Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2019

Stathis Koutsounis: Cerezas


Stathis Koutsounis

Cerezas

¿Vamos a por cerezas?
La propuesta tuvo lugar en el único recreo del horario de tarde. Eran alrededor de las cuatro y en una hora saldríamos de clase. Lo propuso Diamandís. No a todos, solo a Dina, a Yanis y a mí. No sé si nos escogió o si simplemente se topó de casualidad con nosotros en el mismo momento en que le vino la idea. Diamandís era un año mayor y mucho más alto y robusto que nosotros. Había suspendido y repetía curso. Estábamos en segundo de primaria.
La reacción fue entusiástica.
Síííííí exclamamos todos a la vez, sin pensarlo.
Durante la hora de la clase estaba tan emocionado que no le prestaba atención a la maestra, una mujer gorda y cascarrabias, con un moño en lo alto de la cabeza que parecía un casco medieval. Me gustaba mucho Dina, quería estar con ella todo el rato, pero Diamandís también le tenía el ojo echado. A mí él me caía mal, me fastidiaba que casi todas nuestras compañeras de clase lo rondaran descaradamente. Dina era una chica guapa y jovial, con la piel clara como el trigo, labios carnosos y ojos de un profundo color azulado. Cuando la miraba me sentía alterado, aunque no entendía por qué. Por el camino me asaltó otro miedo. Solo teníamos un cerezo, en la parte alta del pueblo, cerca de la casa de Diamandís, pero era enorme. ¿Sería capaz de subirme? Y qué vergüenza, delante de Dina, si no lo conseguía…
Por el camino íbamos chinchándonos.
Vamos a subir a Dina al cerezo, que nos eche las cerezas para comérnoslas dijo Yanis en un momento dado.
Sí, claro… respondió ella entre risas.
Nada más llegar, Diamandís trepó al árbol como un felino y llegó rápido a la copa. Todos lo mirábamos con admiración y envidia. Tras dos o tres intentos fallidos, Yanis también lo consiguió.
Yo ni siquiera lo intenté. Estaba avergonzado pero intentaba aparentar indiferencia. Miraba discretamente a Dina; por suerte, no me hizo ningún comentario. Admiraba la bonita falda plisada y sus piernas esbeltas. Los otros arriba estaban comiendo y, de cuando en cuando, junto con los huesos que escupían, dejaban caer también alguna cereza. Yo las recogía y se las ofrecía cortésmente a ella. Sonreía con recogijo y las masticaba ávidamente. Se le pusieron los labios rojos del jugo, como si llevara pintalabios.
Venga, come tú también me decía.
A mí lo único que me importaba era complacerla, ganarme su simpatía.
En un momento dado escuchamos una voz gritar desde lo alto.
¡Dina!
Vemos entonces a Diamandís, que sostenía un puñado enorme de cerezas en las manos.
Toma, cógelas le dice, y las deja caer separando las manos.
Las cerezas nos llovieron encima. Brillaban al azul del cielo como pequeños globos rojos que chocaban unos con otros y se desperdigaban por todas partes, describiendo órbitas desordenadas. Ni alzando los brazos conseguíamos atrapar más de una o dos, y había más de veinte. Entonces Dina, en un acto reflejo, se levanta de repente la falda para coger el mayor número de cerezas posible, formando un canasto de tela.
Por una fracción de segundo veo sus piernas por encima de la rodilla, allí donde nunca las había visto: dos torrentes moldeados blancos como la nieve y, en el punto donde confluían, en medio de un prado de césped rubio, una gran cereza alargada de color rosa, rajada por delante de arriba a abajo.
Se me cortó el aliento. Me mareé y me quedé sin habla. No podía entender cómo exactamente había llegado allí, entre sus piernas, aquella extraña cereza. El corazón me latía con fuerza y se me empezaron a entumecer los miembros.
Mientras tanto ella, con una amplia sonrisa, venga, me dice, coge, y me tiende la falda, llena de cerezas.


Fuente: Μικροκύματα, 99+1 minicuentos de los escritores de la Asociación Griega de Autores. Edición de periódico H Εφημερίδα των Συντακτών, 2019.

Stathis Koutsounis [Στάθης Κουτσούνης] (1959) es poeta y ensayista. Trabaja en la educación secundaria privada.


Traducción: Natalia Velasco Urquiza
Revisión: Konstantinos Paleologos

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2019

Η μικρομυθοπλασία δεν είναι πια αυτό που ήταν...



Η μικρομυθοπλασία δεν είναι πια αυτό που ήταν: προσέγγιση στην υπερβραχεία λογοτεχνία

της Βιολέτα Ρόχο
Πανεπιστήμιο Σιμόν Μπολίβαρ,
Βενεζουέλα

Πηγή: Rojo, Violeta, «La minificción ya no es lo que era: una aproximación a la literatura brevísima», Cuadernos de Literatura, τόμ20, τεύχος 39, 2016, σελ. 374-386.



Τι είναι η μικρομυθοπλασια; Είναι είδος[1] ή υποείδος; Έχει  ορισμένη έκταση; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της; Ποια είναι η καταλληλότερη ονομασία; Ποια είναι η ιστορία της; Είναι μια μοντέρνα φόρμα πεζογραφίας; Γνωρίζουμε πού και πότε έκανε την εμφάνισή της; Όπως συμβαίνει συνήθως με τις καλλιτεχνικές εκφράσεις, υπάρχουν πολλές διαφορετικές απαντήσεις∙ κάποιες φορές είναι αντιφατικές, άλλες φορές συμπίπτουν, όμως, αν και όλες είναι εξίσου καλά τεκμηριωμένες, δεν υπάρχει ιδιαίτερη ομοφωνία ως προς την υποστήριξή τους.
Θα μπορούσαμε να ακολουθήσουμε την εύκολη οδό και να προσδιορίσουμε τη μικρομυθοπλασία ως μια πολύ σύντομη αφηγηματική και μυθοπλαστική λογοτεχνική φόρμα. Η έκταση ενός έργου μικρομυθοπλασίας ποικίλλει, δεν πρέπει, ωστόσο, να υπερβαίνει τη μία τυπωμένη σελίδα, δηλαδή περί τους 1.500 χαρακτήρες· υπάρχει διάσταση απόψεων ως προς το όνομα: μικρό- ή νανομυθοπλασία, νάνο- ή μικροαφήγηση, μικρό- ή νανοδιήγημα και παραλλαγές αυτών, οι οποίες υποδηλώνουν την εξαιρετικά μικρή έκτασή του και το χαρακτήρα του που συνδέεται με τη μυθοπλαστική αφήγηση. Τα χαρακτηριστικά του είδους είναι η συγγραφική κομψότητα (μιας και σε τόσο λίγο χώρο πρέπει να χρησιμοποιηθεί η κατάλληλη λέξη)· η υβριδικότητα, ο πρωτεϊσμός και η μη σύμπλευση με κανένα είδος (διότι αλλάζει φόρμες και είδη)· η χρήση της διακειμενικότητας –διότι με αυτόν τον τρόπο ο αναγνώστης γνωρίζει όσα προηγούνται και ο συγγραφέας μπορεί να θεωρήσει δεδομένα πολλά πράγματα– όπως, επίσης, και η χρήση της παρωδίας, της ειρωνείας, της αφηγηματικής έλλειψης και του χιούμορ. Θεωρείται είδος που γεννήθηκε στη Λατινική Αμερική, από όπου προέρχονται οι πρωτοπόροι του: ο Ρουμπέν Νταρίο, ο Χούλιο Τόρι, ο Λεοπόλδο Λουγόνες και ο Χουάν Χοσέ Αρεόλα, μεταξύ άλλων. Στη Λατινική Αμερική, επίσης, συνέχισε να εξελίσσεται με μεγάλη ορμή από τους Αουγούστο Μοντερόσο, Χόρχε Λουίς Μπόρχες και Χούλιο Κορτάσαρ, κυρίως τη δεκαετία του ’70 και με ευρέως διαδεδομένο τρόπο από τη δεκαετία του ’90 του περασμένου αιώνα μέχρι σήμερα, εποχή που παρατηρούνται πλέον (παρα)δείγματα σε πολλές γλώσσες και χώρες.
Μακάρι να ήταν τόσο εύκολο. Όλα όσα μόλις προείπαμε θα μπορούσαν να ιδωθούν με άλλο τρόπο, λιγότερο απλό, από τη στιγμή που θα αρχίσουμε να τα αναλύουμε σε βάθος. Το αποτέλεσμα αποδεικνύει ότι κάθε βεβαιότητα εξαφανίζεται: η μικρομυθοπλασία μπορεί να είναι ένα καινούργιο είδος, μπορεί και όχι· δεν είναι γνωστό πότε ξεκίνησε, ούτε τα χαρακτηριστικά της είναι ξεκάθαρα, ούτε το όνομά της, ενώ είναι πολλοί εκείνοι που διεκδικούν την πατρότητά της. Και όχι μόνο αυτό, αλλά αν υπάρχει ως ανεξάρτητο είδος είναι γιατί οι θεωρητικοί όρισαν την ύπαρξή της και από κάποια στιγμή και έπειτα οι συγγραφείς ανέπτυξαν δείγματα γραφής που επιβεβαιώνουν τους μελετητές.
Όλες αυτές οι αμφιταλαντεύσεις έχουν λόγο που υφίστανται. Εάν υπάρχει ένα είδος που απορρίπτει τις απολυτότητες, τις βεβαιότητες, τις αδιάλλακτες επιβεβαιώσεις είναι το είδος που μας απασχολεί. Η έκτασή του ποικίλλει εντός της ίδιας της μικρής του κλίμακας· η έκφρασή του ως είδος είναι περίπλοκη, αμφίσημη, ανεξέλεγκτη, διαφεύγουσα· τα χαρακτηριστικά του είναι λίγα ή υπερβολικά πολλά, ανάλογα με το ποιος τα απαριθμεί· ο ορισμός του δεν είναι ιδιαίτερα ξεκάθαρος, το όνομά του ποικίλλει από χώρα σε χώρα και από συγγραφέα σε συγγραφέα. Μπορούν να κατατεθούν μόνο προτάσεις, προσεγγίσεις, συμβουλές, αμφιβολίες, εκτιμήσεις. Οποιαδήποτε βεβαιότητα σύντομα απορρίπτεται ενώπιον ενός νέου παραδείγματος το οποίο αρνείται την προηγούμενη προϋπόθεση. Εάν αυτό που χαρακτηρίζει τη μικρομυθοπλασία είναι το άπιαστο και το αμφίσημο, οι ταξινομήσεις, οι οποίες ακολουθούνται τόσο πιστά στην ακαδημαϊκή κοινότητα, καταλήγουν να είναι περιοριστικές και όχι πολύ αξιόπιστες. Επιπλέον, όλα αυτά που σχετίζονται με τη μικρομυθοπλασία μοιάζουν με work in progress, ώστε, αυτό που σήμερα μας φαίνεται η αρχή, αρκετό καιρό αργότερα, χάρη σε νέες ανακαλύψεις, θα αποδειχθεί ότι είναι κάτι που βρισκόταν ήδη στα μισά του δρόμου.
Βέβαια, αυτή η «αναποφασιστικότητα» προκαλεί πολλά εμπόδια και παρανοήσεις: το είδος πέρασε από την ανυπαρξία, στην υποτίμηση –επειδή είναι κάτι αλλόκοτο–, στη συνέχεια έγινε τάση, πανταχού παρόν, μια υπερβολή και, στο τέλος, ξανά άξιο περιφρόνησης επειδή είναι κάτι υπερβολικά κοινό. Μετά από τόσες δεκαετίες, κάποιοι ακόμη δεν το θεωρούν λογοτεχνία και, παρά τα πολλά διεθνή και μη συνέδρια, τις δημοσιεύσεις, τις εκδόσεις που αφιερώνονται στο εν λόγω θέμα, ακόμη υπάρχουν άτομα που χαρακτηρίζουν τη μικρομυθοπλασία εκκεντρική, όταν είναι γενναιόδωροι, ή ασήμαντη, ιδανική για τους οκνηρούς της γραφής και της ανάγνωσης. Και όλα αυτά σχετίζονται επίσης με τη συντομία, καθώς φαίνεται υπερβολικά σύντομο για να είναι σημαντικό. Και το δοκίμιο όμως στο ξεκίνημά του θεωρούνταν κάτι παράξενο, η ποίηση χωρίς μέτρο και ομοιοκαταληξία είχε τη φήμη ότι είναι το καταφύγιο των φυγόπονων και η πολεμική εναντίον των μη παραστατικών πλαστικών τεχνών συνεχίζεται και κατά τη διάρκεια του 21ου αιώνα.
Η συντομία επίσης συνδέεται με τη φαινομενική ευκολία της συγγραφής ― δεν είναι το ίδιο να γράψεις ένα μυθιστόρημα, είναι ξεκάθαρο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα πολλοί να πιστεύουν ότι οποιοδήποτε μικρό επινόημα θεωρείται δείγμα του είδους, απελπίζοντας τους αναλυτές και τους σοβαρούς μικροδιηγηματογράφους. Τα γενναιόδωρα βραβεία που προσφέρονται σε διαγωνισμούς του χώρου (λαμβάνοντας υπόψη τον αριθμό των χαρακτήρων) έχουν ως αποτέλεσμα δεκάδες χιλιάδες συμμετοχές, που «προσπαθούν να δουν» αν λειτουργεί το κειμενάκι τους. Η συντομία λοιπόν, η οποία συνεπάγεται τόση προσπάθεια για τους ευσυνείδητους μύστες, έχει ως αποτέλεσμα επίσης και την κοινοτυπία ορισμένων προτάσεων και τον εκφυλισμό του είδους. Με την αύξηση του σώματος κειμένων με γεωμετρική πρόοδο, γίνεται περίπλοκο να αναγνωρίσει κανείς τις προτάσεις της κάθε χώρας και της κάθε γλώσσας. Η πληθώρα, από την άλλη, μετατρέπεται σε ζούγκλα, όπου είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς τα διαμάντια. Πάνω από όλα, όμως, η αφθονία συνεπάγεται επίσης ότι ένα τόσο μεγάλο εύρος προτάσεων κάνει δύσκολο το να έχει κάποιος μια σχετικά πιο ξεκάθαρη οπτική τού τι παράγεται.
Κι έτσι περνάμε σε κάτι σημαντικό: το ότι είναι τόσο ασαφής, ευμετάβλητη και ολισθηρή σημαίνει άραγε ότι τα πάντα είναι άξια λόγου; Όχι, βέβαια. Οι μικρομυθοπλασίες θα έπρεπε να είναι μικρά έργα τέχνης, κι αυτό, όπως ξέρουμε καλά, είναι πάντα πολύ δύσκολο να επιτευχθεί.

Η ιστορία του ελάχιστου

Όπως στο ανέκδοτο με τον καθηγητή και την ύπαρξη/ανυπαρξία του Θεού, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η μικρομυθοπλασία ξεκίνησε από την ανυπαρξία, παρόλο που η συγγραφή μικρών λογοτεχνικών έργων είναι πανάρχαια. Βρίσκεται στα ελληνικά και ρωμαϊκά Σύμμεικτα, στα ιαπωνικά Makura no Soshi (Βιβλία του μαξιλαριού) που χρονολογούνται στο 1000 μ.Χ. και ανήκουν στο είδος Zuihitsu (σύντομα κείμενα, γραμμένα μονοκοντυλιά) και τα αγγλικά Commonplace books του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης. Υπάρχουν επίσης σύντομα έργα, τα οποία στα αγγλικά ονομάζονται Hodgepodge (Συνονθύλευμα), τα γερμανικά  Gemeinplätze, τα γαλλικά Lieux Communs και τα ιταλικά Zibaldone του 19ου αιώνα (Rojo, 2010). Η Francisca Noguerol (2009) το συνδέει με τα ισπανικά Dietarios, η Laura Pollastri (2007) με τις επιγραφές στις επιτύμβιες στήλες της αρχαιότητας, ο David Lagmanovich (2006) με τα χαϊκού, ο Paul Dávila (2014) με τα κοάν… θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε έτσι επ’ άπειρον. Από εκεί και έπειτα ακολουθεί ένα άλμα αρκετών αιώνων. Ο Lagmanovich (2006) θεωρεί τα Μικρά ποιήματα σε πεζό του Σαρλ Μπωντλέρ έναν σημαντικό πρόδρομο. Ανάμεσα στους «προγόνους» συμπεριλαμβάνονται επίσης ο Άμπροζ Μπιρς και ο Ναθάνιελ Χόθορν με τα American Notebooks του, σύμφωνα με την Graciela Tomassini (2008 και 2011). Ο Juan Armando Epple (2006) κατονομάζει τους Αλοΐσιους Μπερτράν, Βιλιέ ντε Λ’Ιλ, Όσκαρ Γουάιλντ, Ζιλ Ρενάρ, Φραντς Κάφκα, Τζορτζ Λόρινγκ Φροστ, I. A. Άιρλαντ και τον βαρώνο του Ντάνσανι. Και εκεί εμφανίζεται ένα ακόμα άλμα, αυτή τη φορά προς τους Λατινοαμερικάνους του 20ού αιώνα: Ρουμπέν Νταρίο, Αλφόνσο Ρέγες, Χούλιο Τόρι, Χοσέ Αντόνιο Ράμος Σούκρε, Λουίς Βιδάλες, Βισέντε Ουιδόμπρο, Ερνέστο Λουγόνες, μεταξύ άλλων. Η Stella Maris Colombo (2011) συγκεντρώνει τους διάφορους προδρόμους, σύμφωνα με μια σειρά από μελετητές, στους οποίους συμπεριλαμβάνει τον ήδη προαναφερθέντα Φραντς Κάφκα, τον Μπέρτολτ Μπρεχτ και τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ (σύμφωνα με τον Lagmanovich), τον ήδη προαναφερθέντα Άμπροζ Μπιρς (σύμφωνα με την Tomassini) και τον Τζιοβάνι Παπίνι (σύμφωνα με τους Colombo, Roas και Anderson Imbert). Σύμφωνα με την Dolores Koch (1981), πρωτοπόρος ήταν ο μεξικανός Χούλιο Τόρι. Οι David Lagmanovich και Laura Pollastri μελέτησαν σε βάθος τις επιρροές της λατινοαμερικανικής πρωτοπορίας και του μοντερνισμού στο είδος. Ασφαλώς, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι Greguerías του Ραμόν Γκόμεθ δε λα Σέρνα. Όμως εκεί υπάρχει και άλλο ένα άλμα μέχρι το 1955, όταν δημοσιεύεται το Σύντομες και παράξενες ιστορίες των Χόρχε Λουίς Μπόρχες και Αδόλφο Μπιόι Κασάρες, η οποία χαρακτηρίζεται ως η πρώτη ανθολογία ενός είδους που έως τότε δεν υφίστατο ως αντικείμενο μελέτης και συγκεντρώνει παραδείγματα από υπερβραχέα κείμενα, τα οποία σήμερα καταλογογραφούνται ως μικρομυθοπλασίες. Και λίγο αργότερα, το 1959, ο Αουγούστο Μοντερόσο δημοσιεύει το πιο διάσημο μικροδιήγημα όλων των εποχών, «Ο δεινόσαυρος», ένα από τα κείμενα της συλλογής Obras completas (y otros cuentos). Από εκεί και πέρα είναι εύκολο να συνεχίσει η λίστα των συγγραφέων που αρχίζουν να ασχολούνται με την υπερβραχεία λογοτεχνία, από τον Μεξικανό Χουάν Χοσέ Αρεόλα, τον Κολομβιανό Άλβαρο Σεπέδα Σαμούδιο, μέχρι τους Αργεντινούς Μάρκο Ντενέβι και Ενρίκε Άντερσον Ιμπέρτ, τον Κουβανό Βιρχίλιο Πινιέρα, τον Βενεζολάνο Αλφρέδο Άρμας Αλφόνσο και πολλούς άλλους. Και από την έκρηξη της δεκαετίας του ’70, άλλο άλμα στη δεκαετία του ’90 –παρόλο που μερικοί συγγραφείς ισχυρίζονται ότι πρόκειται μάλλον για τη δεκαετία του ’80– όταν και πάλι το είδος αναπτύσσεται με πληθώρα λατινοαμερικάνων, ισπανών, αγγλόφωνων, βραζιλιάνων, κορεατών συγγραφέων... Και άλλο άλμα, αυτή τη φορά ποσοτικό, με το ξεκίνημα του νέου αιώνα και την έξαρση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Η μικρομυθοπλασία έχει την ιδανική έκταση για να διαβαστεί σε blog, στο Twitter, στο Facebook, στο Tumblr και στα λοιπά μέσα κοινωνικής δικτύωσης, γι’ αυτό και στο διαδίκτυο υπάρχουν χιλιάδες σελίδες που καταπιάνονται με αυτή τη φόρμα. Επιπλέον, υπάρχουν πια συγγραφείς (Ραγουσέο, Σαμπράνο) οι οποίοι αναπτύσσουν συγκεκριμένη λογοτεχνική θεωρία σχετικά με την twitteroποίηση, δηλαδή τη μικρομυθοπλασία που δεν ξεπερνά τους 140 χαρακτήρες. Πλέον τα υπερβραχέα κείμενα είναι τόσο πανταχού παρόντα ώστε, όπως λέει η Χούλια Οτσόα, «σηκώνεις μια πέτρα, μια σαύρα, μια ψίχα ψωμί και πέφτεις πάνω σε ένα». Όπως συμβαίνει με τη νίκη, η μικρομυθοπλασία έχει πολλούς πατέρες και, όπως συμβαίνει με τους ήρωες, υπάρχουν επίσης πολλοί τόποι που ερίζουν για τον τίτλο της γενέτειράς της.
Όπως είναι προφανές με αυτή την προσπάθεια ιστορικής συστηματοποίησης, δεν υπάρχει σαφής και συνεχής εξέλιξη, παρά χαοτικές εκρήξεις στις οποίες αναμειγνύονται πολλά είδη, συγγραφείς που κάποτε, αλλά όχι πάντα, γράφουν υπερβραχέα κείμενα, κείμενα περισσότερο ή λιγότερο σύντομα, τάσεις που έρχονται και παρέρχονται, πειραματισμοί που δίνουν αφορμή για άλλες αναζητήσεις και αποκλειστική ενασχόληση με το είδος από ορισμένους συγγραφείς.
Το πρόβλημα με τις ιστορίες είναι ότι είναι πάντα σχετικές, γι’ αυτό και τέτοιο πλήθος προδρόμων αποδεικνύει ότι, όπως πάντα στα λογοτεχνικά φαινόμενα, οι επιρροές είναι πολλές, πολλαπλές και προσωπικές. Όλοι οι συγγραφείς που προαναφέρθηκαν για κάποιον θα ήταν πρόδρομοι, και για κάποιον άλλον όχι. Ίσως υπάρχει ένα Zeitgeist που έχει να κάνει με τη συντομία, αλλά εκείνη την εποχή υπήρξαν παραδείγματα αφηγηματικών κειμένων πολύ μεγάλης πνοής, επομένως οποιαδήποτε χρονική σύνδεση με τη μικρομυθοπλασία δεν μπορεί παρά να είναι περιορισμένη. Από την άλλη, η ύπαρξη τόσων θεμελιωτών με κάνει να σκεφτώ ότι ίσως η απάντηση να είναι πιο απλή. Η υπερβραχεία λογοτεχνία υφίστατο από τότε που ξεκίνησε η συγγραφή και αποτυπώνεται ως αφορισμός, αλληγορία, απόλογος, σκηνή, περιστατικό, παράδειγμα, επίγραμμα, γκραβούρα, μύθος, παραβολή, παροιμία, απόφθεγμα, βινιέτα και μια ατελείωτη ποικιλία πολύ σύντομων αρχαίων λογοτεχνικών κειμένων. Και ποια είναι άραγε η διαφορά με τη μικρομυθοπλασία; Καμία ή πολλές. Η μικρομυθοπλασία είναι λογοτεχνία του 20ού αιώνα και εξής, και έχει τις ίδιες διαφορές με τους προγόνους της, όπως έχουν το μυθιστόρημα, η ποίηση ή το δοκίμιο του 20ού και του 21ου αιώνα με τους δικούς τους προγόνους.
O όρος μικρομυθοπλασία –και οι πολλαπλές εκδοχές του– άρχισε να χρησιμοποιείται πρόσφατα, πράγμα που σημαίνει ότι η λογοτεχνική φόρμα την οποία αποκαλούμε έτσι μπορεί κανείς να σκεφτεί ότι δημιουργήθηκε από τους μελετητές του χώρου, ότι της προσδώσαμε θεωρητική υπόσταση, διαμορφώνοντας σε λογοτεχνικό είδος αυτό που προηγουμένως ήταν ποικίλα σύντομα είδη που οι συγγραφείς καλλιεργούσαν δίχως να νοιάζονται για την ταξινόμησή τους.

Το ζήτημα του ονόματος

Λίγα λογοτεχνικά είδη έχουν τόσες πολλές ονομασίες: ακριβής τέχνη, σύντομο διήγημα, περιστατικό (όρος που αναφέρεται στη σύντομη αφήγηση του Άντερσον Ιμπέρτ), σχεδόν διήγημα, διηγηματίδιον, βραχύ διήγημα, υπερβραχύ διήγημα, σύντομο διήγημα, συντομότατο διήγημα, μικροσκοπικό διήγημα, διήγημα-μινιατούρα, λιπόσαρκο διήγημα, στιγμιαίο διήγημα,  ταχυδιήγημα, γρήγορο διήγημα, διήγημα μπονζάι, μυθοπλασία του ενός λεπτού, γρήγορη μυθοπλασία, αιφνίδια μυθοπλασία, υπερσύντομο, ελάχιστη ιστορία, μικροδιήγημα, μικρομυθοπλασία, μικροαφήγηση, μικροκείμενο, μινιδιήγημα, μινιμυθοπλασία, μινικείμενο, νανοδιήγημα, νανομυθοπλασία, νανοκείμενο, διηγηματίδιο, μικρή αφήγηση, σύντομη αφήγηση, ελάχιστη αφήγηση, μικροσκοπική αφήγηση, παραβατικό διήγημα, υπερβραχύτατο κείμενο, διήγημα εξπρές, ποικίλη επινόηση (για τα έργα του Χουάν Χοσέ Αρεόλα), κειμενίδιο, μεταξύ πολλών άλλων.
          Αυτοί που χρησιμοποιούνται περισσότερο είναι οι όροι μινιμυθοπλασία, μικροαφήγηση, μικροδιήγημα και μικρομυθοπλασία. Η διάκριση υπονοεί ότι πρόκειται για ένα διήγημα πολύ σύντομο, μια αφήγηση πολύ βραχεία ή μια ελάχιστη μυθοπλαστική φόρμα (όχι απαραίτητα διήγημα ή αφήγηση). Αν και η έλλειψη ακριβούς ονόματος απελπίζει αρκετούς, το γεγονός ότι στερείται συγκεκριμένου ονόματος και έχει τόσες ονομασίες είναι ό,τι πρέπει για μια λογοτεχνική φόρμα διφορούμενη και υβριδική. Μολονότι θεωρείται ότι η μικρομυθοπλασία είναι εφικτή μόνο όταν αφηγείται μια ιστορία, ακόμα και γι’ αυτό υπάρχουν αμφιβολίες. Οι ιστορίες στη μικρομυθοπλασία δεν είναι απαραίτητα σαφείς, αντιθέτως η συμμετοχή του αναγνώστη είναι αυτή που συμπληρώνει την πρόθεση του συγγραφέα. Εν προκειμένω, η ιστορία σε αρκετές περιπτώσεις απλώς σκιαγραφείται και ο αναγνώστης καλείται να τη συμπληρώσει. Για το λόγο αυτό οι Tomassini και Colombo, το 2013, βάφτισαν τη μικρομυθοπλασία «μηχανή σκέψης».
          Εξετάζοντας την ιστορία του είδους, μπορούμε να επαληθεύσουμε ότι οι όροι μικρομυθοπλασία / μικροαφήγηση / μικροδιήγημα είναι πρόσφατοι. Στα ημερολόγια του Aδόλφο Μπιόι Κασάρες, όταν γίνεται λόγος για τη δημιουργία της ανθολογίας Σύντομες και παράξενες ιστορίες, λέει ότι ο Μπόρχες και εκείνος έγραψαν διηγήματα ή διηγηματίδια. Ο Ίταλο Καλβίνο, όταν μιλάει για τον «Δεινόσαυρο» του Αουγούστο Μοντερόσο, τον αποκαλεί διήγημα. Σύμφωνα με τον Javier Perucho (2006) ο όρος μικροαφήγηση χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Χοσέ Εμίλιο Πατσέκο στη στήλη του με τίτλο «Inventario» το 1977. Η Dolores Koch, πιθανότατα η πρώτη θεωρητική του είδους, χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο μικρο-αφήγηση το 1981. Τη δεκαετία του ’70 χρησιμοποιούνταν επίσης ο όρος μικροδιηγήματα. Ο όρος μικρομυθοπλασία έγινε πιο κοινός από το Πρώτο Διεθνές Colloquium στο Μεξικό το 1998 και έπειτα. Εγώ χρησιμοποίησα τον όρο μικροδιήγημα το 1992, διότι μου φαινόταν ότι ήταν ένα διήγημα πολύ σύντομο, με όλα τα χαρακτηριστικά της κανονικής φόρμας του είδους, με εξαίρεση την έκταση. Ωστόσο σήμερα δεν έχω την ίδια βεβαιότητα, γι’ αυτό και προτιμώ τον όρο μικρομυθοπλασία. Αν και υπάρχουν έρευνες που τεκμηριώνουν τις διαφορές ανάμεσα στο ένα και στο άλλο, λόγω των χαρακτηριστικών τους, με το «μικρομυθοπλασία» να αποτελεί τον όρο-ομπρέλα που περιλαμβάνει τις πολύ σύντομες αφηγήσεις και διηγήματα, πιστεύω ότι αυτού του είδους οι διακρίσεις περιπλέκουν τα πράγματα.
          Σε θέματα ορολογίας, ίσως αρκεί μόνο η θεωρία του Ουίλιαμ Σαίξπηρ: «What's in a name? Τhat which we call a rose / By any other name would smell as sweet» (Ρωμαίος και Ιουλιέτα, ΙΙ, 2)[2].

Η έκταση, ο ορισμός και τα χαρακτηριστικά

Όπως ήδη προείπαμε, η μόνη βεβαιότητα για το θέμα είναι ότι η μικρομυθοπλασία είναι μια πολύ σύντομη λογοτεχνική φόρμα. Και η συντομία αυτή είναι κατηγοριακή. Τα πάντα στη μικρομυθοπλασία καταλήγουν να ορίζονται από την έκτασή τους. Η συντομία είναι αυτή που γεννά πολλές από τις αρετές και πολλά από τα προβλήματα. Λόγω του ότι είναι τόσο σύντομη, οι αδαείς θεωρούν ότι είναι εύκολη και αρκετοί αρχίζουν να γράφουν μικρομυθοπλασία με απόλυτη αναισχυντία και αξιοθρήνητα αποτελέσματα, ενώ άλλοι καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι αυτό που έχει αποτύχει είναι το είδος και όχι τα κείμενα που έχουν γραφτεί μέσα σε λίγα λεπτά.
          Πάνω από όλα, όμως, η συντομία έχει ως αποτέλεσμα τη μεγάλη έκταση του σώματος κειμένων. Για παράδειγμα, ένα βιβλίο του είδους μπορεί να περιλαμβάνει εκατό κείμενα, κάθε ένα από αυτά διαφορετικό από τα άλλα ως προς τη μορφή του. Με τέτοιου είδους απίστευτα ευρύ δείγμα υπάρχουν πάρα πολλά διαφορετικά παραδείγματα και οι εξαιρέσεις δεν μπορούν να δικαιολογηθούν με το εύκολο επιχείρημα ότι επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Είναι τόσες πολλές οι εξαιρέσεις που ο κανόνας στο τέλος δεν υφίσταται. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι ο χαρακτηρισμός, αν δεν είναι πολύ ευρύς, καταλήγει να είναι απόλυτα σχετικός, καθότι αυτό που θεωρούνταν προϊστορία τελικά επεκτείνεται μέχρι την αρχή των πάντων και είναι τόσο ευέλικτο που μπορούμε στο τέλος να συναντάμε μικρομυθοπλασίες σε οποιοδήποτε κείμενο.
          Από την άλλη πλευρά, η συντομία θα δημιουργήσει τα ίδια της τα χαρακτηριστικά και κατ’ επέκταση το είδος: αυτή είναι που προκαλεί την προσεκτικά επιλεγμένη γλώσσα, την ανάγκη να βρεθεί η κατάλληλη λέξη, καθόσον είναι λίγες αυτές που χρησιμοποιούνται. Λόγω της συντομίας της, θα πρέπει να είναι αποχαρακτηρισμένη ως είδος και διακειμενική, ώστε ο αναγνώστης να έχει σημεία αναφοράς αλλά και προηγούμενες πληροφορίες και ο συγγραφέας να μην χρειάζεται να αναπτύσσει πλευρές που θεωρεί γνωστές· αυτό επίσης συνεπάγεται ότι η ειρωνεία, η επανερμηνεία και η παρωδία πάντοτε θα είναι παρούσες· με τον ίδιο τρόπο, θα πρέπει να χρησιμοποιείται επίσης πολύ σαφής γλώσσα, ενώ δεν θα μπορούν να αποφευχθούν οι αφηγηματικές ελλείψεις και οι υπαινιγμοί. Εν ολίγοις, τα χαρακτηριστικά της μικρομυθοπλασίας θα συνδέονται με τα κειμενικά παιχνίδια τα οποία επιβάλλει η συντομία της.
          Δεν υπάρχει συγκεκριμένος αριθμός ούτε χαρακτήρων ούτε λέξεων, αλλά το κείμενο θα πρέπει να χωράει σε μια ματιά. Ο Lauro Zavala (2004) διακρίνει τρεις κατηγορίες: σύντομα διηγήματα (1.000 έως 2.000 λέξεις), πολύ σύντομα διηγήματα (200 έως 1.000 λέξεις) και υπερσύντομα διηγήματα (1 έως 200 λέξεις). Άλλοι συγγραφείς προτιμούν να μην ορίζουν συγκεκριμένη μέγιστη έκταση· για αυτούς είναι σύντομα και τέλος.
          Απαριθμώντας τα χαρακτηριστικά: για την Dolores Koch (1981) πρόκειται για αφηγήσεις χωρίς εισαγωγή, περιστατικά ή δράση, χωρίς ολοκληρωμένους χαρακτήρες, και χωρίς αποκορύφωση και, γι’ αυτό, χωρίς τέλος. Επιπλέον, σημειώνει, η πρόζα είναι απλή, προσεγμένη, σαφής και δισήμαντη: χρησιμοποιεί το χιούμορ, το παράδοξο, την ειρωνεία και τη σάτιρα· ανασύρει αρχαίες λογοτεχνικές φόρμες και τις εντάσσει σε μη λογοτεχνικές φόρμες. Για τη Laura Pollastri (2007) τα χαρακτηριστικά της θα ήταν: χιούμορ, πολυσημία, διακείμενο, αποσπασματικότητα, συμφωνία μεταξύ αναγνώστη και συγγραφέα. Για τη Francisca Noguerol (1996) είναι σκεπτικιστικά κείμενα, τα οποία καταφεύγουν στο παράδοξο, ευνοούν τα κάθε είδους περιθώρια και πειραματίζονται με θέματα, προσωπικότητες και μορφές, είναι αποσπασματικά, απαιτούν τη συμμετοχή του αναγνώστη, είναι πολυσήμαντα, διακειμενικά, χρησιμοποιούν το χιούμορ και την ειρωνεία. Σύμφωνα με τον Lauro Zavala (2004) έχει πέντε χαρακτηριστικά: συντομία, ποικιλία, πολυπλοκότητα, μορφοκλασματικότητα και την αίσθηση του φευγαλέου. Η Νana Rodríguez (2007) συμπεριλαμβάνει στα θεμελιώδη στοιχεία το χιούμορ, την ειρωνεία και τη συμβολική γλώσσα, το ποιητικό, το ονειρικό, το φιλοσοφικό και το φανταστικό και τη σύνδεση μεταξύ τίτλου και περιεχομένου.
          Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε την απαρίθμηση των χαρακτηριστικών που προτείνει κάθε μελετητής και επίσης αυτών που περιλαμβάνονται στους δεκάλογους της μικρομυθοπλασίας, αλλά πιστεύω επίσης ότι, δεδομένου του τεράστιου σώματος κειμένων, θα μπορούσαμε να βρίσκουμε κάθε φορά περισσότερα χαρακτηριστικά. Όσο περισσότερα κείμενα αναλύονται, τόσο περισσότερα χαρακτηριστικά, ενδεχομένως, θα εντοπίζονται.
          Αν επιχειρούσαμε να καταλήξουμε σε έναν μινιμαλιστικό χαρακτηρισμό, ίσως θα μπορούσαμε να επαναβεβαιώσουμε ότι η μικρομυθοπλασία είναι σύντομη και σίγουρα μυθοπλαστική, αλλά εδώ μπαίνουμε σε ένα ζήτημα που ξεφεύγει από τα όρια του παρόντος κειμένου.
          Δεν είναι άραγε μυθοπλαστικό κάθε γραπτό κείμενο; Νομίζω ότι πια στον 21ο αιώνα ξέρουμε ότι τα όρια μεταξύ της τεκμηριωτικής και της μη τεκμηριωτικής γραφής είναι λεπτά και αδύνατον να καθοριστούν. Είναι πράγματι σημαντική η επινόηση της πλοκής ή προτιμάται το καλογραμμένο κείμενο; Όταν ο Οβιέδο ι Μπάνιος λέει για το Καράκας του 1723 «το ίδιο ήπιο κλίμα όλο τον χρόνο, ούτε το κρύο ενοχλεί, ούτε η ζέστη εξοργίζει, ούτε το χειμωνιάτικο ψύχος θλίβει», περισσότερη αίσθηση προκαλεί  ο ρυθμός του καλού λόγου παρά η ακριβής επιστημονική περιγραφή του κλίματος του Καράκας. Είναι μυθοπλαστικό κείμενο; Μας ενδιαφέρει τι είναι;
          Εν κατακλείδι, αυτές οι πολύ σύντομες φόρμες είναι τόσο ή τόσο λίγο μυθοπλαστικές, όσο οποιοδήποτε λογοτεχνικό κείμενο. Αυτό που έχει σημασία είναι τι λέγεται και πώς λέγεται. Όπως λέει ο Γκιγέρμο Μπουσταμάντε Σαμούδιο: «Πρόκειται, επομένως, για σύντομη καλή λογοτεχνία, όπου το αναγκαίο κριτήριο είναι το να είναι καλή» (2010).
          Οι πολύ σύντομοι ορισμοί και χαρακτηρισμοί είναι τόσο λίγο συγκεκριμένοι όσο και οι πολύ ευρείς. Υπάρχουν άραγε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της μικρομυθοπλασίας; Και ναι και όχι, όπως πάντα. Θα εξαρτηθεί από το δείγμα, από τον συγγραφέα, από τον αναγνώστη.

Το ζήτημα του είδους

Υποτίθεται ότι η μικρομυθοπλασία είναι αφηγηματική. Γι’ αυτό πολλές από τις ονομασίες της περιέχουν τη λέξη αφήγηση ή διήγημα. Το πρόβλημα είναι ότι η αφήγηση μπορεί να είναι παρούσα σε πολλά είδη, όπως στην ποίηση και στο δοκίμιο. Το άλλο πρόβλημα είναι ότι το διήγημα πια δεν αφηγείται μόνο.
          Για τους συγγραφείς Τσαρλς Τζόνσον και Στιούαρτ Ντάιμπεκ (στο Shapard και Thomas, 1989) η νανομυθοπλασία είναι πρωτεϊκή, διότι αλλάζει διαρκώς φόρμα, όπως ο μυθικός Πρωτέας. Τη χαρακτήρισα μη-είδος, επειδή στριφογυρίζει γύρω από ποικίλες φόρμες και επιλέγει σε ποιο είδος θα προσαρτηθεί [2009]. Είναι πολλοί εκείνοι που συνέδεσαν τη νανομυθοπλασία με άλλες φόρμες: ο Miguel Gomes (2004), ο Guillermo Samperio (2004) και η Francisca Noguerol (2004) τη συνδέουν με την ποίηση. Ο José Manuel Trabado Cabado (2010) την αποκαλεί όμορο είδος, λόγω των εμφανών της σχέσεων με το ποιητικό. Ο Lauro Zavala (2004), καταλογογραφώντας υπερβραχείες φόρμες περιλαμβάνει πεζογραφικά, ποιητικά και εξωλογοτεχνικά κείμενα και, στο «El cuento ultracorto» (1996), κάνει λόγο για την τάση προς την ειδολογική υβριδικότητα, ειδικά στο ποίημα σε πρόζα, στο δοκίμιο, στο χρονικό και στα είδη μη πεζογραφικής φύσεως. Ο Raúl Brasca (2004) περιλαμβάνει στις ανθολογίες του όχι μόνο υπερβραχέα κείμενα αλλά και αποσπάσματα λογοτεχνικών και μη έργων. Για τον Taha (2010) αποτελεί «διαείδος» όχι λόγω της σύνδεσής της με άλλα είδη, αλλά επειδή έχει κάποια κοινά χαρακτηριστικά με αυτά. O Guillermo Siles (2007) τη χαρακτηρίζει υβριδικό είδος, επειδή σχετίζεται με το ποίημα σε πρόζα, το σύντομο δοκίμιο και το χρονικό, αλλά συγκεκριμενοποιεί ότι η νανομυθοπλασία μετατοπίζεται και διαδρά με άλλα είδη, σε μια διαδικασία επανανάγνωσης και οικειοποίησης αρχαίων και σύγχρονων ειδολογικών φορμών. Ο Siles αναγνωρίζει ότι όλα τα είδη είναι υβριδικά, αλλά ότι στη νανομυθοπλασία η υβριδικότητα είναι σαφής. Ο Juan Armando Epple (1990) συνδέει τη μικρομυθοπλασία, η οποία χρησιμοποιεί το ένα ή το άλλο είδος ως «απλό συγκυριακό μέσο», με διαφορετικές φόρμες απλές ή πιο θεωρητικές. Για την Graciela Tomassini και τη Stella Maris Colombo (1996), η μικρομυθοπλασία είναι μια κειμενική διαειδολογική τάξη, μιας και έπειτα από τη μελέτη του σώματος κειμένων διαφαίνεται ότι «ανήκουν σε μια ίδια κειμενική τάξη μολονότι εμφανίζουν δομική διαφορετικότητα. Σε άλλο άρθρο (2013) αναφέρουν:

Αναγνωρίζοντας αυτήν την πολυπλοκότητα, την οποία προσδώσαμε καθολικά στην κειμενική τάξη της υπερβραχείας μυθοπλασίας, της αποδίδουμε το γνώρισμα της διαειδολογίας. Με αυτόν τον όρο δεν επιχειρούμε να καλύψουμε κάτω από μια βολική ομπρέλα την πλούσια ποικιλία των ειδικών φορμών, όπως εκτίθεται στο σώμα κειμένων, αλλά να εστιάσουμε στην υβριδικότητα ως παραβατικό εγχείρημα και φορέα πολιτισμού που επιδεικνύει διαρκώς αυξανόμενη σημασία σε πολλαπλά πεδία της πραγματικότητας.

          Η Dolores Koch (1981) αναφέρεται στο χαρακτήρα της μικρομυθοπλασίας ως παραβάτρια των ειδών, με την έννοια ότι δεν εναρμονίζεται με κανένα από τα ήδη γνωστά είδη, αλλά κάθε κείμενο από μόνο του μπορεί να φέρει ομοιότητες με κάποιο άλλο μικροδιήγημα.
          Πιστεύω πως είναι φανερό ότι η κριτική θεωρεί πως η μικρομυθοπλασία «πατάει» σε διάφορα είδη και θέτει τις βάσεις της σε εκείνο το οποίο θέλει να υιοθετήσει σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Και αν ο Lagmanovich είχε δίκιο όταν έλεγε ότι: «Υβριδικά είναι όλα τα λογοτεχνικά είδη» (2007), η μικρομυθοπλασία ειδικά είναι αποχαρακτηρισμένη ως είδος. Είναι ένα λογοτεχνικό κείμενο που υιοθετεί τις πιο ποικίλες φόρμες: διήγημα, αφήγηση, ορισμό σε λεξικό, συνταγή μαγειρικής, δημοσιογραφικό άρθρο, δοκίμιο, αγιογραφία, ιστορική αναφορά, ποίημα σε πρόζα, διαφημιστικό σλόγκαν, ανέκδοτο, διάλογο, καθώς και τις υπερβραχείες αρχαίες φόρμες που προανέφερα και οποιαδήποτε γραπτή φόρμα μπορεί να σκεφτεί κανείς. Γενικά μιλώντας, αυτές οι γενετικές οικειοποιήσεις συμβαίνουν έχοντας ως εκκίνηση την ειρωνεία, την παρωδία, τη λοξή ματιά και το χιούμορ.

Συμπεράσματα;

Κάποτε ανέφερα ότι η μικρομυθοπλασία είναι μια λογοτεχνική επινόηση πειραματική, ψυχαγωγική, διακειμενική, εκτός κανόνα, ελλειπτική, η οποία απαιτεί συμμετοχή (2009). Ισχύει, αλλά έτσι συμβαίνει με κάθε καλή λογοτεχνία, όπου πάντα υπάρχει πειραματισμός, παιχνίδι, διακειμενικότητα, έλλειψη. Σε κάθε καλό λογοτεχνικό κείμενο είναι απαραίτητο να υπάρχει ένας ενεργός αναγνώστης και, εάν είναι εφικτό, υποψιασμένος. Στις καλές λογοτεχνικές εκφράσεις δεν υπάρχει καθαρότητα και τα είδη μπορούν να εξαφανιστούν, να συγχωνευθούν, να αναμειχθούν.
          Έτσι λοιπόν, μπορεί να την αναλύσουμε πολύ, να στύψουμε το κεφάλι μας, να αποδομήσουμε εσωτερικούς μηχανισμούς, να ρίξουμε μια ματιά σε παρακλάδια, να θεσπίσουμε διαφορές (μακροπρόθεσμα η λογοτεχνική ανάλυση θα αποτελεί ένα ακόμα είδος, ενδεχομένως μυθοπλαστικό), αλλά όλα τα χαρακτηριστικά που μας φαίνονται τόσο συγκεκριμένα ίσως να μην είναι: η μικρομυθοπλασία είναι σαν κάθε άλλη λογοτεχνική φόρμα, αλλά πιο σύντομη.


Βιβλιογραφικές αναφορές
Andrés-Suárez, Irene. “Poligénesis del microrrelato y estatuto genérico” στο La huella de la clepsidra: el microrrelato en el siglo XXI (επιμ. Laura Pollastri). Μπουένος Άιρες, Katatay, 2010.
Brasca, Raúl. “Criterio de selección y concepto de minificción: un derrotero de seis años y cuatro antologías” στο Escritos disconformes: nuevos modelos de lectura (επιμ. Francisca Noguerol). Σαλαμάνκα, Ediciones de la Universidad, 2004, σελ. 107-119.
Bustamante Zamudio, Guillermo. “Ekuóreo: nuestra entrada al minicuento” στο La huella de la clepsidra: el microrrelato en el siglo XXI (επιμ. Laura Pollastri). Μπουένος Άιρες, Katatay, 2010, σελ. 527-542.
Colombo, Stella Maris. “Giovanni Papini: un antecedente desprestigiado” στο La minificción en español e inglés (ανθολόγηση Graciela Tomassini και Stella Maris Colombo). Ροσάριο, UNR Editora/UCEL, 2011, σελ. 63-80.
Dávila, Paul. “Explorando el koan, la prosa antigua del zen y su aporte a la minificción actual”, στο La minificción en el siglo XXI. Aproximaxiones teóricas (επιμ. Henry González Martínez). Μπογκοτά, Universidad Nacional de Colombia, 2014, σελ. 270-285.
Epple, Juan Armando. Brevísima relación: antología del micro-cuento hispanoamericano. Σαντιάγο, Mosquito, 1990.
__. “Orígenes de la minificción” στο La era de la brevedad: el microrrelato hispánico. Actas del IV Congreso Internacional de Minificción, Universidad de Neuchâtel, 6-8 de noviembre de 2006 (επιμ. Irene Andrés-Suárez και Antonio Rivas). Παλένθια, Menoscuarto, 2006, σελ. 123-136.
Escritos disconformes: nuevos modelos de lectura. Εκδ. Francisca Noguerol. Σαλαμάνκα, Ediciones de la Universidad de Salamanca, 2004.
Ficción súbita (επιμ. Robert Shapard και James Thomas). Βαρκελώνη, Anagrama, 1989.
__. “Género”. Diccionario de la Real Academia de la Lengua Española. 23η έκδοση. 2014.
Gomes, Miguel. “Los dominios de lo menor: modulaciones epigramáticas de la narrativa hispánica moderna” στο Escritos disconformes: nuevos modelos de lectura (επιμ. Francisca Noguerol). Σαλαμάνκα, Ediciones de la Universidad de Salamanca, 2004, σελ. 35-45.
Koch, Dolores. “El micro-relato en México: Torri, Arreola, Monterroso y  Avilés Fabila”. Hispamérica,  τεύχος 30, 1981, σελ. 123-130.
__. “El microrrelato hispanoamericano ¿Nuevo género?”. Hostos Reviewτεύχος 6, 2009, σελ. 103-112.
Lagmanovich, David. El microrrelato hispanoamericano. Μπογοτά, Universidad Pedagógica Nacional, 2007.
__. El microrrelato: teoría e historia. Παλένθια, Menoscuarto, 2006.
Noguerol, Francisca. “Líneas de fuga: el triunfo de los dietarios en la última narrativa en español”. Ínsula: Revista de Letras y Ciencias Humanasτεύχος 754, 2009, σελ. 22-26.
__. “Fronteras umbrías” στο Escritos disconformes: nuevos modelos de lectura (επιμ. Francisca Noguerol). Σαλαμάνκα, Ediciones de la Universidad, 2004.
__. “Micro-relato y posmodernidad: textos nuevos para un final de milenio”. Revista Iberoamericana de Bibliografía, XLVI.1-4, 1996, σελ. 49-66.
Otxoa, Julia. “Breve entrevista a Julia Otxoa”. Internacional Microcuentista, 16 Σεπτεμβρίου 2010.
Oviedo y Baños, José. Historia de la Provincia de Venezuela. Καράκας, Los libros de El Nacional, 2004.
Perucho, Javier. El cuento jíbaro: antología del microrrelato mexicano. Μεξικό, Ficticia/ Editorial Universidad Veracruzana, 2006.
Pollastri, Laura. El límite de la palabra. Παλένθια: Menoscuarto, 2007.
Raguseo, Carla. “Twitter Fiction: Social Networking and Microfiction in 140 Characters” στο La minificción en español e inglés (ανθολόγηση Graciela Tomassini και Stella Maris Colombo). Ροσάριο, UNR Editora/UCEL, 2011, σελ. 213-220.
Rodríguez Romero, Nana. Elementos para una teoría del minicuento. Τούνχα, Universidad Pedagógica y Tecnológica de Colombia, 2007.
Rojo, Violeta. Breve manual (ampliado) para reconocer minicuentos. Καράκας, Equinoccio, 2009.
__. “La tradición de lo novísimo: libros de sentido común, libros de almohada, cajones de sastre y blogs de minificción” στο Minificción: tradición de lo novísimo (επιμ. Brasca, et al.). Κιντίο, Cuadernos Negros, 2010, σελ. 48-53.
Samperio, Guillermo. “La ficción breve” στο Escritos disconformes: nuevos modelos de lectura. Εκδ. Francisca Noguerol. Σαλαμάνκα, Ediciones de la Universidad de Salamanca, 2004, σελ. 65-70.
Siles, Guillermo. El microrrelato hispanoamericano: la formación de un género en el siglo XX. Μπουένος Άιρες, Corregidor, 2007.
Taha, Ibrahim. “La semiótica de las ficciones minimalistas” στο Poéticas del microrrelato (Ανθολόγηση David Roas). Μαδρίτη, Arco, 2010, σελ. 255-272.
Tomassini, Graciela. “Ambrose Bierce, el Diablo y el microrrelato hispanoamericano” στο La pluma y el bisturí, πρακτικά της 1ης Εθνικής Συνάντησης Νανομυθοπλασίας (επιμ. Sandra Bianchi, Raúl Brasca και Luisa Valenzuela). Μπουένος Άιρες, Catálogos, 2008, σελ. 353-364.
__. “Escrituras privadas: un hilo secreto en la trama de la minificción” στο La minificción en español e inglés (ανθολόγηση Graciela Tomassini και Stella Maris Colombo). Ροσάριο, UNR Editora/UCEL, 2011, σελ. 241-255.
__ και Stella Maris Colombo. “La minificción como clase textual transgenérica”. Revista Iberoamericana de Bibliografía, XLVI.1-4, 1996, σελ. 79-93.
__ και Stella Maris Colombo. “La microficción como máquina de pensar”. El cuento en red, 28, 2013, σελ. 30-42.
Trabado Cabado, José Manuel. “El microrrelato como género fronterizo” στο Poéticas del microrrelato (ανθολόγηση David Roas). Μαδρίτη, Arco, 2010, σελ. 113-131.
Zambrano Yánez, Francys. “Interrelaciones entre las plataformas sociales y las formas literarias: Twitter y la minificción”. Διατριβή, Καθολικό Πανεπιστήμιο Andrés Bello, Καράκας, 2013.
Zavala, Lauro. “El cuento ultracorto: hacia un nuevo canon literario”. Revista Iberoamericana de Bibliografía XLVI. 1-4, 1996, σελ. 67-78.
__. La minificción bajo el microscopio. Μπογκοτά, Universidad Pedagógica Nacional, 2004.

H Violeta Rojo γεννήθηκε στο Καράκας της Βενεζουέλας το 1959. Είναι καθηγήτρια Λατινοαμερικάνικης Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Simón Bolívar.

Συνεργατική μετάφραση:
Χριστίνα Μπατσίλα, Χρύσα Παπανικολάου, Ναυσικά Πέτκου [Διατμηματικό ΠΜΣ «Μετάφραση-Διερμηνεία», ΑΠΘ]

Επιμέλεια:
Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Καθηγητής Εφαρμοσμένης Μεταφρασεολογίας, ΑΠΘ και διδάσκων στο Διατμηματικό ΠΜΣ «Μετάφραση-Διερμηνεία», ΑΠΘ




[1] Ο όρος λογοτεχνικό είδος χρησιμοποιείται με την παραδοσιακή του σημασία όπως εμφανίζεται στο Λεξικό της Βασιλικής Ακαδημίας της Ισπανίας: «Καθεμία από τις διαφορετικές κατηγορίες ή τάξεις στις οποίες δύνανται να καταταχθούν τα λογοτεχνικά έργα».


[2] «Τι έχει ένα όνομα;/ Αυτό που λέμε ρόδον, όπως κι αν το πεις/το ίδιο θα μοσκοβολάει», Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Ρωμαίος και Ιουλιέτα, Τραγωδία σε πέντε πράξεις, Εισαγωγή και μετάφραση, Βασίλη Ρώτα, Αθήνα: Ίκαρος, 1970.