Παρασκευή 27 Μαρτίου 2015

Βιβλιοκριτική της Λίλυ Εξαρχοπούλου για το Ρετόρνο 201 του Guillermo Arriaga

Το φαίνεσθαι και το είναι


Ο Γκιγέρμο Αριάγα είναι γνωστός σ' ένα ευρύτερο κοινό από τα σενάρια των ταινιών 21 γραμμάρια, Οι τρεις ταφές του Μελκιάδες Εστράδα και Βαβέλ. Ο ίδιος, παρότι σκοπεύει να ασχοληθεί με τη σκηνοθεσία, θεωρεί τον εαυτό του κυρίως μυθιστοριογράφο. Στο παρόν βιβλίο, όμως, μας συστήνεται ο διηγηματογράφος Αριάγα, με διηγήματα εξίσου εξαιρετικά όσο οι επιτυχέστερες σεναριακά ταινίες του.
Το Ρετόρνο 201 (όνομα δρόμου) είναι προϊόν άρτιας μετάφρασης του μεταπτυχιακού τμήματος «Λογοτεχνικής Μετάφρασης» του Πανεπιστημίου Αθηνών· συμμετείχαν οι Ξένια Κακάκη, Ιρις Καραγιάννη, Μαρία Βερονίκη Μπούγαλη, Μυρσίνη Πάρσαλη, Εύη Στάθη και η επιμέλεια ανήκει στον καθηγητή τους Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Ο συγγραφέας συνδέει εδώ μια σειρά διηγημάτων, που είχε γράψει κατά κύριο λόγο το 1984, αλλά εξέδωσε το 2003, με έναν από τους σημερινούς δημοφιλείς τρόπους: οι ήρωές του κατοικούν στην οδό Ρετόρνο 201. Οι ήρωες αυτοί, κάτοικοι μιας συγκεκριμένης περιοχής της Πόλης του Μεξικού, έχουν κάτι από τους ήρωες πολλών λατινοαμερικανών συγγραφέων, αλλά μοιράζονται μαζί με μας και τον υπόλοιπο κόσμο συναισθήματα χαράς, λύπης, κακίας, μίσους, βιαιότητας. Με ξεψαχνισμένη, στακάτη γλώσσα, που κατά διαστήματα συγγενεύει με το βορειοαμερικανικό βρόμικο ρεαλισμό της δεκαετίας του '80 -της εποχής που γράφτηκαν- αλλά και έναν εσώτερο λυρισμό, ο Αριάγα καταφέρνει μέσα από ολιγοσέλιδα διηγήματα να μεταφέρει έντονα την ψυχοσύνθεση διαφορετικών ηρώων.
Η αφηγηματική τεχνική του είναι ιδιαίτερα περίπλοκη και επιτυχημένη. Μπορεί μια ιστορία να ξεκινά ως αφήγηση πρώτου προσώπου, αλλά σύντομα μετατρέπεται, ακόμη και μέσα στην ίδια παράγραφο, σε τρίτου προσώπου ή και αντίστροφα. Συχνά η κύρια διήγηση διακόπτεται από μικρές «μετέωρες» παραγράφους, που μόνο σταδιακά αποκαλύπτεται η προέλευσή τους. Ο υπότιτλος «13+1 διηγήματα» δικαιώνεται από το μονοσέλιδο διήγημα «Ροχέλιο», το οποίο αναπαράγεται και στον ιστότοπο του περιοδικού «Πλανόδιον»· εκεί θα βρείτε και την οπτικοποίησή του με την αφιέρωση «...σε όλους τους πεθαμένους του κόσμου, που δεν θα έπρεπε να είχαν πεθάνει». Στη χαρακτηριστική ιστορία, η οδύνη και το χιούμορ διαγκωνίζονται σ' έναν αγώνα που καταλήγει ισόπαλος.
Συχνά οι ιστορίες είναι άκρως οδυνηρές, με πρώτη και καλύτερη τη «Λίλι», που ανοίγει τη συλλογή. Ο αρχικός αφηγητής, πατέρας δύο αγοριών, ξεκινά την ιστορία με τα εξής παράλογα (;) λόγια: «Αυτά τη σκότωσαν... Δεν φταίνε αυτά... Είναι ακόμη παιδιά. Είναι αθώα... είναι τα παιδιά μου...» Η ιστορία, τρομακτική, αφού αφορά έναν φόνο που είναι γνωστός από την αρχή και εξελίσσεται μέσα από διαφορετικές οπτικές, που συχνά συγκατοικούν στην ίδια παράγραφο. Το τραγικό τέλος αφήνει τον αναγνώστη σοκαρισμένο, να αναρωτιέται εάν μπορούσε να αποφευχθεί αυτή η κατάσταση και κατά πόσο οφείλεται στην κακία των ίδιων των παιδιών ή στην παραμέληση των γονιών.
«Ο ανίκητος», που ακολουθεί, είναι ακόμη μια εξαιρετικά δυνατή ιστορία. Ξεκινά με κοφτή κινηματογραφική γραφή, που διακόπτεται από διαλόγους νεαρών που συναπαρτίζουν μια παρέα ή, καλύτερα, συμμορία -με την έννοια των παραβατικών πράξεων. Ηγέτης της παρέας δείχνει να είναι κάποιος πιο αυταρχικός και πιο έξυπνος από τα άλλα παιδιά. Το κείμενο χωρίζεται σε υποκεφάλαια, τα οποία επιγράφονται «Ο Βίκινγκ» ή «Ο πόντικας» και κάποια στιγμή ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο! Επιπλέον, το όνομά του, Σεχισμούντο, θυμίζει -διαολεμένα για να είναι σύμπτωση- τον ήρωα του ισπανού δραματουργού Καλδερόν στο «Η ζωή είναι όνειρο». Κι εδώ, όπως και στο θεατρικό, οι αντανακλάσεις της αλήθειας φαίνονται (ή και αποδεικνύονται) πειστικότερες από την ίδια.
Καθένα από τα διηγήματα του Αριάγα χρήζει εμπεριστατωμένης ανάλυσης, την οποία ο παρών χώρος δεν επιτρέπει. Συγκλονιστικό είναι «Το σκοτάδι», όπου το μίσος παίρνει τη θέση της αγάπης μετά την ξαφνική αναπηρία ενός εκ των δύο συντρόφων του ζευγαριού. Ανατρεπτικό το «Ζήτημα τιμής» όπου ο μαθητής απαντά στην ερώτηση της δασκάλας ότι ο αγαπημένος του ήρωας, το πρότυπό του, είναι ο Ερνάν Κορτές, ο κατακτητής. Συγκινητικό το «195», που αναφέρεται στις 195 ημέρες κύησης ενός εμβρύου που «εκτελείται» πριν από τη γέννα. Ακρως μελαγχολικό το «Πολύχρωμα στίγματα», όπου το ασήμαντο αντιδιαστέλλεται με το σημαντικό.
Μεταξύ των διηγημάτων υπάρχουν και κάποια που αφορούν ένα γιατρό, τον Ντελ Ρίο, που κατοικεί στη Ρετόρνο 201, και τους φίλους του... Η ιστορία της παρέας ξεκινά από το διήγημα «Νέα Ορλεάνη» και απλώνεται στο «Η μπλε νύχτα» και στο «Σε νόμιμη άμυνα». Πέρα από τον ξεχωριστό χαρακτήρα των τριών ιστοριών και την ελαφρά υπεροχή της πρώτης, που αφηγείται τη δυνατότητα να προδώσει τον πιο παλιό και πεπειραμένο ναυτικό, ο χαρακτήρας του γιατρού αναπτύσσεται σταδιακά. Στην πρώτη ιστορία αποκαλύπτεται η ξενοφοβική αντίδραση του μικροαστού ενώπιον κάποιου «ξένου» στη γειτονιά, στη δεύτερη μαθαίνουμε τη διεφθαρμένη φύση του, που χρηματίζεται και ασκεί παράνομες, χασάπικες εκτρώσεις, και στην τρίτη αντιλαμβανόμαστε την αμετάκλητη κακία του, καθώς δεν αρνείται απλώς να βοηθήσει να σωθεί ένας άνθρωπος, αλλά προτρέπει και άλλους στην παρανομία. Ο γιατρός του Αριάγα στέκεται στον αντίποδα πολλών καλών γιατρών που συνωστίζονται στις σελίδες της λογοτεχνίας.
Τα διηγήματα του Ρετόρνο 201 αφιερώνονται σε προσφιλή πρόσωπα του συγγραφέα, πρότυπά του και μεξικανούς συγγραφείς, συνιστούν δε ένα απολαυστικό βιβλίο, που σχεδόν αρκεί να αποτελέσει την ύλη του όποιου τμήματος δημιουργικής γραφής. *

Guillermo Arriaga
ΡΕΤΟΡΝΟ 201
επιμ.- μτφρ.: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος,

Εκδόσεις Πάπυρος, σελ. 229

H εν λόγω κριτική δημοσιεύτηκε στο ένθετο "Βιβλιοθήκη" της Ελευθεροτυπίας στις 3 Σεπτεμβρίου του 2011.

Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

Αλμπέρτ Γκαρσία Ελένα (Albert García Elena)


Ἡ με­τα­μόρ­φω­ση
(La metamorfosis)

Ξυ­πνών­τας ἕ­να πρω­ὶ ὁ Γκρεγ­κὸρ Σάμ­σα, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ ἕ­να ἀ­νή­συ­χο ὕ­πνο, βρέ­θη­κε στὸ κρε­βά­τι του με­τα­μορ­φω­μέ­νος σὲ τε­ρα­τῶ­δες ἔν­το­μο. Μό­λις ἀν­τι­λή­φθη­κε ὅ­τι εἶ­χε φτε­ρά, δὲν τὸ σκέ­φτη­κε πο­λύ, καὶ χω­ρὶς κα­θυ­στέ­ρη­ση ἔ­φυ­γε γιὰ τὴ δου­λειὰ πε­τών­τας ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο, πη­δών­τας πά­νω ἀ­πὸ τὰ φα­νά­ρια καὶ τὴ Ρόν­τα Λι­το­ράλ. Οἱ προ­ϊ­στά­με­νοί του ἐ­ξε­πλά­γη­σαν τό­σο εὐ­χά­ρι­στα ἀ­πὸ τὴ συ­νέ­πειά του, ὥ­στε τὸν ἀ­να­κή­ρυ­ξα­ν Ὑ­πάλ­λη­λο τοῦ Μή­να, σὲ ἐ­πί­ση­μη τε­λε­τὴ —πα­ρου­σί­ᾳ ὅ­λης τῆς οἰ­κο­γέ­νειάς του καὶ ση­μαν­τι­κῶν ἐκ­προ­σώ­πων τῆς οἰ­κο­νο­μι­κῆς καὶ πο­λι­τι­στι­κῆς ζω­ῆς τῆς πό­λης— στὴν ὁ­ποί­α ὁ Πρό­ε­δρος αὐ­το­προ­σώ­πως τοῦ καρ­φί­τσω­σε τὸ σῆ­μα τῆς ἑ­ται­ρεί­ας στὸ μέ­σο τοῦ θώ­ρα­κα, γε­γο­νὸς ποὺ τοῦ προ­κά­λε­σε τὸν ἀ­κα­ρια­ῖο θά­να­το καὶ τὸν προ­ε­τοί­μα­σε στὴν ἐν­τέ­λεια γιὰ νὰ ἐ­κτε­θεῖ σὲ κά­σα μὲ γυ­ά­λι­νο σκέ­πα­σμα, ποὺ μπο­ρεῖ νὰ ἐ­πι­σκε­φτεῖ κα­νείς, ὅ­πως ὅ­λοι οἱ συλ­λέ­κτες γνω­ρί­ζουν, ἀ­πὸ τὶς ἐν­νέ­α ὣς τὶς πέν­τε τὸ ἀ­πό­γευ­μα, Δευ­τέ­ρα ἕ­ως Πα­ρα­σκευ­ὴ καὶ τὸ πρῶ­το Σάβ­βα­το κά­θε μή­να, στὴν κύ­ρια εἴ­σο­δο τῆς ἑ­ται­ρεί­ας. Μει­ω­μέ­νες τι­μὲς γιὰ γκρούπ.



Albert García Elena γεν­νή­θη­κε στὴ Βαρ­κε­λώ­νη. Γρά­φει δι­η­γή­μα­τα στὰ ἰ­σπα­νι­κὰ καὶ τὰ κα­τα­λα­νι­κά.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ Ἰ­σπα­νι­κά:

Ἀ­πὸ τὰ σε­μι­νά­ρια λο­γο­τε­χνι­κῆς με­τά­φρα­σης τοῦ ἱ­σπα­νι­κοῦ τμή­μα­τος τοῦ Ε­ΚΕ­ΜΕΛ κα­τὰ τὸ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὸ ἔ­τος 2009-2010. Συμ­με­τεῖ­χαν οἱ Κα­τε­ρί­να Κα­ρα­γε­ώρ­γου, Δή­μη­τρα Λαμ­πρί­δου, Εἰ­ρή­νη Μαυ­ρο­μά­ρα, Μα­ρί­α-Ἑ­λέ­νη Φλέσ­σα, Μαν­τὼ Χρή­στου, ὑ­πὸ τὴν ἐ­πο­πτεί­α τοῦ δι­δά­σκον­τα Κων­σταν­τί­νου Πα­λαι­ο­λό­γου.

Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

Βιβλιοκριτική της Μάγιας Στάγκαλη για τα Τυφλά ηλιοτρόπια του Alberto Méndez

Στο πεδίο του πένθους, με φόντο τον ισπανικό εμφύλιο
 

ALBERTO MÉNDEZ, Τα Τυφλά Ηλιοτρόπια, μτφρ. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Εκδόσεις Πάπυρος, σελ. 200

 Τα Τυφλά Ηλιοτρόπια του Alberto Méndez (1941) είναι το μοναδικό έργο του ισπανού συγγραφέα, ο οποίος πέθανε λίγο μετά την ολοκλήρωση του βιβλίου του το 2004. Το κείμενο με θέμα τις συνέπειες του ισπανικού εμφυλίου έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από κοινό και κριτική, και ο συγγραφέας τιμήθηκε μετά θάνατον με το εθνικό βραβείο πεζογραφίας.
Ο Méndez σπούδασε φιλοσοφία και φιλολογία, ήταν ενεργό μέλος του κομμουνιστικού κόμματος και ιδρυτής του εκδοτικού οίκου Ciencia Nueva. Εμβληματική φυσιογνωμία της ισπανικής διανόησης, άνθρωπος που υπέστη διωγμούς από το καθεστώς του Φράνκο, Ο Méndez ολοκλήρωσε την πνευματική του πορεία και έφυγε από τη ζωή με ένα στοχαστικό έργο, σπαραχτικού λόγου, για τον εμφύλιο, το θάνατο, την απουσία...
Το βιβλίο αποτελείται από τέσσερις ιστορίες, συνδεδεμένες επιδέξια μεταξύ τους, που αποτυπώνουν - μακριά από μανιχαϊσμούς - τη θλίψη και το αίσθημα απώλειας νικητών και ηττημένων. Τέσσερις ιστορίες, τέσσερις ήττες. Ο τίτλος της κάθε ιστορίας δίνει τόσο το χρονικό της πλαίσιο όσο και το ψυχικό στίγμα των ηρώων της. Πρώτη ήττα: 1939 ή αν η καρδιά σκεφτόταν, θα έπαυε να χτυπά.
Το βιβλίο αρχίζει με έναν λοχαγό του φρανκικού στρατού να παραδίδεται στους δημοκρατικούς μια μέρα πριν την ήττα τους, αφήνοντας έτσι κατάπληκτους τόσο τους δικούς του όσο και τους αντιπάλους του. Χωρίς να προσχωρήσει στις τάξεις του εχθρού, αρνείται να συμμεριστεί τη νίκη των δικών του. Στην αντίληψή του, παραδίδεται χωρίς να λιποτακτήσει: «και αυτός τι κάνει εδώ; Είναι λιποτάκτης, απάντησε ένας στρατιώτης. Είμαι ένας παραδομένος, διόρθωσε ο Αλεγκρία» (σελ. 25).
Όταν πέφτει η Μαδρίτη και συλλαμβάνεται ως λιποτάκτης, στη δίκη του ερωτηθείς για τους λόγους της προδοσίας του αρχίζει να απαριθμεί νίκες του εθνικού στρατού. «Ερωτηθείς σχετικά με το αν αποτελούν τα ένδοξα κατορθώματα του Εθνικού Στρατού το λόγο για τον οποίο προδίδει την Πατρίδα, απαντά πως όχι, πως ο πραγματικός λόγος είναι επειδή δεν θελήσαμε τότε να κερδίσουμε τον πόλεμο κατά του Λαϊκού Μετώπου. Ερωτηθείς αν όντως δεν θέλαμε να κερδίσουμε την Ένδοξη Σταυροφορία, τότε τι θέλαμε, ο κατηγορούμενος απαντά: θέλαμε να τους σκοτώσουμε» (σελ. 38). Ο Αλεγκρία αρνείται τη νίκη-ήττα του πολιτισμού, καταδικάζεται σε θάνατο, για να ανασυρθεί από έναν ομαδικό τάφο. Αποσπασμένος και από τη ζωή και από το θάνατο έχει σωθεί σε ένα τοπίο οριστικής ερήμωσης.
Δεύτερη ήττα: 1940 ή το χειρόγραφο που βρέθηκε στη λησμονιά. Στη δεύτερη ιστορία διαβάζουμε ένα ημερολόγιο. Συγγραφέας του ένα αγόρι δεκαοκτώ χρονών. Με το φόβο ότι θα τον σκοτώσουν οι νικητές, αποφασίζει με τη φίλη του, δεκαέξι χρονών έγκυο, να περάσουν τα σύνορα της Γαλλίας. Στο ταξίδι το κορίτσι πεθαίνει στον τοκετό. Εκείνος εγκαταλείπεται στη θλίψη, και χαμένος στα χιόνια, σε μια καλύβα στα βουνά μαζί με το μωρό, περιμένει να πεθάνουν. «Δίχως την Ελένα δεν θέλω πλέον να φτάσω στο τέλος του δρόμου. Δίχως την Ελένα δεν υπάρχει πλέον δρόμος. Πως διορθώνεται το λάθος του να είσαι ζωντανός;» (σελ. 55). Ο συγγραφέας μας δίνει μια καταγραφή ακραίου πόνου που αποδομεί τη σχέση με την πραγματικότητα και τη μετατρέπει σε κάτι που βρίσκεται πέρα από οτιδήποτε αναγνωρίσιμο.
Τρίτη ήττα: 1941 ή η γλώσσα των νεκρών. Εδώ ήρωας είναι ένας φυλακισμένος καθηγητής τσέλου που περιμένει την εκτέλεση του. Η ζωή του παίρνει παράταση όταν, κατά τη διεξαγωγή της δίκης του, αποκαλύπτεται ότι γνώρισε το γιο του συνταγματάρχη δικαστή του, ως αιχμάλωτο, πριν τον εκτελέσουν οι δημοκρατικοί για δραστηριότητες του κοινού ποινικού δικαίου. Αρχικά ως πράξη συμπόνιας προς τη μητέρα του νεκρού και στη συνέχεια για λόγους επιβίωσης, θα κρύψει την αλήθεια και θα παρουσιάσει το παιδί τους ως ήρωα του εθνικού στρατού και έτσι θα παρατείνει τη ζωή του από μέρα σε μέρα με τις φανταστικές διηγήσεις του. Βυθισμένος στη δυστυχία και τον παραλογισμό, ο ήρωας έρχεται αντιμέτωπος με την ευτέλεια της ανθρώπινης ύπαρξης και την θλιβερή της ικανότητα για προσαρμογή. «Ο Χουάν τρομοκρατήθηκε, όταν σκέφτηκε ότι αν μας έθαβαν ζωντανούς στον τάφο, στο τέλος θα καταλήγαμε να αγαπήσουμε τα σκουλήκια» (σελ. 127). Μέσα στην αθλιότητα της φυλακής, απόπειρα ψυχικής διάσωσης αποτελούν τα γράμματα προς τον αδελφό του, η στοργή για έναν συγκρατούμενο του -σχεδόν παιδί- και η επινόηση μιας γλώσσας: πρόκειται για ιδιόλεκτο τρυφερότητας και νοσταλγίας. Στο έσχατο σημείο του κόσμου, ένας λυπημένος άνθρωπος προσπαθεί να σωθεί με τις λέξεις. Μάταια.
Η τελευταία ιστορία, με τίτλο Τέταρτη ήττα: 1942 ή τα τυφλά ηλιοτρόπια, είναι το χρονικό ενός δράματος μέσα από δύο διαφορετικές οπτικές γωνίες, του θύτη και του θύματος. Δύο παράλληλες αφηγήσεις, ενός παπά, πρώην στρατιώτη του εθνικού στρατού, δασκάλου σε ένα δημοτικό σχολείο, και του μαθητή του. Τέσσερα πρόσωπα και ένα μυστικό του οποίου το βάρος καλείται να φέρει, και ένα επτάχρονο αγόρι: «από όλες τις αναμνήσεις όμως αυτή που ξεχωρίζει περισσότερο είναι το γεγονός ότι είχα ένα πατέρα που κρυβόταν σε μια ντουλάπα» (σελ. 146).
Ο ιερωμένος ερωτεύεται τη μητέρα του μικρού μαθητή του, πιστεύει ότι είναι χήρα και την πολιορκεί. Η εμμονή τού φωτισμένου αυτού ανθρώπου βυθίζει στο σκοτάδι την ήδη τραυματισμένη οικογένεια και στον ίδιο αποκαλύπτει την παραμόρφωση της πραγματικότητας: την άλλη όψη της νίκης του.
Το βιβλίο του Méndez εξελίσσεται από θλίψη σε θλίψη. Οι τέσσερις ιστορίες του συγκροτούν ένα ποίημα-απολογισμό της καταστροφής. Με τους χαμένους του ήρωες, νικητές και ηττημένους, μας διδάσκει ότι η τραγωδία μπορεί να αποκτήσει φωνή μόνο στο πεδίο του πένθους και της αποδοχής του ανεπανόρθωτου. Κάθαρση δεν σημαίνει απαλλαγή από την οδύνη μέσω της λήθης. Ίσως ο μόνος δρόμος για συνέχεια μετά το ρήγμα είναι η μνήμη. Η ενσωμάτωση της θλίψης και της οριστικής απουσίας, ως συστατικό στοιχείο της νέας συνθήκης, στην οποία το τραγικό μεταλλάσσει την πραγματικότητα. Δεν υπάρχει επιταγή συμφιλίωσης, λύση, ούτε αποκατάσταση, υπάρχει όμως, ως δυνατότητα, ο δρόμος της αποδοχής του τραγικού, και όπου αυτός οδηγεί μέσα στην Ιστορία.

ΑΥΓΗ 11/09/2011


Παρασκευή 13 Μαρτίου 2015

MICRORRELATO DE ÓSCAR SIPÁN / ΜΙΚΡΟΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΟΣΚΑΡ ΣΙΠΑΝ

Góndola

Enfrascado en sus pensamientos el gondolero veneciano avistó las costas de Tahití.

Γόνδολα

Απορροφημένος στις σκέψεις του ο βενετσιάνος γονδολιέρης αντίκρισε τις ακτές της Ταϊτής.


                                                                                                                                           μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος


Ο Όσκαρ Σιπάν γεννήθηκε στην Ουέσκα το 1974. Είναι αυτοδίδακτος συγγραφέας. Εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, Rompiendo corazones con los dientes, το 1998. Έχει εκδώσει επίσης τα μυθιστορήματα Pólvora mojada (2003) και Leyendario. Monstruos de agua (2004).


Τρίτη 10 Μαρτίου 2015

Εργαστήριο συλλογικής λογοτεχνικής μετάφρασης στη Θεσσαλονίκη

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ
ΙΣΠΑΝΙΚΑ – ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΑ - ΙΣΠΑΝΙΚΑ

Το Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ και η Ισπανο-Ελληνική Ένωση Θεσσαλονίκης, διοργανώνουν, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, εργαστήριο συλλογικής λογοτεχνικής μετάφρασης προς δύο κατευθύνσεις: από τα Ισπανικά στα Ελληνικά και από τα Ελληνικά στα Ισπανικά. Στο πλαίσιο του εργαστηρίου θα μεταφραστούν στα Ισπανικά διηγήματα των Αντώνη Σουρούνη και Σωτήρη Δημητρίου και στα Ελληνικά διηγήματα των Pedro Herrero, Araceli Esteves, Eduardo Berti και Jordi Masó Rahola.

Συμμετοχή δωρεάν

Υπεύθυνος Εργαστηρίου: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
Συντονιστές: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Enrique Íñiguez Rodríguez
Χώρος: Σπουδαστήριο (Υπόγειο καινούργιου κτηρίου Φιλοσοφικής Σχολής ΑΠΘ)
Ημερομηνίες: 22 και 29 Απριλίου, 13 και 20 Μαΐου 2015

Ωράριο: 18.00 – 20.00

Κυριακή 8 Μαρτίου 2015

Συζήτηση: «Συλλογική λογοτεχνική μετάφραση και πολυφωνία»

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΚΑΙ ΠΟΛΥΦΩΝΙΑ
ΑΝΟΙΧΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΩΝ
Με αφορμή τη συλλογική μετάφραση στα ισπανικά
 των Ακυβέρνητων Πολιτειών του Στρατή Τσίρκα

Στα τέλη του 2011 εκδόθηκε στην Ισπανία από τις εκδόσεις Cátedra η εμβληματική τριλογία του Στρατή Τσίρκα Ακυβέρνητες Πολιτείες, με τίτλο Ciudades a la deriva. Το έργο, το οποίο γνώρισε επιτυχία στην Ισπανία, έλαβε το ελληνικό Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης το 2013 για την καλύτερη μετάφραση ελληνικού έργου σε ξένη γλώσσα.
Ένα από τα χαρακτηριστικά της μετάφρασης αυτής είναι ο συλλογικός της χαρακτήρας. Συγκεκριμένα συμμετείχαν τέσσερις μεταφραστές: Λεάντρο Γκαρθία, Μαρία Λόπεθ Βιγιάλμπα, Ιωάννα Νικολαΐδου, Βιθέντε Φερνάντεθ Γκονθάλεθ.
Οι μεταφραστές εργάστηκαν βάσει  σχεδίου έτσι ώστε μέσα από τη συλλογικότητα να αναδειχθεί ο πολυφωνικός χαρακτήρας του πρωτοτύπου.
Το Κέντρου Ισπανικής, Πορτογαλικής και Καταλανικής Γλώσσας ABANICO, το οποίο έχει μακρά παράδοση οργάνωσης σεμιναρίων και εργαστηρίων συλλογικής μετάφρασης στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας –με έργα που έχουν εκδοθεί όπως το μυθιστόρημα Αλφανουί του Ραφαέλ Σάντσεθ Φερλόσιο, η ανθολογία ισπανόφωνου μικροδιηγήματος Mini71cuentos κ.ά.–, σας καλεί το Σάββατο, 21 Μαρτίου 2015, στις 20:00, στο ΑBANICO, σε μια ανοιχτή συζήτηση, στα ελληνικά, με θέμα «Συλλογική λογοτεχνική μετάφραση και πολυφωνία».
Είσοδος δωρεάν.
Η εκδήλωση απευθύνεται σε μεταφραστές, εκδότες, φοιτητές και καθηγητές μετάφρασης, αλλά και σε κάθε άλλο ενδιαφερόμενο. Τα θέματα που θα συζητηθούν άπτονται των συλλογικών μεταφράσεων και του ζητήματος της πρόσληψης ενός έργου με τόσο «ελληνική» θεματολογία σε μια άλλη γλώσσα και κουλτούρα.



Ομιλητές:
· Βιθέντε Φερνάντεθ Γκονθάλεθ: Αναπληρωτής Καθηγητής Παν. Μάλαγας, μεταφραστής
· Μαρία Παπαδήμα: Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ε.Κ.Π.Α., μεταφράστρια
· Κωνσταντίνος Παλαιολόγος: Αναπληρωτής Καθηγητής Α.Π.Θ., μεταφραστής
·  Nίκος Πρατσίνης: μεταφραστής, διερμηνέας, καθηγητής μετάφρασης, διευθυντής του Μεταφραστικού τμήματος του Abanico.

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

Τα "μπλουζ" του Antonio Gamoneda

Blues del nacimiento

Nació mi hija con el rostro ensangrentado
y no me la dejaron ver despacio.
Nació mi hija con el rostro ensangrentado
pero me la quitaron de las manos.

Mi hija ahora ya va a hacer tres años
y habla conmigo y ella ve mi rostro.
Mi hija ahora ya va a hacer tres años
y canta y piensa pero ve mi rostro.

Yo ahora ya no me pregunto
por qué se ama a un rostro ensangrentado.


Το μπλουζ της γέννησης

Γεννήθηκε η κόρη μου με ματωμένο το πρόσωπο
και να την δω ήσυχα δεν μ’ άφησαν.
Γεννήθηκε η κόρη μου με ματωμένο το πρόσωπο
μα μου την πήραν απ’ τα χέρια.

Η κόρη μου κλείνει τα τρία της χρόνια
και μου μιλάει και βλέπει το πρόσωπό μου.
Η κόρη μου κλείνει τα τρία της χρόνια
και τραγουδάει και σκέφτεται μα βλέπει το πρόσωπό μου.

Τώρα πια δεν αναρωτιέμαι
γιατί αγαπάει κανείς ένα πρόσωπο ματωμένο.

/./././././././././

Blues de las preguntas

Hace tiempo que estoy entristecido
porque mis palabras no entran en tu corazón.
Muchos días estoy entristecido
porque tu silencio entra en mi corazón.

Hay veces que estoy triste a tu lado
porque tú sólo me amas con amor.
Muchos días estoy triste a tu lado
porque tú no me amas con amistad.

Todos los hombres aman mucho la libertad.
¿Sabes tú lo que es vivir ante una puerta cerrada?
Yo amo la libertad y te amo a ti.
¿Sabes tú lo que es vivir ante un rostro cerrado?


Το μπλουζ των ερωτήσεων

Πάει καιρός που είμαι θλιμμένος
γιατί οι λέξεις μου δεν μπαίνουν στην καρδιά σου.
Πολλές ημέρες είμαι θλιμμένος
γιατί η σιωπή σου μπαίνει στην καρδιά μου.

Είναι φορές που είμαι θλιμμένος πλάι σου
γιατί εσύ μονάχα μ’ αγαπάς μ’ έρωτα.
Πολλές ημέρες είμαι θλιμμένος πλάι σου
γιατί εσύ δεν μ’ αγαπάς με φιλία.

Όλοι οι άνθρωποι αγαπούν πολύ την ελευθερία.
Ξέρεις τι θα πει να ζεις μπροστά σε μια κλεισμένη πόρτα;
Αγαπώ την ελευθερία και αγαπώ εσένα.
Ξέρεις τι θα πει να ζεις μπροστά σ’ ένα κλεισμένο πρόσωπο;

/./././././././././

Blues de la escalera

Por la escalera sube una mujer
con un caldero lleno de penas.
Por la escalera sube la mujer
con el caldero de las penas.

Encontré a una mujer en la escalera
y ella bajó sus ojos ante mí.
Encontré la mujer con el caldero.

Ya nunca tendré paz en la escalera.


Το μπλουζ της σκάλας

Μία γυναίκα ανεβαίνει απ’ τη σκάλα
μ’ ένα καζάνι γεμάτο λύπες.
Η γυναίκα ανεβαίνει απ’ τη σκάλα
με το καζάνι γεμάτο λύπες.

Βρήκα μια γυναίκα στη σκάλα
μα εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα της μπροστά μου.
Είδα τη γυναίκα με το καζάνι.


Στη σκάλα ποτέ πια δεν θα ησυχάσω.

μετάφραση: Κώστας Βραχνός - Κωνσταντίνος Παλαιολόγος


Ο ποιητής Αντόνιο Γκαμονέδα γεννήθηκε στο Οβιέδο το 1931. Έχει εκδώσει, μεταξύ άλλων, τις ποιητικές συλλογές και τα δοκίμια: Sublevación inmóvil, 1960 και 2006· Descripción de la mentira, 1977, 1986, 2003 και 2006· León de la mirada, 1979 και 1990· Blues castellano, 1982, 1999 και 2007· Lápidas, 1987 και 2006· Libro del frío, 1992, 2000, 2003 και 2006· Mortal 1936 (σε συνεργασία με τον Χουάν Μπαρχόλα), 1994· El vigilante de la nieve, 1995· Libro de los venenos, 1995, 1997 και 2006· Herodias του Μαλαρμέ (σε ελεύθερη απόδοση, σε συνεργασία με την Αμέλια Γκαμονέδα), 1996 και 2006· El cuerpo de los símbolos, 1997 και 2007· Substances, límites, 1997· ¿Tú? (σε συνεργασία με τον Αντόνι Τάπιες), 1998· Pétale blessé, 2002· Arden las pérdidas, 2003, 2004 και 2006· Reescritura, 2004· Cecilia, 2004 και 2007· De limpossibilité, 2004· La voz de Antonio Gamoneda, 2004· Passion du regard, 2004· Claridad sin descanso, 2006· Sur la poésie, 2006. Ανθολογίες: Sólo luz, 2000· Antonio Gamoneda-Antología poética, 2002· Antonio Gamoneda-Antología, 2002· Atravesando olvido, 2004· Lengua y herida, 2004· Aunque ya es tarde (στα εβραϊκά), 2003· Ávida vena, 2006· Sílabas negras, 2006 (δύο εκδόσειςAntología poética, 2006 και 2007 (τρεις εκδόσειςAntología mínima, 2007· Antonio Gamoneda, Antología y Voz, 2007· Dieses Licht, 2007. Ποιητικά άπαντα: Edad, 1987 (έξι εκδόσεις από τότεEsta luz, 2004, 2005 και 2006, (έξι εκδόσειςValente: texto y contexto, 2007.
            Βιβλία του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, πορτογαλικά, γερμανικά, ολλανδικά, εβραϊκά, σουηδικά ή αραβικά. Το 1985 του απονεμήθηκε το βραβείο της Αυτοδιοικούμενης Περιφέρειας της Καστίλης και της Λεόν· το 1988, το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας· το 2005, το Βραβείο Λογοτεχνίας της Αυτοδιοικούμενης Περιφέρειας της Μαδρίτης· το 2006, το Prix Européen de Littérature, το Βραβείο Ιβηροαμερικάνικης Ποίησης Βασίλισσα Σοφία και το Βραβείο Θερβάντες.   

Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

Βιβλιοκριτική του Λάμπρου Σκουζάκη: Sergi Pàmies, Το στατικό ποδήλατο




Στο σπίτι βλέπω ήρωες που έχουν σημαδευτεί από τους βασανιστές τους και, παρ' όλα αυτά, χαμογελούν. Εξακολουθούν να συνωμοτούν. Κοιτάζουν την ντουλάπα κάθε φορά που κάποιος χτυπάει την πόρτα και η περιέργεια με κάνει να διαισθάνομαι πως τα όνειρα που κάνουν, οι ικανοποιήσεις που παίρνουν από τη δράση τους (δεν ξέρω ποια ακριβώς είναι, μόνο πως έχει να κάνει με μια επανάσταση που όλο επίκειται και αιωνίως αναβάλλεται) και η αίσθηση συντροφικότητας που μοιράζονται πρέπει να είναι πιο ισχυρά από όλα τα εμπόδια (σε αυτή την περίπτωση ο σκοπός δεν βρίσκεται στο ύψος των στρατευμένων σε αυτόν). Θέλουν να αποτελούν το παράδειγμα για κάτι (τη δίκαιη κατανομή του πλούτου, την κατάργηση των προνομίων...) και, χωρίς να το ξέρουν, το αποτελούν για κάτι άλλο (σθεναρότητα, στράτευση, γενναιοδωρία). [σ. 53]
Η παρούσα συλλογή διηγημάτων είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες των τελευταίων χρόνων. Απολαυστική στην ανάγνωση, προσκαλεί σε μια δεύτερη, ώστε να εξετάσεις πώς καταφέρνει αυτός ο δαιμόνιος ειρωνειογράφος και κατασκευάζει ένα ολόκληρο σύμπαν μέσα σε τρεις έως δεκαπέντε σελίδες. Μιλάμε για μικρές φόρμες ευφυέστατες, αποπλανητικές, συγκινητικές, αιφνιδιαστικές· συχνά ιδιαίτερα πυκνές, κάποτε με υποτυπώδη πλοκή αλλά υπερκινητική σκέψη, άλλοτε αποτυπώνουν μερικές οριακές στιγμές, άλλοτε συμπυκνώνουν την ιστορία μιας ζωής σε καίριες λέξεις. Πιστεύω ότι ο Πάμιες θα αποτελούσε απαραίτητο εγχειρίδιο στα εργαστήρια συγγραφής μικρής φόρμας και διηγήματος. Το βιβλίο έχει περάσει απαρατήρητο μέχρι σήμερα, ελπίζω η συνέχεια να είναι διαφορετική.
Ο Πάμιες [γεν. Παρίσι, 1960, από ισπανούς γονείς] είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες συγγραφείς των καταλανικών γραμμάτων και της ισπανόφωνης λογοτεχνίας γενικότερα. Έχει γράψει μικρές και μεγαλύτερες αφηγήσεις, συλλογές διηγημάτων και μυθιστορήματα, ενώ έχει μεταφράσει στα καταλανικά έργα των Guilliaume Apollinaire, Jean - Philippe Toussaint, Agota Kristof κ.ά. Αρθρογραφεί στην εφημερίδα της Βαρκελώνης La Vanguardia. Τι συμβαίνει λοιπόν πάνω, κάτω και γύρω από ένα Στατικό Ποδήλατο;

Στην "Βενζοδιαζεπίνη" ο αφηγητής έχει κλείσει ραντεβού με τον ίδιο του τον εαυτό σε λίγες ώρες, έχοντας γνωριστεί και μιλήσει αρκετά στο chat, εκεί όπου ο διάλογος είναι απρόσκοπτος και τα ψεύδη αποδεκτά. Φυσικά αντιλαμβάνεται τα πλεονεκτήματα αυτού του τρόπου γνωριμίας σε αντίθεση με τον καθιερωμένο δια ζώσης: πρώτα μιλάς κι ύστερα βλέπεις το πρόσωπο του άλλου. Υπάρχει πάντα κάποια ανησυχία αλλά το χάπι του τίτλου βοηθάει στην καταπολέμησή της. Σε κάποια άλλα ραντεβού έδινε ψεύτικες περιγραφές του εαυτού του και στο τέλος έφευγε προτού εμφανιστεί, από το φόβο μιας εκατέρωθεν απογοήτευσης. Τώρα τουλάχιστο, όταν έρχεται ο ίδιος από μακριά, τον αναγνωρίζει αμέσως. Γεύονται μαζί την αποτυχία και αναπολούν τις γραπτές τους συνομιλίες. Αναρωτιέμαι: παίγνιο ειρωνείας, επήρεια χημείας, άσκηση γραφής ή αναπαράσταση μιας εκδοχής της πραγματικότητας;
Οι "Τέσσερις νύχτες" αρχίζουν με ακαριαίο τρόπο. Ο αφηγητής συνελήφθη από τους γονείς του μετά από την παρακολούθηση των φελινικών notti di Cabiria. Πώς πλέκει το βιογράφημά του σε λίγες σελίδες; Πρώτα με την δική του πρόσληψη της ταινίας (το ασπρόμαυρο της οποίας τονίζει ακόμα περισσότερο την φωτογένεια της απελπισίας), ύστερα με την αναζήτηση εντός της όπου δεν μπόρεσε όμως να εντοπίσει τίποτα που να προοιωνίζει το πεπρωμένο του, πιο κάτω με ορισμένα βιογραφικά του σκηνοθέτη και τέλος, με μια απομυθοποιητική επίσκεψη στα στούντιο της Τσινετσιτά, ξέχειλη από ειρωνεία: ντεκόρ επιμελώς εγκαταλειμμένα προς ικανοποίηση της μυθομανίας των κινηματογραφόφιλων, υποχρεωτικές επισκέψεις βαριεστημένων μαθητών, ένας βιαστικός ξεναγός. Κι όμως, το διήγημα ολοκληρώνεται με ένα ωραίο εύρημα, σαν δήλωση πατρότητας και σύγχρονη παραβολή μαζί.
Στο "νησί" ο αφηγητής εξομολογείται τις περί αυτοκτονίας σκέψεις και προθέσεις του. Αναζητώντας ενημέρωση για τιμές και όρους ασφαλειών ζωής συνομιλεί με μια γυναίκα που εργάζεται σε μια ασφαλιστική εταιρεία και ενημερώνεται σε κλίμα εμπιστοσύνης - το είδος εμπιστοσύνης που μπορείς να έχεις μόνο με κάποιον που δεν γνωρίζεις - πως μόνο η δική της εταιρεία καλύπτει τις αυτοχειρίες. Σύμφωνα με τα λόγια της, το να αυτοκτονήσει κανείς δεν είναι εύκολο. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι μπορεί να κάνει ο κόσμος για να μην πεθάνει και ανεξάρτητα από τον βαθυστόχαστο αυτό συλλογισμό, όπως τον χαρακτηρίζει ο επίδοξος αυτόχειρας, εκείνος κρατάει το ασφαλιστήριο συμβόλαιο σαν το πιστοποιητικό μιας ασθένειας που έχει ξεπεράσει αλλά μπορεί να επανεμφανιστεί ανά πάσα στιγμή.

"Πηγαίνοντας νωρίς για ύπνο", ο μόλις διαζευγμένος πατέρας δυο γιων νοικιάζει το πρώτο διαμέρισμα που βρίσκει μπροστά του όπου και θα τους βλέπει κάθε που δικαιούται. Σταδιακά ο ένας τοίχος του σπιτιού ζωγραφίζεται από τα παιδιά κι εκείνος τις ημέρες της απουσίας τους παρατηρεί το έργο σαν αρχαιολόγος που αναζητά την είσοδο σε κάποιο μυστικό παράδεισο. Η εικόνα διαρκεί περισσότερο από τη γραφή, η γλώσσα της γίνεται εκφραστικότερη, και οι τρεις περιστασιακοί συμβίοι υπάρχουν μέσα από την τοιχογραφία. Ειδικά για εκείνον, ο λαβύρινθος σχημάτων και χρωμάτων του θύμιζε στιγμές που μακριά του υπήρχε ο κίνδυνος να ξεχάσει. Το τέλος της εφηβείας σηματοδοτεί την εγκατάλειψη του διαμερίσματος και την καταδίκη να βλέπει στο βίντεο εκείνο τον κόσμο, αλλά τώρα οι πλανήτες δεν μοιάζουν να τρέχουν σαν τρελοί, τα μυθολογικά τέρατα έχουν χάσει το χάρισμά τους, τα ρομπότ έχουν σκουριάσει τόσο όσο τα ζώα και οι μπάλες του ράγκμπι έχουν ξεφουσκώσει...
Η απερισκεψία να πιστέψουμε ότι είμαστε εξαιρετικές περιπτώσεις έχει ως αντίτιμο μια αδράνεια που διαψεύδει μεγάλο μέρος των προσδοκιών μας, σκέφτεται ο αφηγητής στο κείμενο "Η γυναίκα της ζωής μου" και διαπιστώνει ότι μπορείς να υποτιμάς επί χρόνια αυτό που αργότερα θα καταλήξεις να κάνεις με απόλυτη φυσικότητα. "Ο χάρτης της περιέργειας", απ' όπου και το αρχικό παράθεμα, εκκινεί από ένα εγκαταλειμμένο οικόπεδο στα περίχωρα, ένα σκουπιδότοπο με πόρτες ψυγείων, ξεκοιλιασμένους καναπέδες και παλιά κράνη, σωστό στρατηγείο για μια παρέα παιδιών από οικογένειες μεταναστών. Η ομάδα ζει την πολυτέλεια της φτώχειας, ανακαλύπτει ότι η περιέργεια πληρώνεται με απογοήτευση, τηρεί τους άγραφους κανόνες της αποδοχής της εξορίας, ασκείται στο ψέμα και τη σιωπή, σε μια κοινωνία που αναμένει τον ποθητό θάνατο του Φράνκο. Κι είναι αυτός ο θάνατος που δεν έρχεται ποτέ και προτού τα σοβιετικά διαστημόπλοια αποσυναρμολογηθούν και οι κοσμοναύτες γίνουν ανισόρροποι ταξιτζήδες, η παρέα θα έχει σιωπηρά συμφωνήσει "ένας για όλους και όλοι για έναν".
Με μια πρώτη ματιά ο αναγνώστης διαπιστώνει ότι οι τίτλοι που επιλέγει ο συγγραφέας για τα κείμενά του έχουν ελάχιστη ή και καθόλου σχέση με το περιεχόμενό τους, κάποτε δε απλώς αποτελούν μια αφορμή να ξεδιπλωθεί μια ιστορία απλή μέσα στην αβαθή της πολυπλοκότητα. Άλλοτε αποτελούν και οι ίδιοι ένα πρόσθετο όρο στο παιχνίδι που ούτως ή άλλως αποτελεί για τον Πάμιες η συγγραφή τέτοιων διηγημάτων. Στα οποία έχουν θέση τα πάντα, ακόμα και σκέψεις επί αεροδρομίου ["Ο Μίστερ Τρουχίγιο"], περί διαιτολογίας ["Αυτά που δεν έχουμε φάει"], περί συγγραφέων και βιβλίων ["Οριγκάμι" περί Σαιντ-Εξυπερύ]· ε, και όταν χρειαστεί κάποια βοήθεια, προσκαλεί, όπως στο απολαυστικό "Βέλγιο", τον αναγνώστη για να σκαρώσουν μαζί την ιστορία.
Εκδ. Μιχάλη Σιδέρη 2014, μτφ. από τα καταλανικά: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, σελ. 139 [Sergi Pàmies, La bicicleta estatica, 2010]
30/08/2014