Σάββατο 27 Ιουνίου 2015

Από την "Κυψέλη" στην "Εποχή της σιωπής". Η γενιά του κοινωνικού ρεαλισμού, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

Τη δεκαετία του ’50 η Ισπανία αρχίζει σταδιακά να συνέρχεται από τα τραύματα του εμφύλιου πολέμου. Αν και ο εκδημοκρατισμός της χώρας έμελλε να αργήσει ακόμα πολύ, στα μέσα του περασμένου αιώνα παρατηρούνται τόσο στον οικονομικό όσο και στον κοινωνικοπολιτικό τομέα κάποιες δειλές, πλην όμως ενδιαφέρουσες, αλλαγές. Το 1950, παραδείγματος χάρη, ο ΟΗΕ άρει τις κυρώσεις που είχε επιβάλει στο φρανκικό καθεστώς∙ έτσι η Ισπανία μπόρεσε, επιτέλους, να λάβει οικονομική βοήθεια από τις ΗΠΑ. Τα αποτελέσματα αυτής της βοήθειας δεν αργούν να φανούν: το 1951 η χώρα ανακτά το επίπεδο ζωής που είχε πριν τον πόλεμο, ενώ το 1952, εξαιτίας εν μέρει και της πολύ καλής σοδειάς σιταριού, καταργείται το δελτίο στο ψωμί.
            Λίγο αργότερα, το 1957, ο Φράνκο προβαίνει σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην πολιτική του, με τη χρησιμοποίηση στο κυβερνητικό σχήμα τεχνοκρατών, οι οποίοι επεξεργάστηκαν και επέβαλαν, το 1959, το περίφημο σχέδιο Σταθεροποίησης, που έθεσε, κατά μεγάλο ποσοστό, τις βάσεις για την ανάκαμψη της ισπανικής οικονομίας κατά τη δεκαετία του ’60. Όπως αναφέρουν οι ιστορικοί García de Cortázar και González Vesga (1994: 615-616), στα τέλη της δεκαετίας του ’50 παρουσιάζονται καινούργιες ευκαιρίες για τη σύγκλιση της ισπανικής οικονομίας με εκείνη των προηγμένων ευρωπαϊκών κρατών και έτσι, με την πίεση των άμεσα ενδιαφερομένων (βιομηχάνων, τραπεζικών κ.λπ.) η χώρα εγκαταλείπει το γεωργικό οικονομικό της σχεδιασμό και μετατρέπεται σε μια ημιβιομηχανική κοινωνία.
            Παρ’ όλα αυτά, οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις δεν συνοδεύονται και από ανάλογα «ανοίγματα» στην πνευματική ζωή: «την δεκαετία του ’50 η χώρα είναι υποχρεωμένη να αρκεστεί σε μια ελεγχόμενη πολιτιστική ζωή. Κυριαρχούν ομάδες που πρόσκεινται στο καθεστώς, ενώ για τους δημιουργούς εκείνους που έχουν αντίθετες ιδέες, η λογοκρισία φροντίζει να περιορίσει τις ελευθερίες στη σκέψη και στη δημιουργία», (Pedraza Jiménez και Rodríguez Cáceres, 1997: 350).
            Μέσα, λοιπόν, σε αυτό το κλίμα πολιτικής διαφθοράς, κοινωνικής εξαθλίωσης (τη δεκαετία του ’50 αρχίζει η ερήμωση της ισπανικής υπαίθρου και η εγκατάσταση πολλών εσωτερικών μεταναστών προς αναζήτηση εργασίας στις άθλιες παραγκουπόλεις των μεγάλων πόλεων) και οικονομικής ανάκαμψης, εκδίδεται μια σειρά από μυθιστορήματα που έχουν ως κύριο θέμα τους την κρίση της κοινωνίας εκείνης της εποχής. Οι συγγραφείς των εν λόγω έργων απευθύνονται σε ένα λαό καταπιεσμένο, αποπροσανατολισμένο και απληροφόρητο και προσπαθούν να τον κάνουν να αντιληφθεί το τι διαδραματίζεται γύρω του και, αν είναι δυνατόν, να προκαλέσουν την αντίδρασή του. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα είδος μυθιστορήματος που έχει ως σκοπό του, ταυτόχρονα, την πληροφόρηση και την καταγγελία: «σε μια εποχή που είναι απαγορευμένη ή παραποιημένη κάθε πληροφόρηση, οι μυθιστοριογράφοι αισθάνονται την ευθύνη να επωμισθούν αυτό το χρέος· γι’ αυτό το λόγο τα έργα τους βρίσκονται πιο κοντά στο ιστορικό δοκίμιο ή τη δημοσιογραφία (μυθιστόρημα-μαρτυρία ή μυθιστόρημα-έρευνα) από όσο στη λογοτεχνία», (Barroso και άλλοι, 2000: 261) και για τον ίδιο ακριβώς λόγο, θα συμπληρώναμε, είναι διάχυτη στην πεζογραφία τους η ανάγκη για την όσο το δυνατό πιο πιστή αναπαραγωγή της καθημερινότητας και η επιθυμία της κοινωνικής αλλαγής.
            Ο Pablo Gil Casado (1990: 9) υποστηρίζει πως, ανάλογα με τα ιστορικά δεδομένα κάθε εποχής, επικρατεί στη λογοτεχνική παραγωγή μιας χώρας άλλοτε η «εξανθρωποποιημένη λογοτεχνία» (literatura humanizada), δηλαδή η λογοτεχνία που εστιάζει στα προβλήματα που αφορούν το κοινωνικό σύνολο, και άλλοτε η «απανθρωποποιημένη λογοτεχνία» (literatura deshumanizada), δηλαδή η λογοτεχνία που δίνει προτεραιότητα στις εσωτερικές εντάσεις των ηρώων της. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτή τη θεωρία του Gil Casado, τη δεκαετία του ’50 κυριαρχεί στην Ισπανία το εξανθρωποποιημένο μυθιστόρημα που «παραπέμπει στην προσπάθεια του ανθρώπου να απελευθερωθεί από την εκμετάλλευση και την καταπίεση της εξουσίας», (1990: 13).
            Προκειμένου να προσδιορισθούν αφενός η πεζογραφία κοινωνικού προβληματισμού που γράφεται και εκδίδεται στην Ισπανία της δεκαετίας του ’50, όσο και οι δημιουργοί της, έχουν χρησιμοποιηθεί κατά καιρούς διάφορες ετικέτες όπως γενιά του ιστορικού ρεαλισμού, γενιά του ’50, γενιά των «παιδιών του πολέμου», γενιά του κοινωνικού ρεαλισμού ή γενιά των μέσων του αιώνα. Από όλους αυτούς τους χαρακτηρισμούς, όμως, φαίνεται να υπερισχύουν, στα κείμενα των μελετητών της λογοτεχνίας, οι δύο τελευταίοι. Στη «Γενιά του κοινωνικού ρεαλισμού», λοιπόν, περιλαμβάνονται σημαντικά ονόματα των ισπανικών γραμμάτων, όπως είναι αυτά των Ιγνάθιο Αλδεκόα (1925-1969), Κάρμεν Μαρτίν Γκάιτε (1925-2000), Χεσούς Φερνάντεθ Σάντος (1926-1988), Άνα Μαρία Ματούτε (1925-2014), Ραφαέλ Σάντσεθ Φερλόσιο (1927), Χοσέ Λουίς Καστίγιο Πούτσε (1919-2004), Αντόνιο Πριέτο (1929) και πολλά άλλα.
            Όπως τονίζει ο Santos Sanz Villanueva (1994: 35-36), ένας από τους εγκυρότερους μελετητές της σύγχρονης ισπανικής λογοτεχνίας, οι συγγραφείς αυτής της γενιάς παρουσιάζουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά τα οποία, άλλωστε, τους δίνουν και την εικόνα μιας δημιουργικής, σε δύσκολους καιρούς, ομάδας. Οι περισσότεροι είναι μεσοαστοί με πανεπιστημιακές σπουδές (κυρίως στη Φιλοσοφική). Είναι συγγραφείς αυτοδίδακτοι οι οποίοι, εξαιτίας της λογοκρισίας που επικρατούσε εκείνη την εποχή, δεν έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν με σχετική κανονικότητα τις εξελίξεις της παγκόσμιας λογοτεχνίας του καιρού τους· αυτό είχε ως αποτέλεσμα, στην αρχή κυρίως της σταδιοδρομίας τους, να έχουν ελάχιστες «προσλαμβάνουσες παραστάσεις». Τέλος, οι περισσότεροι από αυτούς διατηρούσαν στενότατες προσωπικές και φιλικές σχέσεις (η Κάρμεν Μαρτίν Γκάιτε, για παράδειγμα, ήταν σύζυγος του Ραφαέλ Σάντσεθ Φερλόσιο).
            Ποιες είναι όμως οι κυριότερες επιρροές της «Γενιάς του κοινωνικού ρεαλισμού»; Σύμφωνα με τον José García López (2001: 751), έστω και ως μακρινός αντίλαλος, λόγω της προαναφερθείσης δυσκολίας στην είσοδο και διάδοση βιβλίων ξένης λογοτεχνίας στη φρανκική Ισπανία, «τα δύο κυριότερα σημεία αναφοράς και επιρροής αυτών των πεζογράφων ήταν από τη μια πλευρά η αμερικάνικη λογοτεχνία των Hemingway, Dos Passos, Faulkner κ.λπ., και από την άλλη ο ιταλικός νεορεαλισμός (κινηματογραφικός ή λογοτεχνικός) των Pavese, Pratolini, Pasolini κ.λπ.», ενώ οι Pedraza Jiménez και Rodríguez Cáceres (1997: 361) προσθέτουν και την επιρροή του γαλλικού νέου μυθιστορήματος (nouveau roman).
            Αναζητώντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που παρουσιάζουν τα περισσότερα έργα των κοινωνικών ρεαλιστών κατά τη δεκαετία του ’50, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε, πέρα από τον έντονο κοινωνικό προβληματισμό και την, κατά μεγάλο ποσοστό, πιστή αναπαραγωγή του ανελεύθερου και ασφυκτικού κλίματος εκείνης της εποχής,  την αργή ανάπτυξη της πλοκής και τη ροπή τους στην ανατροπή της «λογικής» χρονικής αλληλουχίας των αφηγούμενων γεγονότων. Δίχως αμφιβολία, όμως, το κυριότερο γνώρισμα της ποιητικής αυτής της γενιάς είναι η αποκαθήλωση/απομυθοποίηση του κλασσικού ατομικού ήρωα/πρωταγωνιστή και η ταυτόχρονη ανάδειξη μιας σειράς δευτεραγωνιστών που έρχονται να καταλάβουν τη θέση του, διαμορφώνοντας πλέον ένα συλλογικό πρωταγωνιστή, μια συλλογική συνείδηση, που αποφέρει αυτόματα στον αναγνώστη μια πιο σφαιρική ματιά των «γεγονότων». Η επιλογή αυτή, άλλωστε, είναι απόλυτα αναμενόμενη από συγγραφείς που, όπως τόνισε προηγουμένως ο Gil Casado, ενδιαφέρονται περισσότερο για το κοινωνικό γίγνεσθαι και λιγότερο ή καθόλου για την προβολή «εγωκεντρικών» ηρώων.
            Σύμφωνα με τους περισσότερους μελετητές, η πιο γόνιμη περίοδος των κοινωνικών ρεαλιστών τοποθετείται ανάμεσα στο 1954 και το 1962. Πλην όμως, είναι ένας μεγαλύτερος σε ηλικία συγγραφέας, ο οποίος βέβαια δεν ανήκει στην εν λόγω γενιά, αυτός που «προαναγγέλλει» και, γιατί όχι, επηρεάζει καταλυτικά τη γενιά των μέσων του αιώνα, με ένα μνημειώδες μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας είναι ο Καμίλο Χοσέ Θέλα (1916-2002), βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1989, και το έργο La colmena (Η κυψέλη), μια «εκπληκτική πινακοθήκη της εξαθλιωμένης Μαδρίτης της δεκαετίας του ’40», (Pedraza Jiménez και Rodríguez Cáceres, 2000: 723). Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά στο Μπουένος Άιρες το 1951, αφού η λογοκρισία τού επέτρεψε την κυκλοφορία στην Ισπανία μόλις το 1963 (στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλου, σε μετάφραση Μαρίας Χατζηγιάννη).
Το τέλος της γονιμότερης περιόδου των ρεαλιστών το σηματοδοτεί, το 1962, ένα από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα της σύγχρονης ισπανικής πεζογραφίας, το Tiempo de silencio (Εποχή της σιωπής) του Λουίς Μαρτίν-Σάντος (1924-1964). Ο πρόωρα χαμένος Μαρτίν Σάντος, αν και συνομήλικος των μελών της γενιάς που εξετάζουμε, ανήκει υφολογικά στην επόμενη γενιά, των αποκαλούμενων πειραματιστών (Χουάν Μπενέτ, Λουίς Γκοϊτισόλο κ.λπ.). Η Εποχή… όμως, είναι το έργο που κατορθώνει ταυτόχρονα να τελειοποιήσει, αλλά και να ξεπεράσει την αισθητική του κοινωνικού ρεαλισμού. Το μυθιστόρημα πραγματεύεται τις δύσκολες σχέσεις ανάμεσα στην αστική τάξη και τους κατοίκους των παραγκουπόλεων στη Μαδρίτη του ’50 και του ’60, βασιζόμενο στην περίπλοκη δομή των κεφαλαίων και σε μια πολυφωνική και πολυεπίπεδη αφήγηση, χαρακτηριστικά που κάνουν δύσκολη την ανάγνωσή του, αφού απαιτείται συνεχής εγρήγορση (και συνεισφορά) από πλευράς του αναγνώστη. Αυτή ακριβώς η πολυπλοκότητα, σε συνδυασμό με τις κοινωνικές της ανησυχίες, αναγορεύει την Εποχή… σε ορόσημο ανάμεσα στον κοινωνικό ρεαλισμό και τον, επερχόμενο, πειραματισμό δεδομένου ότι «ο επιφανειακά συμβατικός και παραδοσιακός χαρακτήρας του θέματός της, μεταμορφώνεται σε μια καινούργια πρόταση εξαιτίας των πειραμάτων στη δομή και της πομπώδους, σχεδόν μπαρόκ γλώσσας που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας», (Sanz Villanueva, 1994: 160).
Η κυψέλη, λοιπόν, και η Εποχή της σιωπής, δύο έργα, επαναλαμβάνουμε, που είναι γραμμένα από συγγραφείς που δεν ανήκουν στη «Γενιά του κοινωνικού ρεαλισμού», σηματοδοτούν την αρχή και το τέλος αυτού του κινήματος – και όχι, ευτυχώς, της συγγραφικής ζωής των πεζογράφων που εγγράφονται σε αυτό, δεδομένου ότι μερικοί από αυτούς συνέχισαν να παράγουν έργο ακόμα και πολλές δεκαετίες αργότερα. Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο «σταθμούς», γράφτηκαν μερικά από τα σημαντικότερα έργα της ισπανικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Θα αναφερθούμε σε αυτά κάνοντας λόγο για το έργο των κυριότερων συγγραφέων της γενιάς των μέσων του αιώνα.
Ο Bάσκος, Ιγνάθιο Αλδεκόα εξέδωσε κυρίως διηγήματα. Οι πιο γνωστές συλλογές του φέρουν τους τίτλους Vísperas de silencio (1955) και El corazón y otros frutos amargos[1] (1959). Από τα μυθιστορήματά του ξεχωρίζει το El fulgor y la sangre (1954). Σύμφωνα με τους Pedraza Jiménez και Rodríguez Cáceres (2000: 732), η γραφή του Αλδεκόα «έχει ένα ισχυρό υπαρξιακό χαρακτήρα» και συμπληρώνουν πως «παρά τη σκόπιμη αποστασιοποίησή του από τους ήρωές του, δεν αποκηρύσσει την ανάμειξη του δημιουργού, που εμφανίζεται με λυρισμό και χιούμορ». Άλλωστε, όπως τονίζει ο Ricardo Gullón (1994: 116), αναφερόμενος στους λογοτέχνες του κοινωνικού ρεαλισμού, «το ότι παίρνουν αποστάσεις δεν σημαίνει ότι είναι απόντες, απλώς δεν παρεμβαίνουν στην πλοκή· εμφανίζονται, όμως, μέσα από τη φωνή και τη ματιά του αφηγητή».
Η Κάρμεν Μαρτίν Γκάιτε αποτύπωσε όσο λίγοι συγγραφείς την αργόσυρτη, μονότονη και βαρετή ζωή στην ισπανική επαρχία του ’50, έχοντας ως «οδηγό» τις προσωπικές της εμπειρίες από τη γενέτειρά της Σαλαμάνκα. Σπουδαιότερα έργα της, για την εποχή που εξετάζουμε, είναι η συλλογή διηγημάτων El balneario (1955) και το μυθιστόρημα Entre visillos (1957). Η συγγραφέας συνέχισε να δημιουργεί μέχρι το θάνατό της, στη Μαδρίτη το 2000, και μάλιστα όπως τονίζει ο Sanz Villanueva (1994: 118) κατόρθωσε με την πάροδο του χρόνου να δημιουργήσει ένα απολύτως προσωπικό, απλό και αποτελεσματικό τρόπο γραφής, διορθώνοντας αδυναμίες των πρώιμων έργων της.
Ο Χεσούς Φερνάντεθ Σάντος ξεχώρισε για τη λιτή γραφή του όπως αυτή αποτυπώνεται στο μυθιστόρημά του En la hoguera (1956) και τη συλλογή διηγημάτων Cabeza rapada (1958). Το σημαντικότερο, όμως, έργο του είναι το μυθιστόρημα Los bravos (1954) το οποίο αποτελεί «μια πιστή μαρτυρία των δύσκολων συνθηκών της ζωής των αγροτών εκείνης της εποχής, ιδωμένη μέσα από τη ματιά ενός συγγραφέα με έντονη κοινωνική συνείδηση», (García López, 2001: 754).
Η γεννημένη στη Βαρκελώνη Άνα Μαρία Ματούτε, «παράγει ένα πολύ προσωπικό έργο, στο οποίο κυριαρχούν γκρίζες και τραγικές πινελιές», (Pedraza Jiménez και Rodríguez Cáceres, 2000: 734). Ανάμεσα στα έργα της διακρίνουμε τα Fiesta al Noroeste (1953), Pequeño teatro (1954) και τη συλλογή διηγημάτων, με έντονο το βιωματικό στοιχείο από τον εμφύλιο πόλεμο, Los hijos muertos (1957).
Ο Ραφαέλ Σάντσεθ Φερλόσιο, έχει δημοσιεύσει ελάχιστα στη ζωή του, θεωρείται, παρ’ όλα αυτά, ως ο δημιουργός του σημαντικότερου έργου της γενιάς που μας απασχολεί, πρόκειται για το θρυλικό El Jarama (1956). Το μυθιστόρημα διηγείται την κυριακάτικη εκδρομή μιας παρέας νεαρών Μαδριλένιων στις όχθες του ποταμού Χαράμα. Συμβαίνουν κάποια μικρά, ασήμαντα θα έλεγε κανείς, περιστατικά ώσπου, προς το τέλος σχεδόν του βιβλίου, πνίγεται μια από τις κοπέλες της παρέας και οι υπόλοιποι επιστρέφουν μαλώνοντας για το ποιος θα ανακοινώσει το δυσάρεστο νέο στην οικογένεια της φίλης τους. Όλα μοιάζουν να κυλάνε αργά και δίχως κανένα ενδιαφέρον. Εκεί ακριβώς κρύβεται και το μεγαλείο του έργου. Δίκαια αναρωτιέται ο σημαντικός σύγχρονος Ισπανός συγγραφέας, Χούλιο Γιαμαθάρες (2002: 50): «Γιατί τέτοια βραδύτητα; Γιατί τέτοια πλήξη όταν κάλλιστα ο δημιουργός του θα μπορούσε, δεν του λείπανε άλλωστε οι ικανότητες, να γεμίσει το μυθιστόρημα με περιστατικά και ιστορίες μεγαλύτερης αφηγηματικής δύναμης;», για να δώσει αμέσως ο ίδιος την απάντηση: «Γιατί απλούστατα αυτό που ήθελε να μας διηγηθεί ο Φερλόσιο με το El Jarama ήταν το πόσο παράλογη ήταν η ζωή στην Ισπανία εκείνα τα χρόνια και πόσο βαρετή, και γι’ αυτό το λόγο δεν υπήρχε βέβαια τίποτα καλύτερο από το να γράψει ένα βαρετό μυθιστόρημα. Θέλω να πω: υπέροχα βαρετό». Άλλο έργο του Φερλόσιο είναι το μυθιστόρημα Industrias y andanzas de Alfanhuí[2] (1951).
Στα έργα των συγγραφέων της γενιάς του κοινωνικού ρεαλισμού, ο αναγνώστης δεν θα βρει ούτε ξέφρενη δράση, ούτε πρωτότυπες ιστορίες, ούτε περιττά στολίδια· θα βρει αντίθετα πολλή ευαισθησία, καυστικό χιούμορ και μια απλότητα που αφοπλίζει. Οι δημιουργοί αυτών των έργων έγραψαν σε μια δύσκολη εποχή, κάτω από αντίξοες συνθήκες, αλλά με απίστευτο πάθος και οικονομία λόγου, χαρακτηριστικά που κάνουν, ακόμα και σήμερα, τα έργα τους να διαβάζονται με μεγάλο ενδιαφέρον. Η ισπανική πεζογραφία της δεκαετίας του ’50 ξεκίνησε, σύμφωνα με τους ειδικούς, από μια «κυψέλη» και κατέληξε σε μια «εποχή σιωπής», στην πραγματικότητα, όμως, έγινε μάλλον το αντίθετο: άρχισε να γράφεται σε μια περίοδο –αρχές του ’50– βουβαμάρας και καταπίεσης και μεταλλάχτηκε σε κάτι διαφορετικό σε μια άλλη εποχή –αρχές του ’60– κατά την οποία ο κόσμος, εξαιτίας εν μέρει και των έργων στα οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως, είχε αρχίσει να ξεπερνά το φόβο και να σχηματίζει μικρές κυψέλες αντίστασης ενάντια στο καθεστώς και στην γκρίζα καθημερινότητά του.
Ολοκληρώνοντας θα ήταν αναγκαίο να ξεκαθαρίσουμε ότι η λογοτεχνική παραγωγή της γενιάς των ρεαλιστών και η πεζογραφία που γράφεται και εκδίδεται στην Ισπανία τη δεκαετία του ’50 δεν είναι, φυσικά, δύο έννοιες ταυτόσημες. Κατά τη διάρκεια της εν λόγω δεκαετίας, κατά την οποία «η ισπανική λογοτεχνία ανακτά το ρυθμό της, μετά από μια δεκαετή σχεδόν αγκύλωση», (Pedraza Jiménez και Rodríguez Cáceres, 1997: 354), που οφείλεται, βέβαια, στις πληγές του άφησε ο εμφύλιος πόλεμος, εκτός από τους συγγραφείς παλαιότερων λογοτεχνικών γενεών, πρωτοεμφανίζονται και δημιουργούν μια σειρά λογοτεχνών με διαφορετικά, τόσο μεταξύ τους όσο και ως προς τους δημιουργούς που εξετάσαμε, χαρακτηριστικά, όπως ο ιδιόμορφος Χουάν Γκαρθία Ορτελάνο (1928-1992) που ανήγαγε το συμπεριφορισμό σε λογοτεχνική μέθοδο, ο λυρικός και παραγνωρισμένος Χουλιάν Αγέστα (1919-1996) και το εκπληκτικό του μυθιστόρημα Helena o el mar del verano[3] (1952), ο σημαντικότατος Χουάν Γκοϊτισόλο (1931) και πολλοί άλλοι.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

·         BARROSO, Asunción y otros: Introducción a la literatura española a través de los textos (tomo IV), octava edición. Madrid, Istmo, 2000.
·         ΓΙΑΜΑΘΑΡΕΣ, Χούλιο: Η τέχνη του ψεύδεσθαι (μτφ. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος). Αθήνα, Instituto Cervantes, 2002.
·         GARCÍA DE CORTÁZAR, Fernando y GONZÁLEZ VESGA, José Manuel: Breve historia de España. Madrid, Alianza Editorial, 1994.
·         GARCÍA LÓPEZ, José: Historia de la literatura española (vigésima edición). Barcelona, Vicens Vives, 2001.
·         GIL CASADO, Pablo: La novela deshumanizada española (1958-1988). Barcelona, Anthropos, 1990.
·         GULLÓN, Ricardo: La novela española contemporánea. Madrid, Alianza Universidad, 1994.
·         PEDRAZA JIMÉNEZ, Felipe B. y RODRÍGUEZ CÁCERES, Milagros: Las épocas de la literatura española. Barcelona, Ariel, 1997.
·         PEDRAZA JIMÉNEZ, Felipe B. y RODRÍGUEZ CÁCERES, Milagros: Historia esencial de la literatura española e hispanoamericana. Madrid, EDAF, 2000.
·         SANZ VILLANUEVA, Santos: Historia de la literatura española 6/2 (quinta edición). Barcelona, Ariel, 1994.
                 

Μια αρχική μορφή του παρόντος κειμένου δημοσιεύτηκε το 2004 στο περιοδικό Η Λέξη, τεύχος 180, σελ. 370-375





[1] Στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 2005 με τον τίτλο Η καρδιά και άλλοι πικροί καρποί από τις εκδόσεις Ύψιλον σε ομαδική μετάφραση υπό το συντονισμό του Τάσου Δενέγρη.
[2] Στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 2007 με τον τίτλο Ο Αλφανουί: Πού περιπλανήθηκε και τι μηχανεύτηκε από τις εκδόσεις Λαγουδέρα σε ομαδική μετάφραση υπό το συντονισμό του Νίκου Πρατσίνη.
[3] Στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 2005 με τον τίτλο Ελένα ή η θάλασσα του καλοκαιριού από τις εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου σε μετάφραση Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015

Η μέθοδος για την καταστροφή ενός μεγάλου έρωτα, του Abdón Ubidia

Η μέθοδος για την καταστροφή ενός μεγάλου έρωτα

Κατάστρεψε, αν γίνεται, το πορτρέτο του.
Οβίδιος, Η τέχνη της λήθης

Φίλη, φίλε: αν είστε ερωτευμένος, είστε ανυπεράσπιστος. Η επίθεση προέρχεται από εσάς τον ίδιο. Εκ των έσω. Πιστέψτε μας: δεν θα μπορέσετε να αμυνθείτε. Ο κόσμος θα σας συντρίψει. Ο ερωτευμένος δεν υφίσταται. Έχει χάσει την ενότητά του. Έχει χάσει τα όριά του. Έχει διαλυθεί, έχει σκορπίσει στον αέρα. Δεν γνωρίζει πού αρχίζει και πού τελειώνει ο εαυτός του. Έχει πάψει να είναι υποκείμενο.
Ο έρωτας είναι μια διανοητική ασθένεια και εσείς είστε ασθενής. Διαπράττετε τρέλες και καμαρώνετε γι’ αυτές. Έχετε την αίσθηση ότι βρίσκεστε «εντός» και όχι «εκτός»: συμπέρασμα: αδυνατείτε να έχετε αντικειμενική γνώση των πραγμάτων. Συμπέρασμα: έχετε χάσει τον κόσμο όλο.
Ακούγεται οδυνηρό, αλλά ο μοναδικός τρόπος να τον ανακτήσετε είναι να καταφύγετε στο μίσος. Επειδή το μίσος είναι μια μορφή γνώσης. Το μίσος επιβάλλει αποστάσεις, βάζει όρια, καθορίζει. Δεν κάνει παραχωρήσεις. Εξωτερικεύει. Εκδιώκει από τις παθιασμένες ψυχές τα άπιαστα φαντάσματα και τα καθιστά αντικείμενα. Αντικειμενοποιεί.
Όταν είστε ερωτευμένος δεν είστε σε θέση να γνωρίζετε πού τελειώνει το εγώ σας και πού αρχίζει το εγώ του Άλλου. Αυτό σας υποχρεώνει να αγνοείτε τη ζοφερή αλληλουχία από στοιχεία που τα ερωτευμένα μάτια σας δεν θέλουν να βλέπουν: τα μικρά και μεγάλα ελαττώματα, τις ασχήμιες, τις ατέλειες. Εάν είστε ερωτευμένος, σε εσάς υφίσταται μόνο μια χρυσή αλληλουχία: η ομορφιά που πλάθετε με τη φαντασία σας και χρειάζεστε: το νερό που επινοείτε για τη δίψα σας. Γιατί πάντα ο ερωτευμένος ονειρεύεται τον έρωτά του. Πιστέψτε το: το μίσος είναι η αφύπνιση  από τον έρωτα.
Η συνταγή για να φτάσετε στο μίσος είναι μία: να σκεφτείτε τη ζοφερή αλληλουχία από αναμνήσεις που, παρά τη θέλησή σας, παρέμειναν στην καρδιά σας: όσα συγχωρήσατε, όσα παραβλέψατε: αναζητείστε στη μνήμη σας όλες τις ασχήμιες, τις χοντράδες, τις λιποψυχίες που μπορείτε να θυμηθείτε. Μην δείξετε έλεος. Είστε ένας δολοφόνος. Ένας άοκνος δολοφόνος. Σκοτώνετε έναν μεγάλο έρωτα. Και ένας δολοφόνος δεν μπορεί να δείχνει έλεος.
Τα υπόλοιπα τα αναλαμβάνει ο χρόνος. Μια μέρα, θα έχετε ανακτήσει την ενότητά σας. Θα έχετε πάλι ένα δικό σας σώμα. Μια δική σας συνείδηση. Διαύγεια πνεύματος. Μια θέση στον πραγματικό κόσμο. Θα είστε ικανός να διατυπώνετε απόψεις του τύπου: «Ο έρωτας πάντα είναι ναρκισσιστικός: ερωτεύεται κανείς τον εαυτό του μέσω του άλλου». Ή: «Κάθε πάθος είναι η συνάντηση δύο φαντασμάτων». Ή: «Όποιος ερωτεύεται, φαντασιώνεται και στολίζεται για τον άλλο, που επίσης φαντασιώνεται και στολίζεται για εκείνον». Ή: «Το πάθος είναι η παράλογη διέξοδος μιας  λογικής που ασφυκτιά».
Τη μέρα εκείνη, το μίσος και ο έρωτας θα έχουν αμοιβαία εκμηδενισθεί. Και εσείς θα είστε ο μοναδικός νικητής αυτής της μάχης. Ξαφνικά θα είστε «εκτός» και όχι «εντός». Θα είστε πάλι υποκείμενο. Θα έχετε ανακτήσει τον κόσμο.
Δεν θα μπορείτε να το πιστέψετε. Η ευτυχία της λογικής θα είναι δική σας. Και θα αποδεχτείτε την γαλήνια και πιστή αγάπη, ή ακόμα την πλήξη και τη μοναξιά, ως αποτελεσματικούς τρόπους για να αποφύγετε τον πόνο. Και το πάθος θα έχει δώσει τη θέση του στη σοφία. Και θα έρθουν οι μέρες. Και θα έρθουν οι λιακάδες και οι βροχές. Και θα έρθουν τα χρόνια. Και θα γεράσετε γλυκά. Και έτσι, αδυσώπητοι, οι όμορφοι αμμόλοφοι της ερήμου θα σβήσουν όλους τους αντικατοπτρισμούς.



Η συλλογική μετάφραση του παρόντος διηγήματος του συγγραφέα από τον Ισημερινό Αμπντόν Ουμπίδια είναι προϊόν εργαστηρίου μετάφρασης με τη συμμετοχή του συγγραφέα που διηύθυναν οι Νίκος Πρατσίνης και Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Πήραν μέρος οι: Ελένη Βότση, Χρυσάνθη Γιαννιά, Μάρω Γολικίδου, Μαρία Μελαδάκη, Ειρήνη Οικονόμου, Ελένη Οικονόμου, Αγγελική Παλασοπούλου, Μαρία Στρατηγάκου. Το εργαστήριο διοργανώθηκε στο ABANICO, στο πλαίσιο του 7ου Φεστιβάλ ΛΕΑ, στις 16 Ιουνίου 2015.


Δευτέρα 22 Ιουνίου 2015

Tiempo de agua, του Μιγκέλ Ά. Θαπάτα σε δύο μεταφράσεις των Νίκου Πρατσίνη και Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

.........
Tiempo de agua
.......
Tumbado sobre el colchón, oigo el primer borboteo del agua brotando desde puntos imprecisos en la unión de ciertas baldosas del suelo. Al inicial respingo (quién puede negar que los sonidos acuáticos generan siempre un movimiento de nuestras orejas, un átomo de memoria reptiliana) sucede siempre, al momento, un acomodo inmediato de mis músculos a la certeza de que nada se puede hacer ya.
.......
El nivel del agua sube, veloz en su bisbiseo. Hace flotar mis zapatillas como dos barquitos de tela, llega hasta el límite del colchón y anega pronto la mesita de noche. Deja naufragando un libro, mi reloj de cuarzo y la lamparita que se ahoga con una breve fiebre eléctrica. Asciende el agua con su urgencia incolora hasta mojar mi pijama, acariciar mi cuello y hacer flotar mis manos y mis pies. Yo no me resisto, entiendo que no se debe forzar lo que es inevitable, los bailes del azar.
.......
Mientras floto a ritmo pausado por la habitación inundada ya en una marea que se amista con el techo, siento la relajación propia del que no tiene responsabilidad alguna ante la fuerza irresistible de los fenómenos naturales. Nada puedo hacer, no, nada se me permite, anulado por este océano. Me dejo llevar por el tibio oleaje que desplaza como a medusas las sillas, una alfombra o las prendas de ropa que antes atestaban el perchero.
.......
Sólo cuando noto el límite de mis pulmones clamando oxígeno, advierto que no debo, no quiero morir: ahora tengo que preocuparme por algo más trascendente que cualquier problema cotidiano. Doy para ello un leve giro de pez (desganado casi, apenas una señal ligeramente convenida) y el paisaje marítimo de mi dormitorio comienza su rápida retirada hacia el suelo, recomponiéndose en un caos húmedo lo que antes flotaba amniótico, sonámbulo, hasta perderse nuevamente los últimos hilos de agua en su correspondiente resquicio de las baldosas.
........
De nuevo sobre la cama, empapado y a merced de mi voluntad, siento otra vez el peso de las responsabilidades, esos deberes cotidianos que le hacen a uno temer tanto como desear un naufragio pequeño, una inundación de juguete.
.......
Algo irreversible, a fin de cuentas.
...
....



Η ώρα του νερού, του Μιγκέλ Ά. Θαπάτα

Μετάφραση: Νίκος Πρατσίνης

Ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ακούω το πρώτο γουργουρητό του νερού που αναβλύζει από απροσδιόριστα σημεία εκεί όπου ενώνονται οι πλάκες του δαπέδου. Το πρώτο τίναγμα (ποιος μπορεί να αρνηθεί πως οι ήχοι του νερού προξενούν πάντοτε μια αναστάτωση στα αυτιά μας, στοιχείο που αποτελεί αμυδρή ανάμνηση από τον ερπετοειδή εγκέφαλο) διαδέχεται πάντα, ακαριαία, μια άμεση χαλάρωση των μυών μου με τη βεβαιότητα πως δεν μπορεί πια να γίνει τίποτα.
Το επίπεδο του νερού ψηλώνει γοργά, κελαρύζοντας. Κάνει τα αθλητικά μου παπούτσια να αρμενίζουν σα δυο πάνινες βαρκούλες, φτάνει στα όρια του στρώματος και σύντομα καλύπτει το κομοδίνο. Καταποντίζοντας ένα βιβλίο, ένα ρολόι χαλαζία που έχω, και το πορτατίφ, το οποίο βυθίζεται με έναν σύντομο και ηλεκτρισμένο πυρετικό παροξυσμό. Ανεβαίνει το νερό, άχρωμο μες στη βιάση του, κι έρχεται να μουσκέψει την πιτζάμα μου, να χαϊδέψει το λαιμό μου και να κάνει τα χέρια και τα πόδια μου να επιπλέουν. Κι εγώ δεν αντιστέκομαι, καταλαβαίνω πως δεν πρέπει να πολεμά κανείς να αλλάξει τα αναπόφευκτα, τα παιγνίδια της μοίρας.
          Κι ενώ αρμενίζω με ένα διακοπτόμενο ρυθμό στο πλημμυρισμένο δωμάτιο μέσα σε μια παλίρροια που έρχεται να ανταμώσει το ταβάνι, αισθάνομαι τη χαλαρότητα που χαρακτηρίζει κάποιον που δε φέρει καμιά ευθύνη απέναντι στην ακατανίκητη δύναμη των φυσικών φαινομένων. Όχι, δε μπορώ τίποτα να κάνω, τίποτα δε μου επιτρέπεται, έτσι που με έχει εκμηδενίσει αυτός ο ωκεανός. Αφήνομαι να με παρασύρει ο χλιαρός κυματισμός που μετατοπίζει σα να ήταν μέδουσες τις καρέκλες, ένα χαλί ή τα ρούχα που ήταν πριν στριμωγμένα στη ντουλάπα με τις κρεμάστρες.
Όταν διαπιστώνω πως οι πνεύμονές μου, στα όριά τους, ζητούν οξυγόνο, τότε μόνο αντιλαμβάνομαι πως δεν πρέπει, δε θέλω να πεθάνω: πρέπει τώρα να φροντίσω για κάτι που υπερβαίνει οποιοδήποτε πρόβλημα της καθημερινότητας. Για το λόγο αυτό κάνω ανάλαφρα μια στροφή σαν ψάρι (ανόρεχτα σχεδόν, ένα κάπως προσυμφωνημένο σήμα και τίποτα άλλο) και το θαλασσινό τοπίο του υπνοδωματίου μου αρχίζει να αποσύρεται γοργά μέχρι το δάπεδο, ενώ όσα πριν αρμένιζαν, ανασυντάσσονται για να σχηματίσουν ένα αμνιακό υγρό που κινείται σαν υπνοβάτης, μέχρι να χαθούν ξανά και τα τελευταία μικρά ρυάκια του νερού, το καθένα στη χαραμάδα του ανάμεσα στις πλάκες.
Ξανά στο κρεβάτι, μούσκεμα και στο έλεος της βούλησής μου, νιώθω για ακόμη μια φορά το φορτίο των ευθυνών, αυτών των καθημερινών πρέπει που τον κάνουν κάποιον να φοβάται όσο και να λαχταρά ένα μικρό ναυάγιο, μια πλημμύρα στις διαστάσεις παιδικού παιχνιδιού.
Κάτι μη αναστρέψιμο, σε τελική ανάλυση.





Η ώρα του νερού, του Μιγκέλ Ά. Θαπάτα

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

Ξαπλωμένος στο στρώμα, ακούω τον παφλασμό του νερού καθώς αρχίζει να ξεπηδά από αδιόρατα σημεία, ανάμεσα στα πλακάκια του πατώματος. Το αρχικό αλάφιασμα (ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι ο ήχος του νερού κάνει πάντα τα αφτιά μας να κινούνται, ένα μόριο μνήμης ερπετοειδούς) το διαδέχεται πάντα, αυτοστιγμεί, η άμεση προσαρμογή των μυών μου στη βεβαιότητα πως τίποτα δεν μπορεί να γίνει πλέον.
          Η στάθμη του νερού ανέρχεται βουίζοντας, με ταχύτητα. Κάνει τις παντόφλες μου να επιπλέουν σαν δυο πάνινες βαρκούλες, φτάνει μέχρι το ύψος του στρώματος και αμέσως μετά πλημμυρίζει το κομοδίνο. Αφήνει παντού ναυάγια: ένα βιβλίο, το quartz ρολόι μου, το πορτατίφ που βυθίζεται με έναν σύντομο ηλεκτρικό πυρετό. Ανεβαίνει το νερό με την άχρωμη βιασύνη του, μέχρι που μουσκεύει την πιζάμα μου, χαϊδεύει το λαιμό μου και κάνει τα χέρια και τα πόδια μου να επιπλέουν. Εγώ δεν προβάλλω αντίσταση. Αντιλαμβάνομαι ότι δεν πρέπει να πηγαίνει κανείς κόντρα στο αναπόφευκτο, στο χορό της μοίρας.
          Όση ώρα επιπλέω ήρεμα στο πλημμυρισμένο δωμάτιο, σε αυτή την παλίρροια που έχει πιάσει φιλία με το ταβάνι, νιώθω τη χαλάρωση από την απουσία κάθε ευθύνης μπροστά στην ακατανίκητη δύναμη των φυσικών φαινομένων. Τίποτα απολύτως δεν μπορώ να κάνω, τίποτα δεν μου επιτρέπεται, εκμηδενισμένος καθώς είμαι από αυτόν τον ωκεανό. Αφήνομαι στα χλιαρά κύματα που μετακινούν, σαν μέδουσες, τις καρέκλες, το χαλί ή τα ρούχα που πριν κατέκλυζαν τον καλόγερο.
          Μόνο όταν αισθάνομαι τα πνευμόνια μου να αναζητούν απεγνωσμένα οξυγόνο, αντιλαμβάνομαι ότι δεν πρέπει, ότι δεν θέλω να πεθάνω: τώρα χρειάζεται να νοιαστώ για κάτι που είναι πιο σημαντικό από οποιοδήποτε καθημερινό πρόβλημα. Γι’ αυτό κάνω έναν ελαφρύ ψαρίσιο ελιγμό (χωρίς κέφι σχεδόν, ίσα ίσα σαν αδιόρατο προσυμφωνημένο σημάδι) και το υδάτινο τοπίο του δωματίου μου αρχίζει να υποχωρεί γρήγορα προς το πάτωμα, ανασυνθέτοντας σε ένα υγρό χάος όλα όσα προηγουμένως επέπλεαν σαν υπνοβάτες σε αμνιακό υγρό, μέχρι να χαθούν εκ νέου οι τελευταίες ρανίδες νερού στις σχισμές από όπου είχαν ξεπηδήσει.
          Ξανά πάνω στο κρεβάτι, μούσκεμα και στο έλεος της θέλησής μου, νιώθω πάλι το βάρος από τις ευθύνες, από τις καθημερινές υποχρεώσεις που κάνουν τον καθένα να φοβάται τόσο ώστε να εύχεται ένα μικρό ναυάγιο, μια πλημμύρα-παιχνίδι.

          Κάτι μη αναστρέψιμο, τελοσπάντων.

Οι δύο μεταφράσεις του διηγήματος του Μιγκέλ Ά. Θαπάτα «συναγωνίστηκαν» στο 2ο εν Ελλάδι Translation Slam που έλαβε χώρα στην Αθήνα, στις 20 Ιουνίου 2015, στο πλαίσιο του 7ου Φεστιβάλ ΛΕΑ. Διαιτητής ήταν η μεταφράστρια Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη.  

Ο Μιγκέλ Ά. Θαπάτα (Γρανάδα, 1974) είναι συγγραφέας, λογοτεχνικός κριτικός και καθηγητής Γεωγραφίας και Ιστορίας στην Αυτοδιοικούμενη Περιφέρεια της Μαδρίτης. Έχει κερδίσει διάφορα βραβεία και έχει εκδώσει τρία βιβλία με διηγήματα και μικροδιηγήματα: Ternuras interrumpidas, Baúl de prodigios και Revelaciones y magias. Τα τελευταία του βιβλία είναι τα Esquina inferior del cuadro (Menoscuarto, 2011) και Las manos (Candaya, 2014).      

             

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

12 μικροδιηγήματα / 12 minicuentos

Τρεις λέξεις αναζητούν συγγραφείς
Ένα εργαστήριο – συζήτηση για το μικροδιήγημα


Όταν το 2010 διοργανώναμε, στις φιλόξενες αίθουσες του Abanico, το πρώτο εργαστήριο μετάφρασης μικροδιηγημάτων στην Ελλάδα, δεν γνωρίζαμε ότι μπαίναμε σε «μπελάδες». Το μικροδιήγημα γαντζώνεται επάνω σου, διεκδικεί την προσοχή σου, τη συνεχή ενασχόληση μαζί του. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι πρόκειται για το λογοτεχνικό είδος που αφήνει, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, στον αναγνώστη τη δυνατότητα να το πλάσει με τα ελάχιστα υλικά που του δίνει ο συγγραφέας. Αυτός είναι ο τρόπος του να σε κερδίζει για πάντα…
          Τότε, στο πρώτο εργαστήριο, είχαμε κάνει και ένα πείραμα δημιουργικής γραφής, βασιζόμενοι στις εμπειρίες που είχαμε αποκομίσει από τη μετάφραση 66 ισπανόφωνων μαέστρων του είδους. Και μας άρεσε. Τώρα, τέσσερα εργαστήρια και δύο βιβλία (Mini71cuentos και Βγάλε ένα φύλλο…) αργότερα, αποφασίσαμε να δοκιμάσουμε να μεταδώσουμε την αγάπη μας για το μικροδιήγημα σε ευρύτερο κοινό και να το εμπλέξουμε δημιουργικά. Και η ανταπόκριση ήταν μεγάλη. Μέσα σε λιγότερο από δύο εβδομάδες λάβαμε περί τα 70 μικροδιηγήματα, στα ελληνικά και στα ισπανικά, που μετέρχονται κάθε μέσο και τρόπο προκειμένου να σκαρώσουν μια σύντομη αφηγηματική ιστορία χρησιμοποιώντας υποχρεωτικά τις λέξεις πρίσμα, πλάτη, συνωμοσία. Με το που θα τελειώσει, επιτέλους, αυτή η εισαγωγή, θα διαβάσετε (μπορεί ήδη να το έχετε κάνει) αυτά που φάνηκαν πιο ενδιαφέροντα στην επιτροπή την οποία καλό θα ήταν να μην τη λάβετε (πολύ) σοβαρά υπόψη σας γιατί… αυθαιρετεί (όπως όλες οι επιτροπές). Αν και, αυτό πρέπει να της το αναγνωρίσουμε, πρόκειται για μια επιτροπή που δούλεψε σκληρά και δεν δέχθηκε να δωροδοκηθεί (δεν έγινε, άλλωστε, δυστυχώς για εκείνη, καμία τέτοια απόπειρα…).
          Την αποτελούν η Σεσίλια Μπεατρίς Εσκομπάρ, δεινή συγγραφέας και οικονομολόγος από το Ελ Σαλβαδόρ, η Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη, μια από τις πιο δραστήριες μεταφράστριες που έχουμε, και ο    

Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Καθηγητής – Μεταφραστής   


Στα ισπανικά

Bajo el prisma de Monterroso
Cuando despertó, la conspiración que se tejió detrás de su espalda todavía estaba allí.

Ángel de Campos


Palabras inocentes
- He fallado el examen, dijo Leda, confundí el prisma con la pirámide.
- Bueno, no es para tanto, hija, tranquila.
Ella le dio la espalda y salió de la habitación llorando, mientras él se quedó preguntándose según qué conspiración siempre ganan las miradas erróneas.

Αλεξάνδρα Γκολφινοπούλου


Conspiración entre líneas
Buscando la manera de burlar a la organización, plagiando, controlando a vista de prismáticos el vaivén de minicuentistas y la entrega de microrrelatos, el escritor comprendió que el esperado espaldarazo a su carrera literaria en verdad sería cuestión de no salirse mucho del guión.

Eduardo Lucena


Cuéntame un cuento y verás qué contento
Secuestro de madrugada. Se perdieron en su prisma deshecho de intenciones. Conspiración del cielo. La lluvia los condujo hacia el desenfreno. El miedo cambió de sujeto. Simplemente ha pasado, dijo él. Le dio la espalda. Colorín colorado.

Cristina Ocete


Στα ελληνικά

Αποτυχία!
Η τύχη τού είχε γυρίσει την πλάτη. Από όποιο πρίσμα κι αν το έβλεπε κανείς, η συνωμοσία κατά του μικροδιηγήματος είχε πετύχει.

Σταύρος Χατζής


Οιωνός
Ο καλύτερος θάνατος είναι ο απροσδόκητος. Ήταν άραγε προφητικά τα λόγια του Ιούλιου Καίσαρα; Μια μέρα μετά, οι συγκλητικοί μαχαιρώνουν το πενηντάχρονο σώμα του. Ένα φονικό πρίσμα από μαχαίρια αντανακλά το φως γύρω του. Μια συνωμοσία, το σκοτάδι στα μάτια του Ιούλιου και η πλάτη του Βρούτου καθώς απομακρύνεται.

Κατερίνα Ρεΐσογλου



Η συνωμοσία της αφαίμαξης
Φόρεσε τα γυαλιά με το ειδικό πρίσμα κατά του φωτός της ημέρας, άπλωσε προσεκτικά το θαυματουργό αντηλιακό στα χέρια, τους ώμους και τη γυμνή πλάτη της και βγήκε στην ηλιόλουστη παραλία για κυνήγι. Όλοι έχουν μια θέση στον ήλιο, σκέφτηκε, και ένιωσε τους κυνόδοντες να μεγαλώνουν. 

Ανδρέας Σπύρου 


Παράλληλο σύμπαν
«Επιμένω. Ήταν συνωμοσία του γιου και της κόρης μου. Μόλις κοιμήθηκα μ’ έφεραν στο Λουτράκι. Θέλω να πάω σπίτι μου».
«2ο ανοϊκό στάδιο», είπε ο γιατρός στα παιδιά της χαμηλόφωνα, με την πλάτη γυρισμένη σ’ εκείνη. «Υπό αυτό το πρίσμα, καλόν θα ήταν να πηγαίνετε με τα νερά της».

Τchoukie McCoy


Συμπαντική συνωμοσία
Την είδε ξαφνικά μπροστά του. Ένιωσε την ανάσα του να κόβεται, στηρίχτηκε ασυναίσθητα με την πλάτη σε μια βιτρίνα, μα το τζάμι υποχώρησε και κοφτερά γυαλιά έπεσαν πάνω του, ανακλώντας τη μορφή της σαν πορφυρό πρίσμα. Δεν εννοούσε αυτό όταν ευχόταν να μην την ξαναδεί.

Αρμόδιος Διαμαντής

  
Απώλεια
Όλοι οι φίλοι, σαν νάταν συνεργοί μιας συνωμοσίας, του έλεγαν να δει την ζωή υπό νέο πρίσμα. Είχε κρατήσει μόνο το σάλι της, εκείνο που έριχνε στην πλάτη όταν έσβηνε το καλοριφέρ. Το τύλιξε γύρω του και ξάπλωσε στο κρεβάτι τους. Ανατρίχιασε.
Ακόμα ν’ ανάψει το καλοριφέρ.

Ματθίλδη Σιμχά


Κακή συνεννόηση
Όταν ο Άτλαντας ξύπνησε εκείνο το πρωί, κουβαλούσε στην πλάτη του το βάρος όλου του κόσμου. «Δεν μπορεί», νόμιζε πως μονολόγησε. «Κάποιο λάθος θα έγινε. Μάλλον έπεσα θύμα συνομωσίας. Όταν είπα στον Δία να δούμε την κατάσταση υπό άλλο πρίσμα, δεν είχα αυτό στο μυαλό μου».

Ελένη Γκόγκου


Το κίτρινο μυστικό ταπεράκι
Η συνομωσία της υπογλυκαιμίας και της υπνηλίας του απογεύματος την οδήγησε αυτή τη φορά στο ψυγείο. Κοίταξε το περιφρονημένο ταπεράκι υπό νέο πρίσμα και, με πρωτόγνωρη σιγουριά, γύρισε την πλάτη της στη φωτογραφία της υπέρκομψης μητέρας της.

Σταυρούλα Μαρδάκη

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

Ενημερωτική Παρουσίαση Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών / Presentación informativa de Máster Universitario



Το Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ και το Ινστιτούτο Θερβάντες της Αθήνας σας προσκαλούν στην:

Ενημερωτική Παρουσίαση του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών «Μετάφραση, επικοινωνία και εκδοτικός χώρος»
ΑΠΘ, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας


Γλώσσες εργασίας Ισπανικά ή Ιταλικά

 

Αν μιλάτε ισπανικά ή/και ιταλικά και σας ενδιαφέρει η μετάφραση κειμένων από τη Λογοτεχνία, την Τέχνη ή τις Επιστήμες του Ανθρώπου, ελάτε να μάθετε όλα όσα σας προσφέρει η φοίτηση στο ΠΜΣ «Μετάφραση, επικοινωνία και εκδοτικός χώρος».

Ειδικό πρόγραμμα σπουδών για όσες και όσους δεν κατοικούν στη Θεσσαλονίκη.

Για όσους μεταφράζουν ή θέλουν να μάθουν να μεταφράζουν και επιθυμούν να διαμορφώσουν ένα σύγχρονο μεταφραστικό προφίλ


Ινστιτούτο Θερβάντες, Τρίτη, 23 Ιουνίου 2015, στις 19.00
Αίθουσα Εκδηλώσεων Ινστιτούτου Θερβάντες, Μητροπόλεως 23. Αθήνα. Είσοδος ελεύθερη.


Κωνσταντίνος Παλαιολόγος – Ελένη Κασάπη
Μεταφραστές – Μεταφρασεολόγοι


>.<>.<>.<>.<

El Departamento de Filología Italiana de la Universidad Aristóteles de Salónica y el Instituto Cervantes de Atenas les invitan a la:

Presentación informativa del Máster Universitario: “Traducción, comunicación y mundo editorial”
AUTH, Facultad de Filosofía y Letras, Departamento de Filología Italiana


Lenguas de trabajo español o italiano




Si usted habla español o/e italiano y le interesa la traducción de textos literarios, artísticos o humanísticos, venga a informarse acerca de las posibilidades que le ofrecen los estudios en el Máster Universitario “Traducción, comunicación y mundo editorial”.

Programa de estudios especial para aquellas y aquellos que no viven en Salónica.

Para los que traducen o quieren aprender a traducir y desean formar un moderno perfil traductológico

Instituto Cervantes de Atenas
Martes, 23 de junio de 2015, a las 19.00h
Salón de actos del Instituto Cervantes de Atenas. Mitropóleos 23, Atenas. Entrada libre.


Κonstantinos Paleologos Εleni Kasapi

Traductores – Traductólogos