι. Είμαι τριάντα έξι χρονών, η ζωή περνάει. Τα παιδιά μεγάλωσαν πια. Ούτε που θυμάμαι πώς τα έκανα. Δεν τα είδα να γεννιούνται. Κοιμόμουνα. Γιατί να υποφέρεις; είχε πει ο γιατρός. Και με κοίμισε. Δεν τα είδα να γεννιούνται. Τα βλέπω να ζουν. Τα αγαπάω. Θυμάμαι πότε και πού έκανα το τελευταίο μου παιδί. Ήταν ένα βράδυ, κάτω από τα πεύκα. Αυτός μου είπε έλα, πάμε κάπου αλλού. Είναι αδύνατον να κάνουμε έρωτα στο σπίτι. Περπατήσαμε μέχρι τα πεύκα κοντά στην παραλία. Στο σπίτι έμεινε η μάνα του. Έμενε μαζί μας. Κοιμόταν σ’ ένα δωμάτιο δίπλα στο δικό μας. Αυτός της πήγαινε κάθε βράδυ ένα φλιτζάνι τίλιο στο κρεβάτι. Σ’ αυτήν μιλούσε. Μιλάγανε για δουλειές. «Η μάνα μου είναι σπουδαία στο εμπόριο. Το εμπόριο είναι πολύ σημαντικό. Πρέπει να ξέρεις από εμπόριο. Εγώ και η μάνα μου ασχολούμαστε με τις δουλειές. Εσύ, ασχολήσου με τα παιδιά σου». Κάναμε κι άλλο παιδί. Το τελευταίο. Μακριά από το σπίτι. Για να μπορούμε να φωνάζουμε και να βογκάμε. Για να μη μας ακούει η μάνα του. Για να μην ακούει τον γιο της να γαμάει. Στο αυτοκίνητο, μέσα στα πεύκα. Κατακαλόκαιρο. Έξω, απίστευτος ήλιος. Κατ’ ιδίαν. Σκέφτομαι. Τη χαμένη απόλαυση. Δεν έχω πια αναμνήσεις. Καμία. Είναι επικίνδυνο να θυμάσαι. Να σκέφτεσαι. Να φύγεις. Μένουν τα παιδιά. Αλλά δεν είναι πια και μικρά. Σκέφτομαι κάτι που δεν θα έπρεπε να σκέφτομαι. Δεν γίνεται να σκέφτομαι αυτό που τώρα σκέφτομαι. Αλλά εγώ το κάνω. Αυτό σκέφτομαι. Καλύτερα να πέθαινε. Θα ήταν πολύ απλό. Αν αυτός πέθαινε, εγώ δεν θα έφευγα. Να πάω πού; Να πεθάνει. Θα ήταν πολύ πιο απλό από διαζύγιο. Το διαζύγιο είναι περίπλοκο. Ο θάνατος είναι οριστικός. Πέθανε. Τελείωσε. Μεγάλη παύση. Η γυναίκα σκέφτεται, ευτυχισμένη.

 

Η έφηβη

Στο δωμάτιό της. Ζευγάρι: φοβερή εφεύρεση! Το πρόβλημα είναι ότι ακόμη δεν έχει βρεθεί τίποτα καλύτερο. Τα κοινόβια ήταν μια τρέλα: πάρα πολύς κόσμος. Στο τέλος ο καθένας ξεχνούσε ποιος ήταν ο σύντροφός του. Πολύ ωραίος ο ελεύθερος έρωτας αλλά μετά μια γυναίκα έπρεπε να υπομένει μία κοινότητα από κλανιές και ροχαλητά και δέκα δέκα στο μπάνιο, γινότανε χαμός, δεν φτάνανε τα σφουγγαρόπανα και βούλωνε και το μπάνιο, όπως λέει η μαμά μου. Τώρα ευτυχώς φαίνεται ότι επιτρέπεται η «συμβίωση». Είναι περίπου το ίδιο με ένα γάμο αλλά αν μια γυναίκα θέλει να χωρίσει είναι φτηνότερα απ’ το διαζύγιο και λιγότερο περίπλοκο, όπως λέει η μαμά μου. Άλλος ένας λόγος για να μην παντρευτεί μια γυναίκα, όταν ξέρει ότι μετά πρέπει να χωρίσει. Και μόνο που το σκέφτομαι, κουράζομαι!

 

Η γυναίκα

Κατ’ ιδίαν. Αυτή η σκέψη είναι δικιά μου. Μου ανήκει. Μόνη μου το σκέφτηκα. Κανείς δεν με έμαθε να κάνω τέτοιες σκέψεις. Κανείς δεν μου έδειξε. Μου αρέσει αυτή η σκέψη. Είναι γλυκιά. Επικίνδυνη, αλλά μου αρέσει. Αν θέλω να συνεχίσω να φλερτάρω με αυτή τη σκέψη, μπορώ. Κι ό,τι θέλω, θέλω. Μετά, μετά από λίγο, μόλις θα έχω ολοκληρώσει την σκέψη του θανάτου του, κάθε λεπτομέρεια του πιθανού θανάτου του, θα πάω να βάλω τα παιδιά για ύπνο και να τους διαβάσω ένα παραμύθι για να κοιμηθούν. Μεγάλη παύση. Η ηλικιωμένη κυρία με τις ρυτίδες και η γυναίκα βγαίνουν. Η έφηβη μένει μόνη της.

 

Η έφηβη

Στο δωμάτιό της. Ο γάμος είναι για τους γέρους. Στους γέρους αρέσει. Έτσι δεν είναι μόνοι τους κι αφού με τα γεράματα χάνουν την όσφρησή τους, δεν τους ενοχλεί η μπόχα της κλανιάς. Άσε που για να κατουρήσουν μπορούν να χρησιμοποιούν και πάπια. Οι παππούδες της Βερόνικα έχουν ο καθένας τη δικιά του. Αυτή είναι η πιο πρακτική λύση. Ο καθένας τη ζωή του, έτσι δεν είναι;

 

ΕΒΔΟΜΗ ΝΥΧΤΑ

Ακούγεται η ίδια μουσική που ακουγόταν στη γιορτή για την εικοστή επέτειο. Γέλια. Συζητήσεις. Τσουγκρίσματα ποτηριών. Περνούν χορεύοντας Εκείνος, Εκείνη, και ο Φίλος, με ένα ποτήρι σαμπάνια στο χέρι.

 

Αυτός

Για τα σαράντα χρόνια του γάμου μας!

 

Ο φίλος

Για τα σαράντα χρόνια του γάμου σας! Φοβερό! Πείτε μου τη συνταγή.

 

Αυτός

Αγάπη, ακούς; Ακούγεται μια ρούμπα του ’50, η ίδια που ακουγόταν στην πρώτη γιορτή.

 

Αυτή

Αγάπη! Η ρούμπα που χορέψαμε την ημέρα που γνωριστήκαμε! Χορεύουν ευτυχισμένοι, γελώντας, αλλά ξαφνικά Αυτή φωνάζει: Αααχ, με πάτησες, άγαρμπε!

 

Αυτός

Δεν τό ’θελα, αγάπη!

 

Αυτή

Σαράντα χρόνια το ίδιο μου λες! Δεν αντέχω άλλο! Βαρέθηκα, βαρέθηκα, βαρέθηκα!

Αυτός

Αγάπη, σαράντα χρόνια το ίδιο μου απαντάς, σε λατρεύω! Βγαίνουν χορεύοντας. Σιωπή. Περνάει η έφηβη. Ανοίγει μια πόρτα, κοιτάζει. Μια γυναίκα σιδερώνει. Ένας άντρας την παρατηρεί.

 

Ο άντρας

Διπλώνουμε! Πρώτον: τσακίζουμε το πουκάμισο σε τέσσερα κάθετα και τέσσερα οριζόντια μέρη. Δεύτερον: διπλώνουμε το δεξί οριζόντιο τέταρτο προς το κέντρο του πουκαμίσου και μετά το αριστερό τέταρτο. Συνεχίζουμε διπλώνοντας τα μανίκια: τοποθετούμε το δεξί μανίκι πάνω στο δεξί τέταρτο που έχουμε ήδη διπλώσει και το αριστερό μανίκι πάνω στο αριστερό τέταρτο. Έπειτα ξαναδιπλώνουμε τα μανίκια προς την εξωτερική πλευρά του πουκαμίσου. Τρίτον: ακουμπάμε τις μανσέτες πάνω στα διπλωμένα μανίκια φροντίζοντας να είναι εντελώς επίπεδες. Τέταρτον: ξαναδιπλώνουμε την ουρά του πουκαμίσου προς το κάτω οριζόντιο τέταρτο της πλάτης και την τοποθετούμε ακριβώς στο ύψος της μέσης των διπλωμένων μανικιών πάνω στις μανσέτες. Πέμπτον: ξαναδιπλώνουμε τα δύο οριζόντια τέταρτα του πάνω μέρους του πουκαμίσου με τέτοιο τρόπο ώστε ο γιακάς να ακουμπάει στην κάτω άκρη του διπλωμένου πουκαμίσου. Κοιτάζοντάς το από πάνω το πουκάμισο πρέπει να έχει σχήμα τέλειου παραλληλόγραμμου. Να είναι άψογα διπλωμένο! Χωρίς την παραμικρή ζάρα! Το πατάμε ελάχιστα με το σίδερο. Επαναλαμβάνουμε τη διαδικασία με το επόμενο πουκάμισο. Η γυναίκα, που άκουγε με ευλάβεια, προσπαθεί να εφαρμόσει τις οδηγίες αλλά, δεν τις θυμάται καλά…

 

Η γυναίκα

Διπλώνουμε. Πρώτα τσακίζουμε το πουκάμισο σε τρία… όχι… τέσσερα οριζόντια μέρη…όχι κάθετα… όχι οριζό… Ξαφνικά αγανακτεί. Διπλώνουμε!; Ξαναδιπλώνουμε!; Σιδερώνουμε!; Πάλι απ’ την αρχή!; Τσαλακώνουμε!!

 

Ο άντρας

Ξεσπάει.  Ένα συρτάρι για κάθε πουκάμισο και κάθε πουκάμισο στο συρτάρι του! Έχω βαρεθεί να το λέω! Το έπιπλο αυτό φτιάχτηκε για ένα συγκεκριμένο σκοπό. Για να τακτοποιούνται τα πουκάμισα στην εντέλεια! Για να παραμένουν άψογα σιδερωμένα! Για να είναι τέλεια! Αψεγάδιαστα! Δεν υπάρχει κομψότερο πράγμα από ένα καλοσιδερωμένο λευκό πουκάμισο. Δύο πουκάμισα σ’ ένα συρτάρι; Ούτε κατά διάνοια. Δείχνει έλλειψη γούστου, έλλειψη savoir vivre. Savoir vivre! Δεν ξέρεις καν τι σημαίνει! Η «κομψότητα» δε, λέξη άγνωστη για σένα. Στις επιχειρήσεις η κομψότητα είναι σημαντική. Απαραίτητη! Χωρίς καλή εμφάνιση, το χρήμα δεν ρέει. Η δύναμη της εικόνας! Τριάντα ένα συρτάρια. Τριάντα ένα πουκάμισα. Ένα την ημέρα. Τριάντα ένα τον μήνα. Τους μήνες που έχουν τριάντα μέρες περισσεύει ένα πουκάμισο. Το οποίο φυλάσσεται για τον επόμενο μήνα. Τον Φεβρουάριο περισσεύουν τρία πουκάμισα εκτός κι αν το έτος είναι δίσεκτο. Χρόνια τώρα το λέω! Και μη με πεις μανιακό! Ότι προσέχω τις λεπτομέρειες, αυτό ναι! Κοίτα αυτό τον γιακά! Τσαλακωμένος! Απαράδεκτο! Αν αυτή η Ίρμα-πώς τη λένε δεν ξέρει να σιδερώνει, να τη διώξεις. Αλλά όχι. Εσύ δεν είσαι ικανή να διώξεις κανέναν! Και παραπονιέσαι κι από πάνω: ότι το σπίτι είναι πολύ μεγάλο, ότι με τόσα παιδιά δεν προλαβαίνεις και να μαγειρεύεις και να σιδερώνεις και το ένα και το άλλο και δώσ’ του γκρίνια! Μουρμούρα, διαρκώς μουρμούρα!

Το ξέρω το τροπάρι. Τόσα χρόνια το ακούω. Εγώ είμαι αυτός που πληρώνει. Για να γίνονται τα πράγματα. Και μάλιστα καλά. Για να είναι όλα τέλεια. Και σου το είπα και πριν, δεν είμαι μανιακός. Προσέχω τις λεπτομέρειες, αυτό ναι. Αλλά εσύ προσλαμβάνεις όποιον να ’ναι. Μια αγράμματη μαύρη που ποιος ξέρει από πού τη μάζεψες! Κοίτα, για τον Θεό, κοίτα εδώ! Κακοδιπλωμένες μανσέτες, τσαλακωμένα μανίκια, ένα κουβάρι! Μια φρίκη! Πώς θα φορέσω αυτό το κουρέλι, μου λες; Ίρμα! Ίρμα! Φώναξέ την! Θα της δείξω εγώ πώς σιδερώνουν ένα πουκάμισο, πώς το τοποθετούν στο συρτάρι: κάθε πουκάμισο στο συρτάρι του! Το έπιπλο αυτό φτιάχτηκε γι’ αυτό τον σκοπό, που να πάρει η οργή, γι’ αυτό τον σκοπό! Ίρμααα! Πού εξαφανίστηκε αυτή; Φώναξε την αμέσως! Κάνε και κάτι χρήσιμο. Άχρηστη! Ανίκανη! Μόνο παράπονα ξέρεις να κάνεις. Ότι δεν σου φτάνουν τα λεφτά, ότι δεν βγαίνουμε ποτέ, ότι τα παιδιά χρειάζονται το ένα και το άλλο και το παράλλο και μια ζωή γκρίνια! Μουρμούρα! Εσύ δεν είσαι καν σε θέση να δείξεις σε μια βλαμμένη αγράμματη μαύρη πώς σιδερώνουν! Βλαμμένη! Αγράμματη! Και δεν ξέρεις να ζεις! Ούτε να προσέχεις τις λεπτομέρειες! Την κομψότητα!

Μεγάλη παύση.

 

Η γυναίκα

Με μεγάλη ηρεμία. Μπορεί να μην σου σιδερώνει καλά τα πουκάμισα αλλά να τη γαμάς ξέρεις καλά τη βλαμμένη, αγράμματη μαύρη, ε; Να-τη-γα-μάς. Βγαίνουν.

Ξαναρχίζει η μουσική της γιορτής. Το σκηνικό άδειο. Μετά μπαίνει η έφηβη. Μένει μόνη στη σκηνή. Η γιορτή έξω δεν είναι ορατή. 

 

Αυτός

Στα πενήντα χρόνια του γάμου μας, αγάπη!

 

Ο φίλος

Πενήντα χρόνια, φοβερό! Αν εγώ καταφέρω ποτέ να γιορτάσω πέντε…

 

Αυτός

Ακούς, αγάπη; Ακούγεται ξανά η ρούμπα του ’50.

 

Αυτή

Αγάπη! Η ρούμπα που χορέψαμε την ημέρα που γνωριστήκαμε!

 

Αυτός

Έλα να σε χορέψω!

 

Αυτή

Ακούγονται γέλια και ξαφνικά αυτή βγάζει μια κραυγή. Αχ, η μέση μου! Με σφίγγεις πολύ δυνατά, άγαρμπε!

 

Αυτός

Μα δεν το κάνω επίτηδες, αγάπη!

 

Αυτή

Πενήντα χρόνια το ίδιο μου λες! Δεν αντέχω άλλο! Βαρέθηκα, βαρέθηκα, βαρέθηκα!

 

Αυτός

Αγάπη, πενήντα χρόνια το ίδιο μου λες. Σ’ αγαπώ. Η μουσική διακόπτεται απότομα. Μακρά σιωπή.

 

Άλλος χώρος. Άλλο φως. Εμφανίζεται ένας άντρας. Ετοιμάζεται να ανοίξει την πόρτα ενός ψυγείου. Η γυναίκα μπαίνει ορμητικά στο δωμάτιο.

Η γυναίκα

Τι κάνεις ακριβώς; Ο άντρας σταματάει ό,τι κάνει και μένει βουβός ακούγοντάς την. Όχι, εξήγησέ μου, πώς θέλεις να ζεις! Ποια πράγματα σε ενδιαφέρουν. Εκτός από το να γλείφεις το αφεντικό σου. Εντάξει, ξέρω ότι χτίζεις το μέλλον σου, αλλά εγώ; Πότε έχεις λίγο χρόνο για μένα; Ποτέ. Εδώ και χρόνια δεν κάνουμε μαζί διακοπές, δεν βγαίνουμε, δεν πάμε σινεμά. Εδώ και αιώνες! Κι ούτε που ξέρεις τι θέλεις. Εγώ τουλάχιστον ξέρω ακριβώς τι θέλω. Δουλεύω σαν σκυλί, δε λέω, αλλά ξέρω τι θέλω, πού πάω, για ποιο λόγο ζω. Για τα υπόλοιπα δε δίνω δεκάρα, κατάλαβες; Δεκάρα! Το ηλίθιο αφεντικό σου, η ηλίθια δουλειά σου! Δεκάρα δε δίνω! Εγώ είμαι υπεράνω όλων αυτών, υπεράνω της μικροαστικής ζωούλας, των σταθερών ωραρίων! Τη ζωή μου την κανονίζω όπως θέλω. Το ωράριο μου το κανονίζω εγώ, όπως μου κάνει κέφι. Είναι σίγουρα πολύ πιο δύσκολο να ζει κανείς έτσι, αλλά και πολύ πιο ενδιαφέρον. Δεν έχουμε καμία σχέση απολύτως. Δεν με καταλαβαίνεις. Ποτέ σου δεν με κατάλαβες. Και γιατί χρειαζόταν να με καταλάβεις; Τις γυναίκες δεν τις ξέρεις. Τι ξέρεις για τα άγχη και τους φόβους των γυναικών; Τίποτα. Όλη μέρα κάθεσαι στο γραφείο σου κι απαντάς στα τηλέφωνα: φυσικά, φυσικά, μην ανησυχείτε, μην ανησυχείτε! Για να ανησυχήσεις για μένα δεν έχεις χρόνο. Ούτε για να καταλάβεις πόσο υποφέρω. Ποτέ δεν είσαι στο σπίτι. Σε τι χρησιμεύεις; Για να τρώμε εμείς ένα πιάτο φαΐ. Γιατί ξέρω, αυτό θα μου πεις. Αλλά εγώ μπορώ και σκέφτομαι και συλλογίζομαι. Μπορώ να επινοήσω έναν ολόκληρο καινούριο κόσμο. Ανοίγω στη φαντασία μου τις πόρτες, τα παράθυρα, την αφήνω να ζήσει! Εσύ την φαντασία σου τη θάβεις! Γίνεσαι άξεστος. Ούτε εφημερίδα δεν διαβάζεις. Για ποιο πράγμα μπορεί κανείς να μιλήσει μαζί σου; Κι ο έρωτας; Είναι αδύνατον να κάνουμε έρωτα μαζί. Πώς θες να κάνουμε έρωτα αν δεν μιλάμε; Έχουμε να κάνουμε έρωτα έναν αιώνα! Ποτέ δεν βγάζεις ούτε λέξη. Δεν ξέρω να κάνω έρωτα χωρίς να μιλάω. Δεν ξέρω τι σκέφτεσαι. Όλη μου τη ζωή σε ρωτάω τι θέλεις, τι κάνεις, τι σκέφτεσαι. Βαρέθηκα. Πες κάτι. Ό,τι θες. Ό,τι νά ’ναι. Αλλά μίλα. Βάλε το μυαλό σου να σκεφτεί. Θα σού ’ρθει κάποια ιδέα. Μίλα. Πες κάτι, κάτι, κάτι!

 

Ο άντρας

Σιγανά. Πεινάω… Η γυναίκα χτυπάει την πόρτα πίσω της και οι δυο τους

εξαφανίζονται.

 

Ξαναρχίζει η μουσική της γιορτής. Αυτή τη φορά δεν εμφανίζεται ούτε καν η έφηβη. Το σκηνικό άδειο και οι φωνές και η μουσική μακρινές.

 

Αυτός

Στα εκατό χρόνια του γάμου μας!

 

Ο φίλος

Εκατό χρόνια! Φοβερό! Πώς τα έχετε καταφέρει; Εγώ δεν θα μπορούσα. Σας ζηλεύω… Ξανακούγεται η ρούμπα από τη δεκαετία του ’50.

 

Αυτός

Ακούς, αγάπη;

 

Αυτή

Αγάπη! Η ρούμπα που χορέψαμε τη μέρα που γνωριστήκαμε!

 

Αυτός

Έλα να χορέψουμε, αγάπη! Γέλια, βήματα χορού.

 

Αυτή

Αααχ!

 

Αυτός

Δεν τό ’θελα, αγάπη!

 

Αυτή

Εκατό χρόνια το ίδιο μου λες! Δεν αντέχω άλλο! Βαρέθηκα, βαρέθηκα, βαρέθηκα!

 

Αυτός

Αγάπη, εκατό χρόνια το ίδιο μου λες. Σ’ αγαπάω! Η μουσική διακόπτεται απότομα.

 

Φως. Ο άντρας και η γυναίκα.

 

Η γυναίκα

Ξέρεις τι θα έπρεπε να κάνουμε; Να παντρευτεί ο καθένας μας ξεχωριστά. Και μετά να βλεπόμαστε σαν εραστές. Θα ήταν ένας τρόπος να τα ξαναβρούμε: ο ανέφικτος έρωτας. Η καθημερινότητα μας καταστρέφει.

 

Ο άντρας

Εγώ δεν μπορώ να ζήσω μόνος μου. Δεν μπορώ τις νύχτες να κάθομαι και να σε περιμένω. Ή να σ’ αναζητώ. Τώρα τελευταία γνώρισα κάποια άλλη. Μια απλή γυναίκα, μια γυναίκα που δεν ξέρει να επινοεί καθημερινά νέους κόσμους ούτε είναι ιδιαίτερα όμορφη, αλλά τι σημασία έχει! Μαζί θα περάσουμε όλες τις μέρες και τις νύχτες της ζωής μας.

 

Η γυναίκα

Να ξαναγίνουμε εραστές. Να βλεπόμαστε στα κρυφά. Η αίσθηση του απαγορευμένου έρωτα θα μας ξετρελάνει!

 

Ο άντρας

Εκείνη θα με φροντίζει. Θα κοιμάται μαζί μου κάθε βράδυ. Θα αγκαλιαζόμαστε και έτσι θα κυλά η ζωή μέχρι τη μέρα που θα πεθάνω.

 

Η γυναίκα

Θα νιώσουμε πάλι την επείγουσα αίσθηση να βρεθούμε, την επιτακτική ανάγκη να αφήσουμε το τραπέζι, το κρεβάτι, τη δουλειά, τα παιδιά, ναι, ναι, ακόμα και τα παιδιά! Για να πέσουμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, έστω και για ένα λεπτό! Θα πρέπει να λέμε ψέματα, να ξεγελάμε, να εξαπατούμε! Οι νύχτες μας θα είναι αξέχαστες, γιατί θα είναι σπάνιες και σύντομες.

 

Ο άντρας

Μπορώ να ζω έτσι μέχρι να πεθάνω: το πρωί θα παίρνουμε πρωινό οι δυο μας στην ηλιόλουστη κουζίνα. Οι ευτυχισμένες κουζίνες είναι πάντα φωτεινές. Μετά τη δουλειά θα πίνουμε ένα ποτήρι κρασί μπροστά στο τζάκι ή θα βλέπουμε τηλεόραση. Εκείνη, τα παιδιά κι εγώ… Γιατί όχι; Δεν θα είναι μια παθιασμένη ζωή. Θα είναι μια ζωή ήρεμη.

 

Η γυναίκα

Θα μπορούσαμε να ζούμε έτσι μέχρι να πεθάνουμε: συνεπαρμένοι από το βίαιο πάθος μας, να κάνουμε έρωτα σ’ ένα τυχαίο κρεβάτι ξενοδοχείου, φιλόξενου ακριβώς επειδή δεν είναι το δικό μας, επειδή πάντα είναι νέο, άλλο, διαφορετικό.

 

Ο άντρας

Εγώ κι αυτή θα γεράσουμε μαζί. Δεν πρόκειται για κάποια συναρπαστική προοπτική, αλλά για μια σκέψη που καθησυχάζει. Θα παρατηρούμε τα σώματά μας να παραμορφώνονται, τις ρυτίδες να χαράζουν το δέρμα μας. Εγώ δεν θα έχω πια στύση, δεν θα μπορώ να διεισδύω στο στεγνό, γερασμένο φύλο της. Αλλά θα πεθάνουμε μαζί, πιασμένοι από το χέρι.

 

Η γυναίκα

Μια μέρα, τυχαία, θα πληροφορηθώ τον θάνατό σου. Ή εσύ τον δικό μου. Ο ζωντανός ακόμα πόθος των κορμιών μας θα μας κάνει να κλάψουμε. Έτσι σε αγαπώ:  με έναν έρωτα απαγορευμένο, ένοχο, ανέφικτο, εφήμερο, αβέβαιο, χαμένο… Σε αγαπώ όταν φοβάμαι να σε χάσω, σε αγαπώ όταν μου προξενεί άγχος η απουσία σου, σε αγαπώ όταν φεύγεις. Θέλω να αγκαλιαζόμαστε, να χωρίζουμε, να ξανασυναντιόμαστε, να μας ραγίζει η καρδιά! Θέλω να ζήσω!

 

Ο άντρας

Η καρδιά μου ράγισε εξαιτίας σου. Στο κρύο κρεβάτι θα ακουμπάω απαλά το πόδι της, την κοιλιά της, θα νιώθω τη μυρωδιά της… Δεν με ενδιαφέρει τίποτε άλλο. Δεν θέλω ποτέ ξανά να μείνω μόνος. Ο άντρας και η γυναίκα κοιτάζονται ακίνητοι. Σε άλλο χώρο εμφανίζεται η ηλικιωμένη, ρυτιδιασμένη κυρία.

 

Η ηλικιωμένη, ρυτιδιασμένη κυρία.

Ας κλάψουν τα μάτια μου τον πατέρα μου που λείπει εδώ και τόσα, τόσα χρόνια

Ας κλάψει η κοιλιά μου το παιδί που ποτέ δεν άφησα να γεννηθεί

Κι εσύ αγάπη μου γιατί έφυγες για πάντα απ’ αυτό τον κόσμο

Γιατί έμεινες χαραγμένος για πάντα στη μνήμη μου

Γιατί με άφησες να γεράσω χωρίς τα χέρια σου

Ας κλάψει η καρδιά μου τη χαμένη νιότη και τη θύμηση της αγάπης σου

Αγάπη της ζωής μου

Ας κλάψω και να κρυφτούν ο θρήνος μου κι η θύμησή σου

Για πάντα σε κάποια ρυτίδα της ψυχής μου.

Η ηλικιωμένη κυρία εξακολουθεί να φαίνεται ενώ ο άντρας και η γυναίκα χωρίζουν. Ο άντρας φεύγει. Η έφηβη, από μακριά, παρατηρεί τη σκηνή.

 

Η γυναίκα

Κοιτάζοντας τον άντρα που απομακρύνεται, απευθύνεται στον εαυτό της.  Θυμάμαι πολύ καλά εκείνο τον καιρό. Η μνήμη είναι επιλεκτική. Θυμάμαι το διαζύγιο. Ο δικαστής μάς ρώτησε αν θέλουμε να τα ξαναβρούμε. Όχι, φυσικά και όχι! Σε αυτή την περίπτωση, δεν έχουμε να προσθέσουμε κάτι. Θα λάβετε τα έγγραφα μόλις βγει το διαζύγιο. Αντίο σας κυρία μου, αντίο σας κύριε. Ο δικαστής μας κοιτάζει, χαμογελάει, παρατηρεί: τι περίεργο, μοιάζουν σα να ’ναι ακόμα νέο ζευγαράκι… Στο δρόμο περπατάμε κάτω απ’ τα πλατάνια, με τα χέρια στις τσέπες σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Ο κόσμος συνεχίζει να είναι ακατανόητος. Αυτός έφυγε με το λεωφορείο, εγώ διέσχισα την πόλη με τα πόδια. Δεν αποχαιρετιστήκαμε.

Η γυναίκα βγαίνει και διασταυρώνεται με την έφηβη και τον νέο άντρα, χωρίς να τους βλέπει. Ο νέος άντρας κρατάει μια βαλίτσα.

 

Ο νεαρός άντρας

Προς την έφηβη. Ένας άντρας ερωτεύτηκε τρελά μια γυναίκα. Για να ζήσει μαζί της, μακριά από τη φασαρία του κόσμου, έχτισε ένα σπίτι στην ερημιά. Ήθελε να είναι η ερωτική φωλιά για τη γυναίκα της ζωής του… Όταν χτίστηκε το σπίτι, ο άντρας πρότεινε στη γυναίκα να μην ειδωθούν για ένα χρόνο. Ήθελε να σβήσει το παρελθόν και των δύο. Ήθελε να μπουν μαζί στο καινούριο σπίτι σαν δύο νεογέννητα. Παρθένοι, έτοιμοι να ξεκινήσουν μια νέα ζωή. Η γυναίκα δέχτηκε, αλλά όταν ξανασυναντήθηκαν, ένα χρόνο αργότερα, του είπε πως αγαπούσε κάποιον άλλο και πως θα πήγαινε να ζήσει μαζί του. Ο άντρας πήγε να πεθάνει. Έπεσε σε κατάσταση νάρκης, ανυπαρξίας. Προσπάθησε να μπει στο καινούριο σπίτι αλλά δεν κατάφερε να διαβεί το κατώφλι. Για βδομάδες ολόκληρες κλείστηκε στο παλιό του σπίτι χωρίς να μιλάει ούτε να βλέπει κανέναν. Στο τέλος, μια μέρα άνοιξε την πόρτα, βγήκε έξω και πήγε μέχρι τον πιο κοντινό φούρνο. Παρήγγειλε στον φούρναρη ένα ειδικό ψωμί: ένα ψωμί σε σχήμα γυναίκας. Αλλά τεράστιας γυναίκας, γιγάντιας γυναίκας, δυο φορές πιο μεγάλης από τις κανονικές. Μετά, έκανε μια γιορτή στο καινούριο σπίτι και προσκάλεσε όλους τους φίλους του. Για τα εγκαίνια, τους είπε. Οι φίλοι κατέφθασαν στο σπίτι χαρούμενοι γιατί σκέφτηκαν πως ο άντρας είχε επιστρέψει στη ζωή. Βρέθηκαν, όμως, σε μια γιορτή χωρίς μουσική και φαγητό. Μόνο κρασί υπήρχε: λίτρα κόκκινου κρασιού, πηχτού σαν αίμα. Όταν τελείωσε το κρασί και οι καλεσμένοι είχαν μεθύσει τελείως, ο άντρας άνοιξε την πόρτα του δωματίου του. Εκεί βρισκόταν η γιγάντια γυναίκα, όρθια στη μέση της κάμαρας, στη θέση του διπλού κρεβατιού… Οι καλεσμένοι την κοίταζαν βουβοί, άναυδοι, ο άντρας όμως χαμογελούσε. Είναι η γυναίκα μου από ψωμί, τους είπε. Και τότε τους ζήτησε να τη φάνε χωρίς όμως να την αγγίξουν με τα χέρια τους. Φάτε την! Τους διέταξε. Δαγκώστε, μασήστε, καταβροχθίστε! Οι καλεσμένοι έμπηξαν τα δόντια τους στη γυναίκα από ψωμί, τη δάγκωσαν, την κομμάτιασαν χωρίς ποτέ τους να την αγγίξουν με τα χέρια. Μόνο τα στόματα την άγγιζαν: χείλια, δόντια, γλώσσες… Γελούσαν, φώναζαν, μεθυσμένοι, ξεσκίζοντας με τα δόντια τους τη σάρκα από αλεύρι, παρακινημένοι από τη φωνή του άντρα που τους πρόσταζε να τη φάνε και να μην αφήσουν ούτε ίχνος. Το ψωμί ήταν ακόμα ζεστό. Κάτω από την τραγανιστή κόρα, η ψίχα ήταν μαλακή σαν επιδερμίδα. Καθώς η γυναίκα εξαφανιζόταν στις κοιλιές των φίλων του ο άντρας αισθανόταν όλο και πιο ανάλαφρος, όλο και πιο χαρούμενος. Άρχισε να γελά δυνατά. Ασταμάτητα. Στο τέλος άφησε τα σκυλιά να γλείψουν το πάτωμα και να εξαφανίσουν και το τελευταίο ψίχουλο ψωμιού. Ο νεαρός άντρας βγαίνει από τη σκηνή. Η έφηβη μένει μόνη.

 

Μπαίνει ένα ζευγάρι, το ίδιο με το Σούρουπο.

 

Η γυναίκα

Σε αισθάνομαι μακριά… Ο άντρας δεν αποκρίνεται. Πλησίασε. Δεν γίνεται να κρατηθούμε απ’ το χέρι;

 

Ο άντρας

Γιατί όχι;

 

Η γυναίκα

Δώσε μου το χέρι σου.

 

Ο άντρας

Όχι, εσύ δώσ’ το μου.

 

Η γυναίκα

Όχι, εσύ.

 

Ο άντρας

Όχι, εσύ. Σιωπή. Ξαφνικά αγκαλιάζονται, φιλιούνται μανιασμένα και αποτραβιούνται.

 

Η γυναίκα

Σε αφήνω.

 

Ο άντρας

Δεν με θέλεις πια;

 

Η γυναίκα

Όχι, όχι γι’ αυτό.

 

Ο άντρας

Βίαιος. Υπάρχει άλλος;

 

Η γυναίκα

Ούτε.

 

Ο άντρας

Τότε;

 

Η γυναίκα

 Σε αφήνω. Δεν έχω να πω τίποτα. Γιατί έτσι. Χωρίς εξηγήσεις. Φεύγει. Ο άντρας στέκεται μόνος του λίγο, σιωπηλός. Μετά βγάζει μια κραυγή πληγωμένου ζώου. Στη συνέχεια χαμογελάει μυστήρια και απομακρύνεται με τα χέρια στις τσέπες. Διασταυρώνεται με τον νέο άντρα με τη βαλίτσα, αλλά δεν βλέπει ο ένας τον άλλον.

 

Ο νεαρός άντρας

Προς την έφηβη. Δεν κοιμάσαι; Ούτε ’γώ. Τα άστρα αργοπεθαίνουν… Όπου νά ’ναι γεννιέται η νέα μέρα. Να σου δείξω τ’ αστέρια; Και οι δύο κοιτάζουν τον ουρανό. Από δω φαίνεται όλος ο ουρανός. Και όλα τ’ αστέρια… Αυτή είναι η Πούλια… Κι αυτή είναι η Μεγάλη Άρκτος… Βοηθούν στο να βρουν τον δρόμο τους οι ναυτικοί, τα παιδιά που έχουν χαθεί στο δάσος, οι ερωτευμένοι… Είσαι ερωτευμένη; Την κοιτάζει. Νομίζω ότι θα μπορούσα να ερωτευτώ αυτή τη στιγμή… Θέλω να χορέψω, να γελάσω, να κάνω έρωτα! Έμαθες να φιλάς; Ναι; Όχι; Είναι μυστικό; Εκείνη τον κοιτάζει χαμογελαστή, ναζιάρα. Πού θα πάει, θα μάθεις, όταν έρθει η κατάλληλη ώρα θα μάθεις, πάντα έτσι γίνεται. Σιωπή. Είναι ώρα να φεύγω… Ο κόσμος είναι απέραντος… Θα με οδηγήσουν τα αστέρια… Ποιος ξέρει τι μας περιμένει; Άντρες και γυναίκες που να αγαπιούνται εκατό χρόνια, παιδιά κρυμμένα πίσω από την πόρτα… Σίγουρα κάποια μέρα θα γίνω πατέρας πολλών παιδιών! Σύντομη παύση. Θα μου δώσεις ένα φιλί; Η έφηβη τον κοιτάζει χαμογελαστή και του στέλνει ένα φιλί από μακριά. Ο νεαρός άντρας χαμογελά και φεύγει. Το φως αλλάζει αργά, για πρώτη φορά η νύχτα φεύγει και αρχίζει να ξημερώνει.

 

ΞΗΜΕΡΩΜΑ

Η έφηβη έχει μεταμορφωθεί σε νέα γυναίκα. Έχει μεγαλώσει. Η ηλικιωμένη την κοιτάζει ενώ εκείνη βάζει τα τακούνια που της χάρισε.

 

Η ηλικιωμένη, ρυτιδιασμένη κυρία.

Και τώρα, να σε πάνε μακριά τα παπούτσια, αγάπη μου, περπατώντας, περπατώντας… Ο κόσμος είναι όλος δικός σου... Τον δρόμο τον φτιάχνεις προχωρώντας Η νέα κοπέλα αρχίζει να περπατά και να απομακρύνεται από την ηλικιωμένη, ενώ χαμηλώνει το φως.

 

 

Βιογραφικό σημείωμα

Η Σουσάνα Λαστρέτο [Susana Lastreto] γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής. Ζει στο Παρίσι. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια και την εφηβεία της στην Ουρουγουάη.