Πέμπτη 30 Μαρτίου 2017

Ο ΠειραΤράνς Καραβομούρης, του Gran Ovidio Acopán

Ο ΠειραΤράνς Καραβομούρης
                                                   
                                               του Γκραν Οβίδιο Ακοπάν


ΑΦΙΕΡΩΣΗ

Στη μνήμη όλων των Τρανς ατόμων που άνοιξαν το δρόμο για πρώτη φορά, αφήνοντας τα χνάρια της ολοφάνερης αγάπης τους στο μονοπάτι του χρόνου. Τρανς δύναμη για σήμερα και πάντα!
Στον Τρανς αγώνα, που είναι ο αγώνας για αξιοπρέπεια· επομένως, ο αγώνας όλων των ατόμων που ονειρευόμαστε να ζήσουμε ελεύθερα.
Σε όλα τα Τρανς κορίτσια και αγόρια, γιατί αυτά είναι ο θησαυρός της ανθρώπινης διαφορετικότητάς· γιατί στα όνειρά τους ταξιδεύουμε όλ@.
Σε όλες τις γενναίες μαμάδες και μπαμπάδες του κόσμου, γιατί έχουν αυτό που πρέπει να έχουν! Για το όμορφο παράδειγμα της άνευ όρων αγάπης τους.
Στη Μαρ Καμπρογέ, την Εύα Γουίτ, την Πιλάρ Σάντσεθ και την Γκράθι γιατί ακόμα και μια σταγόνα νερού ξέρει ότι είναι ωκεανός.
Στον Κάρλος Αλαρκόν γιατί νανούρισε το κείμενο· στην Ισαμπέλ Σαλαθάρ (Ισαμπελίτα Συννεφούλα) που συνέβαλε με τον ενθουσιασμό της και μου προσέφερε την καρδιά των παιδιών της κατά την αφήγηση αυτού του παραμυθιού.

Εγώ έχω αυτό που πρέπει να έχω
Καραβομούρης

Ήταν μια φορά ένας πειρατής που τον έλεγαν Καραβομούρη. Είχε ένα χαμόγελο σαν καρίνα πλοίου· εξ ου και το παρατσούκλι του. Ο Καραβομούρης ήταν ένας ριψοκίνδυνος πειρατής. Διέσχιζε τις θάλασσες με το γαλεόνι του, ψάχνοντας κρυμμένους θησαυρούς, μυστικούς χάρτες, ανεξερεύνητα ερημονήσια... Παρ’ όλα αυτά, όπου και να πήγαινε, συναντούσε ένα σωρό πειρατές και κουρσάρους οι οποίοι, μόλις τον έβλεπαν, του τόνιζαν τη διαφορετικότητά του με την κλασική ατάκα που τόσο τον ενοχλούσε: «Εσύ δεν έχεις αυτό που πρέπει να έχεις!». Αλλά ο Καραβομούρης και βέβαια είχε αυτό που έπρεπε να έχει. Απλά ήταν διαφορετικό, αλλιώτικο αλλά και διασκεδαστικό.

Μια φορά, ένας μπαντίδος που περπατούσε με ένα ξύλινο πόδι αποβιβάστηκε στο Νησί της Χελώνας αναζητώντας ένα θησαυρό και, μόλις συναντήθηκε με τον Καραβομούρη, του πέταξε κατάμουτρα τη μοιραία ατάκα: «Εσύ δεν έχεις αυτό που πρέπει να έχεις!», στην οποία αυτός απάντησε: «Εγώ και βέβαια έχω αυτό που πρέπει να έχω! Έχω μια ρόδα ποδηλάτου! Την προτιμώ από ένα άβολο σαρακοφαγωμένο σκουπόξυλο. Με αυτήν φτάνω σε κάθε λάφυρο στο άψε σβήσε». Κι ο Καραβομούρης εξαφανίστηκε σαν αστραπή, αφήνοντας πίσω του ένα σύννεφο σκόνης.

Μια άλλη φορά, ένας πειρατής πέτυχε τον Καραβομούρη σε μια ταβέρνα και, ενώ έπαιζαν μια παρτίδα χαρτιά, ο πειρατής, μόλις είδε ότι έχανε, κλώτσησε τόσο δυνατά το τραπέζι που το έκανε να πηδήξει στον αέρα. Σηκώθηκε ξαφνικά δείχνοντας τον απειλητικό του γάντζο και είπε: «Εσύ δεν έχεις αυτό που πρέπει να έχεις!», στο οποίο ο Καραβομούρης απάντησε: «Εγώ και βέβαια έχω αυτό που πρέπει να έχω! Έχω ένα ανοιχτήρι! Και είναι πολύ χρήσιμο για να ανοίγω κονσέρβες με ντομάτες, φασόλια, μύδια, καλαμάρια, μπιζέλια, σαρδέλες...». Ο πειρατής, μόλις είδε ότι ο Καραβομούρης συνέχιζε την ατελείωτη λίστα με τα ψώνια, έκανε μια στροφή και, βροντώντας την πόρτα, πήρε δρόμο θυμωμένος.

Μια άλλη μέρα, ένας πειρατής που είχε έναν παπαγάλο με τρία φτερά, και αναζητούσε ένα μυστικό χάρτη, μόλις εντόπισε τον Καραβομούρη του πέταξε τη βαρετή ατάκα: «Εσύ δεν έχεις αυτό που πρέπει να έχεις!», στο οποίο ο Καραβομούρης είπε: «Εγώ και βέβαια έχω αυτό που πρέπει να έχω! Έχω έναν πετεινό! Με ξυπνάει κάθε μέρα για να σαλπάρω στην ώρα μου με το πρωινό του κικιρίκου. Είναι καλύτερο από το να ακούς ένα χαζοπούλι να επαναλαμβάνει συνέχεια τα ίδια και τα ίδια». Εκείνη τη στιγμή, ο παπαγάλος άρχισε να λέει: «Πλοίο στον ορίζοντα, πλοίο στον ορίζοντα...!», και ο Καραβομούρης έβαλε τα γέλια.

Ένα απόγευμα, ένας ναυτικός με πειρατικό καπέλο που αρμένιζε με το ιστιοφόρο του, ξαφνιάστηκε μόλις αντίκρισε τον Καραβομούρη με το γαλεόνι του και ξανάρχισε το ίδιο τροπάριο. Στο οποίο αυτός απάντησε με σιγουριά: «Εγώ και βέβαια έχω αυτό που πρέπει να έχω! Έχω ένα ημίψηλο! Είναι πιο κομψό και με δροσίζει όσο δεν φαντάζεσαι».

Κάποια άλλη στιγμή, ένας κουρσάρος με μαύρο κάλυμμα στο μάτι και κρίκο στο αυτί συνάντησε τυχαία τον Καραβομούρη στην προβλήτα και έμεινε έκπληκτος μόλις αντιλήφθηκε ότι, για κάλυμμα είχε έναν αστερία και για κρίκο ένα μανταλάκι, και πάλι επανέλαβε την ίδια φράση ότι «εσύ δεν έχεις» και ο Καραβομούρης απάντησε ότι και βέβαια είχε!
Μια μέρα με αποπνικτική ζέστη, ο Καραβομούρης και το πλήρωμά του, λαχταρώντας να κάνουν μια βουτιά στην παραλία, άρχισαν να βγάζουν τα ρούχα τους. Όταν οι άντρες παρατήρησαν το γυμνό σώμα του Καραβομούρη και είδαν το αιδοίο του, κραύγασαν όλοι μαζί: «Εσύ δεν έχεις αυτό που πρέπει να έχεις!», ενώ αυτός βουτούσε με το κεφάλι στα κύματα, φωνάζοντας: «Μην είστε ανόητοιοιοιοιοι!».

Ο Καραβομούρης ήταν ένας Τρανς πειρατής. Βίωνε με φυσικότητα τις διαφορές του, παρόλο που αυτά τα χρόνια των θαλάσσιων ταξιδιών του άκουγε ένα σωρό φήμες και θρύλους γύρω από το όνομά του. Αν ρωτούσες κλέφτες και λαθρεμπόρους άλλων εθνών, αυτοί απαντούσαν: «Μα τα χίλια τηγανιτά ρύζια! –φώναξε ο Κινέζος πειρατής– αυτό συνέβη πριν γεννηθεί ο Καραβομούρης. Όταν η μαμά του ήταν έγκυος σ’ εκείνον, ένα βράδυ αποφάσισε να συζητήσει με τον μπαμπά του για το όνομα που θα του έδιναν. Η μαμά του ήθελε να τον λένε Ισολίνα Σαρδελόγατα, και, ο μπαμπάς του, Αρμάντο Φαλακροκέφαλο. Έτσι πέρασαν μαλώνοντας τους εννιά μήνες της εγκυμοσύνης. Επειδή ποτέ δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν, στη γέννα γεννήθηκε αγόρι που την επόμενη μέρα ήταν κορίτσι! Έτσι εξακολουθεί μέχρι σήμερα να αλλάζει φύλο κάθε μέρα για να είναι ευχαριστημένη η οικογένεια» –διαβεβαίωνε ο Κινέζος πειρατής με ένα χαμόγελο.

«Μα τους χίλιους ιππόκαμπους! –διαμαρτυρήθηκε ένας ναύαρχος γεμάτος παράσημα, δίνοντας τη δική του εκδοχή της ιστορίας– όταν η μαμά του Καραβομούρη ήταν στον Κόλπο του Μεξικού, η πειρατίνα Άνα Κοκαλιάρα τής πρότεινε, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, να κοιμάται με ένα άνθος παπαρούνας πίσω απ’ το αυτί της για να γεννηθεί το μωρό κορίτσι, ενώ ο πειρατής Κοκκινογένης συμβούλεψε τον μπαμπά του να κοιμάται με ένα φύλλο τσουκνίδας για να γεννηθεί αγόρι. Έτσι έγιναν τα πράγματα και γεννήθηκε ένα αγόρι σε σώμα κοριτσιού» –τόνιζε ο παρασημοφορημένος  ναύαρχος.

«Μα τα κανόνια του πειρατή Στραβόξυλου!», φώναξε ο Ολλανδός μπαντίδος. «Αυτό συνέβη όταν ο Καραβομούρης δεν  ήταν παρά ένα κοριτσάκι: από μικρούλα της άρεσε να ατενίζει τα ουράνια τόξα. Μια μέρα αποφάσισε να ανακαλύψει πού γεννιόντουσαν αυτά και, εκεί που ταξίδευε και ταξίδευε, κατάφερε να διακρίνει ένα από τα φωτεινά χρώματα πλησιάζοντας μέχρι το μυστηριώδες μέρος όπου σμίγει το ιριδίζον φως της βροχής με τη θάλασσα. Εκεί ακριβώς της ήρθε της πιτσιρίκας να κατουρήσει, δημιουργώντας ένα άλλο μικρό ουράνιο τόξο που διαπέρασε το σώμα της, μετατρέποντάς την στη στιγμή στον άντρα που είναι σήμερα», δήλωνε συγκινημένος ο Ολλανδός μπαντίδος.

«Μα τα όνειρα της γαλάζιας φάλαινας!», μουρμούριζε, σκεπτικός, ο Γάλλος πειρατής από τις Αντίλλες. «Ο Καραβομούρης γεννήθηκε γυναίκα. Μια νύχτα με πανσέληνο κοιμήθηκε με ανοιχτό παράθυρο, και το χλομό φως έπεσε πάνω στο γυμνό του σώμα. Έτσι έγινε η μεταμόρφωσή του. Το πρωί, όταν κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, τρόμαξε μόλις είδε ότι ήταν άντρας, αλλά μόλις έπεσε το σκοτάδι, ακριβώς την ώρα του ύπνου, ξανάγινε γυναίκα. Από εκείνη τη στιγμή, ο Καραβομούρης ζει σε λάθος σώμα, και κάθε βράδυ κλειδώνει την καμπίνα του για να μην μπορεί να δει κανείς την όμορφη κοπέλα να ονειρεύεται», υπογράμμιζε συνωμοτικά ο Γάλλος πειρατής.

«Μα τα δόντια του λευκού καρχαρία!», κραύγασε ο Άγγλος κουρσάρος, ενώ οδηγούσε τη γολέτα του. «Όλα συνέβησαν στην Τζαμάικα εξαιτίας μια καταραμένης παρεξήγησης, αφού ο Καραβομούρης είναι μισός άντρας και μισός γυναίκα. Αν κοιτάξεις τον Καραβομούρη από τη δεξιά πλευρά, θα δεις έναν κύριο, και αν σταθείς από την αριστερή του πλευρά θα δεις μια κυρία. Μια φορά, ένας πειρατής που καθόταν στα δεξιά της πλώρης τσακώθηκε με έναν άλλο που βρισκόταν στα αριστερά γιατί ο ένας είπε: «Κύριε Καραβομούρη, πότε σαλπάρουμε;», και ο άλλος «Κυρία Καραβομούρα, πότε σηκώνουμε άγκυρα;». «Καραβομούρη τον λένε, βρε παλιοσουπιά!». «Καραβομούρα, βρε παλιοκαλαμάρι!». Έγινε κακός χαμός! Φαπ, αυτός που έβλεπε Καραβομούρη δίνει μια καρπαζιά! Φαπ, φαπ, αυτός που έβλεπε Καραβομούρα δίνει δύο καρπαζιές!» –επιβεβαίωνε, ενθουσιασμένος, ο Άγγλος κουρσάρος.

Όλα αυτά συνέβαιναν μέχρι που ο Καραβομούρης, κουρασμένος πια να ακούει τόσες λανθασμένες αφηγήσεις οργώνοντας τη θάλασσα των λαθών, αποφάσισε να καταστρώσει ένα σχέδιο για να αποκαταστήσει μια για πάντα αυτήν την παρεξήγηση: θα έριχνε ένα μπουκάλι με ένα μήνυμα στο πέρασμά του από κάθε αρχιπέλαγος, νησί ή βραχονησίδα, στο οποίο θα εξηγούσε την αλήθεια της ιστορίας του. Το μήνυμα που έγραψε με  τα ίδια του τα χέρια έλεγε τα εξής:


Αξιότιμοι πειρατές, κουρσάροι, μπαντίδοι και λοιποί κλέφτες της θάλασσας:

Εγώ είμαι ο Καραβομούρης, ο πειραΤράνς. Όσοι δεν με γνωρίζουν βγάζουν λανθασμένα συμπεράσματα για μένα. Δεν είμαι ένας άντρας σε σώμα γυναίκας, ούτε ζω σε λάθος σώμα. Εγώ έχω κλέψει πολλά πράματα στη ζωή μου: φιλιά, πολύτιμους λίθους, χρυσά δουβλόνια ακόμα και κάνα δυο κάστρα από άμμο. Ναι, δεν ντρέπομαι να το ομολογήσω! Αλλά αυτό που ποτέ δεν έχω κλέψει από κανέναν είναι ένα χέρι, μια μύτη ή ένα πόδι. Αυτό το σώμα είναι δικό μου! Είμαι ένας αληθινός άντρας! Ένας πειρατής με δύο ωοθήκες! Να ξέρετε ότι υπάρχει πολύ ψέμα και μπέρδεμα στον κόσμο, αφού υπάρχουν άντρες με πέος και άντρες με κόλπο· γυναίκες με κόλπο και γυναίκες με πέος. Αυτό είναι η διαφορετικότητα. Δεν υπάρχει ούτε ένας πειρατής ανάμεσα σε όλους εσάς που να μην έχει κάτι διαφορετικό από τους άλλους. Που ενώ είναι ίδιος αν τον δείτε από μακριά, γίνεται διαφορετικός αν τον δείτε από κοντά. Κάποιοι φοράτε ξύλινο ποδάρι, άλλοι σιδερένιο ή πλαστικό· μερικοί έχετε γένια, σγουρά μαλλιά ή είστε φαλακροί. Ανάμεσά μας υπάρχουν πειρατές λευκοί, μαύροι, κίτρινοι· κοκκινομάλληδες, ξανθοί, καστανοί· με μάτια γαλάζια, πράσινα ή καστανά. Κάποιοι φοράτε σκουλαρίκια στο ένα αυτί, άλλοι κρίκους και στα δύο ή ακόμα και ένα μανταλάκι όπως εγώ... γιατί στο κάτω κάτω σημασία έχει να νιώθεις πειρατής μέσα σου!

Υπογραφή: ΠειραΤράνς Καραβομούρης

Έτσι, συνέχισε να ρίχνει μπουκάλια στη θάλασσα, το ένα μετά το άλλο, ενώ, υπερήφανος, τραγουδούσε το τραγούδι του:
Άλλο πράγμα ο κανόνας κι άλλο πράγμα η διαφορά,
Ο πειραΤΡΑΝΣ Καραβομούρης είν’ αληθινός, παιδιά.
Με τη ρόδα ποδηλάτου, στο καπέλο πετεινό,
είναι ένας πειραΤΡΑΝΣ, πειρατής που δεν ξεχνώ.
ΠειραΤΡΑΝΣ διάφοροι, κλέφτες θαλασσών,
ληστές ενωμένοι στην κακοτυχία!
ΠειραΤΡΑΝΣ αλλιώτικοι όλων των χωρών
όλοι ενωμένοι για την ελευθερία!
Γνώρισε τον πειραΤΡΑΝΣ, ένα γνήσιο πειρατή
μ’ ανοιχτήρι αντί για γάντζο, μανταλάκι στο αυτί!

Έτσι έγιναν τα πράγματα και ο Καραβομούρης έγινε ο πρώτος πειραΤράνς στην ιστορία της πειρατείας. Μετά από αυτό το κατόρθωμα, κανείς πια δεν του ξαναπέταξε στα μούτρα τις διαφορές του, με την κλασική ατάκα: «Εσύ δεν έχεις αυτό που πρέπει να έχεις!», επειδή αυτό που είχε ο Καραβομούρης, το έχουμε όλοι, ακόμα κι αν πολλοί το έχουμε ξεχάσει.

ΤΕΛΟΣ

Μετάφραση: Σοφία Γεωργιάδου
Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος



Ο Gran Ovidio Acopán (Γκραν Οβίδιο Ακοπάν) γεννήθηκε το 1969 και ζει στην Τενερίφη. Είναι παιδαγωγός και εμψυχωτής. Το Piratrans Carabarco κυκλοφόρησε το 2015 από τις εκδόσεις La Calle. Η μετάφραση του παραμυθιού στα ελληνικά από τη Σοφία Γεωργιάδου, σε επιμέλεια Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, είναι απόσπασμα από τη Διπλωματική Εργασία που εκπόνησε, υπό την εποπτεία του Αναπληρωτή Καθηγητή Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, η Σοφία Γεωργιάδου με τίτλο «Μεταφράζοντας τον έμφυλο Άλλο για παιδιά. Σχολιασμένη μετάφραση του Piratrans Carabarcο από τα ισπανικά στα ελληνικά» στο πλαίσιο των σπουδών της στο Μάστερ «Επιστήμες της Γλώσσας και του Πολιτισμού», κατεύθυνση «Μετάφραση, επικοινωνία και εκδοτικός χώρος» του Τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ.

Σάββατο 25 Μαρτίου 2017

Té o algo diferente, de Dionisis Marinos

El empleado administrativo de octava categoría Efrem Grigórievits Feséncof no tardó en llegar a su derrota; nadie tarda. Durante treinta años consecutivos entretejía sus deseos en el polvo del papeleo de la Diputación, de los boletines oficiales, de los impresos protocolizados, de los actos administrativos y de las decisiones disciplinarias del Consejo de Administración; por las noches lo destejía todo. La impresión de una sumisión opresiva que se arremolinaba  en torno a sus conversaciones en la oficina, con colegas demasiado mareados y excesivamente obedientes, en el encanto moderado del café «La lámpara maravillosa» se transformaba en un momento lleno de cercanía con personas de otra índole. Nunca escribió nada más que órdenes administrativas e informes de la oficina directiva. Era un escriba sin escribir. Su mano se deslizaba sobre las palabras secas del lenguaje funcionarial de una manera apagada y amarga. Bebiendo coñac y algunas veces vodka en una copa alta, devoraba las revistas Despertador, Espectador, Moscú y Fragmentos que en aquellos días alguien podía encontrar solo en «La lámpara maravillosa». Vivía a través de la lectura. Con el tiempo se transformó en un digno acaparador de las historias que no sabía cómo acontecieron en su ciudad. Ciudad pesada y ardiente como un brasero. Por la mañana se sentaba de nuevo en su escritorio y sumergía con indiferencia  el sello estatal en la tinta; lo ahogaba.
          Nada cambiaría la geometría de su vida, si en aquel  invierno de 1897 no hubiera conocido por casualidad a Antón Chéjov sobre el cual había oído y leído tantas cosas. La barba tupida, las gafas opacas, el pellizco de pena en los ojos, ese nudo fino de la pajarita; todo, todo en ese hombre estaba hecho para llamar la atención. Las sortijas de su pelo en la frente que conseguían escaparse quejosos incluso cuando llevaba el sombrero puesto, el cuello de la camisa siempre limpio y duro como si fuera una barricada para el aliento. El estilo fino y gentil de su  discurso. «Por tanto, doctor usted ¿qué opina?». «Pero, mi buen Petrushka, la gente no se fija en si es invierno o verano, cuando está feliz». U otras veces, se inclinaba sobre su interlocutor y en un arrebato de fe declaraba: «No hay nada nuevo en el arte, excepto el talento».
Nunca antes la carga de la oficina le había parecido tan alentadora a Efrem Grigórievits Feséncof. Se encontraba en un estado de alerta permanente. Un girasol en flor.
Pero, esa noche – ¡ayǃ, esa noche. Nada fue como las veces anteriores. El cuerpo de Chéjov irradiaba algo desagradable – una inclinación de la cabeza hacia la derecha generaba en sus ojos y en su boca un efecto de urgencia. Como que algo profundamente mental lo atormentaba y lo consumía. Las manos se restregaron sobre la tela fina del pantalón. Su respiración se encaramaba por el chaleco con dificultad. Al borde de ahogarse. Y entonces mirando la ventana de «La lámpara maravillosa», con las cortinas violáceas corridas, se volvió hacia el pobre Efrem, esto lo hacía por primera vez, y le dijo intrigante: «¡Qué tiempo maravilloso el de hoy! No puedo decidir: ¿hago un té o me ahorco?».
          En el camino de vuelta a su casa, Efrem Grigórievits Feséncof sentía el peso de su carne a cada paso que daba. Los olmos enviaban aromas de primavera, la luna murmuraba, las sombras caían como hojas mojadas; hacía un tiempo maravilloso. Qué maravilloso de veras.  Pero también, qué elegante es que alguien se atormente por semejantes dilemas. ¿Esto o lo otro? ¿Adelante o atrás? ¿Libre o tal vez…?
          Efrem nunca tuvo dilemas. Y ahora tampoco. Su camino estaba hecho sin regreso. Por un instante se detuvo debajo de un farol, secó su nuca transpirada con su pañuelo y, de golpe, se dio cuenta de que nunca en su vida había bebido ese zumo negro que los demás esperaban con elegancia a que hirviera en el samovar. Por lo tanto: ¿hacía un té o se ahorcaba? Qué fácil fue decidirse cuando abrió la puerta de su casa, tiró su saco al suelo y deshizo el nudo de su pajarita.

                                                Traducción: Alejandra Curcumeli
                                                Revisión:  Konstantinos Paleologos y Proyecto GreQuerías


Fuente: Primera publicación en el blog Planodion- Historias Bonsái (24 de noviembre de 2016)

Biografía

Dionisis Marinos (Atenas, 1971) es periodista, escritor y crítico literario. Ha publicado tres novelas (Χαμένα Κορμιά, 2011, Τελευταία Πόλη, 2012, Ουρανός κάτω, 2014) y una colección poética (Anamneza, 2014). En breve se pondrá en circulación la colección de relatos bajo el título Όπως και αν έρθει αυτό το βράδυ.

Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

Εργαστήριο μετάφρασης ποίησης στο πλαίσιο του 9ου Φεστιβάλ ΛΕΑ

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΕ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ «ANGLOAMÉRICA» ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΔΑΣ ΠΟΙΗΤΡΙΑΣ MERCEDES CEBRIÁN

Τον προσεχή Ιούνιο, στο πλαίσιο του 9 φεστιβάλ LEA (Literatura en Atenas), θα υποδεχθούμε στην Ελλάδα την ισπανίδα ποιήτρια Mercedes Cebrián.

Το Κέντρο γλωσσών και πολιτισμών της Ιβηρικής και της Λ. Αμερικής ΑΒΑΝΙCO οργανώνει την Πέμπτη, 15 Ιουνίου, 2017, εργαστήριο συλλογικής μετάφρασης του ποιήματός της «Angloamérica» με την παρουσία της ποιήτριας.

Διάρκεια: Ένα 4ωρο, από 10.00 έως 14.00

Συντονιστές: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος - Νίκος Πρατσίνης

Oι ενδιαφερόμενες/οι μπορούν να δηλώσουν συμμετοχή μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (info@abanico.gr) ή τηλεφωνώντας στο 2103251214.

Παρατηρήσεις: O αριθμός των συμμετεχόντων είναι περιορισμένος (10 άτομα) - Απαιτείται επίπεδο γνώσης της ισπανικής DELE superior και μεταφραστική εμπειρία. Η τελική λίστα, έπειτα από την εξέταση των υποψηφιοτήτων, θα ανακοινωθεί εντός του Απριλίου 2017.



ANGLOAMÉRICA 

1)

Abrir es comprender: por dentro
es el pistacho verde y la pipa de girasol color marfil;
en el cine de verano, el chasquido de abrirla
con los dientes era nuestro concepto
de trabajo de campo. La idea de futuro la aprendí
en la época que llamamos infancia,
pero en versión doblada al castellano.

Americanos, si os abro la cabeza, ¿seguiréis siendo
tan afables conmigo? Yo soy la que os corrige los pronombres
de nueve a diez y cuarto, sin embargo el idioma
no lo fabrico yo: el idioma no es semen
(esa palabra incómoda) –lo copio de otras fuentes.
Me da el sol del idioma y me recargo
como la batería de una calculadora. 

Americanos, no me necesitáis. Me voy
caminando hacia atrás. Haré tan poco ruido
que no lo advertiréis.


2)

Noto cómo me rozan el progreso, el liderazgo, el éxito
y, sin embargo, si hubiera aquí un banquito me sentaba
a mirar, a ver pasar a gente que entra y sale
de sitios. Aquí ninguna mujer
es mi madre o mi tía, ninguna lleva una blusa envuelta
que recogió del tinte : todas tienen
mucho que hacer después, incluida yo misma
y aun así
pido disculpas por mi poca productividad: no solamente
no dejo propina en el café al que voy
sino que robo
las monedas del tarro de cristal que está junto a la caja.
Con disimulo dejo caer al fondo dos botones
de nácar. Escuchan el sonido y dicen “Thank you”.
Después, cuando los ven, esperan que algún día
aquello se convierta en divisa
de curso legal.


3)

He aquí la sonrisa que no va a ningún lado. No se dirige
a nadie pero se deja puesta en caso de emergencia.
El reloj no me dice cuántos meses
he de permanecer aquí:
está especializado en un paso del tiempo
de pequeño tamaño.
Llevo una sucursal del siglo diecinueve
en la muñeca izquierda: solo me ofrece horas,
minutos y segundos. Aquí no me da tiempo
ni a estar muerta.

Hoy va lento internet.


4)

Mal tenis de mesa; mal uso de la raqueta. La pelota
cae al suelo todo el tiempo. Frío dentro
del calor, como el helado de un restaurante chino
refrito en la sartén, frío en el interior
de lo que me vendieron como confortable: si se tratase
de un anorak de plumas podría denunciarlos
por estafa.

Cualquier cosa que toco
la encuentro pegajosa.
¿No serán mis propios dedos
los que acarrean restos de una miel obsoleta?,
me hacen ver en el marco
de la psicoterapia.
¿No era que había un podio reluciente
para los ganadores?, señalo yo
después.


Παρασκευή 17 Μαρτίου 2017

Traducción de Literatura Infantil y Juvenil (del español al griego moderno): Aproximación teórica y aplicación práctica

Η Κατεύθυνση «Μετάφρασης, επικοινωνίας και εκδοτικού χώρου»
του ΠΜΣ «Επιστήμες της γλώσσας και του Πολιτισμού»
του Τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας
του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

φιλοξενεί την Dr. Elia Hernández Socas του
Πανεπιστημίου της Λειψίας η οποία θα διευθύνει το εργαστήριο μετάφρασης με θέμα:

Traducción de Literatura Infantil y Juvenil (del español al griego moderno): Aproximación teórica y aplicación práctica.

Μετάφραση  Παιδικής και Εφηβικής Λογοτεχνίας (από τα Ισπανικά στα Ελληνικά): Θεωρητικές προσεγγίσεις και πρακτικές εφαρμογές

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017
 Αίθουσα Α (ΝΚ ΦΛΣ), ώρα: 13.00 -16.00

(στην Ελληνική και Ισπανική γλώσσα)

Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017

Βιβλιοκριτική του Λάμπρου Σκουζάκη για το Στη μέση του πουθενά του Julio Llamazares

Βιβλιοπανδοχείο, 17. Χούλιο Γιαμαθάρες - Στη μέση του πουθενά
Για μας που θέλουμε λογοτεχνικούς ήρωες καθημερινούς και συνηθισμένους, έστω κάτι σαν κι εμάς, το διήγημα αποτελεί την προσφορότερη δεξαμενή. Εκεί, συνήθως, αποκαθίσταται η ισορροπία ανάμεσα στους αφανείς "αντι-ήρωές" τους και στους ιδιόμορφους πρωταγωνιστές πολλών μυθιστορημάτων.

Τα επτά σύντομα διηγήματα του Χ.Γ. τιμούν τέτοια οικεία σε μας πρόσωπα, Ο συγγραφέας ρίχνει κι άλλο φως στη χαρακτηροθήκη του:

Έχω επιλέξει τόσο στη λογοτεχνία όσο και στη ζωή να βρίσκομαι κοντά στους πιο αδύναμους, σε αυτούς που δεν έχουν φωνή, σε εκείνους που δεν ακούει κανείς. Οι ισχυροί δεν έχουν ανάγκη, έχουν πολλούς υπηρέτες.

Όμως αυτή η αναγνωρισιμότητα των φιγούρων εδώ δεν είναι παρά η αρχή: αυτό που μας κάνει να απολαμβάνουμε τις περιπέτειές τους είναι το γεγονός πως τους πετυχαίνουμε σε μια οριακή τους στιγμή στη μέση του πουθενά: το μέρος που, σύμφωνα με τον ίδιο, βρίσκεσαι όταν νοιώθεις ή είσαι εκτός τόπου και χρόνου. Μέχρι να κλείσουμε το βιβλίο έχουν φάει τα μούτρα τους, έχουν ταπεινωθεί, έχουν παίξει κυνηγητό με την ησυχία τους (κι αυτή τους νίκησε κατά κράτος), έχουμε ξεκαρδιστεί (τουλάχιστο δύο φορές σε κάθε διήγημα), έχουμε κρυφά ψιθυρίσει υπομονή, μαζί σου είμαι εγώ!

Πρόκειται, όπως μας αποκαλύπτει ο Γιαμαθάρες στην εισαγωγή, για φίλους του ή πρόσωπα που γνωρίζει και, αντί να τους αφιερώσει ένα διήγημα όπως συνηθίζεται, τους μετατρέπει σε πρωταγωνιστές των δικών τους ιστοριών, εν αγνοία τους, χωρίς να ξέρει αν θα τους άρεσε, ελπίζοντας όμως να τον συγχωρήσουν. Δεν πρόκειται αποκλειστικά για ιστορίες που έχουν ζήσει αλλά θα μπορούσαν κάλλιστα να τις έχουν ζήσει! Άνθρωποι χωρίς απαντήσεις, χωρίς συγκεκριμένο προορισμό.

Όσα δε φέρνει η ώρα τα φέρνει η στιγμή, φταίει "η κακιά η ώρα", το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο, τι καντεμιά κι αυτή που σε δέρνει. Όσοι έχετε ακούσει διψήφιες φορές τις παραπάνω φράσεις και θέλετε να τις ξορκίσετε από τη ζωή σας, εδώ θα το ξανασκεφτείτε. Είναι πολύ εύκολο να βρεθείς έξω από τον κύκλο, μερικές φορές αρκεί ένα ελάχιστο βήμα για να πάψεις να είσαι "κανονικός". Κι αν παλαιότερα ήσουν αυτός που κοιτούσε περίεργα τον άτυχο ξένο, τώρα μπορεί να είσαι εσύ αυτός που τον κοιτάζουν μαζεμένοι περίεργοι με οίκτο, θλίψη ή απλά αδιαφορία.

Προσέξτε, γιατί θα μπορούσατε εσείς να είστε ο σταθμάρχης που βασιλεύει σε ράγες χωρίς περαστικούς συρμούς ή ο μποέμ τύπος που δεν μιλάει χρόνια με τη γυναίκα του και τα πίνει με μια γαλοπούλα ανοίγοντάς της την καρδιά του. Όσο για μένα, με είδα σίγουρα στη θέση των ηρώων στα δύο μαργαριτάρια της συλλογής, τα Πιλότος Καμικάζι και Το Άφθαρτο Μυθιστόρημα. Ως συγγραφέα, δηλαδή, που δεν έχει εκδώσει ποτέ τίποτα κι ετοιμάζει ένα μυθιστόρημα εδώ και δεκαπέντε χρόνια, αλλά δεν φύλαξε τα νώτα του: δεν είχε τη σύνεση να αλλάξει τα ονόματα των πρωταγωνιστών της ιστορίας (δηλαδή των συγχωριανών του!) - κι αυτή έμελε να είναι η συμφορά του… Ή ως έναν τραπεζικό υπάλληλο που επιχειρεί να μετακινήσει ένα αυτοκίνητο που τον εμποδίζει και οι λεπτές συγκυρίες που λέγαμε τον οδηγούν στο να το οδηγεί απεγνωσμένα κάθε λίγο και μακρύτερα με σπαρταριστά επακόλουθα.

Είναι αξιοθαύμαστος ο τρόπος με τον οποίο ο Χ.Γ. μεταπηδά από το ένα είδος γραφής στο άλλο. Από τους επιμήκεις στίχους επικών ποιημάτων ή το ζοφερό μυθιστορηματικό κλίμα της Κίτρινης Βροχής (για πολλούς η κορυφαία του στιγμή), εδώ έχουμε σύντομες ιστορίες ρεαλιστικού ύφους και άνετης γραφής σε ένα γλυκύτατο, περιπετειώδες, αγγιχτικό εκατοντασέλιδο.

Αν πιστέψουμε τις κραυγές των καιρών, δεν υπάρχει καμία πατρίδα για τους μελλοθάνατους αλλά υπάρχει πατρίδα για τους ηττημένους, κι αυτή είναι η λογοτεχνία − και, στην προκείμενη περίπτωση, η διηγηματογραφία του Γιαμαθάρες!

Φάκελος φιλοξενούμενου: Μπεγκαμιάν, Λεόν, Ισπανία, 1955. Μυθιστορήματα, διηγήματα, ποίηση, ταξιδιωτικά αφηγήματα, κινηματογραφικό σενάριο, άρθρα στην Ελ Παΐς. Στα ελληνικά κυκλοφορούν: Το φεγγάρι των λύκων, Η κίτρινη βροχή και Η τέχνη του ψεύδεσθαι [δοκίμιο] αλλά και διηγήματά του σε λογοτεχνικά περιοδικά.

Συντεταγμένες: Julio Llamazares, En mitad de ninguna parte, 1994. Στα ελληνικά: μετάφραση Νάντια Γιαννούλια, Δώρα Δημητρίου, Θεώνη Κάμπρα, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Πρόλογος-επιμέλεια: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2007, σελ. 101.

Τετάρτη 8 Μαρτίου 2017

Minicuento de Georgia Coloveloni

Georgia Coloveloni

Despedida



Al amanecer del día siguiente de su funeral fue a la oficina de él. Vació las macetas en el patio de luz. Corría la tierra junto con palabras, momentos, vida; no la de ella, aquella que no… Cuando regresó a casa,  se quitó para siempre el luto. 




Georgia Coloveloni (Valtinó, Tríkala). Titulada en Filología por la Uni­ver­si­dad de Aristóteles de Salónica. Trabaja como profesora en la educación secundaria. Ha editado la colección poética Ἱστορίες μὲ λυπημένη ἀρ­χή [Hi­sto­rias con comienzo triste] (2012).

Traducción: Marisol Fuentes

Revisión: Κonstantinos Paleologos y Proyecto GreQuerías

Σάββατο 4 Μαρτίου 2017

Προδημοσίευση: Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Álvaro Enrigue, Muerte súbita

ΑΠΟΚΕΦΑΛΙΣΜΟΣ

Ο Ζαν Ρομπό είχε να φέρει σε πέρας τη χειρότερη σκατοδουλειά του κόσμου το πρωί της 19ης Μαου του 1536: να κόψει με τη μία, πέρα για πέρα, το λαιμό της Αν Μπολέυν, μαρκησίας του Πένμπροκ και βασίλισσας της Αγγλίας, μιας κοπέλας τόσο όμορφης που είχε κάνει τον Πορθμό του Καλαί να μοιάζει με ωκεανό. Ο επονείδιστος Λόρδος Καγκελάριος Τόμας Κρόμγουελ είχε διατάξει να τον φέρουν από τη Γαλλία αποκλειστικά γι’ αυτό. Του ζήτησε, με μια λακωνική επιστολή, να έχει μαζί του το τολεδάνικο σπαθί –με κόψη θαυματουργά λεπτή– γιατί επρόκειτο να προβεί σε μια λεπτότατη εκτέλεση.
          Ο Ρομπό δεν ήταν μήτε αγαπητός μήτε απαραίτητος. Ωραίος και ανήθικος, περιπλανιόταν με κρύα διάθεση στο στενό κύκλο ιδιαίτερα εξειδικευμένων εργαζομένων που φύονταν στις αναγεννησιακές Αυλές, προστατευμένοι από τα στραβά μάτια που έκαναν πρέσβεις, υπουργοί, γραμματείς και μεγάλοι θαλαμηπόλοι των βασιλέων. Η επιφυλακτικότητά του, η ομορφιά και η έλλειψη ενδοιασμών τον καθιστούσαν ενδεδειγμένη λύση για να αναλαμβάνει συγκεκριμένες δουλειές που όλοι ήξεραν, αλλά κανείς δεν σχολίαζε, δουλειές σκοτεινές δίχως τις οποίες δεν μπόρεσε ποτέ να γίνει πολιτική. Φρόντιζε το ντύσιμό του με αισθητική ανέλπιστη από κάποιον που επαγγελλόταν τον άγγελο-δολοφόνο: φορούσε ακριβά δαχτυλίδια, εφαρμοστά μπροκάρ παντελόνια με εντυπωσιακά σχέδια, πουκάμισα από βασιλικό μπλε βελούδο που δεν άρμοζαν σε έναν, κατά κυριολεξία, πουτάνας γιο. Είχε καστανά μακριά μαλλιά με ανοιχτόχρωμες μπούκλες και κρεμούσε πάνω τους, με τσιγγάνικη ανεμελιά, τα φτηνιάρικα κοσμήματα που άρπαζε από τις γυναίκες του, υποταγμένες από τα διάφορα άρματα με τα οποία τον είχε προικίσει ο Θεός. Κανείς δεν ήξερε αν ήταν σιωπηλός επειδή ήταν έξυπνος ή επειδή ήταν ηλίθιος: τα σκούρα μπλε μάτια του, πεσμένα λίγο στην άκρη, δεν εξέφραζαν ποτέ συμπόνια, αλλά και κανενός είδους έχθρα. Επιπλέον ο Ρομπό ήταν Γάλλος: για εκείνον, το να σκοτώσει τη βασίλισσα της Αγγλίας, περισσότερο από έγκλημα ή άθλος, ήταν καθήκον. Ο Κρόμγουελ ζήτησε να πάει στο Λονδίνο γιατί του φάνηκε πως αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό τον καθιστούσε ιδιαιτέρως φυσιολογικό για την εκτέλεση της εν λόγω δουλειάς.
          Δεν ήταν ο βασιλιάς Ερρίκος Η´ εκείνος που διέταξε να θανατωθεί η σύζυγός του από τολεδάνικο σπαθί και όχι από ποταπό τσεκούρι, σαν και εκείνο που είχε διαλύσει τη σπονδυλική στήλη του αδελφού του ― ο οποίος είχε κατηγορηθεί για σύναψη σχέσεων με τη βασίλισσα, ένα αδίκημα που του απέφερε τον αριθμό ρεκόρ των τριών θανατικών καταδικών: για προσβολή του βασιλέως, για μοιχεία και για ακολασία. Απλώς, κανείς δεν μπορούσε να αντέξει, ούτε καν ο επονείδιστος Τόμας Κρόμγουελ, τέτοιος λαιμός να κοπεί από την τραχιά κόψη ενός μπαλτά.
          Το πρωινό της 19ης Μαου του 1536 η Αν Μπολέυν παρακολούθησε τη θεία λειτουργία και εξομολογήθηκε. Πριν παραδοθεί στον κοντόσταβλο του Πύργου του Λονδίνου ώστε το σώμα της να διαμελιστεί στα δύο, ζήτησε να ήταν οι κυρίες της των τιμών, και κανείς άλλος, εκείνες που θα είχαν το προνόμιο να της κόψουν τις σαρκώδεις κόκκινες πλεξούδες και να της ξυρίσουν τα υπόλοιπα μαλλιά. Η πλειονότητα των προσωπογραφιών που έχουν φτάσει μέχρι τις ημέρες μας, συμπεριλαμβανομένου του μοναδικού αντιγράφου της μόνης που είναι βέβαιο ότι έγινε όσο ήταν εν ζωή –και που φυλάσσεται στη συλλογή Τυδώρ στο κάστρο του Χέβερ–, την απεικονίζουν με πλούσια κυματιστά μαλλιά.
          Φαίνεται πως η βασιλική κρεβατοκάμαρα έτρεπε σε φυγή τις ερωτικές ορέξεις του βασιλιά Ερρίκου, τόσο ικανός στις εξωσυζυγικές περιπέτειες, αλλά πολύ λίγο συνεπής με τις αναπαραγωγικές υποχρεώσεις της βασιλικής του αξιοπρέπειας. Αν κάποιος το γνώριζε αυτό, δεν ήταν άλλη από τη μαρκησία του Πένμπροκ, που είχε συλλάβει μόνο μια φορά παιδί δικό του, στην εξοχή και όταν ακόμα εκείνος ήταν παντρεμένος με την προηγούμενη βασίλισσα. Είχαν αποκτήσει ένα κοριτσάκι τόσο όμορφο όσο η μητέρα του, για το οποίο ο μονάρχης επεδείκνυε την εκκωφαντική τρυφερότητα των ανθρωποκτόνων. Η Αν Μπολέυν προχώρησε τότε προς το ικρίωμα, έχοντας συνείδηση της στατιστικής πιθανότητας να ανέβει κάποια στιγμή στο θρόνο η κόρη της Ελισάβετ, όπως και τελικά συνέβη. Παραδόθηκε στο μαρτύριο επιδεικνύοντας σκόπιμη χαρά. Οι τελευταίες λέξεις της, τις οποίες πρόφερε μπροστά στους μάρτυρες του θανάτου της, ήταν οι εξής: «Ζητώ από τον Θεό να προστατεύει τον βασιλιά και να του επιτρέψει να κυβερνήσει για πολλά χρόνια την Αγγλία, γιατί ποτέ πριν δεν είχε υπάρξει ένας πρίγκιπας τόσο ευγενικός και τόσο φιλεύσπλαχνος».
          Ποιο είναι άραγε το στοιχείο εκείνο της γυμνότητας –τόσο απαράλλαχτα ίδιας, θεωρητικά, σε όλες τις περιπτώσεις– που μας διεγείρει; Ολόγυμνους, θα έπρεπε να μας αναστατώνουν μόνο τα τέρατα· και όμως, αυτό που μας κάνει να χάνουμε τα λογικά μας είναι κάτι που μοιάζει με πατρόν. Οι κυρίες των τιμών που συνόδευαν την Μπολέυν μέχρι το μαρτύριο είχαν αφαιρέσει το γιακά του φορέματός της πριν πάνε μαζί της μέχρι το ικρίωμα. Δεν ένιωσαν, όταν της αφαίρεσαν το βέλο και την καλύπτρα της κεφαλής, ότι μείωναν στο ελάχιστο την ομορφιά της: με ξυρισμένο το κεφάλι ήταν τόσο όμορφη όσο και όταν είχε μαλλιά.
          Η γαλαζωπή λάμψη του λαιμού της που έτρεμε εν αναμονή της εκτέλεσης, προκάλεσε μια συναισθηματική φόρτιση στον Ρομπό. Σύμφωνα με την αφήγηση κάποιου από τους μάρτυρες της εκτέλεσης, ο μισθοφόρος είχε την καλοσύνη να προσπαθήσει να ξεγελάσει την ντάμα που κείτονταν μπροστά του γυμνή από την ωμοπλάτη μέχρι την κορυφή της κεφαλής. Έχοντας τη λεπίδα ορθωμένη, έτοιμη να πέσει αδυσώπητη στο λαιμό της βασίλισσας, ρώτησε κάπως σαν αφηρημένος: Έχει δει κανείς το σπαθί μου; Η γυναίκα τίναξε τους ώμους της, μπορεί και ανακουφισμένη που ένα τυχαίο γεγονός μπορεί και να της έσωζε τη ζωή. Έκλεισε τα μάτια. Οι σπόνδυλοι, οι χόνδροι, οι σπογγώδεις ιστοί της τραχείας και του φάρυγγα παρήγαγαν, τη στιγμή που διαμελίζονταν, το κομψό πλατάγισμα του φελλού όταν απελευθερώνεται από ένα μπουκάλι κρασί.
          Ο Ζαν Ρομπό δεν δέχτηκε το πουγκί με τα ασημένια νομίσματα που του πρόσφερε ο Τόμας Κρόμγουελ όταν τελείωσε τη δουλειά. Απευθυνόμενος σε όλο το πλήθος, αλλά κοιτάζοντας κατάματα τον άντρα που είχε συνωμοτήσει, μέχρι να τη ρίξει από το θρόνο, ενάντια στη βασίλισσα, είπε ότι είχε δεχτεί να κάνει αυτό που μόλις είχε κάνει για να γλυτώσει τη δεσποσύνη της από τη φρίκη τού να πεθάνει από το λεπίδι ενός δήμιου. Έκανε μια βαθιά υπόκλιση προς τους αξιωματούχους και ιερείς που παραβρέθηκαν στον αποκεφαλισμό και έφυγε αμέσως από εκεί, καλπάζοντας για το Ντόβερ. Από πολύ νωρίς ο κοντόσταβλος είχε τοποθετήσει στο δισάκι του αλόγου του τις τροφαντές πλεξούδες της βασίλισσας της Αγγλίας.
          Του άρεσε να παίζει τένις και η εν λόγω πληρωμή τού φάνηκε αρκετή: τα μαλλιά των εκτελεσμένων στα ικριώματα είχαν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, και εκείνοι που κατασκεύαζαν μπαλάκια στο Παρίσι ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν εξωφρενικές τιμές προκειμένου να τα αποκτήσουν. Πολύ περισσότερα αν ήταν γυναικεία, ακόμη περισσότερα αν ήταν κόκκινα, και απείρως περισσότερα αν ανήκαν σε μία εν ενεργεία βασίλισσα. 

          Οι πλεξούδες της Αν Μπολέυν παρήγαγαν συνολικά τέσσερα μπαλάκια τένις τα οποία υπήρξαν, με μεγάλη διαφορά, τα πιο πολυτελή αθλητικά είδη της Αναγέννησης.   

To μυθιστόρημα του μεξικανού συγγραφέα Άλβαρο Ενρίγκε Muerte súbita (Βραβείο Herralde, 2013) κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, την άνοιξη του 2018, σε μετάφραση 
Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.