Παρασκευή 15 Αυγούστου 2014

Η μπαλάντα του Μανθανάρες, του Ιγνάθιο Αλδεκόα

Η μπαλάντα του Μανθανάρες[1]

 του Ιγνάθιο Αλδεκόα

Από δυτικά προς νότια, μακρόστενες σειρές από αχνά βιολετί σύννεφα. Από δυτικά προς βόρεια, το απαλό γαλάζιο του ηλιοβασιλέματος. Στα ανατολικά, οι χλομές προσόψεις, τα σπηλαιώδη χάσματα, η φωσφορίζουσα μαυρίλα της καταιγίδας και της νύχτας που επέρχονται. Ψηλό, μακρινό, σαν λευκή παραλία, το μισοφέγγαρο.

Από τους κοντινούς αγρούς έρχεται ένας αδύναμος, κρύος και θλιμμένος αέρας. Ο καπνός από τις μηχανές των τρένων, ο καπνός από το κάψιμο των ξερών φύλλων, ο ταπεινός καπνός από τις παράγκες της δεξιάς όχθης θαμπώνουν το κρυστάλλινο σούρουπο. Οι νυχτερίδες τσιρίζουν και χτυπούν τα φτερά τους, πετώντας πάνω από την κοίτη του ποταμού. Ο δενδρώνας είναι μια πλωτή, ομιχλώδης πρασινάδα. Ο Μανθανάρες απλώνεται λείος και μουντός σαν μια μακριά θαμπή ίνα. Δεν σταματά, δεν σωπαίνει το εκνευριστικό μεγάφωνο του τελευταίου φθινοπωρινού υπαίθριου καφενείου. Ένα αεροπλάνο διασχίζει τον κιτρινοπράσινο ουρανό του δειλινού πάνω από τους μαύρους λόφους της Κάσα δε Κάμπο.

Από τα εργοστάσια οι εργάτες κατευθύνονται στην πόλη. Από τα εργοστάσια, μια κουρασμένη δύναμη ρέει σαν ποτάμι για να χαθεί στη συνέχεια στο λαβύρινθο της πόλης μέχρι το επόμενο πρωινό∙ το δυσάρεστο, αφιλόξενο πρωινό των εργοστασίων που το ρεύμα των εργατών θα αντιστραφεί...

Φανάρια γκαζιού. Κάτω από το ισχνό φως ενός φαναριού κάποιος περιμένει. Τα φανάρια κάνουν πιο ασαφές το περίγραμμα του δειλινού, πιο απόμακρο το συνεχές φλας του μισοφέγγαρου, πιο βαθιά τη σκοτεινιά του δενδρώνα. Κάτω από το φανάρι του γκαζιού τελειώνει η αναμονή.

«Γειά σου, Πιλάρ».

«Γειά σου, Μανουέλ».

«Πάμε, Πιλάρ;»

«Πάμε, Μανουέλ».

«Πάμε προς το σταθμό, Πιλάρ;»

«Όπου θέλεις εσύ, Μανουέλ».

«Πάμε να πιούμε κανένα βερμούτ, Πιλάρ;»

«Εγώ ένα καφέ με γάλα, Μανουέλ».

«Εσύ ένα καφέ με γάλα, Πιλάρ, κι εγώ…»

«Εσύ ένα βερμούτ, Μανουέλ».

«Στο Ναρθέα, Πιλάρ;»

«Καλύτερα στο Κουμπέρο, Μανουέλ».

«Στο Ναρθέα έχουν καλύτερο καφέ, Πιλάρ».

«Στο Κουμπέρο βάζουν περισσότερο μεζέ με το βερμούτ, Μανουέλ».

«Είσαι πολύ ωραία, Πιλάρ».

«Ναι, Μανουέλ;»

«Ναι, Πιλάρ».

«Σου αρέσω, Μανουέλ;»

«Ναι, Πίλι».

«Αχ, τι καλά, Μανόλο! Σ’ αγαπάω».

«Πολύ, Πίλι;»

«Πολύ, Μανόλο. Κι εσύ;»

«Πολύ, Πίλι».

Ο σιδηροδρομικός υπάλληλος Μανουέλ ανατριχιάζει. Ρωτάει:

«Πάμε, Πιλάρ;»

«Πάμε, Μανουέλ».

Στους ερωτευμένους αρέσει να επαναλαμβάνουν τα ονόματα. Στα αφεντικά αρέσει να επαναλαμβάνουν τα επώνυμα. Ο υπεύθυνος για τα δρομολόγια των τραμ στο Σταθμό του Βορρά δίνει διαταγές. Φωνάζει στον εισπράκτορα του τραμ για το Στρατόπεδο:

«Γκονθάλεθ, άλλαξε τις τρολέτες, βιάσου… Γκολθάλεθ, δώσε μου το φύλλο δρομολογίου… Γκονθάλεθ, μ’ ακούς;»

Φωνάζει στον οδηγό του τραμ για το Στρατόπεδο:

      «Ροδέρο, πέντε λεπτά καθυστέρηση… Ροδέρο, πρέπει να τα ανακτήσουμε… Ροδέρο, ξεκίνα, αμέσως».

Φωνάζει στον γέρο κλειδούχο:

«Μουνιόθ, μην κοιμάσαι… Μουνιόθ, αμάν πια. Μουνιόθ, πρόσεχε το 60».

Οι στρατιώτες γλιστράνε πάνω στα μεταλλικά πεταλάκια των αρβύλων τους καθώς μπαίνουν βιαστικά στο Μετρό. Η νεαρή πωλήτρια τσιγάρων ξελαρυγγιάζεται:

«Σιχαμένοι τύποι. Κατσίκια!»

Η καστανού συμφωνεί μαζί της:

«Λες κι είναι άγριοι».

Ο τυφλός  λαχειοπώλης κουνάει το κεφάλι:

«Ολόκληρη σειρά στο τέσσερα έχω».

Από το περίπτερό της η πωλήτρια εφημερίδων παρατηρεί βαριεστημένα τη ζωή. Απαντάει σ’ έναν πελάτη:

«Η Μarca [2] μού τελείωσε».

Η Πιλάρ και ο Μανουέλ προσπέρασαν το μπαρ με τον καλό καφέ και το μπαρ με τον πολύ μεζέ. Μπαίνουν στο Ρεμπερτίτο. Πρέπει να μαλώσουν λιγάκι, είναι ανάγκη να μαλώσουν λιγάκι. Έτσι είναι ο έρωτας.

«Γιατί, ρε Πιλάρ πρέπει να είσαι στις οκτώ στο σπίτι;»

«Σ’ το εξήγησα τρεις φορές, Μανουέλ».

Ο Μανουέλ το παίζει βαρύς γιατί έτσι απαιτεί το παιχνίδι.

«Δεν το κατάλαβα, Πιλάρ».

Η Πιλάρ προσποιείται την απογοητευμένη γιατί ξέρει πως έτσι πρέπει να κάνει.

«Πώς φέρεσαι έτσι, ρε Μανόλο!»

      Ο Μανουέλ σιωπά. Η Πιλάρ επιμένει.

      «Η μάνα μου μού ’χει πει…»

«Η μάνα σου…»

«Ε ναι, η μάνα μου είναι εκείνη που κάνει κουμάντο μέχρι να παντρευτούμε».

«Ναι, αλλά μπορεί και να μην παντρευτούμε».

Η Πιλάρ σιωπά. Τα ματάκια της λάμπουν. Ο Μανουέλ ξεσπαθώνει.

«Τα πράγματα πάνε άσχημα και μπορεί να μην παντρευτούμε…»

Η Πιλάρ κρατάει τα χείλη της σφιχτόκλειστα… Ο Μανουέλ συνεχίζει:

«…γιατί βαρέθηκα πια, δεν αντέχω άλλο…»

Η Πιλάρ καρφώνει το βλέμμα της στον καθρέπτη που βρίσκεται πίσω από τον πάγκο του μπαρ. Ο Μανουέλ ξεπερνάει τα όρια.

«Θα δεις εσύ!… Θα σ’ εγκαταλείψω και θα σε ξεχάσω. Φτάνουν πια τόσες τζιριντζάντζουλες».

Η Πιλάρ αντιδρά. Ορθώνεται υπερήφανη, αξιοπρεπής, ανώτερη.

«Κι εγώ έχω κουραστεί. Όποτε θέλεις το διαλύουμε. Όποτε θέλεις φεύγεις. Αλλά για πάντα, δίχως επιστροφή. Για πάντα, το κατάλαβες;»

Ο Μανουέλ καταλαβαίνει πως ο καλύτερος τρόπος για να κρατήσει τα προσχήματα, για να το παίξει άντρας, είναι να ζητήσει άλλο ένα βερμούτ.

«Ένα βερμούτ ακόμα».

Η Πιλαρ χτυπάει τα τακούνια της κάνοντας την αφηρημένη και παρατηρώντας την πλατεία μέσα από τις τζαμαρίες. Ο Μανουέλ προσπαθεί να γίνει ειρωνικός.

«Βιαζόμαστε πολύ;»

Το χτύπημα των τακουνιών της Πιλάρ γίνεται όλο και πιο γρήγορο.

«Το ξέρεις πολύ καλά».

«Η μάνα σου, έτσι δεν είναι;»

Η Πιλάρ κάνει μια χειρονομία, σφίγγει τα χείλη της, ύστερα λέει:

«Λοιπόν, θα ’ρθεις ή θα μείνεις;»

Έχει νυχτώσει. Τα γιγάντια σύννεφα της καταιγίδας έχουν απλωθεί προς το νότο. Ο Μανουέλ έχει ξεκούμπωτο το δερμάτινο πανωφόρι του γιατί αισθάνεται την κάψα του βερμούτ. Η Πιλάρ βαδίζει δίπλα του σιωπηλή. Ο Μανουέλ σφυρίζει.

Έχει νυχτώσει. Οι αστραπές χάνονται στην πεδιάδα. Στη στάση η αλλαγή στις τρολέτες προκαλεί αστραπές. Ο υπεύθυνος περνάει την ώρα του μιλώντας με τον φύλακα της πύλης του αμαξοστάσιου. Μια μακριά ουρά από φαντάρους περιμένει το τραμ για το Στρατόπεδο. Η νεαρή πωλήτρια τσιγάρων συνομιλεί με έναν ερωτύλο στρατιώτη.

«Θα σε πάω σινεμά όποτε μου πεις εσύ».

Η κοπέλα σουφρώνει τα χείλη της.

«Ναι, για σινεμάδες είμαι γω».

«Σ’ όποιο έργο θέλεις, γλύκα μου».

«Καλά, ρε βρέφος, πιστεύεις πως θα πάω σινεμά μ’ ένα βυζανιάρικο σαν εσένα; Άσε μας ήσυχους…!»

Ένας σύντροφος του ερωτύλου στρατιώτη τον φωνάζει από την ατελείωτη  ουρά του τραμ.

«Λουίς, έλα επιτέλους γιατί θα το χάσεις».

Ο φαντάρος Λουίς κοκορεύεται την ώρα του αποχαιρετισμού.

«Αύριο θα ’ρθω να σε βρω, νοστιμούλα μου».

«Άντε από δω, ρε!»

«Θα σε πάω σινεμά ή όπου αλλού θέλεις».

«Δεν έχεις λεφτά για να με πας εκεί που θέλω εγώ».

«Αύριο τα λέμε, κούκλα».

Ο φαντάρος Λουίς τρέχει προς το τραμ. Η νεαρή πωλήτρια τσιγάρων εξυπηρετεί έναν πελάτη.

«Με μια πεσέτα παίρνετε πέντε».

«Δώστε μου πέντε».

Έχει νυχτώσει. Πριν φτάσουν στην πλατεία του Σαν Αντόνιο, ο Μανουέλ αγοράζει φιστίκια στο κιόσκι ενός συγχωριανού του που πουλάει επίσης φρούτα, τηγανιτές πατάτες, αγγουράκια τουρσί και κορδόνια για τα παπούτσια. Προκαλεί κάτι σαν ευχαρίστηση το να σκέφτεσαι πόσο ωραία τα περνάει ο συγχωριανός μέσα στο κιόσκι, κουβεντιάζοντας με την αρραβωνιαστικιά του, με τα πόδια κοντά στη σόμπα και τρώγοντας φιστίκια.

«Θέλεις, Πίλι;»

Ο Μανουέλ υποχωρεί σιγά σιγά.

Η Πιλάρ δεν απαντάει.

«Έλα, ρε Πίλι, και τ’ αγόρασα για σένα, γιατί ξέρω πόσο σου αρέσουν».

Τον Μανουέλ τον μαλάκωσαν τα βερμούτ.

«Έλα μην είσαι χαζή, Πίλι. Φάε ένα, μόνο ένα, έτσι για να δω ότι δεν είσαι θυμωμένη».

Ο Μανουέλ την παίρνει αγκαζέ. Η Πιλάρ βαδίζει παγωμένη και σοβαρή.

«Πίλι, σ’ αγαπάω».

Επικρατεί σιωπή.

«Έλα, ρε Πίλι, σου ζητάω συγγνώμη. Με συγχωρείς;»

Η Πιλάρ ενδίδει.

«Δεν έχω να σου συγχωρήσω τίποτα, Μανουέλ».

«Ναι, Πίλι, πρέπει να με συγχωρήσεις. Με συγχωρείς;»

«Σε συγχωρώ, Μανουέλ».

Το χέρι της Πιλάρ ψάχνει το χέρι του Μανουέλ. Το σφίγγει δυνατά.

«Αχ, ρε Μανόλο… Ευχαριστιέσαι να με κάνεις να υποφέρω…»

«Περασμένα, ξεχασμένα, έτσι δεν είναι Πίλι;»

«Ναι, έτσι είναι, Μανόλο, αλλά είσαι…»

«Θέλεις ένα φιστίκι, Πίλι;»

«Ναι, Μανόλο».

«Να σ’ το ξεφλουδίσω, Πίλι;»

«Όπως θέλεις, Μανόλο».

«Τότε άσε μου το χέρι, Πίλι».

Ο Μανουέλ τής δίνει τα φιστίκια στο στόμα.

«Θέλεις κι άλλα;»

«Όχι, Μανόλο, θα με πνίξεις».

Στην περαντζάδα της όχθης του ποταμού οι σκιές των δέντρων σχηματίζουν ένα τούνελ. Στα νερά του Μανθανάρες ταξιδεύει το μισοφέγγαρο φωσφορίζον, δισταχτικό και απύθμενο. Κάπου μακριά, αντίθετα με το ρεύμα του ποταμού, γαβγίζει ένας σκύλος.

«Θα πνιγόσουν μαζί μου, Πίλι;»

«Αν ήμαστε οι δυο μας δεν θα μ’ ένοιαζε. Θα πνιγόμουν μαζί σου».

«Πίλι…»

Ο Μανουέλ κάνει μια παύση.

«Πίλι, θα μιλήσεις επιτέλους για τη σχέση μας;»

«Ναι, Μανόλο».

«Θα παντρευτούμε πριν από τα Χριστούγεννα».

«Ό,τι πεις εσύ, Μανόλο».

Ο σκύλος συνεχίζει να γαβγίζει το φεγγάρι, τη σκοτεινιά και τον έρωτα. Τα σύννεφα έχουν πυκνώσει από νότια προς δυτικά.

«Πάμε να φύγουμε από τα σκοτάδια, Μανόλο».

Η βοή του ποταμού μειώνεται.

«Πάμε να φύγουμε από τα σκοτάδια, Μανόλο».

«Πίλι…»

«Πάμε, Μανόλο».

«Πάμε».

Μέσα στη νύχτα, αντίθετα με το ρεύμα του ποταμού, ο σκύλος σταμάτησε να γαβγίζει. Το φεγγάρι ταξιδεύει στο λείο ουρανό πίσω από τα σύννεφα. Το νερό του Μανθανάρες είναι πλέον μαύρο..

Μετάφραση Κωνσταντίνος Παλαιολόγος



[1] Μανθανάρες: Ποταμός που διασχίζει τη Μαδρίτη.
[2] Μarca: Ισπανική αθλητική εφημερίδα.



Ιgnacio Aldecoa (1925-1969): Ισπανός πεζογράφος της γενιάς του «κοινωνικού ρεαλισμού» των μέσων του 20ού αιώνα. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου