Δευτέρα 13 Απριλίου 2015

Διήγημα του Guillermo Arriaga

ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

Στην Πατρίσια Αριάγα
Νοσταλγώ τα πρόσωπα, όχι τα χρώματα, γιατί τα χρώματα έχουν κατακλύσει το σκοτάδι μου και είναι το μόνο πράγμα που παραμένει αναλλοίωτο από τις εικόνες του παρελθόντος μου. Η ζωή μου έχει μεταφραστεί σε μια σειρά από χρώματα και λέξεις, από μυρωδιές και αισθήσεις που στερούνται, δυστυχώς για μένα, προσώπου.
Έτσι, όποιος μου μιλάει μεταμορφώνεται μέσα μου σε άμορφη δέσμη από χρώματα. Κάθε άνθρωπος, ένα χρώμα, κάθε κραυγή, ένα χρώμα, κάθε στιγμή, κάθε άρωμα, κάθε νύχτα, κάθε μέρα, ένα χρώμα. Αλλά πλέον δεν υπάρχουν πρόσωπα, γιατί δεν μπορώ να θυμηθώ κανένα.
Διψάω για πρόσωπα. Οι άμορφες φιγούρες με κουράζουν, με νικούν, με κάνουν να χάνω το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ξέρω ότι υπάρχουν χαρακτηριστικά που έχουν διαβρωθεί από τη ζωή, ρυτίδες, φρύδια υψωμένα, γκριμάτσες απρόθυμες, δέρμα εξουθενωμένο, αλλά δεν καταφέρνω να συνθέσω ένα πρόσωπο.
Με θλίβει ιδιαίτερα που δεν μπορώ να θυμηθώ το πρόσωπο της Μάγδα, την έκφρασή της, το χαμόγελό της (θα είχε ξαναχαμογελάσει ποτέ της, άραγε;), τα σαρκώδη χείλη της, τις ξανθές βλεφαρίδες της. Αλλά πάνω απ’ όλα νοσταλγώ το βλέμμα της. Τώρα μόνο την ακούω, τη μυρίζω, την αισθάνομαι. Νιώθω το μίσος της, τις ατέλειωτες κατηγόριες της, την οργή της επειδή δεν είχε το κουράγιο να με εγκαταλείψει.
Δεν συγχωρεί την τύφλωσή μου, αυτά τα εικοσιπέντε χρόνια τα άδεια από φως. Αρκούσε ένα ατύχημα για να μετατραπεί ο άνθρωπος που αγαπούσε, που ποθούσε, ο ζωγράφος που θαύμαζε, στο τιποτένιο αντικείμενο της ενοχής και της δυσαρέσκειάς της.
Όταν έμεινα τυφλός η Μάγδα προσπάθησε να κάνει υπομονή, να δείξει τη συμπόνια που προϋποθέτει μια στοιχειώδης αγάπη. Αλλά σύντομα έπαψε να με αντέχει. Κατηγορούσε την αδεξιότητα μου. Την ενοχλούσαν τα σκουντουφλήματά μου, οι αναπάντεχες πτώσεις μου. Δεν με διευκόλυνε σε τίποτα: κλείδωνε τις ντουλάπες, άφηνε τα παπούτσια της στη μέση, έφευγε για τη δουλειά χωρίς να κλείσει το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση.
Τα υπέμεινα όλα: με τρομοκρατούσε η ιδέα να τη χάσω. Στον ωκεανό του σκοταδιού μου, η Μάγδα ήταν η μοναδική βεβαιότητα από την οποία μπορούσα να πιαστώ. Εξαρτιόμουν από εκείνη ολοκληρωτικά.
Σαφώς είχα στιγμές ανεξαρτησίας. Μέχρι που έφτασα να πιστέψω το παραμύθι ότι οι τυφλοί είναι ικανοί να τα βγάζουν πέρα μόνοι τους. Έμαθα να διαβάζω και να γράφω με το σύστημα Μπράιγ, βρήκα δουλειά σε τηλεφωνικό κέντρο (μια χαζή δουλειά που τότε όμως με έκανε να νιώθω υπέροχα), ακόμα και εκλεπτυσμένα πιάτα προσπάθησα να μαγειρέψω.
Δεν άργησα να καταλάβω ότι όλα ήταν μια απάτη. Μπορούσα να λύσω τα προβλήματα που προέκυπταν από την έλλειψη όρασης, όχι εκείνα που προέκυπταν από την απουσία βλέμματος. Μου φαινόταν αδύνατο να έρθω σε επαφή με τους υπόλοιπους, να τους καταλάβω, να τους ανακαλύψω. Πώς να κάνω κάτι τέτοιο αν μου έλειπε το πιο βασικό;
Η τύφλωσή μου με έκανε δειλό και με ανάγκασε να εξαρτώμαι ακόμα περισσότερο από τη Μάγδα. Ήθελα με λάθος τρόπο να ανακτήσω την αξιοπρέπειά μου και, αφού έκλαψα πολύ, της ζήτησα να με εγκαταλείψει, να πάει να ζήσει το μέλλον που εγώ δεν μπορούσα να της προσφέρω.
Όλα αυτά δεν ήταν παρά μια άσκηση μαζοχισμού: ήξερα καλά ότι ποτέ δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτήν, ότι τη χρειαζόμουν –περισσότερο ως τυφλός παρά ως άντρας. Προσπάθησα έτσι να παραμείνω πιστός στο στερεότυπο του κλαψιάρη, του ανθρώπου που ξέρει ότι τον περιφρονούν επειδή είναι ανάπηρος.
Εκείνη έφυγε αμέσως λες και έψαχνε ευκαιρία να φύγει. Ωστόσο, στις δύο μέρες επέστρεψε. Ο πατέρας, η μητέρα, ο μεγαλύτερος αδελφός, η αδελφούλα, αγαπημένοι φίλοι και φίλες, ξαδέλφη, θεία, παππούδες, την καταδίκασαν χωρίς δεύτερη σκέψη.
Αχάριστη (για τους γονείς), ανήθικη (για τους παππούδες), πουτάνα (από την πλευρά του μεγάλου αδελφού), αναίσθητη (από την πλευρά των αγαπημένων φίλων), μαλακισμένη (για την ξαδέλφη) και κακιά (προφανώς για τη μικρή αδελφή), ήταν μερικά από τα επίθετα με τα οποία τη στόλισε η οικογένεια.
Η Μάγδα δεν άντεξε άλλο και επέστρεψε γεμάτη ενοχές αλλά και μίσος μαζί. Προσπάθησε να δείξει ειλικρινή μεταμέλεια και γλυκιά συμπεριφορά. Ήταν έκδηλη, παρ’ όλα αυτά, η οργή που προκαλεί ο αθέλητος συμβιβασμός.
Εκείνες τις μέρες τής έκανα έρωτα για τελευταία φορά (δεν ήταν όμως η τελευταία φορά που έκανα έρωτα: πάντα έβρισκα βιτσιόζες γυναίκες που λαχταρούσαν να παρατηρούν τα μάτια ενός τυφλού κατά την κορύφωση της σεξουαλικής πράξης). Την έγδυσα αργά, με τρυφερότητα. Ήθελα να τη χαϊδολογήσω, να την κάνω να νιώσει την επιθυμία μου να την ευχαριστήσω (επιθυμία που θύμιζε υπάκουο σκυλί). Άρχισα να τη φιλάω αποφασισμένος, αλλά το στόμα της μετά βίας ανταποκρινόταν. Χάιδεψα εκείνα τα σημεία που ανήκαν σε παλιές διαδρομές ηδονής, αλλά δεν κατάφερα να τη διεγείρω.
Όταν θέλησα να μπω μέσα της, ο κόλπος της ανέδιδε απέχθεια. Ο φαλλός μου πάλεψε με τρόπο πρωτόγονο να διατρέξει τη διαδρομή εκείνη που θεωρούσε οικεία. Οι αναστεναγμοί και τα βογκητά μου διασκορπίστηκαν μοναχικά στους τοίχους του δωματίου.
Όταν τελειώσαμε εκείνη σηκώθηκε απότομα. Την αισθάνθηκα να στέκεται δίπλα στο κρεβάτι και φαντάστηκα την έκφραση αηδίας στο πρόσωπό της (τότε ακόμη μπορούσα να φανταστώ πρόσωπα). «Δεν θέλω ποτέ, ποτέ πια στη ζωή μου να με ξαναγγίξεις» μου είπε «δεν το αντέχω».
Την ίδια νύχτα μεταφέραμε τα πράγματά μου στο δωμάτιο για τα παιδιά (αυτά τα φανταστικά παιδιά που καταλαμβάνουν το χώρο κάθε νιόπαντρου ζευγαριού) και βάλαμε ανάμεσά μας ένα αδιάβατο σύνορο.
Ποτέ δεν ξαναπάτησα το πόδι μου σε αυτό που κάποτε ήταν η κρεβατοκάμαρά μας. Ήθελα να κλειστεί μόνη της στο μέρος που είχαμε επιλέξει για το δυνατό και που η τύφλωσή μου είχε κάνει αδύνατο.
Σταδιακά το μίσος της μεγάλωσε (εγώ δεν μπορούσα να τη μισήσω: πώς να μισήσω το μοναδικό μου σύνδεσμο με τον κόσμο; Πώς να μισήσω χωρίς βλέμμα;). Οι κινήσεις της σκληρές, δύσκαμπτες, μηχανικές το μαρτυρούσαν κάθε δευτερόλεπτο. Την άκουγα να κλαίει τις νύχτες, να κοιμάται, να ροχαλίζει, να παραμιλάει στον ύπνο της, να ξυπνάει, να κάνει ντους. Την άκουγα να στρώνει το κρεβάτι της, να παίρνει πρωινό, να πλένει τα φλιτζάνια της (ο καθένας έπρεπε να ετοιμάσει το πρωινό του και να πλύνει τα πιάτα του, ήταν απομεινάρι μιας συμφωνίας που είχαμε κάνει όταν ήμασταν αρραβωνιασμένοι), να φοράει ένα πουλόβερ (πάντα φοβόταν μήπως κρυώσει) και να φεύγει για τη δουλειά. Και όλα όσα την άκουγα να κάνει είχαν έναν κοινό παρανομαστή: ήταν φτιαγμένα από μίσος.
Σύντομα η ύπαρξή της έγινε αμφιβολία. Η Μάγδα έμοιαζε με όνειρο που φανερωνόταν μόνο κάποιες στιγμές της μέρας. Ένα όνειρο βουβό και ενοχλητικό. Ήταν το ίχνος του αρώματός της αυτό που μου επιβεβαίωνε την πραγματική της ύπαρξη.
Η ζωή μου περιστρεφόταν γύρω από τη Μάγδα. Οι δύο μοναδικοί φίλοι που είχα, εδώ και καιρό μένουν μακριά (αρκετά τετράγωνα από το σπίτι μου). Οι γονείς μου πέθαναν στο ίδιο δυστύχημα που εγώ έχασα την όρασή μου, και η αδελφή μου, κάθε φορά που έρχεται να με δει, δεν σταματά να κλαψουρίζει, λόγος για τον οποίο την αποφεύγω.
Για κάποιο διάστημα οι τρόποι της Μάγδας μαλάκωσαν. Καταλάβαινα το περπάτημά της πιο χαρούμενο, παρότι εξακολουθούσε να είναι αυστηρό και στρατιωτικό.
Προσπάθησα να καταλάβω την ξαφνική αλλαγή πάνω της και δεν μπόρεσα να την αποκωδικοποιήσω μέχρι που μια μέρα ανακάλυψα στο σώμα της μια μυρωδιά ταγγή: το πικρό άρωμα του αντρικού σπέρματος.
Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι και μπόρεσα να φανταστώ την οργή αποτυπωμένη στο πρόσωπό μου (αυτή ήταν η τελευταία φορά που μπόρεσα να θυμηθώ ένα πρόσωπο: το δικό μου). Εκείνη ήταν στην κουζίνα ετοιμάζοντας αυγά μάτια και μπήκα να την κατηγορήσω για την απιστία της. Την είπα πουτάνα, ξεδιάντροπη. Δεν μου έδωσε σημασία και συνέχισε να μαγειρεύει.
Η συμπεριφορά της με εξαγρίωσε ακόμη περισσότερο. Όρμησα πάνω της και την άρπαξα με δύναμη από τα μαλλιά, ταρακουνώντας την πέρα δώθε. Εκείνη πήρε το τηγάνι με τα αυγά μάτια και μου τα έφερε κυριολεκτικά στα μάτια (συνοδευόμενα φυσικά από το ίδιο το τηγάνι, το οποίο ευτυχώς ακόμη δεν έκαιγε).
Μου έσπασε τη μύτη και αισθάνθηκα πηχτό το αίμα να τρέχει στα χείλη μου. Την άφησα από τα χέρια μου. Εκείνη μου φώναξε: «Είσαι μαλάκας, πραγματικό κτήνος» και με ξαναχτύπησε με το τηγάνι (στο πρόσωπο, αυτό που είχα θυμηθεί για τελευταία φορά). Βγήκε από την κουζίνα χτυπώντας την πόρτα. Προσπάθησα να την ακολουθήσω αλλά σκόνταψα σε μια καρέκλα της τραπεζαρίας που επίτηδες είχε μετακινήσει. Έπεσα και έμεινα ακίνητος, μπρούμυτα στο πάτωμα. Συνειδητοποίησα ότι το αίμα πλημμύριζε το χαλί και φαντάστηκα το κόκκινο χρώμα, λαμπερό, έντονο, ρευστό.
Το κεφάλι μου γέμισε κόκκινες εικόνες, κόκκινα ποτάμια, κόκκινους κύκλους, κόκκινο και μόνο κόκκινο. Ποτέ πριν δεν είχα ξανανιώσει τόσο έντονα την ανικανότητά μου. Βρισκόμουν με το πρόσωπο χτυπημένο στο πάτωμα, αιμόφυρτος, ηττημένος και με τη ζήλια να με κατατρώει.
Ξημερώθηκα στην ίδια γελοία θέση. Με ξύπνησε ο ήχος από την ντουζιέρα, από το νερό που έπεφτε με δύναμη πάνω στο λερωμένο από ξένο σπέρμα σώμα. Το ξεραμένο αίμα γύρω από τη μύτη μου, το χαλί που κόλλαγε, το φλογισμένο στόμα και τα καλυμμένα με αυγό χείλη, ήταν η χειροπιαστή απόδειξη της ήττας μου.
Η Μάγδα βγήκε από το μπάνιο, ντύθηκε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Κοντοστάθηκε δίπλα μου, δεν είπε λέξη και έφυγε.
Εκείνη τη νύχτα επέστρεψε αργά. Εγώ κοιμόμουν. Χτύπησε απαλά την πόρτα και μπήκε χωρίς να μου δώσει την ευκαιρία να απαντήσω. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και μου έπιασε το χέρι: «Δεν αξίζει τον κόπο να διαμαρτύρεσαι» είπε με απάθεια «καλύτερα να καταλάβεις». Το σώμα της δεν κουβάλαγε το άρωμα του εχθρού. Με φίλησε στο μέτωπο και βγήκε. Έκλαψα: δεν με ενδιέφερε πλέον να καταλάβω την απιστία της, ήθελα να εξηγήσω το μίσος της.
Από εκείνη τη μέρα κι έπειτα, το ξένο σπέρμα έγινε μέρος τής μυρωδιάς της σαν να ήταν άρωμα που έβγαινε φυσικά από εκείνη. Παρ’ όλα αυτά, δεν έλειψε ούτε μια νύχτα από το σπίτι, ούτε αναφέρθηκε ποτέ στην πιθανότητα να με αφήσει... και έγινε συνήθεια να με φιλάει στο μέτωπο όταν γύριζε το βράδυ.
Κάποια στιγμή, προσπάθησα να την κάνω να νιώσει τη μυρωδιά μιας άλλης γυναίκας στο σώμα μου (γενικά, όταν πήγαινα με κάποια, προσπαθούσα με όλα τα μέσα να απαλλαγώ από το άρωμά της).
Μια μέρα κατέληξα στο κρεβάτι με τη γραμματέα του διευθυντή της Μάγδα. Ήταν μια τεράστια γυναίκα με ζελατινώδη μπούτια που ξεχείλιζαν όταν τα έπιανα. Άρχισε να με φιλάει με τρελή αδεξιότητα, κάνοντας τα χείλη μου να πονάνε. Μετά βάλθηκε να μου πιπιλάει το στήθος, την κοιλιά, τα δάχτυλα των ποδιών, προκαλώντας μου αισθήσεις που κυμαίνονταν ανάμεσα στην επιθυμία και τη ναυτία.
Η ύπαρξή της απασχολούσε το μυαλό μου σαν ασπρουλιάρικος λεκές με κίτρινα στίγματα (ένα χρώμα αποκρουστικό, παρόμοιο με το πύον). Η χοντρή ίδρωνε πολύ και μύριζε σαν... μωρό.
Ταράχτηκα, εγώ ήθελα να μυρίζω γυναίκα. Πασαλείφτηκα με τον ιδρώτα της μασχάλης της, με τα υγρά του φύλου της. Τίποτα, μύριζε ολόκληρη σαν μωρό.
Η παιδική της μυρωδιά κατόρθωσε στο τέλος να εξαλείψει την έξαψή μου και έφυγα αφήνοντας σε εκείνο το διαμέρισμα μια χοντρή ικέτισσα (δεν ικέτευε ευχαρίστηση, αλλά διακριτικότητα εκ μέρους μου: δεν καταλάβαινε ότι το ίδιο το ατέλειωτο πάχος της ήταν εγγύηση διακριτικότητας).
Όταν έφθασα σπίτι, η Μάγδα ήταν ήδη εκεί, ποτισμένη με το αχώριστο πια αντρικό της άρωμα (γιατί έπρεπε να το κάνει όλες τις μέρες; γιατί δεν μπορούσε να σταματήσει να γαμιέται η πουτάνα του κερατά;) Αισθάνθηκα γελοίος να βρωμάω σαν μωρό μπροστά στη δυναμική μυρωδιά του σπέρματος που απέρρεε από κείνη και ντροπιασμένος κλείστηκα στο δωμάτιό μου.
Τη μισή ζωή μου υπήρξα τυφλός και σε λίγο καιρό θα κλείσω τα πενήντα ένα, στις τέσσερις Αυγούστου, για να είμαστε ακριβείς. Ξέρω ότι εκείνη τη μέρα η Μάγδα θα μπει νωρίς στο δωμάτιό μου και θα μου ευχηθεί ξερά πριν βγει να ψάξει τη ζωτική, για εκείνους, συνεύρεση και τις εχθρικές, για μένα, εκσπερματώσεις. Όλον αυτόν τον καιρό έχω συνηθίσει το μίσος της, ένα μίσος που από την τόση καθημερινότητα έγινε αναποτελεσματικό, μονότονο, ρουτινιάρικο.
Πριν από μια βδομάδα οι γιατροί βρήκαν ότι η Μάγδα έχει καρκίνο στο στήθος και εδώ και ένα μήνα ήξεραν ότι διάφορα ογκίδια είχαν εισβάλει στη μήτρα της.
Παρόλο που το σώμα της σαπίζει, δεν έχει πάψει να αναζητά καθημερινά το σπέρμα του άλλου, των άλλων. Ξέρει ότι δεν θα ζήσει περισσότερο από έξι μήνες και την έχω ακούσει να κλαίει γι’ αυτό. Λυπάται για το μέλλον που ποτέ δεν ήρθε, λυπάται που δεν έζησε με τον άντρα που αγάπησε (εμένα), αλλά με τον άντρα που μίσησε (εμένα).
Αυτό δεν απαλύνει ούτε την πικρία της ούτε τις ενοχές της και θα συνεχίσει έτσι μέχρι την ώρα που θα πεθάνει. Εγώ δεν γυρεύω από εκείνη ούτε να μου ζητήσει συγγνώμη, ούτε να με συγχωρέσει.

Και αφού η Μάγδα θα εξαφανιστεί σύντομα, επιθυμώ όσο ποτέ να θυμηθώ το πρόσωπό της, ακόμη κι αν είναι για ένα λεπτό, ακόμη κι αν το δω γεμάτο μίσος. Θέλω κάτι τελευταίο να με δέσει μαζί της, είναι το μόνο πράγμα που ζητάω.

Ο Γκιγέρμο Αριάγα είναι μεξικανός συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης.

Το διήγημα περιλαμβάνεται στη συλλογή Ρετόρνο 201 (Εκδόσεις Πάπυρος). Η μετάφραση είναι προϊόν του μαθήματος «Λογοτεχνικής Μετάφρασης» που δίδαξε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στο πλαίσιο του Διαπανεπιστημιακού Διατμηματικού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Μετάφραση-Μεταφρασεολογία» του Πανεπιστημίου Αθηνών κατά την περίοδο 2008-10. Συμμετείχαν οι σπουδάστριες Ξένια Κακάκη, Ίρις Καραγιάννη, Μαρία Βερονίκη Μπούγαλη, Μυρσίνη Πάρσαλη, Εύη Στάθη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου