Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2019

Σύντομες σημειώσεις περί καταλανικής λογοτεχνίας, Κάρλες Ρίμπα και μετάφρασης a cuatro manos


Με αφορμή την έκδοση στα ελληνικά των Ελεγειών της Μπιερβίλλ (Εκδόσεις Ροές)

του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

Εν αρχή ην το πλαίσιο: η ισπανική λογοτεχνία [ΠΡΟΣΟΧΗ: όχι η λογοτεχνία που γράφεται στα ισπανικά] η οποία αποτελεί ένα εθνικό λογοτεχνικό σύστημα εντός του οποίου παράγουν λογοτεχνία συγγραφείς που εκφράζονται στις επίσημες γλώσσες του ισπανικού κράτους (τα καστιλλιάνικα, τα καταλανικά, τα βασκικά και τα γαλικιανά), αλλά και σε άλλες μικρότερης εμβέλειας, όπως τα αστουριάνικα ή τα αραγωνέζικα.
Με τον όρο καταλανική λογοτεχνία γίνεται αναφορά στο σύνολο των κειμένων που έχουν γραφτεί στην καταλανική γλώσσα. Η γλώσσα αυτή, εκτός από την Καταλονία, ομιλείται, με κάποιες παραλλαγές, στην αυτοδιοικούμενη περιφέρεια της Βαλένθια, στις Βαλεαρίδες Νήσους και στη γαλλική επαρχία της Ρουσιγιόν (valencià, mallorqui και rossellones, αντίστοιχα).
Τα πρώτα δείγματα γραφής στην καταλανική γλώσσα ανάγονται στα τέλη του 11ου ή στις αρχές του 12ου αιώνα με το έργο Homilías de Organyà (Ομιλίας ντε Οργανιά), κείμενο θρησκευτικού περιεχομένου και αγνώστου συγγραφέα. Ο 13ος και ο 14ος είναι οι χρυσοί αιώνες της καταλανικής λογοτεχνίας αφού η ένωση του βασιλείου της Αραγονίας με την κομητεία της Βαρκελώνης θα δημιουργήσει την πιο σημαντική πολιτική και στρατιωτική δύναμη της ευρύτερης περιοχής. Το στέμμα της Αραγονίας, όπως θα ονομαστεί, θα υιοθετήσει τα καταλανικά ως κύρια γλώσσα επικοινωνίας και θα τη διαδώσει στη Μεσόγειο. Η οικονομική δύναμη και το γόητρο που απέκτησε το στέμμα απετέλεσαν σημαντικούς παράγοντες για την ανάπτυξη και την άνθιση των καταλανικών γραμμάτων. Τον 13ο αιώνα κυριαρχεί η μορφή του Ramon Llull (Ραμόν Λιούλ), φιλοσόφου, θεολόγου και μοναχού από τη Μαγιόρκα,  κυριότερα έργα του οποίου είναι τα Vida coetánea και Arte magna. Πρόκειται για εμβληματικό δημιουργό των καταλανικών γραμμάτων, το όνομα του οποίου έχει δοθεί στο ομώνυμο Ινστιτούτο, επίσημο φορέα της καταλανικής γλώσσας και πολιτισμού. O Bernat Metge (Μπερνάτ Μέτζα) από τη Βαρκελώνη υπήρξε ο συγγραφέας και ποιητής που, στα τέλη του 14ου αιώνα, εισήγαγε καινά δαιμόνια στην καταλανική λογοτεχνία με το ποίημα Lo somni (1399). Ο 15ος αιώνας σηματοδοτείται από τη λογοτεχνική δραστηριότητα του Αusías March (Αουζίας Μάρκ), ποιητή από τη Βαλένθια ο οποίος θα γράψει στα καταλανικά και θα επηρεάσει σημαντικά την ισπανική ποίηση της Αναγέννησης. Το 1490 θα εκδοθεί στη Βαλένθια, στην τοπική διάλεκτο, ένα από τα πιο σημαντικά έργα που έχουν γραφεί σε αυτή τη γλώσσα, το Tirant lo Blanch (Τιράν λο Μπλάνκ). Πρόκειται για ιπποτικό μυθιστόρημα, δημιούργημα του Joanot Martorell (Ζουανότ Μαρτουρέλ) το οποίο επηρέασε σε μεγάλο βαθμό πολλούς μεταγενέστερους συγγραφείς τόσο στον ισπανικό όσο και στον ευρύτερο ευρωπαϊκό λογοτεχνικό χώρο.
Τον 15ο αιώνα, η ένωση του στέμματος της Αραγονίας με το βασίλειο της Καστίλης μέσω του γάμου (1469) των Καθολικών Βασιλέων, του Φερδινάνδου με της Ισαβέλλας, έφερε μια περιθωριοποίηση των καταλανικών ως γλώσσα λογοτεχνικής έκφρασης. Η προτίμηση προς τα καστιλιάνικα είχε ως άμεση συνέπεια τους επόμενους αιώνες τα καταλανικά γράμματα να γνωρίσουν μια περίοδο παρακμής που θα ξεκινήσει τον δέκατο έκτο αιώνα και θα διαρκέσει μέχρι και την Renaixença (Ρενασένσα), την αναγέννηση της καταλανικής κουλτούρας τον 19ο αιώνα.
Τότε, με ηγετικές φυσιογνωμίες τον Joan Maragall (Ζουάν Μαραγάλ), τον Jacint Verdaguer (Ζασίν Βερδαγκέ), τον Ángel Guimera (Άνζελ Γκιμερά) και τον Narcís Oller (Ναρσίς Ουλιέ) τα καταλανικά απέκτησαν ξανά τη δύναμη και την πνοή που είχαν χάσει κατά τους προηγούμενους αιώνες. Την ίδια περίοδο η καταλανική γλώσσα χρησιμοποιήθηκε για τα Jocs Florals (Ζοκς Φλουράλς) — ρεσιτάλ λογοτεχνίας ρωμαϊκής προέλευσης προς τιμή της θεάς Φλώρας. Ο θεσμός αυτός απετέλεσε για τους νέους δημιουργούς ένα επιπλέον κίνητρο για ποιητική δημιουργία στην καταλανική γλώσσα. Η συγγραφή στα καταλανικά παρουσίασε ραγδαία άνθιση με ταυτόχρονη αφομοίωση ευρωπαϊκών επιρροών: ρομαντισμός, νατουραλισμός και άλλα λογοτεχνικά κινήματα.
Στα τέλη του 19ου αιώνα τα καταλανικά γράμματα ακολουθούν τις επιταγές του μοντερνισμού, και στις αρχές του 20ού αιώνα οι περισσότερες καταλανόφωνες περιοχές έρχονται σε επαφή με τα ευρωπαϊκά πρωτοποριακά κινήματα της εποχής (σουρεαλισμός, ντανταϊσμός, ουλτραϊσμός κ.λπ.).
Tο πραξικόπημα του Πρίμο ντε Ριβέρα (1923) αρχικά και ο εμφύλιος ισπανικός πόλεμος (1936-39) και η δικτατορία του Φράνκο (1939-75) στη συνέχεια αποδείχθηκαν ανασταλτικοί παράγοντες για την ανάπτυξη μιας λογοτεχνίας γραμμένης στα καταλανικά αφού για δεκαετίες η έκφραση σε γλώσσα διαφορετική από τα καστιλιάνικα (δηλαδή, τα καταλανικά, τα γαλικιανά και τα βασκικά) είχε απαγορευτεί. Παρά την απαγόρευση, όμως, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας δεν έπαψαν να κυκλοφορούν βιβλία γραμμένα στα καταλανικά, είτε παρανόμως από συγγραφείς που επέλεξαν να παραμείνουν στην Καταλονία, είτε από εκείνους, όπως ο Ρίμπα, που την εγκατέλειψαν για να αποφύγουν την καταπίεση του φρανκικού καθεστώτος και εξέδωσαν έργα τους στο εξωτερικό.
Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, λοιπόν, ήταν πολλοί οι λογοτέχνες που με τη δραστηριότητά τους γιγάντωσαν την καταλανόφωνη λογοτεχνία. Ο Carles Riba (Κάρλες Ρίμπα) (1893-1959), ο ποιητής και μεταφραστής που μας συγκεντρώνει εδώ απόψε,  ο Josep Maria de Sagarra (Ζουζέπ Μαρία ντε Σαγάρα) (1894-1961) ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, η Μercé Rodoreda (Μερσέ Ρουδουρέδα) (1908-1983) συγγραφέας με σημαντικά μυθιστορήματα (La plaça del Diamant, Mirall Trencat), ο Llorenç Villalonga (Λιουρένς Βιλιαλόνγκα) (1897-1980), οι ποιητές Joan Brossa (Ζουάν Μπρόσσα) (1919-1998) και Joan Vinyoli (Ζουάν Βινιόλι) (1914-1984), ο Salvador Espriu i Castelló (Σαλβαδό Εσπρίου ι Καστελιό) πεζογράφος, ποιητής και δραματουργός (1913-1985), ο Pere Calders (Πέρε Καλντές) (1912-1994) διηγηματογράφος, καθώς και ο φιλόσοφος Eugeni dOrs (Εουζένι ντ’ Ορς) (1881-1954) ο οποίος, λόγω της στενής του σχέσης με το φρανκικό καθεστώς, αποκήρυξε τα καταλανικά γράφοντας αποκλειστικά στα καστιλιάνικα από το 1939 και έπειτα.
Μετά το 1960, το πολιτιστικό «άνοιγμα» της φρανκοκρατούμενης Ισπανίας θα επιτρέψει τον επαναπατρισμό αρκετών συγγραφέων που είχαν εξοριστεί από το καθεστώς, ενώ η έλευση της δημοκρατίας το 1975 σήμανε το τέλος της λογοκρισίας, την ελευθερία στη διακίνηση των ιδεών και στην έκφραση και, φυσικά, την ανεμπόδιστη χρήση των καταλανικών στην καθημερινή ζωή. Ως συνέπεια όλων αυτών, η λογοτεχνία που γράφεται στην καταλανική γλώσσα αρχίζει ξανά να αποκτά σταδιακά το κύρος που είχε σε προηγούμενους αιώνες. Η άνθιση, τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτιστικό επίπεδο, που γνώρισαν οι καταλανόφωνες αυτοδιοικούμενες περιφέρειες συνέβαλε στο να προβάλουν ακόμα περισσότερο τη γλώσσα και την ξεχωριστή τους παράδοση, καθώς η καταλανική γλώσσα διδάσκεται, ανεμπόδιστα πλέον, στα σχολεία. Σημαντικοί δημιουργοί αυτής της περιόδου είναι ο ποιητής Miquel Martí i Pol (Μικέλ Μαρτί ι Πολ) (1929-2003), ο πεζογράφος Terenci Moix (Τερένσι Μός) (1942-2003) και ο ποιητής Pere Gimferrer (Πέρε Ζιμφερρέ) (1945) κ.ά.
Ενδεικτικό της δυναμικής της καταλανικής λογοτεχνίας κατά της τελευταίες δεκαετίες –Sergi Pàmies (Σέρζι Πάμιες), Jaume Cabré (Ζάουμε Καμπρέ), Quim Monzó (Κιμ Μονζό) και πολλοί/ές άλλοι/ες, για να μην αναφερθούμε στην εκτεταμένη θεατρική παραγωγή– είναι το γεγονός ότι ήταν η τιμώμενη λογοτεχνία στη Διεθνή  Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης το 2007.
Ύστερα από το γενικό πλαίσιο, λίγα λόγια τώρα για τον Carles Riba που το έργο και τη μνήμη του τιμούμε σήμερα: γεννήθηκε και πέθανε στη Βαρκελώνη (1893-1959). Κλασικός φιλόλογος κατά βάση, με σπουδές στη Γερμανία, εργάσθηκε στην έδρα των αρχαίων ελληνικών στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης, ως λεξικογράφος στο Γενικό Λεξικό της Καταλανικής, ως λογοτεχνικός κριτικός, και ως μεταφραστής. Παράλληλα, διακρίθηκε ως ποιητής ήδη από το πρώτο του έργο, με τον τίτλο Estances (Στροφές, 1919) και δεν έπαψε ποτέ να γράφει ποίηση. Υπήρξε εξαιρετικός μεταφραστής στα καταλανικά από τα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά, τα ιταλικά, τα λατινικά, τα εβραϊκά, τα αρχαία και τα νέα ελληνικά. Ως μεταφραστής «σύστησε» στους ομόγλωσσούς τους μεγάλες μορφές από τον δυτικό κανόνα: Κάφκα, Χαίλντεριν, Πόε, Ρίλκε κ.ά., πάντα συγγραφείς που θαύμαζε και αγαπούσε. Σε ό,τι αφορά τα αρχαία ελληνικά, είναι γνωστός από τις μεταφράσεις έργων του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη, του Πλουτάρχου, του Ξενοφώντα και, κυρίως, από την εμβληματική μετάφρασή του της ομηρικής Οδύσσειας, σε μια ποιητικότατη αλλά και πολύ πιστή απόδοση, άθλο που θα επαναλάμβανε αργότερα μεταφράζοντας Καβάφη.
Σημαίνων καταλανιστής συντάχθηκε ανοιχτά με τη Δεύτερη Ισπανική Δημοκρατία και, μετά την ήττα της στον Ισπανικό Εμφύλιο, αναγκάσθηκε, όπως προείπαμε, να αυτοεξοριστεί στη Γαλλία κατά τα πρώτα χρόνια (1939-1943) της φρανκικής δικτατορίας.
Το 1927 ο Κάρλες Ρίμπα, με τη σύζυγό του Κλεμεντίνα Αρδερίου, επίσης ποιήτρια, είχε πραγματοποιήσει ένα όνειρο ζωής: δύο μήνες ταξίδι στην Ελλάδα. Ένα ταξίδι καθοριστικό για το έργο του. Χάρη στην αλληλογραφία του, γνωρίζουμε πως το ζεύγος επισκέφθηκε πολλά μέρη: Αθήνα, Ελευσίνα, Σούνιο, Δελφούς, Μυκήνες, Ναύπλιο, Σπάρτη, Πύργο, Ολυμπία, Σαντορίνη, Ιθάκη κ.λπ. Νέος ακόμη, και αθεράπευτα αρχαιόπληκτος, δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου για τη σύγχρονη Ελλάδα και τον πολιτισμό της· ακόμη και το τοπίο το έβλεπε κάπως ως θεατρικό σκηνικό για τα όσα είχε διαβάσει και θαυμάσει στους Έλληνες κλασικούς. Τους κατοίκους της χώρας, στη μία και μοναδική φορά που τους μνημονεύει στην αλληλογραφία του, τους περιγράφει ως «ελληνάκους, εξαθλιωμένους, να τρέχουν από δω κι από κει, αδαείς, γελοία εθνικιστές».
Κλείνοντας, επιτρέψτε μου μία σκέψη που τριβελίζει στο μυαλό μου όλες αυτές τις ημέρες που ασχολούμαι με τις Ελεγείες της Μπιερβίλλ και ένα σχόλιο για τους μεταφραστές. Πρώτα η σκέψη που αφορά τους, κατά κάποιο τρόπο, παράλληλους βίους του Ρίμπα και του Καζαντζάκη. Ο Εουζέμπι Αγιένσα μας πληροφορεί ότι ο Ρίμπα γνώρισε τον Καζαντζάκη μετά από παρότρυνση της σημαντικότατης ισπανίστριας μεταφράστριας, Ιουλίας Ιατρίδη. Διάβασε την Ασκητική και ανέπτυξε έναν άτυπο διάλογο με τον κρητικό συγγραφέα. Οι δύο άντρες έζησαν περίπου την ίδια εποχή και ο μεν Ρίμπα ένιωσε τη δυνατή έλξη που προαναφέραμε για την Ελλάδα, ο δε Καζαντζάκης αντίστροφα για την Ισπανία: θυμίζουμε ότι η στενή σχέση του Καζαντζάκη (1883-1957) με την Ισπανία, ξεκινά το 1926 (ένα χρόνο πριν το ταξίδι του Ρίμπα στην Ελλάδα) [έως το 1950, πραγματοποίησε άλλα τρία ταξίδια στην Ιβηρική Χερσόνησο, στην οποία παρέμεινε συνολικά για περίπου ένα χρόνο]. Προϊόν εκείνων των ταξιδιών, αν και λιγότερο γνωστές στο αναγνωστικό κοινό, είναι οι μεταφράσεις έργων ισπανών ποιητών των αρχών του 20ού αιώνα (Σαλίνας, Λόρκα, Αλμπέρτι, Αλτολαγκίρε κ.ά.), ενώ, κατά αντιστοιχία, ο Ρίμπα, πέρα των κλασικών, μεταφράζει Καβάφη στα καταλανικά, εισάγοντας τον ποιητή στην Ιβηρική χερσόνησο.
Και το σύντομο σχόλιο για τους μεταφραστές, Νίκο Πρατσίνη και Εουζέμπι Αγιένσα, και την ανεκτίμητη δουλειά τους: «Η μετάφραση ήταν όντως δύσκολη, μια ακροβασία πάντα, συνεχώς κοντά στο πρωτότυπο, προκειμένου να μην αλλοιωθούν τα φιλοσοφικά νοήματα, αλλά και με μια συνεχή προσπάθεια για να διατηρηθεί, όσο ήταν εφικτό, η μουσικότητα του καταλανικού πρωτοτύπου –έστω και αν ήταν, εκ των πραγμάτων, ανέφικτη η μεταφορά της ιδιότυπα ελεγειακής μορφής του έργου στη γλώσσα μας», δηλώνουν οι μεταφραστές. Με τον Νίκο Πρατσίνη έχουμε εργαστεί σε δεκάδες ομαδικές/συλλογικές μεταφράσεις και έχουμε γράψει άρθρα για τα πλεονεκτήματα αυτής της πρακτικής. Τέτοιου είδους ομαδικές μεταφράσεις, είτε έπειτα από συνεργασία επαγγελματιών μεταφραστών, όπως είναι η περίπτωση, είτε στο πλαίσιο μιας εκπαιδευτικής διαδικασίας, επιτρέπουν τη βέλτιστη χρήση των πλεονεκτημάτων και του πλούτου της σύνθεσης ερμηνειών που προκύπτουν από τις πολλαπλές αναγνώσεις του λογοτεχνικού κειμένου τις οποίες πραγματοποιούν τα μέλη της μεταφραστικής ομάδας. Εν κατακλείδι, η συλλογική μετάφραση είναι ενδεδειγμένη για τη μετάφραση λογοτεχνικών (και κυρίως ποιητικών) έργων καθώς, από τη φύση της, εξυπηρετεί και αναδεικνύει την εγγενή πολυφωνία τους.


Ομιλία στο πλαίσιο της παρουσίασης του βιβλίου στην Ελληνοανερικανική Ένωση, στις 04/12/2019




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου