Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

Un corazón a la derecha, de Evi Yerocosta (Εύη Γεροκώστα)



Una niña pequeña pasea por una gran ciudad.
En la gran ciudad hay un pequeño bosque.
En el pequeño bosque hay un gran árbol.

La niña se acerca al árbol y le susurra algo.

Le pide un vestido. Verde, como las hojas del árbol, con un corazón rojo de terciopelo… en el lado del corazón. Si tuviera un vestido como ese, lo guardaría como un tesoro. Le prendería con alfileres un saquito de lavanda, canela y jazmín, para que oliera bien dentro del armario.

Como un tesoro lo guardaría, para llevarlo el día más bonito de su vida.

La niña le dice todas estas cosas al árbol cada vez que va al pequeño bosque, y
el árbol la escucha.

Como oreja, el árbol tiene su tronco.
Como boca, sus hojas.
Como ojos, su raíz.
Como corazón, su corazón.

Oye, pero no da ninguna respuesta ya que sus hojas se quedan quietas.

Pasan los días y las noches. Pasan en la ciudad, pasan en el bosque, pasan para el árbol y pasan también para la niña.

Y la niña va otra vez al bosque. Cuando llega al árbol sus ojos no dan crédito.

De una rama cuelga un vestido. Verde, como las hojas del árbol, con un corazón de terciopelo rojo… en el lado derecho.

¿En el lado derecho? Pero si el corazón está siempre en el lado izquierdo. En los hombres, en los animales, en los vestidos. El vestido que la niña esperaba estaba delante suyo, todo él. El árbol la escuchó y se lo regaló. Era el vestido de sus sueños, pero tenía el corazón en el lado equivocado. Era bonito, rojo pasión, de terciopelo, pero estaba en el lado equivocado.

El corazón del vestido tenía que estar en el lado izquierdo, para latir justo encima del corazón de la niña. Para hacer que el día más bonito de su vida fuera aún más bonito.

La niña coge el vestido. Lo cuelga en el armario y le cuelga encima una bolsita con aromas. Cierra el armario y gira la llave.

Un vestido con un corazón en el lado equivocado. El día más bonito de la vida de la niña puede no haber llegado todavía, pero parece que ya se ha oscurecido, que ya ha perdido su color.

Pasan los días y las noches. Pasan en la ciudad, pasan en el bosque, pasan para el árbol, pasan también para la niña y para su vestido.

Dentro del armario, el vestido duerme con los aromas –lavanda, canela, jazmín. La niña siempre pasea por la gran ciudad, por el pequeño bosque, cerca del gran árbol.

Le habla al árbol de muchas cosas, pero nunca del vestido. Se ha olvidado de él.

Un día se acuerda de él. Y se enfada. Se enfada por el corazón que está en el lado equivocado.

Coge el vestido y corre al pequeño bosque. Llega al gran árbol, cuelga el vestido en la rama en la que lo encontró y se va.

Cuando el vestido se queda solo, el corazón de terciopelo rojo se despega y cae a la tierra, cerca de la raíz del árbol.

El vestido ahora es simplemente un vestido verde. Ya no tiene corazón. Se pueden ver unos hilos rojos a la derecha.

Pasan los días y las noches. Pasan en la ciudad, pasan en el bosque, pasan para el árbol, pasan también para la niña, para el vestido, y para el corazón de terciopelo rojo.

La niña pasea siempre por la gran ciudad, por el pequeño boque y cerca del gran árbol.

En uno de estos paseos, la niña encuentra un chico.

El chico tiene los ojos grandes, ojos que miran a la niña durante mucho tiempo. Y eso es suficiente.

Pasan los días y las noches. Los paseos ya no son solitarios. Por la gran ciudad y por el pequeño bosque se oyen risas, susurros y besos.

Una tarde el chico aparece en el bosque llevando algo en las manos.

Un regalo para la niña. El regalo es verde.

La niña lo coge, lo desdobla y no puede creer lo que ven sus ojos. Es el vestido. El vestido verde con el corazón de terciopelo rojo… en el lado izquierdo.

El corazón está siempre a la izquierda, en la gente, en los animales, en los vestidos.

El chico le cuenta que encontró el vestido colgando de una rama y el corazón de terciopelo rojo tirado en el suelo. Cogió aguja e hilo y lo cosió al vestido, en el lado del corazón.

Este vestido es como si hubiera sido hecho para la niña –eso dijo el chico.

La chica acarició el corazón de terciopelo rojo. Acarició su antiguo lugar, a la derecha, donde todavía había algunos hilos rojos.

Esa noche le cuelga con alfileres el saquito con aromas. Se lo pone al día siguiente.

Pasea por la gran ciudad, entra al pequeño bosque, llega al gran árbol.

Allí espera el chico de ojos grandes.

El árbol oye con su tronco, sonríe con sus hojas y su corazón se abre de par en par.

La niña está guapa.

Hoy que lleva el vestido, se pregunta si es el día más bonito de su vida.

Mira al árbol, esperando una respuesta. Y debido a que el árbol no habla, mira a los grandes ojos del chico.

Y eso es suficiente…

Traducción del griego: Naiara García Fernández

Revisión: Konstantinos Paleologos
Profesor agregado
Universidad de Aristóteles de Salónica


Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

Kαι τα ψάρια βγήκαν να πολεμήσουν ενάντια στους ανθρώπους, της Ανχέλικα Λίντελ στο Φεστιβάλ Αθηνών 2014, στις 13 και στις 14 Ιουνίου



Το Φεστιβάλ Αθηνών θα παρουσιάσει στις 13 και στις 14 Ιουνίου 2014 το έργο της Ανχέλικα Λίντελ, με τίτλο Και τα ψάρια βγήκαν να πολεμήσουν ενάντια στους ανθρώπους, μια συμπαραγωγή της εταιρίας θεάτρου DOT και της ομάδας ΑΤΟΝΑλ.


Με βασική θεματολογία τους πνιγμούς των μεταναστών που διασχίζουν τη Μεσόγειο από τη Βόρειο Αφρική μέχρι τις ακτές της Ισπανίας, η Ανχέλικα Λίντελ, μια από τις σημαντικότερες φιγούρες του Ευρωπαϊκού θεάτρου, συνθέτει ένα «αντι-κοινωνικό έργο» που δεν έχει σαν στόχο τη ρεαλιστική, ειδησεογραφική απεικόνιση των πνιγμών, αλλά την κατασκευή μιας ακραίας, αναρχικής και επιθετικής μυθολογίας.


Το έργο εξελίσσεται μέσω της ακατάπαυστης, ρατσιστικής φλυαρίας της Πουτάνας προς τον βουβό Κύριο Πουτάνα, που θίγει με καυστικό, αστείο και πολλές φορές βίαιο τρόπο την αντιμετώπιση της Δύσης απέναντι στην ανθρωπιστική τραγωδία.


Η περσόνα της συγγραφέως, η Ανχέλικα Off, διακόπτει τους μονολόγους της Πουτάνας τόσο για να απαριθμήσει τα ναυάγια, όσο και για να θίξει την στάση του σύγχρονου καλλιτέχνη απέναντι στους πνιγμούς των μεταναστών. Η εξέγερση των ψαριών που έχουν καταβροχθίσει τα πτώματα των μεταναστών και βγαίνουν για να επιτεθούν στην άρχουσα τάξη φαντάζει σαν Βιβλική παραβολή, σαν μύθος μιας υπόκωφης εξέγερσης που απειλεί άμεσα η έμμεσα την πραγματικότητα τόσο των «χαρακτήρων» του έργου, όσο και του κοινού που τους παρακολουθεί. 



ΠΕΙΡΑΙΩΣ 260,  Χώρος Ε, Ταύρος (στάση ΗΣΑΠ Καλλιθέα), τηλ. 2109282900

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος - Αλεξάνδρα Γκολφινοπούλου
Σκηνοθεσία: Θέμελης Γλυνάτσης
Μουσική: Silent Move
Ηχοληψία: Γιώργος Κατσιάνος
Σκηνικά: Αδριανός Ζαχαριάς
Κοστούμια: Μαργαρίτα Δοσούλα
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα

Διανομή

Πουτάνα: Σοφία Μαραθάκη
Κύριος Πουτάνα: Νέστορας Κοψιδάς
Ανχέλικα Off: Αλεξάνδρα Ντεληθέου



Το κείμενο της παράστασης κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη 



Τρίτη 27 Μαΐου 2014

Πίντο & Τσίντο: Παραμύθια για παιδιά που κοιμούνται αμέσως, Μέρος Α'

Ο πειρατής Πολυγένης

Το πειρατικό καράβι του πειρατή Πολυγένη βυθίστηκε στη μέση του ωκεανού. Ο πειρατής Πολυγένης βρισκόταν τρεις ώρες στο νερό κι εκεί που νόμιζε ότι θα πνιγόταν, είδε στεριά από μακριά. Κολύμπησε, κολύμπησε, κολύμπησε κι έφτασε σε ένα νησάκι. Το νησάκι ήταν τόσο μικρό που χωρούσε μόνο ένα άτομο! Σε εκείνο το μικροσκοπικό νησάκι δεν υπήρχε τίποτα απολύτως. Ήταν ένας σκέτος βράχος και γύρω γύρω θάλασσα!
Περνούσαν οι μέρες και ο πειρατής Πολυγένης πεινούσε και διψούσε πολύ, αφού σε εκείνο το μικροσκοπικό νησάκι δεν υπήρχε τίποτα απολύτως. Πέρασαν ακόμα περισσότερες μέρες και ο πειρατής πεινούσε και διψούσε ακόμα πιο πολύ. Κάθισε απογοητευμένος, και τότε είδε το κλαδάκι που είχε φυτρώσει στο ξύλινο πόδι του. Θυμήθηκε ότι το ξύλινο πόδι τού το είχε φτιάξει ένας ξυλουργός από χλωρό ξύλο μηλιάς. Γι’ αυτό φύτρωσε το κλαδάκι πάνω στο ξύλινο πόδι.
Με τον καιρό, φύτρωσε κι άλλο κλαδάκι. Και αργότερα κι άλλο. Κι άλλο. Και έφτασε μια μέρα που το ξύλινο πόδι γέμισε μήλα και ο πειρατής Πολυγένης χόρτασε την πείνα του. Και ήταν μήλα τόσο ζουμερά που έσβησε και τη δίψα του.
Όταν το ξύλινο πόδι έγινε ολόκληρη μηλιά, ο πειρατής Πολυγένης την έκοψε και έφτιαξε με αυτήν ένα καράβι.
Και έτσι, τελικά κατάφερε να φύγει από εκείνο το μικροσκοπικό νησάκι στη μέση του ωκεανού.


Το πηγάδι των ευχών

Έφτασε κάποτε στο πηγάδι των ευχών ένας άντρας που επιθυμούσε να γίνει πλούσιος. Πριν ρίξει μέσα το νόμισμα, έσκυψε να δει αν ήταν κανονικό πηγάδι, με το νερό του και τα όλα του. Όμως εκεί κάτω όλα φαίνονταν πολύ σκοτεινά, γι’ αυτό έσκυψε ακόμα περισσότερο. Έσκυψε τόσο που έχασε την ισορροπία του και έπεσε στον πάτο του πηγαδιού.
Στον πάτο του πηγαδιού των ευχών δεν υπήρχε νερό, παρά μόνο όλα τα νομίσματα που είχαν ρίξει πριν από εκείνον χιλιάδες άντρες, γυναίκες και παιδιά για να κάνουν μια ευχή. Έτσι λοιπόν πραγματοποιήθηκε η ευχή του να γίνει πλούσιος.
Αμέσως όμως αντιλήφθηκε ότι εκεί δεν υπήρχε τίποτα για να αγοράσει, άρα όλη εκείνη η περιουσία τού ήταν άχρηστη. Έτσι λοιπόν, έριξε το νόμισμά του πάνω στα άλλα και ευχήθηκε με όλες του τις δυνάμεις να τον βγάλει κάποιος από το πηγάδι.


Ο πρίγκιπας και η πριγκίπισσα

Ο πρίγκιπας με τα χρυσά μαλλιά και η πριγκίπισσα με τα χρυσά μαλλιά ζούσαν στον πιο ψηλό πύργο του κάστρου. Όταν ο πρίγκιπας με τα χρυσά μαλλιά και η πριγκίπισσα με τα χρυσά μαλλιά φιλήθηκαν, ακούστηκε ένα «παφ!» και ο πρίγκιπας και η πριγκίπισσα μεταμορφώθηκαν σε βατράχια. Τότε άφησαν τον πύργο και πήγαν να ζήσουν στο νερό της τάφρου γύρω από το κάστρο. Και ζήσαμε εμείς καλά και τα βατράχια καλύτερα.


Η κυρία και οι πυροσβέστες

Η κυρία με την μπλε ρόμπα και τα μπικουτί στα μαλλιά πετάχτηκε στο μπαλκόνι και ούρλιαξε:
-Τρέξτε! Βοήθεια! Πυροσβεστική! Πυροσβεστική!
Κατέφθασαν οι πυροσβέστες με το κόκκινό τους όχημα, με τη σειρήνα στη διαπασών. Η κυρία με την μπλε ρόμπα και τα μπικουτί στα μαλλιά συνέχιζε να ουρλιάζει:
-Βοήθεια! Πυροσβεστική!
Ένας πυροσβέστης στήριξε τη σκάλα στην πρόσοψη του κτιρίου και ανέβηκε, με τη μάνικα στο χέρι, μέχρι το μπαλκόνι όπου φώναζε η κυρία με την μπλε ρόμπα και τα μπικουτί στα μαλλιά.
-Τι συμβαίνει, κυρία με την μπλε ρόμπα και τα μπικουτί στα μαλλιά;
-Τα γεράνια μου! Τα πανέμορφα γεράνια μου ξεραίνονται!
Στο μπαλκόνι υπήρχαν διάφορες γλάστρες με μισοκιτρινισμένα γεράνια. Ο πυροσβέστης άνοιξε τη μάνικα και πότισε τα γεράνια, που μέσα σε λίγες μέρες πρασίνισαν και έβγαλαν μερικά λουλούδια.


Ο άνεμος

Ο άνεμος ξυπνάει πολύ νωρίς και πηγαίνει στη δουλειά. Ο άνεμος έχει μπροστά του μια κοπιαστική μέρα:  κινεί τους ανεμόμυλους, στεγνώνει τα ρούχα των ανθρώπων, ρίχνει τα φύλλα από τα δέντρα, σπρώχνει τα ιστιοφόρα…
-Πάλι καλά που η θάλασσα δεν είναι ανηφορική! λέει.
Ο άνεμος  δουλεύει πολύ, αλλά έχει κι ελεύθερο χρόνο. Ο άνεμος, στον ελεύθερό του χρόνο, διασκεδάζει όσο περισσότερο μπορεί: παίρνει  τα καπέλα από τους κυρίους, χαλάει τα μαλλιά των κυριών, κλείνει απότομα τις πόρτες...
Ο άνεμος διασκεδάζει όσο περισσότερο μπορεί. Μερικές φορές, ενώ σφυρίζει το αιώνιο τραγούδι του, εμφανίζεται ως ανεμοστρόβιλος, που συνεχώς στριφογυρίζει. Γιατί ένας ανεμοστρόβιλος δεν είναι παρά ο άνεμος που χορεύει.



Το ρολόι της Έμμας

Η Έμμα ήταν ακόμα πολύ μικρή, και οι γονείς της δεν της έπαιρναν ρολόι. Στην Έμμα άρεσε πολύ το ρολόι του πατέρα της, με το λευκό καντράν και τους χρυσούς του δείκτες, και το δείκτη δευτερολέπτων που κινούνταν κάθε δευτερόλεπτο. Τότε, η Έμμα ζωγράφισε με μπλε στυλό ένα ρολόι στον αριστερό της καρπό. Πρώτα σχεδίασε το καντράν, έπειτα το λουράκι και, τέλος, τους δείκτες. Το ζωγραφισμένο ρολόι της Έμμας έδειχνε δέκα και τέταρτο. Το ζωγραφισμένο ρολόι της Έμμας ήταν πολύ ωραίο. Το ξανακοίταξε μετά από πέντε λεπτά και έδειχνε δέκα και είκοσι.



Το βουνό

Το πρώτο βουνό που υπήρξε στον κόσμο ήταν ένα βουνό πολύ φιλόδοξο. Το πρώτο βουνό που υπήρξε στον κόσμο ήθελε να γίνει ακόμα πιο ψηλό απ’ ό,τι ήταν. Άρχισε να ψηλώνει, να ψηλώνει, να ψηλώνει και ψήλωσε τόσο πολύ που χτύπησε το κεφάλι του στο Φεγγάρι. Το βουνό έβγαλε ένα τεράστιο καρούμπαλο και για να ανακουφιστεί έβαλε πάγο.
Γι’ αυτό σήμερα τα πολύ ψηλά βουνά έχουν πάγο στην κορυφή.
                                      



Η μάγισσα και ο ξυλοκόπος

Η μάγισσα του δάσους ήταν ερωτευμένη με τον ξυλοκόπο του δάσους. Όμως στον ξυλοκόπο του δάσους δεν άρεσε η μάγισσα του δάσους επειδή ήταν πολύ άσχημη.
Τότε, η μάγισσα του δάσους αποφάσισε να φτιάξει ένα φίλτρο που, όταν θα το έπινε ο ξυλοκόπος του δάσους, θα την ερωτευόταν κεραυνοβόλα.
Η μάγισσα του δάσους άναψε φωτιά, έβαλε πάνω το μπρούτζινο καζάνι της και έριξε μέσα ένα μάτι από βάτραχο με μυωπία, τρία καπνιστά φτερά νυχτερίδας, σάλια από σκαθάρι, νύχια μαύρης γάτας με άσπρες βούλες, δύο τρίχες από σβέρκο μαϊμούς και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Έδωσε στον ξυλοκόπο του δάσους να πιει το φίλτρο, όμως ο ξυλοκόπος του δάσους δεν ερωτεύτηκε τη μάγισσα του δάσους.
Τότε η μάγισσα του δάσους άναψε ξανά φωτιά, ξανάβαλε πάνω το μπρούτζινο καζάνι της και έριξε μέσα δύο λίτρα νερό, ένα κιλό χοιρινό, μία πρέζα αλάτι, ένα κρεμμύδι, δύο καρότα, μία πιπεριά, θυμάρι, δάφνη, μαϊντανό, δύο σκελίδες σκόρδο, μία ντομάτα και μία σταγόνα ελαιόλαδο.
Η μάγισσα του δάσους έφτιαξε μια υπέροχη σούπα και την έδωσε στον ξυλοκόπο του δάσους να τη φάει. Και στον ξυλοκόπο του δάσους άρεσε τόσο πολύ η σούπα, που ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα τη μάγισσα του δάσους, επειδή ο ξυλοκόπος του δάσους ήταν καλοφαγάς.


Το σπίτι του Μπρουέλ

Το μανιτάρι όπου ζούσε ο Μπρουέλ, ο μικρός νάνος, ήταν ένα από τα πιο κεντρικά εκείνου του μανιταροχωριού. Το μανιτάρι όπου ζούσε ο Μπρουέλ, ο μικρός νάνος, ήταν πολύ χαριτωμένο και είχε υπέροχη θέα. Όλα του πήγαιναν πολύ καλά του Μπρουέλ στο καταπληκτικό του μανιτάρι.
            Όλα πήγαιναν πολύ καλά, ώσπου ο Μπρουέλ παντρεύτηκε, απέκτησε τρία παιδιά, και το σπίτι πλέον ήταν πολύ μικρό. Χρειαζόταν ένα μεγαλύτερο μανιτάρι για να ζήσουν και έβγαλε προς πώληση αυτό που είχε.
            Ο Μπρουέλ τοποθέτησε μπροστά στο μανιτάρι του μια ταμπέλα που έλεγε

ΠΩΛΕΙΤΑΙ

όμως περνούσαν οι εβδομάδες και όσα του πρόσφεραν για εκείνο ήταν λίγα, γιατί το μανιτάρι ήταν μικρό.
            Όταν πλέον είχε απελπιστεί πολύ, ο Μπρουέλ, ο μικρός νάνος, είχε μια εξαιρετική ιδέα. Το σπίτι του ήταν ένα μανιτάρι που τρωγόταν, και μάλιστα από τα πιο περιζήτητα. Θυμήθηκε ότι οι άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν πολλά χρήματα για τα μανιτάρια. Έτσι πούλησε το σπίτι του σε ένα μάγειρα, ο οποίος το μαγείρεψε στο εστιατόριό του με ρύζι και κρέας.



Ο Έκτορας και ο χιονάνθρωπος

Η μέρα ξημέρωσε χιονισμένη, και στα πεζοδρόμια τα παιδιά έφτιαχναν χιονάνθρωπους. Ο Έκτορας έφτιαξε κι αυτός έναν. Τοποθέτησε πρώτα μια μεγάλη χιονόμπαλα. Πάνω σε εκείνη τη μεγάλη χιονόμπαλα τοποθέτησε άλλη μία, λίγο πιο μικρή.  Και πάνω σε αυτή, τοποθέτησε άλλη μία ακόμα πιο μικρή  για κεφάλι.
Ο Έκτορας τού φόρεσε ένα παλιό, ψηλό καπέλο που είχε βρει στη σοφίτα του σπιτιού του. Για μύτη, του έβαλε ένα καρότο.
Και τότε ήταν που μέσα από το ψηλό καπέλο, το οποίο ανήκε κάποτε σε κάποιο μάγο, βγήκε ένα κουνέλι και έφαγε τη μύτη του χιονάνθρωπου, που την είχε φτιάξει ο Έκτορας με ένα καρότο.


Το δίδυμο Pinto & Chinto αποτελείται από τους γαλικιανούς γελοιογράφους David Pinto (1975) και Carlos López (1967). Συνεργάζονται με την εφημερίδα La Voz de Galicia. Οι παρούσες ιστορίες περιλαμβάνονται στο βιβλίο Cuentos para niños que se duermen enseguida (Εκδόσεις Kalandraka, 2010).  

Η συλλογική μετάφραση είναι προϊόν του μαθήματος «Μεταφρασεολογία, μετάφραση ισπανικής λογοτεχνίας στα ελληνικά» που διδάσκει ο επίκουρος καθηγητής Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στο Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ. Συμμετείχαν οι σπουδάστριες και οι σπουδαστές: Χριστέλεν Ανδρέογλου, Γεωργία Θεοδωρίδη, Ιωάννης, Ίσερης, Αλεξάνδρα Κοκκίνη, Ελένη Κονδυλίδου, Κωνσταντίνα Κοροξένου, Σταματία Λουτράρη, Γεώργιος Μανιώτης, Χριστίνα Μαυρουδή, Μαργαρίτα Μπαστρογιάννη, Ελισάβετ Παμλίδου, Κατερίνα Πιπίδου, Γεωργία Σαββίδου, Βαλεντίνα Σαντόρο, Ερμιόνη Σαρηκεχαγιά, Αθανάσιος Τρίπκος, Τάσος Τσουμάνης, Έλενα Χατζηκυριάκου.




Κυριακή 25 Μαΐου 2014

Σε αναζήτηση του χαμένου παραδείσου. Η ισπανική ποιητική γενιά της δεκαετίας του 1950, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

Μιγκέλ δε Ουναμούνο, Αντόνιο Ματσάδο, Χουάν Ραμόν Χιμένεθ, Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Λουίς Θερνούδα, Μιγκέλ Ερνάντεθ… Η ισπανική ποίηση του 20ού αιώνα έχει να παρουσιάσει μορφές παγκόσμιου βεληνεκούς, ταυτόχρονα, όμως, έζησε, όσο ποτέ προηγουμένως στη μακραίωνη ιστορία της, κάτω από την επιρροή και το βάρος [για να μην πούμε «την απερίσκεπτη χρήση» του όρου (Gambarte, 1996)] των «λογοτεχνικών γενεών», ένας όρος ο οποίος, σύμφωνα με τον José Carlos Mainer (1982), «χρησιμεύει για να καταδείξει την είσοδο στην ιστορία κάποιων ομάδων με σχετική συνοχή που, κατά τη διάρκεια μικρών συνήθως χρονικών περιόδων, δίνουν με σχετικά κοινό τρόπο διάφορες μαρτυρίες για την πραγματικότητα της εποχής τους». Από το Συμβολισμό  των Ρουμπέν Νταρίο και Αντόνιο Ματσάδο, στα τέλη του 19ου αιώνα, μέχρι τους Μετανεώτατους [Postnovísimos] (Λουίς Γκαρθία Μοντέρο, Μπλάνκα Αντρέου κ.λπ.) που ανακάλυψε; ο Αντόνιο Λουίς δε Βιγένα στα μέσα της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές εκείνης του 1990, οι ισπανοί ποιητές κατατάχτηκαν, ταξινομήθηκαν, εξετάστηκαν και παρουσιάστηκαν, σε όλες σχεδόν τις μελέτες που τους αφορούν, κάτω από το πρίσμα αυτού του μάλλον αυθαίρετου, αλλά τόσο αναγκαίου για τους μελετητές, κατακερματισμού. Ενδιάμεσα υπήρξαν πολλοί σταθμοί: η Γενιά του 27 (των Λόρκα, Αλμπέρτι, Θερνούδα, Σαλίνας κ.λπ.), η Κοινωνική Ποίηση των Ιέρο, Μπλας δε Οτέρο ή Κρέμερ, η Γενια του 1950 (Άνχελ Γκονθάλεθ, Χοσέ Άνχελ Βαλέντε, Φρανθίσκο Μπρίνες κ.λπ.), οι Νεότατοι ποιητές της δεκαετίας του ’70 (Λεοπόλδο Μαρία Πανέρο, Γκιγέρμο Καρνέρο κ.λπ.) και πολλοί άλλοι. Οι σκοπιμότητες της χρήσης αυτών των διαχωρισμών είναι πολλές (όσες ίσως και οι αντιρρήσεις απέναντι σε αυτό τον κατακερματισμό), η σημαντικότερη όμως δεν παύει να είναι η ανάγκη των ιστορικών της λογοτεχνίας να οργανώσουν, πάνω στο χαρτί πάντα, βάσει κάποιων συνήθως αμφιλεγόμενων κριτηρίων (ημερομηνία ή τόπος γέννησης των δημιουργών, λογοτεχνικό ύφος, θεματολογία, κ.λπ.) τη λογοτεχνική πραγματικότητα και να κατατάξουν τους συγγραφείς με τέτοιο τρόπο ώστε να κατορθώσουν να «τιθασεύσουν» και να μελετήσουν ένα φαινόμενο, το λογοτεχνικό, που στην πραγματική του διάσταση ήταν, είναι και θα παραμείνει (ευτυχώς) χαώδες και πολύσημο. Πολύ περισσότερο στις μέρες μας, όταν ο μεγάλος αριθμός των θεραπόντων της ποιητικής τέχνης στην Ισπανία καθιστά όλο και πιο δύσκολη τη χρήση του όρου «γενιά»· πλέον γίνεται λόγος για «τάσεις», «ομάδες» (Martínez Cachero, 2005) ή ακόμα και για «κολεκτίβες».
            Τα ποιήματα και οι ποιητές που παρουσιάζουμε στη συνέχεια ανήκουν στη λογοτεχνική γενιά της δεκαετίας του 1950 και έχουν επιλεγεί από την ανθολογία La promoción poética de los 50 του καθηγητή Λουίς Γκαρθία Χαμπρίνα (δεν πρέπει να παραβλέψουμε το σημαντικό ρόλο που έχουν παίξει, ήδη από την εποχή της Poesía española. 1915-1931 του Χεράρδο Ντιέγο, οι ανθολογίες στη διαμόρφωση και την πρόσληψη του ποιητικού τοπίου στην Ισπανία). Είναι, όμως, χρήσιμο και ενδιαφέρον να αναφερθούμε, συνοπτικά, στις ιστορικές συγκυρίες που γέννησαν ή τουλάχιστον υπήρξαν μάρτυρες της γέννησης της εν λόγω γενιάς. Τη δεκαετία του 1950, στην καρδιά του φρανκικού «μεσαίωνα», η χώρα αρχίζει να παρουσιάζει μια σχετική οικονομική ανάκαμψη: ο ΟΗΕ αίρει τα μέτρα ενάντια στο καθεστώς του Φράνκο, η χώρα ανακτά το επίπεδο ζωής που είχε πριν από τον εμφύλιο πόλεμο, ενώ καταργείται και το δελτίο στο ψωμί (Perdraza Jiménez κ.ά., 1997). Είναι επίσης η δεκαετία που αρχίζουν δειλά οι πρώτες απεργίες, παρ’ όλα αυτά, όμως, η καθημερινότητα εκτυλίσσεται υπό το άγρυπνο βλέμμα του καθεστώτος, όπως βέβαια και η πνευματική ζωή του τόπου που έχει να ξεπεράσει, επιπλέον, το σκόπελο της διπλής λογοκρισίας, του κρατικού μηχανισμού και της εκκλησίας.
            Στο λογοτεχνικό τοπίο εκείνης της περιόδου κυριαρχεί η στρατευμένη λογοτεχνία (Barroso κ.ά., 2000) που προσπαθεί να αποτυπώσει με απόλυτη πιστότητα τα κοινωνικά προβλήματα της εποχής, η λογοτεχνία, δηλαδή, των νεαρών πεζογράφων του κοινωνικού ρεαλισμού (Αλδεκόα, Μαρτίν Γκάιτε, Σάντσεθ Φερλόσιο κ.λπ.) και της αντισυμβατικής ομάδας της κοινωνικής ποίησης (Μπλας δε Οτέρο, Θελάγια ή Ιέρο).
           Σε αυτό το κοινωνικό και λογοτεχνικό περιβάλλον, ξεπροβάλλει η ποιητική γενιά της δεκαετίας του 1950, μια ετερογενής ομάδα τα μέλη της οποίας, σύμφωνα με τους Felipe Pedraza και Milagros Rodríguez (2000), απορρίπτουν «τον κοινωνικό ρεαλισμό που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή, αν και κάποιοι από αυτούς δεν παύουν να έχουν κοινά σημεία με το εν λόγω κίνημα […] Οι ποιητές αυτής της γενιάς δεν αποστασιοποιούνται από τα κοινωνικά προβλήματα, ενδιαφέρονται, όμως, περισσότερο για το προσωπικό βίωμα, την εμβάθυνση στην ψυχή των ανθρώπινων όντων τα οποία, πάντως, λειτουργούν στο πλαίσιο του κοινωνικού συνόλου». Είναι πολλά τα ονόματα που έχουν χρησιμοποιηθεί για να προσδιορίσουν αυτή τη γενιά («γενιά του 1950», «του 1955», «του 1960», «δεύτερη μεταπολεμική γενιά», «γενιά Ροντρίγκεθ-Μπρίνες» και πολλά άλλα) [Jambrina, 2000], όπως πολλά είναι και τα ονόματα των ποιητών που σύμφωνα με τους μελετητές ανήκουν σε αυτή: Άνχελ Γκονθάλεθ, Χοσέ Μανουέλ Καμπαγέρο Μπονάλντ, Κάρλος Μπαράλ, Χοσέ Αγκουστίν Γκοϊτισόλο, Χάιμε Χιλ δε Μπιέδμα, Χοσέ Άνχελ Βαλέντε, Κλάουντιο Ροντρίγκεθ, Ελάδιο Καμπανιέρο, Κάρλος Σααγούν, Μανουέλ Μαντέρο, Χοακίν Μάρκο και Φρανθίσκο Μπρίνες. Εμείς, από όλους αυτούς, έχουμε επιλέξει πέντε ποιήματα των πιο χαρακτηριστικών αντιπροσώπων αυτής της γενιάς και τα παρουσιάζουμε τόσο στο πρωτότυπο όσο και μεταφρασμένα στα ελληνικά, ας τα απολαύσουμε.          


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Barroso Gil, Asunción και άλλοι. Introducción a la literatura española a través de los textos, IV τόμος, ISTMO, Μαδρίτη, 2000.
Gambarte, Eduardo Mateo. El concepto de generación literaria, Síntesis, Μαδρίτη, 1996.
García Jambrina, Luis. La promoción poética de los 50, Espasa Calpe, Μαδρίτη, 2000.
Mainer, José Carlos. “El problema de las generaciones en la literatura española contemporánea”, Πρακτικά του IV Διεθνούς Συνεδρίου Ισπανιστών (1971), Σαλαμάνκα, 1982.
Martínez Cachero, José María, “Siglo xx”, στο J. Menéndez Peláez και άλλοι, Historia de la Literatura Española, Everest, 439-849, Λεόν, 2005.   
Mora, Vicente Luis. Singularidades. Ética y poética de la literatura española actual, Bartleby Editores, Μαδρίτη, 2006.
Pedraza Jiménez, Felipe B. y Rodríguez Cáceres, Milagros. Las épocas de la literatura española, Ariel, Βαρκελόνη, 1997.
Pedraza Jiménez, Felipe B. y Rodríguez Cáceres, Milagros. Historia esencial de la literatura española e hispanoamericana, EDAF, Μαδρίτη, 2000.
Pérez Rosado, Miguel. El último tercio del siglo (1968-1998)” στην ηλεκτρονική σελίδα www.spanisharts.com, ανακτήθηκε στις 6 Απριλίου 2007.


ΠΕΝΤΕ ΙΣΠΑΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΤΟΥ 1950


Άνχελ Γκονθάλεθ
(Οβιέδο, 1925 – Μαδρίτη, 2008)

[AQUÍMADRID, MIL NOVECIENTOS]

Aquí, Madrid, mil novecientos
cincuenta y cuatro: un hombre solo.

Un hombre lleno de febrero,
ávido de domingos luminosos,
caminando hacia marzo paso a paso,
hacia el marzo del viento y de los rojos
horizontes –y la reciente primavera
ya en la frontera de abril lluvioso... –.

Aquí, Madrid, entre tranvías
y reflejos, un hombre: un hombre solo.

–Más tarde vendrá mayo y luego junio,
y después julio y, al final, agosto–.

Un hombre con un año para nada
delante de su hastío para todo.


[ΕΔΩ, ΜΑΔΡΙΤΗ, ΧΙΛΙΑ ΕΝΝΙΑΚΟΣΙΑ]

Εδώ, Μαδρίτη, χίλια εννιακόσια
πενήντα τέσσερα: ένας άντρας μόνος.

Ένας άντρας γεμάτος Φλεβάρη,
πεινασμένος για ηλιόλουστες Κυριακές,
περπατώντας βήμα το βήμα προς τον Μάρτη,
προς τον Μάρτη τ’ ανέμου και των κόκκινων
οριζόντων –και της πρόσφατης Άνοιξης
στα σύνορα ήδη του βροχερού Απρίλη…–

Εδώ, Μαδρίτη, ανάμεσα σε τραμ
και αντανακλάσεις, ένας άντρας: ένας άντρας μόνος.

–Αργότερα θα 'ρθει ο Μάης και μετά ο Ιούνης,
κι έπειτα ο Ιούλης, κι ο Αύγουστος στο τέλος–

Ένας άντρας με έναν ολόκληρο χρόνο για το τίποτα
μπροστά στην ανία του για τα πάντα.

spero mundo / Αψύς κόσμος, 1956)


Χοσέ Μανουέλ Καμπαγέρο Μπονάλντ
(Χερέθ δε λα Φροντέρα, 1926 – Μαδρίτη, 2021)

DEMASIADAS PREGUNTAS

Algún día no menos improbable que otros, cuando la petulancia ceda su turno a la apatía, podré saber quién soy. Pero tal vez entonces ya no quiera saberlo. Para qué voy a querer saberlo si quizá ese día no haya conmigo nadie que se parezca a mí. ¿En qué espejo que el tiempo habrá estragado se mirará mi semejante? Sólo se reconoce quien se olvidó de pronto de sí mismo. Aún convive el recuerdo enemistado con la historia.


ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΑ ΠΟΛΛΕΣ ΕΡΩΤΉΣΕΙΣ

Μια μέρα, όχι λιγότερο απίθανη από κάποιες άλλες, όταν η κενοδοξία θα παραχωρήσει τη θέση της στην απάθεια, θα μπορέσω να μάθω ποιος είμαι. Αλλά, μπορεί τότε να μην θέλω να το μάθω. Γιατί να θέλω να το μάθω αν εκείνη τη μέρα μπορεί να μην υπάρχει κοντά μου κανένας που να μου μοιάζει. Σε ποιον καθρέφτη, που θα τον έχει φθείρει ο χρόνος, θα κοιταχτεί ο όμοιός μου; Αναγνωρίζει τον εαυτό του μόνο εκείνος που ξέχασε ξαφνικά ποιος είναι. Ακόμη συμβιώνει η ανάμνηση εχθρικά διακείμενη με την ιστορία.

(Laberinto de fortuna / Ο λαβύρινθος της τύχης, 1984-93)


Χάιμε Χιλ δε Μπιέδμα
(Βαρκελώνη 1929-1990)

CANCIÓN PARA ESE DÍA

He aquí que viene el tiempo de soltar palomas
en mitad de las plazas con estatua.
Van a dar nuestra hora. De un momento
a otro, sonarán campanas.

Mirad los tiernos nudos de los árboles
exhalarse visibles en la luz
recién inauguradaCintas leves
de nube en nube cuelganY guirnaldas

sobre el pechopalpitando,
son como el aire de la vozPalabras
van a decirse yaOíd. Se escucha
rumor de pasos y batir de alas.


ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΜΕΡΑ

Έρχεται επιτέλους ο καιρός ν’ αφήσουμε ελεύθερα περιστέρια
καταμεσής σε πλατείες με αγάλματα.
Θα σημάνει η ώρα μας. Από τη μια στιγμή
στην άλλη, θα ηχήσουν οι καμπάνες.

Κοιτάξτε τούς τρυφερούς ρόζους των δέντρων
που ανασαίνουν περίβλεπτοι στο φως
της αυγής. Ανάλαφρες κορδέλες
κρέμονται από σύννεφο σε σύννεφο. Και γιρλάντες

στο στήθος του ουρανού, πάλλονται,
όπως ο αέρας της φωνής. Λέξεις
θα ειπωθούν επιτέλους. Αφουγκραστείτε. Ακούγεται
ήχος βημάτων και χτύπημα φτερών.

(Compañeros de viaje / Συνταξιδιώτες, 1959)


Χοσέ Άνχελ Βαλέντε
(Ορένσε, 1929 – Γενεύη, 2000)

EL ADIÓS

Entró y se inclinó hasta besarla
porque de ella recibía la fuerza.

(La mujer lo miraba sin respuesta.)

Había un espejo humedecido
que imitaba la vida vagamente.
Se apretó la corbata,
el corazón,
sorbió un café desvanecido y turbio,
explicó sus proyectos
para hoy,
sus sueños para ayer y sus deseos
para nunca jamás.

(Ella lo contemplaba silenciosa.)

Habló de nuevo. Recordó la lucha
de tantos días y el amor
pasado. La vida es algo inesperado,
dijo. (Más frágiles que nunca las palabras.)
Al fin calló con el silencio de ella,
se acercó hasta sus labios
y lloró simplemente sobre aquellos
labios ya para siempre sin respuesta.


Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Μπήκε κι έσκυψε να τη φιλήσει
γιατί από εκείνη αντλούσε δύναμη.

(Η γυναίκα τον κοιτούσε δίχως απόκριση)

Υπήρχε ένας θαμπός καθρέφτης
που μιμούνταν αμυδρά τη ζωή.
Έσφιξε τη γραβάτα του,
την καρδιά του,
ρούφηξε έναν καφέ νερωμένο και θολό,
ανέλυσε τα σχέδιά του
για σήμερα,
τα όνειρά του για χτες και τις επιθυμίες του
για ποτέ των ποτών.

(Εκείνη τον παρατηρούσε σιωπηλή)

Μίλησε ξανά. Θυμήθηκε τον αγώνα
τόσων ημερών και τον ξεθυμασμένο
έρωτα. Η ζωή είναι κάτι το απρόσμενο,
είπε. (Πιο εύθραυστες από ποτέ οι λέξεις).
Στο τέλος σίγησε με τη δική της σιωπή,
πλησίασε ως τα χείλη της
και απλώς έκλαψε επάνω σ’ εκείνα
τα χείλη που είχαν απομείνει πλέον για πάντα δίχως απόκριση.

(A modo de esperanza / Εν είδει ελπίδας, 1955)


Φρανθίσκο Μπρίνες
(Ολίβα, 1932 – Βαλένθια, 2021)

ALOCUCIÓN PAGANA

¿Es que, acaso, estimáis que por creer
en la inmortalidad,
os tendrá que ser dada?
Es obra de la fe, del egoísmo
o la desolación.
Y si existe, no importa no haber creído en ella:
respuestas ignorantes son todas las humanas
si a la muerte interroga.

Seguid con vuestros ritos fastuosos, ofrendas a los dioses,
o grandes monumentos funerarios,
las cálidas plegarias, vuestra esperanza ciega.
O aceptad el vacío que vendrá,
en donde ni siquiera soplará un viento estéril.
Lo que habrá de venir será de todos,
pues no hay merecimiento en el nacer
y nada justifica nuestra muerte.


ΠΑΓΑΝΙΣΤΙΚΗ ΑΓΟΡΕΥΣΗ

Επειδή, άραγε, πιστεύετε
στην αθανασία,
πρέπει και να σας δοθεί;
Είναι έργο της πίστης, του εγωισμού
ή της συντριβής.
Κι αν πάλι υπάρχει, δεν έχει σημασία που δεν πιστέψαμε σ' εκείνη:
αδαείς είναι όλες οι απαντήσεις του ανθρώπου
όταν στο θάνατο θέτει ερωτήματα.

Συνεχίστε με τις υπέρλαμπρες τελετές σας, τα αναθήματα στους θεούς
ή τα μεγάλα ταφικά μνημεία,
τις θερμές ικεσίες, την τυφλή σας ελπίδα.
Ή αποδεχτείτε το κενό που θα έλθει,
και μέσα του δεν θα φυσά ούτε στείρος αέρας.
Αυτό που πρόκειται να έλθει, όλων μας θε να 'ναι,
γιατί δεν υπάρχει καμιά αξία στο να γεννιέσαι
και τίποτα δεν δικαιολογεί τον θάνατό μας.

(Aún no / Όχι ακόμη, 1971)


Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος




Συνάντηση ποιητών για να τιμήσουν τη μνήμη του Αντόνιο Ματσάδο στο Colliure της Γαλλίας, το 1959. Στην πρώτη σειρά, από τα αριστερά στα δεξιά, Jaime Gil de Biedma, Alfonso Costafreda, Carlos Barral και Caballero Bonald. Πίσω, από αριστερά στα δεξιά, Blas de Otero, José Agustín Goytisolo, Ángel González, José Ángel Valente και Alfredo Castellón.