Σάββατο 26 Μαρτίου 2016

Ένα ποίημα της Sandra Santana

Nuevas consideraciones acerca del destino del agua

La tormenta aguardaba
respirando despacio.
 
De pronto echa a correr y todas las preguntas
 
caen agotadas
 
desde la orilla de nuestros labios.

“Entiéndeme, vivir es tan difícil, es un verbo tan frágil, tan inconstante... En cuanto le pones un dedo encima comienza a vibrar, a moverse, a perder su forma.”

Mi suspicacia hace
que se rompa la tarde
y la superficie del cielo,
como el vidrio por un leve golpe,
descubre una grieta infinita.

Continúa entero, créeme,
incluso más hermoso,
pero exhibiendo ahora
impúdicamente su fragilidad, 
su condición de material efímero.


Νέες θεωρήσεις αναφορικά με το πεπρωμένο του νερού

Παραμόνευε η καταιγίδα
αναπνέοντας αργά.
Άξαφνα, αρχίζει να τρέχει και όλες οι ερωτήσεις
σωριάζονται εξουθενωμένες
από την όχθη των χειλιών μας.

«Κατάλαβέ με, το να ζεις είναι τόσο δύσκολο, είναι ένα ρήμα τόσο εύθραυστο, τόσο ασυνεπές… Μόλις ακουμπήσεις το δάχτυλό σου επάνω του, αρχίζει να πάλλεται, να κινείται, να χάνει το σχήμα του».

Η καχυποψία μου
κατακερματίζει το απόγευμα
και η επιφάνεια του ουρανού,
όπως το γυαλί από ένα ελαφρύ χτύπημα,
ανακαλύπτει μια ατέλειωτη ρωγμή.

Πιστέψτε με, εξακολουθεί να είναι ακέραιος
ίσως και πιο όμορφος·
επιδεικνύει όμως τώρα,
δίχως ντροπή, την ευπάθειά του,
την εφήμερη υλικότητά του.

μετ. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος


Η Σάντρα Σαντάνα είναι ποιήτρια. Γεννήθηκε στη Μαδρίτη το 1978. Εργάζεται ως καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Θαραγόθα.

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2016

Μετάφραση: Η εναντίωση στη Βαβέλ




Ο Αναγνώστης και το Ινστιτούτο Θερβάντες διοργανώνουν εκδήλωση με θέμα «Μετάφραση: Η εναντίωση στη Βαβέλ». Στόχος να συζητηθεί η διαδικασία της μετάφρασης υπό το φως της εποχής μας. Τα δεκάδες προβλήματα που αναφύονται στη μεταφραστική εργασία, τα φιλοσοφικά και πολιτιστικά ερωτήματα, η συγχρονία και διαχρονία, η σημασία των πολλαπλών μεταφράσεων για το ίδιο έργο, ο ρόλος των μεταφραστών, των εκδοτών και ζητήματα πρόσληψης  των αναγνωστών.
Δευτέρα 28 Μαρτίου, 7.30μμ
στο Ινστιτούτο Θερβάντες. Μητροπόλεως, 23
Τηλ.: 210-3634117
Παίρνουν μέρος οι μεταφραστές: 

Γιάννης Καλλιφατίδης, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Μαρία Παπαδήμα, Κατερίνα Σχινά.

Είσοδος ελεύθερη


Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016

Necrosis de la posmodernidad. Sobre el estado actual de la interpretación de la Filosofía y la Literatura en España




Necrosis de la posmodernidad, Jesús G. MAESTRO (ed.)
Sobre el estado actual de la interpretación de la Filosofía y la Literatura en España
Precio: 39,00 €
Vigo, Editorial Academia del Hispanismo, 2016, 246 pp.
ISBN 978-84-16187-37-9

La literatura tiene quien la escriba —pues sobran autores—, pero no tiene, con la misma frecuencia, quien la interprete: porque, cada día más, faltan transductores debidamente educados. Leer no es interpretar para los demás, sino para uno mismo. Un lector es un intérprete sin poder. Por eso, muchas veces, la literatura no tiene quien la interprete, aunque tenga quien la escriba. La interpretación exige un poder que la haga efectiva.

La esencia literaria de una obra, es decir, su materia literaria, su ser literario, no depende solo del lector. Algo así sería un reduccionismo de los cuatro materiales literarios (autor, obra, lector e intérprete o transductor) a uno solo de ellos (el lector). En esa falacia y reduccionismo incurrió la estética de la recepción de Jauss e Iser, y sus seguidores.
Tampoco todo esto puede reducirse solo al transductor o intérprete. La literatura es cosa de cuatro. No es un ménage à trois como consideraban Jakobson y los estructuralistas acríticos que le siguieron (emisor, mensaje, receptor). Semejante matraca la repitieron durante más de medio siglo, como si nada. No cabe mayor ni más miope simplismo. Aún hoy, en Francia, y en muchos otros países, siguen con lo mismo. Acríticamente, siguen con lo mismo. Y en media España, también. Así está la Teoría de la Literatura: hoy, como hace más de 50 años.
De cualquier modo, lo que quiero decir cuando escribo que la literatura puede sobrevivir sin lectores, pero no sin intérpretes o transductores, es que lo que preserva a la literatura como tal no son quienes la leen, sino quienes la interpretan institucionalmente para los demás, y como tal la preservan en las instituciones a las que sirven: universidades, bibliotecas, prensa, academias de la historia, de la lengua, etc... Es decir, quienes disponen de poder político, porque tales instituciones son políticas: son instituciones del Estado.
El lector interpreta para sí: no dispone de más alcance ni poder (es un consumidor). El intérprete o transductor interpreta para los demás: es un delegado de un poder institucional capaz de imponer su interpretación, o la interpretación de su amo, a los demás.
Lo peor para la literatura no es que se quede sin lectores. La literatura no tiene lectores: ¿quién lee el Cantar de mio Cid, Pasión de la Tierra o Cárcel de Amor? Solo los intérpretes académicos. Lo peor que le puede pasar a la literatura es que se quede sin intérpretes, porque nadie la preservará. No será ni recuerdo. Y porque, además, sin lectores se ha quedado ya hace un siglo. O más (cuando menos).
En esta monografía se publica casi una veintena de trabajos de investigación que reflexiona críticamente sobre las crisis y lisis de la posmodernidad. Más concretamente: sobre la necrosis y degradación agónica de la posmodernidad. Se objetiva de este modo una importante reflexión, con independencia de los intereses universitarios y gremiales del mundo académico, cada vez más hundido en un tercer mundo semántico, bajo los imperativos ideológicos de un posmodernismo yermo, agotado y anómico.


Jesús G. Maestro

Índice

I.             LOS INTELECTUALES Y LA LITERATURA

El ascenso de los intelectuales: crónica de una estupidez
María Teresa González Cortés

El criterio disparatado de Javier Cercas
Ramón Rubinat Parellada

Las primeras expresiones del problema nacional en Marx y Engels
José Luis Pozo Fajarnés

Los intelectuales españoles ante la URSS
José Antonio Santiago Sánchez

II.           CRISIS DE LA POSMODERNIDAD

Una posible alternativa lingüística al desierto teórico posmoderno: literatura e integracionismo
Raúl Álvarez-Moreno

Autonomía y postautonomía literaria: un debate teórico en español
Cecilia M. T. López Badano

III.          LITERATURA Y FICCIÓN

Ficción y Teoría de la Literatura: tres falsas teorías sobre la ficción literaria
Jesús G. Maestro

Las nuevas modalidades ficcionales en la novela contemporánea: estudio narratológico y representaciones textuales
Francisco Álamo Felices

La queja metaficticia como una seña de identidad literaria española Vicente Pérez de León

IV.         TEORÍA DE LA LITERATURA Y LITERATURA COMPARADA

Pensar la literatura mundial en español. Reflexiones sobre un debate abierto
Konstantinos Paleologos

“El campo casi infinito”: de la actualidad de Claudio Guillén en los estudios de Literatura Comparada
Maria Candida Ferreira de Almeida

V.           LOS AUTORES Y LA LITERATURA

La crítica práctica y teórica de los creadores Francisco Ayala y Torrente Ballester
Stephen Miller

Álvaro Pombo: para ser poeta no basta ser esteta
Laetitia Baligant

VI.         LITERATURA Y FILOSOFÍA

Las funciones filosóficas de la literatura
Bernat Castany Prado

El análisis retórico-general
Sorina Dora Simion

El universo entre páginas. Consideraciones sobre la indiscernibilidad entre literatura y filosofía en la prosa de Jorge Luis Borges

Gernot Kamecke

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

H πιο κακιά κυρία του κόσμου, του Φρανσίσκο Ινοχόσα

H πιο κακιά κυρία του κόσμου
Για τη Σοφία

Στα βόρεια του Τουραμπούλ υπήρχε μια φορά και έναν καιρό μια κυρία που ήταν η πιο κακιά κυρία του κόσμου. Ήταν χοντρή σαν ιπποπόταμος, κάπνιζε πούρο και είχε δύο μυτερούς, γυαλιστερούς κυνόδοντες.
            Επιπλέον, φορούσε μυτερές μπότες και είχε κάτι μακριά και αιχμηρά νύχια με τα οποία της άρεσε να γρατζουνάει τον κόσμο.
            Χτυπούσε τα πέντε παιδιά της όταν έπαιρναν κακούς βαθμούς στο σχολείο, αλλά και όταν έπαιρναν δεκάρια. Τα τιμωρούσε όταν φερόντουσαν καλά, αλλά και όταν φερόντουσαν άσχημα. Τους έριχνε λεμόνι στα μάτια όταν έκαναν αταξίες, αλλά κι όταν τη βοηθούσαν να σκουπίσει το σαλόνι ή να πλύνει τα πιάτα μετά το φαγητό.
            Εκτός απ’ όλα αυτά, για πρωινό τούς έβαζε σκυλοτροφή. Όποιο δεν την έτρωγε, έπρεπε να πηδήξει σχοινάκι εκατό είκοσι φορές, να κάνει πενήντα βαθιά ημικαθίσματα και να κοιμηθεί στο κοτέτσι.
            Τα παιδιά της γειτονιάς το έβαζαν στα πόδια όταν την έβλεπαν να πλησιάζει. Το ίδιο συνέβαινε με τους κυρίους και τις κυρίες, τους γέρους και τις γριές, τους αστυνομικούς και τους καταστηματάρχες.
            Μέχρι και οι γάτες, οι γλάροι και οι κατσαρίδες ήξεραν ότι κινδυνεύει η ζωή τους κοντά σ’ αυτή τη μοχθηρή γυναίκα. Τα μυρμήγκια ούτε που το σκέφτονταν καν να φτιάξουν τη μυρμηγκοφωλιά τους κοντά στο σπίτι της γιατί ήξεραν ότι η κυρία θα ’ριχνε μέσα βραστό νερό.
            Ήταν μια κακιά, απαίσια, τρομακτική και πολύ μοχθηρή κυρία. Η πιο κακιά από τις πιο κακές κυρίες του κόσμου. Η πιο μοχθηρή από τις πιο μοχθηρές.
            Μέχρι που μια μέρα τα παιδιά της και όλοι οι χωριανοί δεν την άντεχαν πλέον και προτίμησαν να το σκάσουν από κει γιατί φοβόντουσαν για τη ζωή τους.
            Από τότε οι πλατείες ήταν άδειες, δεν γάβγιζαν σκυλιά στους δρόμους ούτε πετούσαν πουλιά στον ουρανό ούτε αναζητούσαν λουλούδια οι μέλισσες. Ακουγόταν μόνο το σφύριγμα του ανέμου και ο χτύπος από τις σταγόνες της βροχής στις στέγες των σπιτιών.
            Έτσι, λοιπόν, η κακιά γυναίκα απέμεινε μόνη, κατάμονη, χωρίς να ’χει κάποιον για να ενοχλεί ή να γρατζουνάει.
            Το μοναδικό ον που εξακολουθούσε να ζει εκεί ήταν ένα ταχυδρομικό περιστέρι που είχε μείνει κλεισμένο σ’ ένα κλουβί σε κάποιο γειτονικό σπίτι. Η τρομακτική γυναίκα διασκέδαζε δίνοντάς του κάθε μέρα να τρώει ψίχουλα βουτηγμένα σε καυτή σάλτσα τσίλι και να πίνει νερό ανακατεμένο με ξύδι. Μερικές φορές τού ξερίζωνε ένα φτερό και άλλες του στραμπουλούσε τα δάχτυλα των ποδιών του.
            Όταν το καημένο το περιστέρι ήταν πλέον έτοιμο να πεθάνει, η κυρία, απελπισμένη που δεν θα είχε κάποιον να χτυπάει, κατάλαβε ότι μόνο εκείνο μπορούσε να τη βοηθήσει για να φέρει ξανά πίσω τους χωριανούς.
            Αποφάσισε τότε να του δώσει τα ψίχουλα χωρίς καυτή σάλτσα τσίλι και το νερό σκέτο και, μερικές μέρες αργότερα, τόλμησε να το χαϊδέψει. Όταν πείστηκε ότι το περιστέρι ήταν πλέον φίλος της και ότι θα πήγαινε το μήνυμα που ήθελε στα παιδιά της και στους άλλους χωριανούς, το έγραψε σ' ένα χαρτάκι, το έβαλε στο ράμφος του πουλιού και το άφησε να πετάξει.
            Μερικές μέρες αργότερα, οι παλιοί κάτοικοι του χωριού επέστρεψαν μιας και η πιο κακιά από όλες τις κυρίες του κόσμου τούς ζητούσε συγγνώμη στο μήνυμά της:

Θέλω να με συγχωρέσετε. Πιστεύω ότι ήμουν κακό άτομο και το έχω μετανιώσει. Δεν θα ξανακάνω πλέον τα ίδια με παλιά. Για να με πιστέψετε θα αφήσω να με πατήσουν και να με γρατζουνήσουν όσοι από εσάς θέλετε.

            Δεν πέρασε πολύς καιρός και οι άνθρωποι γύρισαν στο χωριό, πήγαν στα σπίτια τους και με μεγάλη χαρά πάτησαν και γρατζούνησαν τη φρικτή γυναίκα.
            Μέχρι που μια νύχτα, όταν όλοι κοιμόντουσαν, εκείνη άρχισε να χτίζει ένα τείχος γύρω από το χωριό ώστε πλέον κανείς να μην μπορεί να δραπετεύσει από αυτό. Ποιος ξέρει πώς το ’κανε, το γεγονός είναι ότι ένα ψηλό τείχος φυλάκισε, το επόμενο πρωί, όλο μα όλο το χωριό.
            Από τότε ξανάγινε η πιο κακιά, η κακιότερη, η κακιοτερότερη γυναίκα του κόσμου.
            Έριχνε μπάτσες στα παιδιά της, δάγκωνε τα αφτιά των ξυλουργών, έσβηνε το πούρο της στους αφαλούς των ταξιτζήδων, σφαλιάριζε τα μικρά, κλωτσούσε τις γριούλες, έμπηγε τα δάχτυλά της στα μάτια των στρατηγών και χτυπούσε με το χάρακα τα χέρια των αστυνομικών.      
            Ύστερα έριχνε σάπιο κρέας στα σκυλιά, γρατζουνούσε με τα μακριά της νύχια τις προβοσκίδες των ελεφάντων, έδενε κόμπο τους λαιμούς στις καμηλοπαρδάλεις και έτρωγε ζωντανές τις καημένες τις ταραντούλες. Ακόμα και τα λιοντάρια φέρονταν σαν γατούλες όταν την έβλεπαν, γιατί τους μαδούσε τόσο πολύ τη χαίτη που τα άφηνε καραφλά και με δάκρυα στα μάτια.
            Και τι να πει κανείς για τα λουλούδια: μέσα σε μερικές ώρες δεν υπήρχε ούτε ένα που να είχε διατηρήσει τα πέταλά του.
            Αλλά μια ωραία μέρα, την ώρα που η κυρία έριχνε το μεσημεριανό υπνάκο της, όλοι οι χωριανοί μαζεύτηκαν στην πλατεία του χωριού. Ο αρχηγός των πυροσβεστών είπε:
            «Δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση».
            «Είναι γεγονός», συμφώνησε μαζί του ο φαρμακοποιός. «Πρέπει να γκρεμίσουμε το τείχος και να το σκάσουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε».
            «Και γιατί δεν προσπαθούμε να την πείσουμε», ρώτησε ένα αγοράκι, «να σταματήσει να μας ενοχλεί;»
            «Χα, χα, χα», ξέσπασαν όλοι σε τρανταχτά γέλια, που τα έπνιξαν αμέσως γιατί φοβήθηκαν πως θα την ξυπνούσαν.
            «Όχι», επενέβη ο πιο γέρος του χωριού. «Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να την ξεγελάσουμε».
            «Να την ξεγελάσουμε;», ρώτησε έκπληκτος ο ιδιοκτήτης της βιοτεχνίας πάγου. «Πώς θα την ξεγελάσουμε;»
            «Πολύ εύκολο», τους διαβεβαίωσε ο γεράκος. «Κάθε φορά που θα μας χτυπάει θα της λέμε ευχαριστώ. Αν μας δαγκώνει τα αφτιά, θα της ζητάμε να το ξανακάνει. Αν μας γρατζουνάει, θα της λέμε ότι είναι το πιο απολαυστικό πράγμα που έχουμε νιώσει στη ζωή μας. Πώς σας φαίνεται;»
            «Οοοο!!!», αναφώνησαν όλοι με ορθάνοιχτα μάτια.     
            «Δεν είναι κακή ιδέα», συμπλήρωσε ο ιδιοκτήτης του μεγαλύτερου στόλου από καμήλες του χωριού.
            Έτσι, λοιπόν, συμφώνησαν όλοι.
            Η κυρία ξύπνησε από το μεσημεριανό υπνάκο της μέσα στα νεύρα. Είχε τρομερή όρεξη να τσιμπήσει ένα παιδάκι. Το πρώτο που βρήκε μπροστά της, το μεγάλο της γιο. Τον άρπαξε από το μάγουλο και δεν τον αμόλησε παρά μισή ώρα αργότερα. Ο γιος της, υπομένοντας τον πόνο, είπε:
            «Ευχαριστώ, μανούλα, μπορείς να με ξανατσιμπήσεις; Έλα, σε παρακαλώ, έστω μια φορά ακόμα…»
            Η κυρία, παραξενεμένη στην αρχή, του είπε όχι γιατί δεν άξιζε ένα τέτοιο βραβείο.
            Ύστερα πήγε φουριόζα να βρει τη γειτόνισσά της. Όταν την είδε, της έδωσε μια δυνατή κλωτσιά στο καλάμι με τη μύτη της μπότας της. Αν και πέθανε στον πόνο, η γειτόνισσα δάγκωσε τα χείλη της, συγκράτησε τα δάκρυά της και είπε στη μέγαιρα:
            «Ευχαριστώ πολύ, ευχαριστώ πολύ. Θα μπορούσα να σας ζητήσω μια χάρη;»    
            «Μια χάρη; Τι χάρη και ξεχάρη!», αναφώνησε η κακιασμένη.
            «Δώστε μου και μια κλωτσιά στον πισινό. Είναι τόσο ωραίο! Ποτέ κανείς δεν με έχει χτυπήσει τόσο όμορφα όσο εσείς. Χτυπάτε τόσο δυνατά…»
            «Όχι, όχι, και πάλι όχι! Ποια νομίζετε ότι είστε για να μου ζητάτε χάρες;»
            «Ούτε μια κλωτσιά στα οπίσθια;», ικέτεψε η γειτόνισσα με ύφος, πραγματικά, πολύ θλιμμένο.
            Καθώς είδε ότι συνέβαιναν πολύ περίεργα πράγματα, η κακιά γυναίκα πήγε να βρει τον τσαγκάρη και του τράβηξε τόσο δυνατά τα μαλλιά που της έμειναν στο χέρι.
            «Ευχαριστώ πολύ, κυρά μου, θα σας ήμουν ευγνώμων αν μου βγάζατε και τα υπόλοιπα μαλλιά. Έχω τέτοια επιθυμία να μείνω φαλακρός που δεν το φαντάζεστε. Και το κάνετε με τέτοια λεπτότητα… Πιστέψτε με, ούτε ο καλύτερος κομμωτής του κόσμου δεν θα το έκανε τόσο καλά».
             Η πιο κακιά κυρία του κόσμου έκανε τα ίδια σε όλους και κάθε ένα χωριανό, μέχρι που ήρθε το βράδυ και άρχισε να νυστάζει.
            Όσο εκείνη κοιμόταν, ο κόσμος μαζεύτηκε ξανά.
            «Πιστεύω», είπε ο πιο γέρος, «ότι το σχέδιό μας έπιασε. Τώρα πρέπει να συνεχίσουμε να την ξεγελάμε. Όταν της έρθει να κάνει καμία καλοσύνη, αν και όποτε συμβεί κάτι τέτοιο, θα διαμαρτυρηθούμε σαν να μας είχε πονέσει και σαν να ήταν το πιο κακό πράγμα που θα μπορούσε να κάνει κανείς.
            Χαμόγελα άνθισαν σε όλα τα χείλη και όλοι μαζί αποκρίθηκαν:
            «Σύμφωνοι!»
            Το επόμενο πρωί η πιο κακιά κυρία του κόσμου σηκώθηκε μέσα στα νεύρα. Πήγε στην κουζίνα για να βάλει στα παιδιά της σκυλοτροφή. Χρειάστηκε πολλή προσπάθεια για να συγκρατηθεί όταν ανακάλυψε ότι ήταν άδειο το κουτί.
            «Γκρρρ!», γκρίνιαξε. «Τώρα θα πρέπει να τους δώσω για πρωινό δημητριακά με γάλα και μέλι».
            Τα παιδιά, μόλις είδαν τα πιάτα τους σερβιρισμένα, άρχισαν να διαμαρτύρονται.
            «Μαμά, τι αηδιαστικό πράγμα είναι αυτό;»
            «Είναι δημητριακά με μέλι, χαζόπαιδο».
            «Δεν θέλω».
            «Ούτε γω», είπε ο μικρότερος μ’ ένα δάκρυ στα μάτια.
            «Προτιμώ τη σκυλοτροφή».
            «Και γω», αναφώνησαν και τα υπόλοιπα ταυτόχρονα.
            Η μαμά τους τα υποχρέωσε να φάνε αυτό που τους είχε σερβίρει. Και εκείνα, φυσικά, είχαν τέτοια έκφραση αηδίας που ήταν σαν να έτρωγαν στιφάδο με σκορπιούς.
            Αφού άφησε τα παιδιά της στο σχολείο, έπεσε στο δρόμο μούρη με μούρη με τον σιδερά που της είπε:
            «Συγγνώμη, κυρία, μπορείτε να μου κάνετε τη χάρη να μου δώσετε μια καρατιά στην πλάτη;»
            «Όχι, βέβαια! Ποιος νομίζετε ότι είστε για να μου ζητάτε χάρες, ε;»
            Ήταν τόσο τσαντισμένη και σαστισμένη η κυρία με όλα όσα συνέβαιναν γύρω της ώστε, χωρίς να το καταλάβει, έδωσε ένα νόμισμα στο ζητιάνο του χωριού. Εκείνος έγινε έξαλλος και την επέπληξε:
            «Τι συμβαίνει με σας, κυρία; Πάρτε από δω τα απαίσια χρήματά σας. Μην με προσβάλλετε με τη φιλευσπλαχνία σας».
            Ευχαριστημένη που είδε ότι αυτό δεν άρεσε στο ζητιάνο, έβγαλε από την τσάντα της όλα τα χαρτονομίσματα και τα νομίσματα που είχε και τα πέταξε στο καπέλο του.
            Τα ίδιο έγινε με όλους και καθένα χωριστά τους χωριανούς.
            Ο τελευταίος που συνάντησε ήταν ο πιο γέρος που της είπε:
            «Πολύ κακές μέρες να έχετε, κυρία. Είδατε πως ένας θεόσταλτος άγγελος μας έβαλε στο χωριό ένα καταπληκτικό τείχος; Όλοι είμαστε πολύ ευχαριστημένοι και περήφανοι που έχουμε ένα τόσο όμορφο τείχος».
            Γεμάτη οργή, βγάζοντας σάλια από το στόμα και αφρούς από τη μύτη, έτρεξε στο τείχος και σε λιγότερο από μια ώρα το γκρέμισε ολόκληρο.
            Από τότε όλοι ζήσανε ευτυχισμένοι, αφού η πιο κακιά κυρία εξακολουθούσε να κάνει τα πιο καλά κακά πράγματα του κόσμου, την ώρα που το χωριό διασκέδαζε με την ψυχή του ξεγελώντας την.

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

Francisco Hinojosa nació en la ciudad de México en 1954. Estudió Lengua y Literaturas Hispánicas en la UNAM. Antes de dedicarse a la escritura, fue editor de varias publicaciones periódicas. Ha publicado más de cincuenta libros de poesía, cuento, crónica de viaje, periodismo, ensayo, literatura infantil, libro de texto y antologías. Algunos de sus títulos son: Robinson perseguido, La peor señora del mundo, La fórmula del doctor Funes, Una semana en Lugano, Ana, ¿verdad?, Informe negro, Un tipo de cuidado, Migraña en racimos, Mexican Chicago, La nota negra, Cuéntame, Poesía eras tú, El tiempo apremia y Emma. Algunas de sus obras han sido traducidas al inglés, coreano, portugués, italiano, polaco, lituano y estonio. Ha sido autor y colaborador de libros de texto para primaria, secundaria y preparatoria, así como compilador de antologías de lecturas para esos grados. Ha obtenido varios premios y reconocimientos, como el Premio Nacional de Cuento San Luis Potosí (1993) y el apoyo del Sistema Nacional de Creadores de Arte (1993-2013). Fue nombrado embajador de la Feria Internacional del Libro Infantil y Juvenil durante 2015.


    

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016

Βιβλιοκριτική του Κώστα Κατσουλάρη για την Κίτρινη βροχή του Χούλιο Γιαμαθάρες

Βρισκόμαστε στο 1961. Στα ισπανικά χωριά της οροσειράς των Πυρηναίων, στα σύνορα με τη Γαλλία, τα σπίτια ερημώνουν το ένα μετά το άλλο. Οι χωρικοί είτε καταφεύγουν στις μεγάλες πόλεις είτε μεταναστεύουν στο εξωτερικό. Σε ένα από αυτά, στο Αϊνιέλιε, ο τελευταίος του κάτοικος αρνείται να πάρει τον δρόμο της φυγής και παραδίδεται σε έναν αργό, επώδυνο θάνατο, αποτέλεσμα της άνισης μάχης του με τη φθορά και την άγρια φύση, καθώς και με τις εξίσου αδυσώπητες μνήμες του. Η κίτρινη βροχή είναι η πυρετώδης εξιστόρηση των τελευταίων χρόνων της ζωής του, χρόνων που τα σημάδεψαν η ερήμωση, η τρέλα, ο θάνατος αλλά και η οργισμένη επιμονή του στη διατήρηση των βωμών και των εστιών.

Η ιστορία ξεκινά την ώρα που μια ομάδα αντρών από κάποια διπλανά χωριά μπαίνει στο εγκαταλελειμμένο χωριό και βρίσκει τον Αντρές, τον ήρωα και αφηγητή, ημιθανή. Ο μεσήλικος άντρας κείτεται εξουθενωμένος σε ένα από τα λίγα εναπομείναντα οικήματα του χωριού σε κατάσταση πυρετικού παραληρήματος αλλά και ψυχικής έξαρσης. Ο νους του τρέχει στα χρόνια, στους μήνες και στις ημέρες που πέρασαν, στις οδυνηρές αναχωρήσεις των τελευταίων κατοίκων, στους θανάτους αγαπημένων προσώπων. Μοναδικός του σύντροφος ο πιστός του σκύλος, ύστατος μα και βουβός μάρτυρας της φυσικής αλλά και συμβολικής ερήμωσης του τόπου. Μονάχα φαντάσματα ­τα φαντάσματα της ψυχής του Αντρές­ κατοικούν πια τον χώρο, φαντάσματα που όσο οι ζωντανοί λιγοστεύουν τόσο πυκνώνουν την παρουσία τους: η πολυαγαπημένη του γυναίκα που αυτοχειριάστηκε μη μπορώντας να αντέξει την ερήμωση­ και κυρίως την εγκατάλειψή τους από τον γιο τους· η μάνα του και ο υπερήφανος πατέρας του, του οποίου η καταφατική στάση απέναντι στον θάνατο απετέλεσε και αποτελεί εσωτερική πυξίδα για τον αφηγητή, ο οποίος και επιλέγει τελικά να θαφτεί πρόωρα δίπλα στους τάφους των δικών του παρά να γεράσει μακριά τους. Ολόγυρά του ο τόπος, τα δέντρα και ο αέρας, οι εναλλαγές των εποχών, μάρτυρες ενός αναλλοίωτου μα τώρα πια εχθρικού κόσμου.

Αυτό που κάνει την Κίτρινη βροχή κείμενο πραγματικά σπαραξικάρδιο, πέρα από το έτσι κι αλλιώς συγκινησιακά φορτισμένο θέμα της, είναι η ταύτιση ανθρώπου και χώρου, ατόμου και κοινότητας, και η άρνηση του αφηγητή να δει τον εαυτό του εκτός αυτής της αλυσίδας. Ο συλλογικός θάνατος ­εν προκειμένω ο θάνατος ενός χωριού­ εγγράφεται πάνω στο σώμα και στη συνείδηση του ήρωα σαν να ήταν ο δικός του, ατομικός και βιολογικός θάνατος. Οι ρωγμές στα σπίτια, τα αγριόχορτα που ρημάζουν τα τοιχώματά τους, είναι ρωγμές και ρήμαγμα της δικής του ψυχής. Η γραφή του Γιαμαθάρες, πυκνή και σφιχτή, σκληρή μα και λυρική και ενίοτε δυσβάσταχτα αληθινή, συνοδεύει τον ημιθανή ήρωα στον τάφο του δίχως να του χαρίζει την παραμικρή αναλαμπή, την ελάχιστη ζεστασιά.

Σε μια ευρύτερη θεώρησή του το κείμενο του Γιαμαθάρες είναι ένας πικρός αποχαιρετισμός μιας ολόκληρης εποχής, μιας εποχής που διατηρήθηκε ίδια και απαράλλαχτη για εκατοντάδες χρόνια και σαρώθηκε μέσα σε λίγες δεκαετίες από τις κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις και το ολοένα διογκούμενο κύμα αστυφιλίας. Είναι ένας χαιρετισμός σε ένα είδος ανθρώπου που εξαφανίζεται, του ανθρώπου που παραμένει προσκολλημένος στη γη και στη φύση, στη μνήμη και στο παρελθόν, του ανθρώπου που ζει και τρέφεται από αυτά, που υπάρχει και διαιωνίζεται μέσα από αυτά.

Η κίτρινη βροχή, έργο του 1985, έγινε δεκτό με διθυράμβους στην Ισπανία ενώ ακολούθησε και μια εντυπωσιακή για τον βαθμό δυσκολίας του βιβλίου εμπορική επιτυχία. Κατατοπιστικός ο πρόλογος του κ. Κωνσταντίνου Παλαιολόγου τόσο σε ό,τι αφορά τον Χούλιο Γιαμαθάρες όσο και τη σύγχρονη ισπανική λογοτεχνία και πολύ καλή η μετάφρασή του. Από το έργο του Γιαμαθάρες έχει επίσης κυκλοφορήσει στα ελληνικά, σε μετάφραση Μαρίας Χατζηγιάννη, το μυθιστόρημα Το φεγγάρι των λύκων (εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, 1991).

Κώστας Κατσουλάρης, ΤΟ ΒΗΜΑ, 21-01-2001

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2016

El chimpancé, de Alejandro Ramírez / Ο χιμπατζής, του Αλεχάντρο Ραμίρες

El chimpancé, de Alejandro Ramírez

El chimpancé se escapó del zoológico y se refugió en mi casa. Me suplicó con la mirada que lo protegiera y que no lo denunciara. Me apiadé de él. Desde entonces el fastidioso animal se ha empeñado en imitar todos mis movimientos. Aprendió a comportarse correctamente en la mesa, cocina modestamente y sus hábitos higiénicos son bastante dignos. Pero me tocó detenerlo cuando también intentó acostarse con mi esposa: inconforme, se sentó a observarnos y a anotar sus impresiones en una libreta.



Ο   χιμπατζής, του Αλεχάντρο Ραμίρες

Ο χιμπατζής δραπέτευσε από το ζωολογικό κήπο και βρήκε καταφύγιο στο σπίτι μου.  Με το βλέμμα με παρακάλεσε να τον προστατέψω και να μην τον καταδώσω. Τον λυπήθηκα. Από εκείνη τη στιγμή, το ενοχλητικό ζώο έχει βαλθεί να μιμείται όλες μου τις κινήσεις. Έμαθε να συμπεριφέρεται σωστά στο τραπέζι, μαγειρεύει συμπαθητικά και οι συνήθειες υγιεινής του είναι αρκετά αξιοπρεπείς. Όμως χρειάστηκε να τον σταματήσω όταν προσπάθησε να πλαγιάσει με τη σύζυγό μου: ενοχλημένος, άρχισε να μας παρακολουθεί και να καταγράφει τις εντυπώσεις του σε ένα σημειωματάριο.

μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

Ο Alejandro Ramírez (1980) είναι κολομβιανός συγγραφέας.