Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2021

Lisandro Meza: La miseria humana // Λισάντρο Μέσα: Η ανθρώπινη δυστυχία

 

Lisandro Meza

 

La miseria humana

 

Una noche de misterio

Estando el mundo dormido

Buscando un amor perdido

Pase por el cementerio

Desde el azul hemisferio

La luna su luz ponía

Sobre la muralla fría

De la necrópolis santa

En donde a los muertos canta

El búho su triste elegía

 

La luna y sus limpideces

A las tumbas ofrecía

Y pulsaba en la luz fría

El arpa de los cipreses

Con aquella logubreses

De mi corazón hermana

Y me inspiraron con gana

Interrogar a la parca

Entré a la glacial comarca

De las miserias humanas

 

Acompañado de incienso

Los difuntos visité

Y en cada tumba dejé

Una lágrima y un verso

¿Estaba allí de perverso

Entre seres no ofensivos?

¿Fui a perturbar los cautivos

De los sepulcros desiertos?

Me fui a buscar a los muertos

Por tener miedo a los vivos

 

La noche estaba muy bella

Y el aire muy sonoro

Y en una dalia de oro

Semejaba cada estrella

Y la brisa sin querella

Por ser voluble y ser vana

En esta mansión arcana

Corría llena de embeleso

Dejando sus frescos besos

En las miserias humanas

 

La luna seguía brillando

En el azul de los cielos

Y las nubes con su velo

Sin miedo la iban tapando

Y en procesión pasando

Por la inmensidad secreta

Iba la brisa inquieta

Y retozaba en el sauco

Que emperlaba con su luz

Diana la novia del poeta

 

La luna que diana es

En aquella hermosa noche

Se abrió como el auro broche

Como una flor de prendiez

Sentí temblaban mis pies

En tan lobregüe mansión

Y como revoltociano

Temblaba mi corazón

 

Bajo de un ciprés sombrío

Y verde cual la esperanza

Y con fúnebre sellanza

Estaba un cráneo vacío

Yo sentí pavor y frío

Al mirar la calavera

Pareciendo que en su esfera

Como que se reía de mi

Y yo de ella me reí

Viéndola en tal miseria

 

Dime humana calavera

Qué se hizo la carne aquella

Que te dio hermosura bella

Cual lirio de primavera

Que se hizo tu cabellera

Tan frágil y tan liviana

Dorada cual la mañana

De la aurora el nacimiento

Que se hizo tu pensamiento

Responde miseria humana

 

Calavera sin pasiones

Di que se hicieron tus ojos

Con que mates de hinojo

Alhélicos corazones

Que represos de ilusiones

Te amaron con soberana

Pasión que no era villana

En estas horas tranquilas

Di que hiciste tus pupilas

Responde miseria humana

 

Calavera qué infeliz

Te beso en luna de plata

Y por qué te encuentra ñata

Si era larga tu nariz

Donde esta la masa gris

De tu cerebro pensante

Donde está el bello semblante

Y tus mejillas rosadas

Que a besos en noche helada

Quiso comerse un amante

 

Yo soy el cráneo de aquella

A quién le cantaste un día

Pues más que no merecía

Porque no era así tan bella

Como la primera estrella

Del oriente el tulipán

Donde las auroras dan

El rocío que se deslíe

Aquí el que de mi se ríe

De él mañana se reirán

 

Aquí está la gran verdad

Que sobre el orgullo pesa

Aquí la gentil belleza

Es igual a la fealdad

Aquí acaba la maldad

Y la bondad tan preciada

Aquí la mujer casada

Es igual a la soltera

Me decía la calavera

Con una voz apagada

 

Yo escuchando aquellas cosas

Tan llenas de horrible espanto

Salí de aquel campo santo

Como fugaz mariposa

La luna llena y rabiosa

Ver que en su lumbre fugaz

Y la calavera audaz

Dijo al verme correr

Aquí tienes que volver

Y calavera serás

 

 

>.<>.<>.<

 

 

Λισάντρο Μέσα

 

Η ανθρώπινη δυστυχία

 

Μια νύχτα γεμάτη μυστήριο

O κόσμος όλος στον ύπνο όντας

Έναν έρωτα χαμένο αναζητώντας

Πέρασα από το κοιμητήριο

Από το μπλε της φυλακτήριο

Η σελήνη τα πάντα φωταγωγούσε

Πάνω στα τείχη ριγούσε

Της αγίας νεκρόπολης

Ενώ στους νεκρούς τραγουδούσε

Θλιβερά ο μπούφος της μεγαλόπολης.

 

Η σελήνη τη φωταψιά της

Στα μνήματα προσέφερε

Και το κρύο φως έπαιζε

Σαν άρπα τα κυπαρίσσια  

Με την πένθιμη κοψιά της

Αδελφή της καρδιάς μου περίσσια

Και τότε θέλησα ο μετρ της αφελείας

Να πιάσω κουβέντα με τη μοίρα

Και μπήκα στην παγωμένη αλταμίρα

Της ανθρώπινης δυστυχίας

 

Με συντροφιά το θυμιατήρι

Προς τους νεκρούς περπάτησα

Και σε κάθε ένα τάφο άφησα

Ένα δάκρυ και ένα ψαλτήρι

Ήμουν άραγε εκεί σαν κολλητήρι

Ανάμεσα σε όντα αθώα;

Μήπως ενοχλούσα αθρόα

Την ερημία των μνημάτων;

Πήγα σε αναζήτηση των πτωμάτων

Γιατί φοβόμουν τα δίποδα ζώα;

 

Η νύχτα ήταν πολύ ωραία

Κι ο αέρας αντηχούσε

Και σαν χρυσό άνθος μας βλογούσε

Των άστρων η παρέα

Και το αεράκι ακμαία

Όντας ανάλαφρο και θελκτικό

Σε τούτο τον τόπο τον μυστικό  

Φυσούσε αφήνοντας όλο μαγεία

Των φιλιών του την ελεγεία

Στην ανθρώπινη δυστυχία

 

Η σελήνη συνέχιζε να λάμπει

Στον γαλάζιο τον ουρανό

Και τα σύννεφα σαν πέπλο μελανό

Άφοβα της επέβαλαν τη θάμπη

Και στη σειρά σαν άγριο κοπάδι

Στον ουράνιο θόλο τον μυστικό

Πορευόταν του ανέμου το γινάτι

Και αναμάλλιαζε τον σαμπούκο

Που το φώτιζε στην κορυφή

Η αγαπημένη του ποιητή

 

Η σελήνη που ερωμένη είναι

Εκείνη την όμορφη βραδιά

Έλαμπε σαν ασημένια καρδιά

Σαν ολόγιομο άνθος πλατινέ

Κι ένιωσα τα πόδια μου να τρέμουν

Στο ζοφερό ανάκτορο

Και σαν παιδί άτακτο

Κακές σκέψεις την καρδιά μου δονούν  

 

Κάτω από κυπαρίσσι σκούρο  

Και πράσινο σαν την ελπίδα

Σαν απόκοσμη παγίδα

Ένα άδειο κρανίο ντούρο

Εγώ ένιωσα τρόμο και ρίγος

Κοιτάζοντας τη νεκροκεφαλή

Που έμοιαζε σαν παλαβή

Να γελάει μαζί μου με σφρίγος

Κι εγώ απ’ τη μεριά μου μ’ αυτή

Βλέποντας την τόσο δυστυχή     

 

Πες μου ανθρώπινο κρανίο

Πού πήγε η σάρκα εκείνη

Που σου έδινε σαγήνη

Σαν κρίνος σε χλωρό τοπίο

Τι απέγινε η κώμη η χρυσή

Τόσο εύθραυστη και λεπτή

Λαμπρή σαν την αυγή

Του πρωινού αστεριού αναλαμπή

Τι απέγινε η σκέψη η ανδρεία

Απάντα ανθρώπινη δυστυχία

 

Κρανίο δίχως πάθη

Πες τι απέγιναν τα μάτια σου

Τα σαν το μάραθο μαλλιά σου

Της καρδιά τα λάθη

Πόσοι από της ψυχής τα βάθη

Σε αγάπησαν με λατρεία

Όχι με υστεροβουλία

Τώρα που φύλλο δεν κουνιέται

Πες πού το βλέμμα σου πλανιέται

Απάντα ανθρώπινη δυστυχία

 

Κρανίο αχ πόσο δυστυχής

Σε φιλώ υπό τη σελήνη

Μα μύτη δεν βρίσκω να ’χει μείνει

Κι ήτο μεγάλη η ευτυχής

Πού είναι η φαιά σου ουσία

Του μυαλού σου η περιουσία

Πού είναι η ωραία παρουσία

Το μαγουλάκι το τροφαντό

Που με οίστρο βραδινό

Ένας εραστής ρουφούσε με λαγνεία

 

Εγώ είμαι το κρανίο εκείνης

Που κάποτε της τραγουδούσες

Αλλά πιά δεν με ποθούσες

Γιατί την ασχήμια κατακρίνεις

Εγώ που κάποτε ήμουν άστρο

Της ανατολής όμορφο κάστρο

Που ο ήλιος αστραποβολούσε

Και η πρωινή δροσιά ριγούσε

Όποιος μαζί μου γελάει

Αύριο γι’ αυτόν ο κόσμος θα μιλάει

 

Εδώ κείται η μεγάλη αλήθεια

Που αγνοεί την περηφάνια

Εδώ η ομορφιά η ουράνια

Μοιάζει με κακή συνήθεια

Εδώ τελειώνει η κακία

Μα και η καλοσύνη η αγία

Εδώ η παντρεμένη

Είναι ίδια με τη γεροντοκόρη

Μου έλεγαν του κρανίου οι πόροι

Με φωνή σβησμένη

 

Εγώ ακούγοντας όλα εκείνα

Γεμάτα με απαίσια φρίκη

Βγήκα από εκείνη την καταδίκη

Σαν πεταλούδα από το επέκεινα

Η σελήνη ολόφωτη και οργίλη

Με φώτισε σαν ψυχρή φίλη

Και το κρανίο όλο αυθάδεια

Βλέποντάς με να τρέχω είπε

Θα επιστρέψεις σε αυτά τα σκιάδια

Και νεκροκεφαλή θα είσαι   

 

 

Μετάφραση/Προσαρμογή: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

 

 

O Λισάντρο Μέσα (1937), γνωστός με το παρατσούκλι «El macho de América», είναι από τους σημαντικότερους λαϊκούς συνθέτες, μουσικούς και τραγουδιστές της Κολομβίας. Στα 50 και πλέον χρόνια της σταδιοδρομίας του έχει βγάλει περί τους 110 δίσκους με διάφορους ρυθμούς της πατρίδας του (κούμπια, πασέο κ.λπ.) αλλά θεωρείται κυρίως ο βασιλιάς του βαγιενάτο [vallenato] του ρυθμού που προέρχεται από την περιοχή της Καραϊβικής και έχει ως κύριο μουσικό όργανο το ακορντεόν. Στο εν λόγω είδος ανήκει και «Η ανθρώπινη δυστυχία» [https://www.youtube.com/watch?v=0hNSOFydGwE&ab_channel=BetoMirelex]. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου