Lisandro Meza
La miseria
humana
Una
noche de misterio
Estando
el mundo dormido
Buscando
un amor perdido
Pase
por el cementerio
Desde
el azul hemisferio
La
luna su luz ponía
Sobre
la muralla fría
De
la necrópolis santa
En
donde a los muertos canta
El
búho su triste elegía
La
luna y sus limpideces
A
las tumbas ofrecía
Y
pulsaba en la luz fría
El
arpa de los cipreses
Con
aquella logubreses
De mi corazón hermana
Y
me inspiraron con gana
Interrogar
a la parca
Entré a la glacial comarca
De
las miserias humanas
Acompañado de incienso
Los
difuntos visité
Y
en cada tumba dejé
Una lágrima y un verso
¿Estaba
allí de perverso
Entre seres no ofensivos?
¿Fui
a perturbar los cautivos
De
los sepulcros desiertos?
Me
fui a buscar a los muertos
Por
tener miedo a los vivos
La
noche estaba muy bella
Y
el aire muy sonoro
Y
en una dalia de oro
Semejaba
cada estrella
Y
la brisa sin querella
Por
ser voluble y ser vana
En
esta mansión arcana
Corría llena de embeleso
Dejando
sus frescos besos
En
las miserias humanas
La luna seguía brillando
En
el azul de los cielos
Y
las nubes con su velo
Sin
miedo la iban tapando
Y
en procesión pasando
Por
la inmensidad secreta
Iba
la brisa inquieta
Y
retozaba en el sauco
Que
emperlaba con su luz
Diana la novia del poeta
La
luna que diana es
En
aquella hermosa noche
Se abrió como el auro broche
Como
una flor de prendiez
Sentí
temblaban mis pies
En
tan lobregüe mansión
Y como revoltociano
Temblaba
mi corazón
Bajo
de un ciprés sombrío
Y
verde cual la esperanza
Y
con fúnebre sellanza
Estaba
un cráneo vacío
Yo
sentí pavor y frío
Al
mirar la calavera
Pareciendo
que en su esfera
Como
que se reía de mi
Y
yo de ella me reí
Viéndola
en tal miseria
Dime humana calavera
Qué se hizo la carne aquella
Que
te dio hermosura bella
Cual lirio de primavera
Que
se hizo tu cabellera
Tan frágil y tan liviana
Dorada
cual la mañana
De
la aurora el nacimiento
Que
se hizo tu pensamiento
Responde
miseria humana
Calavera
sin pasiones
Di
que se hicieron tus ojos
Con
que mates de hinojo
Alhélicos corazones
Que
represos de ilusiones
Te
amaron con soberana
Pasión
que no era villana
En
estas horas tranquilas
Di
que hiciste tus pupilas
Responde
miseria humana
Calavera
qué infeliz
Te
beso en luna de plata
Y
por qué te encuentra ñata
Si
era larga tu nariz
Donde
esta la masa gris
De
tu cerebro pensante
Donde
está el bello semblante
Y
tus mejillas rosadas
Que
a besos en noche helada
Quiso
comerse un amante
Yo
soy el cráneo de aquella
A quién le
cantaste un día
Pues
más que no merecía
Porque
no era así tan bella
Como
la primera estrella
Del
oriente el tulipán
Donde
las auroras dan
El
rocío que se deslíe
Aquí
el que de mi se ríe
De él mañana se reirán
Aquí
está la gran verdad
Que
sobre el orgullo pesa
Aquí
la gentil belleza
Es
igual a la fealdad
Aquí
acaba la maldad
Y
la bondad tan preciada
Aquí
la mujer casada
Es
igual a la soltera
Me
decía la calavera
Con
una voz apagada
Yo
escuchando aquellas cosas
Tan
llenas de horrible espanto
Salí
de aquel campo santo
Como
fugaz mariposa
La
luna llena y rabiosa
Ver
que en su lumbre fugaz
Y
la calavera audaz
Dijo
al verme correr
Aquí
tienes que volver
Y
calavera serás
>.<>.<>.<
Λισάντρο Μέσα
Η ανθρώπινη δυστυχία
Μια νύχτα γεμάτη μυστήριο
O κόσμος
όλος στον ύπνο όντας
Έναν έρωτα χαμένο αναζητώντας
Πέρασα από το κοιμητήριο
Από το μπλε της φυλακτήριο
Η σελήνη τα πάντα φωταγωγούσε
Πάνω στα τείχη ριγούσε
Της αγίας νεκρόπολης
Ενώ στους νεκρούς τραγουδούσε
Θλιβερά ο μπούφος της μεγαλόπολης.
Η σελήνη τη φωταψιά της
Στα μνήματα προσέφερε
Και το κρύο φως έπαιζε
Σαν άρπα τα κυπαρίσσια
Με την πένθιμη κοψιά της
Αδελφή της καρδιάς μου περίσσια
Και τότε θέλησα ο μετρ της αφελείας
Να πιάσω κουβέντα με τη μοίρα
Και μπήκα στην παγωμένη αλταμίρα
Της ανθρώπινης δυστυχίας
Με συντροφιά το θυμιατήρι
Προς τους νεκρούς περπάτησα
Και σε κάθε ένα τάφο άφησα
Ένα δάκρυ και ένα ψαλτήρι
Ήμουν άραγε εκεί σαν κολλητήρι
Ανάμεσα σε όντα αθώα;
Μήπως ενοχλούσα αθρόα
Την ερημία των μνημάτων;
Πήγα σε αναζήτηση των πτωμάτων
Γιατί φοβόμουν τα δίποδα ζώα;
Η νύχτα ήταν πολύ ωραία
Κι ο αέρας αντηχούσε
Και σαν χρυσό άνθος μας βλογούσε
Των άστρων η παρέα
Και το αεράκι ακμαία
Όντας ανάλαφρο και θελκτικό
Σε τούτο τον τόπο τον μυστικό
Φυσούσε αφήνοντας όλο μαγεία
Των φιλιών του την ελεγεία
Στην ανθρώπινη δυστυχία
Η σελήνη συνέχιζε να λάμπει
Στον γαλάζιο τον ουρανό
Και τα σύννεφα σαν πέπλο μελανό
Άφοβα της επέβαλαν τη θάμπη
Και στη σειρά σαν άγριο κοπάδι
Στον ουράνιο θόλο τον μυστικό
Πορευόταν του ανέμου το γινάτι
Και αναμάλλιαζε τον σαμπούκο
Που το φώτιζε στην κορυφή
Η αγαπημένη του ποιητή
Η σελήνη που ερωμένη είναι
Εκείνη την όμορφη βραδιά
Έλαμπε σαν ασημένια καρδιά
Σαν ολόγιομο άνθος πλατινέ
Κι ένιωσα τα πόδια μου να τρέμουν
Στο ζοφερό ανάκτορο
Και σαν παιδί άτακτο
Κακές σκέψεις την καρδιά μου δονούν
Κάτω από κυπαρίσσι σκούρο
Και πράσινο σαν την ελπίδα
Σαν απόκοσμη παγίδα
Ένα άδειο κρανίο ντούρο
Εγώ ένιωσα τρόμο και ρίγος
Κοιτάζοντας τη νεκροκεφαλή
Που έμοιαζε σαν παλαβή
Να γελάει μαζί μου με σφρίγος
Κι εγώ απ’ τη μεριά μου μ’ αυτή
Βλέποντας την τόσο δυστυχή
Πες μου ανθρώπινο κρανίο
Πού πήγε η σάρκα εκείνη
Που σου έδινε σαγήνη
Σαν κρίνος σε χλωρό τοπίο
Τι απέγινε η κώμη η χρυσή
Τόσο εύθραυστη και λεπτή
Λαμπρή σαν την αυγή
Του πρωινού αστεριού αναλαμπή
Τι απέγινε η σκέψη η ανδρεία
Απάντα ανθρώπινη δυστυχία
Κρανίο δίχως πάθη
Πες τι απέγιναν τα μάτια σου
Τα σαν το μάραθο μαλλιά σου
Της καρδιά τα λάθη
Πόσοι από της ψυχής τα βάθη
Σε αγάπησαν με λατρεία
Όχι με υστεροβουλία
Τώρα που φύλλο δεν κουνιέται
Πες πού το βλέμμα σου πλανιέται
Απάντα ανθρώπινη δυστυχία
Κρανίο αχ πόσο δυστυχής
Σε φιλώ υπό τη σελήνη
Μα μύτη δεν βρίσκω να ’χει μείνει
Κι ήτο μεγάλη η ευτυχής
Πού είναι η φαιά σου ουσία
Του μυαλού σου η περιουσία
Πού είναι η ωραία παρουσία
Το μαγουλάκι το τροφαντό
Που με οίστρο βραδινό
Ένας εραστής ρουφούσε με λαγνεία
Εγώ είμαι το κρανίο εκείνης
Που κάποτε της τραγουδούσες
Αλλά πιά δεν με ποθούσες
Γιατί την ασχήμια κατακρίνεις
Εγώ που κάποτε ήμουν άστρο
Της ανατολής όμορφο κάστρο
Που ο ήλιος αστραποβολούσε
Και η πρωινή δροσιά ριγούσε
Όποιος μαζί μου γελάει
Αύριο γι’ αυτόν ο κόσμος θα μιλάει
Εδώ κείται η μεγάλη αλήθεια
Που αγνοεί την περηφάνια
Εδώ η ομορφιά η ουράνια
Μοιάζει με κακή συνήθεια
Εδώ τελειώνει η κακία
Μα και η καλοσύνη η αγία
Εδώ η παντρεμένη
Είναι ίδια με τη γεροντοκόρη
Μου έλεγαν του κρανίου οι πόροι
Με φωνή σβησμένη
Εγώ ακούγοντας όλα εκείνα
Γεμάτα με απαίσια φρίκη
Βγήκα από εκείνη την καταδίκη
Σαν πεταλούδα από το επέκεινα
Η σελήνη ολόφωτη και οργίλη
Με φώτισε σαν ψυχρή φίλη
Και το κρανίο όλο αυθάδεια
Βλέποντάς με να τρέχω είπε
Θα επιστρέψεις σε αυτά τα σκιάδια
Και νεκροκεφαλή θα είσαι
Μετάφραση/Προσαρμογή:
Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
O Λισάντρο Μέσα (1937), γνωστός με το παρατσούκλι «El macho de América», είναι από τους σημαντικότερους λαϊκούς συνθέτες,
μουσικούς και τραγουδιστές της Κολομβίας. Στα 50 και πλέον χρόνια της σταδιοδρομίας
του έχει βγάλει περί τους 110 δίσκους με διάφορους ρυθμούς της πατρίδας του (κούμπια,
πασέο κ.λπ.) αλλά θεωρείται κυρίως ο βασιλιάς του βαγιενάτο [vallenato] του ρυθμού που προέρχεται από την περιοχή της Καραϊβικής
και έχει ως κύριο μουσικό όργανο το ακορντεόν. Στο εν λόγω είδος ανήκει και «Η
ανθρώπινη δυστυχία» [https://www.youtube.com/watch?v=0hNSOFydGwE&ab_channel=BetoMirelex].