Κυριακή 7 Ιουλίου 2019

4 poemas de José Saborit traducidos al griego


FICUS


Al entrar en la casa,
tras los cristales
ruge el diente mecánico
de una sierra implacable,
y en el patio de abajo
yace un monte de leña
allí donde se alzaba el viejo ficus.

Quisiste ser gigante, era tu ley crecer,
sumergir tus raíces en el limo profundo,
agitar en lo alto la espesura y el baile
solemne de tu fronda.



Era tu ley volar
y en la ciega obediencia de tu sino
desafiaste los límites,
la tapia y la parcela de tierra racionada.


Y ahora que no estás,
cómo entonan al viento
tus brillos esmaltados su reverso,
cómo rompen el aire
tus brácteas escarlatas,
cómo hiere de amor
la fresca absolución de tu sombraje.


Ahora que no estás,
ficus vencido,
qué verdes son tus hojas.


Φίκος


Μπαίνοντας στο σπίτι,
πίσω από τις τζαμαρίες
βρυχάται το μηχανικό δόντι
ενός πριονιού αμείλικτου,
και στην αυλή κάτω
κείται ένας σωρός από καυσόξυλα
εκεί όπου υψωνόταν ο γέρικος φίκος.


Θέλησες να γίνεις γίγαντας, νόμος σου ήταν να μεγαλώσεις,
να βυθίσεις τις ρίζες σου στη βαθιά λάσπη,
να αναταράξεις σε μεγαλόπρεπο χορό ψηλά
την πυκνή φυλλωσιά σου.

Νόμος σου ήταν να πετάξεις
και υπακούοντας τυφλά στο πεπρωμένο σου
προκάλεσες τα όρια,
το μαντρότοιχο και το εμβαδόν μιας γης διαμοιρασμένης.

Και τώρα που δεν υπάρχεις,
δες πώς ταιριάζουνε στον άνεμο
την άλλη τους όψη οι σμαλτωμένες λάμψεις σου
πώς σκίζουν τον αέρα
τα άλικα βράκτιά σου,
πώς πονάει από αγάπη
η δροσερή συγχώρεση του ίσκιου  σου.


Τώρα που δεν υπάρχεις,
φίκε ηττημένε,
τι πράσινα που είναι τα φύλλα σου!


///.///..///...///


LA CAMISA DEL PADRE

Durante mucho tiempo
permaneció tendida a la intemperie.

El aire la animaba algunos días
y era un derviche loco, ligerísimo,
que bailaba riéndose
de nuestra pesadumbre.

Por la noche la luna
dibujaba su sombra contra el muro:
la muda silueta de una ausencia.

Cuando cayó la tarde de un domingo,
un viento trágico
la arrancó de sus pinzas y volando
tropezó con los árboles,
se retorció entre ramas
hasta quedar exhausta y extendida
con los brazos abiertos a la noche.

La lluvia la empapó
de oscuridad terrosa; el primer sol
le devolvió su luz, su nácar nuevo.

Un lunes de mañana me la puse,
caminé sin pensarlo a donde fuera,
bajo el auspicio blanco de mi padre.

Aún hubo de llover muchas jornadas,
pero ninguna lluvia
borró su rastro intenso,
intacto entre costuras
cada vez más ceñidas a mi espalda,
a una piel que ya no era solo mía.

Pasó una nube negra
de pájaros y augurios y sentí,
desde el cándido abrazo de mi padre,
la más insobornable indiferencia.


Το πουκάμισο του πατέρα

Για πολύ καιρό
έμεινε απλωμένο έξω στο σκοινί.


Ο αέρας κάποιες μέρες του δινε ζωή
και ήταν ένας δερβίσης τρελός, πανάλαφρος,
που χόρευε περιγελώντας
την θλίψη μας.

Τη νύχτα το φεγγάρι
σχημάτιζε τη σκιά του στον τοίχο:
τη βουβή σιλουέτα μιας απουσίας.


Όταν έπεσε το βράδυ μιας Κυριακής,
ένας άνεμος φοβερός
το ξερίζωσε από τα μανταλάκια του και πετώντας
σκόνταψε στα δέντρα,
στριφογύρισε ανάμεσα στα κλαδιά
μέχρι να μείνει εξαντλημένο και ξαπλωμένο
με τα χέρια ανοιχτά στη νύχτα.


Η βροχή το μούσκεψε
με χωμάτινο σκοτάδι·  ο πρώτος ήλιος
του έδωσε πίσω το φως του, το νέο του μάργαρο.

Μια Δευτέρα πρωί το φόρεσα,
περπάτησα χωρίς να το σκεφτώ για όπου να ρι του﷽﷽﷽﷽;ari toy toy pat;era moy’ναι,
υπό τη λευκή σκέπη του πατέρα μου.


Πρέπει να βρεξε πολλά μερόνυχτα ακόμα,
αλλά καμιά βροχή
δεν έσβησε το έντονο χνάρι του,
άθικτο ανάμεσα σε ραφές
όλο και πιο σφιχτές στην πλάτη μου,
σε ένα δέρμα που πια δεν ήταν μόνο δικό μου.


Πέρασε ένα μαύρο σύννεφο
από πουλιά και οιωνούς και ένιωσα,
από το αθώο αγκάλιασμα του πατέρα μου,
την πιο αδιάφθορη αδιαφορία.


///.///..///...///


Tú no dices mi nombre


Mi boca se deleita al pronunciar,
olas que se deshacen,
las sílabas sonoras de tu nombre:

Tus labios sin embargo
no dicen ese nombre que me nombra
y yo te lo agradezco,
cualquiera que yo sea
perdido en tu misterio:
un nadie proclamando su vacío
en un yermo desierto de afonía.

Tú no dices mi nombre y cada noche
inventas una forma de omitirlo,
en el denso caudal de la metáfora
o en las anchas comarcas del silencio.

Tú no dices mi nombre, siempre evitas
la cadena de letras que me arrastra,
con su collar al cuello,
detrás de los delirios de fijeza.

Tú no dices mi nombre,
y en el nombre de nadie yo bendigo
la blanca absolución de tu silencio.


ΕΣΥ ΔΕ ΛΕΣ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ


Το στόμα μου απολαμβάνει να προφέρει,
κύματα που διαλύονται,
δυνατά τις συλλαβές απ’ τ’ όνομά σου:
                         
Τα χείλη σου ωστόσο
δε λένε εκείνο το όνομα που με ονομάζει
κι εγώ σ’ ευγνωμονώ γι’ αυτό,
όποιος κι αν είμαι εγώ
χαμένος στο μυστήριό σου:
ένας κανένας που διακηρύσσει το κενό του
σε μια άγονη έρημο αφωνίας.

Εσύ δε λες τ’ όνομά μου και κάθε βράδυ
εφευρίσκεις έναν τρόπο να το παραλείπεις,
στην πυκνή ροή της μεταφοράς
ή στις ευρείες περιοχές της σιωπής.

Εσύ δε λες τ’ όνομα μου, πάντα αποφεύγεις
την αλυσίδα από γράμματα που με σέρνει,
με τη λαιμαριά της στο λαιμό,
πίσω από τα παραληρήματα της σιγουριάς.


Εσύ δε λες τ’ όνομά μου,
και εις το όνομα του κανενός δοξάζω
τη λευκή συγχώρεση της σιωπής σου.


///.///..///...///


LA ETERNIDAD Y UN DÍA

Viviremos sin tregua
la infinita cadena de los días,
con miedo, con codicia,
beberemos las aguas
del océano gris de nuestro tiempo,
viviremos desnudos
de cara a la corriente fugitiva.

Viviremos para volver al polvo
de los mismos caminos fatigados,
para romper el cerco
de las frías colinas del silencio,
viviremos oyendo
la anónima llamada de las aguas,
y en el agua movida de los días
nadaremos lo nuestro y lo de otros,
lo que venga de cara y lo que oculte
su bello rostro esquivo a nuestro paso.


Viviremos al aire,
la intemperie será
nuestro abrigo más cierto,
y cuando todo anuncie
la inminencia del fin inaplazable,
pediremos un día y otro más,
y aún más, aún pediremos
la eternidad y un día.


Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ

Θα ζήσουμε δίχως ανάπαυλα
την ατελεύτητη αλυσίδα των ημερών,
με φόβο, με απληστία,
θα πιούμε τα ύδατα
του γκρίζου ωκεανού του καιρού μας,
θα ζήσουμε γυμνοί
με το βλέμμα στο ρεύμα που δραπετεύει.

Θα ζήσουμε για να ξαναγυρίσουμε στο χώμα
των ίδιων εξουθενωμένων δρόμων,
για να σπάσουμε την πολιορκία
των κρύων λόφων της σιωπής,
θα ζήσουμε ακούγοντας
το ανώνυμο κάλεσμα των υδάτων,
και στ’ ανήσυχο νερό των ημερών
θα κολυμπήσουμε το δικό μας μα και το αλλότριο,
αυτό που έρχεται φανερά μα κι αυτό που κρύβει
το όμορφο πρόσωπό του απρόσιτο στο πέρασμά μας.

Θα ζήσουμε στον αέρα,
ο ξέσκεπος ουρανός θα είναι
το πιο ασφαλές μας καταφύγιο,
κι όταν όλα θα αναγγέλλουν
την εγγύτητα του αναπόφευκτου τέλους,
θα γυρεύουμε μια μέρα κι άλλη μια,
κι ακόμα μία, κι ακόμα θα γυρεύουμε
την αιωνιότητα και μια μέρα.



Μετάφραση: Μαρία Καραλή & Αλίκη Μανωλά


O Χοσέ Σαμπορίτ είναι βαλενθιανός ποιητής και ζωγράφος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου