Δευτέρα 15 Ιουλίου 2019

Βιβλιοκριτική του Γρηγόρη Μπέκου για το Πέντε ώρες με τον Μάριο του Miguel Delibes


Η «αντιδραστικιά» Κάρμεν και ο «κόκκινος» Μάριο

του Γρηγόρη Μπέκου, ΤΟ ΒΗΜΑ, 7 Ιουλίου 2019

Έπεσε να κοιµηθεί στο κρεβάτι του και δεν ξύπνησε ποτέ. Τα ξηµερώµατα, καταπώς φαίνεται, υπέστη καρδιακή προσβολή. Τον δυστυχή, δεν πρόλαβε καν να κλείσει τα πενήντα, όπως διαβάζουµε και στο προσεγµένο κηδειόχαρτο. Ο Μάριο Ντίεθ Κολιάδο, δηµόσιος υπάλληλος και πολύτεκνος οικογενειάρχης, ήταν ήπιων τόνων και κοινωνικά συνειδητοποιηµένος, ένας «πολύ ιδιαίτερος χαρακτήρας», κάποιος «που υπερασπίστηκε τους φτωχούς δίχως να γίνει εκείνος πλούσιος», και αυτό έχει σηµασία, ας το συγκρατήσουµε. Στο κοµοδίνο του µάλιστα είχε και µια Βίβλο, µε ορισµένα χωρία της υπογραµµισµένα, στην οποία επανερχόταν επειδή, όπως διατεινόταν, «τον µπόλιαζε µε ιδέες και τον γαλήνευε». Απ’ όσους πάντως καταφθάνουν στο στενόχωρο και τεθλιµµένο σπίτι, προκειµένου να συλλυπηθούν τους οικείους του, σχηµατίζουµε τη γενική εντύπωση ότι έφυγε από τον µάταιο τούτο κόσµο ένας µάλλον καλός αλλά σε κάθε περίπτωση «λοξός» άνθρωπος.
Και δεν αργούµε να στρέψουµε την αµέριστη προσοχή µας στην «απαρηγόρητη σύζυγο», τη 44χρονη Μαρία δελ Κάρµεν Σοτίλιο, την πληθωρική πρωταγωνίστρια αυτού του βιβλίου. Η ίδια, έχοντας παρηγορητικό αποκούµπι µια φίλη αδελφική, προσπαθεί να προσαρµοστεί στη νέα κατάσταση. Αδυνατεί να δικαιολογήσει τα πέντε ορφανά παιδιά της, γιατί της φαίνεται ανήθικο που δεν συντρίβονται, όπως θα όφειλαν, έστω ανακλαστικά, από την απώλεια του πατέρα τους. «Εγώ θέλω να πεθαίνει ο µπαµπάς κάθε µέρα για να µην πηγαίνω στο σχολείο!» αναφωνεί ενθουσιασµένος, λ.χ., ο εξάχρονος Μπόρχα και στη συνέχεια τρώει ένα γερό χέρι ξύλο από τη µητέρα του για να µάθει να φέρεται. Και σαν να µην έφτανε η µαυροφορεµένη θλίψη της, η Κάρµεν έχει και την ύποπτη κουνιάδα της από πάνω, την Ενκάρνα, η οποία θρηνεί τον άντρα της αλληνής λες κι είναι αυτή η αληθινή χήρα. Άλλωστε, κακά τα ψέµατα, τον γυρόφερνε απροκάλυπτα τον µακαρίτη! Η Μέντσου (αυτό είναι το υποκοριστικό της Κάρµεν) δεν είναι καθόλου καλά, αρχίζει δε να νιώθει άβολα ακόµη και µε τα τροφαντά της στήθη τα οποία, έτσι όπως διαγράφονται αγέρωχα και περήφανα, δεν τα θεωρεί κατάλληλα για το απροσµέτρητο πένθος της.
Η ηρωίδα, λίγο πριν από την ταφή του Μάριο, αποφασίζει να µείνει ξάγρυπνη όλη τη νύχτα και, για τελευταία φορά, µόνη µαζί του. Πόσα του ’χει µαζεµένα, η γλώσσα της ροδάνι! Τα πικρά παράπονα, τα αγιάτρευτα απωθηµένα µιας κοινής ζωής που ξεπέρασε τα είκοσι χρόνια και τώρα αργοσβήνει στο τέλος που συνθέτουν τα σπαράγµατα της σκανδαλισµένης µνήµης της. Ανακαλεί ξανά και ξανά, µεταξύ άλλων, την πρώτη νύχτα του γάµου τους, όταν εκείνος απλώς γύρισε πλευρό και την καληνύχτισε, µε τη δικαιολογία πως ήταν τόσο παρθένος και ντροπαλός όσο κι εκείνη. Δεν τα χάφτει αυτά η Κάρµεν! Βασανίζεται, ωστόσο, οι συφοριασµένες οι σκέψεις την βαραίνουν. Υπήρχε άραγε νόηµα στη σχέση τους; Αληθινή κατανόηση; Αυθεντική αγάπη; Επί πέντε εντατικές ώρες, λοιπόν, η Κάρµεν απευθύνεται στον νεκρό σύντροφό της ο οποίος, προφανώς, δεν µπορεί να δώσει τη δική του συνολική οπτική για τα πράγµατα που εκείνη εκθέτει στον παθιασµένο µονόλογό της. Ευτυχώς, υπό µία έννοια, γιατί στο «πνεύµα αντιλογίας» δεν του παράβγαινε κανείς του Μάριο. Ακόµη κι αν αυτό που πληµµυρίζει τ’ αφτιά µας (ναι, τέτοια είναι η ζωηρότητα του κειµένου) δεν είναι παρά γκρίνια, απλούστατα, τότε βρισκόµαστε µπροστά σε µια γκρίνια ασυνήθιστη, έντεχνη, ποικιλοτρόπως παλλόµενη και απολαυστική, διότι αναπτύσσεται ακριβώς γύρω από τη «διπλοπροσωπία» του νεκρού, κρίσιµη κατηγόρια της Κάρµεν αυτή, καθότι «για τους έξω είχες άλλο πρόσωπο, κι άλλο, τελείως διαφορετικό, για τη γυναίκα σου». Δηλαδή, ο Μάριο, σύµφωνα πάντοτε µε την Κάρµεν, είχε µια εκδοχή ιδιωτική και µια εκδοχή δηµόσια, εκδοχές ανέκαθεν συγκρουόµενες και εκνευριστικές, εξ ου και τον χαρακτηρίζει κάπου «βασιλιά της αντίφασης». Η αµφιθυµία της είναι δεδοµένη και ακατάσχετη, πότε τον προσφωνεί «καλέ µου» και πότε «βρε κακορίζικε». Η κριτική της, σε κάθε επίπεδο, από το ερωτικό µέχρι το οικονοµικό ή ακόµη και το καλλιτεχνικό, είναι αυστηρή και ισοπεδωτική.
Πότε όµως συµβαίνουν αυτά; Στην Ισπανία της δεκαετίας του 1960, όταν το φασιστικό φρανκικό καθεστώς παραµένει κυρίαρχο και καταπιεστικό. Εποµένως, αν αναλογιστούµε την εποχή κατά την οποία διαδραµατίζεται το µυθιστόρηµα Πέντε ώρες με τον Μάριο (Cinco horas con Mario), αυτή η υπέροχη και αλφαδιασµένη σύνθεση του Μιγκέλ Ντελίμπες, αντιλαµβανόµαστε ευκολότερα τη στόχευση του µεγάλου ισπανού συγγραφέα: να αφηγηθεί µέσα από την ιστορία ενός ιδεολογικά και αξιακά αταίριαστου ζευγαριού την εµβέλεια της επίπονης µετεµφυλιακής συνθήκης στην πατρίδα του. Και η εκτέλεση, η µαεστρία δηλαδή µε την οποία χειρίζεται αυτό το σύνθετο ζήτηµα, αποκαλύπτει την εγνωσµένη λογοτεχνική ευφυΐα του. Από τη µια µεριά έχουµε τον «κόκκινο» Μάριο µε τα «προλεταριακά γούστα», έναν προοδευτικό καθηγητή γυµνασίου, µαχητικό αρθρογράφο αλλά και συγγραφέα, και από την άλλη µια θρησκευόµενη νοικοκυρά συντηρητικών αρχών και πεποιθήσεων, ενίοτε ακραίων, την «αντιδραστικιά» Κάρµεν η οποία, καταγόµενη από αστικό περιβάλλον, φοβάται ότι χαραµίστηκε ανώφελα και επιπλέον ότι δεν αγαπήθηκε όσο της άξιζε. Οι νοοτροπίες τους, σε αδρές γραµµές, είναι δύο κόσµοι διαφορετικοί. Ο πρώτος πιστεύει, φέρ’ ειπείν, ότι «η αγαθοεργία πρέπει απλώς να γεµίζει τις ρωγµές που παρουσιάζει η δικαιοσύνη, όχι τις αβύσσους της αδικίας», ενώ η δεύτερη πως «αντί για τους γονείς έχουµε τις Αρχές, πάντα όµως πρέπει να υπάρχει κάποιος που να λέει αυτό πρέπει να γίνει κι αυτό δεν πρέπει να γίνει, κι όλοι να βγάζουν τον σκασµό και να υπακούουν, µόνο έτσι µπορούν να πάνε µπροστά τα πράγµατα».
Το Πέντε ώρες με τον Μάριο ανήκει, δίχως αµφιβολία, στα πιο εµπνευσµένα έργα του πολυβραβευµένου συγγραφέα που γεννήθηκε το 1920 στο Βαγιαδολίδ και πέθανε στην ίδια πόλη το 2010. Ο Μιγκέλ Ντελίµπες υπήρξε, δίπλα στον νοµπελίστα Καμίλο Χοσέ Θέλα, ένας από τους κορυφαίους µυθιστοριογράφους της Ισπανίας κατά τον εικοστό αιώνα. Δεν είναι άγνωστος στο ελληνικό κοινό, είχαν κυκλοφορήσει παλαιότερα τα βιβλία του Οι αθώοι άγιοι (µτφρ. Δέσποινα Μάρκου, Γκοβόστης, 2001) και Ο αιρετικός (µτφρ. Κρίτων Ηλιόπουλος, Opera, 2003). Η µεταφραστική εργασία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στο Πέντε ώρες με τον Μάριο – πέραν της κατατοπιστικής εισαγωγής του– αποδεικνύεται καταλυτική σε ένα τέτοιο κείµενο, όπου η προφορικότητα ταυτίζεται µε το ύφος. Η Κάρµεν «µιλάει» σε τόσο αβίαστα και σαρωτικά ελληνικά που θέλουµε να ξανακούσουµε τη «φωνή» της δυνατά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου