Πέμπτη 27 Αυγούστου 2015

Δύο κείμενα για την ιβηροαμερικάνικη λογοτεχνία με αφορμή το VII Festival LEA

Τι εννοούμε με τον όρο ιβηροαμερικανική λογοτεχνία;
4 «ακραία» ποιητικά δείγματά της - κείμενο & μεταφράσεις ποιημάτων: ΝΙΚΟΣ ΠΡΑΤΣΙΝΗΣ

Η ερώτηση, επί της ουσίας, θέτει έμμεσα το θέμα της ιβηροαμερικανικής κουλτούρας και, σε τελική ανάλυση, της ιβηροαμερικανικής «ταυτότητας», που δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει και να μεταλλάσσεται. Μέσα από μια γενεαλογική προσέγγιση διαπιστώνουμε πως τόσο η Ισπανία όσο και η Πορτογαλία σφυρηλατήθηκαν ως «κοινωνίες των συνόρων», μέσα από τη σύγκρουση όσο και τη σύντηξη του χριστιανικού και του ισλαμικού στοιχείου –στα τέλη του Μεσαίωνα– και πως αυτή η σύγκρουση και σύντηξη μεταφέρθηκαν, δίχως ουσιαστικά χρονική διακοπή, και στην αντίπερα όχθη του Ειρηνικού. Εκεί, το στοιχείο που έδωσε τον τόνο στα επιμέρους πολιτισμικά μορφώματα ήταν ο εκμιγαδισμός: μικτοί γάμοι ιθαγενών με ευρωπαίους, επηρεασμός των επισήμων γλωσσών (ισπανικών και πορτογαλικών) από τις ντόπιες (στο ρόλος που έπαιξε άλλοτε η αραβική), επιβίωση ντόπιων (ή και αφρικανικών, στη συνέχεια) θρησκευτικών παραδόσεων παρά τον εκχριστιανισμό. Το αποτέλεσμα στις αποικίες επηρέασε και τις μητροπόλεις, που ήταν κράτη με αρκετά «ανοιχτή» εθνική ταυτότητα (η Ισπανία ειδικότερα ήταν μια πολυεθνική Αυτοκρατορία, χαρακτηριζόμενη από τον καθολικό οικουμενισμό). Η σύγκρουση και η σύντηξη συνεχίζονται ακάθεκτες σήμερα εκείθεν των συνόρων Μεξικού και ΗΠΑ, τα ισπανικά κερδίζουν έδαφος έναντι των αγγλικών, ενώ τα spanglish είναι μια de facto αναγνωρισμένη μορφή καθημερινής –και όχι μόνον…- επικοινωνίας.

                                    Ο κοριός
Παραφυλά  και  κυνηγά  τον  ύπνο  σου όταν  έρθει,
στο μεσοφόρι  κατοικεί  πολύ  καλά  κρυμμένος!
Και  πάντα  νύχτα  περπατά και  στο  κορμί  εισβάλλει
ακόμα  κι  αν  πανάκριβα  ρούχα  είναι  κανείς ντυμένος,
δεν  του  ξεφεύγει  άνθρωπος,  διακρίσεις  δεν  γνωρίζει,
και  τα μεριά  της  όμορφης  δαγκώνει  μανιασμένος,
το  στόμα  έχει  εχθρικό,  σαν  λόγχη  ακονισμένο,
χέρια;   δεν ξέρει  τι είν’  αυτά!  Τελείως  στερημένος.
Δεν πα να λεν οι κοπελιές,  ό,τι γουστάρει  κάνει,
με  κάθε  τρυφερό  κορμί  παίζει  ξετρελαμένος,
και  μακριά  να  τον  κρατάς  αυτός  ξαναγυρίζει,
να  παρατήσει  δεν  μπορεί  ό,τι  είναι  μαθημένος.
Η  κάθε του  δαγκωματιά  βάφει  -σαν  να  ’ταν  χέννα-
και  απ’  το  αίμα  της  καρδιάς  μένεις  στιγματισμένος.
Γυμνός  μες στη νυχτιά  ορμά   ζημιά  να προκαλέσει 
σαν   μονομάχοςˑ μα  κι απ’  τη μύγα  πιο  πολύ  είναι  απαξιωμένος.

του Iμπν Σουχάιντ από την Κόρδοβα, 992-1035, γραμμένο στα αραβικά – ο Ιμπν Σουχάιντ θεωρείται ο προπομπός και ο εισηγητής στην Ανδαλουσία των στοιχείων που θα καθορίσουν στη συνέχεια το κατεξοχήν ισπανικό είδος της picaresca: Θερβάντες, Κεβέδο κ.λπ.

>.<>.<>.<>.<

        Ξένος στίχος
Η καρδιά μου σε σας κατοικεί
         Σχόλιο
Την καρδιά μου έχουν κλεμμένη,
να μιλάω μ’ είδε ο Έρως θυμωμένα
κι είπε: -«Μάτια έχουν αρπαγμένη
την καρδιά σου, όμορφα είναι φτιαγμένα,
όμοια τους ποτέ δεν είδα στη ζωή την περασμένη.
   »Και δεν είναι σαν τις χάρες τις κοινές
αυτές που στην κρατάνε φυλακή».
Του Έρωτα τα λόγια είχανε λογική,
κυρία μου, και είναι προφανές:
Η καρδιά μου σε σας κατοικεί.

του Λουίς ντε Καμόενς, 1524-1579, γραμμένο στα ισπανικά – ο Καμόενς θεωρείται ο μεγαλύτερος πορτογάλος ποιητής, συγγραφέας του εθνικού επικού ποιήματος της Πορτογαλίας, με τίτλο Οι Λουσιτανοί

>.<>.<>.<>.<

Επιστροφή

Τι να τον κάνω το σπόρο
αν δε γίνει δέντρο;
Τι να το κάνω το ποτάμι
αν δε γίνει θάλασσα;
Τι να το κάνω το χαμόγελο
αν δε γίνει έρωτας;

Όμως,
Πού πάει το δέντρο αν δε
γίνει ξανά σπόρος;
Πού πάει το ποτάμι αν δεν
γίνει ξανά πηγή;
Πού πάει ο έρωτας αν δε
γίνει ξανά χαμόγελο;
                                      του Πατρίκ Ζοχανσόν Κεροντράν, γεν. το 1946, Γάλλου που ζει στο Μεξικό, 
γραμμένο στη γλώσσα νάουατλ

>.<>.<>.<>.<

Να με θυμάσαι forever,
Always στο μυαλό σου.
Πάρε με στο δρόμο σου,
Να με θυμάσαι in your way.
Γιατί υπάρχει κάποιος live,
Nice, που σε κάνει να δονείσαι.
Dream είναι το επάγγελμά του,
Πάνω από ένας οι πειρασμοί.
Μπορoύν να διασχίσουν τη θάλασσά σου,
Κι η  λαχτάρα σου σε κάνει να ξεχνάς.
Remember who Im,
Και dont forget who you are.
Δυο τρελοί ερωτευμένοι,
Που ζούνε χωρισμένοι,
Όπως η κόρη και το βλέφαρο.
Και να θυμάσαι πως ήμουν εγώ μονάχα,
Only me, εκείνος που σε έχει αγαπήσει.

                                     ποίημα ανωνύμου στα
spanglish,
σύγχρονο – από το Διαδίκτυο


+=+=+=+=+=+=+=


Σε ποια γλώσσα γράφεται η ιβηροαμερικάνικη λογοτεχνία;
του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

Από τα τέλη του περασμένου αιώνα και κυρίως από τη δημοσίευση, το 1999, του κομβικού βιβλίου της Pascale Casanova La République mondiale des Lettres, έχει ξεκινήσει και πάλι με ένταση η παλιά (από την εποχή του Ρομαντισμού) συζήτηση που αφορά τη μελέτη της λογοτεχνίας στην ολότητά της, ως ένα παγκόσμιο φαινόμενο, μια συζήτηση που φιλοδοξεί να καταδείξει το πόσο αναχρονιστική είναι στις μέρες μας η, μέχρι ομφαλοσκόπησης, εστίαση στις αποκαλούμενες εθνικές λογοτεχνίες. Μοιραία μια τέτοια αντίληψη περί λογοτεχνίας, αναβαθμίζει το ρόλο των λογοτεχνικών έργων που μεταφράζονται σε μια γλώσσα, αφού οι μεταφράσεις αποτελούν και εκείνες δυναμικά στοιχεία του λογοτεχνικού κανόνα ενός πολιτισμού. Υπ’ αυτήν την έννοια, για να χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα, εντάσσονται στην ισπανόγραφη λογοτεχνική παράδοση τα έργα του Λόρκα, του Μπόρχες ή του Πας, αλλά και οι μεταφράσεις στα ισπανικά έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας, πολλώ μάλλον όταν οι μεταφράσεις έχουν γίνει από καταξιωμένους μεταφραστές (που μπορεί να είναι και λογοτέχνες).
          Αυτή η αντίληψη της λογοτεχνίας σαν ένα παγκόσμιο σύστημα στο πλαίσιο του οποίου «συμβιώνουν» αρμονικά (ή όχι) πρωτότυπα έργα και μεταφράσεις, δεν παύει να αναγνωρίζει την ύπαρξη γλωσσικών υποσυστημάτων (πώς θα μπορούσε να το κάνει άλλωστε όταν αναβαθμίζει το ρόλο των μεταφραστών στη διαμόρφωση του παγκόσμιου λογοτεχνικού κανόνα), όπως, για παράδειγμα, τα υπερεθνικά υποσυστήματα της αγγλόφωνης ή της γαλλόφωνης λογοτεχνίας. Στην περίπτωση της ιβηροαμερικάνικης λογοτεχνίας έχουμε ναι μεν να κάνουμε με ένα υπερεθνικό λογοτεχνικό (υπο)σύστημα ταυτόχρονα, όμως, βρισκόμαστε «αντιμέτωποι» με ένα πολυγλωσσικό σύστημα, αφού πέραν των δύο πιο διαδεδομένων γλωσσών, των ισπανικών-καστιλλιάνικων και των πορτογαλικών, έχουμε πολλές μικρότερες, από άποψη ομιλητών αλλά και λογοτεχνικής παράδοσης, γλώσσες, όπως τα βασκικά, τα καταλανικά ή τα κέτσουα που όμως παράγουν όλο και περισσότερη λογοτεχνία.
          Ο Κορτάσαρ, ο Ατσάγα, ο Σαραμάγου ή ο Πάμιες δεν γράφουν στην ίδια γλώσσα ούτε είναι ομοεθνείς, ανήκουν όμως (όπως και ο μεταφρασμένος στα πορτογαλικά, καταλανικά, καστιλλιάνικα κ.λπ. Καβάφης, για να επιλέξουμε ένα «κοντινό» μας παράδειγμα) στην ευρεία οικογένεια της ιβηροαμερικανικής λογοτεχνίας και μας καταδεικνύουν ότι ο μόνος δρόμος για να φτάσουμε σε μια πραγματική «παγκόσμια λογοτεχνία» περνάει μέσα από την αναγνώριση των υπεργλωσσικών και υπερεθνικών λογοτεχνικών κοινοτήτων.   




Tα εν λόγω κείμενα παρουσιάστηκαν στην εναρκτήρια εκδήλωση του 7ου Φεστιβάλ ΛΕΑ στις 15 Ιουνίου του 2015. 

Σάββατο 22 Αυγούστου 2015

Το μυστικό του κακού, του Ρομπέρτο Μπολάνιο

Τὸ μυ­στι­κὸ τοῦ κα­κοῦ
(El secreto del mal)
.
TΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΑΥΤΟ εἶ­ναι πο­λὺ ἁ­πλό, πα­ρό­λο ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἶ­ναι πο­λὺ πε­ρί­πλο­κο. Ἐ­πί­σης: εἶ­ναι ἕ­να δι­ή­γη­μα ἀ­νο­λο­κλή­ρω­το, για­τί οἱ ἱ­στο­ρί­ες αὐ­τοῦ τοῦ εἴ­δους δὲν ἔ­χουν τέ­λος. Εἶ­ναι νύ­χτα στὸ Πα­ρί­σι καὶ ἕ­νας ἀ­με­ρι­κα­νὸς δη­μο­σι­ο­γρά­φος κοι­μᾶ­ται. Ξαφ­νι­κὰ χτυ­πά­ει τὸ τη­λέ­φω­νο καὶ κά­ποι­ος, μὲ ἀγ­γλι­κὰ ποὺ δὲν ἔ­χουν κα­μί­α χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὴ προ­φο­ρά, ζη­τᾶ τὸν Τζό­ε Κέλ­σο. Ὁ δη­μο­σι­ο­γρά­φος ἀ­παν­τᾶ ὅ­τι εἶ­ναι ὁ ἴ­διος καὶ με­τὰ κοι­τά­ζει τὸ ρο­λό­ι. Εἶ­ναι τέσ­σε­ρις τὸ πρω­ί, δὲν ἔ­χει κοι­μη­θεῖ πά­νω ἀ­πὸ τρεῖς ὧ­ρες καὶ εἶ­ναι κου­ρα­σμέ­νος. Ἡ φω­νὴ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη ἄ­κρη τοῦ τη­λε­φώ­νου τοῦ λέ­ει ὅ­τι πρέ­πει νὰ τὸν δεῖ γιὰ νὰ τοῦ με­τα­φέ­ρει μιὰ πλη­ρο­φο­ρί­α. Ὁ δη­μο­σι­ο­γρά­φος ρω­τᾶ πε­ρὶ τί­νος πρό­κει­ται. Ὅ­πως συμ­βαί­νει συ­νή­θως σὲ τέ­τοι­ου εἴ­δους τη­λε­φω­νή­μα­τα, ἡ φω­νὴ δὲν ἀ­πο­κα­λύ­πτει τὸ πα­ρα­μι­κρό. Ὁ δη­μο­σι­ο­γρά­φος τοῦ ζη­τᾶ του­λά­χι­στον κά­ποι­ο στοι­χεῖ­ο. Ἡ φω­νή, σὲ ἄ­πται­στα ἀγ­γλι­κά, πο­λὺ κα­λύ­τε­ρα ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­να τοῦ Κέλ­σο, τοῦ λέ­ει ὅ­τι προ­τι­μά­ει νὰ τὸν δεῖ προ­σω­πι­κά. Ἀ­μέ­σως, προ­σθέ­τει, δὲν ὑ­πάρ­χει και­ρὸς γιὰ χά­σι­μο. Ποῦ; ρω­τᾶ ὁ Κέλ­σο. Ἡ φω­νὴ ἀ­να­φέ­ρει μιὰ γέ­φυ­ρα τοῦ Πα­ρι­σιοῦ. Καὶ προ­σθέ­τει: Μπο­ρεῖ­τε νὰ εἶ­στε ἐ­κεῖ σὲ εἴ­κο­σι λε­πτὰ μὲ τὰ πό­δια. Ὁ δη­μο­σι­ο­γρά­φος, ποὺ ἔ­χει πραγ­μα­το­ποι­ή­σει ἑ­κα­τον­τά­δες συ­ναν­τή­σεις σὰν κι αὐ­τή, ἀ­παν­τᾶ ὅ­τι θὰ εἶ­ναι ἐ­κεῖ σὲ μι­σὴ ὥ­ρα. Ὅ­ση ὥ­ρα ντύ­νε­ται σκέ­φτε­ται ὅ­τι εἶ­ναι ἕ­νας ἀρ­κε­τὰ ἄ­χα­ρος τρό­πος γιὰ νὰ κα­τα­στρέ­ψει τὸ βρά­δυ του, ἀλ­λὰ συγ­χρό­νως ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται, ἐ­λα­φρῶς ἔκ­πλη­κτος, ὅ­τι δὲν νυ­στά­ζει πιά, ὅ­τι τὸ τη­λε­φώ­νη­μα, ἂν καὶ προ­βλέ­ψι­μο, τὸν ἔ­κα­νε νὰ ξα­γρυ­πνή­σει. Ὅ­ταν φθά­νει στὴ γέ­φυ­ρα, πέν­τε λε­πτὰ ἀρ­γό­τε­ρα ἀ­πὸ τὴν ὥ­ρα ποὺ εἶ­χαν συμ­φω­νή­σει, βλέ­πει μό­νο αὐ­το­κί­νη­τα. Στέ­κε­ται γιὰ λί­γο ἀ­κί­νη­τος στὸ ἕ­να ἄ­κρο της, πε­ρι­μέ­νον­τας. Με­τὰ δι­α­σχί­ζει τὴ  γέ­φυ­ρα, ποὺ ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ εἶ­ναι ἔ­ρη­μη καί, με­τὰ ἀ­πὸ με­ρι­κὰ λε­πτὰ ἀ­να­μο­νῆς στὸ ἄλ­λο ἄ­κρο, στὸ τέ­λος τὴ δι­α­σχί­ζει ξα­νὰ καὶ ἀ­πο­φα­σί­ζει νὰ θε­ω­ρή­σει λῆ­ξαν τὸ νυ­χτε­ρι­νὸ συμ­βὰν καὶ νὰ γυ­ρί­σει στὸ σπί­τι γιὰ ὕ­πνο. Κα­θὼς παίρ­νει τὸ δρό­μο τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς σκέ­φτε­ται τὴ φω­νή: σί­γου­ρα δὲν ἦ­ταν Ἀ­με­ρι­κα­νός, οὔ­τε Ἄγ­γλος, πα­ρό­λο ποὺ αὐ­τὸ δὲν θὰ τὸ ἔ­λε­γε μὲ σι­γου­ριά. Ἴ­σως Νο­τι­ο­α­φρι­κα­νὸς ἢ Αὐ­στρα­λός, σκέ­φτε­ται, ἢ μπο­ρεῖ καὶ Ὀλ­λαν­δός, ἢ κά­ποι­ος ἀ­πὸ τὴ βό­ρεια Εὐ­ρώ­πη ποὺ ἔ­μα­θε ἀγ­γλι­κὰ στὸ σχο­λεῖ­ο καὶ με­τὰ τὰ τε­λει­ο­ποί­η­σε σὲ δι­ά­φο­ρες ἀγ­γλό­φω­νες χῶ­ρες. Κα­θὼς δι­α­σχί­ζει ἕ­να δρό­μο ἀ­κού­ει κά­ποι­ον νὰ τὸν φω­νά­ζει. Κύ­ρι­ε Κέλ­σο. Ἀ­μέ­σως ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται ὅ­τι αὐ­τὸς ποὺ τὸν φώ­να­ξε εἶ­ναι τὸ πρό­σω­πο ποὺ τοῦ εἶ­χε κλεί­σει τὸ ραν­τε­βοὺ στὴ γέ­φυ­ρα. Ἡ φω­νὴ βγαί­νει ἀ­πὸ τὴ σκο­τει­νὴ εἴ­σο­δο μιᾶς πο­λυ­κα­τοι­κί­ας. Ὁ Κέλ­σο κά­νει νὰ στα­μα­τή­σει, ὅ­μως ἡ φω­νὴ τὸν προ­στά­ζει νὰ συ­νε­χί­σει νὰ περ­πα­τᾶ.
.
       Ὅ­ταν ὁ δη­μο­σι­ο­γρά­φος φθά­νει στὴν ἑ­πό­με­νη γω­νί­α, γυρ­νᾶ καὶ βλέ­πει ὅ­τι δὲν τὸν ἀ­κο­λου­θεῖ κα­νέ­νας. Μπαί­νει στὸν πει­ρα­σμὸ νὰ ἐ­πι­στρέ­ψει ἀ­κο­λου­θών­τας τὸν ἴ­διο δρό­μο, ὅ­μως, ἀ­φοῦ δι­στά­ζει γιὰ μιὰ στιγ­μή, ἀ­πο­φα­σί­ζει ὅ­τι εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρα νὰ συ­νε­χί­σει τὸν δρό­μο του. Ξαφ­νι­κά, ἕ­νας τύ­πος ξε­προ­βάλ­λει ἀ­πὸ κά­ποι­ο στε­νὸ καὶ τὸν χαι­ρε­τᾶ. Ὁ Κέλ­σο τοῦ ἀν­τα­πο­δί­δει τὸν χαι­ρε­τι­σμό. Ὁ τύ­πος τοῦ ἁ­πλώ­νει τὸ χέ­ρι. Σά­σα Πίν­σκι, λέ­ει. Ὁ Κέλ­σο τοῦ σφίγ­γει τὸ χέ­ρι καὶ λέ­ει καὶ αὐ­τὸς τὸ ὄ­νο­μά του. Ὁ Πίν­σκι τὸν χτυ­πᾶ φι­λι­κὰ στὴν πλά­τη. Τὸν ρω­τᾶ τί θὰ ἔ­λε­γε γιὰ ἕ­να οὐ­ί­σκι. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα λέ­ει: ἕ­να οὐ­ι­σκά­κι. Τὸν ρω­τᾶ ἂν πει­νά­ει. Τὸν δι­α­βε­βαι­ώ­νει ὅ­τι γνω­ρί­ζει ἕ­να μπάρ, ἀ­νοι­χτὸ τέ­τοι­α ὥ­ρα, ποὺ που­λᾶ φρε­σκο­ψη­μέ­να, ζε­στὰ κρουα­σάν. Ὁ Κέλ­σο τὸν κοι­τά­ζει στὸ πρό­σω­πο. Ὁ Πίν­σκι φο­ρά­ει κα­πέ­λο, ὅ­μως ἀ­κό­μη καὶ ἔ­τσι δι­α­κρί­νε­ται ἡ ἄ­σπρη μού­ρη του, χλω­μὴ σὰν νὰ ἦ­ταν γιὰ χρό­νια ἔγ­κλει­στος. Ποῦ, ὅ­μως; σκέ­φτε­ται ὁ Κέλ­σο. Σὲ κά­ποι­α φυ­λα­κὴ ἢ σὲ κά­ποι­ο ψυ­χι­α­τρι­κὸ ἵ­δρυ­μα. Ὅ­πως καὶ νά ’­χει, εἶ­ναι πιὰ ἀρ­γὰ γιὰ νὰ κά­νει πί­σω καὶ τὰ ζε­στὰ κρουα­σὰν εἶ­ναι πει­ρα­σμὸς γιὰ τὸν Κέλ­σο. Τὸ μέ­ρος λέ­γε­ται Chez Pain καὶ πα­ρό­λο ποὺ βρί­σκε­ται στὴ γει­το­νιά του, ἂν καὶ σὲ κά­ποι­ο μι­κρὸ καὶ δι­ό­λου πο­λυ­σύ­χνα­στο δρό­μο, εἶ­ναι ἡ πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ μπαί­νει καί, πι­θα­νό­τα­τα, ἡ πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ τὸ βλέ­πει. Τὰ μα­γα­ζιὰ στὰ ὁ­ποῖ­α συ­χνά­ζει ὁ δη­μο­σι­ο­γρά­φος βρί­σκον­ται, κυ­ρί­ως, στὸ Μον­παρ­νὰς καὶ εἶ­ναι μέ­ρη ποὺ φέ­ρουν τὴν αὔ­ρα κά­ποι­ου ἀμ­φι­λε­γό­με­νου θρύ­λου: τὸ μπὰρ ὅ­που ἔ­φα­γε κά­ποι­α φο­ρὰ ὁ Σκὸτ Φιτ­ζέ­ραλντ, τὸ μπὰρ ὅ­που ὁ Τζό­ις καὶ ὁ Μπέ­κετ ἤ­πιαν ἰρ­λαν­δέ­ζι­κο οὐ­ί­σκι,  τὸ μπὰρ τοῦ Χε­μιν­γου­έ­ι, τοῦ Τζὸν Ντὸς Πά­σος, τοῦ Τρού­μαν Κα­πό­τε, τοῦ Τέ­νε­σι Οὐ­ί­λιαμς. Στὸ Chez Pain τὰ κρουα­σὰν εἶ­ναι πράγ­μα­τι νό­στι­μα καὶ φρε­σκο­ψη­μέ­να καὶ ὁ κα­φὲς δὲν εἶ­ναι δι­ό­λου κα­κός. Γε­γο­νὸς ποὺ ὁ­δη­γεῖ τὸν  Κέλ­σο στὴ σκέ­ψη ὅ­τι αὐ­τὸς ὁ Πίν­σκι ἴ­σως νὰ εἶ­ναι, ἐ­φι­αλ­τι­κὴ πι­θα­νό­τη­τα, κά­τοι­κος τῆς γει­το­νιᾶς. Ὅ­σο ζυ­γιά­ζει αὐ­τὴ τὴν πι­θα­νό­τη­τα, ὁ Κέλ­σο ἀ­να­τρι­χιά­ζει ὁ­λό­κλη­ρος. Ἕ­νας φορ­τι­κός, ἕ­νας πα­ρα­νο­ϊ­κός, ἕ­νας πα­λα­βὸς ποὺ πα­ρα­τη­ρεῖ περ­νών­τας ὁ ἴ­διος ἀ­πα­ρα­τή­ρη­τος, κά­ποι­ος ἀ­πὸ τὸν ὁ­ποῖ­ο θὰ δυ­σκο­λευ­τεῖ νὰ ἀ­παλ­λα­γεῖ. Λοι­πόν, λέ­ει τε­λι­κά, πεῖ­τε μου. Ὁ χλω­μὸς τύ­πος, ποὺ δὲν τρώ­ει ἀλ­λὰ ρου­φά­ει μὲ μι­κρὲς γου­λι­ὲς τὸν κα­φέ του, τὸν κοι­τά­ζει καὶ χα­μο­γε­λᾶ. Θὰ ἔ­λε­γε κα­νεὶς ὅ­τι τὸ χα­μό­γε­λό του εἶ­ναι ἀ­φάν­τα­στα θλιμ­μέ­νο, ἀλ­λὰ καὶ κου­ρα­σμέ­νο, λὲς καὶ μό­νο ἔ­τσι ἐ­πι­τρέ­πει στὸν ἑ­αυ­τό του νὰ ἐ­ξω­τε­ρι­κεύ­σει τὴν κού­ρα­ση, τὴν ἐ­ξάν­τλη­ση καὶ τὴν ἔλ­λει­ψη ὕ­πνου. Ὡ­στό­σο, ὅ­ταν παύ­ει νὰ χα­μο­γε­λᾶ, τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του προ­σώ­που του ἀ­να­κτοῦν, στὴ στιγ­μή, τὴν πα­γε­ρὴ ὄ­ψη τους.
 .
 .
Πη­γή: El secreto del mal, Anagrama, Βαρ­κε­λό­νη, 2007.
Ρομ­πέρ­το Μπο­λά­νιο (Roberto Bolaño), (Σαν­τιά­γο, 1953 – Βαρ­κε­λό­νη, 2003). Χι­λια­νὸς ποι­η­τὴς καὶ πε­ζο­γρά­φος, ἀ­πὸ τοὺς σπου­δαι­ό­τε­ρους σύγ­χρο­νους λα­τι­νο­α­με­ρι­κα­νοὺς συγ­γρα­φεῖς. Τὸ 1999  κέρ­δι­σε τὸ βρα­βεῖ­ο Romulo Gallegos γιὰ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά του Οἱ ἄ­γριοι ντε­τέ­κτιβ καὶ τὸ 2008 τοῦ ἀ­πο­νε­μή­θη­κε, με­τὰ θά­να­τον, τὸ Nacional Book Critics Circle Award γιὰ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά του 2666,  τὸ ὁ­ποῖ­ο χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε ὡς «μιὰ δου­λειὰ τό­σο πλού­σια καὶ ἐκ­θαμ­βω­τι­κὴ ποὺ χω­ρὶς ἀμ­φι­βο­λία θὰ προ­σελ­κύ­σει ἀ­να­γνῶ­στες καὶ με­λε­τη­τὲς γιὰ πο­λὺ και­ρό».
Μετάφραση ἀπό τα ἱσπανικά:

Χρυ­σού­λα Κλή­μη καὶ Ματ­θίλ­δη Σιμ­χά. Ἡ με­τά­φρα­ση εἶ­ναι προ­ϊ­ὸν τῶν ἐξ ἀ­πο­στά­σε­ως σε­μι­να­ρί­ων λο­γο­τε­χνι­κῆς με­τά­φρα­σης τοῦ ἱ­σπα­νι­κοῦ τμή­μα­τος τοῦ ΕΚΕΜΕΛ κα­τὰ τὸ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὸ ἔ­τος 2010-2011. Δί­δα­ξε ὁ Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος καὶ συμ­με­τεῖ­χαν οἱ σπου­δά­στρι­ες Χρυ­σού­λα Κλή­μη καὶ Ματ­θίλ­δη Σιμ­χά.

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2015

Στο τρένο, του Λεοπόλδο Άλας, «Kλαρίν»

Στο τρένο


Ο δούκας του Περγαμίνο, μαρκήσιος της Νουμάνθια, κόμης της Πενιασαρίμπα, σύμβουλος του Οργανισμού Σιδηροδρόμων, στενού και ευρέως εύρους γραμμών, πρώην Υπουργός Εξωτερικών και Υπερπόντιων Κτήσεων… είναι πυρ και μανία και ακουμπά με τα χέρια τον ουρανό… της οροφής του βαγονιού της πρώτης θέσης· κατά τη γνώμη του τον πνίγει το δίκιο. Φανταστείτε ότι έρχεται από τη Μαδρίτη ολομόναχος, απλωμένος με την άνεσή του σ’ ένα πριβέ κουπέ, στο οποίο υποχρεώθηκε να αρκεστεί, γιατί δεν υπήρχε στη διάθεσή του, λόγω της ανικανότητας των εργαζομένων, ούτε βαγόνι με κουκέτες, ούτε κάτι παρόμοιο. Και τώρα στην καλύτερη στιγμή του ύπνου, μέσα στα μεσάνυχτα, στη μέση της Καστίλλης, ανοίγουν την πόρτα του κουπέ του και του ζητούν χίλια συγγνώμη… γιατί πρέπει να ανεχτεί, ούτε λίγο ούτε πολύ, την παρέα δύο ταξιδιωτών: μιας γυναίκας μαυροφορεμένης, καλυμμένης με βαρύ βέλο, και ενός υπολοχαγού του πυροβολικού.
Σε καμία περίπτωση!!! Δεν χωράνε ευγένειες· ο αριστοκράτης Ισπανός είναι πολύ Εγγλέζος όταν ταξιδεύει και δεν καταλαβαίνει από μεσαιωνικές αβρότητες: υπερασπίζεται το home του κουπέ του ούτε λίγο ούτε πολύ με το αθλητικό πνεύμα που έμαθε στο Ήτον, στην Αγγλία, ο ευγενής καστιλλιάνος δούκας και άγγλος σπουδαστής.
Ένας σύμβουλος, ένας γερουσιαστής, ένας δούκας, ένας πρώην υπουργός να επιτρέψει να μπουν δύο άγνωστοι στο κουπέ του, και ενώ προηγουμένως έχει ήδη συμβιβαστεί με το να μην έχει ιδιωτικό βαγόνι με κουκέτα, το οποίο μάλιστα δικαιούται! Αδύνατον!!! Δεν μπαίνει ούτε κουνούπι!!!
Η κυρία με τα μαύρα, ντροπιασμένη, σαστισμένη, επιχειρεί να εξαφανιστεί, να αναζητήσει καταφύγιο σε οποιοδήποτε άλλο βαγόνι όπου θα ήταν δυνατόν να υπάρχουν ακόμα και σκυλιά πιο καλότροπα… αλλά ο υπολοχαγός του πυροβολικού τής κλείνει το δρόμο φράζοντας την έξοδο και με πολλή ηρεμία και καλούς τρόπους, υπερασπίζεται το δικαίωμα και των δύο. 
«Κύριε δεν αρνούμαι το δικαίωμά σας να διαμαρτύρεστε για τις αβλεψίες του Οργανισμού αλλά εγώ, και κατά πως φαίνεται αυτή η κυρία επίσης, έχω εισιτήριο πρώτης θέσης. Όλα τα άλλα κουπέ αυτής της θέσης είναι γεμάτα. Σε αυτό το σταθμό δεν υπάρχει τρόπος να προστεθούν οχήματα… εδώ υπάρχουν πολλές ελεύθερες θέσεις, άρα εδώ θα καθίσουμε».
Ο σταθμάρχης υποστηρίζει δειλά την αξίωση του υπολοχαγού. Ο δούκας κορώνει, ο σταθμάρχης υποχωρεί… και ο υπολοχαγός φωνάζει έναν υπαρχιφύλακα της Πολιτοφυλακής ο οποίος, αφού ενημερώνεται για το περιστατικό, εφαρμόζει το στρατιωτικό νόμο στον κανονισμό λειτουργίας των σιδηροδρόμων και διατάζει όπως η χήρα (αυτός την αποκαλεί χήρα) και ο υπολοχαγός της παραμείνουν στο κουπέ του δούκα, δίχως να φέρουν ουδεμίαν ευθύνην σε περίπτωση που ούτος διαμαρτυρηθεί δια εξαπάτησιν ενώπιον των αρμοδίων υπηρεσιών.
Ο Περγαμίνο διαμαρτύρεται· αλλά τελικά ηρεμεί σε τέτοιο σημείο που προσφέρει ένα καταπληκτικό πούρο στον στρατιωτικό, από τον οποίο μόλις έμαθε, τυχαία, ότι πηγαίνει με το εξπρές να παρουσιαστεί στη μονάδα του που αναχωρεί για την Κούβα.
«Ώστε πηγαίνετε στις Υπερπόντιες Κτήσεις να υπερασπιστείτε την ακεραιότητα της πατρίδος;»
«Μάλιστα κύριε, στην τελευταία κλήρωση[1], είχα τύχη βουνό...»
«Γιατί το λέτε αυτό;»
«Αφήνω τη μητέρα μου και τη σύζυγο μου άρρωστες καθώς και δύο παιδιά κάτω των 5 ετών».
«Όντως, είναι λυπηρό… Αλλά η πατρίδα, η χώρα, η σημαία!»
«Ναι, φυσικά, κύριε δούκα. Αυτό είναι το πρωτεύον. Γι’ αυτό πηγαίνω. Αλλά λυπάμαι που αποχωρίζομαι το δευτερεύον. Και εσείς κύριε δούκα, για πού με το καλό;»
«Εεε, αρχικά στο Μπιαρίτζ, έπειτα στη βόρεια Γαλλία… αλλά όλα αυτά είναι πολυσύχναστα μέρη· θα διασχίσω το κανάλι και θα περάσω τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο στη νήσο Γουίτ, μεταξύ Κάουες, Βετνόρ, Ράιντ και Όσμπορν…»
Η κυρία με τα μαύρα και το βέλο κάθεται σιωπηλή σε μια γωνία του κουπέ. Ο δούκας δεν της δίνει σημασία. Αφού ξεφυλλίσει μια εφημερίδα, συνεχίζει την κουβέντα με τον πυροβολητή, ο οποίος είναι λιγομίλητος.
«Τα πράγματα εκεί είναι πολύ άσχημα. Όταν εγώ, στην αρχή της υπουργικής μου σταδιοδρομίας, δέχτηκα να αναλάβω το χαρτοφυλάκιο των Υπερπόντιων Κτήσεων, παθαίνοντας και μαθαίνοντας, πείστηκα ότι πρέπει να πάρουμε δραστικά μέτρα για τη διοίκηση αυτών των εδαφών, αν θέλουμε να τα περισώσουμε».
«Και εσείς δεν μπορέσατε να τα πάρετε;»
«Δεν είχα χρόνο. Ανέλαβα Υπουργός Εξωτερικών, λόγω της αξίας και της προσφοράς μου. Επιπλέον… υπάρχουν τόσα που πρέπει να γίνουν! Αλλά η ανόητη επανάσταση δεν θα επικρατήσει! Οι ήρωές μας υπερασπίζονται τις κτήσεις μας σαν λιοντάρια· κοιτάξτε πόσο μεγαλειώδης είναι ο θάνατος του στρατηγού Θουτάνο… θύμα της ανδρείας του στην τάδε μάχη… Ο Θουτάνο και ο άλλος γενναίος, ένας λοχαγός… ο λοχαγός… και εγώ δεν ξέρω πόσοι χάθηκαν εκεί επιδεικνύοντας την ίδια τόλμη και τον ίδιο πατριωτισμό που επέδειξαν οι πιο ξακουστοί μάρτυρες του πολέμου. Ο Θουτάνο και ο άλλος, εκείνος ο λοχαγός αξίζουν αγάλματα· χρυσά γράμματα σε αναμνηστική πλάκα στο Κοινοβούλιο… αλλά σε κάθε περίπτωση η κατάσταση είναι πολύ άσχημη… Δεν έχουμε κρατική διοίκηση… Ώστε εσείς κατεβαίνετε εδώ για να πάρετε το τρένο που θα σας πάει στο Σανταντέρ; Το λοιπόν, καλή τύχη, πολλές δάφνες και λίγα τραύματα από σφαίρα… Και αν θέλετε κάτι από εδώ… ξέρετε εσείς, υπολοχαγέ μου, το καλοκαίρι, στη νήσο Γουίτ: Κάουες, Ράιντ, Βετνόρ, Όσμπορν…»
Ο δούκας και η κυρία με τα μαύρα και το βέλο μένουν μόνοι στο κουπέ. Ο πρώην υπουργός προσπαθεί, με σχετική διακριτικότητα, να πιάσει συζήτηση. Η γυναίκα απαντά άλλοτε μονολεκτικά και άλλοτε με νοήματα.
Ο δούκας του Περγαμίνο, απογοητευμένος, βαριέται.
Σε ένα σταθμό, η μαυροφορεμένη γυναίκα κοιτά με ανυπομονησία από το παράθυρο.
«Εδώ, εδώ!» φωνάζει ξαφνικά· «Φερνάντο, Αντέλα, εδώ…»
Ένα ζευγάρι, επίσης στα μαύρα, μπαίνει στο κουπέ: η μαυροφορεμένη γυναίκα του βαγονιού τούς αγκαλιάζει και κλαίει πάνω στο στήθος της άλλης γυναικάς, πνίγοντας τα αναφιλητά της.
Το τρένο συνεχίζει το ταξίδι του. Αποχαιρετισμός, ξανά αγκαλιές, κλάμα…
Έμειναν ξανά μόνοι ο δούκας και η κυρία.
Ο Περγαμίνο, πεθαίνοντας από περιέργεια, το διακινδυνεύει εισερχόμενος στο πεδίο της πιθανής αδιακρισίας. Θέλει να μάθει με κάθε κόστος την πηγή αυτής της λύπης, την αιτία εκείνου του πένθους… Και παίρνει, κρύα, ξερή, ειρωνική, μέσα σε λυγμούς, αυτή τη σύντομη απάντηση:
            «Είμαι η χήρα του άλλου… του λοχαγού Φερνάντεθ».



[1] Στην Ισπανία, επί πολλές δεκαετίες στρατευόταν, κατόπιν κλήρωσης, το ένα πέμπτο των νέων που ήταν σε στρατεύσιμη ηλικία (Σ.τ.Μ.).


Ο Leopoldo Alas, γνωστότερος με το ψευδώνυμο Clarín, γεννήθηκε στη Θαμόρα της Καστίλλης το 1852 και απεβίωσε στο Οβιέδο της Αστούριας το 1901. Μαζί με τον Μπενίτο Πέρεθ Γκαλδός και την Εμίλια Πάρδο Μπαθάν, θεωρείται από τους σημαντικότερους ισπανούς συγγραφείς του 19ου αιώνα. Το έργο του ανήκει στο ρεύμα του Ρεαλισμού, ενώ έντονες είναι οι επιρροές που διακρίνει κανείς από το Νατουραλισμό του Ζολά. Κυριότερο δημιούργημά του είναι το μυθιστόρημα La Regenta (1884) το οποίο αποτελεί την κορυφαία έκφραση του ισπανικού ρεαλισμού (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Αίολος, σε μετάφραση Λένας Φραγκοπούλου) και θεωρείται από τους κριτικούς της λογοτεχνίας εφάμιλλο της Μαντάμ Μποβαρύ του Φλωμπέρ· άλλωστε η σύγκριση των δύο μυθιστορημάτων είναι αναπόφευκτη αφού αμφότερα έχουν ως πρωταγωνίστριες δύο νεαρές μεγαλοαστές που ασφυκτιούν στο ανδροκρατούμενο επαρχιώτικο περιβάλλον της Ισπανίας και της Γαλλίας αντίστοιχα των τελών του 19ου αιώνα.
Όσον αφορά το παρόν διήγημα, ανήκει στη συλλογή διηγημάτων El gallo de Sócrates [O πετεινός του Σωκράτη] που εκδόθηκε το 1901. Χρονικά, η πλοκή του αφηγήματος τοποθετείται λίγο πριν την εθνική καταστροφή του 1898, όταν η Ισπανία χάνει τις τελευταίες αποικίες της (Κούβα, Πουέρτο Ρίκο, Φιλιππίνες), απώλειες που σημαίνουν το τέλος της πάλαι ποτέ κραταιάς αυτοκρατορίας.


Η μετάφραση του διηγήματος είναι προϊόν συλλογικής δουλειάς στο πλαίσιο του μαθήματος «Λογοτεχνική μετάφραση από τα ισπανικά στα ελληνικά» του Τμήματος Ιταλικής Φιλολογίας του ΑΠΘ. Συμμετείχαν, υπό τη διδασκαλία και καθοδήγηση του διδάσκοντα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, οι φοιτήτριες Athina Donati, Ιωάννα Μακρινάκη, Alessandra Pesoli, Λίνα Χατζηκυριάκου.





Πέμπτη 13 Αυγούστου 2015

Βιβλιοκριτική του Φίλιππου Φιλίππου για τις Ασημένιες σφαίρες του Έλμερ Μεντόσα

Σέχτες, ναρκωτικά και σεξ στο Μεξικό

Μέσα από μια αστυνομική ιστορία ο Μεξικανός Έλμερ Μεντόσα πραγματεύεται τη βίαιη πραγματικότητα της πατρίδας του



Οι έλληνες αναγνώστες γνωρίζουν έναν ήρωα της μεξικανικής αστυνομικής λογοτεχνίας, τον ιδιωτικό ντετέκτιβ Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν (δημιούργημα του Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ), που αναλαμβάνει την εξιχνίαση ποικίλων υποθέσεων. Τώρα τους δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσουν και τον αστυνομικό επιθεωρητή Έντγκαρ Μεντιέτα, τον επιλεγόμενο Ζερβοχέρη, ήρωα του Έλμερ Μεντόσα, πρωταγωνιστή στις Ασημένιες σφαίρες.
Ο Μεντόσα, καθηγητής Ισπανόφωνης Λογοτεχνίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Σιναλόα, μέλος της Μεξικανικής Ακαδημίας Γραμμάτων, γεννήθηκε στο Κουλιακάν της πολιτείας Σιναλόα, ένα λιμάνι στον Ειρηνικό Ωκεανό. Στο παρόν μυθιστόρημα πραγματεύεται τη ζωή στο σύγχρονο Μεξικό. Η ιστορία του δεν διαδραματίζεται όμως στην Πόλη του Μεξικού, την πρωτεύουσα της χώρας, αλλά στο Κουλιακάν.
Προτού εμπνευσθεί τον ντετέκτιβ Μεντιέτα, ο Μεντόσα είχε γράψει διηγήματα που εκδόθηκαν σε συλλογές, καθώς και δύο δοκίμια σχετικά με το εμπόριο ναρκωτικών στην πατρίδα του. Με το ίδιο θέμα βγήκαν τέσσερα μυθιστορήματά του, για να καθιερωθεί στη συνέχεια με τις Ασημένιες σφαίρες, όπου έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή του ο Έντγκαρ Μεντιέτα.
Ευθύς εξαρχής οφείλουμε να ειδοποιήσουμε τον αναγνώστη για το εξής: μολονότι η δομή του μυθιστορήματος δεν διαφέρει από εκείνη των ομοειδών αναγνωσμάτων (αρχή, μέση, τέλος), η αφήγηση του Μεντόσα είναι μοντερνιστική. Εν πολλοίς θυμίζει -ή παραπέμπει σε αυτήν- τη γραφή του Τζέιμς Τζόις στον Οδυσσέα και του Κάρλος Φουέντες στο Ο θάνατος του Αρτέμιο Κρους, κάτι που ενδεχομένως να δημιουργήσει αναγνωστικές δυσχέρειες.
Δεν πρόκειται δηλαδή για ένα βιβλίο που μπορεί να διαβαστεί μια κι έξω. Απαιτεί εγρήγορση και κάποιον -ελάχιστο- χρόνο για την κατανόηση των δρωμένων, αφού απουσιάζουν οι διάλογοι και τα λόγια των ομιλούντων μπερδεύονται με εκείνα του τριτοπρόσωπου αφηγητή. Εφόσον ο αναγνώστης ξεπεράσει την πρώτη δυσκολία και μπει στο πνεύμα του συγγραφέα, τότε θα απολαύσει ένα εξαιρετικής ποιότητας κείμενο, το οποίο θα τον καθηλώσει σε βαθμό που δεν θα θέλει να το αφήσει.
Ως μότο για την αρχή του βιβλίου ο συγγραφέας επιλέγει δύο φράσεις που σχετίζονται με το διττό κεντρικό θέμα του, που είναι το έγκλημα στο Μεξικό ή το έγκλημα... και το Μεξικό. Η πρώτη αφορά το έγκλημα (ή το κακό) και υπογράφεται από τον Αλβέρτο Αϊνστάιν: «Η ζωή είναι επικίνδυνη, όχι για τους ανθρώπους που κάνουν το κακό, αλλά για εκείνους που κοντοστέκονται να δουν τι τρέχει». Η δεύτερη φράση αναφέρεται στο Μεξικό και είναι του ισπανομεξικανού δημοσιογράφου Χοακίν Λόπες-Δόριγα: «Το Πραγματικό Μεξικό πολλούς τους τρομάζει, όχι επειδή υπάρχει, αλλά γιατί γίνεται λόγος γι' αυτό».
Το Μεξικό, λοιπόν. Στο πρώτο κεφάλαιο βλέπουμε τον αστυνομικό επιθεωρητή στο γραφείο ενός ψυχοθεραπευτή, του δόκτορος Πάρα, ο οποίος συμβουλεύει τον ασθενή του να πάψει να πίνει, για να μην μπλέξει το αλκοόλ με τα αγχολυτικά, και του συνιστά να επαναδραστηριοποιηθεί ερωτικά. Ο σαραντάρης ήρωας έχει πέσει σε κατάθλιψη διότι τον παράτησε η γυναίκα που αγάπησε. Στα επόμενα κεφάλαια μαθαίνουμε πως η Πάολα Ροντρίγκες με ένα πιστόλι στο χέρι πάει να σκοτώσει τον εραστή της, τον δικηγόρο Μπρούνο Κανισάλες, στο σπίτι του, επειδή την εγκατέλειψε. Οταν τον βλέπει νεκρό, επιστρέφει στο σπίτι της και αυτοκτονεί με το ίδιο πιστόλι.
Ο Έντγκαρ Μεντιέτα, που αναλαμβάνει να εξιχνιάσει τη δολοφονία του δικηγόρου -η σφαίρα που τον σκότωσε ήταν ασημένια-, αναζητεί τον δράστη στην οικογένεια του θύματος, του οποίου ο πατέρας, πρώην υπουργός, ετοιμάζεται να κατεβεί υποψήφιος στις προσεχείς προεδρικές εκλογές, στα μέλη μιας παράξενης σέχτας στην οποία ανήκε ο Κανισάλες και σε μια οικογένεια μαφιόζων, των Βαλντές, που ελέγχουν τη διακίνηση ναρκωτικών στην περιοχή.
Εκ πρώτης όψεως, υπεύθυνοι για τη δολοφονία είναι οι Βαλντές, οι οποίοι έχουν μια ομάδα από μπράβους που σκοτώνουν όποιον σταθεί εμπόδιο στα σχέδιά τους, επειδή ο Κανισάλες υπήρξε εραστής της κόρης του αρχινονού. Οι ίδιοι είναι οι χρηματοδότες, εκτός των άλλων, και της πολιτικής εκστρατείας του πατέρα του δικηγόρου. Ωστόσο το κλειδί της υπόθεσης είναι ο Κανισάλες, διάσημος αμφισεξουαλικός άνδρας, τον οποίο αγαπούν και μισούν σχεδόν όλα τα πρόσωπα του δράματος τα οποία εμπλέκονται ερωτικά μαζί του. Διότι το σεξ είναι η κινητήρια δύναμη που διέπει τις σχέσεις των ηρώων και δευτερευόντως το χρήμα: ο ίδιος ο αστυνομικός επιθεωρητής ως παιδί είχε πέσει θύμα αποπλάνησης από έναν ιερωμένο. Και είναι αυτό το παιδικό τραύμα που τον οδηγεί στο γραφείο του ψυχοθεραπευτή.
Η δικαιοσύνη στα χέρια των εγκληματιών
Μέσω ενός συνηθισμένου εγκλήματος πάθους ή εκδίκησης με άγνωστο δράστη, ο Έλμερ Μεντόσα μιλάει για τη σύγχρονη πραγματικότητα του Μεξικού. Μιας χώρας με μεγάλη ιστορία, σπουδαίους συγγραφείς (Φουέντες, Χουάν Ρούλφο), σημαντικούς καλλιτέχνες (Ντιέγκο Ριβέρα, Φρίντα Κάλο), αλλά και με διεφθαρμένη αστυνομία, ανήθικους πολιτικούς, σκοτεινούς επιχειρηματίες, εμπόρους ναρκωτικών, συμμορίες με Καλάσνικοφ, επαγγελματίες δολοφόνους και εκατόμβες νεκρών των οποίων οι δολοφόνοι δεν βρίσκονται ποτέ, καθώς «η δικαιοσύνη βρίσκεται στα χέρια των εγκληματιών». Μαθαίνουμε ότι, υποκαθιστώντας το κράτος, οι έμποροι ναρκωτικών δίνουν δουλειές σε ανέργους, χρηματοδοτούν μουσικά συγκροτήματα, προγράμματα ανθρωπιστικής βοήθειας.
Ο Μεντόσα μιλάει επίσης για μια χώρα που οι κάτοικοί της τη λατρεύουν, παρά τις εκάστοτε απογοητεύσεις τους, ακόμη και όταν τους κάνει να κλαίνε, όπως στην περίπτωση που η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου του Μεξικού έχασε από την αντίστοιχη των ΗΠΑ στη διαδικασία των πέναλτι.
Με ποιητική γραφή την οποία μεταφέρει έξοχα στα ελληνικά ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, με χιούμορ, αναφορές σε γνωστά έργα της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου (π.χ. η επανασύνδεση του ήρωα με μια παλιά του αγάπη, την Γκόγκα, θυμίζει τρόπον τινά το «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας» του Μάρκες), συνταγές τοπικών φαγητών και σκηνές σεξ, ο Έλμερ Μεντόσα μάς χαρίζει ένα εξαιρετικό λογοτεχνικό κείμενο που δεν τέρπει μόνο, αλλά κυρίως προβληματίζει.


ΤΟ ΒΗΜΑ:  19/08/2012

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2015

Το πρωτάθλημα, του Μιγκέλ Ντελίμπες

Είχαν την ευκαιρία και τη χάσανε· οι Άγγλοι έμειναν, με το καλημέρα, εκτός μάχης. Το γεγονός ήταν πρωτοφανές και ταπεινωτικό. Αυτοί ήταν οι δάσκαλοι και, ξαφνικά, έρχεται ο μαθητής και τσαφ, κάνει σκόνη την ιστορία, την πείρα, τη μαστοριά, την τεχνική τους και όλη την παλιά τους δόξα. Έλεγε, λοιπόν, ο Χουάν καθώς γυρνούσε το κουμπί για να δυναμώσει τη φωνή του ραδιοφώνου:
«Οι Άγγλοι θα ’χουν λυσσάξει».
Και το ραδιόφωνο είπε:
«Ο oυρουγουανός τερματοφύλακας τραβάει τον Θάρα. Ο διαιτητής δεν το βλέπει. Η μπάλα βγαίνει άουτ…»
Ο Χουάν τράβηξε μια τζούρα και ξεστόμισε ένα χοντρό βρομόλογο, στεφανωμένο από καπνό. Έπειτα είπε:
«Οι Ουρουγουανοί είναι τομάρια. Πάντα έτσι ήταν. Δεν καταλαβαίνω γιατί μας κάνει τώρα εντύπωση».
Ήταν επτά και τέταρτο το απόγευμα και έκανε ζέστη. Η ατμόσφαιρα του δωματίου ήταν βαριά και αποπνικτική. Μύριζε βρόμικα και ανακατεμένα κορμιά. Σε μια γωνία βρισκόταν ένα ράντζο και πάνω του ήταν ξαπλωμένη μια κοπέλα ξανθιά, κοκαλιάρα, υπερβολικά βαμμένη και βαριεστημένη. Δίπλα της, πάνω σε ένα μικρό κομοδίνο, υπήρχε ένα ποτήρι μισογεμάτο με ένα σκούρο και πηχτό υγρό. Στα πόδια της κοιμόταν μια χοντρουλή τεμπέλικη μαύρη γάτα.
Το ραδιόφωνο είπε:
«Γκολ! Γκολ! Το δεξί εξτρέμ της Ουρουγουάης σημειώνει το πρώτο γκολ! Το γκολ θα ξυπνήσει τα παιδιά μας...!»
Ο Χουάν ξεστόμισε άλλη μια βρισιά και είπε:
«Οι Άγγλοι θα τρίβουν τα χέρια τους από ικανοποίηση».
Η ξανθιά και υπερβολικά βαμμένη κοπέλα πλησίασε και τεντώθηκε. Την ώρα που το έκανε, φάνηκαν κάτω από το δέρμα της τα κόκαλα των χεριών και των ώμων. Χάιδεψε το σβέρκο του Χουάν.
«Δεν έρχεσαι λίγο;», είπε.
Το ραδιόφωνο κραύγασε:
«Γκολ του Μπασόρα! Γκολ της Ισπανίας! Ο Μπασόρα μόλις κατόρθωσε να ισοφαρίσει με κεφαλιά, ύστερα από πάσα του Γκαΐνθα!»
Ο Χουάν χλόμιασε και άναψε κι άλλο τσιγάρο. Είπε:
«Κρύο ντους για τους Άγγλους», και χαμογέλασε ανεπαίσθητα.
Η ξανθιά και υπερβολικά βαμμένη κοπέλα ξανατεντώθηκε. Ύστερα ήπιε μια γουλιά από το ποτήρι στο κομοδίνο. Η γάτα γουργούρισε και η κοπέλα τη χάιδεψε απαλά στη ράχη.
«Αυτό το ζώο θα γεννήσει από στιγμή σε στιγμή», είπε.
Το ραδιόφωνο εξερράγη:
«Γκολ! Άλλο ένα φοβερό γκολ του Μπασόρα αγαπητοί ακροατές! Ισπανία δύο, Ουρουγουάη ένα!»
Ο Χουάν έβρισε μέσα από τα δόντια του. Γύρισε τα μανίκια του πουκαμίσου του. Είχε ανατριχιάσει. Είπε, μονολογώντας:
«Να δούμε τι θα πουν τώρα οι Άγγλοι. Και αυτοί οι Ουρουγουανοί, οι χαραμοφάϊδες, τι νόμιζαν, ότι ήμασταν σαν τη Βολιβία;»
Η ξανθιά και υπερβολικά βαμμένη κοπέλα έξυσε τη γάτα ανάμεσα στα αυτιά και αναστέναξε:
«Φοβάσαι τη γέννα, καρδούλα μου;», είπε.
Η μονότονη φωνή του δέκτη δημιουργούσε ένα κλίμα υπνηλίας στο αποπνικτικό δωμάτιο. Η κοπέλα ξάπλωσε στο ντιβάνι και αποκοιμήθηκε. Την ξύπνησε η τρομακτική, στεντόρεια φωνή του εκφωνητή:
«Γκολ αγαπητοί ακροατές! Ο Μπαρέλα από το κέντρο του γηπέδου μόλις έβαλε το δεύτερο γκολ για την Ουρουγουάη! Ισπανία δύο, Ουρουγουάη δύο!»
Ο Χουάν άναψε άλλο ένα τσιγάρο. Το χέρι του έτρεμε.
«Αν στενοχωριέμαι», είπε, «είναι για τη χαρά που θα πάρουν οι Άγγλοι».
Η κοπέλα ξύπνησε και κατέβασε μονορούφι το περιεχόμενο του ποτηριού.
«Εγώ φεύγω, Χουάν. Θα έρθεις;»
«Περίμενε!»
«Τι πράγμα;»
«Μια ισοπαλία δεν είναι άσχημο αποτέλεσμα. Οι Ουρουγουανοί δεν είναι τυχαίοι», είπε ο Χουάν στον εαυτό του.
Το ραδιόφωνο τραντάχτηκε:
«Ο διαιτητής σφυρίζει το τέλος του αγώνα, αγαπητοί ακροατές! Ισπανία δύο, Ουρουγουάη δύο!»
Ο Χουάν έσβησε το δέκτη και σηκώθηκε.
«Ήρθαμε ισοπαλία», είπε.
«Και είναι άσχημο αυτό;»
«Πφφ!», έκανε ο Χουάν.
Κατέβηκαν μαζί τη σκάλα. Στη γωνία υπήρχε ένα μπαρ. Ο Χουάν έσπρωξε την κοπέλα και μπήκαν. Ένας τεράστιος τύπος που φορούσε πουκάμισο σερβίριζε ποτήρια κρασί. Στα τραπέζια ο κόσμος μιλούσε για ποδόσφαιρο. Ο Χουάν είπε:
«Δυο ποτήρια λευκό κρασί, Σιμόν».
Ο Σιμόν ήταν ο γίγαντας με το πουκάμισο που σερβίριζε τα ποτά. Τα χοντρά του μπράτσα δεν είχαν ίχνος τρίχας, ήταν τόσο λεία όσο τα μάρμαρα των τραπεζιών. Και οι παλάμες του ήταν τραχιές, βαριές και κόκκινες.
«Τι τρελός που είναι ο κόσμος!», είπε ο Σιμόν. «Παντού μιλάνε μόνο για ποδόσφαιρο. Και τι μας προσφέρει το ποδόσφαιρο;»
«Ήρθαμε ισοπαλία», είπε ο Χουάν με ένα ελαφρύ τρέμουλο χαράς.
Ο Σιμόν άναψε:
«Και τι έγινε; Όπως ήμασταν και πριν αρχίσει το παιχνίδι, έτσι δεν είναι;»
«Έτσι».
«Και έτσι εικοσιπέντε εκατομμύρια Ισπανοί ακούνε το ραδιόφωνο όλο το απόγευμα σαν χαζοί. Πενήντα εκατομμύρια ώρες χαμένες. Ξέρετε τι μπορεί να γίνει με πενήντα εκατομμύρια ώρες δουλειάς;»
«Πολλά πράγματα», είπε ο Χουάν.
Η ξανθιά και υπερβολικά βαμμένη κοπέλα χάνει την υπομονή της.
«Πάμε, Χουάν».
Ο Σιμόν είπε:
«Ακριβώς. Πολλά πράγματα. Για παράδειγμα να φυτευτούν εκατό εκατομμύρια δέντρα. Σας φαίνετε λίγο;»
Ο Χουάν ρώτησε για να μάθει:
«Εσύ, έχεις φυτέψει ποτέ κανένα δέντρο;»
Η ξανθιά και υπερβολικά βαμμένη κοπέλα παρενέβη:
«Χουάν, το ξέρεις ότι η γάτα κοντεύει να γεννήσει;»
«Άλλα δυο ποτήρια», παρήγγειλε ο Χουάν.
Ύστερα συνέχισαν να πίνουν. Η ταβέρνα ήταν γεμάτη κόσμο και όλοι ίδρωναν. Ο Χουάν ένιωθε μια ευχάριστη διέγερση στο αίμα και τα νεύρα του η οποία αυξανόταν από ποτήρι σε ποτήρι. Στις εννέα έφυγαν. Η κοπέλα είπε:
«Αυτός ο άνθρωπος είναι αγενής».
Εννοούσε τον Σιμόν.
Στα χείλη του Χουάν διαγραφόταν ένα χαζό χαμόγελο.
«Σκέφτομαι τι θα λένε τώρα οι Άγγλοι», είπε.
Και ο κόσμος περνούσε δίπλα του με φάτσα χαρούμενη, θαρρείς και είχε πέσει σε όλους ο πρώτος λαχνός. Η ξανθιά και υπερβολικά βαμμένη κοπέλα άρχισε να σκέφτεται ότι εικοσιπέντε εκατομμύρια Ισπανοί ήταν πολλοί Ισπανοί, και πενήντα εκατομμύρια ώρες ήταν πολλές ώρες και ότι εκατό εκατομμύρια δέντρα ήταν πάρα πολλά δέντρα. Και μετά σκέφτηκε ότι το λευκό κρασί του Σιμόν την είχε χτυπήσει στο κεφάλι.


Μετάφραση: Ευρυβιάδης Σοφός



Ο Μiguel Delibes γεννήθηκε στο Βαγιαδολίδ της Ισπανίας το 1920 και απεβίωσε στην ίδια πόλη το 2010. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους πεζογράφους του 20ού αιώνα. Ανάμεσα στα έργα του ξεχωρίζουν τα μυθιστορήματα Las ratas, Cinco horas con Mario, Los santos inocentes (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Γκοβόστη με τον τίτλο Οι αθώοι άγιοι σε μετάφραση Δέσποινας Μάρκου) και El hereje (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Opera με τον τίτλο Ο αιρετικός σε μετάφραση Κρίτωνα Ηλιόπουλου). Το παρόν διήγημα αναφέρεται στο παιχνίδι Ισπανίας – Ουρουγουάης που διεξήχθη στο πλαίσιο του Μουντιάλ της Βραζιλίας του 1950. Γίνεται αναφορά, επίσης, στα παιχνίδια του ίδιου Μουντιάλ, Ισπανία – Αγγλία 1-0 και Ουρουγουάη – Βολιβία 8-0.