Πέμπτη 29 Ιουνίου 2017

Ο αποχαιρετισμός ως επικό ποίημα, του Χουάν Βιγιόρο

Ζούμε σε μια από τις λίγες χώρες όπου θεωρείται ευγενικό να μένει κανείς σε μια μάζωξη έως ότου αποκοιμηθούν οι οικοδεσπότες. Αν ο παρορμητικός καλεσμένος κάνει πως σηκώνεται πριν από τις δύο τα ξημερώματα, ο νοικοκύρης του σπιτιού τον ρωτά: «Μα τι σου κάναμε;».
Παρότι κρύβει τα χασμουρητά του φέρνοντας την πετσέτα μπροστά στο στόμα, ο Μεξικάνος που προσκαλεί σε δείπνο θεωρεί τον εαυτό του μάρτυρα στο βωμό της φιλοξενίας. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να καταλήξει μια συνάντηση σε καταστροφή (ο Μπενχαμίν επιτίθεται σε όλο τον κόσμο με αυστηρότητα στρατιωτικού και μετά διαμαρτύρεται: «Δεν σηκώνετε αστεία!», η Σότσιτλ επαναλαμβάνει την ατέρμονη ανάλυσή της περί των εσωτερικών εκλογών στο Κόμμα της Δημοκρατικής Επανάστασης, η Κοντσίτα πιάνει την κιθάρα και απειλεί ότι θα τραγουδήσει ένα κομμάτι της Τσαμπούκα Γκράντα)· όπως και να ’χει πάντως, όσο ανυπόφορη και αν είναι η κατάσταση, το μόνο που σκέφτεται ο οικοδεσπότης είναι να την παρατείνει.
Την επομένη, σχολιάζει: «Οι Χιμένες έμειναν μέχρι τις πέντε τα ξημερώματα!». Αδιάφορο αν αυτό ήταν επιθυμητό. Η επιτυχία της γιορτής κρίνεται από τη διάρκειά της. Οι σύντομοι ευφυείς διαξιφισμοί έχουν πιο μικρή αξία από το παρατεταμένο θέατρο παρανοήσεων εκείνων που δεν ξέρουν πώς να φύγουν από ’κει. 
          Είναι προσβολή να εγκαταλείψετε ξαφνικά ένα ξένο σπίτι. Ο καλεσμένος οφείλει να βάλει τα δυνατά του για να μη δείξει πως θέλει να αποδράσει. Για παράδειγμα, βολεύει να φτάσετε με κάποια δικαιολογία που να προετοιμάζει την αποχώρησή σου. Το πρόσχημα του άρρωστου παιδιού είναι το πλέον συνηθισμένο, αν και έχει αποδειχτεί πως από τις τόσες και τόσες φανταστικές ασθένειες, τα παιδιά στο τέλος αρρωσταίνουν πραγματικά.
          Από την άλλη δεν ωφελεί σε τίποτα να επινοήσετε κάποια επείγουσα υποχρέωση για το επόμενο πρωί. Διατρέχετε έτσι τον κίνδυνο να παρατείνετε τη μάζωξη ως την ώρα του πρωινού: «Έλα τώρα, πας κατευθείαν από εδώ στη δουλειά σου!». Το καλύτερο τέχνασμα είναι να προσποιηθείτε πως έχετε κάποιο πρόβλημα αόριστο, περίπλοκο και κάπως ταπεινωτικό: «Αφήσαμε τα παιδιά με τη Χουανίτα, την ξαδέλφη μου που επιχείρησε να αυτοκτονήσει. Το κάναμε για να ξαναβρεί την αυτοπεποίθησή της, αλλά η αλήθεια είναι πως με τρομάζει πολύ που τα παιδιά μου είναι μαζί της».
Μια ιστορία αυτού του είδους προκαλεί αρκετή ανησυχία, έτσι ώστε η  δυσαρέσκεια για το γεγονός ότι φεύγετε νωρίς να μετατραπεί σε συμπόνια επειδή πηγαίνετε εκεί όπου η Χουανίτα προσέχει τα παιδιά.                                 
Βεβαίως, αν έχετε αποφασίσει να αποχωρήσετε, δεν είναι σωστό να σηκωθείτε χωρίς πολλές-πολλές διατυπώσεις, τινάζοντας μόνο τα ψίχουλα από το σακάκι. Όταν το ζευγάρι ή οι φίλοι που έφτασαν μαζί ανταλλάσσουν τις ματιές εκείνες που στα μυθιστορήματα ονομάζονται «συνενοχής», αλλά στην πραγματικότητα είναι γεμάτες αγωνία, ο πιο ευφραδής της παρέας πρέπει να θέσει σε κίνηση το αργό πρωτόκολλο του αποχαιρετισμού.
Βρισκόμαστε ενώπιον ενός μακρόσυρτου λογοτεχνικού είδους, που αποστρέφεται το σαφές και το ξεκάθαρο, και κυριαρχείται από μπαρόκ υπαινιγμούς.
Τα βήματα για να φύγουμε χωρίς περαιτέρω επικρίσεις από ένα φιλόξενο σπίτι είναι τα ακόλουθα: 1) εγκωμιάζουμε το φαγητό και υπενθυμίζουμε ότι παραφάγαμε, πράγμα ανήκουστο μετά την πρόσφατη αμοιβάδωσή μας, 2) επιδοκιμάζουμε καιροσκοπικά την πιο ενοχλητική τοποθέτηση του οικοδεσπότη («πολύ διαφωτιστικό αυτό που είπες για τον Χίτλερ», 3) επιμένουμε ότι το σπίτι μας είναι πολύ μακριά, 4) (στην περίπτωση που μένουμε κοντά) αναφέρουμε τα προβλήματα του αυτοκινήτου που θέτουν σε κίνδυνο την επιστροφή μας, 5) λέμε: «Το ξενυχτήσαμε» (ό,τι ώρα και να ’ναι), 6) προτείνουμε μια νέα συνάντηση τόσο σύντομα ώστε η αναχώρησή μας να φανεί ως ανακουφιστικό διάλειμμα, 7) προσθέτουμε μια σοκαριστική λεπτομέρεια σχετικά με τη Χουανίτα. Αυτό είναι το βασικό πλάνο προκειμένου να απογοητεύσουμε τους φίλους μας με ευγενικό τρόπο. Φεύγουμε χωρίς την επίτευξη συναίνεσης, αλλά με την τιμή μας ακέραιη.
Η προσφυγή σε κάποιες δικαιολογίες μπορεί να διευκολύνει ή να καταστρέψει την αποχώρηση. Για παράδειγμα, να προσποιηθούμε κάποια ξαφνική αδιαθεσία (που ποτέ δεν έχει σχέση με το μενού) ή να ενσπείρουμε τη διχογνωμία στους οικοδεσπότες. Για το τελευταίο απαιτείται συνωμοτική δεξιότητα. Πλησιάζετε ξαφνικά το φίλο του οποίου η γενναιόδωρη φιλοξενία μοιάζει τόσο με κατ' οίκον περιορισμό και του λέτε στο αυτί: «αύριο θα βρεθούμε στη σάουνα και θα σου πω για την Τσάτα». Προφανώς, αυτή η συνενοχή εξαρτάται από το ενδιαφέρουσα που παρουσιάζει η Τσάτα. Αν ο οικοδεσπότης έχει ανάγκη αυτή την πληροφόρηση, θα κάνει τις διαμαρτυρίες της γυναίκας του να σιγήσουν, λες και είναι ψαλμωδίες σε μια εκτός τόπου μουσουλμανική λιτανεία.
Μετά από τρία τέταρτα της ώρας αφιερωμένα στην δημιουργία συναίνεσης, πλακώνουν οι αγκαλιές, σαν κι εκείνες στην αποβάθρα του τρένου ή στο αεροδρόμιο, τόσο μακρόσυρτες, που θα έπρεπε να δίνουν μπόνους μίλια προκειμένου να επιστρέψουμε για το ξαναζεσταμένο φαΐ.
          Είμαστε, επιτέλους, ένα αιώνιο βήμα πριν την έξοδο. Η λαϊκή μούσα, ευαίσθητη πάντοτε με τους καημούς μας, μπόρεσε να συνοψίσει τη στιγμή στο κατώφλι κατά την οποία ο καλεσμένος είναι πλέον ένας εισβολέας: «Όλο φεύγεις, όλο φεύγεις αλλά ακόμα είσαι εδώ».
Ίσως γιατί οι Μεξικανοί, πάντα ασυνεπείς στην ώρα μας, να έχουμε μετατρέψει την αρμένικη βίζιτα σε  αρετή. Άπαξ και γίνει το θαύμα και έρθει ο κόσμος, δεν πρέπει να τον αφήσουμε να φύγει.
          Ο τέλειος καλεσμένος οφείλει να είναι πρόθυμος να αλλάξει ζώνη ώρας στο σαλόνι των φίλων του. Στις 3 π.μ. δέχεται ένα χωνευτικό και στις τέσσερις μια τηγανητή μεξικάνικη τορτίγια συνοδευμένη από έναν απροσδιόριστο πουρέ. Όταν οι οικοδεσπότες αποκοιμηθούν στο σαλόνι, κουλουριασμένοι σε στάσεις που θυμίζουν τους ενταφιαζόμενους σε πιθάρια νεκρούς Σαποτέκας, γράψτε ένα σημείωμα ζητώντας συγγνώμη που τους κρατήσατε τόσες ώρες ξάγρυπνους. Την επόμενη μέρα θα σας μιλήσουν ταπεινωμένοι από τις ενοχές: «Ούτε αντίο δεν είπαμε!» Στις μαζώξεις που προσβλέπουν στην αιωνιότητα, ο πιο ευγενικός σβήνει το φως.

(Από τη συλλογή διηγημάτων του συγγραφέα με τον τίτλο ¿Hay vida en la Tierra? [Υπάρχει ζωή στη Γη;], πρώτη έκδοση 2012, εκδ. Almadía, Πόλη του Μεξικού, 2016)


Η μετάφραση του διηγήματος εκπονήθηκε σε Εργαστήριο Συλλογικής Μετάφρασης του Κέντρου Ισπανικής, Πορτογαλικής και Καταλανικής Γλώσσας ABANICO με τη συμμετοχή των: Ανθούλας Βασιλείου, Αλεξάνδρας Γκολφινοπούλου, Ασπασίας Καμπύλη, Εύης Κύρλεση,  Μαρίας Μαλακάτα, Νίκου Μανουσάκη, Μαρίας-Σοφίας Μαρκεσίνη, Σοφίας Φερτάκη.

Συντόνισαν οι Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και Νίκος Πρατσίνης.

Ήταν παρών και συνέβαλε ο συγγραφέας. Οι συμμετέχοντες και οι συντονιστές τον ευχαριστούν θερμά.



Σάββατο 24 Ιουνίου 2017

Σκαρώνοντας ιστορίες

Τρίτη, 4 Ιουλίου 2017, στις 20:30

«Σκαρώνοντας Ιστορίες»

Με αφορμή την έκδοση από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης (σειρά Αρθούρος) των βιβλίων Σπιράλ ιστορίες και Η ιστορία των βρώσιμων βιβλίων και άλλα διηγήματα

σας καλούμε σε μια παρουσίαση-συζήτηση περί ιστοριών και άλλων επικίνδυνων πραγμάτων

Μιλούν: Μιχάλης Μητσός, Βασίλειος Τσεκούρας, Λητώ Παλαιολόγου-Σοφού και Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Guest star: Συμεών Τσακίρης

στο POEMS&CRIMES των Εκδόσεων Γαβριηλίδης

Αγίας Ειρήνης 17 (Μοναστηράκι), τηλ. 210-3228839





Πέμπτη 22 Ιουνίου 2017

Traducción grupal de «Angloamérica» de Mercedes Cebrián

Atenas, 15 de junio de 2017
Traducción grupal de «Angloamérica» de Mercedes Cebrián
Coordinadores: Konstantinos Paleologos, Nikos Pratsinis
Equipo traductor: Alexandra Golfinopulu, Aspasía Kambili, Dina Kiose, Evi Kirlesi, Eva Papaioanu, María Zaguili

ANGLOAMÉRICA

1)
Abrir es comprender: por dentro
es el pistacho verde y la pipa de girasol color marfil;
en el cine de verano, el chasquido de abrirla
con los dientes era nuestro concepto
de trabajo de campo. La idea de futuro la aprendí
en la época que llamamos infancia,
pero en versión doblada al castellano.

Americanos, si os abro la cabeza, ¿seguiréis siendo
tan afables conmigo? Yo soy la que os corrige los pronombres
de nueve a diez y cuarto, sin embargo el idioma
no lo fabrico yo: el idioma no es semen
(esa palabra incómoda) lo copio de otras fuentes.
Me da el sol del idioma y me recargo
como la batería de una calculadora. 

Americanos, no me necesitáis. Me voy
caminando hacia atrás. Haré tan poco ruido
que no lo advertiréis.

2)
Noto cómo me rozan el progreso, el liderazgo, el éxito
y, sin embargo, si hubiera aquí un banquito me sentaba
a mirar, a ver pasar a gente que entra y sale
de sitios. Aquí ninguna mujer
es mi madre o mi tía, ninguna lleva una blusa envuelta
que recogió del tinte: todas tienen
mucho que hacer después, incluida yo misma
y aun así
pido disculpas por mi poca productividad: no solamente
no dejo propina en el café al que voy
sino que robo
las monedas del tarro de cristal que está junto a la caja.
Con disimulo dejo caer al fondo dos botones
de nácar. Escuchan el sonido y dicen “Thank you”.
Después, cuando los ven, esperan que algún día
aquello se convierta en divisa
de curso legal.

3)
He aquí la sonrisa que no va a ningún lado. No se dirige
a nadie pero se deja puesta en caso de emergencia.
El reloj no me dice cuántos meses
he de permanecer aquí:
está especializado en un paso del tiempo
de pequeño tamaño.
Llevo una sucursal del siglo diecinueve
en la muñeca izquierda: solo me ofrece horas,
minutos y segundos. Aquí no me da tiempo
ni a estar muerta.

Hoy va lento internet.

4)
Mal tenis de mesa; mal uso de la raqueta. La pelota
cae al suelo todo el tiempo. Frío dentro
del calor, como el helado de un restaurante chino
refrito en la sartén, frío en el interior
de lo que me vendieron como confortable: si se tratase
de un anorak de plumas podría denunciarlos
por estafa.

Cualquier cosa que toco
la encuentro pegajosa.
¿No serán mis propios dedos
los que acarrean restos de una miel obsoleta?,
me hacen ver en el marco
de la psicoterapia.
¿No era que había un podio reluciente
para los ganadores?, señalo yo
después.



ΑΓΓΛIKH ΑΜΕΡΙΚΗ

1)
Ανοίγω σημαίνει καταλαβαίνω: από μέσα
το φυστίκι είναι πράσινο και ο ηλιόσπορος στο χρώμα του ελεφαντόδοντου·
στο θερινό σινεμά, το τσικ τσικ όταν τον ανοίγαμε
με τα δόντια ήταν η ιδέα που είχαμε
για την εργασία πεδίου. Την έννοια του μέλλοντος την έμαθα
την εποχή που αποκαλούμε παιδική ηλικία,
αλλά σε εκδοχή μεταγλωτισμένη στα ισπανικά.

Αμερικάνοι, αν σας ανοίξω το κεφάλι, θα συνεχίσετε άραγε να είστε
τόσο ευγενικοί μαζί μου; Είμαι αυτή που σας διορθώνει τις αντωνυμίες
εννιά με δέκα και τέταρτο, τη γλώσσα όμως
δεν τη φτιάχνω εγώ: η γλώσσα δεν είναι σπέρμα
(αυτή η άβολη λέξη) – την αντιγράφω από άλλες πηγές.
Με βλέπει ο ήλιος της γλώσσας και επαναφορτίζομαι
σαν την μπαταρία μιας αριθμομηχανής.

Αμερικάνοι, δεν με χρειάζεστε. Φεύγω
πισωπατώντας. Θα κάνω τόσο λίγο θόρυβο
που δεν θα το καταλάβετε.

2)
Παρατηρώ πώς με αγγίζει η πρόοδος, η ηγεσία, η επιτυχία
κι όμως, αν υπήρχε εδώ ένα παγκάκι, θα καθόμουν
να κοιτάζω, να βλέπω κόσμο να μπαινοβγαίνει
σε διάφορα μέρη. Εδώ καμιά γυναίκα
δεν είναι η μητέρα μου ή η θεία μου, καμιά δεν κουβαλάει μια τυλιγμένη μπλούζα
που πήρε από το καθαριστήριο: όλες έχουν
πολλά να κάνουν μετά, όπως κι εγώ,
ακόμα κι έτσι
ζητώ συγγνώμη για τη χαμηλή παραγωγικότητά μου: όχι μόνο
δεν αφήνω φιλοδώρημα στην καφετέρια που πηγαίνω
αλλά κλέβω κιόλας
τα ψιλά από το γυάλινο βάζο που είναι δίπλα στο ταμείο.
Στα κλεφτά, αφήνω να πέσουν στο βάθος δυο κοκάλινα
κουμπιά. Ακούνε τον ήχο και λένε «Thank you».
Αργότερα, όταν τα βλέπουν, ελπίζουν πως κάποια μέρα
θα μετατραπούν σε επίσημο νόμισμα.

3)
Ορίστε το χαμόγελο που δεν οδηγεί πουθενά. Δεν απευθύνεται
σε κανέναν αλλά το φοράς για ώρα ανάγκης.
Το ρολόι δεν μου λέει πόσους μήνες
πρέπει να μείνω εδώ:
εξειδικεύεται σ’ ένα πέρασμα του χρόνου
σε μικρή κλίμακα.
Έχω ένα υποκατάστημα του δέκατου ένατου αιώνα
στον αριστερό καρπό: μου προσφέρει μονάχα ώρες,
λεπτά και δευτερόλεπτα. Δεν έχω χρόνο εδώ
ούτε πεθαμένη να ’μαι.

Σέρνεται σήμερα το ίντερνετ.

4)
Κακό πινγκ πονγκ· κακή χρήση της ρακέτας. Το μπαλάκι
πέφτει συνέχεια στο πάτωμα. Κρύο μέσα
στη ζέστη, όπως το παγωτό στα κινέζικα εστιατόρια,
σκέτη τηγανίλα, κρύο στο εσωτερικό
και μου το πούλησαν για άνετο: αν επρόκειτο
για πουπουλένιο άνορακ θα μπορούσα να τους καταγγείλω
για απάτη.

Ό,τι κι αν αγγίξω
το νιώθω να κολλάει.
Μήπως όμως τα ίδια μου τα δάχτυλα είναι
φορτωμένα με υπολείμματα από αρχαίο μέλι;,
με κάνουν να αντιληφθώ στο πλαίσιο
της ψυχοθεραπείας.
Δεν υποτίθεται ότι υπήρχε ένα αστραφτερό βάθρο
για τους νικητές;, επισημαίνω εγώ
ύστερα.


Η συλλογική μετάφραση και επιμέλεια είναι προϊόν του εργαστηρίου λογοτεχνικής μετάφρασης που διηύθυναν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και ο Νίκος Πρατσίνης, παρουσία της ποιήτριας, στο Abanico στις 15 Ιουνίου 2017. Συμμετείχαν οι Αλεξάνδρα Γκολφινοπούλου, Μαρία Ζαγγίλη, Ασπασία Καμπύλη, Ντίνα Κιοσέ, Εύη Κύρλεση, Εύα Παπαϊωάννου.


Κυριακή 18 Ιουνίου 2017

Η Θεία Τούλα στην ΕΡΤ

http://www.ert.gr/thia-toula-tou-miguel-de-unamuno-metafrazi-o-konstantinos-paleologos/



Nivola ή το αφαιρετικό ψυχόδραμα

To 1964 η Ιουλία Ιατρίδη παρουσίαζε, μέσω των Εκδόσεων των Φίλων, τον Μιγκέλ ντε Ουναμούνο στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, μεταφράζοντας μία από τις πιο διάσημες nivolas τού βάσκου συγγραφέα. Στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης, η Ιατρίδη χαράζει ένα εξαιρετικό πορτρέτο του συγγραφέα:

«Ο κάπως ατημέλητος άνθρωπος με το λεπτό, μικρό πρόσωπο, με τα στοχαστικά κι ανήσυχα μάτια που πολλοί είπαν ότι τον έκαναν να μοιάζει με κουκουβάγια, ο ιδιόρρυθμος εκπρόσωπος του ισπανικού πάθους και της τραγικής αίσθησης της ζωής, ο ξεροκέφαλος κι ανένδοτος Βάσκος, Μιγέλ ντε Ουναμούνο, γεννήθηκε στο Μπιλμπάο το 1864».

Ο «ξεροκέφαλος κι ανένδοτος Βάσκος», από τους κορυφαίους ισπανούς συγγραφείς και διανοούμενους του 20ού αιώνα, έγραψε πολύ και πολλά: μυθιστορήματα (που εκείνος αποκαλούσε «νιβόλας»), φιλοσοφικά πονήματα, ποίηση. Σε όλο το έργο του απηχεί τις αγωνίες και τα υπαρξιακά αδιέξοδα των αφαιρετικά σκιαγραφημένων (αντι)ηρώων του, και, κατ’ επέκταση, των Ισπανών συμπατριωτών του στο μεταίχμιο του 19ου με τον 20ό αιώνα, αλλά και κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου.

Τι είναι, όμως, οι nivolas; Πρόκειται για μυθιστορήματα στα οποία οι χαρακτήρες μάς παρουσιάζονται ουσιαστικά χωρίς τον περιβάλλοντα υλικό κόσμο· διαθέτουν μόνο τα συναισθήματα, τα πάθη, τα μίση και τις συμπάθειες τους. Η γραφή είναι εγκεφαλική και γυμνή από περιγραφές, γιατί ο Ουναμούνο γράφει αφηγήματα (που στην ουσία είναι αφαιρετικά ψυχοδράματα) βασιζόμενος σε ιδέες, όχι σε γεγονότα· στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων, όχι σε στοιχεία από το κοινωνικοοικονομικό τους περιβάλλον.

Μια τέτοια νιβόλα είναι η Θεία Τούλα, με πρωταγωνίστρια μια παρθένο–μητέρα που δεν έχει χάσει τη σκληρή και αμφιλεγόμενη γοητεία της εδώ και έναν αιώνα (εκδόθηκε το 1921, αλλά ο Ουναμούνο τη δούλευε τουλάχιστον επί μια 20ετία προηγουμένως). Η Χερτρούδις (όπως είναι το κανονικό όνομα της θείας Τούλα) είναι μια έντονα ερωτική γυναίκα που ξυπνά τη λαχτάρα για απόλαυση στους άντρες (άλλωστε απορρίπτει τουλάχιστον δύο προτάσεις γάμου), αλλά επιλέγει να μείνει ανέραστη και σχεδόν ανέγγιχτη (υπάρχει μία και μόνο στιγμή «αδυναμίας», ένα ερωτικό (;) φιλί με τον κουνιάδο της λίγο πριν εκείνος πεθάνει), παρά την έντονη επιθυμία της να γίνει μητέρα. Την επιθυμία αυτή η Τούλα θα την ικανοποιήσει εκμεταλλευόμενη τη μητρότητα δύο άλλων γυναικών, της αδελφής της και της υπηρέτριας του σπιτιού. Τα υπόλοιπα επί της… σελίδας.

Η μετάφραση που παρουσιάζουν οι Εκδόσεις Gutenberg βασίζεται στην εγκυρότερη εκδοχή της εν λόγω νιβόλας, εκείνη της κλασικής (μαύρης) σειράς Letras Hispánicas των εκδόσεων Cátedra, και συμπεριλαμβάνει το πολύ κατατοπιστικό και εκτενές δοκίμιο του Carlos A. Longhurst (του Πανεπιστημίου του Exeter) σχετικά με τη σύλληψη της ιδέας της θείας Τούλα και της σταδιακής ωρίμανσής της.

Στις 21 Οκτωβρίου του 1936, ο Νίκος Καζαντζάκης διασχίζει το κατώφλι του σπιτιού του έγκλειστου, λόγω των διαφωνιών του με τους φασίστες του Φράνκο (με τους οποίους αρχικά είχε συνεργαστεί), συγγραφέα. Βλέπει έναν άνδρα με βήμα «κουρασμένο, σουρτό, γεροντίστικο». Ο καταβεβλημένος Ουναμούνο δεν θα βρει άλλη ευκαιρία να ανοίξει την καρδιά του και, σαν να είχε συνείδηση αυτού του γεγονότος, αφήνει μπροστά στον Καζαντζάκη να ξεχυθεί όλη η απελπισία, η αβάσταχτη πίκρα, αλλά και οι τύψεις του για την αρχική συνεργασία του με τους στασιαστές: «Δεν έγινα, και μην ακούτε, δεξιός, δεν πρόδωκα την ελευθερία! […] Δεν είμαι φασιστής μήτε μπολσεβίκος. Είμαι μόνος!».

Ο δημιουργός της πιο αμφιλεγόμενης, παράδοξης και πολύπλοκης γυναικείας φιγούρας των ισπανικών γραμμάτων του 20ού αιώνα θα σβήσει «μόνος» 70 ημέρες αργότερα, στις 31 Δεκεμβρίου. Δεν άντεχε να δει το ξημέρωμα μιας νέας αδελφοκτόνου χρονιάς.

Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

Η θεία Τούλα [La tía Tula] του Μιγκέλ ντε Ουναμούνο, ένα «από τα 100 καλύτερα βιβλία που γράφτηκαν στα ισπανικά», όπως σημειώνει η El Mundo, κυκλοφορεί, σε μετάφραση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, από τις Εκδόσεις Gutenberg (σελ.: 262, τιμή: 14,00 €).

Ο Μιγκέλ ντε Ουναμούνο (Μπιλμπάο, 1864 – Σαλαμάνκα, 1936) είναι, όπως γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης, «η πιο παλλόμενη και πιστή προσωποποίηση του αιώνιου Δον Κιχώτη». Από τους σημαντικότερους και γνωστότερους Ισπανούς μυθιστοριογράφους, ποιητές, θεατρικούς συγγραφείς και φιλοσόφους σπούδασε στην Φιλοσοφική Σχολή της Μαδρίτης και το 1891 έγινε Καθηγητής των Ελληνικών, και μετά Πρύτανης, στο Πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκα. Το 1914 απολύθηκε από τη θέση του, εξαιτίας της αντίθεσής του προς τη συντηρητική κυβερνητική πολιτική, αφενός, και των αμφιβολιών του σχετικά με τον βαθιά ριζωμένο στην Ισπανία καθολικισμό, αφετέρου, που εξέφραζε με τα έργα του. Το 1923 το δικτατορικό καθεστώς του Πρίμο ντε Ριμπέρα τον εξόρισε στις Κανάριες Νήσους, απ’ όπου διέφυγε στη Γαλλία, όπου έμεινε μέχρι την πτώση της δικτατορίας του Ριμπέρα, το 1930, για να επιστρέψει μετά στο Πανεπιστήμιο. Ανήκει στη λεγόμενη Γενιά του 1898, μαζί με τους Αντόνιο Ματσάδο, Αθορίν, Πίο Μπαρόχα, Βάγε-Ινκλάν.


Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ιταλικής Φιλολογίας του ΑΠΘ στο γνωστικό αντικείμενο: Εφαρμοσμένη Μεταφρασεολογία, και ειδικό αντικείμενο: Ισπανική Λογοτεχνία. Διδάσκει επίσης Ισπανική Λογοτεχνία στο ΕΑΠ. Έχει μεταφράσει από τα ισπανικά στα ελληνικά έργα των Μ. ντε Ουναμούνο, Ε. Σάμπατο, Μ. Αλτολαγκίρε, Ι. Αλδεκόα, Μ. Βάθκεθ Μονταλμπάν, Χ. Γιαμαθάρες, Ρ. Τσίρμπες, Χ. Αγέστα, Λ. Μ. Πανέρο, Α. Γκαμονέδα μεταξύ άλλων. Έχει συγγράψει το ελληνοϊσπανικό και ισπανοελληνικό Γλωσσάριο αθλητικών όρων (Εκδόσεις Πατάκης, 2007), την ανθολογία ισπανόφωνου μικροδιηγήματος Mini71cuentos (Εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη, 2012) και την (Α)πειθαρχία των λέξεων. Κείμενα για τη λογοτεχνική μετάφραση και την ισπανόφωνη λογοτεχνία (Εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2014). 

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ, ΜΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Επιμέλεια: Μαρία Σφυρόερα
14 ΙΟΥΝΙΟΥ 2017

Πέμπτη 15 Ιουνίου 2017

Ο θαυμαστός αλλά αφανής κόσμος της μετάφρασης

KAΘHMEΡINH, ΒΙΒΛΙΟ 


της ΓΙΩΤΑΣ ΜΥΡΤΣΙΩΤΗ
Ποιοι είναι οι άνθρωποι πίσω από τις μεταφράσεις, ειδικά για τη χώρα μας, όπου περίπου τα μισά λογοτεχνικά βιβλία είναι μεταφρασμένα;
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
«Μεταφράστρια; Α, κι ο γιος μου έχει το Lower!» άκουγα επανειλημμένως σε τόνο φιλικό, ενθαρρυντικό και σχεδόν συνωμοτικό πριν από 30 χρόνια, όταν δήλωνα «μεταφράστρια». Για την Ανθή Βηδενμάιερ, επίκουρη καθηγήτρια του τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ, η γενικότερη αντίληψη που επικρατεί ακόμη και σήμερα γύρω από τη Μεταφρασεολογία δεν είναι περίεργη. Ο θαυμαστός κόσμος της μετάφρασης παραμένει άγνωστος, αφανής.
Ποιοι είναι οι άνθρωποι που κρύβονται πίσω από τις λέξεις της μετάφρασης, ειδικά για τη χώρα μας, όπου περίπου τα μισά λογοτεχνικά βιβλία είναι μεταφρασμένα, με το 60% αυτών αγγλόφωνα, και τα υπόλοιπα γαλλικά και γαλλόφωνα, ισπανόφωνα, ιταλικά και γερμανικά; Τον μηχανισμό της μεταφραστικής εκδοτικής παραγωγής –μιας παραμέτρου που δεν εντάσσεται στην εθνική πολιτική του βιβλίου– επιχείρησε να ξεδιπλώσει το 2ο Φεστιβάλ Μετάφρασης που διοργάνωσαν μεταφραστικές ενώσεις και πανεπιστημιακά τμήματα στο πλαίσιο της 14ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης.
Σταχυολογώντας στοιχεία από τις ποικίλες εκδηλώσεις-συζητήσεις, προκύπτει ότι από την παγκόσμια εκδοτική πίτα η ελληνική σύγχρονη λογοτεχνία κατέχει ψίχουλα. Εξαίρεση αποτελεί το έργο του Καζαντζάκη που μετράει 580 εκδόσεις και επανεκδόσεις σε 50 γλώσσες και γλωσσικά ιδιώματα, με δημοφιλέστερο τον «Ζορμπά», ο οποίος, μόνο στη Γερμανία, πούλησε ένα εκατομμύριο αντίτυπα. Από την περιοχή των Βαλκανίων, τέσσερις συγγραφείς είναι οι πιο μεταφρασμένοι στον κόσμο: οι Νίκος Καζαντζάκης, Ισμαήλ Κανταρέ, Ίβο Άντριτς και Ορχάν Παμούκ. Η παγκοσμιοποίηση έχει επιταχύνει τον ρυθμό και τον όγκο των μεταφράσεων, ωστόσο στη μεταφραστική αγορά τα αγγλικά κατέχουν τη μερίδα του λέοντος και με μεγάλη απόσταση από τις άλλες ισχυρές γλώσσες (γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά). Οι ασθενείς γλώσσες μεταφράζονται όλο και λιγότερο, ωστόσο τα τελευταία χρόνια χώρες μη αγγλόφωνες, σε αντίθεση με την Ελλάδα, επιδοτούν μεταφράσεις έργων τους στο εξωτερικό. Μερικές από αυτές είναι η Νορβηγία, η Σουηδία, η Δανία, ενώ δυναμικά εμφανίζονται η Αργεντινή, η Ουρουγουάη, η Βραζιλία, το Μεξικό, ακόμη και η Καταλωνία, που απειλούν την πρωτοκαθεδρία της ισπανικής λογοτεχνίας. Η νεοελληνική λογοτεχνία απουσιάζει ακόμη και από τις γειτονικές χώρες, με εξαίρεση την Αλβανία, όπως ανέφερε ο Σταύρος Ντάγιος, διευθυντής των εκδόσεων Literatus, «έχουν μεταφραστεί σχεδόν όλος ο πεζός λόγος του Καζαντζάκη και 130 τίτλοι διαφόρων σύγχρονων συγγραφέων».

Πολλοί και καλοί
Η εκτίμηση είναι ότι στη χώρα μας υπάρχουν καλοί και πολλοί μεταφραστές που ακολουθούν τη φόρμα και το περιεχόμενο. Η εκμάθηση πολλών ξένων γλωσσών, οι πανεπιστημιακού επιπέδου σπουδές, η πληθώρα λεξικών και κυρίως το Διαδίκτυο παρέχουν σήμερα ισχυρά μεταφραστικά εργαλεία. «Όταν μετέφραζα ένα περουβιανό λογοτεχνικό κείμενο και αναζητούσα πληροφορίες για ένα συγκεκριμένο εστιατόριο, μέσω του Ίντερνετ πήγα κατευθείαν στην πηγή. Είχα σε δευτερόλεπτα τη διεύθυνση, το μενού και λεπτομέρειες για την τοπική κουζίνα», αναφέρει στην «Κ» ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, αναπληρωτής καθηγητής Εφαρμοσμένης Μεταφρασεολογίας του τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ. Στις μεταφράσεις, εξηγεί, βλέπουμε τη σχέση μας με το ξένο σε κάθε εποχή. Στο παρελθόν, ο Θερβάντες υπήρχε στη βιβλιογραφία ως Μιχαήλ Κερβάντες· η ισπανική παέλια και η σαγκρία ήταν άγνωστες. Τον 19ο αιώνα στα παιδικά και εφηβικά βιβλία που κυκλοφορούσαν στη χώρα μας, μεταφρασμένα από γερμανικές εκδόσεις, η Ούρσουλα «βαφτιζόταν» στα ελληνικά Σουλτάνα, το ξινό λάχανο μετατρεπόταν σε τυρόπιτα και ο ελληνορθόδοξος ιερέας έπαιρνε τη θέση του καθολικού. «Δεν ήταν μόνον ο “εξελληνισμός” ενός έθνους, αλλά αφορούσε την εξοικείωσή μας με το ξένο. Σήμερα αυτά έχουν ξεπεραστεί, το τοπικό είναι παγκόσμιο, τα ακούσματα οικεία».
Πέρα από την οικειοποίηση, υπάρχει και η παραποίηση. Παραλείψεις, αλλαγές και αλλοιώσεις στα μεταφρασμένα έργα δεν παρατηρούνται μόνο σε συγκεκριμένες χώρες που επηρεάζονται από τα πολιτικά καθεστώτα, όπως στη γειτονική Τουρκία. Συμβαίνουν ακόμα και στις δημοκρατικές κοινωνίες. Ας μη πάμε μακριά. Από την ελληνική μετάφραση «Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι» (1995) του Λουί Μπερνιέρ, αναφέρει η κ. Βηδενμάιερ, έχουν απαλειφθεί όσα θα μπορούσαν ενδεχομένως να ενοχλήσουν τον Ελληνα αναγνώστη, τις απόψεις δηλαδή του συγγραφέα για την Εθνική Αντίσταση. «Αν αυτό συμβαίνει σήμερα (1995) στην Ελλάδα, σε μια εποχή που η τεχνολογία μάς έχει δώσει πρωτοφανή πρόσβαση σε πρωτότυπα κείμενα», όπως επισημαίνει, «τότε τι μπορεί να συμβαίνει με τόσες άλλες καθημερινές ανώνυμες μεταφράσεις που κυκλοφορούν και διαμορφώνουν τη σκέψη μας;»
Έντυπη

Κυριακή 11 Ιουνίου 2017

Ο Juan Villoro στο 9ο Festival LEA

Γνωρίζετε τον Χουάν Βιγιόρο;
Ο Juan Villoro (γενν. το 1956) είναι διακεκριμένος και πολύ πρωτότυπος μεξικανός πεζογράφος, δημοσιογράφος και στοχαστής, με ένα πλήθος ενδιαφερόντων και ενασχολήσεων, από το ποδόσφαιρο μέχρι το ροκ και την ταξιδιωτική λογοτεχνία. Βρίσκεται στη χώρα μας με αφορμή την έκδοση δύο βιβλίων του –μιας συλλογής διηγημάτων και ενός μυθιστορήματος– προσκεκλημένος του Φεστιβάλ ΛΕΑ.
Θα έχετε την ευκαιρία να τον δείτε και να τον ακούσετε πίνοντας τον καφέ σας στο Books Plus, στις 13/6 στις 12.00 (Φεστιβάλ ΛΕΑ 2017), όπου θα συνομιλήσει ενώπιον του κοινού με τον κολομβιανό συγγραφέα Αμπάντ Φασιολίνσε και τη μεταφράστρια Ντιάνα Μπόμπολου.
Θα έχετε επίσης την ευκαιρία να τον (ξανα)δείτε και να τον (ξαν)ακούσετε στη Στοά του Βιβλίου, στις 14/6 στις 20.30 (Φεστιβάλ ΛΕΑ 2017), όπου θα συνομιλήσει με τον μεταφραστή Νίκο Πρατσίνη για τα βιβλία του που εκδόθηκαν στα ελληνικά, για τη λογοτεχνική δημιουργία, για τον ψηφιακό κόσμο και αρνητικά του.
Στο μεταξύ, και μέχρι να αγοράσετε τα βιβλία του, μπορείτε να πάρετε μια  «πρόγευση» της γραφής του από το διήγημά του που ακολουθεί. Ένα διήγημα που βοηθά να καταλάβουμε πόσο κοντά μας, κατά βάθος, βρίσκεται το μακρινό Μεξικό. Όμως, μη σας παρασύρει ο τίτλος του: αν όντως επιθυμείτε να δείτε και να ακούσετε τον Χουάν Βιγιόρο στις 13/6 ή/και στις 14/6, καλείστε να μην έρθετε καθυστερημένοι.




Καλείστε να έρθετε καθυστερημένοι
του Juan Villoro
Έχω την εντύπωση ότι οι Μεξικάνοι δυσκολευόμαστε να φτάσουμε όχι μόνο στη δημοκρατία αλλά και παντού. Πώς να κάνουμε δική μας μια περίπλοκη φάση της ιστορίας αφού μόνον ως εκ θαύματος καταφθάνουμε όπου μας προσκαλούν; Κάθε δεύτερη Παρασκευή, με την πληρωμή, το σπίτι του καλύτερού μας φίλου μετατρέπεται στον Πύργο του Κάφκα, ένα συνεχώς μετατιθέμενο στόχο λόγω κυκλοφοριακής συμφόρησης και της πατροπαράδοτης συνήθειας να ανακαλύπτουμε δουλειές υψίστης σημασίας όταν αλλού μας περιμένουν.
Αν ήταν όλοι εξίσου ασυνεπείς, η μάζωξη θα ξεκινούσε στις έντεκα, εντούτοις, καθώς ποτέ δε λείπουν οι  ψυχαναγκαστικοί που πήγαιναν στη Γερμανική Σχολή ή στις Καλόγριες, όλο και κάποιος θα βρεθεί να χτυπήσει το κουδούνι στις εννέα.
«Δεν έχει έρθει κανείς ακόμα; Κρίμα! Μου είχαν πει “στις εννέα” και έφυγα από το Σατέλιτε στις εφτά!».
Ο πρώτος συνδαιτυμόνας σχεδιάζει την επίσκεψη σαν να είναι εκστρατεία και είναι αυτός που φέρνει τα καλύτερα ποτά. Η συνέπειά του και τα δώρα του έχουν κάτι το προσβλητικό: η γυναίκα σου δεν έχει ακόμα βγάλει την πράσινη μάσκα ομορφιάς και τα κρασιά σου είναι χειρότερα. Όπως και να έχει, προσποιείσαι ότι είναι θαυμάσιο που τον έχεις στο σπίτι πριν ετοιμαστούν τα ορεκτικά.
Ο παρείσακτος (χρειάζονται μία ώρα και δύο ποτά για να νομιμοποιηθεί ως καλεσμένος) έχει πέσει στην παγίδα που ενδόμυχα λαχταρούσε και που θα του επιτρέψει να φαντάζεται διάφορα σχετικά με την καθυστέρηση των υπολοίπων και τις ανεξιχνίαστες προσωπικότητές τους, που τους κάνουν τόσο αξιαγάπητους και τους εμποδίζουν να έρχονται στην ώρα τους. Επί μία ώρα ο «πρώτος» ή η «πρώτη» (σπάνια οι ανυπόμονοι φθάνουν δυο-δυο) υποβάλλεται σε αυτό που ο φίλος μου ο Χάιμε αποκαλεί «το δείπνο του χιμπαντζή». Ενόσω η οικοδέσποινα βγάζει τη μάσκα στο μπάνιο, ο οικοδεσπότης περιποιείται δεόντως τον φιλοξενούμενο, δηλαδή του προσφέρει μια γαβάθα με καρύδια κουκούι και φιστίκια (δεν υπάρχει πια χρόνος για τις σταφίδες τυλιγμένες με χαμόν που σκεφτόσουν να σερβίρεις). Στη συνέχεια, ο καλεσμένος που βιάστηκε να ’ρθει δείχνει κατανόηση για την καθυστέρηση των Χιμένεθ, που μένουν λίγο παρακάτω («πού να ’βλεπες τι κίνηση είχε στο Σατέλιτε») και, από φιστίκι σε φιστίκι, πετάει ερωτήσεις που σε άλλη περίπτωση θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι σπέρνουν ζιζάνια, αλλά στην προκειμένη υπαγορεύονται από το δικαιολογημένο μπούχτισμά του εν αναμονή των υπολοίπων: «Έχεις προσέξει πόσο πίνει ο Τσάτσο;», «Είναι αλήθεια ότι η Λουκρέσια έκανε πλαστική στήθους;»
         Κι όταν ο Τσάτσο φτάνει στη μάζωξη και ζητά ένα «ουισκάκι», όλοι τον αντιμετωπίζουμε σαν να είναι αμετανόητος μεθύστακας, ενώ ο οικοδεσπότης υποδέχεται τη Λουκρέσια με την αβρότητα που επιδεικνύει κάποιος που σε βοηθά να βγάλεις ένα παλτό από βιζόν (τα χέρια στους ώμους, το βλέμμα προσηλωμένο στα κουμπιά), με τη διαφορά πως εκείνη δεν φορά παλτό, αλλά ένα φόρεμα με ντεκολτέ που της πηγαίνει το ίδιο καλά όπως πάντα, τώρα όμως φαντάζει ύποπτο. Μέχρι στιγμής, ο πρώτος καλεσμένος έχει ήδη φάει μισό κιλό καρύδια και το μόνο που θέλει είναι να επιστρέψει στο μακρινό Σατέλιτε, μπας και η διαδρομή τον βοηθήσει να χωνέψει  το δείπνο του πιθηκάνθρωπου. 
Αλλά ο Χούλιο δεν έχει φτάσει. Μια ζωή τα ίδια. Έχει κάνει τρεις γάμους χωρίς κανείς να του έχει επιβάλει να είναι συνεπής. Η ομιχλώδης εργασία του ως σύμβουλος του Υφυπουργού Ζαντών και Μπουλονιών τού χρησιμεύει για να φτάνει αργά παντού: «Δεν μπορώ να φύγω όσο είναι αναμμένο το φως του γραφείου του». Απ’ αυτόν τον απροσδιόριστο φάρο εξαρτάται ο ερχομός του κοντά μας. Όταν επιτέλους χτυπάει το κουδούνι, εκεί γύρω στις έντεκα, η τρίτη σύζυγός του ακτινοβολεί από ομορφιά και αυτός… σκέτη φρεσκαδούρα. Αντίθετα, ο εναρκτήριος καλεσμένος είναι στο πέμπτο ποτό (πράγμα που υποδηλώνει ότι το σχόλιό του για τον Τσάτσο ήταν μια εξομολόγηση) και όλοι υποφέρουμε από στομαχικές διαταραχές ποικίλου διαμετρήματος. Τελικά, φθάνει η μεγάλη στιγμή και η οικοδέσποινα ρωτάει: «Να περάσουμε στο τραπέζι;» Καθώς σηκώνεσαι όρθιος, ανακαλύπτεις ότι αυτό το μεσκάλ ήταν πολύ βαρύ.
Ο Χούλιο δεν έχει τελειώσει τις χαιρετούρες όταν ήδη βρίσκεται στην κεφαλή του τραπεζιού, μη κρύβοντας ότι πεινάει σαν λύκος· είναι ο μοναδικός που τρώει δύο φορές από το παχύρρευστο πιπιάν το οποίο, για μεταφυσικούς λόγους, θεωρείται σωστό να σερβίρεται τα μεσάνυχτα. Καθώς αγνοεί τις ζοφερές εικασίες που είχαν γίνει κατά την απουσία του, μιλά για τρία θέματα ταυτόχρονα, αιφνιδιάζει με τις αναπάντεχες προπόσεις του και απευθύνει ερωτικά κομπλιμέντα στη σύζυγό του, η οποία βρίσκεται στην άλλη άκρη του τραπεζιού.     
Σύμφωνα με την σειρά άφιξης το δείπνο προσφέρει ένα παράδειγμα της εξέλιξης των ειδών: από τα μουγκρητά του ανθρωποειδούς μέχρι την ευφράδεια του φαλακρού. Ο Χούλιο έχει τέτοιο κέφι για όλα, που αρχίζουμε να αναρωτιόμαστε για τους λόγους της ευδαιμονίας του. Η χώρα πηγαίνει κατά διαόλου, στους δρόμους κυριαρχούν οι συμμορίες, η φαλάκρα τον κάνει πιο γέρο, ένα από τα παιδιά του έχει λαγώχειλο και αυτός σερβίρεται λίγο ακόμα από το πιπιάν! Μήπως παίρνει κόκα; Όχι, κόβει την όρεξη. Μήπως τον διεγείρει η πολιτική; Με τίποτα. Είναι ένας άθλιος παρατρεχάμενος ενός αξιολησμόνητου τεχνοκράτη. Μήπως οι αλλαγές συζύγου τού χαρίζουν μιαν άγρια ενεργητικότητα; Το αντίθετο, πληρώνει για πέντε ιδιωτικά, για δύο διατροφές και για ένα πανεπιστημιακό πτυχίο (η τρίτη του σύζυγος σπουδάζει κάτι πανάκριβο υπό τον τίτλο «Ανωτάτη  Φιλοσοφία»). Ο κοινωνικός θρίαμβος του τελευταίου καλεσμένου οφείλεται σε άλλη αιτία. Ο Χούλιο είναι ευτυχής, λες και έχει μετοικήσει στο σώμα του μια ψυχή με καλύτερο πεπρωμένο, επειδή φρόντισε να φτάσει αργά.
Ζούμε σε μια χώρα όπου ό,τι αξίζει τον κόπο αναβάλλεται. Ενόσω δεν αποτελούμε παγκόσμια δύναμη, πρέπει να ρυθμίζουμε την ατζέντα μας με χρονοκαθυστέρηση. Την επόμενη φορά που θα σε καλέσουν σε δείπνο, μη φτάσεις πριν τις έντεκα.

(Από τη συλλογή διηγημάτων του συγγραφέα με τον τίτλο  «Υπάρχει ζωή στη Γη;», πρώτη έκδοση 2012, εκδ. Almadía, Πόλη του Μεξικού, 2016)

Η μετάφραση του διηγήματος εκπονήθηκε συλλογικά στα πλαίσια  σεμιναρίου του Κέντρου Γλωσσών και πολιτισμών της Ιβηρικής και της Λ. Αμερικής ABANICO με τη συμμετοχή των:

Ανθούλας Βασιλείου, Αλεξάνδρας Γκολφινοπούλου, Ασπασίας Καμπύλη, Εύης Κύρλεση, Eduardo Lucena, Μαρίας Μαλακάτα, Νίκου Μανουσάκη, Μαρίας-Σοφίας Μαρκεσίνη, Σοφίας Φερτάκη, και του Νίκου Πρατσίνη ως συντονιστή