Κυριακή 24 Αυγούστου 2014

Ο άντρας που συνάντησε την ευτυχία, της Clara Sánchez

Για μια στιγμή, ένα μεγάλο κενό κατακλύζει το μυαλό του Θέσαρ Σ., ιδιοκτήτη της μεγαλύτερης αλυσίδας ξενοδοχείων της χώρας, την ώρα που κατευθύνεται προς το σπίτι του, σοβαρός και λυπημένος, όπως πάντα. Ξαφνικά, νιώθει σίγουρος για το πώς θα έπρεπε να είναι η ζωή του από δω και πέρα. Κατεβάζει το τζάμι του αυτοκινήτου, αναπνέει με νέα πνευμόνια και παρατηρεί με νέα μάτια το μεγαλείο της εξοχής.
            Με το που αφήνει πίσω του την καγκελόπορτα και προχωρά ανάμεσα στις πρασιές που περιβάλλουν την είσοδο, έχει ήδη αποφασίσει να απαλλαγεί από όλα του τα πλούτη. Έτσι, λοιπόν, χαρίζει στο σοφέρ του ολάκερο το στόλο από αυτοκίνητα και ανακοινώνει στη γυναίκα του ότι θα έχει πλέον την κυριότητα της περιουσίας τους, την οποία ο ίδιος μόλις αποκήρυξε. Η γυναίκα του τού λέει να έρθει στα συγκαλά του, αλλά αυτός απαντάει πως το μόνο πράγμα που χρειάζεται είναι ένα σπιτάκι με ένα μικρό περιβόλι για να σπέρνει τα προς το ζειν.
            Ο Θέσαρ Σ. έχει ένα σπίτι με περιβόλι και πηγάδι και είναι ευτυχισμένος για περίπου ένα χρόνο, μέχρι τη μέρα που, καθώς βγάζει τον κουβά από το πηγάδι αντί για νερό βλέπει ένα μαύρο υγρό που αμέσως καταλαβαίνει πως είναι πετρέλαιο. Πριν προλάβει να το κρύψει, το εύρημα γίνεται αντιληπτό και το νέο διαδίδεται παντού. Θεωρεί πως το καλύτερο που μπορεί να κάνει είναι να δωρίσει το κοίτασμα στο Δήμο και να αποσυρθεί στην έρημο. Εκεί δεν θα ζήσει καν σε σπιτάκι, αλλά σε μια σκηνή από καραβόπανο. Οι συγχωριανοί του, όμως, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, του χτίζουν ένα μυθικό παλάτι. Όταν του το δείχνουν και βλέπει τις χρυσές βρύσες και τα μαρμάρινα αγάλματα και τους κήπους που σχεδίασαν γάλλοι και γιαπωνέζοι κηπουροί, τα μάτια του πλημμυρίζουν από δάκρυα και οι χωρικοί χαίρονται, γιατί πιστεύουν πως κλαίει από ευτυχία. «Είμαι καταδικασμένος να είμαι πλούσιος», σκέφτεται πικραμένος. Τότε συμβαίνει κάτι απρόσμενο: μαθαίνει πως η γυναίκα του καταστράφηκε και ζει μέσα στη φτώχεια. Ο Θέσαρ Σ. αισθάνεται ξανά πως η ζωή τού χαμογελά. Κάνει τα κουρέλια του μπόγο και παρουσιάζεται στη γυναίκα του. «Τώρα θα μπορέσουμε να είμαστε πραγματικά ευτυχισμένοι, γιατί είμαστε πια και οι δυο μας ελεύθεροι», της λέει. Αυτή αντικρίζει αυτόν τον κακόμοιρο και γερασμένο άντρα με τον οποίο δεν αισθάνεται πλέον ικανή να μοιραστεί το κρεβάτι της και αρχίζει να κλαίει. Και εκείνος νιώθει χαρούμενος γιατί νομίζει πως κλαίει από ευτυχία.       

μετάφραση Κωνσταντίνος Παλαιολόγος


Η Κλάρα Σάντσεθ είναι ισπανίδα πεζογράφος. Γεννήθηκε στη Γουαδαλαχάρα το 1955. Στα ελληνικά κυκλοφορεί το μυθιστόρημά της Τελευταία νέα από τον παράδεισο (Εκδόσεις Λαγουδέρα, μτφ. Τόνια Κοροβέση). 

Ένα φορητό ψυγειάκι, της Almudena Grandes

Βγήκαν στο δρόμο στις δέκα και τριάντα δύο ενός ηλιόλουστου και ζεστού πρωινού του Ιουνίου.
            Όπως κάθε Σάββατο, χώρισαν μπροστά στο κατώφλι του σπιτιού χωρίς να πουν κουβέντα. Εκείνος πήγε στο γκαράζ να πάρει το αυτοκίνητο και εκείνη έμεινε να περιμένει με τη βαλίτσα, το φορητό ψυγειάκι, ένα ψάθινο καλάθι γεμάτο με φαγητά σε τάπερ, το κλουβί με το καναρίνι και το σκύλο του άντρα της.
            Στις δέκα και τριάντα εφτά κοίταξε το ρολόι της. Ο άντρας της θα έβαζε ήδη τη ζώνη ασφαλείας. Δεν είχαν κάνει παιδιά ως τώρα. Εκείνος ήταν υπέρ του να απολαύσουν τη ζωή για μερικά χρόνια ακόμα.
Στις δέκα και σαράντα δύο το αυτοκίνητο δεν είχε βγει ακόμα από το γκαράζ, αλλά ο σκύλος είχε κατουρήσει στο μέσον του πεζοδρομίου. Εκείνη τον κοίταξε με αηδία. Δεν της άρεσαν τα σκυλιά και δεν καταλάβαινε γιατί αργούσε τόσο ο άντρας της.
Στις δέκα και σαράντα εννιά άρχισε να ιδρώνει. Λίγο ακόμα και θα μπορούσαν να τηγανίσουν αβγά στη στέγη του εξοχικού που είχαν στο βουνό. Και το μποτιλιάρισμα στο πήγαινε. Και στο έλα. Και τα κουνούπια. Και η πεθερά της. Και η παέγια της πεθεράς της. Εκείνης της άρεσε περισσότερο η παραλία, αλλά οι προτιμήσεις της δεν την απήλλασσαν από το να πληρώνει στο τέλος κάθε μήνα τη μισή δόση της υποθήκης του σπιτιού. Εκείνος δεν είχε δώσει ακόμα σημεία ζωής.   
Στις δέκα και πενήντα τρία η σαλμονέλα, ό,τι και αν ήταν αυτό, θα είχε αρχίσει ήδη να χορεύει φλαμένκο μέσα στη μαγιονέζα της ρώσικης σαλάτας. Εκείνη αποφάσισε πως δεν θα τη δοκίμαζε. Όσο για τον άντρα της, ήταν σαν να είχε ανοίξει η γη και να τον είχε καταπιεί.
Στις έντεκα ακριβώς δεν είχε εμφανιστεί ακόμα. Ίσως να είχε πάθει βλάβη το αυτοκίνητο. Παρ’ όλο που και αυτό το είχαν πληρώσει μισό μισό, έβαλε τα γέλια και μόνο που το σκέφτηκε.
Στις έντεκα και έξι λεπτά τής μπήκε η ιδέα πως εκείνος ίσως να μην γύριζε ποτέ. Τότε στοίβαξε όλα τα πράγματα μπροστά στην εξώπορτα, άφησε το σκύλο δεμένο σε μια κολόνα και πήγε για ψώνια. Είχε πολύ καιρό να νιώσει τόσο χαρούμενη.  

μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος


Η Αλμουδένα Γκράντες είναι ισπανίδα πεζογράφος. Γεννήθηκε στη Μαδρίτη το 1960. Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία της Οι ηλικίες της Λουλού (Εκδόσεις Κριτική, μτφ. Γιώργος Ράικος), Μαλένα είναι το όνομα ενός τανγκό (Εκδόσεις Πατάκη, μτφ. Λήδα Παλλαντίου) και Οι εκδότριες (Εκδόσεις Πατάκη, μτφ. Χριστίνα Θεοδωροπούλου).    

Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014

¿Años o centímetros? / Χρόνια ή εκατοστά;


¿Años o centímetros?

Soy estrecha de cintura y los hombres imaginan que mi sexo también lo es. Se equivocan. Mi sexo es grande y su voracidad los decepciona. Casi tanto como cuando empiezo a hablar de Lautréamont o de Chet Baker. Porque mi cara es vulgar y los hombres suponen que mi cerebro se alimenta de hamburguesas. Quisiera ser una dama de caderas anchas y angostos conductos. Una mujer de cara hermosa y decisiones drásticas como descolgar las cortinas y hacer una gran colada. Pero no tengo cortinas. Ni tiempo. He quedado por internet con un hombre de veinticinco.

Isabel González González (ESPAÑA)

Χρόνια ή εκατοστά;

Έχω στενή μέση και οι άντρες φαντάζονται ότι έτσι είναι και το αιδοίο μου. Πέφτουν έξω. Το αιδοίο μου είναι μεγάλο και η αδηφαγία του τους απογοητεύει. Σχεδόν τόσο όσο και όταν αρχίζω να μιλάω για τον Λοτρεαμόν ή για τον Τσετ Μπέικερ. Γιατί το πρόσωπό μου είναι συνηθισμένο και οι άντρες υποθέτουν ότι το μυαλό μου τρέφεται με χάμπουργκερ. Θα ήθελα να ήμουν μια κυρία με γοφούς φαρδείς και στενές διόδους. Μια γυναίκα με όμορφο πρόσωπο, ικανή για δραστικές αποφάσεις όπως να ξεκρεμάσει τις κουρτίνες και να βάλει μια μεγάλη μπουγάδα. Αλλά δεν έχω κουρτίνες. Ούτε χρόνο. Έχω κανονίσει μέσω Ίντερνετ με ένα μανάρι εικοσπεντάρι.

Ισαμπέλ Γκονθάλεθ Γκονθάλεθ (ΙΣΠΑΝΙΑ)



Απόσπασμα από την ανθολογία ισπανόφωνου ερωτικού μικροδιηγήματος Βγάλε ένα φύλλο… που πρόκειται να κυκλοφορήσει κατά τους προσεχείς μήνες από τις Εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη.
Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.
Συλλογική μετάφραση: Ελένη Βότση, Χρυσάνθη Γιαννιά, Ελένη Γκόγκου, Βαγγέλης Καμπούνιας, Ασπασία Καμπύλη, Eduardo Lucena, Ζωή Μαγουλά, Μαρία Μελαδάκη, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Ελένη Παλαιολόγου, Αγγελική Παλασοπούλου, Κατερίνα Παπαδάκη, Μαρία Ρουσάκη.

Πρόλογος: Μιχάλης Μητσός.

Παρασκευή 15 Αυγούστου 2014

Η μπαλάντα του Μανθανάρες, του Ιγνάθιο Αλδεκόα

Η μπαλάντα του Μανθανάρες[1]

 του Ιγνάθιο Αλδεκόα

Από δυτικά προς νότια, μακρόστενες σειρές από αχνά βιολετί σύννεφα. Από δυτικά προς βόρεια, το απαλό γαλάζιο του ηλιοβασιλέματος. Στα ανατολικά, οι χλομές προσόψεις, τα σπηλαιώδη χάσματα, η φωσφορίζουσα μαυρίλα της καταιγίδας και της νύχτας που επέρχονται. Ψηλό, μακρινό, σαν λευκή παραλία, το μισοφέγγαρο.

Από τους κοντινούς αγρούς έρχεται ένας αδύναμος, κρύος και θλιμμένος αέρας. Ο καπνός από τις μηχανές των τρένων, ο καπνός από το κάψιμο των ξερών φύλλων, ο ταπεινός καπνός από τις παράγκες της δεξιάς όχθης θαμπώνουν το κρυστάλλινο σούρουπο. Οι νυχτερίδες τσιρίζουν και χτυπούν τα φτερά τους, πετώντας πάνω από την κοίτη του ποταμού. Ο δενδρώνας είναι μια πλωτή, ομιχλώδης πρασινάδα. Ο Μανθανάρες απλώνεται λείος και μουντός σαν μια μακριά θαμπή ίνα. Δεν σταματά, δεν σωπαίνει το εκνευριστικό μεγάφωνο του τελευταίου φθινοπωρινού υπαίθριου καφενείου. Ένα αεροπλάνο διασχίζει τον κιτρινοπράσινο ουρανό του δειλινού πάνω από τους μαύρους λόφους της Κάσα δε Κάμπο.

Από τα εργοστάσια οι εργάτες κατευθύνονται στην πόλη. Από τα εργοστάσια, μια κουρασμένη δύναμη ρέει σαν ποτάμι για να χαθεί στη συνέχεια στο λαβύρινθο της πόλης μέχρι το επόμενο πρωινό∙ το δυσάρεστο, αφιλόξενο πρωινό των εργοστασίων που το ρεύμα των εργατών θα αντιστραφεί...

Φανάρια γκαζιού. Κάτω από το ισχνό φως ενός φαναριού κάποιος περιμένει. Τα φανάρια κάνουν πιο ασαφές το περίγραμμα του δειλινού, πιο απόμακρο το συνεχές φλας του μισοφέγγαρου, πιο βαθιά τη σκοτεινιά του δενδρώνα. Κάτω από το φανάρι του γκαζιού τελειώνει η αναμονή.

«Γειά σου, Πιλάρ».

«Γειά σου, Μανουέλ».

«Πάμε, Πιλάρ;»

«Πάμε, Μανουέλ».

«Πάμε προς το σταθμό, Πιλάρ;»

«Όπου θέλεις εσύ, Μανουέλ».

«Πάμε να πιούμε κανένα βερμούτ, Πιλάρ;»

«Εγώ ένα καφέ με γάλα, Μανουέλ».

«Εσύ ένα καφέ με γάλα, Πιλάρ, κι εγώ…»

«Εσύ ένα βερμούτ, Μανουέλ».

«Στο Ναρθέα, Πιλάρ;»

«Καλύτερα στο Κουμπέρο, Μανουέλ».

«Στο Ναρθέα έχουν καλύτερο καφέ, Πιλάρ».

«Στο Κουμπέρο βάζουν περισσότερο μεζέ με το βερμούτ, Μανουέλ».

«Είσαι πολύ ωραία, Πιλάρ».

«Ναι, Μανουέλ;»

«Ναι, Πιλάρ».

«Σου αρέσω, Μανουέλ;»

«Ναι, Πίλι».

«Αχ, τι καλά, Μανόλο! Σ’ αγαπάω».

«Πολύ, Πίλι;»

«Πολύ, Μανόλο. Κι εσύ;»

«Πολύ, Πίλι».

Ο σιδηροδρομικός υπάλληλος Μανουέλ ανατριχιάζει. Ρωτάει:

«Πάμε, Πιλάρ;»

«Πάμε, Μανουέλ».

Στους ερωτευμένους αρέσει να επαναλαμβάνουν τα ονόματα. Στα αφεντικά αρέσει να επαναλαμβάνουν τα επώνυμα. Ο υπεύθυνος για τα δρομολόγια των τραμ στο Σταθμό του Βορρά δίνει διαταγές. Φωνάζει στον εισπράκτορα του τραμ για το Στρατόπεδο:

«Γκονθάλεθ, άλλαξε τις τρολέτες, βιάσου… Γκολθάλεθ, δώσε μου το φύλλο δρομολογίου… Γκονθάλεθ, μ’ ακούς;»

Φωνάζει στον οδηγό του τραμ για το Στρατόπεδο:

      «Ροδέρο, πέντε λεπτά καθυστέρηση… Ροδέρο, πρέπει να τα ανακτήσουμε… Ροδέρο, ξεκίνα, αμέσως».

Φωνάζει στον γέρο κλειδούχο:

«Μουνιόθ, μην κοιμάσαι… Μουνιόθ, αμάν πια. Μουνιόθ, πρόσεχε το 60».

Οι στρατιώτες γλιστράνε πάνω στα μεταλλικά πεταλάκια των αρβύλων τους καθώς μπαίνουν βιαστικά στο Μετρό. Η νεαρή πωλήτρια τσιγάρων ξελαρυγγιάζεται:

«Σιχαμένοι τύποι. Κατσίκια!»

Η καστανού συμφωνεί μαζί της:

«Λες κι είναι άγριοι».

Ο τυφλός  λαχειοπώλης κουνάει το κεφάλι:

«Ολόκληρη σειρά στο τέσσερα έχω».

Από το περίπτερό της η πωλήτρια εφημερίδων παρατηρεί βαριεστημένα τη ζωή. Απαντάει σ’ έναν πελάτη:

«Η Μarca [2] μού τελείωσε».

Η Πιλάρ και ο Μανουέλ προσπέρασαν το μπαρ με τον καλό καφέ και το μπαρ με τον πολύ μεζέ. Μπαίνουν στο Ρεμπερτίτο. Πρέπει να μαλώσουν λιγάκι, είναι ανάγκη να μαλώσουν λιγάκι. Έτσι είναι ο έρωτας.

«Γιατί, ρε Πιλάρ πρέπει να είσαι στις οκτώ στο σπίτι;»

«Σ’ το εξήγησα τρεις φορές, Μανουέλ».

Ο Μανουέλ το παίζει βαρύς γιατί έτσι απαιτεί το παιχνίδι.

«Δεν το κατάλαβα, Πιλάρ».

Η Πιλάρ προσποιείται την απογοητευμένη γιατί ξέρει πως έτσι πρέπει να κάνει.

«Πώς φέρεσαι έτσι, ρε Μανόλο!»

      Ο Μανουέλ σιωπά. Η Πιλάρ επιμένει.

      «Η μάνα μου μού ’χει πει…»

«Η μάνα σου…»

«Ε ναι, η μάνα μου είναι εκείνη που κάνει κουμάντο μέχρι να παντρευτούμε».

«Ναι, αλλά μπορεί και να μην παντρευτούμε».

Η Πιλάρ σιωπά. Τα ματάκια της λάμπουν. Ο Μανουέλ ξεσπαθώνει.

«Τα πράγματα πάνε άσχημα και μπορεί να μην παντρευτούμε…»

Η Πιλάρ κρατάει τα χείλη της σφιχτόκλειστα… Ο Μανουέλ συνεχίζει:

«…γιατί βαρέθηκα πια, δεν αντέχω άλλο…»

Η Πιλάρ καρφώνει το βλέμμα της στον καθρέπτη που βρίσκεται πίσω από τον πάγκο του μπαρ. Ο Μανουέλ ξεπερνάει τα όρια.

«Θα δεις εσύ!… Θα σ’ εγκαταλείψω και θα σε ξεχάσω. Φτάνουν πια τόσες τζιριντζάντζουλες».

Η Πιλάρ αντιδρά. Ορθώνεται υπερήφανη, αξιοπρεπής, ανώτερη.

«Κι εγώ έχω κουραστεί. Όποτε θέλεις το διαλύουμε. Όποτε θέλεις φεύγεις. Αλλά για πάντα, δίχως επιστροφή. Για πάντα, το κατάλαβες;»

Ο Μανουέλ καταλαβαίνει πως ο καλύτερος τρόπος για να κρατήσει τα προσχήματα, για να το παίξει άντρας, είναι να ζητήσει άλλο ένα βερμούτ.

«Ένα βερμούτ ακόμα».

Η Πιλαρ χτυπάει τα τακούνια της κάνοντας την αφηρημένη και παρατηρώντας την πλατεία μέσα από τις τζαμαρίες. Ο Μανουέλ προσπαθεί να γίνει ειρωνικός.

«Βιαζόμαστε πολύ;»

Το χτύπημα των τακουνιών της Πιλάρ γίνεται όλο και πιο γρήγορο.

«Το ξέρεις πολύ καλά».

«Η μάνα σου, έτσι δεν είναι;»

Η Πιλάρ κάνει μια χειρονομία, σφίγγει τα χείλη της, ύστερα λέει:

«Λοιπόν, θα ’ρθεις ή θα μείνεις;»

Έχει νυχτώσει. Τα γιγάντια σύννεφα της καταιγίδας έχουν απλωθεί προς το νότο. Ο Μανουέλ έχει ξεκούμπωτο το δερμάτινο πανωφόρι του γιατί αισθάνεται την κάψα του βερμούτ. Η Πιλάρ βαδίζει δίπλα του σιωπηλή. Ο Μανουέλ σφυρίζει.

Έχει νυχτώσει. Οι αστραπές χάνονται στην πεδιάδα. Στη στάση η αλλαγή στις τρολέτες προκαλεί αστραπές. Ο υπεύθυνος περνάει την ώρα του μιλώντας με τον φύλακα της πύλης του αμαξοστάσιου. Μια μακριά ουρά από φαντάρους περιμένει το τραμ για το Στρατόπεδο. Η νεαρή πωλήτρια τσιγάρων συνομιλεί με έναν ερωτύλο στρατιώτη.

«Θα σε πάω σινεμά όποτε μου πεις εσύ».

Η κοπέλα σουφρώνει τα χείλη της.

«Ναι, για σινεμάδες είμαι γω».

«Σ’ όποιο έργο θέλεις, γλύκα μου».

«Καλά, ρε βρέφος, πιστεύεις πως θα πάω σινεμά μ’ ένα βυζανιάρικο σαν εσένα; Άσε μας ήσυχους…!»

Ένας σύντροφος του ερωτύλου στρατιώτη τον φωνάζει από την ατελείωτη  ουρά του τραμ.

«Λουίς, έλα επιτέλους γιατί θα το χάσεις».

Ο φαντάρος Λουίς κοκορεύεται την ώρα του αποχαιρετισμού.

«Αύριο θα ’ρθω να σε βρω, νοστιμούλα μου».

«Άντε από δω, ρε!»

«Θα σε πάω σινεμά ή όπου αλλού θέλεις».

«Δεν έχεις λεφτά για να με πας εκεί που θέλω εγώ».

«Αύριο τα λέμε, κούκλα».

Ο φαντάρος Λουίς τρέχει προς το τραμ. Η νεαρή πωλήτρια τσιγάρων εξυπηρετεί έναν πελάτη.

«Με μια πεσέτα παίρνετε πέντε».

«Δώστε μου πέντε».

Έχει νυχτώσει. Πριν φτάσουν στην πλατεία του Σαν Αντόνιο, ο Μανουέλ αγοράζει φιστίκια στο κιόσκι ενός συγχωριανού του που πουλάει επίσης φρούτα, τηγανιτές πατάτες, αγγουράκια τουρσί και κορδόνια για τα παπούτσια. Προκαλεί κάτι σαν ευχαρίστηση το να σκέφτεσαι πόσο ωραία τα περνάει ο συγχωριανός μέσα στο κιόσκι, κουβεντιάζοντας με την αρραβωνιαστικιά του, με τα πόδια κοντά στη σόμπα και τρώγοντας φιστίκια.

«Θέλεις, Πίλι;»

Ο Μανουέλ υποχωρεί σιγά σιγά.

Η Πιλάρ δεν απαντάει.

«Έλα, ρε Πίλι, και τ’ αγόρασα για σένα, γιατί ξέρω πόσο σου αρέσουν».

Τον Μανουέλ τον μαλάκωσαν τα βερμούτ.

«Έλα μην είσαι χαζή, Πίλι. Φάε ένα, μόνο ένα, έτσι για να δω ότι δεν είσαι θυμωμένη».

Ο Μανουέλ την παίρνει αγκαζέ. Η Πιλάρ βαδίζει παγωμένη και σοβαρή.

«Πίλι, σ’ αγαπάω».

Επικρατεί σιωπή.

«Έλα, ρε Πίλι, σου ζητάω συγγνώμη. Με συγχωρείς;»

Η Πιλάρ ενδίδει.

«Δεν έχω να σου συγχωρήσω τίποτα, Μανουέλ».

«Ναι, Πίλι, πρέπει να με συγχωρήσεις. Με συγχωρείς;»

«Σε συγχωρώ, Μανουέλ».

Το χέρι της Πιλάρ ψάχνει το χέρι του Μανουέλ. Το σφίγγει δυνατά.

«Αχ, ρε Μανόλο… Ευχαριστιέσαι να με κάνεις να υποφέρω…»

«Περασμένα, ξεχασμένα, έτσι δεν είναι Πίλι;»

«Ναι, έτσι είναι, Μανόλο, αλλά είσαι…»

«Θέλεις ένα φιστίκι, Πίλι;»

«Ναι, Μανόλο».

«Να σ’ το ξεφλουδίσω, Πίλι;»

«Όπως θέλεις, Μανόλο».

«Τότε άσε μου το χέρι, Πίλι».

Ο Μανουέλ τής δίνει τα φιστίκια στο στόμα.

«Θέλεις κι άλλα;»

«Όχι, Μανόλο, θα με πνίξεις».

Στην περαντζάδα της όχθης του ποταμού οι σκιές των δέντρων σχηματίζουν ένα τούνελ. Στα νερά του Μανθανάρες ταξιδεύει το μισοφέγγαρο φωσφορίζον, δισταχτικό και απύθμενο. Κάπου μακριά, αντίθετα με το ρεύμα του ποταμού, γαβγίζει ένας σκύλος.

«Θα πνιγόσουν μαζί μου, Πίλι;»

«Αν ήμαστε οι δυο μας δεν θα μ’ ένοιαζε. Θα πνιγόμουν μαζί σου».

«Πίλι…»

Ο Μανουέλ κάνει μια παύση.

«Πίλι, θα μιλήσεις επιτέλους για τη σχέση μας;»

«Ναι, Μανόλο».

«Θα παντρευτούμε πριν από τα Χριστούγεννα».

«Ό,τι πεις εσύ, Μανόλο».

Ο σκύλος συνεχίζει να γαβγίζει το φεγγάρι, τη σκοτεινιά και τον έρωτα. Τα σύννεφα έχουν πυκνώσει από νότια προς δυτικά.

«Πάμε να φύγουμε από τα σκοτάδια, Μανόλο».

Η βοή του ποταμού μειώνεται.

«Πάμε να φύγουμε από τα σκοτάδια, Μανόλο».

«Πίλι…»

«Πάμε, Μανόλο».

«Πάμε».

Μέσα στη νύχτα, αντίθετα με το ρεύμα του ποταμού, ο σκύλος σταμάτησε να γαβγίζει. Το φεγγάρι ταξιδεύει στο λείο ουρανό πίσω από τα σύννεφα. Το νερό του Μανθανάρες είναι πλέον μαύρο..

Μετάφραση Κωνσταντίνος Παλαιολόγος



[1] Μανθανάρες: Ποταμός που διασχίζει τη Μαδρίτη.
[2] Μarca: Ισπανική αθλητική εφημερίδα.



Ιgnacio Aldecoa (1925-1969): Ισπανός πεζογράφος της γενιάς του «κοινωνικού ρεαλισμού» των μέσων του 20ού αιώνα. 


Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014

Dieguito, de Mario Benedetti / Ντιεγίτο, του Μάριο Μπενεντέτι


Dieguito

Hoy tu tiempo es real, nadie lo inventa.
Y aunque otros olviden tus festejos,
las noches sin amor quedaron lejos
y lejos el pesar que desalienta.

Tu edad de otras edades se alimenta,
no importa lo que digan los espejos,
tus ojos todavía no están viejos
y miran sin mirar más de la cuenta.

Tu esperanza ya sabe su tamaño
y es por eso que no habrá quién la destruya.
Ya no te sentirás sólo ni extraño.

Vida tuya tendrás, y muerte tuya.
Ha pasado otro año
y otro año le has ganado a tus sombras. ¡Aleluya!


Ντιεγίτο

Σήμερα ο χρόνος σου είναι δικός σου, αληθινός
Και αν κάποιοι λησμόνησαν την τρέλα του πανηγυρισμού σου,
οι νύχτες οι ανέραστες δεν στοιχειώνουν πια τον νου σου
ούτε ο πόνος ο αποκαρδιωτικός.

Η ηλικία σου από άλλες ηλικίες τρέφεται
δεν παν να λένε ότι θέλουν οι καθρέφτες,
τα μάτια σου θα τους βγάλουν ψεύτες
καθώς το βλέμμα σου μόνο σε ό,τι αξίζει στρέφεται. 

Η ελπίδα σου ξέρει πια μέχρι πού φτάνει
γι' αυτό κανείς τη μοίρα σου δεν μπορεί να κυβερνά.
Πια τίποτα μόνος ή ξένος να νιώσεις δεν σε κάνει.

 Ζωή δική σου και θάνατος στα χέρια σου ξανά
Άλλος ένας χρόνος δεν μπόρεσε να σε ξεκάνει
ούτε λεύτερους του δαίμονές σου να αφήσει. Ωσαννά!


απόδοση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος


Ο Μάριο Μπενεντέτι γεννήθηκε στο Πάσο δε λος Τόρος της Ουρουγουάης το 1920 και άφησε την τελευταία του πνοή το 2009 στο Μοντεβιδέο. Ήταν ποιητής και διηγηματογράφος. Το παρόν ποίημα, που γράφτηκε το 2007, είναι αφιερωμένο στον αργεντινό μάγο της μπάλας Ντιέγο Αρμάντο Μαραντόνα.  

Τρίτη 12 Αυγούστου 2014

El traductor Nikos Kazantzakis y la poesía española de la Edad de Plata, por Konstantinos Paleologos


Simone de Beauvoir ha escrito en una ocasión: “Si alguien pasa una semana en un país, puede escribir un libro; si pasa un año, un artículo; y si pasa 10 años, es incapaz de escribir nada”. La escritora francesa sostenía, con esta cita, que el contacto con el “otro” rompe con todos los tópicos, los prejuicios y las respuestas fáciles de las aproximaciones simples y simplistas; al mismo tiempo que crea nuevas y más complejas vías de acceso a la estructura multidimensional, a los múltiples niveles, que esconde todo ser humano, toda sociedad.
            La estrecha relación entre Kazantzakis y España, entre España y Kazantzakis, es conocida incluso por los que no han profundizado en la obra del cretense. Kazantzakis, desde 1926 hasta 1950, realizó cuatro viajes a la península ibérica (en la que permaneció, en total, por unos doce meses) de los cuales más importantes se pueden considerar el segundo, desde octubre de 1932 hasta marzo de 1933, y el tercero, octubre-noviembre de 1936. Las impresiones que cosechó de los tres primeros viajes se publicaron en la prensa de la época, más concretamente, en los diarios Ελεύθερος Τύπος [Eléfceros Tipos] y Καθημερινή [Kacimerini]; asimismo, algunos de aquellos artículos aparecen en el libro Ταξιδεύοντας, Ισπανία[1], editado por la editorial Pirsós en 1937. Fruto de aquellos viajes, aunque no tan conocido por el público lector, son también las traducciones de poemas (él emplea el término “canciones”) de poetas españoles de principios del siglo xx, traducciones que vieron la luz en sucesivos números de la revista Κύκλος [Ciclo], en los años 1933 y 1934.
            Ocuparse de estas traducciones, circunstancia que motiva la redacción de este texto, obliga ineludiblemente a aproximarse a la idea general que el escritor y traductor tenía acerca de España, tal y como ésta emana de sus libros y artículos. Según Linos Politis (1991: 278-279), no podemos abarcar la imponente y compleja figura de Kazantzakis sin referirnos a sus traducciones y relatos de viaje: “Kazantzakis tomaba conciencia de sus experiencias al convertirlas en escritura. Sus traducciones constituyen igualmente una lectura responsable o un comentario. […] (Al mismo tiempo) que transforma sus múltiples experiencias de los viajes en algo constructivo”. Pero ¿cuál es la España de Kazantzakis? O, mejor dicho, ¿qué representa España para él? Costas Uranis, por ejemplo, otro gran literato griego que anduvo, más o menos la misma época que Kazantzakis, por España, consideraba que “toda la atracción de España se hallaba en su anacronismo, en su pasiva negación de aceptar lo que solemos llamar modernismo” (1991: 12). Kazantzakis, por su parte, según sostiene Yorgos Stasinakis (2005: 28), se veía atraído por la belleza natural, los monumentos y el arte españoles y por su similitud con el Oriente. Sus estrechos vínculos con España, no obstante, que le llevaron a declarar, en 1957, en su última entrevista (Le Patriote, 24-25-XI-1957) que “me siento como si me encontrara en mi casa cuando estoy en Creta o en España. En todos los otros sitios me siento como si estuviese en el exilio”, parecen ser más fuertes. M. Vitti (1987: 343) subraya que la línea conductora de la Odisea de Kazantzakis y, por extensión, de toda su obra, es “la pugna interior y la tortura moral del hombre en su camino hacia una fe que no se ve realizada, que se desgasta continuamente en luchas sociales desmentidas, en esa ola metafísica y sin sentido que es la vida”. España para Kazantzakis, la “España” de Kazantzakis, es un país que “se desgasta continuamente en luchas sociales desmentidas”, y esta circunstancia lo fascina profundamente. Escribe en Viajando, España (81-82): “la brisa del anochecer llegaba impregnada del aroma de las huertas del Prado y de las mujeres. La primavera ya estaba aquí. […] ¡Cuánto me enamoré, de repente, aquella noche bajo la luz de la luna, de toda España! Cómo hice míos todo su dolor y sus esperanzas y cuánto deseé ver su rendición! ¡Qué bien observaba esa noche, estremecido, la lucha del hombre en esta fina y farragosa corteza de la Tierra! Para que se haga un poquito de luz hace falta la lucha milenaria contra las fuerzas de la oscuridad, hace falta el trabajo milenario de la desesperación, el dolor, la injusticia”. El carácter trágico de España parece estar en absoluta sintonía con la continua y dolorosa lucha interior del escritor. Ésta es, según nuestro parecer, la razón principal que le llevó a traducir poemas de los poetas españoles más importantes de principios del siglo xx (algunos de ellos, todavía muy jóvenes por aquel entonces, ni siquiera eran conocidos en su propio país) que expresaban, mejor que nadie, la angustia existencial y la incertidumbre que vivía España en aquella época.
            En la historia española moderna, hay un año negro que marcó el final del otrora poderoso imperio. Este año no es otro que 1898. El 10 de diciembre de aquel año, España se ve obligada a firmar un tratado impuesto por los Estados Unidos por el que renunciaba a sus últimas colonias (que algunos meses anteriormente ya había perdido en el campo de la batalla), es decir, Cuba, Puerto Rico y Filipinas. Desde aquel momento, y hasta el final de la guerra civil que significó el inicio del “medievo” franquista, España vivirá años de fuertes controversias sociales, en los que se incluyen los casi seis años del régimen dictatorial de Primo de Rivera y los cinco de la Segunda República que tantas esperanzas alimentó de un cambio decisivo en España. Sin embargo, el desastre de 1898, aparte de generar un clima de crisis, introversión e introspección, levantó sobre el país “un afán de regeneración, de rectificación, de modernización, de superación de la cansina inercia impuesta al cuerpo político del país por los partidos turnantes”, Jover Zamora (1991: 827).
            En el mundo de los intelectuales, esta tendencia hacia el renacimiento social y la reorientación de la nación la representa la llamada generación del 98 (Unamuno, Azorín, Pío Baroja, Antonio Machado y otros), una generación “de las combativas o de ruptura, llegada a nuestras letras cuando la situación de éstas requería un cambio radical, que se produjo de su mano y género a género”, (Martínez Cachero, 2005: 484). Durante la etapa de los primeros viajes de Kazantzakis a España (desde 1926 hasta 1936), los representantes de la generación del 98 constituyen la “clase dominante” de las letras españolas y el creador de La última tentación, gran conocedor de la literatura española (como se puede comprobar por las tan habituales y certeras referencias a Teresa de Ávila, Cervantes, Góngora, Lope de Vega y los demás autores consagrados del Siglo de Oro de la literatura española que se encuentran al leer Viajando, España) así lo detectó y lo plasmó en el prólogo, bajo el título “Poesía lírica española contemporánea”, que encabeza las traducciones de poemas de principios del siglo xx que publicó en la revista Kiclos [Κύκλος]: “Desde la época de su esplendor, durante los siglos XV y XVI, España no había vivido un orgasmo psíquico y espiritual tan fecundo. En el extremo del Mediterráneo, viven hoy grandes personalidades que alumbran esta gloriosa raza. […] Tanto en la poesía como en la prosa hallamos extraordinarios vanguardistas españoles. Si exceptuamos a algunos nombres como Unamuno, de la Serna, Pío Baroja, Eugenio d’Ors, Valle Inclán, todos los demás, sobre todo los poetas líricos de hoy, son unos desconocidos en Grecia”, (Kiclos, abril de 1933).
            Cuando Kazantzakis habla de “líricos de hoy”, se refiere a los miembros de la emergente, por aquel entonces, generación del 27, cuyos miembros son auténticos hijos de las primeras décadas del siglo XX. Los poetas aquellos vivieron, aunque algo de lejos a causa de la neutralidad de España, la barbarie de la primera guerra mundial, y, de muy cerca, la dictadura de un “hombre mediocre”, como calificaba Kazantzakis al general Primo de Rivera. Al mismo tiempo, no obstante, vivieron las novedades y los retos, el aire fresco de los movimientos de vanguardia (futurismo, dadaísmo, surrealismo, etcétera) y de las reivindicaciones sociales que “incendiaron”, en aquella época, Europa.
            Pero, ¿cuáles son los poetas que incluye Kazantzakis en su homenaje a la poesía española? De la generación del 98 encontramos a Miguel de Unamuno y a Antonio Machado; de la generación del Novecentismo a Juan Ramón Jiménez y a José Moreno Villa; por último, de la generación del 27 están Pedro Salinas, Federico García Lorca, Rafael Alberti, Vicente Aleixandre y Manuel Altolaguirre, junto con la primera esposa de este último, Concha Méndez Cuesta, y Ernestina de Champourcín. Si de los cuatro primeros cabe decir que —unos más, otros menos— representan las generaciones literarias dominantes de la época y, por tanto, su presencia en el homenaje de Kazantzakis está más que justificada, de los cinco representantes de la generación del 27, que se presentan por primera vez al público lector griego, es justo resaltar la perspicacia y el buen criterio literario del traductor. García Guzmán (2006: 122), al referirse, por ejemplo, a la presencia de Lorca en el homenaje, se aventura a señalar que ni siquiera el propio Kazantzakis podría imaginar que estaba traduciendo a un futuro mito literario, tanto en Grecia como en todo el mundo. Pero no es sólo Lorca; Kazantzakis, además del granadino más ilustre de todos los tiempos, tradujo a dos futuros premios Nobel (J. R. Jiménez, 1956 y V. Aleixandre, 1977) y a dos poetas de talla universal (P. Salinas y R. Alberti). Esto no quiere decir que los menos conocidos en Grecia, José Moreno Villa, Concha Méndez Cuesta, Ernestina de Champourcín y, sobre todo, Manuel Altolaguirre no fueran importantes poetas; no en vano, lector inteligente (y Kazantzakis lo era) es aquél que puede descubrir momentos de extraordinaria sensibilidad y de verdadera emoción en la “letra pequeña” de la historias literarias, en los confines del canon literario.
            El homenaje que brindó Kazantzakis a la poesía española de las primeras décadas del siglo XX se publicó en cinco números de la revista literaria Kiclos, esto es, en abril, mayo y junio de 1933 las tres primeras partes y, a continuación, la cuarta parte en el número de agosto-septiembre del mismo año, y la quinta y última en 1934. En la primera parte aparecen la ya mencionada introducción y los poemas de J. R. Jiménez, en la segunda, los poemas de Machado, en la tercera, los poemas de Unamuno y Salinas, en la cuarta, los poemas de Moreno Villa, Lorca, Alberti y Aleixandre, y en la quinta, los poemas de Altolaguirre, Méndez Cuesta y de Champourcín. Kazantzakis antes de ofrecer al lector los poemas traducidos, procede a una breve presentación del poeta y de su poética. En total, el homenaje consta de 88 páginas en las que se presentan traducidos más de 150 poemas.
            Si ha sido realmente interesante saber a qué poetas incluyó Kazantzakis en su pequeña antología poética, es igual de significativo ver a quiénes “excluye”. De los poetas más consagrados de aquella época no encontramos a Manuel Machado (Kazantzakis no se muestra muy ilusionado con el modernismo español) y León Felipe. De la generación del 27 detectamos, curiosamente, una ausencia significativa, la de Cernuda; faltan otros poetas también de la misma generación, como Dámaso Alonso o Gerardo Diego, es verdad, pero la ausencia de Cernuda es realmente asombrosa. Podríamos igualmente mencionar a Miguel Hernández, el poeta trágico de la guerra civil, o a Luis Rosales, el poeta más importante del “otro bando”, sin embargo, en 1933 los dos eran aún muy jóvenes, apenas tenían 23 años, y parece que Kazantzakis o no llegó a leerlos o, en caso de que lo hubiera hecho, no atrajeron su interés.
            Numerosos manuales de Traductología (Savory, 1968: 75; Frye, 1988: 75; Torre, 2001: 159, y otros) sostienen sin rodeos que la adecuada traducción de un poema es algo realmente imposible. Con ello quieren subrayar la dificultad que conlleva la empresa de trasladar un poema de la “lengua original” a la “lengua terminal”, en especial cuando el poema original “está basado en un juego sutil de aliteraciones y correspondencias fono-semánticas”, (Torre, 159). Por esa razón, Eco (2003: 21) prefiere emplear el término “fidelidad” cuando habla de traducción, un término que “tiene que ver con la certeza de que la traducción es una de las formas de interpretación y tiene que tener como meta […] recuperar no tanto la intención del autor como la intención del texto”. Bajo este punto de vista, Kazantzakis respeta, en líneas generales, la intención de los poemas y los traduce con “fidelidad” (no en vano, en su prólogo, sostiene que traduce fielmente, palabra por palabra), conservando al mismo tiempo su particular e inconfundible idioma poético. Al lenguaje empleado en las traducciones podemos aplicar, sin más, lo dicho por CostasYeorgusópulos (2006) con motivo de la reciente reedición de la Odisea: “Kazantzakis construye y pone en escena, con soluciones selectas e, incluso, con efectos lingüísticos, su edificio poético”.
            Con respecto a las características técnicas de las traducciones, cabe hacer hincapié en algunas interesantes observaciones. Por ejemplo, en bastantes casos los poemas se traducen sin que aparezca su título; éste es el caso, por referirnos a un par de ejemplos, del poema “Playa” de Altolaguirre (pág. 409 del homenaje de Kiclos) o de la famosa “Canción del jinete” de Lorca, que Kazantzakis, omitiendo el título, empieza a traducir directamente desde el primer verso: “Córdoba, lejana y sola” (242). En otros casos, la traducción al griego no incluye la totalidad del poema en castellano, por lo menos en la forma en la que dicho poema ha llegado hasta nuestros días; tal es el caso del poema “A Miss X, enterrada en el viento del Oeste”, de Alberti, cuya traducción omite bastantes versos del original, o, ejemplo aún más llamativo que el anterior, el del famoso poema de Antonio Machado “Campos de Soria”: Kazantzakis sólo traduce las tres últimas de las nueve partes del poema. Por último, algunas veces, nos hallamos ante casos de dos o, incluso, tres poemas (absolutamente “independientes” en la lengua original) que se traducen como si formaran parte de un único poema; este es el caso del ya mencionado “Playa” que se traduce unido a dos poemas más de Altolaguirre, el “Romance” y otro sin título ( 409-410). Por supuesto, todo esto lo podemos atribuir, aparte de un presunto descuido del traductor, o bien a futuras modificaciones de los poemas (cambios en los versos, adición de título, etcétera), posteriores en todo caso a las traducciones, o bien a errores de imprenta, muy habituales en aquella época. Hablando de errores de imprenta, en el prólogo de Kazantzakis que abre el homenaje a la poesía española encontramos un pequeño desliz bastante gracioso; Kazantzakis transcribe ciertos pensamientos de Unamuno: “Unamuno, profeta fanático, lleno de angustia y fuerza, que a la pregunta de si España tiene que europeizarse, contesta con fe y desparpajo de visionario: No, ¡tiene que satisfacerse Europa!”. El problema es que en la imprenta en vez de “ισπανοποιηθεί” (“españolizarse”) leyeron “ικανοποιηθεί”, o sea, “satisfacerse” y de ahí el malentendido.
            Unos párrafos más arriba nos referíamos al brillante futuro que esperaba, si no a todos, a la mayoría de los poetas a los que tradujo Kazantzakis. Desgraciadamente, casi para todos fue brillante sólo en el plano literario. Antes de que se cumpliesen tres años de la publicación de las traducciones, es decir, en el mes de julio de 1936, empezó en España la guerra fraticida. Kazantzakis estuvo allí, como corresponsal del diario Kacimeriní en el bando nacional. Sus correspondencias “levantaron protestas y dieron pie a que muchos lo calificaran, no sin razón, de amigo de los franquistas, nacionalista y otras cosas por el estilo” (Petropulu, 1999). Los que no estaban allí, tras la conclusión de la guerra civil, eran diez de los once poetas traducidos. Lorca fue ejecutado, bajo condiciones todavía no del todo aclaradas, en el verano de 1936; Unamuno murió aislado en su casa, en diciembre de 1936; todos los demás, con la excepción de Aleixandre que siguió viviendo en España, optaron, tarde o temprano, por el camino del exilio.
            Iniciamos este texto con la cita de Simone de Beauvoir que se refería a las dificultades que presenta el intento de “explicar” un país y sus circunstancias tras haber vivido mucho tiempo en él. Kazantzakis superó este obstáculo y nos dio numerosos y valiosos testimonios acerca del país de su corazón, España. Pero ya lo hemos dicho, Nikos Kazantzakis, en sus viajes por España, más que hacia fuera, “miraba” hacia dentro.
           

Referencias BIBLIOGRÁficas


Eco, Umberto (2003), Εμπειρίες μετάφρασης, Atenas, Ελληνικά Γράμματα (trad. Έφη Καλλιφατίδη).
Frye, Northrop (1988), «El orden de la palabras», Revista de Occidente 82, 74-88.
Garcíá Guzmán, Antonio (2006), «Το φαινόμενο Λόρκα εν Ελλάδι», Διαβάζω 466, 122-124.
Jover Zamora, J. M. (1991), «Edad Contemporánea», en A. Ubieto Arteta y otros, Introducción a la Historia de España, Barcelona, Teide, 507-599.
Kazantzakis, Nicos [Νίκος Καζαντζάκης] (abril 1933), «Σύγχρονη ισπανική λυρική ποίηση», revista Κύκλος, abril 1933, 41-43.
Kazantzakis, Nicos [Νίκος Καζαντζάκης] [1937] (2002), Ταξιδεύοντας, Ισπανία, Atenas, Εκδόσεις Καζαντζάκη. [Nikos Kazantzakis, Viajando. España. ¡Viva la muerte!, trad. de Guadalupe Flores Liera, Madrid, Ediciones Clásicas, 1998.]
Martínez Cachero, J. M. (2005), «Siglo xx», en J. Menéndez Peláez y otros, Historia de la Literatura Española, León, Everest, 439-849.
Panayotópulos, I. M. [Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος] (1993), «Τοανώμαλο ρήμα’», en el volumen colectivo Θεώρηση του Νίκου Καζαντζάκη, Atenas, Τετράδια Ευθύνης, 46-52.
Petropulu, Evi [Εύη Πετροπούλου] (1999), «Ο Νίκος Καζαντζάκης στον Ισπανικό Εμφύλιο», το Βήμα, 23-V-1999.
Politis, Linos [Λίνος Πολίτης] (1991), Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Atenas, ΜΙΕΤ. 
Savory, Theodore (1968), The art of Translation, Londres, Jonathan Cape.
Stasinakis, Yorgos [Γιώργος Στασινάκης] (2005), Ο Νίκος Καζαντζάκης και η Ισπανία, Atenas, Instituto Cervantes.
Torre, Esteban (2001), Teoría de la traducción literaria, Madrid, Síntesis.
Vitti, Mario (1987), Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Atenas, Οδυσσέας.
Uranis, Costas [Κώστας Ουράνης] [1933] (1991), Ισπανία, Atenas, Εστία. [Kostas Uranis, España. Sol y sombra, trad. de Christina Mougoyanni, Madrid, Cátedra, 2001.]
Yeorgusopulos, Costas [Γεωργουσόπουλος, Κώστας] (2006), «Ποιος φοβάται τις λέξεις;», τα νέα, 23-IX-2006.




Τexto publicado en el número 1616 de la revista El maquinista de la generación (febrero de 2007)


[1] Edición española: Nikos Kazantzakis, Viajando. España. ¡Viva la muerte!, trad. de Guadalupe Flores Liera, Madrid, Ediciones Clásicas, 1998.

Δευτέρα 11 Αυγούστου 2014

Μια μηχανή για κινούμενα τοπία, του Δημήτρη Καλοκύρη


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΩΣ: ΜΠΟΥΕΝΟΣ ΑΪΡΕΣ-ΜΑΔΡΙΤΗ


 Δεν ξέρω αν ισχύει ακόμη, αλλά, μέχρι πρότινος τουλάχιστον, στα τραίνα, πίσω από τη θέση του μηχανοδηγού, υπήρχε μια συσκευή που λεγόταν «Dead-man’s handle» (η λαβή του νεκρού). Ο μηχανισμός αυτός λειτουργούσε με την πίεση που ασκούσε με την πλάτη του ο οδηγός στο κάθισμα. Αν η πίεση χαλάρωνε (σε περίπτωση λιποθυμίας, αιφνίδιου θανάτου λ.χ.), τότε η συσκευή ενεργοποιούσε τη διαδικασία της τροχοπέδησης και το τραίνο σταματούσε.
            Παρόμοια διαδικασία διαρκούς εγρήγορσης μοιάζει να διέπει και το μηχανισμό της λογοτεχνίας. Πρέπει να πιέζεις συνεχώς τους συνειρμούς για να κρατήσεις το κείμενο σταθερό πάνω στις ράγες της γλώσσας. Αν χαλαρώσεις, το κείμενο ξεφουσκώνει, το ρεύμα εξατμίζεται· η τέχνη της λογοτεχνίας μεταπίπτει στη χειροτεχνία της γραφής.
            Και τα επτά σιδηροδρομικά διηγήματα του βιβλίου αυτού, που φιλοτέχνησαν με λεπτότητα οι σπουδάστριες και οι έμπειροι διδάσκοντες του Ισπανικού Τμήματος του Ε.ΚΕ.ΜΕ.Λ., διατηρούν, λίγο ως πολύ, αυτή την ένταση. Η κυματιστή γραμμή που ενώνει το Μπουένος Άιρες με τη Μαδρίτη επεκτείνεται, χάρη στην παρούσα έκδοση, μέχρι την Αθήνα, φέρνοντας, θριαμβευτικά, διαπεραστικούς καπνούς της ισπανόφωνης λογοτεχνίας στη γλώσσα μας. Οι μεταφραστές φρόντισαν όχι μόνο να αποδώσουν τα κείμενα σε εύηχα ελληνικά, αλλά και να διατηρήσουν το ιδιαίτερο ηχόχρωμα που διαπερνά το καθένα τους.
            Προερχόμενοι από τις τέσσερις άκρες της Ιβηρικής αλλά και από το Μεξικό και την Αργεντινή, οι συγγραφείς (διαφόρων γενεών και διαμετρημάτων) αποτυπώνουν επτά ιστορίες διατυπωμένες με τελείως διαφορετική οπτική.
            Τα κοριτσάκια που παριστάνουν τα αγάλματα για χάρη των επιβατών που κοιτάζουν από τα παράθυρα καθώς τις προσπερνά με ταχύτητα ο συρμός, ο απολυμένος υπάλληλος που ανεβοκατεβάζει τις μπάρες για να περάσουν ανύπαρκτα τραίνα, η γυναίκα-μελωδία που δείχνει για μια στιγμή στον ταξιδιώτη την ενδεχόμενη άλλη όψη της ζωής, η γυναίκα-οπτασία που παρασέρνει έναν επιβάτη σε μυστικιστικούς συνειρμούς, η κρυφή διαδρομή στο χείλους του θανάτου προκειμένου ένα κορίτσι να αποσύρει τον επικείμενο καρπό ενός παράνομου έρωτα και, τέλος, μια καταβύθιση με τραίνο ανάμεσα στα τούνελ του Άδη, ενός ταξιδιώτη-Ορφέα που ελευθερώνει την επιβάτιδα-Ευριδίκη. Άφησα χωριστά ένα πραγματικά αφηγηματικό αριστούργημα του Μεξικανού Χουάν Χοσέ Αρεόλα, ένα συμπυκνωμένο μυθιστόρημα εξαιρετικής αφηγηματικής τεχνικής, που θα μπορούσε να αποτελεί την ατμομηχανή που τραβάει τα έξι κατάμεστα βαγόνια, με σκευοφόρο τον αγαπημένο μου Κορτάσαρ.

*

Τι είναι το τραίνο για τον ταξιδιώτη; Συνήθως ένα αναγκαίο κακό ― κάποιες ώρες που αναγκάζεται να περάσει, βαρετά ή ευχάριστα, μέχρι τον προορισμό του.
            Τι είναι το τραίνο για τον δημιουργό; Μια μηχανή που παράγει κινούμενα τοπία και εναλλασσόμενους συνειρμούς. Από τη Βιομηχανική Επανάσταση, ιδίως, και μετά, όλα τα μέσα μεταφοράς αποτέλεσαν πηγές λαμπρής αφηγηματικής διεργασίας για πολλούς συγγραφείς. Γιατί, αντίθετα με τον καταναγκασμό του απλού επιβάτη, ο συγγραφέας συχνά αξιοποιεί το ίδιο το ταξίδι ως πηγή άντλησης υλικού.
            Κάθε ταξίδι εμπεριέχει εξ ορισμού την περιπέτεια. Στο μετρό ή στο τρόλεϊ, διαβάζοντας εφημερίδες ή ρομάντσα, ακούγοντας γουόκμαν ή κρυφακούγοντας τους διπλανούς, χαζεύοντας τριγύρω ή έξω από τα παράθυρα, ταξιδεύοντας με αεροπλάνο, τραίνο, πλοίο, λεωφορείο ή ακόμα ―σε μερικές περιπτώσεις φαντασιακής λογοτεχνίας― με διαστημόπλοιο, οι συγκοινωνίες μοιάζει να υλοποιούν την έφεση για διαδρομές, μια συμπυκνωμένη, κινούμενη αποτύπωση του μοντέλου της κοινωνίας που αποτελούμε. Διαθέτουν όπως και εκείνη ταξική διαστρωμάτωση (ανάλογα με την οικονομική σου κατάσταση απολαμβάνεις περισσότερες ανέσεις), αλλά η ουσία είναι μία: για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα ένα τυχαίο κοινωνικό σύνολο συνυπάρχει με κοινό προορισμό.
            Το πιο συναρπαστικό συστατικό του ταξιδιού είναι ακριβώς το ενδεχόμενο του τυχαίου. Στο διπλανό σου κάθισμα ενδέχεται να συναντήσεις από αντιπαθείς ή ρυπαρούς συνταξιδιώτες, μέχρι το πρόσωπο των ονείρων σου. Μπορείς να παίξεις μαντεύοντας τα επαγγέλματα των συνεπιβατών, τα ενδιαφέροντά τους, τις σχέσεις που έχουν μεταξύ τους, ή να προσπαθείς να ερμηνεύσεις τον τρόπο που εκείνοι σε φαντάζονται.
            Το τραίνο, ιδιαίτερα απ’ όλα τα μέσα συγκοινωνίας, έχει εμπνεύσει άπειρα κείμενα, άπειρες ταινίες, άπειρα τραγούδια. Είναι το μέσο που σου επιτρέπει να κινείσαι ενώ βρίσκεται εν κινήσει, να βαδίζεις αντίστροφα προς τη φορά του τοπίου ή παράλληλα προς αυτήν, να τρως ή να ξαπλώνεις κατά βούληση ενώ ο συρμός τρέχει ασθμαίνοντας προς τον επόμενο σταθμό.
            Έχει επίσης το πλεονέκτημα ότι είναι το κατ’ εξοχήν μέσο που συνδυάζει την ταχύτητα με την ασφάλεια, την επαφή με το έδαφος με την ωρολογιακή ακρίβεια (στις περισσότερες τουλάχιστον χώρες). Τόσο ο αμερικάνικος όσο και κατά ικανό μέρος ο σύγχρονος ευρωπαϊκός πολιτισμός χτίστηκαν πάνω στην αγωνία της εξάπλωσης των γραμμών.
            Ο ρυθμός που παράγουν οι τροχοί του συνδέεται με τους σωματικούς μας μηχανισμούς: τους καρδιακούς παλμούς, τις κινήσεις του στομάχου, τη νύστα που φέρνει η αδιάκοπη επανάληψη ―σαν διάλεξη που περιγράφει τους κύκλους αναπαραγωγής της νοτιοαφρικανικής αντιλόπης. Στα βαγόνια του έχουν διαπλεχθεί μεγάλα ειδύλλια, διαπράχθηκαν στυγερά εγκλήματα, λύθηκαν φοβερά μυστήρια. Στους διαδρόμους του καπνίσαμε αμέτρητα τσιγάρα, στις τουαλέτες του στιγμές έξαρσης, στα μπαρ του νύχτες κλυδωνισμών.
            Το ταξίδι συμπίπτει με τη διαδικασία του ονείρου· όσο διαρκεί σε συναρπάζει. Όταν αρχίζεις να πλήττεις μπαίνει σφυρίζοντας στο σταθμό: στη Βαβέλ της καθημερινότητας· σ’ έναν τόπο γεμάτο αγκαλιάσματα, δάκρυα και φιλιά.
            Ο κεντρικός σταθμός της Μαδρίτης έχει στο κέντρο ένα υπέροχο θερμοκήπιο γεμάτο τροπικά πουλιά.
            Σ’ αυτά τα πουλιά θα σταθώ και θα κλείσω, παραθέτοντας ένα μικρό κείμενο που δημοσίευσα προ ετών και το οποίο ταιριάζει, νομίζω, στη συγκεκριμένη περίπτωση· λέγεται:

Διασυρμοί.

Ο πατέρας μου είχε, μικρός, ένα ολόκληρο τραινάκι πού, ανεξήγητα, χάθηκε. Μάλλον θα παράπεσε στις αλλεπάλληλες μετακομίσεις, εγώ πάντως πίστευα ότι του το κατάσχεσαν οι Γερμανοί στην Kατοχή για να μεταφέρουν μικροσκοπικούς εβραίους στα στρατόπεδα ή θερισμένα σιτηρά μαζί με σκοτωμένους του Στάλινγκραντ. Δεν ξέρω γιατί μου ερχόταν αυτός ο συνειρμός, αλλά με συγκινούσε η φήμη πως οι Pώσοι είχαν φαρδύνει τις ράγες των τραίνων τους κι έτσι δεν μπόρεσαν να περάσουν οι γερμανικοί συρμοί στα ρωσικά εδάφη, γεγονός που συσχέτιζα με το θρύλο ότι σε κάθε σιδηροδρομικό σταθμό της Πρωσίας λογάριαζαν κάποτε να εγκαταστήσουν από έναν λευκό παπαγάλο, εκπαιδευμένο να επαναλαμβάνει το όνομα του σταθμού! Μήπως γι’ αυτό ν’ αντιπαθούσε τους σιδηροδρόμους ο Φλωμπέρ;
                Από τον πατρικό, πάντως, σιδηρόδρομο κληρονόμησα μονάχα μια ραγισμένη, κοκκινωπή σκευοφόρο. Εκείνα τα χρόνια μιλούσαν ακόμα στην Κρήτη για το σχέδιο του Βενιζέλου να διασχίζουν το νησί σιδηροτροχιές από τη μια άκρη ως την άλλη και οι συνομήλικοί μου όλοι αγαπούσαν με πάθος τα τραίνα που είχαν πια τροχιοδρομηθεί στην σφαίρα του μύθου και οι πάντες με τραινάκια έπαιζαν και στους δρόμους σιγοσφυρίζαμε θούριους για ατμομηχανές. Παράλληλα, στα λυγμικά τραγούδια που έπαιζε το ραδιόφωνο, τα τραίνα με τους μετανάστες ή τους εραστές έπαιρναν μελοδραματικές διαστάσεις.
                Είναι περιττό, νομίζω, να προσθέσω ότι το όνειρο του καθενός μας ήταν από τότε να γίνει μηχανοδηγός, μηχανικός στην έλξη ή έστω ελεγκτής εισιτηρίων. Καμιά φορά στον κινηματογράφο βλέπαμε ινδιάνους να καταδιώκουν την αμαξοστοιχία στο Iλινόι, τη Nεμπράσκα και το Άρκανσο (ατμάμαξες με τριψήφιους συνήθως αριθμούς και τεράστια μονογράμματα) και φανταζόμουν έφιππους ποιμένες να εφορμούν καλπάζοντας από τα Λευκά Όρη ή τα Αστερούσια και να κυνηγούν το τραίνο μου κραδαίνοντας τα μαυρομάνικα, πάνω στα ερυθρόμορφα μωσαϊκά της κουζίνας όπου είχα εγκαταστήσει το πρωτόγονο τροχιοδομικό μου δίκτυο.
                Διότι απέκτησα πολλά τραίνα: το πρώτο ήταν μάλλον ξύλινο και πιο υποτυπώδες· μετά ήρθαν δύο τενεκεδένια, με τυπωμένες ένθεν και ένθεν τις μηχανολογικές λεπτομέρειες· κατόπιν πήρα πλαστικά κάθε λογής και ύστερα ―με αιματηρές οικονομίες οφείλω να πω― βρέθηκα κύριος και νομεύς μεταλλικής μινιατούρας Μέρκλιν, συγκεκριμένου τύπου ατμομηχανής υπό ακριβή κλίμακα.
                Με τον καιρό πέρασα σήραγγες και σταθμούς του βίου, ταξίδεψα με υπόγειους, οδοντωτούς, οτομοτρίς και ντρεζίνες, εξπρές και υπερταχείες, ρυμούλκες, πόστες, μεταγωγικά, κοιμήθηκα σε πάγκους, σε κουκέτες ή κλινάμαξες, τραινάροντας τη μοιραία συνάντηση με τον εφιάλτη της επιστροφής, ανέβηκα σε βαγόνια και λοκομοτίβες, ντήζελ, ηλεκτρικά ή καρβουνιάρικα, σε ασφυκτικά κουπέ με το βαθύ εκείνο μπλε φωτάκι του κοβαλτίου της σκοτεινιάς ή σε άδειους διαδρόμους, ξημερώματα, καπνίζοντας κατά ριπάς προς βορράν, υπομένοντας την ακίδα της περιφρόνησης στο βλέμμα μιας αγέρωχης δεσποινίδας.
                Ακόμα στέκομαι στις βιτρίνες και παρακολουθώ τις δαιδαλώδεις διαδρομές τους τις γιορτές. Στο γιο μου πήρα άφθονα τραινάκια φυσικά, με μπαταρίες, μετασχηματιστές, τηλεκατευθυνόμενα και πάντα με ενθουσιάζουν αναγνώσματα που αρχίζουν με φράσεις όπως: «Το τραίνο άφηνε την πόλη και τα παιδιά τσακώνονταν μπρος στο παράθυρο ποιο θα πρωτορουφήξει τον αλμυρό αέρα που ορμούσε στο πυρωμένο βαγόνι» ή «Στο διαμέρισμα του τραίνου, δίπλα στον στρατιώτη, ήρθε και κάθισε μια ψηλή, καλοφτιαγμένη κυρία»...
                 Και να ’τες πάλι οι «καλοφτιαγμένες κυρίες» που σπινθήριζαν τις διαδρομές προς τη Λουμπλιάνα, όπως εκείνη έξω από το Mάριμπορ υπό βροχήν, πίνοντας μπύρες με τους ταχυδρομικούς στο τελευταίο βαγόνι, στη Mασσαλία με την Φερνάντα και έξω από τη Φιγκέιρα, με τη Mαρία Zοάο, στα χρόνια ακόμα του Σαλαζάρ, να μας ελέγχουν επί ώρες βλοσυροί δυο Πορτογάλοι της μυστικής τα διαβατήρια.
                Με τραίνο διασχίσαμε την ελληνική νύχτα, μια άνοιξη του ’72, ταξιδεύοντας με τον Ανδρέα Εμπειρίκο στο βαγκόν λι προς Θεσσαλονίκη, όπου φωτογραφίζαμε με το βλέμμα τα σκοτεινά εδάφη και τα κινούμενα φώτα.
                Συνέχισα να επιβιώνω με τη νοοτροπία του επιβάτη. Έτσι δεν είναι ίσως εντελώς παράξενο που οι τροχιόδρομοι διέσχιζαν τις φλέβες μου χαρτογραφώντας τα τοπία της επιστροφής κι έγιναν «Tραμ» αργότερα, όχημα περιοδικό του λόγου και της τέχνης, κηλίδες του καπνού και ορυχεία φευγαλέων εικόνων.

            Αλλά νομίζω πλέον πως εκτροχιάστηκα.



Η παρουσίαση της ανθολογίας διηγημάτων Σιδηροδρομικώς. Μπουένος Αϊρες - Μαδρίτη με τρένο (εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου) έλαβε χώρα στη Στοά του Βιβλίου στις 3 Φεβρουαρίου του 2004. Ομιλητές: Λένα Διβάνη, Δημήτρης Καλοκύρης, Αντώνης Φιλιππουπολίτης, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.