Δευτέρα 10 Αυγούστου 2015

Το πρωτάθλημα, του Μιγκέλ Ντελίμπες

Το πρωτάθλημα

 

του Μιγκέλ Ντελίμπες

 

Ήταν η ευκαιρία τους και τη σπατάλησαν· οι Άγγλοι έμειναν, με το καλημέρα, εκτός νυμφώνος. Το γεγονός ήταν και πρωτοφανές και ταπεινωτικό. Εκείνοι ήταν οι πρώτοι διδάξαντες  και, ξαφνικά, έρχεται ένα μαθητούδι και τσουπ, στέλνει για βρούβες την ιστορία, την πείρα, τη μαστοριά, την τεχνική τους κι όλα τα περασμένα μεγαλεία τους. Και να σου ο Χουάν να λέει καθώς γύριζε το κουμπί για να δυναμώσει τη φωνή του ραδιοφώνου:

«Οι Άγγλοι θα ’χουν λυσσάξει».

Και το ραδιόφωνο είπε:

«Ο Ουρουγουανός τερματοφύλακας τραβάει τον Θάρα. Ο διαιτητής δεν το βλέπει. Η μπάλα βγαίνει άουτ…»

Ο Χουάν τράβηξε μια τζούρα από το τσιγάρο του και ξεστόμισε ένα χοντρό βρομόλογο, στεφανωμένο με καπνό. Έπειτα είπε:

«Οι Ουρουγουανοί είναι τομάρια. Πάντα έτσι ήταν. Δεν καταλαβαίνω γιατί μας κάνει τώρα εντύπωση».

Ήταν επτά και τέταρτο το απόγευμα κι έκανε ζέστη. Η ατμόσφαιρα του δωματίου ήταν βαριά και αποπνικτική. Μύριζε βρόμικα στοιβαγμένα κορμιά. Σε μια γωνιά, βρισκόταν ένα ράντζο και πάνω του ξαπλωμένη μια κοπέλα ξανθιά, κοκαλιάρα, υπερβολικά βαμμένη και βαριεστημένη. Δίπλα της, πάνω σ’ ένα μικρό κομοδίνο, υπήρχε ένα ποτήρι μισογεμάτο μ’ ένα σκούρο πηχτό υγρό. Στα πόδια της κοιμόταν μια χοντρουλή τεμπέλικη μαύρη γάτα.

Το ραδιόφωνο είπε:

«Γκολ! Γκολ! Το δεξί εξτρέμ της Ουρουγουάης σημειώνει το πρώτο γκολ! Το γκολ θα ξυπνήσει τα παιδιά μας...!»

Ο Χουάν ξεστόμισε άλλη μια βρισιά και είπε:

«Οι Άγγλοι θα τρίβουν τα χέρια τους από ικανοποίηση».

Η ξανθιά και υπερβολικά βαμμένη κοπέλα σηκώθηκε και τεντώθηκε. Με το που το έκανε, φάνηκαν έντονα κάτω από το δέρμα της τα κόκαλα των χεριών και των ώμων. Χάιδεψε το σβέρκο του Χουάν.

«Δεν έρχεσαι λίγο;», είπε.

Το ραδιόφωνο κραύγασε:

«Γκολ του Μπασόρα! Γκολ της Ισπανίας! Ο Μπασόρα, με κεφαλιά, πετυχαίνει την ισοφάριση, ύστερα από σέντρα του Γκαΐνθα!»

Ο Χουάν χλόμιασε κι άναψε κι άλλο τσιγάρο. Είπε:

«Κρύος ιδρώτας θα ’χει λούσει τους Άγγλους», και χαμογέλασε ανεπαίσθητα.

Η ξανθιά και υπερβολικά βαμμένη κοπέλα ξανατεντώθηκε. Ύστερα ήπιε μια γουλιά από το ποτήρι στο κομοδίνο. Η γάτα γουργούρισε και η κοπέλα τής χάιδεψε απαλά τη ράχη.

«Αυτό το ζώο θα γεννήσει από στιγμή σε στιγμή», είπε.

Το ραδιόφωνο εξερράγη:

«Γκολ! Άλλο ένα φοβερό γκολ του Μπασόρα, αγαπητοί ακροατές! Ισπανία, δύο, Ουρουγουάη, ένα!»

Ο Χουάν έβρισε μέσα από τα δόντια του. Ανέβασε τα μανίκια του πουκάμισού του. Είχε ανατριχιάσει. Είπε, μονολογώντας:

«Θα ’θελα ν’ ακούσω τι λένε τώρα οι Άγγλοι. Κι αυτοί οι Ουρουγουανοί, οι χαραμοφάϊδες, τι νόμιζαν, ότι είμαστε σαν τη Βολιβία;»

Η ξανθιά και υπερβολικά βαμμένη κοπέλα έξυσε τη γάτα ανάμεσα στα αυτιά και αναστέναξε:

«Φοβάσαι τη γέννα, καρδούλα μου;», είπε.

Η μονότονη φωνή του δέκτη δημιουργούσε ένα κλίμα υπνηλίας στο αποπνικτικό δωμάτιο. Η κοπέλα ξάπλωσε στο ντιβάνι κι αποκοιμήθηκε. Την ξύπνησε η τρομακτική, στεντόρεια φωνή του εκφωνητή:

«Γκολ αγαπητοί ακροατές! Ο Μπαρέλα από το κέντρο του γηπέδου μόλις έβαλε το δεύτερο γκολ για την Ουρουγουάη! Ισπανία, δύο, Ουρουγουάη, δύο!»

Ο Χουάν άναψε κι άλλο τσιγάρο. Το χέρι του έτρεμε.

«Αν στενοχωριέμαι», είπε, «είναι για τη χαρά που θα πάρουν οι Άγγλοι».

Η κοπέλα ξύπνησε και κατέβασε μονορούφι το περιεχόμενο του ποτηριού.

«Εγώ φεύγω, Χουάν. Θα έρθεις;»

«Περίμενε!»

«Τι να περιμένω;»

«Μια ισοπαλία δεν είναι άσχημο αποτέλεσμα. Οι Ουρουγουανοί δεν είναι τυχαίοι», είπε ο Χουάν στον εαυτό του.

Το ραδιόφωνο τραντάχτηκε:

«Ο διαιτητής σφυρίζει το τέλος του αγώνα, αγαπητοί ακροατές! Ισπανία, δύο, Ουρουγουάη, δύο!»

Ο Χουάν έσβησε τον δέκτη και σηκώθηκε όρθιος.

«Ήρθαμε ισοπαλία», είπε.

«Κι είναι άσχημο αυτό;»

«Πφφ!» έκανε ο Χουάν.

Κατέβηκαν μαζί τη σκάλα. Στη γωνία υπήρχε ένα μπαρ. Ο Χουάν έσπρωξε την κοπέλα και μπήκαν. Ένας μεγαλόσωμος άντρας που φορούσε πουκάμισο σερβίριζε ποτήρια κρασί. Στα τραπέζια ο κόσμος μιλούσε για ποδόσφαιρο. Ο Χουάν είπε:

«Δυο ποτήρια λευκό κρασί, Σιμόν».

Ο Σιμόν ήταν ο γίγαντας με το πουκάμισο που σέρβιρε τα ποτά. Τα χοντρά του μπράτσα δεν είχαν ίχνος τρίχας, ήταν τόσο λεία όσο τα μάρμαρα των τραπεζιών. Και οι παλάμες του ήταν τραχιές, βαριές και κόκκινες.

«Τι τρέλα κουβαλάει ο κόσμος!» είπε ο Σιμόν. «Παντού μιλάνε μόνο για ποδόσφαιρο. Και τι μας δίνει το ποδόσφαιρο;»

«Ήρθαμε ισοπαλία», είπε ο Χουάν μ’ ένα ελαφρύ τρέμουλο χαράς.

Ο Σιμόν άναψε:

«Και τι έγινε; Όπως ήμαστε και πριν αρχίσει το παιχνίδι, έτσι δεν είναι;»

«Έτσι».

«Κι είναι λόγος αυτός ν’ ακούνε είκοσι πέντε εκατομμύρια Ισπανοί το ράδιο όλο το απόγευμα σαν χάνοι. Πενήντα εκατομμύρια ώρες χαμένες. Ξέρετε τι μπορεί να γίνει με πενήντα εκατομμύρια ώρες δουλειάς;»

«Πολλά πράγματα», είπε ο Χουάν.

Η ξανθιά και υπερβολικά βαμμένη κοπέλα χάνει την υπομονή της.

«Πάμε, Χουάν».

Ο Σιμόν είπε:

«Ακριβώς. Πολλά πράγματα. Για παράδειγμα να φυτευτούν εκατό εκατομμύρια δέντρα. Σας φαίνετε λίγο;»

Ο Χουάν ρώτησε όλος απορία:

«Εσείς, έχετε φυτέψει ποτέ κανένα δέντρο;»

Η ξανθιά και υπερβολικά βαμμένη κοπέλα παρενέβη:

«Χουάν, το ξέρεις ότι η γάτα κοντεύει να γεννήσει;»

«Βάλε άλλα δύο ποτηράκια», παρήγγειλε ο Χουάν.

Ύστερα συνέχισαν να πίνουν. Η ταβέρνα ήταν γεμάτη κόσμο, όλοι τους κάθιδροι. Ο Χουάν ένιωθε μια ευχάριστη διέγερση στο αίμα και στα νεύρα η οποία αυξανόταν από ποτήρι σε ποτήρι. Στις εννέα έφυγαν. Η κοπέλα είπε:

«Αυτός ο άνθρωπος είναι αγενέστατος».

Εννοούσε τον Σιμόν. Στα χείλη του Χουάν τρεμόπαιζε ένα χαζό χαμόγελο.

«Σκέφτομαι τι θα λένε τώρα οι Άγγλοι», είπε.

Κι ο κόσμος περνούσε από δίπλα τους με φάτσα χαρούμενη, θαρρείς και είχαν κερδίσει όλοι τους τον πρώτο λαχνό. Η ξανθιά και υπερβολικά βαμμένη κοπέλα άρχισε να σκέφτεται ότι είκοσι πέντε εκατομμύρια Ισπανοί ήταν πολλοί Ισπανοί, και πενήντα εκατομμύρια ώρες ήταν πολλές ώρες κι ότι εκατό εκατομμύρια δέντρα ήταν πάρα πολλά δέντρα. Και μετά σκέφτηκε ότι το λευκό κρασί του Σιμόν την είχε βαρέσει κατακούτελα.

 

 

από τη συλλογή διηγημάτων La partida (1954)

 

 

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

 

 

Ο Μiguel Delibes γεννήθηκε στο Βαγιαδολίδ το 1920 και απεβίωσε στην ίδια πόλη το 2010. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους Ισπανούς πεζογράφους του 20ού αιώνα. Ανάμεσα στα έργα του ξεχωρίζουν τα μυθιστορήματα Las ratas, Cinco horas con Mario (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ποταμός με τον τίτλο Πέντε ώρες με τον Μάριο σε μετάφραση Κωνσταντίνου Παλαιολόγου), Los santos inocentes (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ποταμός με τον τίτλο Τα Άγια Νήπια σε μετάφραση Κωνσταντίνου Παλαιολόγου) και El hereje (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Opera με τον τίτλο Ο αιρετικός σε μετάφραση Κρίτωνα Ηλιόπουλου). Το παρόν διήγημα αναφέρεται στο παιχνίδι Ισπανίας – Ουρουγουάης που διεξήχθη στο πλαίσιο του Μουντιάλ της Βραζιλίας του 1950. Γίνεται αναφορά, επίσης, στα παιχνίδια του ίδιου Μουντιάλ, Ισπανία – Αγγλία 1-0 και Ουρουγουάη – Βολιβία 8-0. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου