Παρασκευή 1 Απριλίου 2016

Κιχώτης ή Κιχότε;, του Οδυσσέα Βαγγελά

Ο σχεδόν ένας αιώνας που χωρίζει τις μεταφράσεις του Καρθαίου και της Παναγιωτίδου έχει επιδράσει έτσι ώστε να υπάρχουν πολλές γλωσσικές διαφορές μεταξύ των δύο κειμένων. Μεγάλη είναι και η υφολογική διάσταση μεταξύ των δύο μεταφραστών που ανήκουν σε διαφορετικές σχολές μετάφρασης. Ακραιφνής και μάχιμος δημοτικιστής ο Καρθαίος στόχευε στο να αποδείξει ότι η δημοτική με τις λαϊκές και βυζαντινές της συνισταμένες, με ανέπαφο το δημώδη χαρακτήρα της, μπορούσε να ανταπεξέλθει στην απόδοση του αναγεννησιακού-μπαρόκ αριστουργήματος του Θερβάντες και του λόγιου αλλά και λαϊκού γλωσσικoύ χαρακτήρα του[1]. Τελικά όντως υπήρξε σημαντική η συμβολή της εν λόγω μετάφρασης στο κίνημα του δημοτικισμού δεδομένου ότι η στιβαρότητα και η εκφραστικότητα της γλώσσας του Καρθαίου αποτέλεσε όπλο στον αγώνα ενίσχυσης της δημοτικής γλώσσας[2].
 Χρησιμοποιεί λαϊκές εκφράσεις και λέξεις, πολλές ξεπερασμένες για την εποχή μας, όπως ρομάνζα, γρόσια, χάνι, χανιτζής, χάμουρα, ολάκερος, χωρατατζής, τρουμπέτα, καυτερές ημέρες. Αξιοσημείωτο είναι ότι δεν ακολουθεί σταθερή τακτική στην απόδοση των ισπανικών ονομάτων και των τοπωνυμίων. Η μετάφραση του Καρθαίου καθιέρωσε έτι περαιτέρω το όνομα Δον Κιχώτης που εισήγαγε ο Ι. Ισιδωρίδης Σκυλίσσης το 1864 μεταφράζοντας τη διασκευή του έργου από τον Florian, με τίτλο Δον Κιχώτης ο Μαγκήσιος. Ο Σκυλίσσης αρχικά με τη μετάφρασή του αντικατέστησε σε μεγάλο βαθμό τα ονόματα, περί τα τριάντα καταγεγραμμένα, με τα οποία κατά καιρούς αποδόθηκε στα ελληνικά ο ήρωας του Θερβάντες όπως Δον Κιχώτ, Δον Κουϊξότος, Δον Κισώτος, Δον Κισότ, Δον Κισώ, Δον Κιχώτος κ.α. Κυρίως όμως με τη μετάφραση του Καρθαίου καθιερώθηκε το όνομα του Θερβάντες που απέδωσε με την προφορά της Καστίλλης, για το οποίο προηγήθηκαν αποδόσεις όπως Μιχαήλ Σερβάντης, Κερβάντες, Κερβάντης, Τζερβάντες  κ.ά[3].
Ελληνοποίησε επίσης το όνομα Miguel σε Μιχαήλ ενώ μετέγραψε τον Rocinante ως Ροσινάντε και τη Dulcinea ως Δουλσινέα χωρίς να ακολουθήσει στην περίπτωση αυτή τη φωνητική της Καστίλλης. Η ύπαρξη κάποιον μεταφραστικών λαθών, αβλεψιών και παραλείψεων δεν επηρεάζει το νόημα και την πλοκή του έργου το οποίο παραμένει ευχάριστο και ευανάγνωστο. Η μετάφραση του Καρθαίου δεν ολοκληρώθηκε λόγω του θανάτου του, έφτασε έως το 27ο κεφάλαιο του δεύτερου μέρους, και συνεχίστηκε από την Ιουλία Ιατρίδη το 1960-1962. Παρ’ όλα αυτά συνέβαλε καθοριστικά στην ευρεία διάδοση και την αποδοχή  του έργου του Θερβάντες από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, γεγονός στο οποίο συντέλεσε και ο πρόλογός του που ήταν ένα πόνημα για το έργο του Ισπανού συγγραφέα. Απόρροια του ενδιαφέροντος που προκλήθηκε με τη νέα μετάφραση του Καρθαίου υπήρξε και η εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα, και ειδικά στην ποίηση, μιας θεματολογίας εμπνευσμένης από τον Δον Κιχότε. Παραδείγματα έχουμε με ποιήματα του Κώστα Ουράνη, του Κ. Γ. Καρυωτάκη, του Ρώμου Φυλύρα κ.ά. Γενικά η πρόσληψη του Δον Κιχότε άλλαξε ριζικά μετά τη μετάφραση του Καρθαίου, εκτιμήθηκαν οι βαθύτερες αξίες που διαπνέουν το έργο αυτό και απόδειξη είναι η ενσωμάτωση στα σχολικά ανθολόγια λογοτεχνίας κεφαλαίων του Δον Κιχότε[4]
Η μετάφραση του Καρθαίου είναι σίγουρα μια μετάφραση που εκφράζει απόλυτα την εποχή της και διαπνέεται από εκφραστικότητα και ζωντάνια που την καθιστούν ακόμη και σήμερα επίκαιρη και χρήσιμη. Είναι μια έντιμη μετάφραση που αποδίδει στον αναγνώστη ένα κείμενο με λειτουργική ισοδυναμία με το πρωτότυπο. Αποτελεί σημείο αναφοράς για τους αναγνώστες και μελετητές του Δον Κιχότε.
Η Μελίνα Παναγιωτίδου μετέφρασε το κείμενο του Θερβάντες από την τελευταία αναθεωρημένη, πληρέστερη και με εκτενή σχολιασμό έκδοση που εξέδωσε το Instituto Cervantes το 2004 υπό την επιμέλεια του φιλόλογου και ακαδημαϊκού Francisco Rico. Είναι εμφανές ότι έχει μια πιο επαγγελματική προσέγγιση στη μετάφρασή της αλλά και πλήρη ταύτιση και αφοσίωση στο κείμενο. Κάθε λέξη και έκφραση μοιάζει να είναι προϊόν προσεκτικής έρευνας, ανάλυσης και σκέψης. Εξαιρετικά σπάνιο να παρατηρηθούν ατέλειες γλωσσικές και εκφραστικές. Επίσης η Παναγιωτίδου μεταφράζει το έργο του Θερβάντες σε μια πιο εξελιγμένη γλώσσα, στο νέο αστικό ιδίωμα της ελληνικής, με την ανάδειξη και καθιέρωση του οποίου υπερκεράστηκε ο διχασμός που επέφερε το γλωσσικό ζήτημα το οποίο ταλάνισε την ελληνική κοινωνία για πολλές δεκαετίες. Για παράδειγμα δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει πολλές λόγιες λέξεις όπως: σύμφυρμα, αβρότητα, συμπαρομαρτούντα, φαιδρός, ακατάληπτη γλώσσα, να περισυνάξει, ακιδωτά επιστεγάσματα, πυρρός Απόλλωνας. Το ύφος και η λειτουργία της νέας αυτής μορφής της ελληνικής γλώσσας δείχνουν να είναι πιο κατάλληλα για τη μετάφραση της ξένης λογοτεχνίας. Η μετάφραση της Παναγιωτίδου αξιοποιεί άψογα τη ζωντάνια και το λεκτικό και εκφραστικό πλούτο που προέκυψε ως απόρροια της σταδιακής εξέλιξης της ελληνικής αστικής γλώσσας ως φιλολογικής γλώσσας. Ξεκινάει εν ολίγοις από διαφορετική βάση σε σχέση με τον Καρθαίο έχοντας αρτιότερο και πληρέστερο γλωσσικό υπόβαθρο σε σύγκριση με τη δημοτική γλώσσα των αρχών του 20ού αιώνα και τους περιορισμούς που εκ της φύσεώς της είχε[5].
Σημαντική επιτυχία της μεταφράστριας είναι επίσης το ότι κατάφερε να αποδώσει στη γλώσσα-στόχο την παρωδία και το δυϊσμό που διαπνέει το έργο του Θερβάντες. Ειδικά αξιοσημείωτη είναι η απόδοση του τρόπου με τον οποίο διακωμωδείται η ρητορική εκζήτηση και η υπερβολή στην έκφραση του Δον Κιχότε. Αυτό το περίπλοκο ύφος με πλήθος από λεκτικές φιγούρες συναντάται κυρίως στα χωρία όπου ο ιδαλγός μιμείται τον εξεζητημένο και περίτεχνο τρόπο έκφρασης που συναντάται στα ιπποτικά μυθιστορήματα. Το αποτέλεσμα είναι ακόμη σημαντικότερο αν αναλογισθεί κανείς το ότι η γλωσσική εκζήτηση είναι ένα φαινόμενο σπάνιο, αν όχι άγνωστο, στον οικείο γλωσσικό και πολιτισμικό κώδικα της μεταφράστριας αλλά και του αναγνωστικού κοινού δέκτη του μεταφράσματος, συνεπώς χωρίς προηγούμενο παράδειγμα[6]
Μέλημά της Παναγιωτίδου είναι πάντα η ακρίβεια και η συνέπεια ως προς το κείμενο-πηγή, τη συγγραφική ιδέα αλλά και ως προς το αναγνωστικό κοινό. Η συνέπεια είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του μεταφράσματός της και κύρια επιδίωξη η επίτευξη ενός κειμένου ισοδύναμου στα σημεία με έντονους πολιτισμικούς ενδείκτες και γλωσσικούς ιδιωματισμούς που παρουσιάζονται στο πρωτότυπο.
Η μεταφράστρια μας γνωστοποιεί τις γενικές μεταφραστικές στρατηγικές, τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς της στον πρόλογο του έργου. Όπως σημειώνει: ο μεταφραστής -πάντοτε διερωτώμενος και διερευνητής- συντάσσεται προ παντός άλλου με το κείμενό του.  Παράλληλα όμως επισημαίνει, έχοντας πλήρη επίγνωση του μεγέθους και του βάθους του μεταφραστικού εγχειρήματος που ανέλαβε να φέρει εις πέρας, ότι: στην περίπτωση του Θερβάντες και του Δον Κιχότε, ελλοχεύει ο κίνδυνος των αντικατοπτρισμών που τείνουν στο άπειρο, με όλους να εξεικονίζουν και να εξεικονίζονται αινιγματικά σε όλους…[7] Εν τέλει η Παναγιωτίδου μάς έχει δώσει μια εξαιρετική νέα, τολμηρή, αλλά κυρίως έγκυρη μετάφραση του Δον Κιχότε συμβάλλοντας στην επικαιροποίηση και την ανανέωση της σχέσης του ελληνικού κοινού της κλασσικής λογοτεχνίας με το διαχρονικό και πανανθρώπινο έργο του Θερβάντες. 


Το παρόν κείμενο είναι απόσπασμα από τα Συμπεράσματα της Διπλωματικής Εργασίας που εκπόνησε, υπό την εποπτεία του Αναπληρωτή Καθηγητή Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ο Οδυσσέας Βαγγελάς με τίτλο «Σύγκριση τριών μεταφράσεων του Don Quijote de la Mancha του Miguel de Cervantes Saavedra, ήτοι της πρώτης γνωστής ελληνικής μετάφρασης, 18ος αιώνας, της μετάφρασης του Κ. Καρθαίου (1919-21) και της μετάφρασης της Μελίνας Παναγιωτίδου (2009)» στο πλαίσιο των σπουδών του στο Μάστερ «Επιστήμες της Γλώσσας και του Πολιτισμού», Κατεύθυνση «Μετάφραση, επικοινωνία και εκδοτικός χώρος» του Τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ.



[1] Ιβάνοβιτς Βίκτωρ, Καλωσορίζοντας έναν ακόμη Δον Κιχώτη στα ελληνικά. 2011:

[2] Σαμουήλ, Αλεξάνδρα. Ιδαλγός της Ιδέας. Η περιπλάνηση του Δον Κιχώτη στην ελληνική λογοτεχνία. Αθήνα: Πόλις, 2007, σελ. 99-101.
[3] Σαμουήλ, ibid., σελ. 81-92.
[4] Σαμουήλ, ibid., σελ. 99-101.
[5] Ιβάνοβιτς, ibid.
[6] Ιβάνοβιτς, ibid.
[7] Παναγιωτίδου, στο Θερβάντες, Μιγκέλ. Δον Κιχότε ντε λα Μάντσα. Ο ευφάνταστος ιδαλγός δον Κιχότε ντε λα Μάντσα. Μέρος Ι. Μετάφραση Μελίνα Παναγιωτίδου. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της  Εστίας, 2009, σελ. 21-22.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου