Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2017

Μια εισαγωγή στους Πολιτισμικούς Ενδείκτες, της Ασπασίας Καμπύλη

Η έννοια του πολιτισμικού ενδείκτη

Ο καθορισμός των πολιτισμικών ενδεικτών παρουσιάζει ποικίλες δυσκολίες, δεδομένου ότι τα πάντα είναι δυνατόν να χαρακτηριστούν ως πολιτισμική παραγωγή σε μια γλώσσα, αρχής γενομένης από την ίδια τη γλώσσα. Σύμφωνα με την ιστορική αναδρομή στο θέμα που επιχειρεί ο Mayoral Asensio (1999: 67-78) η μελέτη της μετάφρασης των πολιτισμικών διαφορών ανάγεται στον Andrei Fiodorov και τη Σοβιετική ή Σλαβική Σχολή, με έναυσμα την ανάγκη μετάφρασης των διάφορων μειοψηφικών εθνικών γλωσσών και με σαφή πολιτικά και ιδεολογικά κίνητρα, για να συνεχιστεί με τον Otto Kade, της επονομαζόμενης Σχολής της Λειψίας, και την τεράστια επίδρασή του στο περιβάλλον των σοσιαλιστικών χωρών. Ένα θέμα που θα απασχολήσει έκτοτε τις σχετικές μελέτες είναι η διαφοροποίηση ανάμεσα στο σημαινόμενο και το σημαίνον, ενώ διάφοροι όροι θα προταθούν για την απόδοσή τους. Έτσι ως προς το σημαινόμενο συναντούμε τους όρους: referencias culturales, culturemas, realias, presuposiciones, referentes culturales específicos και divergencias metalingüísticas. Ενώ όσον αφορά το σημαίνον που κυρίως μας ενδιαφέρει εδώ συναντούμε τους όρους: segmentos marcados culturalmente, referencias culturales, palabras-realias, nombres de referentes culturales específicos, indicadores culturales, palabras culturales και léxico vinculado a una cultura (ibid: 73). Στην παρούσα εργασία υιοθετούμε τον όρο πολιτισμικός ενδείκτης που εισάγεται στη ελληνική βιβλιογραφία από τον Γραμμενίδη (2009: 107) για να προσδιορίσει τα κειμενικά στοιχεία τα οποία υπό τη μορφή αναφορών σε θέματα ή αντικείμενα αναδεικνύουν τα χαρακτηριστικά και τις ιδιαιτερότητες ενός πολιτισμού.

Γενικά, ως πολιτισμικοί ενδείκτες θεωρούνται τα στοιχεία μιας γλώσσας που συνδέονται άμεσα με το πιο αυθαίρετο τμήμα της, όπως οι επιχώριοι θεσμοί, τα ανθρωπωνύμια, τα τοπωνύμια, τα ονόματα εφημερίδων και περιοδικών, τα έργα τέχνης κ.λπ. (Franco Aixelá, 1996: 57). Επιπλέον, τα γλωσσικά στοιχεία που συνδέονται με τις ιδιαίτερες εκφράσεις ενός συγκεκριμένου πολιτισμού πολύ συχνά οδηγούν σε μεταφραστικές δυσκολίες. Ένα πολύ γνωστό παράδειγμα θα μπορούσαν να αποτελέσουν οι αρνητικές συνδηλώσεις που συνοδεύουν την Παρασκευή στον αγγλοσαξονικό πολιτισμό, συνδηλώσεις που αντιστοίχως φορτίζουν αρνητικά την Τρίτη στο ισπανικό πολιτισμικό περιβάλλον (Franco Aixelá, 2000: 61), ή για να περιοριστούμε στα προβλήματα μεταφρασιμότητας που προκύπτουν ανάμεσα στο ζεύγος των γλωσσών ισπανικά - ελληνικά, ας αναλογιστούμε τη δυσκολία που αντιμετωπίζει ο έλληνας μεταφραστής στην απόδοση των ισπανικών όρων που συνδέονται με ιδιαίτερες εκφάνσεις του ισπανικού πολιτισμού, όπως είναι η ταυρομαχία ή το φλαμένκο, ή ο ισπανός μεταφραστής στην απόδοση όρων που σχετίζονται με το ρεμπέτικο και την αντίστοιχη ελληνική κουλτούρα (Pratsinis, 2000: 57). Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν μάλιστα πως η μεταφορά των πολιτισμικών στοιχείων από έναν πολιτισμό σε έναν άλλο είναι σχεδόν αδύνατη (Fernández & Guerra, 2012:1), ενώ άλλοι (Pym, 1998: 191) ορίζουν ως πολιτισμικό ενδείκτη οτιδήποτε αντιστέκεται κατά τη μεταφορά από μια γλώσσα σε άλλη.
Πέρα, όμως, από τις δυσκολίες που ανακύπτουν κατά την διαδικασία απόδοσης συγκεκριμένων όρων οι οποίοι ανήκουν αποκλειστικά στην πολιτισμική κληρονομιά κάθε χώρας, ακόμα ίσως μεγαλύτερη είναι η δυσκολία που αντιμετωπίζει ο μεταφραστής όταν έρχεται αντιμέτωπος με κάποιες πολιτισμικές συνήθειες ή συνδηλώσεις, η κυριολεκτική μετάφραση των οποίων θα διαστρέβλωνε τη σημασία τους (Newmark στο Γραμμενίδης, 2009: 109). Ας σκεφτούμε, για παράδειγμα, την ισπανική λέξη «sobremesa» και τις συνδηλώσεις της ή την ελληνική συνήθεια να «ανεβάζουμε» ή να «κατεβάζουμε» τα ρούχα ανάλογα με την εποχή.
Ακόμα πιο περίπλοκα είναι τα θέματα που συνδέονται με τις ποικίλες εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής και της ανά χώρα ή ανά εποχή πρόσληψής τους ή τα θέματα που αφορούν την παγκοσμιοποιημένη εκδοχή του δυτικού πολιτισμού. Είναι σαφές, λοιπόν, πως το σύνολο των πολιτισμικών ενδεικτών που διαθέτει μια συγκεκριμένη κοινωνία δεν αποτελεί μια κλειστή ομάδα, αλλά αντιθέτως διαρκώς προστίθενται νέοι πολιτισμικοί ενδείκτες ως ανταπόκριση της εν λόγω κοινωνίας σε ποικίλα ερεθίσματα (Luque Nadal, 2009: 95). Για παράδειγμα, προϊόντα που είναι ταυτισμένα με το δυτικό τρόπο ζωής μπορεί να έχουν διαφορετικές συνδηλώσεις σε δύο διαφορετικούς πολιτισμούς ή στον ίδιο πολιτισμό αλλά σε διαφορετικές χρονικές περιόδους.
Τέλος, στοιχεία τα οποία φαινομενικά δεν αποτελούν πολιτισμικούς ενδείκτες μπορεί να προκαλέσουν μεταφραστικά προβλήματα σε συγκεκριμένο συγκείμενο. Για να χρησιμοποιήσουμε ένα ακόμα εύγλωττο παράδειγμα (Brewer στο Herrero, 1998: 314), σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται στην Ευρώπη, η σκηνή όπου ο δράστης, προκειμένου να μην αφήσει αποτυπώματα, ανοίγει με τον αγκώνα του την πόρτα, θα συνιστούσε μεταφραστικό πρόβλημα στις Ηνωμένες πολιτείες όπου όλες οι πόρτες έχουν στρογγυλά πόμολα και όχι χερούλια.
Είναι φανερό λοιπόν, πως είναι δυνατόν να θεωρήσουμε ως πολιτισμικά φορτισμένο οποιοδήποτε γλωσσικό στοιχείο, όχι μόνο ανάλογα με το αντικείμενο αναφοράς του αλλά και ανάλογα με το αν παρουσιάζει προβλήματα αδιαφάνειας ή αποδοχής από τον μέσο αναγνώστη (Γραμμενίδης, 2009: 109). Κατά συνέπεια, ως πολιτισμικός ενδείκτης θεωρείται κάθε στοιχείο γλωσσικό ή μεταγλωσσικό το οποίο, λόγω του συγκεκριμένου πολιτισμικού βάρους που το χαρακτηρίζει, ενεργοποιεί ένα μεταφραστικό πρόβλημα όταν έρχονται σε επαφή δύο συγκεκριμένοι πολιτισμοί (Molina, 2006: 79).

Κατηγορίες πολιτισμικών ενδεικτών

Η προσπάθεια να κατηγοριοποιηθούν οι πολιτισμικοί ενδείκτες έχει οδηγήσει σε διάφορες προτάσεις: ο Franco Aixelá, (1996: 59), ακολουθεί μια αρχετυπική διαφοροποίηση ανάμεσα σε κύρια ονόματα και κοινές εκφράσεις. Η Nord (2014: 97-108) τους κατατάσσει με βάση την αντίστοιχη γλωσσική λειτουργία (πληροφοριακή, εκφραστική, κλητική ή φατική). Ο Newmark, (2001: 95), τους ταξινομεί στις εξής κατηγορίες: Οικολογία: χλωρίδα, πανίδα, στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος κ.λπ. Υλικός πολιτισμός: τροφή, γαστρονομία, ενδυμασία, κατοικία και πόλεις, μέσα μεταφοράς, μονάδες μέτρησης. Κοινωνική οργάνωση: εργασία και αναψυχή, θεσμοί, οργανισμοί, πρακτικές, διαδικασίες και έννοιες που έχουν σχέση με την πολιτική, τη θρησκεία, την τέχνη, χειρονομίες και συνήθειες. Η Molina (2006: 79-85), ακολουθώντας μια κατηγοριοποίηση ανάλογη με του Newmark, διακρίνει τις εξής κατηγορίες πολιτισμικών ενδεικτών: Φυσικό περιβάλλον: χλωρίδα και πανίδα, ατμοσφαιρικά φαινόμενα, κλίμα, τοπία (φυσικά ή τεχνητά), τοπωνύμια. Πολιτισμική κληρονομιά: πρόσωπα (πραγματικά ή φανταστικά), ιστορικά γεγονότα, θρησκευτικές πεποιθήσεις, εορτασμοί, λαϊκές δοξασίες, φολκλόρ, εμβληματικά έργα και μνημεία, διάσημοι χώροι/τόποι, σκεύη και εργαλεία, μουσικά όργανα, τεχνικές που χρησιμοποιούνται για την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, θέματα που σχετίζονται με την αστική ζωή, μέσα μεταφοράς κ.λπ. Κοινωνική κουλτούρα: α) κοινωνικές συμβάσεις και συνήθειες: προσφωνήσεις και τίτλοι, τρόποι φαγητού, ενδυμασίας, ομιλίας, συνήθειες, ηθικές αρχές, χειρονομίες, χαιρετισμοί, κ.λπ. β) κοινωνική οργάνωση: πολιτικά και νομικά συστήματα, επαγγέλματα, νομίσματα, ημερολογιακά συστήματα, μονάδες μέτρησης κ.λπ. Γλωσσική κουλτούρα: μεταγραμματισμοί, παροιμίες, στερεότυπες εκφράσεις, κύρια ονόματα με ιδιαίτερο σημασιολογικό βάρος, τυποποιημένες μεταφορές, συμβολικοί συνειρμοί, επιφωνήματα, βλασφημίες, βρισιές κ.λπ. Πολιτισμικές παρεμβολές: στην κατηγορία αυτή εντάσσονται οι ψευδόφιλες πολιτισμικές συνδηλώσεις, για παράδειγμα η διαφορετική συμβολική σημασία που έχουν κάποια ζώα ή πτηνά σε διαφορετικούς πολιτισμούς, όπως η κουκουβάγια η οποία στο δυτικό πολιτισμό συμβολίζει τη σοφία, ενώ στον αραβικό είναι ένα σύμβολο κακοτυχίας. Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται οι περιπτώσεις πολιτισμικών αναμείξεων, όταν δηλαδή σε ένα κείμενο πηγή υπάρχουν γλωσσικά στοιχεία του πολιτισμού-στόχου, όπως για παράδειγμα η φράση «hasta la vista» σε ένα αγγλικό κείμενο πηγή το οποίο μεταφράζεται στα ισπανικά.
Όπως είναι φυσικό, κάθε προσπάθεια κατηγοριοποίησης υπαγορεύεται από λόγους καθαρά μεθοδολογικούς, προκειμένου να καταστεί δυνατή η ομαδοποίηση των πολιτισμικών ενδεικτών σε επιμέρους κατηγορίες και η εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με πιθανές κανονικότητες στην αντιμετώπιση των μεταφραστικών προβλημάτων που προκύπτουν στα πλαίσια της κάθε κατηγορίας. Καθοριστικό ρόλο στην κατηγοριοποίηση τους παίζει το είδος του κειμένου που αποτελεί το αντικείμενο της έρευνας κάθε φορά. Θεωρούμε πως μια κατηγοριοποίηση βασισμένη στο σημασιολογικό πεδίο στο οποίο ανήκουν οι πολιτισμικοί ενδείκτες θα εξυπηρετούσε αποτελεσματικότερα την ανάδειξη των ενδεχόμενων μοτίβων που προκύπτουν κατά την αντιμετώπιση των αντίστοιχων μεταφραστικών προβλημάτων. Επιπλέον, η διάκριση σε κατηγορίες όσο το δυνατόν περισσότερο εξειδικευμένες, όσον αφορά το σημασιολογικό τους περιεχόμενο πιστεύουμε πως είναι δυνατόν να οδηγήσει αποτελεσματικότερα στην ανάδειξη των εν λόγω μοτίβων. Έχοντας, λοιπόν, ως βάση την πρόταση του Newmark (2001: 95) και της Molina (2006: 79-85), διακρίνουμε τις παρακάτω κατηγορίες πολιτισμικών ενδεικτών:

Ανθρωπωνύμια: στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνουμε τα ονόματα ιστορικών κυρίως προσώπων, τα παρωνύμια και κάποια ονόματα φανταστικών προσώπων που παρουσιάζουν διαφορές ως προς τον μεταγραμματισμό τους.
Τοπωνύμια: ονόματα πόλεων, περιοχών, οδών, εθνικά ονόματα και ονόματα τόπων που παρουσιάζουν διαφορές ως προς τον μεταγραμματισμό τους.
Φυσικό περιβάλλον: περιλαμβάνονται γλωσσικά στοιχεία που αναφέρονται στη χλωρίδα και την πανίδα.
Τροφή και Γαστρονομία: περιλαμβάνονται οι ονομασίες και οι περιγραφές φαγητών και ποτών.
Ενδυμασία: περιλαμβάνονται τα γλωσσικά στοιχεία που αναφέρονται σε τοπικές ενδυμασίες αλλά και σε στοιχεία της καθημερινής ενδυμασίας που κατά τη μεταφορά τους στη γλώσσα στόχο έχουν ως αποτέλεσμα διαφορετικά μεταφραστικά αποτελέσματα.
Κατοικία και Πόλη: στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται στοιχεία αρχιτεκτονικής, επίπλωσης, διακόσμησης καθώς και προσδιορισμοί κτιρίων με βάση τη χρήση τους. Επίσης στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνουμε και τα μέσα μεταφοράς και τις μονάδες μέτρησης του Newmark (2001: 95), θεωρώντας τα ως κατεξοχήν στοιχεία της αστικής ζωής.
Εργασία και Αναψυχή: στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνουμε τα επαγγέλματα, την εργασιακή οργάνωση, τους σχετικούς θεσμούς και οργανισμούς, όπως επίσης στοιχεία που αναφέρονται στην καθημερινή ζωή συνήθεις πρακτικές και έθιμα, συνήθειες, παιχνίδια και τρόπους αναψυχής.
Πολιτική, Θρησκεία, Τέχνη: περιλαμβάνονται ονόματα κομμάτων, αναφορές σε πολιτικά γεγονότα, έργα τέχνης, τίτλους βιβλίων, θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Γλωσσική κουλτούρα: περιλαμβάνονται παροιμίες και εκφράσεις, μεταφορές, επιφωνήματα, βλασφημίες, βρισιές κ.λπ.
Ξενόγλωσσες παρεμβολές: λέξεις και φράσεις από διαφορετική του πρωτοτύπου γλώσσα.

Βιβλιογραφία

Fernández Guerra, A. (2012). “Translating Culture: problems, strategies and practical realities”. [SIC]- A Journal of Literarature, Culture, and Cultural Translation, número 5, σελ. 1-14.
Franco Aixelá, J. (1996). “Culture-specific items in translation”, στο Álvarez, R., Vidal, M. C. (επιμ.), Translation, Power, Subversion Κλίβεντον: Multilingual Matters, σελ. 52-78.
Herrero, L. (1998). «Sobre la traducibilidad de los marcadores culturales». στο Chesterman, A., Gallardo San Salvador, N., Gambier, Y. (επιμ.), Translation in context. Selected contributions from the Est Congress. Granada, Spain: Άμστερνταμ/Φιλαδέλφεια: John Benjamins Publishing Company, σελ. 307-316.
Luque Nadal, L. (2009). «Los culturemas ¿unidades linguísticas, ideológicas o culturales?». Language design: journal of theoretical and experimental linguistics, número 11, σελ. 93-120.
Mayoral Asensio, R. (1999-2000). «La traducción de referencias culturales». Sendebar: Revista de la Facultad de Traducción e Interpretación de la Universidad de Granada, número 10-11, σελ. 67-88.
Molina, L. (2006). El otoño del pingüino: Análisis descriptivo de la traducción de los culturemas. Καστεγιό δε λα Πλάνα: Publicacions de la Universitat Jaume I.
Newmark, P. (1988). A Textbook of Translation, Νέα Υόρκη: Phoenix Elt.
Nord, C. (2014). Η μετάφραση ως στοχευμένη δραστηριότητα. Εισαγωγή στις λειτουργικές προσεγγίσεις. (μετάφρ.-προσαρμογή Σ. Γραμμενίδης, Δ. Λάμπρου). Αθήνα: Δίαυλος. (Πρωτότυπη έκδοση 1997).
Pratsinis, N. (2000). «La otredad y los problemas del traductor», στο: Fernández Gonzáles, V., García Ramírez, L., López Villalba, M. & Nikolaidu, I. (επιμ.), Traducir al Otro traducir a Grecia. Μάλαγα: Miguel Gómez Ediciones, σελ. 57-64.
Pym, A. (1998). Method in Translation History. Μάντσεστερ: St. Jerome.
Γραμμενίδης, Σ. (2009). Μεταφράζοντας τον κόσμο του Άλλου. Θεωρητικοί προβληματισμοί. Λειτουργικές προοπτικές. Αθήνα: Δίαυλος.



Το παρόν κείμενο είναι απόσπασμα από τη Διπλωματική Εργασία που εκπόνησε, υπό την εποπτεία του Αναπληρωτή Καθηγητή Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, η Ασπασία Καμπύλη με τίτλο «Η μετάφραση των πολιτισμικών ενδεικτών στο μυθιστόρημα του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν Los mares del Sur: Συγκριτική μελέτη δύο μεταφράσεών του στα ελληνικά» στο πλαίσιο των σπουδών της στο Μάστερ «Επιστήμες της Γλώσσας και του Πολιτισμού», Κατεύθυνση «Μετάφραση, επικοινωνία και εκδοτικός χώρος» του Τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ.

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017

Χοσέ Μορένο Βίγια: Η Χαθίντα αγοράζει έναν πικάσο

José Moreno Villa

 

Jacinta compra un picasso

 

Para su casa rectilínea,

sin roperos, con garaje y jardín,

piscina y mullidos tapices

Jacinta compra un Picasso a tres tonos:

rosa, blanco y azul.

Me recibe brincando. Y me abraza:

−¿No ves qué línea? –dice.

¿No ves qué fuerte y qué dulce?

Y Jacinta se besa la mano.

La mano que dio los dineros.

Dineros por arte. 

 

José Moreno Villa (Málaga, España, 16 de febrero de 1887 - Ciudad de México, México, 25 de abril de 1955) fue un archivero, bibliotecario, poeta, articulista, historiador de arte, documentalista, dibujante y pintor español. Fue una figura importante de la Generación del 27. Durante la Segunda República española fue director del Archivo del Palacio Nacional de España. Con la Guerra Civil española se exilió primero en Estados Unidos y posteriormente en México.

 

Πηγή: Jacinta la Pelirroja. Poema en poemas y dibujos (1929)

 

 

Χοσέ Μορένο Βίγια

 

Η Χαθίντα αγοράζει έναν πικάσο

 

Για το ευθύγραμμο σπίτι της,

−δίχως ντουλάπες, με γκαράζ και κήπο,

πισίνα και παχιά χαλιά

η Χαθίντα αγοράζει έναν πικάσο με τρεις αποχρώσεις:

ροζ, λευκό, μπλε.

Με υποδέχεται χοροπηδώντας. Και με αγκαλιάζει:

«Βλέπεις τι γραμμές;», λέει.

«Βλέπεις τι δυνατό και τι γλυκό;»

Και η Χαθίντα φιλάει το χέρι της.

Το χέρι που της έδωσε το χρήμα.

Χρήμα για την τέχνη.

 

 Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

 

O José Moreno Villa γεννήθηκε στη Μάλαγα το 1887 και πέθανε, εξόριστος, στην Πόλη του Μεξικού το 1955. Ήταν ένας καλλιτέχνης πολυσχιδής: ζωγράφος, ποιητής, ιστορικός τέχνης. Στα ελληνικά τον μετέφρασε για πρώτη φορά, στο περιοδικό Κύκλος, ο Νίκος Καζαντζάκης στις αρχές τις δεκαετίας του ’30. Το παρόν ποίημα ανήκει στη συλλογή Jacinta la Pelirroja [Χαθίντα η Κοκκινομάλλα] του 1929.

 

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

Κωνσταντίνος Παλαιολόγος: Καλό ποσοστό (Δεύτερη εκδοχή)

Καλό ποσοστό

Η φωτεινή οθόνη, που μετρά αντίστροφα τον προβλεπόμενο χρόνο άφιξης των λεωφορείων, στη στάση Χαραμίτσα, δείχνει μονίμως ότι το 25, Άγιος Παύλος – Πανόραμα, φτάνει σε «2 λεπτά». Αν λάβουμε υπόψη ότι ημερησίως εκτελούνται 68 δρομολόγια, αυτό σημαίνει ότι 68 φορές τη μέρα η εν λόγω ένδειξη είναι σωστή.

Παρότι ο προαναφερθείς αριθμός δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητος, η Υπηρεσία Αστικών Συγκοινωνιών αναζητεί επισταμένως τρόπους έτι περαιτέρω βελτιώσεώς του.   

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2017

Βιβλιοκριτική του Μάρκου Καρασαρίνη για το Ποδόσφαιρο, μια θρησκεία σε αναζήτηση θεού του Manuel Vázquez Montalbán

Μπάρτσα, Μπάρτσα, Μπάρτσα!
Τι σχέση έχει η «άρνηση της ιστορίας» και η «μετανεωτερικότητα» με την Μπαρτσελόνα; Έχει, αν γράφει για τη θρυλική ομάδα της Βαρκελώνης ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν. Ο καταλανός συγγραφέας μάς οδηγεί στον γαλαξία του αθλήματος και στη θέση του στη σύγχρονη κοινωνία

«Δίχως υπερβολή δεν υπάρχει λογοτεχνία. Βάλτε τώρα στη θέση της λογοτεχνίας την αθλητική δημοσιογραφία, που γνωρίζει καλά τόσο το εμπόρευμα όσο και την πελατεία, και η οποία θεωρεί ότι κάθε παιχνίδι είναι κάτι σαν την Ημέρα της Κρίσεως» και έχετε μια ακριβή εικόνα του τι επιχειρεί να πετύχει ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν με το Ποδόσφαιρο.Μια θρησκεία σε αναζήτηση θεού. Πολυγραφότατος συγγραφέας, δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος, γαστρονόμος και ορκισμένος οπαδός της Μπαρτσελόνα, ο Καταλανός Μονταλμπάν (1939-2003) έθεσε τη φιλοσοφική του παιδεία στην υπηρεσία της στρογγυλής θεάς γράφοντας για αυτήν επί τριακονταετία στον ισπανικό Τύπο με τρόπο αιχμηρό και διεισδυτικό. Αξονα της σκέψης του στη συλλογή των δοκιμίων που συνθέτουν το βιβλίο αποτελεί η διαπίστωση ότι το ποδόσφαιρο απώλεσε σταδιακά την αρχική του ουσία και προοπτική ως λαϊκό άθλημα και απέβη «θρησκεία για ένα μεγάλο μέρος του πολυεθνικού καπιταλισμού». Με βάση αυτό το πλαίσιο οργάνωσης του υλικού του και επίκεντρο την αντιπαλότητα μεταξύ Μπαρτσελόνα και Ρεάλ Μαδρίτης, ο Μονταλμπάν σχολιάζει πλήθος θεμάτων, από αναμνήσεις της χρυσής εποχής της δεκαετίας του ΄50 ως τη θεώρηση του Ντέιβιντ Μπέκαμ ως εμπορικού φαινομένου. Εντός της σύγχρονης κοσμικής θρησκείας βλέπει να συμπλέουν ιδεολογικά ρεύματα, εκφάνσεις απροκάλυπτης ή τελετουργικής βίας, οι νόμοι και οι αξίες της οικονομίας της αγοράς. «Το πρόβλημα της ανεργίας σήμερα δεν θα προκαλούσε την κατάληψη της Βαστίλλης» σημειώνει ο Μονταλμπάν, «η αδικία κατά μιας ομάδας όμως θα προξενούσε την κατάληψη της Βουλής». Στο κάτω κάτω, όπως αποφαίνεται, «η παγκοσμιοποίηση είναι κάτι το νεφελώδες, η Ευρώπη είναι ακόμη μια υπόθεση εργασίας», ενώ η συλλογική ταύτιση αποτελεί την καθημερινή απτή και βιωμένη εμπειρία εκατομμυρίων ανθρώπων. 

Από αυτή τη βιωμένη εμπειρία πολύ απέχει να απουσιάζει η πολιτική. Για να χτιστεί η θρυλική Μπάρτσα των μέσων του 20ού αιώνα χρειάστηκε μια μικρή νίκη προπαγάνδας στον Ψυχρό Πόλεμο. Τα γνήσια τέκνα της Καταλωνίας πλαισιώθηκαν με τους πρόσφυγες της Ουγγαρίας του υπαρκτού σοσιαλισμού Κότσιτς και Τσίμπορ, όταν ολόκληρη η Χόνβεντ αυτομόλησε στη Δύση κατά τη διάρκεια της ουγγρικής επανάστασης τον Οκτώβριο του 1956. Η Μπαρτσελόνα έως σήμερα είναι «κάτι περισσότερο από μια ομάδα», ο «συμβολικός άοπλος στρατός της καταλανικότητας», και η Ρεάλ Μαδρίτης ο «εκπρόσωπος του κράτους», η ομάδα της εξουσίας: πρόκειται για μια αντιπαλότητα ριζωμένη στην εποχή του Φράνκο, εξαρτώμενη ευθέως από την ταύτιση της ομάδας της Βαρκελώνης με τη δημοκρατική κυβέρνηση στη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου πολέμου και την εύνοια του καθεστώτος του στρατηγού προς τους Μαδριλένους. Με όχημα την Μπαρτσελόνα ο Μονταλμπάν σκιαγραφεί μια ταύτιση με ευρύτερες κοινωνικές προεκτάσεις: υποδηλώνει τη δυναμική μιας καταλανικής ταυτότητας, διακριτής από την ισπανική, η οποία ενσωματώνει τις αρχές του ρεπουμπλικανισμού, τις μνήμες του εμφυλίου και τη φρανκική καταστολή των μεταπολεμικών χρόνων. Την ίδια στιγμή ωστόσο αξίζει να επισημάνει κανείς και τις αντιφάσεις τής εν λόγω ταυτότητας: ο σύλλογος που νοείται ως εμβληματικός θεσμός της Καταλωνίας και αποτελεί τη δεύτερη πλουσιότερη ομάδα παγκοσμίως, με περισσότερα από 100.000 μέλη που ψηφίζουν σε οργανωμένες εκλογές για τον πρόεδρό του, εξακολουθεί να προβάλλει ως ένα από τα κύρια συστατικά στοιχεία του την αντίθεσή του στο υποτιθέμενο αθλητικό και πολιτικό «κατεστημένο». Πολιτικά είναι η χρήση της Μπάρτσα ως οχήματος των καταλανών εθνικιστών που επιβάλλει έναν παρόμοιο μύθο, ο οποίος ποδοσφαιρικά έχει πάψει εδώ και καιρό να αντιστοιχεί στην πραγματικότητα.

Ταυτόχρονα ο Μονταλμπάν φροντίζει να τοποθετήσει ευφάνταστα την ποδοσφαιρική ανάλυση σε ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο: επιστρατεύει μια «μαρξιστική ερμηνεία της ηγεμονίας» για να μιλήσει για την Μπαρτσελόνα, σημειώνει ότι η γενιά του Μπουντραγένιο και του Μίτσελ για τη Ρεάλ Μαδρίτης στη δεκαετία του ΄80 «αντιπροσωπεύει τη μετανεωτερικότητα και μια άρνηση της ιστορίας», συγκροτεί τη μεταξύ τους αντιπαλότητα στο πλαίσιο της φιλοσοφικής ανθρωπολογίας του Πάουλ Λάντσμπεργκ, αντιστοιχίζει τον ένθερμο ποδοσφαιρόφιλο στον πολιτικοποιημένο οπαδό σύμφωνα με την τυπολογία του πολιτικού επιστήμονα και κοινωνιολόγου Μορίς Ντιβερζέ. Παράλληλα, βέβαια, φροντίζει να χειρίζεται επαρκώς την προσφιλή του ειρωνεία, ώστε να κλείνει το μάτι στον αναγνώστη αναφορικά με τα όρια της θεωρίας: η «προδοσία» της μεταγραφής του Φίγκο στη Ρεάλ Μαδρίτης το 2000 ή το εκτός έδρας γκολ του Λουίς Ενρίκε κατά της Γαλατασαράι που έστειλε την Μπαρτσελόνα στα προημιτελικά του Champions League το 2002 προφανώς δεν χρήζουν βαθύτερης δομικής ερμηνείας.

Στο βιβλίο ο αναγνώστης θα συναντήσει και πολλές ομοιότητες με την ελληνική πραγματικότητα. Γνώριμη τόσο η συστηματική θυματοποίηση της Μπάρτσα εκ μέρους των πιστών της, με τη συνωμοσιολογία να διαδέχεται νομοτελειακά τις αντιξοότητες, όσο και η φιλολογία περί ομάδων του κατεστημένου, των οποίων οι επιτυχίες οφείλονται αποκλειστικά στις διασυνδέσεις τους: αποτελούν καταστατικούς μύθους (και) του ελληνικού οπαδισμού. Οι επιχειρηματίες που αναζητούν τον έπαινο του πλήθους σε ποδοσφαιρικές επενδύσεις αποτελούν κοινό τόπο και στις δύο χώρες. Η μόνιμη αίσθηση απογοήτευσης και αδυναμίας εξάλλου συνόδευε παραδοσιακά την ενασχόληση με την ελληνική εθνική ομάδα ώσπου αυτή αναβαπτίστηκε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ των γηπέδων της Πορτογαλίας με την κατάκτηση του Εuro 2004. Αν και αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι μια σειρά πιθανών μέτριων εμφανίσεων στο επερχόμενο Παγκόσμιο Κύπελλο της Νότιας Αφρικής δεν θα αρκέσει για να την καταβαραθρώσει εκ νέου στα Τάρταρα της φίλαθλης συνείδησης. Εκείνο που αναμφισβήτητα προκύπτει ως συμπέρασμα από την ανάγνωση του όλου κειμένου του Μονταλμπάν είναι ότι η αφοσίωση τρέφεται με νίκες...



ΤΟ ΒΗΜΑ:  30/05/2010 

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017

Yanis Karkanévatos: Zapatos talla 42

En memoria de Dionisis

«Tenga», dijo la enfermera dejando en mis manos una caja de zapatos talla 42. Durante las últimas semanas –durante los escasos momentos que no estaba a su lado me había poseído la angustia de la blanca y recién hecha cama que hoy me iba a encontrar. Era como si el sonido de la película de mi vida se hubiera cortado. Con la caja bajo el brazo, cogí el autobús de regreso. Un anciano, sentado frente a mí, miraba alternativamente la caja y sus zapatos. «Si los cuida, le van a durar toda una vida», me dijo. En casa, la abrí. Dentro estaban su móvil, el reloj que le había regalado para su cumpleaños de dos años atrás, su fular preferido y una pequeña cruz –seguramente no era suya– que la enfermera a lo mejor había encontrado en la mesilla de noche y consideró que le pertenecía. El móvil empezó a sonar. En la pantalla apareció la frase «número desconocido». Tardé en contestar, balbuceé «diga» desalentado pero, quienquiera que fuera, colgó sin decir palabra. Pensé que deberíamos fijar un lugar en el parque, en la alberca vacía tal vez, debajo de los plátanos, donde recogeríamos todos los móviles ya huérfanos y estos sonarían sin coordinación. Llamadas de parientes y amigos que todavía no habrían sido informados, o de nosotros mismos, que llamaríamos de vez en cuanto incluso sin ni siquiera esperar una respuesta. Compondríamos así la melodía de la tristeza y los pájaros en el parque se irían al cielo, ahuyentados por el incomprensible sonido de los humanos.

Fuente: Planodion-Bonsái, 28 de diciembre de 2016

Yanis Karkanévatos (Seres, 1966). Estudió en la Universidad Politécnica de Atenas y cine en la escuela de Stavrakos. Trabajó durante años en el extranjero como ingeniero y al mismo tiempo se ocupó de la dirección cinematográfica, del video art en el teatro y de la escritura (guiones, cuentos). Participó en la colección de cuentos Μαθαίνοντας Ποδήλατο (editorial Κέδρος, 2013).

La traducción colectiva es producto de las clases de Lengua Española que imparte Konstantinos Paleologos en el Centro [Διδασκαλείο] de Lenguas Extranjeras de la Universidad de Atenas. Tradujeron los estudiantes Panayota Bugá, Dionisía Nikolopulu, Leonidas Ikonomu, Zoe Tsianava.
 
Revisión: Eduardo Lucena.