Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016

Sin días libres, de Aléxandros Gramatikós

Ponía el pie por primera vez en Grecia después de tres años en el extranjero, al otro lado del mundo, en Sidney. Aterrizamos en el Aeropuerto Internacional Eleftherios Venizelos al mediodía. Atasco en la cola para coger un taxi, pero un atasco ordenado. Detrás de mí había un joven, puede que de mi misma edad. Acababa de llegar de Canadá, Montreal, donde había pasado cuatro años. Trabajábamos sin días libres, nonstop, para saldar nuestras deudas, para enviar aquí algún dinerillo, para comer y para ahorrar algo. Inseguros actos reflejos, temíamos perder el trabajo.  «Como un sueño», estábamos los dos de acuerdo, «como si no hubiera pasado ni un minuto desde que nos marchamos, como si fuera ayer». Estábamos en la misma ciudad con un permiso de 20 días. Yo cocinero, él chico de la limpieza. Quizás volviéramos al trabajo, quizás no. Quizás si encontráramos trabajo, aunque fuera mal pagado, juráramos no volver al otro lado del mundo. Decíamos las mismas cosas, sonábamos como el eco, como si fuéramos la misma persona. Le miré a los ojos para asegurarme de que no era un reflejo, le di una palmadita en la espalda. Compartimos el taxi. Al centro de Atenas los dos. Él iba a Abelókipi, yo a Exarjia. Coincidencia, sincronización, todo funcionaba con la precisión de un reloj. Antes de llegar a la calle Panormou el taxi se quedó parado, atasco monumental. Día Mundial contra el Racismo y una marcha antirracista en el centro. Por los emigrantes, los refugiados, los que son diferentes y los que no. Por una vida digna para todos y todas, vengan de donde vengan y vayan a donde vayan. Había muchas pancartas, las consignas eran claras. El taxi no se movía del sitio. El taxista quiso decir algo, pero no le dio tiempo, lo paró el mismo gesto espontáneo, nuestras manos en su hombro. No me importaba ni cuándo ni cómo saldríamos de este atasco, y al otro tampoco. Atrapados en la carretera. No me importaba incluso perder todas las vacaciones, al carajo. Se abrieron las ventanillas para dar paso al aire fresco, mientras escuchábamos las consignas pacientemente.


Fuente: primera publicación en el blog Planodion – Historias Bonsái (10 de octubre de 2015).

Aléxandros Gramatikós: (Tesalónica, 1969). Estudió Economía en la Universidad Aristóteles de Tesalónica e hizo un máster en la Universidad de Portsmouth, Inglaterra. Ha trabajado en el campo de la comunicación publicitaria. Λά­θρα Beach κα λ­λα δι­η­γή­μα­τα (Editorial: Νη­σί­δες, 2009) es su primer libro.


Traducción: Naiara García Fernández

Revisión: Konstantinos Paleologos y
Proyecto GreQuerías

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016

Ο Antonio Ungar γράφει στις «Βιβλιοπαρουσιάσεις»

Χαμένη αθωότητα:
Η Κολομβία είναι μια χώρα μεγάλων αντιθέσεων. Παρότι προικισμένη με μια προνομιακή γεωγραφική θέση, μεταξύ Ειρηνικού και Ατλαντικού ωκεανού, και πλούσια σε φυσικούς πόρους, η ιστορία της έχει σημαδευτεί από τη βία. Μια βία που γεννιέται από τις βαθιές κοινωνικές ανισότητες, τα κατάλοιπα της αποικιοκρατικής νοοτροπίας και την εθνοτική ποικιλότητα. Από τη δεκαετία του ’70 και έπειτα, αυτή η προαιώνια βία επιδεινώθηκε έτι περαιτέρω εξαιτίας του ναρκοεμπορίου.
Πρόκειται για ένα εμπόριο η ζήτηση των προϊόντων του οποίου, εξαιτίας εκατομμυρίων καταναλωτών στον αναπτυγμένο κόσμο, ολοένα και αυξάνεται. Δεκαετίες τώρα, ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης αυτού του προβλήματος υπήρξε η στρατιωτική ή/και αστυνομική καταστολή. Ως αποτέλεσμα αυτής της αντίφασης ήταν ότι σε ένα περίπλοκο και απέραντο κράτος, με ένα προνομιακό για την παραγωγή φύλλων κόκας κλίμα, οι εκδηλώσεις βίας απέκτησαν ποικίλες εκφάνσεις.
Αυτό που οι Αμερικανοί αποκαλούν με πομπώδη τρόπο «Ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών» είναι μια μάχη χαμένη από χέρι. Τα περισσότερα από τα χρήματα που παράγει η κοκαΐνη παραμένουν στον αναπτυγμένο κόσμο, δεδομένου ότι το κόστος του προϊόντος πολλαπλασιάζεται εκθετικά στη διαδρομή από τους αγρούς της Κολομβίας μέχρι τους δρόμους της Νέας Υόρκης. Σε αντάλλαγμα για τα ναρκωτικά, ο ανεπτυγμένος κόσμος μάς δίνει όπλα, στρατιωτικούς συμβούλους και χημικές ουσίες (για την καταστροφή των καλλιεργειών) ώστε το εμπόριο να διαιωνίζεται εσαεί.
Στην Κολομβία, ωστόσο, ακόμα και τα λίγα χρήματα που απομένουν είναι αρκετά για να χρηματοδοτήσουν τα σχέδια διεφθαρμένων πολιτικών, στρατιωτικών, ανταρτών, φασιστικών παραστρατιωτικών ομάδων και κοινών εγκληματιών. Οι νεκροί, ως εκ τούτου, ανέρχονται σε χιλιάδες.
Παρά τη ζοφερή αυτή εικόνα, όποιος επισκέπτεται την Κολομβία δεν βλέπει τη βία. Όταν τη δει, δεν μπορεί να καταλάβει πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Οι άνθρωποι, ανάμεσα σε τόσους αλληλοεπικαλυπτόμενους πολέμους και παρά τα όσα δεινά υποφέρουν, βρίσκουν χώρους για να είναι ευτυχισμένοι: η οικογένεια, η αγάπη, η μουσική, οι κοινές ιστορίες, το σεξ, όλη εκείνη η χαρακτηριστική ένταση με την οποία ζούμε, είναι πράγματα τόσο σημαντικά όσο και ο θάνατος.
Το μυθιστόρημά μου Τρία λευκά φέρετρα γεννήθηκε από αυτή την παραδοξότητα και επιδιώκει να δώσει μια εικόνα για το πώς λειτουργεί αυτή η ανησυχητικά παράξενη χώρα. Παρακινημένος από την έντονη οργή που μου προκάλεσε, το 2007, η πολιτική ενός ακροδεξιού Προέδρου Δημοκρατίας, αποφάσισα να γράψω ένα μυθιστόρημα για τα τελευταία είκοσι χρόνια της χώρας μου.
Ο μόνος τρόπος για να αφηγηθώ αυτή την περίπλοκη κατάσταση ήταν μέσα από τη δημιουργία ενός ομοδιηγητικού αφηγητή που έχει γυρισμένη την πλάτη σε όλα όσα συμβαίνουν γύρω του. Ο Λορένσο Καντονά είναι ένας παχύσαρκος, υπερβολικά ντροπαλός, αδέξιος νεαρός άνδρας ο οποίος, παρόλο που έχει ξεπεράσει τα τριάντα, ζει με τον πατέρα του. Η αφέλειά του, που μερικές φορές αγγίζει τα όρια της ηλιθιότητας, μου επέτρεψε να αφηγηθώ όσα συνέβαιναν έξω από το σπίτι του σαν να τα έβλεπα για πρώτη φορά, σχεδόν σαν να τα έβλεπα με τα μάτια ενός Αρειανού.
Όταν έρχεται σε επαφή με τη μεγάλη κολομβιανή πολιτική (και, συνεπώς, με το ναρκοεμπόριο και τον πόλεμο), αυτός ο αφελής χοντρός, αποφασίζει να σώσει τη χώρα. Το αποτέλεσμα είναι ένα θρίλερ, αλλά ένα θρίλερ στο οποίο κάποια πράγματα δεν λειτουργούν σωστά. Καθώς τα εργαλεία που διαθέτει ο ήρωάς μας είναι πολύ περιορισμένα και η πραγματικότητα εξαιρετικά έντονη και δυσερμήνευτη, η αφήγηση μετατρέπεται σε μια καταιγιστική κωμωδία με πικρό χιούμορ.
Γραμμένο πριν από την αποκαλούμενη Αραβική Άνοιξη και πριν από το κίνημα των Αγανακτισμένων στην Ισπανία και την Ελλάδα (το οποίο, στη συνέχεια, εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο), θέλω να πιστεύω ότι το βιβλίο αυτό μπόρεσε επίσης να συλλάβει μια αίσθηση που πλανιόταν στον αέρα: αυτή η αίσθηση δεν είναι άλλη από τη βεβαιότητα ότι οι πολιτικοί δεν μπορούν να επιλύουν τίποτα• είναι, συνεπώς, ο πολίτης εκείνος που, μόνος του και οπλισμένος με θάρρος, θα πρέπει να αναλάβει την ευθύνη για την αλλαγή της πραγματικότητας.

Aντόνιο Ούνγκαρ
Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

ΕΝΑΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ, ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ
Επιμέλεια: Μαρία Σφυρόερα

Το μυθιστόρημα του Antonio Ungar Τρία λευκά φέρετρα κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια σε μετάφραση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου (σελ.: 296).


Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

Lema que siempre me repito, de Alberto Carpio / Το μότο που πάντα επαναλαμβάνω, του Αλμπέρτο Κάρπιο

Lema que siempre me repito

Me hablas de otros lugares,
de playas y de hoteles cálidos donde el sol
es un vecino más
y la felicidad una costumbre.
Me dices que esta gran ciudad te angustia,
que tu cuarto no tiene buenas vistas,
que tu espejo es infiel con tus deseos.

Yo te escucho paciente y te contesto:
no hay sitios más felices, hay personas
más desilusionadas, y hombres más satisfechos.
A tu alma, tan clara como triste,
no le falta la luz, le sobran las ventanas.



Το μότο που πάντα επαναλαμβάνω

Μου μιλάς γι’ άλλα μέρη,
για ζεστές παραλίες και ξενοδοχεία όπου ο ήλιος
είναι ένας γείτονας ακόμα
και η ευτυχία συνήθεια.
Μου λες πως αυτή η μεγάλη πόλη σε αγχώνει,
πως το δωμάτιό σου δεν έχει ωραία θέα,
πως ο καθρέφτης σου απατά τις επιθυμίες σου.

Εγώ σε ακούω υπομονετικά και απαντώ:
δεν υπάρχουν μέρη πιο ευτυχισμένα, υπάρχουν άτομα
πιο απογοητευμένα και άνθρωποι πιο ικανοποιημένοι.
Της τόσο αγνής όσο και θλιμμένης ψυχής σου,
δεν της λείπει το φως, της περισσεύουν τα παράθυρα.


Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

Ο Αλμπέρτο Κάρπιο, γεννήθηκε στη Σεβίλλη το 1983.


Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016

Primera visita al zoo, de Josep Maria Rodríguez / Πρώτη επίσκεψη στο ζωολογικό κήπο, του Ζουζέπ Μαρία Ροδρίγκες

Primera visita al zoo, de Josep Maria Rodríguez

Tenía doce años y mi madre
me regalaba un mundo para mí:
¿Si la tristeza fuese un animal?
Si la tristeza fuese un animal…
pues un escarabajo.

Y entonces le contaba que había días
en que ese escarabajo fabricaba
una bola muy grande en mi garganta.

Los ojos de mi madre eran de búho.
Parecía entenderme sin hablar.
¿Y cómo te imaginas ser mayor?

No sé qué respondí,
tenía doce años:

aún no comprendía que crecer
es ir al zoo
y sólo ver barrotes.


.<>.<>.<>.<>.<>.<>.


Πρώτη επίσκεψη στο ζωολογικό κήπο, του Ζουζέπ Μαρία Ροδρίγκες

Ήμουν δώδεκα χρονών και η μητέρα μου
μού χάριζε έναν κόσμο δικό μου:
«Αν η θλίψη ήταν ζώο;»
«Αν η θλίψη ήταν ζώο…
θα ήταν σκαραβαίος».

Και τότε της έλεγα πως υπήρχαν μέρες
που αυτός ο σκαραβαίος κατασκεύαζε
έναν πολύ μεγάλο σβόλο στο λαρύγγι μου.

Τα μάτια της μητέρας μου ήταν σαν της κουκουβάγιας.
Έμοιαζε να με καταλαβαίνει δίχως να μιλάει.
«Και πώς φαντάζεσαι τον εαυτό σου όταν γίνεις μεγάλος;»

Δεν ξέρω τι απάντησα,
ήμουν δώδεκα χρονών:

δεν καταλάβαινα ακόμα ότι «μεγάλος» σημαίνει
να πηγαίνεις στο ζωολογικό κήπο
και να βλέπεις μόνο κάγκελα. 

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος



O Josep Maria Rodríguez, γεννήθηκε στη Σούρια της Καταλωνίας το 1976 και κατοικεί στη Λέριδα. Γράφει ποίηση στα Καστιλλιάνικα. Εργάζεται ως μεταφραστής και λογοτεχνικός κριτικός. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: Las deudas del viajero  (1998), Frío (2002), La caja negra (2004), Raíz (2008), Arquitectura yo  (2012), Ecosistema (2015).


Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2016

Επελέγησαν τα μικροδιηγήματα με θέμα τον Δον Κιχώτη



Ολοκληρώθηκε ο διαγωνισμός «Ο Δον Κιχώτης σε (λιγότερες από) 150 λέξεις». Επελέγησαν ήδη τα εμπνευσμένα από το μυθιστόρημα του Θερβάντες 12+1 μικροδιηγήματα. Θα δημοσιευθούν στο τεύχος Φεβρουαρίου 2016 του Books’ Journal και, κατόπιν, θα αναρτηθούν στο ιστολόγιο «Ιστορίες Μπονζάι».
Με την εκπνοή, τα μεσάνυχτα της 15ης Δεκεμβρίου 2015, της τρίμηνης προθεσμίας για την συμμετοχή στο αφιέρωμα στον Δον Κιχώτη του Θερ­βάν­τες, που διοργανώνουν η ιστοσελίδα για το μικρό διήγημα Πλα­νό­δι­ον – Ι­στορίες Μπονζάι και η επιθεώρηση The Books’ Journal, έκλεισε και ο πρώτος κύκλος του λογοτεχνικού εγχειρήματός μας. Η κριτική επιτροπή, αποτελούμενη από τον Γιάννη Παλαβό, τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και τον Γιάννη Πατίλη, έμενε τώρα να αξιολογήσει τις 129 συμμετοχές στο αφιέρωμα. Από αυτές έκρινε δεκατρείς ως τις περισ­σό­τε­ρο εν­δι­α­φέ­ρου­σες και αξιόλογες για δημοσίευση. Η ανακοίνωση των ο­νο­μά­των των συγ­γραφέων που προκρίθηκαν μαζί με την δημοσίευση των μι­κρο­δι­η­γη­μά­των τους θα πραγματοποιηθεί με το τεύχος Φεβρουα­ρί­ου του Books’ Jour­nal και θα ακολουθήσει η ανά Κυριακή ανάρτησή τους από τις στήλες του ιστολογίου «Ιστορίες Μπονζάι».

Η  κριτική επιτροπή



Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

Βιβλιοκριτική του Τάσου Γουδέλη για την Καλλιγραφία του Rafael Chirbes

Φωτογραφίζοντας μια γενιά
Μια κομβική ιστορική περίοδος της Ισπανίας μέσα από την περιπέτεια μιας οικογένειας

ΡΑΦΑΕΛ ΤΣΙΡΜΠΕΣ
Η καλλιγραφία
ΜΤΦΡ.: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ
«ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ»

«Σε τι χρησιμεύουν αυτά τα ψέματα (του μυθιστορήματος); Σε τι χρησιμεύουν αυτά τα μυθιστορήματα που πολύς κόσμος διαβάζει και στοιβάζει στις βιβλιοθήκες του και για τα οποία κάποιοι ξοδεύουμε τα καλύτερά μας χρόνια; Πιστεύω πως... μας βοηθούν να αντέξουμε στο φόβο... να περάσουμε την ώρα μας τα βράδια και τελικά, πάνω απ’ όλα, να προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τον κόσμο σε μας τους ίδιους...»
Χούλιο Γιαμαθάρες, σύγχρονος Ισπανός συγγραφέας 


Ο Ραφαέλ Τσίρμπες (1949), ο γνωστός αυτός Ισπανός πεζογράφος, προσπαθεί με το βραχύ μυθιστόρημά του «Η καλλιγραφία» να «εξηγήσει τον κόσμο» και στους άλλους. Δηλαδή, να μας κάνει μάρτυρες και κοινωνούς μιας κομβικής περιόδου της ιστορίας της πατρίδας του μέσα από τη διαδρομή μιας οικογένειας.
Το ρόλο του «χρονικογράφου», λοιπόν, αυτής της πορείας, η οποία αντανακλά τις φάσεις αλλαγής μιας κοινωνίας, αναλαμβάνει μία γυναίκα: η νύφη μιας τυπικής εργατικής οικογένειας στην ισπανική επαρχία της δεκαετίας του '30. Το συγκεκριμένο πρόσωπο αφηγείται σε παρόντα χρόνο στο γιο την περιπέτεια της φαμίλιας στον Ισπανικό Εμφύλιο και εντεύθεν, σχεδόν μέχρι τις μέρες μας.
Το εύρημα δεν είναι καινοφανές, έχει πολλές φορές χρησιμοποιηθεί, κάποτε αποτελεσματικά, στο σινεμά και τη λογοτεχνία. Η μητέρα όχι ως ψυχαναλυτικό σύμβολο εδώ, αλλά ως μία τυπική, λαϊκή Ισπανίδα, διηγείται πολύ απλά, με καθαρά περιγράμματα, όσα βίωσαν αυτή και οι κοντινοί της συγγενείς σε δίσεκτα χρόνια, τα οποία προοικονόμησαν τη μετέπειτα εξέλιξη μιας χώρας και μιας γενιάς.
Ο Τσίρμπες ενώ έχει βάλει ψηλά τον πήχυ ουσιαστικά, εξωτερικά επιλέγει έναν μινιμαλιστικό τρόπο να διηγηθεί τα συμβάντα. Η υιοθέτηση ενός απέριττου, κοφτού λόγου, που διασπούν λυρικοί τόνοι, σκοπεύει εύστοχα το ρεαλιστικό στόχο και ένα είδος φανερής διδαχής με βάση τα ιστορικά συμπεράσματα. Αν και το «διδακτικό» μέρος του έργου δεν υπηρετεί καμιά δημαγωγία.
Διότι η αφηγήτρια από τη θέση μιας καθημερινής γυναίκας, δηλαδή από την περιορισμένη ή μάλλον ιμπρεσιονιστική (ίσως και γι' αυτό πιο δραματική) θέαση των περιστατικών διαφόρων εποχών, γίνεται πιο ευάγωγη σε όσα τεκταίνονται. Και αυτά είναι πολλά και διάφορα: τα τραύματα ούτως ειπείν ενός κόσμου που έζησε μία από τις χαρακτηριστικότερες τραγωδίες του παρελθόντος αιώνα.
Η Άννα αρχίζει τη διήγησή της περιγράφοντας με νοσταλγία τις ημέρες που προηγήθηκαν του Εμφυλίου. Μιλάει για τις μικρές απολαύσεις της καθημερινότητας στο χωριό, όπως τις αντιλαμβάνεται από το δικό της ύψος, με τρόπο αφοπλιστικό. Προσπαθώντας να ξανακερδίσει τον χαμένο καιρό, ανατρέχει σε φωτογραφίες, οσμές και ψιθύρους. Θυμάται τα πρόσωπα που διάνθισαν τη νεανική της ζωή: τον κάπως άχρωμο σύζυγο, τα ηλικιωμένα πεθερικά, τις κουνιάδες, ξεσηκωμένες λες από λαϊκά αναγνώσματα, και κυρίως τον Αντόνιο, τον αρσενικό κουνιάδο, για τον οποίο τρέφει ανομολόγητα αισθήματα. Τα αμοιβαία, πλην βουβά ως ένα σημείο και για πολλές δεκαετίες, αισθήματα αφηγήτριας και Αντόνιο, γίνονται η αφορμή για τη δημιουργία ενός βαθύτερου δραματουργικού άξονα, που προσδίδει στην όλη εξιστόρηση ένα στοιχείο σκοτεινό. Με άλλα λόγια, μία διάσταση «ιδιωτική», εκφραστική της ανθρώπινης «αδυναμίας», που εξισορροπεί τα πράγματα, και διευκολύνει τον Τσίρμπες να σχολιάσει τα συλλογικά χωρίς τον ψυχρό φακό του κοινωνικού ερευνητή.
Ο Αντόνιο, το απωθημένο αίσθημα της αφηγήτριας, κάτι απολύτως απαγορευμένο για την καθολική ηθική της, είναι μία κάπως εξεζητημένη μορφή μποέμ χαρακτήρα, με καλλιτεχνικές τάσεις: είναι ζωγράφος εκτός από εργάτης. Κλεισμένος στο δωμάτιό του σχεδιάζει, και ανάμεσα στα πορτρέτα που φιλοτεχνεί τα περισσότερα είναι εκείνης. Ενα από αυτά θα φυλάξει ευλαβικά αντεστραμμένο στο βάθος ενός συρταριού μέχρι το τέλος της ζωής του. Οι εικόνες της καθημερινότητας περνούν μπροστά μας συγκρατημένα νεορεαλιστικές, με το άρωμα του ασήμαντου, το οποίο ζητάει τη θέση του στο σύνολο για να προαχθεί. Οι συνήθειες των φτωχών, όπως τις ξέρουμε από τον Ντοστογέφσκι, διεκδικούν τον ουρανό με την ευλαβική τους προσήλωση στην ανακύκλωση της ταπεινής καθημερινότητας. Εδώ προσφέρουν με την προσεκτική τους έκθεση φέτες «κοινής» ζωής, με διαλείμματα ισπανικού ντουέντε, ενός πάθους για απολαύσεις, αλλά ταυτόχρονα μαρτυρούν και για τις ιστορικές περιπέτειες.
Μέσα στις εξιστορήσεις των μικροσυμβάντων ξαφνικά εισβάλλει το κοινωνικά βαρυσήμαντο, ιδωμένο, βέβαια, πάντα από την «αναγκαία» πλευρά, δηλαδή από την άμεσή του διάσταση. Η Άννα ζωντανεύει τις στιγμές της επιστροφής του άντρα της από το μέτωπο, όπου πολέμησε με τον αδελφό του στην πλευρά των Δημοκρατικών. Τώρα τα πάντα έχουν αλλάξει. Οι διώξεις των αντιφρανκιστών είναι απηνείς. Ο Αντόνιο μένει φυλακισμένος και για καιρό μελλοθάνατος. Όταν απολύεται, τελικά, είναι διαφορετικός. Μόνο τα αισθήματά του προς την Άννα, καταλαβαίνουμε από την... αυτολογοκριμένη αφήγηση της τελευταίας, δεν έχουν μειωθεί. Η συνέχεια του βίου του σφραγίζεται από τη ρήξη με τον αδελφό και την οικογένεια συνολικά. Ένας απελπισμένος και αταίριαστος γάμος θα ολοκληρώσει μία καταστροφική φυγόκεντρο.
Η ατμόσφαιρα του νέου σκηνικού διαβρώνει αργά και ύπουλα τα παλιά ήθη. Η γενιά της Άννας πρέπει να προσαρμοστεί, φροντίζοντας ταυτόχρονα να μην αφομοιωθεί εντελώς. Αλλά το οικοδόμημα έχει γερά κλονιστεί. Μπορεί εμφανώς να μη βλέπουμε ρωγμές, όμως η διάβρωση έχει προχωρήσει. Εμείς οι αναγνώστες της «Καλλιγραφίας» πάντως, κοινωνούμε τα γεγονότα μέσα από τις ιδιότυπες, χαμηλότονες αναπνοές τής ηρωίδας. Το βλέμμα της, μοιρασμένο στο έμμεσο και στο μετωπικό, αποτυπώνει, θα έλεγε κανείς, παρασκήνιο και προσκήνιο μαζί. Έτσι παρακολουθούμε την τροχιά των γεγονότων μικροσκοπικά και μακροσκοπικά, σε μία συνομιλία με την Ιστορία που δεν εξαιρεί το υποκείμενο και τις ιδαιτερότητές του από το γίγνεσθαι.
Δεν ξέρω εάν μπορεί ή πρέπει κανείς να συμμεριστεί την ολότελα αρνητική άποψη του Τσίρμπες για τη σημερινή γενιά και τη στάση της απέναντι σε αυτή που ζωντανεύει στο βιβλίο. Διαβάζουμε σχετικά με το θέμα αυτό στο εμπεριστατωμένο επίμετρο του δοκιμασμένου μεταφραστή ισπανικών Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Όμως ο πεζογράφος μας κοιτάζει νοσταλγικά προς τα πίσω, ανασυστήνοντας πάθη ανθρώπων περισσότερο και ένα ειδυλλιακό σχεδόν πλαίσιο ζωής χωρίς άλλες κρίσεις και υποδείξεις αινιγμάτων. Σε πολλά σημεία αυτής της αναδρομής το σχήμα περισσεύει και η αισθηματολογική ρέμβη, λειαίνοντας τις επιφάνειες, θυμίζει ολίγον ρομάντζο και όχι σκληρό στο βάθος του χρονικό. Πάντως, η αίσθηση της φθοράς πολιορκεί τα πάντα, η συνομιλία με την Ιστορία γίνεται, βέβαια, μία συνδιαλλαγή με τον χρόνο και με το ιδιωτικό αίνιγμα.
Εν πάση περιπτώσει ο Τσίρμπες, πέρα από τις ιδεολογικές κρίσεις του για το μυθιστόρημά του -και ξέρουμε ότι στις περισσότερες περιπτώσεις ο δημιουργός είναι αναρμόδιος να μιλήσει για το προϊόν του-, τις οποίες δεν είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε, συμπληρώνει ψηφίδες στο σύγχρονο παζλ απόψεων πολλών συμπατριωτών του πεζογράφων σχετικά με την αντιμετώπιση του ιστορικού φαινομένου, με αφορμή την ισπανική περίπτωση.
Όπως διαπιστώσαμε σε μια σειρά μυθιστορημάτων με πλαίσιο ιστορικό, με κορυφαίο παράδειγμα τους Στρατιώτες της Σαλαμίνας του Θέρκας, κυκλοφορεί εκεί ένα πέραν της Ιστορίας και μία προσήλωση στο μυστήριο της ατομικότητας. Το ανά χείρας βιβλίο ίσως μπορεί να προσληφθεί ως μία ενδιάμεση φωνή, η οποία και αυτή βέβαια καταλήγει να απελπίζεται από την έλλειψη συλλογικής και ιδιωτικής ηχούς.


ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ



ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ  - 21/01/2005


Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2016

«La monarquia» του Quim Monzó σε δύο εκδοχές: Αλεξάνδρα Γκολφινοπούλου / Δανάη Ταχταρά

Quim Monzó, "La monarquia"

Tot gràcies a aquella sabata que va perdre quan va haver d'anar-se'n cuitacorrents del ball perquè a les dotze s'acabava l'encanteri, el vestit tornava a la condició de parracs, la carrossa deixava de ser carrossa i tornava a ser carbassa, els cavalls ratolins, etcètera. Sempre l'ha meravellat que només a ella li vingués la sabata a la perfecció, perquè el seu peu (un 36) no és de cap manera inusual i altres noies de la població deuen tenir la mateixa talla. Encara recorda la cara d'astorament de les dues germanastres, quan van veure que era ella qui es casava amb el príncep i (uns anys després, quan els reis es van morir) es convertia en la nova reina.
El rei ha estat un marit atent i fogós. Ha estat una vida de somni fins al dia que ha descobert, a la camisa reial, una taca de pintallavis. El terra se li ha enfonsat sota els peus. Quin desfici! ¿Com ha de reaccionar, ella, que sempre ha actuat honestament i sense malícia, que és la vir ut personificada?
Que el rei té una amant és segur. Una taca de pintallavis a la camisa sempre ha estat una prova clara d'adulteri. ¿Qui deu ser, l'amant del seu marit? ¿Ha de dir-li que ho ha descobert o bé dissimular, com sap que és tradicional en les reines, en casos així, per no posar en perill la institució monàrquica? ¿I per què ha buscat una amant, el rei? ¿És que ella no el satisfà prou? ¿Potser perquè es nega a pràctiques que consi dera perverses (sodomia i dutxa daurada, bàsicament) el seu marit les busca fora de casa?
Decideix callar. Calla també el dia que el rei no arriba a la cambra reial fins a les vuit del matí, amb ulleres de pam i flaire de dona. (¿On es veuen? ¿En un hotel, a casa d'ella, al mateix palau? Hi ha tantes habitacions, en aquest palau, que fàcilment podia permetre's tenir l'amant en qualsevol de les dependències que desconeix.) No diu res tampoc quan els contactes carnals que abans establien amb regularitat de metrònom (nit sí, nit no) es van espaiant fins que un dia s'adona que fa més de dos mesos des de l'últim cop.
Plora en silenci, a l'habitació reial, cada nit; perquè ara ja cap nit el rei no se'n va al llit amb ella. La solitud la corseca. Més s'hauria estimat no haver anat mai al ball, o que el peu d'alguna altra noia hagués encaixat amb la sabata abans que el d'ella. Així, acomplerta la feina, l'enviat del príncep no hauria arribat mai a casa seva. I, cas d'haver-hi arribat, més s'hauria estimat, fins i tot, que alguna de les seves germanastres hagués calçat també el 36, per comptes del 40 i el 41, números massa grossos per una noia. Així, l'enviat no hauria fet la pregunta que ara, destrossada per la infidelitat del marit, li sembla fatídica: si hi havia cap altra noia a la casa, a més de la madrastra i les dues germanastres.
¿De què li serveix ser reina si no té l'amor del rei? Ho donaria tot per ser la dona amb qui el rei copula extraconjugalment. Mil cops més s'estimaria compartir les nits d'amor adúlter del monarca que la buidor del llit conjugal. Abans querida que reina.
L'antiga ventafocs decideix acomodar-se a la tradició i no dir al rei què ha descobert. Actuarà de manera sibil·lina. El vespre següent, quan després de sopar el rei s'acomiada educadament, el segueix. El segueix per passadissos que desconeix, per ales ignorades del palau, cap a estances que ni tan sols imaginava que existissin. El rei la precedeix amb una torxa. Finalment es tanca en una habitació i ella es queda al passadís, a les fosques. De seguida sent veus que li arriben de dins. La del seu marit, segur. I el riure gallinaci d'una dona. Però superposat a aquest riure sent també la veu d'una altra dona. ¿Està amb dues? A poc a poc, procurant no fer soroll, obre una mica la porta. S’estira a terra perquè no la vegin des del llit; fica mig cos dins de l'habitació. A les parets, la llum dels canelobres projecta les ombres de tres cossos que s'acoblen. Hauria volgut alçar-se per veure qui hi ha al llit, perquè les rialles i els xiuxiuejos no li permeten identificar les dones. Des d'on és, estirada a terra, no pot veure gaire res més; només veu, als peus del llit, tirades de qualsevol manera, les sabates del seu marit i dos parells de sabates de dona, de taló altíssim, unes negres i del 40 i les altres vermelles i del 41.


Κιμ Μονζό, Η Μοναρχία

Όλα συνέβησαν χάρη σ’ εκείνο το γοβάκι που έχασε όταν έπρεπε να φύγει άρον άρον από το χορό επειδή στις δώδεκα λύνονταν τα μάγια, το φόρεμα γινόταν πάλι κουρέλια, η άμαξα έπαυε να είναι άμαξα και γινόταν πάλι κολοκύθα, τα άλογα ποντίκια, και ούτω καθεξής. Πάντα της προκαλούσε έκπληξη το γεγονός ότι μόνο σ’ εκείνη ταίριαζε τέλεια το γοβάκι, επειδή το πόδι της (νούμερο 36) δεν είναι σε καμία περίπτωση ασυνήθιστο, και άλλες κοπέλες στην πόλη πρέπει να φορούσαν το ίδιο νούμερο. Ακόμα θυμάται την έκπληξη στο πρόσωπο των δύο ετεροθαλών αδελφών της όταν είδαν ότι εκείνη ήταν που παντρευόταν τον πρίγκιπα και (μερικά χρόνια αργότερα, όταν πέθαναν οι βασιλείς) γινόταν η νέα βασίλισσα.
          Ο βασιλιάς υπήρξε ένας περιποιητικός και φλογερός σύζυγος. Η ζωή τους ήταν ονειρεμένη μέχρι την ημέρα που ανακάλυψε, στο βασιλικό πουκάμισο, ένα λεκέ από κραγιόν. Το έδαφος υποχώρησε κάτω από τα πόδια της. Πόσο ταράχτηκε! Πώς έπρεπε να αντιδράσει εκείνη, που πάντα συμπεριφερόταν με ειλικρίνεια και δίχως κακεντρέχεια, που ήταν η αρετή προσωποποιημένη;
          Ότι ο βασιλιάς έχει ερωμένη είναι βέβαιο. Ένας λεκές από κραγιόν στο πουκάμισο υπήρξε πάντοτε σαφής απόδειξη μοιχείας. Ποια να είναι η ερωμένη του συζύγου της; Πρέπει να του πει ότι το ανακάλυψε ή να προσποιηθεί, όπως ξέρει ότι προστάζει η παράδοση για τις βασίλισσες σε τέτοιες περιπτώσεις, για να μη θέσει σε κίνδυνο το θεσμό της μοναρχίας; Και γιατί έψαξε να βρει ερωμένη ο βασιλιάς; Μήπως εκείνη δεν τον ικανοποιεί αρκετά; Μήπως επειδή αρνείται πρακτικές που τις θεωρεί διεστραμμένες (σοδομισμό και χρυσή βροχή, κατά βάση), ο σύζυγός της τις αναζητεί εκτός παλατιού;
          Αποφασίζει να μη μιλήσει. Δεν μιλάει ούτε την ημέρα που ο βασιλιάς επιστρέφει στη βασιλική κάμαρα στις οκτώ το πρωί, με τεράστιους μαύρους κύκλους και άρωμα γυναίκας. (Πού βλέπονται; Σε κάποιο ξενοδοχείο, στο σπίτι εκείνης, στο ίδιο το παλάτι; Υπάρχουν τόσα δωμάτια σ’ αυτό το παλάτι, που άνετα θα μπορούσε να έχει την ερωμένη του σε οποιονδήποτε από τους βοηθητικούς χώρους που εκείνη αγνοεί). Ούτε λέει κουβέντα όταν οι σαρκικές επαφές που άλλοτε διατηρούσαν με κανονικότητα μετρονόμου (μια νύχτα ναι, μια νύχτα όχι) αρχίζουν να αραιώνουν, μέχρι που μια μέρα αντιλαμβάνεται ότι έχουν περάσει πάνω από δύο μήνες από την τελευταία φορά.
          Κλαίει σιωπηλά, στη βασιλική κάμαρα, κάθε βράδυ· γιατί πλέον ο βασιλιάς δεν πηγαίνει κανένα βράδυ στο κρεβάτι μαζί της. Η μοναξιά την κάνει να μαραζώσει. Χίλιες φορές θα προτιμούσε να μην είχε πάει ποτέ σ’ εκείνο το χορό ή να είχε ταιριάξει το γοβάκι στο πόδι οποιασδήποτε άλλης κοπέλας πριν από το δικό της. Έτσι, ο απεσταλμένος του πρίγκιπα θα είχε εκτελέσει την αποστολή του και δεν θα είχε φτάσει ποτέ στο σπίτι της. Κι ακόμη κι αν είχε φτάσει, θα προτιμούσε, τελικά, να φορούσε κάποια από τις ετεροθαλείς αδελφές της το 36 αντί για το 40 και το 41, νούμερα υπερβολικά μεγάλα για κοπέλα. Έτσι, ο απεσταλμένος δεν θα είχε κάνει την ερώτηση που τώρα, εξουθενωμένη καθώς είναι από την απιστία του συζύγου της, τής φαίνεται μοιραία: αν δηλαδή υπήρχε κάποια άλλη κοπέλα στο σπίτι, εκτός από τη μητριά της και τις δύο ετεροθαλείς αδελφές της.
          Τι να το κάνει να είναι βασίλισσα αν δεν έχει την αγάπη του βασιλιά; Θα έδινε τα πάντα για να είναι η γυναίκα με την οποία ο βασιλιάς διατηρεί εξωσυζυγική σχέση. Χίλιες φορές θα προτιμούσε να πρωταγωνιστεί στις νύχτες παράνομου έρωτα του μονάρχη παρά να κείτεται στην άδεια συζυγική κλίνη. Κάλλιο επιθυμητή παρά βασίλισσα.
          Η πάλαι ποτέ Σταχτοπούτα αποφασίζει να συμβιβαστεί με την παράδοση και να μην πει στο βασιλιά αυτό που ανακάλυψε. Θα φερθεί με τρόπο σιβυλλικό. Το επόμενο βράδυ, όταν μετά το δείπνο ο βασιλιάς την αποχαιρετά ευγενικά, εκείνη τον ακολουθεί κρυφά. Τον ακολουθεί σε διαδρόμους που δεν γνωρίζει, σε άγνωστες πτέρυγες του παλατιού, που οδηγούν σε διαμερίσματα που ούτε καν φανταζόταν την ύπαρξή τους. Ο βασιλιάς προηγείται με ένα δαυλό. Στο τέλος κλείνεται σ’ ένα δωμάτιο κι εκείνη μένει στο διάδρομο, στο σκοτάδι. Αμέσως ακούει φωνές που έρχονται από μέσα. Η φωνή του συζύγου της, αναμφίβολα. Και το κακαριστό γέλιο μιας γυναίκας. Αλλά αυτό το γέλιο υπερκαλύπτεται από τη φωνή μιας άλλης γυναίκας. Είναι με δύο; Σιγά σιγά, προσπαθώντας να μην κάνει θόρυβο, ανοίγει λιγάκι την πόρτα. Πέφτει στο πάτωμα για να μην τη δουν από το κρεβάτι· μπαίνει η μισή μέσα στο δωμάτιο. Στους τοίχους, το φως από τα κηροπήγια προβάλλει τις σκιές τριών κορμιών που ζευγαρώνουν. Θα ήθελε να σηκωθεί για να δει ποιος είναι στο κρεβάτι, γιατί τα γέλια και οι ψίθυροι δεν της επιτρέπουν να αναγνωρίσει τις γυναίκες. Από εκεί που βρίσκεται, πεσμένη στο πάτωμα, δεν μπορεί να δει σχεδόν τίποτ’ άλλο· το μόνο που βλέπει, στα πόδια του κρεβατιού, πεταμένα όπως όπως, είναι τα παπούτσια του συζύγου της και δύο ζευγάρια γυναικείες γόβες, ψηλοτάκουνα, το ένα μαύρο, 40 νούμερο, και το άλλο κόκκινο, 41 νούμερο.

Μετάφραση από τα Καταλανικά: Αλεξάνδρα Γκολφινοπούλου


Κὶμ Μουνζό, Ἡ Μοναρχία
  
Ὁλα συνέβησαν χά­ρη σὲ κεῖ­νο τὸ γο­βά­κι ποὺ ἔ­χα­σε ὅ­ταν ἔ­πρε­πε νὰ φύ­γει βι­α­στι­κὰ ἀ­πὸ τὸ χο­ρὸ για­τί στὶς δώ­δε­κα λύ­νον­ταν τὰ μά­για, τὸ φου­στά­νι γι­νό­ταν πά­λι κου­ρέ­λια, ἡ ἅ­μα­ξα ἔ­παυ­ε νὰ εἶ­ναι ἅ­μα­ξα καὶ γι­νό­ταν πά­λι κο­λο­κύ­θα, τὰ ἄ­λο­γα πον­τί­κια, καὶ οὕ­τω κα­θε­ξῆς. Πάν­τα τῆς φαι­νό­ταν ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στο πῶς μό­νο σὲ ἐ­κεί­νη ταί­ρια­ζε τὸ γο­βά­κι τέ­λεια, δι­ό­τι τὸ πό­δι της (νού­με­ρο 36) δὲν εἶ­ναι κα­θό­λου ἀ­συ­νή­θι­στο καὶ ἄλ­λες κο­πέ­λες στὴ χώ­ρα θὰ εἶ­χαν τὸ ἴ­διο νού­με­ρο. Ἀ­κό­μη θυ­μᾶ­ται τὸ ξαφ­νι­α­σμέ­νο πρό­σω­πο τῶν δύ­ο ἑ­τε­ρο­θα­λῶν ἀ­δερ­φῶν της, ὅ­ταν εἶ­δαν ὅ­τι ἐ­κεί­νη ἦ­ταν ποὺ παν­τρευ­ό­ταν μὲ τὸν πρίγ­κι­πα καὶ ποὺ (με­ρι­κὰ χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα, ὅ­ταν οἱ βα­σι­λιά­δες πέ­θα­ναν) γι­νό­ταν ἡ νέ­α βα­σί­λισ­σα.
Ὁ βα­σι­λιὰς ὑ­πῆρ­ξε ἕ­νας σύ­ζυ­γος στορ­γι­κὸς καὶ θερ­μός. Εἶ­χαν μιὰ ὀ­νει­ρε­μέ­νη ζω­ὴ μέ­χρι τὴν ἡ­μέ­ρα ποὺ ἀ­να­κά­λυ­ψε, στὸ βα­σι­λι­κὸ που­κά­μι­σο, ἕ­να ση­μά­δι ἀ­πὸ κρα­γιόν. Ἡ γῆ γκρε­μί­στη­κε κά­τω ἀ­πὸ τὰ πό­δια της. Τί τα­ρα­χή! Πῶς ἔ­πρε­πε νὰ ἀν­τι­δρά­σει, ἐ­κεί­νη, ποὺ πάν­τα συμ­πε­ρι­φε­ρό­ταν μὲ εἰ­λι­κρί­νεια καὶ χω­ρὶς κα­κί­α, ποὺ εἶ­ναι ἡ ἀ­ρε­τὴ προ­σω­πο­ποι­η­μέ­νη;
            Ὅ­τι ὁ βα­σι­λιὰς εἶ­χε μί­α ἐ­ρω­μέ­νη ἦ­ταν σί­γου­ρο. Ἕ­να ση­μά­δι ἀ­πὸ κρα­γιὸν στὸ που­κά­μι­σο πάν­τα ἦ­ταν μί­α ξε­κά­θα­ρη ἀ­πό­δει­ξη μοι­χεί­ας. Ποιά μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι, ἡ ἐ­ρω­μέ­νη τοῦ συ­ζύ­γου της; Πρέ­πει νὰ τοῦ πεῖ ὅ­τι τὸ ἀ­να­κά­λυ­ψε ἢ κα­λύ­τε­ρα νὰ προ­σποι­η­θεῖ, ὅ­πως ξέ­ρει ὅ­τι εἶ­ναι ἡ πα­ρά­δο­ση γιὰ τὶς βα­σί­λισ­σες, σὲ τέ­τοι­ες πε­ρι­πτώ­σεις, γιὰ νὰ μὴ θέ­σουν σὲ κίν­δυ­νο τὸ θε­σμὸ τῆς μο­ναρ­χί­ας; Καὶ για­τί ἔ­ψα­ξε γιὰ ἐ­ρω­μέ­νη, ὁ βα­σι­λιάς; Εἶ­ναι ποὺ δὲν τὸν ἱ­κα­νο­ποι­εῖ ἀρ­κε­τὰ ἐ­κεί­νη; Ἴ­σως ἐ­πει­δὴ ἀρ­νεῖ­ται πρα­κτι­κὲς ποὺ θε­ω­ρεῖ δι­ε­στραμ­μέ­νες (σο­δο­μι­σμὸ καὶ χρυ­σὴ βρο­χή, κα­τὰ βά­ση) ὁ σύ­ζυ­γός της τὶς ἀ­να­ζη­τεῖ ἐ­κτὸς σπι­τιοῦ;
            Ἀ­πο­φα­σί­ζει νὰ σι­ω­πή­σει. Σι­ω­πᾶ καὶ ὅ­ταν ὁ βα­σι­λιὰς ἐ­πι­στρέ­φει στὴν βα­σι­λι­κὴ κά­μα­ρα στὶς ὀ­χτὼ τὸ πρω­ί, μὲ χον­τρὰ γυα­λιὰ καὶ ἄ­ρω­μα γυ­ναί­κας. (Ποῦ συ­ναν­τι­οῦν­ται; Σὲ κά­ποι­ο ξε­νο­δο­χεῖ­ο, στὸ σπί­τι ἐ­κεί­νης, στὸ ἴ­διο τὸ πα­λά­τι; Ὑ­πάρ­χουν τό­σα δω­μά­τια, σὲ αὐ­τὸ τὸ πα­λά­τι, ποὺ εὔ­κο­λα θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἔ­χει τὴν ἐ­ρω­μέ­νη σὲ κά­ποι­ο ἀ­πὸ τὰ δι­α­με­ρί­σμα­τα ποὺ δὲν γνω­ρί­ζει.) Δὲν λέ­ει τί­πο­τα οὔ­τε ὅ­ταν οἱ σαρ­κι­κὲς ἐ­πα­φὲς ποὺ πρὶν συ­νέ­βαι­ναν μὲ στα­θε­ρό­τη­τα με­τρο­νό­μου (μιὰ νύ­χτα ναί, μί­α ὄ­χι) ἀ­ραι­ώ­νουν μέ­χρι ποὺ μί­α μέ­ρα συ­νει­δη­το­ποι­εῖ ὅ­τι ἔ­χουν πε­ρά­σει πά­νω ἀ­πὸ δύ­ο μῆ­νες ἀ­πὸ τὴν τε­λευ­ταί­α φο­ρά.
            Κλαί­ει σι­ω­πη­λά, στὸ βα­σι­λι­κὸ δω­μά­τιο, κά­θε βρά­δυ· για­τὶ πλέ­ον, κα­νέ­να βρά­δυ ὁ βα­σι­λιὰς δὲν πη­γαί­νει στὸ κρε­βά­τι μα­ζί της. Ἡ μο­να­ξιὰ τὴν πλη­γώ­νει. Θὰ προ­τι­μοῦ­σε νὰ μὴν εἶ­χε πά­ει πο­τὲ στὸν χο­ρό, ἢ τὸ πό­δι κά­ποι­ας ἄλ­λης κο­πέ­λας νὰ εἶ­χε ται­ριά­ξει μὲ τὸ γο­βά­κι ἀν­τὶ γιὰ ἐ­κεί­νης. Ἔ­τσι, ἔ­χον­τας ὁ­λο­κλη­ρώ­σει τὴν ἀ­πο­στο­λή του, ὁ ἀ­πε­σταλ­μέ­νος τοῦ πρίγ­κι­πα δὲν θὰ εἶ­χε φτά­σει πο­τὲ σπί­τι της. Καί, ἂν εἶ­χε φτά­σει, θὰ προ­τι­μοῦ­σε, τε­λι­κῶς, κά­ποι­α ἀ­πὸ τὶς ἀ­δερ­φές της νὰ φο­ροῦ­σε τὸ 36, ἀν­τὶ γιὰ 40 καὶ 41, νού­με­ρα πο­λὺ με­γά­λα γιὰ κο­πέ­λα. Ἔ­τσι, ὁ ἀ­πε­σταλ­μέ­νος δὲν θὰ εἶ­χε κά­νει τὴν ἐ­ρώ­τη­ση ποὺ τώ­ρα, κα­ταρ­ρα­κω­μέ­νη ἀ­πὸ τὴν ἀ­πι­στί­α τοῦ συ­ζύ­γου, τῆς φαί­νε­ται προ­φη­τι­κή: ἂν ὑ­πῆρ­χε ἄλ­λη κο­πέ­λα στὸ σπί­τι, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὴν μη­τριὰ καὶ τὶς δύ­ο ἑ­τε­ρο­θα­λεῖς ἀ­δερ­φές.
            Τί νό­η­μα ἔ­χει νὰ εἶ­ναι βα­σί­λισ­σα ἂν δὲν ἔ­χει τὴν ἀ­γά­πη τοῦ βα­σι­λιᾶ; Θὰ ἔ­δι­νε τὰ πάν­τα γιὰ νὰ εἶ­ναι ἡ γυ­ναί­κα μὲ τὴν ὁ­ποί­α ὁ βα­σι­λιὰς συ­νευ­ρί­σκε­ται ἐ­ξω­συ­ζυ­γι­κά. Χί­λι­ες φο­ρὲς θὰ προ­τι­μοῦ­σε νὰ πρω­τα­γω­νι­στεῖ στὶς νύ­χτες πα­ρά­νο­μης ἀ­γά­πης τοῦ μο­νάρ­χη πα­ρὰ νὰ ξα­πλώ­νει στὸ ἄ­δει­ο συ­ζυ­γι­κὸ κρε­βά­τι. Κα­λύ­τε­ρα ἐ­πι­θυ­μη­τὴ πα­ρὰ βα­σί­λισ­σα.
            Ἡ πα­λιὰ ὑ­πη­ρέ­τρια ἀ­πο­φα­σί­ζει νὰ βο­λευ­τεῖ μὲ τὴν πα­ρά­δο­ση καὶ νὰ μὴν πεῖ στὸν βα­σι­λιὰ τί ἔ­χει ἀ­να­κα­λύ­ψει. Θὰ δρά­σει μὲ σι­βυλ­λι­κὸ τρό­πο. Τὴν ἑ­πο­μέ­νη τὸ βρά­δυ, ὅ­ταν με­τὰ τὸ δεῖ­πνο ὁ βα­σι­λιὰς ἀ­πο­χαι­ρε­τᾶ μὲ τρό­πο, τὸν ἀ­κο­λου­θεῖ κρυ­φά. Τὸν ἀ­κο­λου­θεῖ μέ­σα ἀ­πὸ δι­α­δρό­μους ποὺ δὲν γνω­ρί­ζει, ἀ­πὸ πτέ­ρυ­γες τοῦ πα­λα­τιοῦ ποὺ ἀ­γνο­εῖ, ἀ­πὸ δι­α­με­ρί­σμα­τα ποὺ οὔ­τε κὰν ἤ­ξε­ρε ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν. Ὁ βα­σι­λιὰς προ­η­γεῖ­ται μὲ ἕ­να δαυ­λό. Τε­λι­κὰ κλεί­νε­ται σὲ ἕ­να δω­μά­τιο καὶ ἐ­κεί­νη μέ­νει στὸ δι­ά­δρο­μο, στὶς σκι­ές. Ἀ­μέ­σως ἀ­κού­ει φω­νὲς ποὺ φτά­νουν ἀ­πὸ τὸ ἐ­σω­τε­ρι­κὸ τοῦ δω­μα­τί­ου. Τοῦ συ­ζύ­γου της, σί­γου­ρα. Καὶ τὸ κα­κα­ρι­στὸ γέ­λιο μιᾶς γυ­ναί­κας. Ἀλ­λὰ πά­νω ἀ­πὸ αὐ­τὸ τὸ γέ­λιο ἀ­κού­ει καὶ τὴ φω­νὴ μιᾶς ἄλ­λης γυ­ναί­κας. Εἶ­ναι μὲ δύ­ο; Σι­γὰ σι­γά, προ­σπα­θών­τας νὰ μὴν κά­νει θό­ρυ­βο, ἀ­νοί­γει λί­γο τὴν πόρ­τα. Ξα­πλώ­νει στὸ ἔ­δα­φος ὥ­στε νὰ μὴν τὴν βλέ­πουν ἀ­πὸ τὸ κρε­βά­τι· μπαί­νει ἡ μι­σὴ μέ­σα στὸ δω­μά­τιο. Στοὺς τοί­χους, τὸ φῶς ἀ­πὸ τὰ καν­τη­λέ­ρια προ­βάλ­λει τὶς σκι­ὲς τῶν τρι­ῶν σω­μά­των ποὺ ἑ­νώ­νον­ται. Θὰ ἤ­θε­λε νὰ ση­κω­θεῖ γιὰ νὰ δεῖ ποι­ός εἶ­ναι στὸ κρε­βά­τι, για­τὶ τὰ γέ­λια καὶ τὰ μουρ­μου­ρη­τὰ δὲν τῆς ἐ­πι­τρέ­πουν νὰ ἀ­να­γνω­ρί­σει τὶς γυ­ναῖ­κες. Ἀ­πὸ κεῖ ποὺ βρί­σκε­ται, ξα­πλω­μέ­νη στὸ πά­τω­μα, δὲν μπο­ρεῖ νὰ δεῖ πε­ρισ­σό­τε­ρα· μο­νά­χα βλέ­πει, στὰ πό­δια τοῦ κρε­βα­τιοῦ, πε­τα­μέ­να ὅ­πως νά ‘ναι, τὰ πα­πού­τσια τοῦ συ­ζύ­γου της καὶ δύ­ο ζευ­γά­ρια γυ­ναι­κεῖ­α πα­πού­τσια, μὲ ψη­λὸ τα­κού­νι, τὸ ἕ­να μαῦ­ρο, νού­με­ρο 40, καὶ τὸ ἄλ­λο κόκ­κι­νο, νού­με­ρο 41.

Μετάφραση από τα Καταλανικά: Δανάη Ταχταρά


«Η μοναρχία» [«La monarquia»] ανήκει στη συλλογή διηγημάτων του ισπανού συγγραφέα Quim Monzó (Βαρκελώνη, 1952) El perquè de tot plegat που κυκλοφόρησε στα Ελληνικά το Φεβρουάριο του 2016, σε μετάφραση Αλεξάνδρας Γκολφινοπούλου, από τις Εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη (σειρά: Literatura) με τον τίτλο Το γιατί για καθετί.


Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016

Η γυναίκα από άμμο, του Benjamín Prado

Δίχως να ξέρω το γιατί την αποκαλώ Άστριντ. Δεν ξέρω από πού έρχεται ούτε τι γλώσσα μιλάει, αλλά είμαι ερωτευμένος μαζί της από τη στιγμή που την είδα, εδώ και ένα χρόνο, σε μια παραλία της Ρότα. Κάθε πρωί έστηνε την ομπρέλα της δίπλα μου, γδυνόταν, κολυμπούσε για λίγο στον ωκεανό και μετά ξάπλωνε στην άμμο. Η άμμος κολλούσε στο βρεγμένο δέρμα της και έλαμπε ολόκληρη σαν ορυκτό. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα δει κάτι τόσο όμορφο. Όταν έφευγε, πλησίαζα στο μέρος όπου βρισκόταν προηγουμένως εκείνη και, μερικές φορές, ξάπλωνα πάνω στο ίχνος που είχε αφήσει το κορμί της. Μετά άρχισα να φυλάω μερικές χούφτες από εκείνη την άμμο που ήταν σαν το καλούπι της θεάς. Έτσι μπόρεσα να την κάνω δικιά μου: κάθε πρωί απομνημόνευα στην παραλία μερικά εκατοστά από το κορμί της και κάθε απόγευμα τα σχημάτιζα πάνω στο κρεβάτι μου, δίνοντας τη φόρμα της στην άμμο, πλάθοντας ατέλειωτες ώρες εκείνο το μείγμα χώματος και νερού μέχρι να καταφέρω να φτιάξω τους ώμους της, τους μηρούς της, τα στήθη της, τα πόδια της… Πριν από ένα χρόνο ολοκλήρωσα την Άστριντ και κάθε βράδυ απολαμβάνουμε τον έρωτά μας με γλυκύτητα και πάθος, μέχρι να μετατραπούμε σε διαλυμένα αγάλματα. Δεν ξέρω αν θα επιστρέψει φέτος στη Ρότα. Άστριντ. Λατρεμένη μου Άστριντ, όποια κι αν είσαι.


Ο Μπενχαμίν Πράδο γεννήθηκε στη Μαδρίτη το 1961. Στα ελληνικά κυκλοφορεί το μυθιστόρημά του Ποτέ μην δίνεις το χέρι σου σ’ ένα αριστερόχειρα πιστολέρο (μτφ. Ιωάννα Παπαδοπούλου, Εκδόσεις Σέλας).