Κυριακή 26 Απριλίου 2015

Translation Slam, στη Θεσσαλονίκη

Εργαστήριο Translation Slam

Διεθνής Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης

Εκθεσιακό Κέντρο HELEXPO

Αίθουσα ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΕΡΜΑΝΟΣ, ΠΕΡΙΠΤΕΡΟ 8, 2ος όροφος

Κυριακή, 10 Μαΐου 2015, 14:30 – 16:30

Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

Βιβλιοκριτική του Κωστή Παπαγιώργη για το Ποδόσφαιρο: Μια θρησκεία σε αναζήτηση Θεού του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν (μτφ. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος)


Ομολογούμε ότι πιο θελκτικό βιβλίο για το ποδόσφαιρο δεν έχουμε διαβάσει. Κι ας λέει ο υπότιτλός του ό,τι θέλει. Το συγγραφικό ιερατείο, όπως ξέρουμε, με κάποια ντροπή πάντα, μίλησε για την μπάλα με πρωταρχική μέριμνα να σώσει τα προσχήματα. Μη μας πάρουν και για τίποτα αφελή ψώνια που την έχουν πατήσει με τα καμώματα των μαζών. Άλλο το πόπολο, άλλο τα βιβλία. Ωστόσο, ο Μανουέλ, χάρη στην καταγωγή του από τη Βαρκελώνη, παρότι μιλάει για πολυεθνικές και τα λοιπά βαρετά συμπαρομαρτούντα, αφήνει τον εαυτό του να αναλυθεί σε ενδιαφέροντες λυγμούς για την Μπάρτσα. Αν ο φίλαθλος θέλει να βρει την ιστορία της ομάδας, το πολιτικό της υπόβαθρο, τα τρελοκαμώματα των Καταλανών, ανυπερθέτως πρέπει να διαβάσει αυτό το βιβλίο που είναι ηθογράφημα πνοής και επιπλέον έτυχε εξαιρετικής αποδόσεως στην ελληνική. Όλε Μπάρτσα!

ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ, 8 Ιουνίου 2006





Πέμπτη 16 Απριλίου 2015

"Τραγούδια του έρωτα και της βροχής", του Σέρζι Πάμιες σε μτφ. Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

  Τραγούδια του έρωτα και της βροχής, Εκδόσεις Πάπυρος, 2015, 
  μετάφραση Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

Τραγούδια του έρωτα και της βροχής 

Γιατί θα έπρεπε να αγοράσουμε τα «Τραγούδια του έρωτα και της βροχής»; Γιατί, αν δεν το κάνετε, θα σας μείνει πάντα η αμφιβολία αν θα έπρεπε να τα είχατε αγοράσει, και όταν, καταμεσής της Μεγάλης Εβδομάδας με παλιόκαιρο, κοιτάξετε από το παράθυρο και δείτε τα βιβλία που έχετε διαβάσει, θα σκεφτείτε αυτά τα «Τραγούδια του έρωτα και της βροχής» που, ακατανόητα, αποφασίσατε να μην τα αγοράσετε.


Η εκλεπτυσμένη πρόζα και ο περιεκτικός λόγος των διηγημάτων του Σέρζι Πάμιες αναζητά ισορροπία ανάμεσα στο καυστικό χιούμορ, τη ζωτικότητα και τη μελαγχολία. Αυτά είναι τα εργαλεία που χρησιμοποιεί για άλλη μια φορά ο συγγραφέας στο Τραγούδια του έρωτα και της βροχής προκειμένου να καταδυθεί στα στάσιμα νερά του έρωτα, στην εξάρτηση από την κληρονομημένη μνήμη, στον πόνο για τους απόντες και στην ευχαρίστηση του να γράφεις δίχως να γνωρίζεις αν υπάρχει ένα όριο ανάμεσα στη μυθοπλασία και την αυτοβιογραφία. Η δύναμη και η ένταση του ύφους του Πάμιες είναι το πιο αποτελεσματικό όχημα για να περιηγηθεί κανείς σε συναισθήματα και σκέψεις περί της τρωτότητας των ανθρώπινων όντων και τις πιο παράλογες τελετουργίες της ώριμης ηλικίας. Με αυτό το βιβλίο ο Σέρζι Πάμιες επιβεβαιώνει τη θέση του ως ένας από τους καλύτερους σύγχρονους ισπανούς διηγηματογράφους.
«Ο Πάμιες είναι τίμιος και βαθυστόχαστος, αλλά δεν εγκαταλείπει ποτέ την ελαφρότητα και την ειρωνεία στις οποίες προσθέτει μια μεγάλη ικανότητα παρατήρησης και ένα ιδιαίτερο ταλέντο για την τρυφερότητα» (Patricio Pron, Letras Libres).
«Ο Πάμιες δημιουργεί ένα αποστασιοποιημένο κλίμα που επικάθεται στη μελαγχολία των λογοτεχνικών ηρώων του οι οποίοι ανακαλύπτουν σταδιακά πως οι επιθυμίες εκπληρώνονται κατά τρόπο μη ολοκληρωμένο, και μόνο με λίγη δόση τύχης, γιατί το πιο φυσιολογικό είναι να θριαμβεύσει η ήττα, να κυριαρχήσει η αποτυχία και να λάβει χώρα η ανεπανόρθωτη απουσία των πάντων εκτός από την πικρή σάτιρα που ενορχηστρώνει τον καθημερινό μας τρόμο» (Ponç Puigdevall, El País).

«Ο Πάμιες κατόρθωσε να ανεβάσει και άλλο τον πήχη των απαιτήσεών μας από αυτόν. Ποτέ άλλοτε δεν είχε καταφέρει στη μεγάλη πλειοψηφία των διηγημάτων του όλες οι προτάσεις του κειμένου να έχουν το ίδιο αποφασιστικό βάρος με την αρχική πρόταση, κάτι που είναι εξαιρετικά δύσκολο να το καταφέρει κάποιος» (Sam Abrams, El Punt Avui).      

Δευτέρα 13 Απριλίου 2015

Διήγημα του Guillermo Arriaga

ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

Στην Πατρίσια Αριάγα
Νοσταλγώ τα πρόσωπα, όχι τα χρώματα, γιατί τα χρώματα έχουν κατακλύσει το σκοτάδι μου και είναι το μόνο πράγμα που παραμένει αναλλοίωτο από τις εικόνες του παρελθόντος μου. Η ζωή μου έχει μεταφραστεί σε μια σειρά από χρώματα και λέξεις, από μυρωδιές και αισθήσεις που στερούνται, δυστυχώς για μένα, προσώπου.
Έτσι, όποιος μου μιλάει μεταμορφώνεται μέσα μου σε άμορφη δέσμη από χρώματα. Κάθε άνθρωπος, ένα χρώμα, κάθε κραυγή, ένα χρώμα, κάθε στιγμή, κάθε άρωμα, κάθε νύχτα, κάθε μέρα, ένα χρώμα. Αλλά πλέον δεν υπάρχουν πρόσωπα, γιατί δεν μπορώ να θυμηθώ κανένα.
Διψάω για πρόσωπα. Οι άμορφες φιγούρες με κουράζουν, με νικούν, με κάνουν να χάνω το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ξέρω ότι υπάρχουν χαρακτηριστικά που έχουν διαβρωθεί από τη ζωή, ρυτίδες, φρύδια υψωμένα, γκριμάτσες απρόθυμες, δέρμα εξουθενωμένο, αλλά δεν καταφέρνω να συνθέσω ένα πρόσωπο.
Με θλίβει ιδιαίτερα που δεν μπορώ να θυμηθώ το πρόσωπο της Μάγδα, την έκφρασή της, το χαμόγελό της (θα είχε ξαναχαμογελάσει ποτέ της, άραγε;), τα σαρκώδη χείλη της, τις ξανθές βλεφαρίδες της. Αλλά πάνω απ’ όλα νοσταλγώ το βλέμμα της. Τώρα μόνο την ακούω, τη μυρίζω, την αισθάνομαι. Νιώθω το μίσος της, τις ατέλειωτες κατηγόριες της, την οργή της επειδή δεν είχε το κουράγιο να με εγκαταλείψει.
Δεν συγχωρεί την τύφλωσή μου, αυτά τα εικοσιπέντε χρόνια τα άδεια από φως. Αρκούσε ένα ατύχημα για να μετατραπεί ο άνθρωπος που αγαπούσε, που ποθούσε, ο ζωγράφος που θαύμαζε, στο τιποτένιο αντικείμενο της ενοχής και της δυσαρέσκειάς της.
Όταν έμεινα τυφλός η Μάγδα προσπάθησε να κάνει υπομονή, να δείξει τη συμπόνια που προϋποθέτει μια στοιχειώδης αγάπη. Αλλά σύντομα έπαψε να με αντέχει. Κατηγορούσε την αδεξιότητα μου. Την ενοχλούσαν τα σκουντουφλήματά μου, οι αναπάντεχες πτώσεις μου. Δεν με διευκόλυνε σε τίποτα: κλείδωνε τις ντουλάπες, άφηνε τα παπούτσια της στη μέση, έφευγε για τη δουλειά χωρίς να κλείσει το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση.
Τα υπέμεινα όλα: με τρομοκρατούσε η ιδέα να τη χάσω. Στον ωκεανό του σκοταδιού μου, η Μάγδα ήταν η μοναδική βεβαιότητα από την οποία μπορούσα να πιαστώ. Εξαρτιόμουν από εκείνη ολοκληρωτικά.
Σαφώς είχα στιγμές ανεξαρτησίας. Μέχρι που έφτασα να πιστέψω το παραμύθι ότι οι τυφλοί είναι ικανοί να τα βγάζουν πέρα μόνοι τους. Έμαθα να διαβάζω και να γράφω με το σύστημα Μπράιγ, βρήκα δουλειά σε τηλεφωνικό κέντρο (μια χαζή δουλειά που τότε όμως με έκανε να νιώθω υπέροχα), ακόμα και εκλεπτυσμένα πιάτα προσπάθησα να μαγειρέψω.
Δεν άργησα να καταλάβω ότι όλα ήταν μια απάτη. Μπορούσα να λύσω τα προβλήματα που προέκυπταν από την έλλειψη όρασης, όχι εκείνα που προέκυπταν από την απουσία βλέμματος. Μου φαινόταν αδύνατο να έρθω σε επαφή με τους υπόλοιπους, να τους καταλάβω, να τους ανακαλύψω. Πώς να κάνω κάτι τέτοιο αν μου έλειπε το πιο βασικό;
Η τύφλωσή μου με έκανε δειλό και με ανάγκασε να εξαρτώμαι ακόμα περισσότερο από τη Μάγδα. Ήθελα με λάθος τρόπο να ανακτήσω την αξιοπρέπειά μου και, αφού έκλαψα πολύ, της ζήτησα να με εγκαταλείψει, να πάει να ζήσει το μέλλον που εγώ δεν μπορούσα να της προσφέρω.
Όλα αυτά δεν ήταν παρά μια άσκηση μαζοχισμού: ήξερα καλά ότι ποτέ δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτήν, ότι τη χρειαζόμουν –περισσότερο ως τυφλός παρά ως άντρας. Προσπάθησα έτσι να παραμείνω πιστός στο στερεότυπο του κλαψιάρη, του ανθρώπου που ξέρει ότι τον περιφρονούν επειδή είναι ανάπηρος.
Εκείνη έφυγε αμέσως λες και έψαχνε ευκαιρία να φύγει. Ωστόσο, στις δύο μέρες επέστρεψε. Ο πατέρας, η μητέρα, ο μεγαλύτερος αδελφός, η αδελφούλα, αγαπημένοι φίλοι και φίλες, ξαδέλφη, θεία, παππούδες, την καταδίκασαν χωρίς δεύτερη σκέψη.
Αχάριστη (για τους γονείς), ανήθικη (για τους παππούδες), πουτάνα (από την πλευρά του μεγάλου αδελφού), αναίσθητη (από την πλευρά των αγαπημένων φίλων), μαλακισμένη (για την ξαδέλφη) και κακιά (προφανώς για τη μικρή αδελφή), ήταν μερικά από τα επίθετα με τα οποία τη στόλισε η οικογένεια.
Η Μάγδα δεν άντεξε άλλο και επέστρεψε γεμάτη ενοχές αλλά και μίσος μαζί. Προσπάθησε να δείξει ειλικρινή μεταμέλεια και γλυκιά συμπεριφορά. Ήταν έκδηλη, παρ’ όλα αυτά, η οργή που προκαλεί ο αθέλητος συμβιβασμός.
Εκείνες τις μέρες τής έκανα έρωτα για τελευταία φορά (δεν ήταν όμως η τελευταία φορά που έκανα έρωτα: πάντα έβρισκα βιτσιόζες γυναίκες που λαχταρούσαν να παρατηρούν τα μάτια ενός τυφλού κατά την κορύφωση της σεξουαλικής πράξης). Την έγδυσα αργά, με τρυφερότητα. Ήθελα να τη χαϊδολογήσω, να την κάνω να νιώσει την επιθυμία μου να την ευχαριστήσω (επιθυμία που θύμιζε υπάκουο σκυλί). Άρχισα να τη φιλάω αποφασισμένος, αλλά το στόμα της μετά βίας ανταποκρινόταν. Χάιδεψα εκείνα τα σημεία που ανήκαν σε παλιές διαδρομές ηδονής, αλλά δεν κατάφερα να τη διεγείρω.
Όταν θέλησα να μπω μέσα της, ο κόλπος της ανέδιδε απέχθεια. Ο φαλλός μου πάλεψε με τρόπο πρωτόγονο να διατρέξει τη διαδρομή εκείνη που θεωρούσε οικεία. Οι αναστεναγμοί και τα βογκητά μου διασκορπίστηκαν μοναχικά στους τοίχους του δωματίου.
Όταν τελειώσαμε εκείνη σηκώθηκε απότομα. Την αισθάνθηκα να στέκεται δίπλα στο κρεβάτι και φαντάστηκα την έκφραση αηδίας στο πρόσωπό της (τότε ακόμη μπορούσα να φανταστώ πρόσωπα). «Δεν θέλω ποτέ, ποτέ πια στη ζωή μου να με ξαναγγίξεις» μου είπε «δεν το αντέχω».
Την ίδια νύχτα μεταφέραμε τα πράγματά μου στο δωμάτιο για τα παιδιά (αυτά τα φανταστικά παιδιά που καταλαμβάνουν το χώρο κάθε νιόπαντρου ζευγαριού) και βάλαμε ανάμεσά μας ένα αδιάβατο σύνορο.
Ποτέ δεν ξαναπάτησα το πόδι μου σε αυτό που κάποτε ήταν η κρεβατοκάμαρά μας. Ήθελα να κλειστεί μόνη της στο μέρος που είχαμε επιλέξει για το δυνατό και που η τύφλωσή μου είχε κάνει αδύνατο.
Σταδιακά το μίσος της μεγάλωσε (εγώ δεν μπορούσα να τη μισήσω: πώς να μισήσω το μοναδικό μου σύνδεσμο με τον κόσμο; Πώς να μισήσω χωρίς βλέμμα;). Οι κινήσεις της σκληρές, δύσκαμπτες, μηχανικές το μαρτυρούσαν κάθε δευτερόλεπτο. Την άκουγα να κλαίει τις νύχτες, να κοιμάται, να ροχαλίζει, να παραμιλάει στον ύπνο της, να ξυπνάει, να κάνει ντους. Την άκουγα να στρώνει το κρεβάτι της, να παίρνει πρωινό, να πλένει τα φλιτζάνια της (ο καθένας έπρεπε να ετοιμάσει το πρωινό του και να πλύνει τα πιάτα του, ήταν απομεινάρι μιας συμφωνίας που είχαμε κάνει όταν ήμασταν αρραβωνιασμένοι), να φοράει ένα πουλόβερ (πάντα φοβόταν μήπως κρυώσει) και να φεύγει για τη δουλειά. Και όλα όσα την άκουγα να κάνει είχαν έναν κοινό παρανομαστή: ήταν φτιαγμένα από μίσος.
Σύντομα η ύπαρξή της έγινε αμφιβολία. Η Μάγδα έμοιαζε με όνειρο που φανερωνόταν μόνο κάποιες στιγμές της μέρας. Ένα όνειρο βουβό και ενοχλητικό. Ήταν το ίχνος του αρώματός της αυτό που μου επιβεβαίωνε την πραγματική της ύπαρξη.
Η ζωή μου περιστρεφόταν γύρω από τη Μάγδα. Οι δύο μοναδικοί φίλοι που είχα, εδώ και καιρό μένουν μακριά (αρκετά τετράγωνα από το σπίτι μου). Οι γονείς μου πέθαναν στο ίδιο δυστύχημα που εγώ έχασα την όρασή μου, και η αδελφή μου, κάθε φορά που έρχεται να με δει, δεν σταματά να κλαψουρίζει, λόγος για τον οποίο την αποφεύγω.
Για κάποιο διάστημα οι τρόποι της Μάγδας μαλάκωσαν. Καταλάβαινα το περπάτημά της πιο χαρούμενο, παρότι εξακολουθούσε να είναι αυστηρό και στρατιωτικό.
Προσπάθησα να καταλάβω την ξαφνική αλλαγή πάνω της και δεν μπόρεσα να την αποκωδικοποιήσω μέχρι που μια μέρα ανακάλυψα στο σώμα της μια μυρωδιά ταγγή: το πικρό άρωμα του αντρικού σπέρματος.
Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι και μπόρεσα να φανταστώ την οργή αποτυπωμένη στο πρόσωπό μου (αυτή ήταν η τελευταία φορά που μπόρεσα να θυμηθώ ένα πρόσωπο: το δικό μου). Εκείνη ήταν στην κουζίνα ετοιμάζοντας αυγά μάτια και μπήκα να την κατηγορήσω για την απιστία της. Την είπα πουτάνα, ξεδιάντροπη. Δεν μου έδωσε σημασία και συνέχισε να μαγειρεύει.
Η συμπεριφορά της με εξαγρίωσε ακόμη περισσότερο. Όρμησα πάνω της και την άρπαξα με δύναμη από τα μαλλιά, ταρακουνώντας την πέρα δώθε. Εκείνη πήρε το τηγάνι με τα αυγά μάτια και μου τα έφερε κυριολεκτικά στα μάτια (συνοδευόμενα φυσικά από το ίδιο το τηγάνι, το οποίο ευτυχώς ακόμη δεν έκαιγε).
Μου έσπασε τη μύτη και αισθάνθηκα πηχτό το αίμα να τρέχει στα χείλη μου. Την άφησα από τα χέρια μου. Εκείνη μου φώναξε: «Είσαι μαλάκας, πραγματικό κτήνος» και με ξαναχτύπησε με το τηγάνι (στο πρόσωπο, αυτό που είχα θυμηθεί για τελευταία φορά). Βγήκε από την κουζίνα χτυπώντας την πόρτα. Προσπάθησα να την ακολουθήσω αλλά σκόνταψα σε μια καρέκλα της τραπεζαρίας που επίτηδες είχε μετακινήσει. Έπεσα και έμεινα ακίνητος, μπρούμυτα στο πάτωμα. Συνειδητοποίησα ότι το αίμα πλημμύριζε το χαλί και φαντάστηκα το κόκκινο χρώμα, λαμπερό, έντονο, ρευστό.
Το κεφάλι μου γέμισε κόκκινες εικόνες, κόκκινα ποτάμια, κόκκινους κύκλους, κόκκινο και μόνο κόκκινο. Ποτέ πριν δεν είχα ξανανιώσει τόσο έντονα την ανικανότητά μου. Βρισκόμουν με το πρόσωπο χτυπημένο στο πάτωμα, αιμόφυρτος, ηττημένος και με τη ζήλια να με κατατρώει.
Ξημερώθηκα στην ίδια γελοία θέση. Με ξύπνησε ο ήχος από την ντουζιέρα, από το νερό που έπεφτε με δύναμη πάνω στο λερωμένο από ξένο σπέρμα σώμα. Το ξεραμένο αίμα γύρω από τη μύτη μου, το χαλί που κόλλαγε, το φλογισμένο στόμα και τα καλυμμένα με αυγό χείλη, ήταν η χειροπιαστή απόδειξη της ήττας μου.
Η Μάγδα βγήκε από το μπάνιο, ντύθηκε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Κοντοστάθηκε δίπλα μου, δεν είπε λέξη και έφυγε.
Εκείνη τη νύχτα επέστρεψε αργά. Εγώ κοιμόμουν. Χτύπησε απαλά την πόρτα και μπήκε χωρίς να μου δώσει την ευκαιρία να απαντήσω. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και μου έπιασε το χέρι: «Δεν αξίζει τον κόπο να διαμαρτύρεσαι» είπε με απάθεια «καλύτερα να καταλάβεις». Το σώμα της δεν κουβάλαγε το άρωμα του εχθρού. Με φίλησε στο μέτωπο και βγήκε. Έκλαψα: δεν με ενδιέφερε πλέον να καταλάβω την απιστία της, ήθελα να εξηγήσω το μίσος της.
Από εκείνη τη μέρα κι έπειτα, το ξένο σπέρμα έγινε μέρος τής μυρωδιάς της σαν να ήταν άρωμα που έβγαινε φυσικά από εκείνη. Παρ’ όλα αυτά, δεν έλειψε ούτε μια νύχτα από το σπίτι, ούτε αναφέρθηκε ποτέ στην πιθανότητα να με αφήσει... και έγινε συνήθεια να με φιλάει στο μέτωπο όταν γύριζε το βράδυ.
Κάποια στιγμή, προσπάθησα να την κάνω να νιώσει τη μυρωδιά μιας άλλης γυναίκας στο σώμα μου (γενικά, όταν πήγαινα με κάποια, προσπαθούσα με όλα τα μέσα να απαλλαγώ από το άρωμά της).
Μια μέρα κατέληξα στο κρεβάτι με τη γραμματέα του διευθυντή της Μάγδα. Ήταν μια τεράστια γυναίκα με ζελατινώδη μπούτια που ξεχείλιζαν όταν τα έπιανα. Άρχισε να με φιλάει με τρελή αδεξιότητα, κάνοντας τα χείλη μου να πονάνε. Μετά βάλθηκε να μου πιπιλάει το στήθος, την κοιλιά, τα δάχτυλα των ποδιών, προκαλώντας μου αισθήσεις που κυμαίνονταν ανάμεσα στην επιθυμία και τη ναυτία.
Η ύπαρξή της απασχολούσε το μυαλό μου σαν ασπρουλιάρικος λεκές με κίτρινα στίγματα (ένα χρώμα αποκρουστικό, παρόμοιο με το πύον). Η χοντρή ίδρωνε πολύ και μύριζε σαν... μωρό.
Ταράχτηκα, εγώ ήθελα να μυρίζω γυναίκα. Πασαλείφτηκα με τον ιδρώτα της μασχάλης της, με τα υγρά του φύλου της. Τίποτα, μύριζε ολόκληρη σαν μωρό.
Η παιδική της μυρωδιά κατόρθωσε στο τέλος να εξαλείψει την έξαψή μου και έφυγα αφήνοντας σε εκείνο το διαμέρισμα μια χοντρή ικέτισσα (δεν ικέτευε ευχαρίστηση, αλλά διακριτικότητα εκ μέρους μου: δεν καταλάβαινε ότι το ίδιο το ατέλειωτο πάχος της ήταν εγγύηση διακριτικότητας).
Όταν έφθασα σπίτι, η Μάγδα ήταν ήδη εκεί, ποτισμένη με το αχώριστο πια αντρικό της άρωμα (γιατί έπρεπε να το κάνει όλες τις μέρες; γιατί δεν μπορούσε να σταματήσει να γαμιέται η πουτάνα του κερατά;) Αισθάνθηκα γελοίος να βρωμάω σαν μωρό μπροστά στη δυναμική μυρωδιά του σπέρματος που απέρρεε από κείνη και ντροπιασμένος κλείστηκα στο δωμάτιό μου.
Τη μισή ζωή μου υπήρξα τυφλός και σε λίγο καιρό θα κλείσω τα πενήντα ένα, στις τέσσερις Αυγούστου, για να είμαστε ακριβείς. Ξέρω ότι εκείνη τη μέρα η Μάγδα θα μπει νωρίς στο δωμάτιό μου και θα μου ευχηθεί ξερά πριν βγει να ψάξει τη ζωτική, για εκείνους, συνεύρεση και τις εχθρικές, για μένα, εκσπερματώσεις. Όλον αυτόν τον καιρό έχω συνηθίσει το μίσος της, ένα μίσος που από την τόση καθημερινότητα έγινε αναποτελεσματικό, μονότονο, ρουτινιάρικο.
Πριν από μια βδομάδα οι γιατροί βρήκαν ότι η Μάγδα έχει καρκίνο στο στήθος και εδώ και ένα μήνα ήξεραν ότι διάφορα ογκίδια είχαν εισβάλει στη μήτρα της.
Παρόλο που το σώμα της σαπίζει, δεν έχει πάψει να αναζητά καθημερινά το σπέρμα του άλλου, των άλλων. Ξέρει ότι δεν θα ζήσει περισσότερο από έξι μήνες και την έχω ακούσει να κλαίει γι’ αυτό. Λυπάται για το μέλλον που ποτέ δεν ήρθε, λυπάται που δεν έζησε με τον άντρα που αγάπησε (εμένα), αλλά με τον άντρα που μίσησε (εμένα).
Αυτό δεν απαλύνει ούτε την πικρία της ούτε τις ενοχές της και θα συνεχίσει έτσι μέχρι την ώρα που θα πεθάνει. Εγώ δεν γυρεύω από εκείνη ούτε να μου ζητήσει συγγνώμη, ούτε να με συγχωρέσει.

Και αφού η Μάγδα θα εξαφανιστεί σύντομα, επιθυμώ όσο ποτέ να θυμηθώ το πρόσωπό της, ακόμη κι αν είναι για ένα λεπτό, ακόμη κι αν το δω γεμάτο μίσος. Θέλω κάτι τελευταίο να με δέσει μαζί της, είναι το μόνο πράγμα που ζητάω.

Ο Γκιγέρμο Αριάγα είναι μεξικανός συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης.

Το διήγημα περιλαμβάνεται στη συλλογή Ρετόρνο 201 (Εκδόσεις Πάπυρος). Η μετάφραση είναι προϊόν του μαθήματος «Λογοτεχνικής Μετάφρασης» που δίδαξε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στο πλαίσιο του Διαπανεπιστημιακού Διατμηματικού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Μετάφραση-Μεταφρασεολογία» του Πανεπιστημίου Αθηνών κατά την περίοδο 2008-10. Συμμετείχαν οι σπουδάστριες Ξένια Κακάκη, Ίρις Καραγιάννη, Μαρία Βερονίκη Μπούγαλη, Μυρσίνη Πάρσαλη, Εύη Στάθη.

Πέμπτη 9 Απριλίου 2015

Mi ausencia, de Cecilia Beatriz Escobar

Mi ausencia

Incluso nuestras ausencias
tienen una forma específica de ser
de oler
de no estar.
Pueden ser ausencias arrogantes
obedientes
traicioneras,
ausencias palpables
ausencias con olor de enamorado

Mi ausencia tiene, tal vez,
un poco de amarillo tatuado en la espalda
un poco de brillo dominguero
un poco de pereza estacional
un poco de lucha convencida
un poco de renuncia a mi pasado
un poco de infelicidad instalada
un poco de perdón
un poco de pretensión
un poco de pasión por la vida
un poco de misión autoimpuesta
un poco de cuentos infantiles a la hora de dormir
un poco de conveniente escape
un poco de oscuridad sin luna
de lluvias tropicales
de calor dulce y sombrío
de gordura del aire
de hierba recién llovida

Mi ausencia no es ausencia bien portada
sino caprichosa
porque grita, canta y patalea
porque se niega a reducirse a la más pura y banal locura
porque exige tener sentido
porque demanda servir para algo
porque de lo contrario
su corta existencia
nos condenaría a ambas
a ella y a mí
(y a mí más que a ella)
al eterno fracaso
a la derrota sin fin
a la derrota al fin

Mi ausencia convive con tantas ausencias
que incluso cuando estoy presente
me abraza fuerte para no caerse
y consigue
con picaresca cara de juguetona ausencia
acercarme un poco más
al día de mi muerte


-Atenas, 18 de octubre de 2011-



Cecilia Beatriz Escobar nació en San Salvador y estudia Economía en la Grecia en crisis.

Κυριακή 5 Απριλίου 2015

Βιβλιοκριτική της Αφροδίτης Δημοπούλου για τη Γοργόνα της Εμίλια Πάρδο Μπαθάν

Ένας θρύλος με φεμινιστικές προεκτάσεις 

Είναι πραγματικά πολύ σημαντική η δουλειά που γίνεται στο πλαίσιο του Διαπανεπιστημιακού Διατμηματικού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Μετάφρασης - Μεταφρασεολογίας» του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς αφενός η δουλειά των φοιτητών προωθείται και στην αγορά εργασίας και αφετέρου δίνεται η ευκαιρία στο αναγνωστικό κοινό να έρθει σε επαφή με συγγραφείς και έργα που δεν έχουν ξαναπαρουσιαστεί στην Ελλάδα. Πρώτη φορά μεταφράζεται έργο της σπουδαίας λογοτέχνιδας Emilia Pardo Bazán στα ελληνικά, μιας γυναίκας που ασχολήθηκε με πολλά είδη λογοτεχνίας και υπήρξε η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια πανεπιστημίου στην Ισπανία.
Η Γοργόνα αφηγείται ένα θρύλο από τη γενέτειρα της συγγραφέως, τη Γαλικία. Σε μια παραθαλάσσια περιοχή ζει η πλούσια οικογένεια Απόντε. Όλοι οι άντρες της οικογένειας έχουν ένα ιδιαίτερο δέσιμο με τη θάλασσα, στην οποία καταφεύγουν συνέχεια. Οι φήμες λένε ότι μια κατάρα βαραίνει την οικογένεια που πάντα έχει μόνο έναν απόγονο σε κάθε γενιά: όταν θα γεννηθούν πάνω από ένας απόγονοι κάτι τρομερό θα συμβεί. Σε αυτή την περιοχή κυκλοφορεί επίσης και μια ιστορία για τη σπηλιά της Γοργόνας. Όλοι ξέρουν την ιστορία, αλλά κανένας δεν έχει δει τη σπηλιά. Ο Γκονθάλο Απόντε βγαίνει με τους ψαράδες του για να την ψάξει, αλλά θα πνιγεί. Το πτώμα του δεν βρίσκεται ποτέ και η χήρα του προσπαθεί να αποτρέψει το γιο της να πλησιάσει τη θάλασσα. Αποτυγχάνει τόσο αυτή όσο και η νεαρή γυναίκα του. Λίγο αργότερα και ο γιος αρχίζει να ψάχνει τη σπηλιά της Γοργόνας, όπως ο πατέρας του, μόνο που αυτός τη βρίσκει και η ζωή του, καθώς και όλων όσων τον περιβάλλουν, αλλάζει για πάντα.
Η ιστορία έχει την αφήγηση και τη δύναμη του παραμυθιού, αυτό το μαγικό συστατικό που καθηλώνει τον αναγνώστη να διαβάσει με μια ανάσα μια ιστορία που δεν είναι δοσμένη με περίπλοκη γλώσσα ή μακροσκελείς περιγραφές, αλλά με τον άμεσο λόγο του θρύλου. Και αυτή η ιστορία διαθέτει την ίδια δύναμη που ασκούσαν πάνω μας τα παραμύθια: σε παρασύρει. Πέρα, όμως, από αυτό το στοιχείο, η συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να προβεί σε κάποια σχεδιάσματα δυο γυναικείων τύπων. Από τη μια πλευρά παρουσιάζει τις γυναίκες της οικογένειας Απόντε: υποταγμένες στον άντρα, με ελάχιστη επιρροή πάνω του και εγκλωβισμένες σε ένα σπίτι. Από την άλλη υπάρχει η Γοργόνα -ίσως μυθικό σύμβολο, ίσως φαντασία-, ταυτισμένη με τη θάλασσα, την ελευθερία του ανοιχτού ορίζοντα και την τολμηρή σεξουαλικότητα, μια γυναίκα μακριά από το πρότυπο της Ισπανίδας των αρχών του αιώνα.

Η Γοργόνα είναι μια νουβέλα που αξίζει να διαβάσετε για να σας μεταφέρει την εικόνα των κυμάτων και την οσμή της θάλασσας. Πολύ κατατοπιστική η εισαγωγή του κ. Κωνσταντίνου Παλαιολόγου που συνοδεύεται από βιβλιογραφία και πολύ καλή η δουλειά της μεταφραστικής ομάδας.

www.diavasame.gr Νοέμβριος 2010

Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

Πάμπλο Ετσάρτ (Pablo Echart)

F­a­t­h­er & S­on

O πα­τέ­ρας τοῦ εἶ­πε: «Ἄν­τε, τώ­ρα, ­λαΤὸ ­γό­ρι ξε­γλί­στρη­σε ­νά-­με­σα ­πὸ τὶς ­δελ­φές του, ση­κώ­θη­κε ­πὸ τὸ πί­σω κά­θι­σμα καὶ περ­νών­τας σβέλ­τα πά­νω ­πὸ­  τὸ χει­ρό­φρε­νο καὶ τὸ λε­βι­ τῶν τα-­χυ­τή­των, βο­λεύ­τη­κε ­νά­με­σα στὰ πό­δια τοῦ ­δη­γοῦ. ­κεῖ­νο τὸ βρά­δυ, ­πως κά­θε Σάβ­βα­το, τὸ τε­τρά­γω­νο ­τα­ν φί­σκα ­πὸ αὐ­το­κί­νη­τα, ἀλ­λὰ κα­νεὶς ­πὸ τοὺς δύ­ο δὲ­ν βι­α­ζό­ταν νὰ παρ­κά­ρει. Μιὰ ­να­πάν­τε­χη εὐ­γνω­μο­σύ­νη κυ­ρί­ευ­σε τὸν ἄν­δρα καὶ τὸ κουρα­σμέ­νο του πρό­σω­πο χα­λά­ρω­σε ­πὸ ­να ­δι­ό­ρα­το χα­μό­γε­λο ποὺ οὔ­τε κὰν ­δι­ο­ς τὸ ἀν­τι­λή­φθη­κε. Μὲ μιὰ συγ­κί­νη­ση ποὺ δὲν ­θε­λε νὰ ἐκ­φρά­σει, συ­νει­δη­το­ποί­η­σε τὴν εὐ­τυ­χί­α του πα­ρα­τηρών­τας μὲ τὴν ­κρη τοῦ μα­τιοῦ τουτὸ βλέμ­μα τοῦ παι­διοῦ καρ-­φω­μέ­νο στὸ δρό­μο, τὴν γκρι­μά­τσα εὐ­τυ­χί­ας στὸ πρό­σω­πό του, τὰ μι­κρο­σκο­πι­κὰ χε­ρά­κια του γαν­τζω­μέ­να στὸ τι­μό­νι, τὴ μά­ται­η προ­σπά­θεια τῶν πο­δι­ῶν του γιὰ νὰ φτά­σουν στὰ πεν­τάλ.
Βρῆ­κα­ν μιὰ θέ­ση ἀ­νά­με­σα σὲ δύ­ο αὐ­το­κί­νη­τα καὶ ὁ μι­κρὸς πί­στε­ψε ὅ­τι εἶ­χε παρ­κά­ρει. Ἀ­νέ­βη­καν στὸ σπί­τι καὶ ἐ­νῶ ἄλ­λα­ζε που­κά­μι­σο, ὁ πα­τέ­ρας ὡς συ­νή­θως ἔ­βα­λε νὰ ἀ­κού­σει τὰ ἠ­χο­γρα­φη­μέ­να μη­νύ­μα­τα τοῦ τη­λε­φω­νη­τῆ.
«Μα­νου­έλ, εἶ­μαι ὁ Κάρ­λος. Πά­ρε με μό­λι­ς γυ­ρί­σεις. Στὴν τρά­πε­ζα λέ­νε ὅ­τι τὴ Δευ­τέ­ρα σοῦ κα­τά­σχουν τὸ σπί­τι.»


P­a­b­lo E­c­h­a­rt. Βά­σκος. Γρά­φει μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα καὶ δι­δά­σκει στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Να­βά­ρα.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ Ἰ­σπα­νι­κά:

Ἀ­πὸ τὰ σε­μι­νά­ρια λο­γο­τε­χνι­κῆς με­τά­φρα­σης τοῦ ἱ­σπα­νι­κοῦ τμή­μα­τος τοῦ Ε­ΚΕ­ΜΕΛ κα­τὰ τὸ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὸ ἔ­τος 2009-2010. Συμ­με­τεῖ­χαν οἱ σπου­δα­στὲς Κα­τε­ρί­να Κα­ρα­γε­ώρ­γου, Δή­μη­τρα Λαμ­πρί­δου, Εἰ­ρή­νη Μαυ­ρο­μά­ρα, Μα­ρί­α-Ἑ­λέ­νη Φλέσ­σα, Μαν­τὼ Χρή­στου, ὑ­πὸ τὴν ἐ­πο­πτεί­α τοῦ δι­δά­σκον­τα Κων­σταν­τί­νου Πα­λαι­ο­λό­γου.