Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Τ’ άρματα και τα γράμματα του δον Μιχαήλ Θερβάντες


H ΙΣΠΑΝΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

σας προσκαλεί στην

Εκδήλωση για τα 400 χρόνια από τον θάνατο του Μιγκέλ ντε Θερβάντες

υπό την αιγίδα του Επίτιμου Προξενείου της Ισπανίας στη Θεσσαλονίκη
και σε συνεργασία με το
Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης

την Τετάρτη, 11 Μαΐου 2016 στις 19.30
στο Αμφιθέατρο Μελίνα Μερκούρη

Τ’ άρματα και τα γράμματα του δον Μιχαήλ Θερβάντες

Ο 1615, Ο Miguel de Cervantes Saavedra κυκλοφορούσε το δεύτερο μέρος του Δον Κιχώτη, δηλαδή, ενός από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του Δυτικού Κόσμου. Ένα χρόνο αργότερα, τον Απρίλιο του 1616, άφηνε την τελευταία του πνοή· την ίδια μέρα, σύμφωνα με τον (ψευδή) θρύλο, κατά την οποία απεβίωσε και ο άλλος κορυφαίος συγγραφέας του λογοτεχνικού κανόνα, ο Γουίλιαμ Σέξπιρ. Ο Δον Κιχώτης αποτελεί ταυτόχρονα την απαρχή του σύγχρονου μυθιστορήματος και μια παρωδία των ιπποτικών μυθιστορημάτων, όπως την εμπνεύστηκε ο Cervantes, ως μια κωμική απεικόνιση της σύγκρουσης ανάμεσα στα υψηλά ιδανικά και την σκληρή πραγματικότητα της Ισπανίας της εποχής του. O Cervantes έζησε μια περιπετειώδη και γεμάτη από αντιξοότητες ζωή μοιρασμένη ανάμεσα σε πολεμικούς ηρωισμούς, συγγραφικές ανησυχίες και οικονομικά προβλήματα. Η κληρονομιά του συνεχίζει μέχρι και τις μέρες μας να παραμένει επίκαιρη και ζωντανή πηγή έμπνευσης και στην Ελλάδα.

Στην εκδήλωση θα παρουσιαστεί η ζωή και το έργο του μέσα από την γραφή του Δον Κιχώτη, με αφορμή την επέτειο των τεσσάρων αιώνων (1616-2016) από τον θάνατο του συγγραφέα του θησαυρού της λογοτεχνικής κληρονομιάς της ισπανικής γλώσσας, οι μεταφράσεις στα ελληνικά, η πρόσληψη του έργου του στην Ελλάδα και η πρωτοβουλία του ιστολογίου Πλανόδιον - Iστορίες Μπονσάι και του λογοτεχνικού περιοδικού BooksJournal να διοργανώσουν διαγωνισμό μικροδιηγημάτων εμπνευσμένα από τον Δον Κιχώτη.

Παρουσιάζουν, συνομιλούν και διαβάζουν οι: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, αναπληρωτής Καθηγητής Εφαρμοσμένης Μεταφρασεολογίας του ΑΠΘ και μεταφραστής, Παναγιώτης Ξουπλίδης, υποψήφιος διδάκτορας Συγκριτικής Λογοτεχνίας (ΑΠΘ) και διδάσκων ισπανικής γλώσσας και πολιτισμού και ο Οδυσσέας Βαγγελάς, μεταπτυχιακός ερευνητής από το ΠΜΣ «Επιστήμες της Γλώσσας και του Πολιτισμού», κατεύθυνση «Μετάφραση, επικοινωνία και εκδοτικός χώρος» του Τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ.


Θα διαβαστούν αποσπάσματα από το έργο του Θερβάντες στα ισπανικά με παράλληλη μετάφραση

Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

Literatura y traducción: Don Quijote cabalga en el Ática


Fomento de la lectura. "Literatura y traducción: 

Don Quijote cabalga en el Ática

Málaga (Málaga)
Centro Andaluz de las Letras
Calle Álamos, 24
03/05/2016
Konstantinos Paleologos
19:00 horas
El Centro Andaluz de las Letras, en plena celebración del IV centenario de la muerte de Miguel de Cervantes, acoge otra actividad de su ciclo Literatura y Traducción. El hispanista, profesor y traductor, Konstantinos Paleologos narrará las fascinantes aventuras griegas del Quijote y demás obras de Miguel Cervantes, sus traducciones y su acogida en Grecia, la patría del caballero don Belianís, tan admirado por el héroe manchego.
Actividad organizada en colaboración con ACE Traductores y el Departamento de Traducción e Interpretación (Griego) de la UMA.

Παρασκευή 22 Απριλίου 2016

8 minicuentos de Javier Tomeo / 8 μικροδιηγήματα του Χαβιέρ Τομέο

Patíbulo

Los jueces me declaran culpable y me conducen al patíbulo. Cae la cuchilla de la guillotina y pierdo la cabeza. Una vez cumplido ese trámite le doy las gracias al verdugo y regreso a casa.

Tigres y gallinas

–Amigo mío –me dijo el obispo Manuel–. El día en el que los tigres se enamoren de las gallinas y las gallinas alumbren los primeros gallitigres, habrá empezado para la Humanidad una segunda Edad de Oro.
  –¿Usted cree pues, señor obispo, que alguna vez hubo una primera Edad de Oro? –le pregunto.
  El obispo Manuel, siempre tan prudente, no responde. Prefiere no arriesgarse con una respuesta.

Rostros tristes

Dice un refrán japonés que las abejas prefieren picar los rostros tristes. Por eso no hay abejas en mi pueblo. Aquí no encuentran rostros tristes. Todos somos felices, tenemos esa suerte. Lo malo es que también tenemos fama de tontos.

Entrevista a una vaca

El nuevo redactor jefe me pide que entreviste a la única vaca que queda en el pueblo. Dice que la vaca es uno de los animales más emblemáticos de la cultura rural.
  –De acuerdo –le digo–. ¿Quiere usted que le haga algunas preguntas sobre el descenso de la producción lechera? ¿Tal vez a propósito de los últimos precios impuestos por el Mercado Común? ¿Sobre la industria de los derivados lácteos?
  –Nada de eso –responde, sin quitarse la pipa de la boca–. Pregúntele sobre temas más interesantes, por ejemplo, qué recuerdos tiene de los toros que conoció en su juventud.

Calor

Estoy tumbado sobre la arena de la playa. Las barquitas de los veraneantes van y vienen por la bahía. Alguien se cae al mar y pide socorro. Nadie le hace caso.
        Todo sería mucho más fácil si no hiciese tanto calor.

La sombra inmóvil

El hombre avanza, pero su sombra continúa en el mismo sitio, no se mueve y se queda atrás. Algo está pasando.

El hombre arenque

Hace un año comprendí que, a pesar de todos mis sueños de inmortalidad, no era más que un simple arenque. Aquel mismo día abandoné a mi mujer –con la que llevaba siete años cohabitando– y me instalé en una pequeña casa junto al mar, en las afueras de un pueblo de pescadores. En esta casita me paso las horas muertas asomado a la ventana, contemplando el océano y esperando que me acaben de crecer las agallas para lanzarme al agua y poder nadar entre mis hermanos los peces.
        Todavía no ha llegado ese día, pero no desespero. Las cosas de palacio van despacio.

El hombre chinche

Aquel curioso individuo se plantó de un salto en el centro del bar, nos fulminó con la mirada y nos dijo que tuviésemos mucho cuidado con él porque era un chinche asesino capaz de dar picotazos y succionar a sus víctimas.
     –Muy bien –le pregunté–. Díganos: ¿dónde tiene usted las antenas?
        No necesité hacerle ninguna otra pregunta. El hombrecito no supo qué responder y se echó a llorar.


>.>.>.>.>.>.>.>


Ικρίωμα

Οι δικαστές με κηρύσσουν ένοχο και με οδηγούν στο ικρίωμα. Πέφτει η λεπίδα της γκιλοτίνας και μου παίρνει το κεφάλι. Με το πέρας της διαδικασίας, ευχαριστώ τον δήμιο και επιστρέφω σπίτι.

Τίγρεις και κότες

«Φίλε μου», μου είπε ο επίσκοπος Μανουέλ, «την ημέρα που οι τίγρεις θα ερωτευτούν τις κότες και οι κότες θα φέρουν στον κόσμο τις πρώτες τιγρόκοτες, θα έχει ξεκινήσει για την Ανθρωπότητα μια δεύτερη Χρυσή Εποχή».
«Πιστεύετε λοιπόν, κύριε επίσκοπε, ότι υπήρξε κάποτε μια πρώτη Χρυσή Εποχή;», τον ρωτώ.
Ο επίσκοπος Μανουέλ, πάντα επιφυλακτικός, δεν απαντά. Προτιμά να μην διακινδυνεύσει μια απάντηση.

Θλιμμένα πρόσωπα

Λέει μια γιαπωνέζικη παροιμία ότι οι μέλισσες προτιμούν να τσιμπάνε τα θλιμμένα πρόσωπα. Γι’ αυτό δεν υπάρχουν μέλισσες στο χωριό μου. Εδώ δεν βρίσκουν θλιμμένα πρόσωπα. Όλοι είμαστε ευτυχισμένοι, έχουμε αυτήν την τύχη. Το κακό είναι πως επίσης έχουμε φήμη χαζών.

Συνέντευξη από μια αγελάδα

Ο καινούργιος αρχισυντάκτης μού ζητάει να πάρω συνέντευξη από τη μοναδική αγελάδα που απομένει στο χωριό. Λέει ότι η αγελάδα είναι ένα από τα πιο εμβληματικά ζώα της αγροτικής παράδοσης.
   «Σύμφωνοι», του λέω. «Θέλετε να της κάνω μερικές ερωτήσεις σχετικά με τη μείωση της παραγωγής γάλακτος; Μήπως αναφορικά με τις τιμές που επιβλήθηκαν προσφάτως από την Κοινή Αγορά; Ή σχετικά με τη βιομηχανία των γαλακτοκομικών προϊόντων;».
   «Τίποτα απ’ όλα αυτά», απαντάει, δίχως να βγάλει την πίπα από το στόμα του. «Ρωτήστε την για θέματα πιο ενδιαφέροντα, για παράδειγμα, τι αναμνήσεις έχει από τους ταύρους που γνώρισε στα νιάτα της».

Ζέστη

Είμαι ξαπλωμένος στην παραλία πάνω στην άμμο. Οι βαρκούλες των παραθεριστών πάνε κι έρχονται στον κόλπο. Κάποιος πέφτει στη θάλασσα και ζητάει βοήθεια. Κανείς δεν του δίνει σημασία.
Όλα θα ήταν πολύ πιο εύκολα αν δεν έκανε τόση ζέστη.

Η ακίνητη σκιά

Ο άντρας προχωράει, αλλά η σκιά του στέκεται στο ίδιο σημείο, δεν κινείται και μένει πίσω. Κάτι συμβαίνει.

Ο άνθρωπος-ρέγγα

Πάει ένας χρόνος που κατάλαβα ότι, παρ’ όλα τα όνειρα μου περί αθανασίας, δεν ήμουν τίποτα περισσότερο από μια απλή ρέγγα. Την ίδια κιόλας μέρα εγκατέλειψα τη γυναίκα μου –με την οποία συγκατοικούσα εφτά χρόνια– και εγκαταστάθηκα σε ένα μικρό σπίτι δίπλα στη θάλασσα, λίγο έξω από ένα ψαροχώρι. Σ’ αυτό το σπιτάκι σκοτώνω την ώρα μου μπροστά στο παράθυρο, ατενίζοντας τον ωκεανό και περιμένοντας να μεγαλώσουν επιτέλους τα βράγχιά μου για να ριχτώ στο νερό και να μπορέσω να κολυμπήσω ανάμεσα στ’ αδέρφια μου τα ψάρια.
     Ακόμα δεν έχει έρθει αυτή η μέρα, αλλά δεν απελπίζομαι. Το καλό πράγμα αργεί να γίνει.

Ο άνθρωπος-τσιμπούρι

Εκείνος ο περίεργος τύπος μπαστακώθηκε με ένα σάλτο στη μέση του μπαρ, μας κεραυνοβόλησε με το βλέμμα του και μας είπε να φυλαγόμαστε απ’ αυτόν γιατί ήταν ένα δολοφονικό τσιμπούρι ικανό να τσιμπήσει τα θύματά του και να τους ρουφήξει το αίμα.
   «Μάλιστα», τον ρώτησα, «και για πείτε μας, πού είναι οι κεραίες σας;»
   Δεν χρειάστηκε να του κάνω καμία άλλη ερώτηση. Ο ανθρωπάκος δεν ήξερε τι να απαντήσει και ξέσπασε σε κλάματα.

Ο Javier Tomeo γεννήθηκε στην Κιθένα της Ουέσκα το 1932 και απεβίωσε στη Βαρκελώνη το 2013. Σπούδασε Εγκληματολογία. Ως συγγραφέας καταπιάστηκε με όλα τα λογοτεχνικά είδη. Σημαντικότερα έργα του El gallitigre (1990), El crimen del cine Oriente (1995), Los misterios de la ópera (1997), Napoleón VII (1999) και Cuentos perversos (2002), Los amantes de silicona (2008). Τα παρόντα μικροδιηγήματα ανήκουν στη συλλογή El fin de los dinosaurios που εκδόθηκε μετά το θάνατο του συγγραφέα, το 2014.
                       


Η συλλογική μετάφραση και επιμέλεια έγινε στο πλαίσιο του μαθήματος «Μετάφραση ισπανόφωνης λογοτεχνίας στα ελληνικά» που διδάσκει ο Αναπληρωτής Καθηγητής Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στο πλαίσιο του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Επιστήμες της γλώσσας και του πολιτισμού», κατεύθυνση «Μετάφραση, επικοινωνία και εκδοτικός χώρος», του Τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ κατά το ακαδημαϊκό έτος 2015/16. Συμμετείχαν οι φοιτητές: Νατάσα Βακουφτσή, Χρήστος Βασιλειάδης, Σοφία Γεωργιάδου, Έφη Γεωργοπούλου, Αλεξάνδρα Γκολφινοπούλου, Κατερίνα Δημητροπούλου, Μαρία Καλουπτσή, Ασπασία Καμπύλη, Κυριακή Καραγιαννίδου, Ντίνα Κιοσέ, Παρασκευή Μαρία Κροκίδου, Νάντια Λαζάρου, Νατάσα Λάμπρου, Μαρία Μαλακάτα, Δήμητρα Μπακατσιά, Μαριάννα Ορφανίδου, Εύα Παπαϊωάννου, Κατερίνα Πλιάκη, Ματθίλδη Σιμχά, Μάγδα Σωποτινού, Έλενα Χατζηκυριάκου.     

Τρίτη 19 Απριλίου 2016

Επίμετρο στην ελληνική έκδοση της Καλλιγραφίας του Rafael Chirbes

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ «ΓΕΝΕΩΝ»

Η ισπανική πεζογραφία στα τέλη του 20ού και τις αρχές του 21ου αιώνα

Η ισπανική λογοτεχνία, κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, έζησε, όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία της, κάτω από την επιρροή και το βάρος των λεγόμενων «λογοτεχνικών γενεών». Από το Συμβολισμό (Μodernisno hispanoamericano) των Ρουμπέν Νταρίο και Αντόνιο Ματσάδο, στα τέλη του 19ου αιώνα, μέχρι τη Generación X των Ράι Λορίγα και Άνχελ Μάνιας, στα μέσα της δεκαετίας του ’90 οι ισπανοί λογοτέχνες κατατάχτηκαν, εξετάστηκαν και παρουσιάστηκαν, σε όλες σχεδόν τις μελέτες που τους αφορούν, κάτω από το πρίσμα αυτού του μάλλον αυθαίρετου, αλλά τόσο αναγκαίου για τους μελετητές, κατακερματισμού. Ενδιάμεσα υπήρξαν πολλοί σταθμοί: η Γενιά του 98 (Μιγκέλ δε Ουναμούνο, Ραμόν δελ Βάγε-Ινκλάν), ο Μετασυμβολισμός (Χουάν Ραμόν Χιμένεθ), η Γενιά του 27 (Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Ραφαέλ Αλμπέρτι, Πέδρο Σαλίνας), ο Κοινωνικός ρεαλισμός της δεκαετίας του ’50 (Ιγνάθιο Αλδεκόα, Ραφαέλ Σάντσεθ Φερλόσιο), ο Εξπεριμενταλισμός της δεκαετίας του ’60 (Χουάν Γκοϊτισόλο, Χουάν Μπενέτ) ή η Νέα Πεζογραφία της δεκαετίας του ’80 (Αντόνιο Μουνιόθ Μολίνα, Χαβιέρ Μαρίας), κλπ. Οι σκοπιμότητες της χρήσης αυτών των διαχωρισμών είναι πολλές (όσες ίσως και οι αντιρρήσεις απέναντι σε αυτό τον κατακερματισμό), η σημαντικότερη όμως δεν παύει να είναι η ανάγκη των ιστορικών της λογοτεχνίας να οργανώσουν, πάνω στο χαρτί πάντα, βάσει κάποιων συνήθως αμφιλεγόμενων κριτηρίων (ημερομηνία ή τόπος γέννησης των δημιουργών, λογοτεχνικό ύφος, θεματολογία, κλπ.) τη λογοτεχνική πραγματικότητα και να κατατάξουν τους συγγραφείς με τέτοιο τρόπο ώστε να κατορθώσουν να «τιθασεύσουν» και να μελετήσουν ένα φαινόμενο, το λογοτεχνικό, που στην πραγματική του διάσταση ήταν, είναι και θα παραμείνει (ευτυχώς) χαώδες και πολύσημο.

Οι τελευταίες δεκαετίες


Αναφερθήκαμε, στην αρχή αυτού του κειμένου, στο γεγονός ότι στα μέσα της δεκαετίας του ’90 (από το 1993 μέχρι το 1996 περίπου) έγινε η τελευταία μέχρι στιγμής γενικευμένη απόπειρα να «χωρέσουν» κάτω από την ίδια «ετικέτα» μια σειρά λογοτεχνών που μοιράζονταν κυρίως τα εξής δύο χαρακτηριστικά: ίδια ηλικία και κοινή, πάνω-κάτω, χρονολογία εμφάνισης του πρώτου τους έργου. Μιλάμε για τη Generación X (ονομασία παρμένη από το γνωστό μυθιστόρημα του Douglas Coupland), τη γενιά, δηλαδή, των συγγραφέων που είχαν γεννηθεί γύρω στο 1970. Στην πραγματικότητα ήταν, και έτσι το καταγράφουν σήμερα οι περισσότεροι μελετητές, μια διαφημιστική καμπάνια κάποιων εκδοτικών οίκων που προσπάθησαν να «πουλήσουν» μια λογοτεχνία προκλητική, ριζοσπαστική, γραμμένη από νέους για νέους. Βέβαια, δεν ήταν η πρώτη φορά που προσπαθούσε η αγορά του βιβλίου να δημιουργήσει θόρυβο γύρω από κάποιους συγγραφείς, με σκοπό να τον εκμεταλλευτεί εμπορικά. Τη δεκαετία του ’80 είχε συμβεί κάτι παρόμοιο με τους νέους πεζογράφους εκείνης την εποχή, με τη διαφορά ότι στην περίπτωση της Generación X ήταν όλα πολύ πιο κατευθυνόμενα, υπήρχε λιγότερο ταλέντο και ήταν προφανές ότι γινόταν μια απέλπιδα προσπάθεια να αποκομίσουν οι εκδοτικοί οίκοι οφέλη από την ευφορία που είχε δημιουργήσει, σε κοινό και κριτικούς, η εμπορική επιτυχία της προηγούμενης γενιάς. Η ερώτηση που απευθύνει, μόλις το 1997, αναφερόμενος στους εκπροσώπους της γενιάς Χ, ο έγκριτος λογοτεχνικός κριτικός Φερνάντο Βαλς στους αναγνώστες του μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας El Mundo, νομίζουμε ότι κάνει περιττό οποιοδήποτε άλλο σχόλιο σχετικά με την κατάληξη αυτής της ιστορίας : «Θυμάται κανείς ποιοι ήταν;» (2003:75).
            Από τότε μέχρι σήμερα –πάνε σχεδόν δέκα χρόνια– δεν έχει ξανακουστεί, κατά τρόπο γενικευμένο τουλάχιστον, να γίνεται λόγος για τον εντοπισμό και ανάδειξη μιας νέας λογοτεχνικής γενιάς. Ο Άνχελ Βίβας, λογοτεχνικός κριτικός του El Mundo και αυτός, αναφερόμενος, το 2002, από το βήμα της Έκθεσης Βιβλίου στο Πεδίον του Άρεως, στη σύγχρονη λογοτεχνική πραγματικότητα της χώρας του (η Ισπανία ήταν η τιμώμενη χώρα εκείνη τη χρονιά) αναρωτιόταν αν «υπάρχει κάποια ένδειξη για την ύπαρξη μιας γενιάς μέσα στο διαρκώς εναλλασσόμενο λογοτεχνικό τοπίο της Ισπανίας σήμερα». Η ερώτηση ήταν βέβαια ρητορική, δεδομένου ότι ο Βίβας είναι ένας από τους σημαντικότερους μελετητές της λογοτεχνίας της πατρίδας του. Η απάντησή του, λοιπόν, ήταν ότι υπάρχουν πολλοί συγγραφείς, από αυτούς που εμφανίστηκαν στα τέλη της προηγούμενης και στις αρχές της νέας χιλιετίας, που μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά, όπως την αίσθηση του χιούμορ ή τη διάθεσή τους να αναμείξουν τα διάφορα λογοτεχνικά είδη, καταλύοντας τους κανόνες τους, αλλά είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να μιλήσει κανείς για την ύπαρξη μιας νέας λογοτεχνικής γενιάς.
            Αυτό βέβαια, όπως τονίζει και ο Βίβας, δεν σημαίνει ότι έπαψαν να παρουσιάζονται στην ισπανική λογοτεχνική σκηνή νέα ονόματα. Θα λέγαμε, μάλιστα, ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: είναι τόσο πολλά αυτά τα ονόματα και τόσο ιλιγγιώδης ο ρυθμός εμφάνισής τους που καθιστά μάταιη την οποιαδήποτε πρόθεση των κριτικών να οργανώσουν, βάσει γενεών, το αντικείμενο μελέτης τους. Αν στην παραπάνω πραγματικότητα προσθέσουμε τη σταθερά δημιουργική παρουσία εκπροσώπων παλαιότερων γενεών, τότε αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος του πλούτου και του βάθους της σημερινής λογοτεχνικής πραγματικότητας στην Ισπανία. Όπως σημειώνει μάλιστα και ο Φ. Βαλς (2003:77), μια λογοτεχνία για να χαρακτηριστεί ισορροπημένη και «φυσιολογική» έχει ανάγκη από την παρουσία συγγραφέων τόσο διαφορετικού ύφους όσο και διαφορετικής ηλικίας και εμπειριών. Άλλωστε η λογοτεχνία δεν είναι τόσο ένας αγώνας ταχύτητας, στον οποίο μετράει η εκρηκτικότητα και το γρήγορο ξεπέταγμα, όσο ένας αγώνας αντοχής που απαιτεί διάρκεια, συνέπεια και υπομονή. Υπ’ αυτή την έννοια στην Ισπανία, και αναφερόμενοι μόνο στην πεζογραφία, με την οποία καταπιανόμαστε στη συγκεκριμένη περίσταση, συμβιώνουν σήμερα «κατοστάρηδες» όπως ο γεννημένος το 1975 Ντιέγο Μορόν με «μαραθωνοδρόμους» όπως ο πατριάρχης των ισπανικών γραμμάτων, Μιγκέλ Ντελίμπες (γεννημένος το 1920). Τους χωρίζει πάνω από μισός αιώνας ζωής και τους ενώνουν εκατοντάδες συγγραφείς και χιλιάδες έργα που μεσολαβούν από το La sombra del ciprés es alargada του δεύτερου (δημοσιευμένο το 1947) μέχρι το Amor entre hielo y fuego του πρώτου (γραμμένο το 2004), ονόματα και έργα που συνθέτουν την ιστορία της σύγχρονης ισπανικής πεζογραφίας.

Το σήμερα


Κάναμε λόγο προηγουμένως για τη δυναμική και γόνιμη παρουσία, μέσα στο τοπίο της ισπανικής πεζογραφίας που γράφεται στις μέρες μας, σπουδαίων ονομάτων που ξεκίνησαν την πορεία τους αρκετές δεκαετίες πριν. Θα περιοριστούμε στην ενδεικτική αναφορά μερικών ονομάτων, γνωστών στο ελληνικό κοινό από τις μεταφράσεις έργων τους στη γλώσσα μας, όπως είναι αυτά του Χουάν Μαρσέ ή του Λουίς Γκοϊτισόλο από τη δεκαετία του ’60 και του Εδουάρδο Μεντόθα από αυτή του ’70. Αν θα ήθελε όμως κάποιος να μιλήσει για τη γενιά που κυριαρχεί τα τελευταία 10-15 χρόνια στην ισπανική πεζογραφία, αυτή δεν είναι άλλη από τη γενιά των σημερινών πενηντάρηδων που, στην πλειοψηφία τους, δημοσίευσαν τα πρώτα έργα τους πριν μία εικοσαετία περίπου. Οι περισσότεροι από αυτούς «εντάχθηκαν» από τους κριτικούς στην επονομαζόμενη «Νέα Πεζογραφία της δεκαετίας του ’80»: μιλάμε για ονόματα όπως Αλμουδένα Γκράντες, Χούλιο Γιαμαθάρες, Ρόσα Μοντέρο, Χουάν Χοσέ Μιγιάς, Αρτούρο Πέρεθ Ρεβέρτε, Πέδρο Θαραλούκι, Χαβιέρ Μαρίας ή Αντόνιο Μουνιόθ Μολίνα. Υπάρχουν, όμως, και αρκετοί άλλοι συνομήλικοί τους συγγραφείς, που, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, δεν εντάχθηκαν ποτέ από τους κριτικούς στην προηγούμενη «ομάδα» (αναφερόμαστε σε περιπτώσεις όπως του Τσίρμπες, του Αντόνιο Σολέρ ή του Χούστο Ναβάρο), αλλά αυτό δεν τους εμπόδισε να κατακτήσουν και αυτοί, με κάποια καθυστέρηση ίσως, την εκτίμηση κοινού και κριτικών για το έργο τους. Είναι όλοι τους συγγραφείς που άλλαξαν τη ροή της ισπανικής πεζογραφίας και έχουν πλέον, μέσω των μεταφράσεων, καταξιωθεί παγκοσμίως. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι, λόγω ακριβώς της αναγνώρισης που χαίρει το έργο τους, προβάλλονται κατά κόρον από τον ισπανικό τύπο (στον οποίο παράλληλα, πολλοί από αυτούς αρθρογραφούν).
            Και βέβαια, δίπλα σε αυτά τα ήδη καταξιωμένα ονόματα, δεν έπαψαν ποτέ να βγαίνουν καινούργιοι πεζογράφοι: Ισαάκ Ρόσα (Σεβίλλη, 1974), Μιγκέλ Αλμπέρο (Μαδρίτη, 1967), Φρανσέσκ Σερές (Ουέσκα, 1972), Χοακίν Πέρεθ Αθαούστρε (Κόρδοβα, 1976), Εσπίδο Φρέιρε (Μπιλμπάο, 1974), είναι ένα μικρό ενδεικτικό δείγμα συγγραφέων από αυτούς που, με περισσότερη ή λιγότερη επιτυχία, έκαναν το ντεμπούτο τους στα ισπανικά γράμματα τα τελευταία χρόνια. Είναι, δε, η πρώτη «φουρνιά», έπειτα από πολλές δεκαετίες, που δεν εμφανίστηκε κάτω από κάποια «ετικέτα». Οι λόγοι αυτού του φαινομένου είναι κυρίως δύο: ο υπερβολικά μεγάλος αριθμός τους, που καθιστά σχεδόν αδύνατη ακόμα και την ακριβή καταγραφή τους και η ευρεία γκάμα τόσο στα θέματα με τα οποία καταπιάνονται όσο και στο ύφος γραφής που δεν επιτρέπει ούτε σκέψη για ομαδοποίηση. Χαρακτηριστικές της σύγχυσης που επικρατεί στους μελετητές της ισπανικής πεζογραφίας είναι οι απαντήσεις που συνέλεξε, στα τέλη του 2003, το El Mundo από κριτικούς λογοτεχνίας και υπεύθυνους εκδοτικών οίκων, στην ερώτηση «ποιοι είναι κατά τη γνώμη σας οι πιο ενδιαφέροντες νέοι Ισπανοί πεζογράφοι;». Οι ερωτηθέντες ανέφεραν συνολικά τα ονόματα σαράντα και πλέον συγγραφέων και από όλους αυτούς μόνο τέσσερις ψηφίστηκαν από δύο ειδικούς και ένας, ο Ουνάι Ελοριάγα, κρατικό βραβείο λογοτεχνίας για το 2003, από τρεις.
            Οι κριτικοί λογοτεχνίας δείχνουν αρκετά επιφυλακτικοί απέναντι σε αυτή τη χιονοστιβάδα μυθιστορημάτων γραμμένων από νέους και παλιότερους συγγραφείς. Δεν διστάζουν, βέβαια, να επαινέσουν, για παράδειγμα, τη δουλειά ενός μικρού, αλλά σημαντικού για τα σύγχρονα ισπανικά γράμματα, εκδοτικού οίκου, του Lengua de Trapo, που διευθύνει ο ενδιαφέρον, και ήδη μεταφρασμένος στα ελληνικά, συγγραφέας Χαβιέρ Αθπέιτια και ο οποίος εκδίδει έργα μεταξύ άλλων των Αντόνιο Ορεχούδο και Φερνάντο Ρογουέλα, από την άλλη, όμως, δεν συγχωρούν την αλόγιστη έκδοση μυθιστορημάτων «μιας χρήσης». Ο Ιγνάθιο Ετσεμπαρία του El País εξανίσταται μπροστά στη «συναισθηματική παλιατζούρα» που κατακλύζει την ισπανική πεζογραφία, ενώ ο Φρανθίσκο Σολάνο, από τις σελίδες της ίδιας εφημερίδας τονίζει τα εξής: «Το να εκδώσεις το πρώτο σου βιβλίο απαιτεί μια υψηλή αίσθηση ευθύνης. Σήμερα, όμως, αυτή η αίσθηση δεν φαίνεται να υπάρχει: μοιάζει να μην ενδιαφέρει και πολύ το τι γράφει κανείς, το σημαντικό είναι να εκδώσει και ας είναι και πράγματα χιλιοειπωμένα».
            Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται το ισπανικό μυθιστόρημα στις αρχές του 21ου αιώνα ήταν και το θέμα μιας συνάντησης θεωρητικών της λογοτεχνίας που έλαβε χώρα στη Μαδρίτη τον Απρίλιο του 2004. Ο διευθυντής του περιοδικού Blanco y negro, Φερνάντο Λαφουέντε, με αρκετή δόση χιούμορ, διαχώρισε τα μυθιστορήματα σε λογοτεχνικά και «χρηματικά», μιας και στην Ισπανία σήμερα «οι εκδότες», προκειμένου να αποκομίσουν κάποια κέρδη, «είναι ικανοί να βαφτίσουν μυθιστόρημα ακόμα και τον τηλεφωνικό κατάλογο, που μπορεί να μην έχει πλοκή, αλλά έχει πολλά πρόσωπα». Ο συγγραφέας Ισαάκ Μοντέρο, από την πλευρά του, έκανε την εξής διαπίστωση: «Οι πωλήσεις είναι πλέον ο υπέρτατος κριτής. Το βιβλίο εξαφανίζεται όταν παύει να πουλάει». Αυτός ακριβώς ο κίνδυνος της μετατροπής της λογοτεχνίας σε προϊόν σουπερμάρκετ είναι που προβληματίζει τους ανθρώπους των γραμμάτων στην Ισπανία, και μεταξύ αυτών τον Ά. Βίβας, ο οποίος στην ομιλία του μπροστά στο αθηναϊκό κοινό δεν δίστασε να παραδεχτεί ότι: «σε αυτούς τους καιρούς που όλα κινούνται με ιλιγγιώδη ταχύτητα και χειραγωγούνται από τα μέσα επικοινωνίας, δεν υπάρχει χρόνος να αφομοιωθούν τα πράγματα με μια στοιχειώδη ηρεμία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο να είναι πολύ σύντομη η ζωή των βιβλίων στα βιβλιοπωλεία, αλλά και η ημερομηνία λήξης τους να πλησιάζει επικίνδυνα τα όρια αυτής των γιαουρτιών».
            Η ισπανική πεζογραφία είναι αλήθεια ότι στα πρώτα χρόνια αυτής της χιλιετίας παράγεται, εκδίδεται, διαβάζεται (και πολλές φορές ξεχνιέται) με ταχύτατους ρυθμούς. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ενδιαφέροντες συγγραφείς που γράφουν σπουδαία έργα μέσα στο πλαίσιο ή στο περιθώριο των κελευσμάτων της εκδοτικής βιομηχανίας. Το ελληνικό κοινό μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, μέσα από τις μεταφράσεις έργων όχι μόνο αρκετών από τους συγγραφείς που προαναφέραμε, αλλά και πολλών άλλων, όπως ο Χαβιέρ Θέρκας, η Σολεδάδ Πουέρτολας, ο Σούσο δε Τόρο, η Λουθία Ετσεμπαρία ή η Κλάρα Σάντσεθ, είναι σε θέση να έχει ιδία άποψη για το αληθές (ή όχι) αυτής της διαπίστωσης. Όσον αφορά τους πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς «μόνο ο χρόνος θα βάλει τα πράγματα στη θέση τους», όπως τόνισε ο Χ. Πέρεθ Αθαούστρε σε μια πρόσφατη συνέντευξή του απαντώντας στο ερώτημα για το ποιος είναι ο ρόλος των νέων Ισπανών λογοτεχνών στον 21ο αιώνα. Μακριά στο χρόνο βλέπει και ο Φ. Λαφουέντε, για να κάνει μια από τις πιο ενδιαφέρουσες δηλώσεις που αφορούν την πορεία της ισπανικής και ισπανοαμερικάνικης λογοτεχνίας: «Στο μέλλον θα μιλάμε όλο και λιγότερο για εθνικές λογοτεχνίες, όσον αφορά κυρίως τις ισπανόφωνες χώρες των 400 εκατομμυρίων κατοίκων. Ένα ξεκάθαρο παράδειγμα είναι οι νέοι Ισπανοί συγγραφείς που όλο και περισσότερο επηρεάζονται από τους λατινοαμερικάνους συναδέλφους τους». Αν σε αυτή τη διαπίστωση προσθέσουμε και την άλλη πλευρά του νομίσματος, το γεγονός δηλαδή ότι πολλοί λατινοαμερικάνοι συγγραφείς, όπως ο Σαντιάγο Ρονκαλιόλο (Λίμα, 1975) ή ο Χοσέ Κάρλος Σομόσα (Αβάνα, 1959), ζουν και γράφουν στην Ισπανία, αντιλαμβανόμαστε ότι η σύγχρονη ισπανόγραφη λογοτεχνική σκηνή βρίσκεται σε μια εξαιρετικά δυναμική και ενδιαφέρουσα καμπή.

Ο συγγραφέας Ραφαέλ Τσίρμπες

Ο Ραφαέλ Τσίρμπες γεννήθηκε στην Ταβέρνες δε Βαϊδίγνα (Βαλένθια) το 1949 [όπου και πέθανε τον Αύγουστο του 2015]. Χρονολογικά, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα θα έπρεπε να ανήκει στους συγγραφείς της Νέας Ισπανικής Πεζογραφίας της δεκαετίας του ’80, πλην όμως, όπως αναφέραμε και προηγουμένως, το όνομά του δεν σχετίστηκε ποτέ με αυτή τη γενιά. Καθοριστικό ρόλο σ’ αυτό έπαιξαν δύο παράγοντες: το γεγονός, αφενός, ότι ζει και δημιουργεί μακριά από τα δύο λογοτεχνικά «κέντρα» της χώρας του, τη Μαδρίτη και τη Βαρκελώνη, και, αφετέρου, το ότι άργησε αρκετά να δημοσιεύσει το πρώτο του βιβλίο: ήταν σχεδόν σαράντα ετών όταν εξέδωσε το Mimoun, το 1988, τη στιγμή που οι περισσότεροι συνομήλικοί του συγγραφείς είχαν κάνει την εμφάνισή τους ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’70. Άλλωστε ο Τσίρμπες, και αυτό είναι, νομίζουμε, ένα από τα μεγαλύτερα προσόντα του που τον έχουν καταξιώσει στη συνείδηση του αναγνωστικού κοινού, είναι ένας αθόρυβος και χαμηλών τόνων συγγραφέας, ένας αριστουργηματικός αφηγητής ιστοριών που εκδίδει βιβλία μόνο όταν έχει πράγματι κάτι να πει. Όπως έλεγε και ο ίδιος σε μια πρόσφατη συνέντευξή του: «Δεν έχω καμία φιλοδοξία να κερδίσω χρήματα ή φήμη μέσα από τη λογοτεχνία. Δεν μου αρέσει και πολύ το λογοτεχνικό σινάφι. Είμαι πάντα της γνώμης ότι είναι καλύτερα να είσαι σχεδόν ένα τίποτα, γιατί αυτό σου δίνει ελευθερία και κάποια σιγουριά».
            Η καταξίωση για αυτόν τον πρώην καθηγητή ισπανικών, που έβγαζε το ψωμί του γράφοντας ταξιδιωτικά άρθρα, ήρθε το 1992 με την Καλλιγραφία για να ακολουθήσουν στη συνέχεια τίτλοι όπως La larga marcha (Η μακρά πορεία) ή La caída de Madrid (Η πτώση της Μαδρίτης). Η Καλλιγραφία αποτελεί το πορτραίτο μιας γενιάς που πέρασε από την απόλυτη ένδεια του εμφυλίου στην κατάκτηση της εξουσίας και από εκεί στη διαφθορά. Όπως τονίζει ο δημιουργός της, σε μια συνέντευξή του στο Διαδίκτυο, η Καλλιγραφία, τον καιρό που εκδόθηκε, χτυπήθηκε αρκετά από την κρατούσα τάξη γιατί παρουσίαζε μια κοινωνική πραγματικότητα που δεν άρεσε στους ιθύνοντες της Ισπανίας στις αρχές της δεκαετίας του ’90, μια εικόνα αρκετά σκληρή για μια χώρα που ήθελε να εμφανίζει μόνο το προοδευτικό ευρωπαϊκό της πρόσωπο: «Η Καλλιγραφία είναι ένα βιβλίο που εκδόθηκε το 1992, μια χρονιά που ήταν της μόδας να είσαι μοντέρνος και να βγάζεις πολλά χρήματα· είχαμε την EXPO της Σεβίλλης και τους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης και έτσι η λογοτεχνία που κοιτούσε προς το παρελθόν χαρακτηριζόταν ως απαρχαιωμένη». Αυτό ακριβώς τονίζει και ο Φ. Βαλς, σε ένα άρθρο του στο περιοδικό Cuadernos Hispanoamericanos, ότι δηλαδή ο Τσίρμπες στα έργα του προσπαθεί να διηγηθεί και να καυτηριάσει «την πορεία της γενιάς του, η οποία όχι μόνο στήριξε μια δήθεν νεωτερικότητα, αλλά και υπερασπίστηκε την αναγκαιότητα της λησμονιάς του πρόσφατου παρελθόντος της».
            Το 2000, ο Τσίρμπες σκλήρυνε ακόμα περισσότερο τη θέση του απέναντι στον ηθικό ξεπεσμό της γενιάς του, αφαιρώντας από την Καλλιγραφία το τελευταίο, ελπιδοφόρο, κεφάλαιο της αρχικής έκδοσης, ένα κεφάλαιο που κατά κάποιο τρόπο προσπαθούσε να «τακτοποιήσει» στο παρόν της διήγησης (από το οποίο ξεκινάει άλλωστε το μυθιστόρημα) τα θέματα που άφηνε ανοικτά το παρελθόν. Αλλά ας αφήσουμε τον ίδιο τον Τσίρμπες –από το εισαγωγικό σημείωμα της ισπανικής έκδοσης του 2000, έκδοση που χρησιμοποιήθηκε για την παρούσα μετάφραση– να δικαιολογήσει αυτή την επέμβαση: «Εάν, όταν έγραφα την Καλλιγραφία, δεν αισθανόμουν και τόσο άνετα με την ιδέα, που προέβαλε το βιβλίο, της απόδοσης, δηλαδή, δικαιοσύνης με την πάροδο του χρόνου, σήμερα, δέκα χρόνια αργότερα, μου φαίνεται μια ιδέα απαράδεκτη που εξαπατά τον αναγνώστη. Το πέρασμα μιας ακόμα δεκαετίας ήρθε να μου επιβεβαιώσει ότι αποστολή του χρόνου δεν είναι να διορθώνει τις αδικίες, αλλά μάλλον να τις κάνει πιο βαθιές. Γι’ αυτό θέλω να λυτρώσω τον αναγνώστη από την απάτη αυτής της ελπίδας και να τον αφήσω να νοιώσει μαζί με την πρωταγωνίστρια του βιβλίου την ανυποταγή και την απελπισία της, συναισθήματα που διακατέχουν και το συγγραφέα».
            Νομίζουμε ότι δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να συμπυκνώσει κανείς, σε λίγες γραμμές, την πορεία της ισπανικής πεζογραφίας από το 1990 μέχρι τις μέρες μας∙ την πορεία της από την αυθάδεια και την αθωότητα της ευφορίας στην ωριμότητα και το σκεπτικισμό της καταξίωσης.


Κωνσταντίνος Παλαιολόγος


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Calderón, Esther, “El siglo de la ficción dineraria española”, El Mundo, 15-4-2004.
Echevarría, Ignacio, “Una novela necesaria”, El País, 12-6-2004.
Solano, Francisco, “Los principios siempre cuentan”, El País, 29-5-2004.
Valls, Fernando, “El bulevar de los sueños rotos”, Cuadernos Hispanoamericanos, τχ. 579, Σεπτέμβριος 1998.
Valls, Fernando, La realidad inventada, Barcelona: Crítica, 2003.
Vivas, Ángel, “De la postguerra a la posmodernidad”, (ανέκδοτο κείμενο).


* Η μετάφραση της Καλλιγραφίας (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2005) ολοκληρώθηκε από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο στο «Σπίτι της Λογοτεχνίας» του Ευρωπαϊκού Κέντρου Μετάφρασης –Λογοτεχνία και Επιστήμες του Ανθρώπου (ΕΚΕΜΕΛ), στις Λεύκες Πάρου το καλοκαίρι του 2004.

               

Παρασκευή 15 Απριλίου 2016

Βιβλιοκριτική του Αλέξανδρου Στεργιόπουλου για τα Τρία λευκά φέρετρα του Antonio Ungar

Το να βγάζεις τη γλώσσα στην άρχουσα και κυβερνώσα τάξη δεν είναι αυτονόητο. Ποτέ δεν ήταν.

Η ιστορία που γράφεται με αίμα είναι ανεξίτηλη και πάντα μένουν ίχνη. Σημάδια καλυμμένα με τη χρυσόσκονη της κατ” επίφαση δημοκρατίας που ξεγελά, αποσπά, καθησυχάζει. Την περίοδο της υλικής, επίπλαστης ευδαιμονίας, αυτό το εύθραυστο υλικό έμενε απείραχτο και η κούφια ζωή πορευόταν ανέμελη στην κενότητα της. Η κρίση του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο απομάκρυνε με ευκολία το πέπλο της χαύνωσης, αποκαλύπτοντας τη σκληρή και αφιλόξενη επικράτεια ενός συστήματος που μόνο να συνθλίβει και να καταναλώνει γνωρίζει. Στη Λατινική Αμερική τα αυταρχικά, τυραννικά καθεστώτα ήταν η έκφρασή του. Το βιβλίο του Αντόνιο Ούνγκαρ χαλάει, όσο μπορεί, το ψιμυθιωμένο πρόσωπο της «ανθρώπινης» καπιταλιστικής δημοκρατίας. Πώς; Κάνοντας πολιτική σάτιρα. Έτσι απλά.
Το να βγάζεις τη γλώσσα στην άρχουσα και κυβερνώσα τάξη δεν είναι αυτονόητο. Ποτέ δεν ήταν. Η τόλμη να μιλήσεις για ειδεχθή, αποκρουστικά γεγονότα και καταστάσεις του παρελθόντος, έστω και αλληγορικά, είναι πάντα εντυπωσιακή. Ο Κολομβιανός συγγραφέας φτιάχνει ομόκεντρους κύκλους εκκινώντας από την αποδόμηση του σάπιου καθεστώτος και των υπολειμμάτων του. Το σατιρικό στοιχείο χρησιμοποιείται διακριτικά αλλά είναι αυτό που τραβά το τσιρότο της δημοκρατικής ίασης και αποκαλύπτει τη χαίνουσα πληγή. Ο Ούνγκαρ γράφει για το σήμερα και την επιβολή που ασκείται σήμερα διαφορετικά.
Τόπος δράσης η Μιράντα. Χώρα κάπου στη Λατινική Αμερική. Ο Ούνγκαρ ξεκινά την αφήγηση αναφέροντας το σπάσιμο της χορδής στο κοντραμπάσο του. Το ντόμινο ξεκινά και δεν θα σταματήσει ποτέ, μια και το τέλος του βιβλίου είναι αμφίσημο. Η διαδρομή διανθίζεται από την αιχμηρή ειρωνεία του ήρωα-αφηγητή, τον πολιτικό, καταγγελτικό λόγο, τον έρωτα και το θρίλερ. Το τοπίο δυστοπικό, αν και η πρώτη εντύπωση που αφήνει σκόπιμα ο Ούνγκαρ δεν είναι αυτή. Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας καλείται να αντικαταστήσει τον υποψήφιο της αντιπολίτευσης για την Προεδρία της Δημοκρατίας, Πέδρο Ακίρα. Δολοφονημένος με μαφιόζικο τρόπο ο τελευταίος και η μοναδική ελπίδα για απαλλαγή της μάστιγας που ακούει στο όνομα Τομάς δελ Πίτο. Ο απόλυτος άρχων και το απόλυτο κακό. Ο αναγνώστης αρχίζει να πιστεύει ότι το καλό και ο λαός θα θριαμβεύσουν, όμως η «ρεαλιστική πολιτική» επικρατεί και η ελπίδα χάνεται. Τα υψηλά ιστάμενα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης αποδεικνύεται ότι είναι διεφθαρμένα και μόνο το πάθος για εξουσία τους οδηγεί. Ο αντικαταστάτης του Ακίρα θα πιαστεί από τους λίγους ανθρώπους που είναι τίμιοι. Τον σωματοφύλακα του και την Άδα Νέιρα, νοσοκόμα και στην πορεία αγαπημένη του.
Ο Ούνγκαρ αν και θα μπορούσε να παρασυρθεί από το συναισθηματικό βάρος και την διαχρονική αδικία, καταφέρνει να ισορροπήσει και να παραδώσει ένα ρεαλιστικό έργο. Οι έχοντες την εξουσία σε όλα τα επίπεδα δεν μπορούν να νικηθούν μόνο με αποκαλύψεις για το σκαιό πρόσωπό τους. Η αλληλεγγύη, η πίστη στο επαναστατικό όραμα, η αλήθεια, η αξιοπρέπεια και ο διαρκής αγώνας είναι η απαραίτητη βάση. Η απαλλαγή από τον τύραννο απαιτεί διαρκή ζύμωση, επαναστατική μόρφωση και αποφασιστικότητα για την τελική έφοδο.
Ο Κολομβιανός με αυτή την ιστορία που αιωρείται μεταξύ μεγάλης ήττας – μικρής νίκης αφήνει να εννοηθεί το μεγαλείο.
Το πιο σημαντικό (λογοτεχνικό) επίτευγμα του συγγραφέα είναι ότι απεικονίζει κρυστάλλινα τα απολυταρχικά καθεστώτα της Λατινικής Αμερικής. Πινοσέτ (Χιλή), Βιντέλα (Αργεντινή) και φυσικά τη διαπλοκή εμπόρων ναρκωτικών με πολιτικούς στη χώρα του. Ο ήρωας του είναι συμπαθής και οικείος γιατί δεν είναι το κλασικό πρότυπο ήρωα. Έχει όλα τα στοιχεία του απλού ανθρώπου που χωρίς ιδιαίτερες ικανότητες προσπαθεί να επιτύχει κάτι απίστευτα δύσκολο. Κάτι από τον Δον Κιχώτη. Παράλληλα, υπάρχει κάτι το «γκονταρικό» στη σχέση του με την Άδα. Κάτι από τον «Τρελό Πιερό».
Οι εκδόσεις «Αλεξάνδρεια» δικαιώνονται για την επιλογή τους να μας γνωρίσουν τον Αντόνιο Ούνγκαρ. Η μετάφραση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου δεν χάνει το πνεύμα και το ύφος μιας ομολογουμένως δύσκολης λογοτεχνικής γλώσσας, όπως η λατινοαμερικάνικη.

Αλέξανδρος Στεργιόπουλος – To Περιοδικό - 05/04/2016

Τρίτη 12 Απριλίου 2016

FIESTA DEL LIBRO LEA 2016 ~ ΓΙΟΡΤΗ ΒΙΒΛΙΟΥ ΛΕΑ 2016

Η καταλανική λογοτεχνία στην Ελλάδα. 

Με αφορμή τα 700 χρόνια από τον θάνατο του Ramon Lull.


Στις 23 Απριλίου 1616 έφυγαν από τη ζωή ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες και ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Με αφορμή το διπλό αυτό γεγονός, η UNESCO έχει καθιερώσει την 23η Απριλίου ως Παγκόσμια Ημέρα του Βιβλίου. Οι ρίζες αυτής της γιορτής αυτής βρίσκονται στην Καταλονία, όπου στις 23 Απριλίου, γιορτή του Αγίου Γεωργίου, οι βιβλιοπώλες χαρίζουν ένα τριαντάφυλλο σε κάθε πελάτη που αγοράζει ένα βιβλίο.
Φέτος το Φεστιβάλ ΛΕΑ και οι Εκδόσεις Γαβριηλίδη αφιερώνουν τη γιορτή στη λογοτεχνία της μεγαλύτερης «μειονοτικής» γλώσσας στην Ευρώπη, της καταλανικής, με αφορμή τα 700 χρόνια από το θάνατο του θεμελιωτή της, του Ramon Llull. Ο Ραμόν Λιούλι ήταν συγγραφέας, ιεραπόστολος, θεολόγος, αλχημιστής, φιλόσοφος, μυστικιστής, ακαδημαϊκός από τη Μαγιόρκα. Έγραψε στα αραβικά, τα λατινικά, τα προβηγκιανά και, κυρίως, στα καταλανικά.

Το Σάββατο 23 Απριλίου 2016, 12:30 μμ, στο poems ‘n crimes των Εκδόσεων Γαβριηλίδης, Αγίας Ειρήνης 17, Μοναστηράκι (60 μέτρα από το μετρό), τηλ. 210-3228839

θα παρουσιασθεί ο συγγραφέας και το έργο, μια αναδρομή στην καταλανική λογοτεχνία και μια παρουσίαση σύγχρονων καταλανικών έργων μεταφρασμένων στα ελληνικά.


Συντονισμός: Pere Romero Puig -  Συμμετέχουν: Αλεξάνδρα Γκολφινοπούλου, Κων/νος Παλαιολόγος, Νίκος Πρατσίνης, Ευρυβιάδης Σοφός, Δημήτρης Ψαρράς



Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ 2016 ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ / TALLER DE TRADUCCION 2016 EN SALÓNICA

Η Ελληνοϊσπανική Ένωση Γλώσσας και Πολιτισμού σε συνεργασία με το Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας ΑΠΘ, οργανώνει για δεύτερη συνεχή χρονιά το εργαστήρι λογοτεχνικής μετάφρασης,  από τα ισπανικά στα ελληνικά, για τα μέλη του Συλλόγου. Το εργαστήρι θα διεξαχθεί κατά τις ακόλουθες ημερομηνίες: 12 Μαΐου, 19 Μαΐου, 26 Μαΐου και 2 Ιουνίου, από τις 15.00 έως και τις 17.00 στους χώρους του Τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ. Το εργαστήρι θα συντονίσει ο μεταφραστής - μεταφρασεολόγος Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Α.Π.Θ. Στο εργαστήρι θα μπορούν να συμμετάσχουν έως δέκα άτομα, γι' αυτόν το λόγο θα τηρηθεί απόλυτη σειρά προτεραιότητας. Τα μέλη που θα συμμετάσχουν θα πρέπει να έχουν καταβάλει την συνδρομή για το έτος 2016 και θα πρέπει να διαθέτουν πολύ καλή γνώση της Ισπανικής και της Ελληνικής. Θα δοθεί προτεραιότητα συμμετοχής σε μέλη που δεν παρακολούθησαν το εργαστήρι την περασμένη χρονιά. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να δηλώνουν συμμετοχή μέχρι και την 23η Απριλίου, αποστέλλοντας την εκδήλωση ενδιαφέροντός τους στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο του Συλλόγου: 


La Asociación Hispanohelena de Lengua y Cultura en colaboración con el Departamento de Lengua y Filología Italianas de la Universidad Aristóteles de Tesalónica, organiza por segundo año consecutivo el taller de traducción literaria, del español al griego, dirigido a los miembros de la Asociación. Las fechas en las que se celebrará dicho taller son: 12 de mayo, 19 de mayo, 26 de mayo y 2 de junio, desde las 15.00 hasta las 17.00 horas en las instalaciones del Departamento de Lengua y Filología Italianas. El taller será coordinado por el traductor - traductólogo Konstantinos Paleologos, Profesor Titular de la Universidad Aristóteles de Tesalónica. En el taller podrán participar hasta diez personas, por lo cual se mantendrá absoluto orden de preferencia. Los socios que participarán tendrán que haber abonado la cuota de la Asociación para el año 2016 y tener muy buen conocimiento del español y del griego. Se dará preferencia a los socios que no participaron en el taller el año pasado. Los interesados pueden apuntarse hasta el día 23 de abril, enviando un correo electónico con sus datos personales a la dirección de la Asociación:


Τα προς μετάφραση κείμενα – Τextos a traducir


Tal vez el tigre, de Neus Aguado
.......
Probé el fruto del azufaifo y olvidé mi patria:
era agria la azufaifa pero no me importó,
extranjera persigo tu sombra por los pedregales,
viajo sin rumbo sin moverme de casa
y cuando tu sombra se refleja en mi mente,
contengo la respiración, cuento hasta cien
y muy despacio abro la puerta y sigo buscándote.
Desde entonces eres mi patria y yo soy extranjera.
......
......
Paralelismos, de Rubén Rojas Yedra
......
Elena se detuvo junto a la mesa del salón, que había dispuesto con esmero para cuatro comensales. Las diez en punto. Guardó silencio y prestó atención a los pasos que llegaban del techo: un nuevo viaje a la cocina; hacían falta más vasos y seguramente… algún cubierto. A su vuelta, alguien iba al baño. Elena se precipitó por el pasillo —al fondo, a la derecha—, se sentó en el váter y meó sin ganas. Esperó para tirar de la cisterna al unísono.
..Durante la cena, se oyeron risas dobladas, descorche de botella —pup y pup— y un par de brindis que Elena imitó a dos manos. Cenó poco, sólo lo suyo, y no repitió porque tenía el hambre cambiada. Dos parejas arriba y a continuación una sobremesa de conversaciones cómplices que Elena escuchó con los ojos turbios y mudos. Sobre la mesa se repartía un juego de café y té completo de segunda mano. Sobre la mesa limpia, las tazas vacías.
.....Finalmente, los invitados se marcharon y la pareja del piso de arriba se quedó a solas. Entonces empezaron los besos, los jadeos, los toqueteos urgentes que se intuían en dirección al dormitorio. Elena sólo pudo restregarse en las paredes del pasillo, arrancarse la ropa, masturbarse —maquinal y exageradamente—, imitando el escándalo del somier, y después llorar: dos lágrimas que hizo coincidir con un orgasmo fingido.
........

Ocho, de Javier Salvago

Tengo guardadas fotos
tuyas, sin papel kodak,
pero mucho más claras,
vivas, en la memoria.

Tengo guardadas fotos
tuyas del primer día.
Tengo todas tus caras,
tus gestos, tus sonrisas.

Te tengo en jean, en ropa
interior, en la cama,
desnuda, y en la ducha,
junto a mí, enjabonada.

Tomando el sol, bailando,
mirándote al espejo...
Tengo un álbum de fotos
tuyas en el recuerdo.


Diván, de Mariasun Landa
.....

La hormiga neurótica del hormiguero acudió durante bastante tiempo al sicoanalista. Se quejó de su destino, culpó a sus progenitores de ser como era y a todos los dioses de la tierra por no haber sido una mariposa. Cuando el sicoanalista le dijo que la solución a su neurosis era aceptar la vida tal y como era, se sintió íntimamente estafada. Y con razón. El sicoanalista, de noche y a escondidas, seguía intentando volar como una libélula. Eso sí, sin sentimiento de culpabilidad.