Κυριακή 28 Ιουλίου 2019

H μετάφραση νομικών κειμένων, της Μαρίας Μελαδάκη


Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ


της Μαρίας Μελαδάκη

1. Δίκαιο και νομική μετάφραση


Το δίκαιο αποτελεί ένα αυτόνομο επιστημονικό πεδίο, συνεχώς αναπτυσσόμενο και μεταβαλλόμενο. Ρυθμίζει σχεδόν το σύνολο της ανθρώπινης ζωής, σε κάθε επίπεδο (προσωπικό, κοινωνικό, οικονομικό, διοικητικό, επαγγελματικό κ.ά.) Στο δίκαιο βασίζεται η λειτουργία του κράτους και η σχέση του κράτους με τους πολίτες. Υποδιαιρείται σε ένα ολόκληρο σύστημα ειδικοτήτων, οι οποίες αναπτύσσονται συνεχώς σε εύρος και βάθος. Λαμβάνοντας υπόψη και την ισχυρή σύνδεση του δικαίου με τον γραπτό λόγο, τα νομικά κείμενα που παράγονται είναι αναρίθμητα. Η μετάφραση των κειμένων αυτών εμφανίζει τις ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν το επιστημονικό πεδίο του δικαίου.
                Η νομική μετάφραση, αδιαμφισβήτητα, ανήκει στο πεδίο της τεχνικής και όχι της λογοτεχνικής μετάφρασης. Όπως σημειώνει η Cao (1997: 18), η νομική γλώσσα ως υφολογική ποικιλία είναι μια ποικιλία γλωσσικής χρήσης τεχνικής φύσης. Μοιράζεται τον κοινό πυρήνα της γενικής γλώσσας αλλά δεν ταυτίζεται με τη γενική γλώσσα. Υπάρχουν λεξιλογικά, συντακτικά, κειμενικά και πραγματολογικά χαρακτηριστικά που είναι μοναδικά στη νομική γλώσσα ως τεχνική γλώσσα.
Ο βαθμός δυσκολίας μετάφρασης των νομικών κειμένων ποικίλλει και μπορεί να οφείλεται σε ένα πλήθος παραγόντων. Οι Βαλεοντής και Κριμπάς (2014: 32, 242) διακρίνουν δύο κατηγορίες ιδιαιτεροτήτων των νομικών κειμένων, τις γλωσσοστρεφείς ιδιαιτερότητες (language-oriented peculiarities) και τις δικαιοστρεφείς ιδιαιτερότητες. Ως γλωσσοστρεφείς ιδιαιτερότητες αναφέρονται τα κάτωθι:
                                 i.            περίπλοκο και μοναδικό νομικό λεξιλόγιο, του οποίου η έκταση ποικίλλει ανάλογα με τη γλώσσα (λεξιλογικό επίπεδο)
                               ii.            τυπική και απρόσωπη σύνταξη συνδυασμένη με αξιοπρόσεκτα περίπλοκες και μακροσκελείς περιόδους (συντακτικό επίπεδο)
                              iii.            επιτελεστικός χαρακτήρας των εκφωνημάτων της (πραγματολογικό επίπεδο)
                             iv.            απρόσωπο ύφος με εκτεταμένη χρήση αποφατικών προτάσεων οι οποίες διακηρύσσουν δικαιώματα και υποχρεώσεις (υφολογικό επίπεδο).
Οι δικαιοστρεφείς ιδιαιτερότητες οφείλονται ουσιαστικά στη διαφορετική και ανεξάρτητη εξέλιξη των νομικών εννοιών στην εκάστοτε έννομη τάξη, ανεξάρτητα από τη γλώσσα που τις χρησιμοποιεί. Τις δικαιοστρεφείς ιδιαιτερότητες ο Βλαχόπουλος (2014: 18-20) τις κατατάσσει σε πραγματολογικές, μορφικές και σημασιολογικές:
                                 i.            οι πραγματολογικές ιδιαιτερότητες σχετίζονται με realia που διακρίνονται από υψηλό βαθμό πολιτισμικότητας, όπως είναι οι διάφοροι νομικοί θεσμοί
                               ii.            οι μορφικές ιδιαιτερότητες σχετίζονται με τη σύνταξη και τα κειμενικά χαρακτηριστικά ενός νομικού κειμένου σε δεδομένο δίκαιο
                              iii.            οι σημασιολογικές ιδιαιτερότητες σχετίζονται με την ορολογία, με το λεξιλογικό υλικό που υποστηρίζει την ορολογία και με το λεξιλογικό υλικό που εμφανίζεται στα νομικά κείμενα χωρίς νομικές συνδηλώσεις.
                Στα πιο πάνω στοιχεία του νομικού λόγου, θα πρέπει να προστεθεί και η έννομη τάξη στην οποία εντάσσεται κάθε κείμενο. Η έννομη τάξη αναπτύσσεται εντός του πλαισίου κάθε κράτους και είναι απόρροια των ιστορικών, κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών συνθηκών. Κάθε έννομη τάξη είναι διαφορετική, αλλά κάποιες, λόγω κοινής νομικής παράδοσης, ενδέχεται να συγκλίνουν περισσότερο. Σε άλλες περιπτώσεις, λόγω διαφορετικής οικογένειας δικαίου στην οποία ανήκει κάθε μία από αυτές, ενδέχεται να απέχουν σε μεγάλο βαθμό. Τέτοια είναι και η περίπτωση της ελληνικής έννομης τάξης, που ανήκει στην οικογένεια του ηπειρωτικού δικαίου, και της αγγλικής έννομης τάξης, που ανήκει στην οικογένεια του κοινοδικαίου (common law). Η κυπριακή έννομη τάξη, ακριβώς λόγω της αγγλοκρατίας αφενός και της ισχυρής σύνδεσης με το ελληνικό κράτος αφετέρου, ακολουθεί μικτό νομικό σύστημα.
 Λαμβάνοντας υπόψη και το κριτήριο αυτό, οι Βαλεοντής και Κριμπάς (2014: 248) διακρίνουν τις ακόλουθες κατηγορίες νομικές μετάφρασης:
                                 i.            ενδογλωσσική μετάφραση μεταξύ κειμένων τα οποία αντανακλούν διαφορετικές έννομες τάξεις
                               ii.            διαγλωσσική μετάφραση μεταξύ κειμένων τα οποία αντανακλούν διαφορετικές έννομες τάξεις
                              iii.            διαγλωσσική μετάφραση μεταξύ κειμένων τα οποία αντανακλούν την ίδια έννομη τάξη στην οποία δεν ισχύει η παράλληλη πολυγλωσσική σύνταξη (άρα υπάρχει γλώσσα-πηγή και γλώσσα-στόχος)
                             iv.            διαγλωσσική μετάφραση μεταξύ κειμένων τα οποία αντανακλούν την ίδια έννομη τάξη στην οποία ισχύει η παράλληλη πολυγλωσσική σύνταξη (άρα δεν υπάρχει γλώσσα-πηγή και γλώσσα-στόχος).
Είναι, επιπλέον, σαφές ότι τα νομικά κείμενα καλύπτουν μια ευρύτατη θεματολογία, ως προς το περιεχόμενό τους λόγω του μεγάλου εύρους των ζητημάτων που ρυθμίζονται από το δίκαιο σήμερα και καλύπτουν σχεδόν το σύνολο της ανθρώπινης δραστηριότητας. Για παράδειγμα μια δικαστική απόφαση που επιλύει ζητήματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας μπορεί να περιλαμβάνει όρους της χημείας και της φαρμακολογίας και μια απόφαση που επιλύει ζητήματα πλημμελούς εκπλήρωσης παροχής κατά την πώληση μπορεί να περιλαμβάνει όρους παραγωγής και συσκευασίας υφασμάτων. Μια δικαστική απόφαση, βέβαια, περιέχει και νομικές διατάξεις, στις οποίες παραπέμπει και τις οποίες καλείται να εφαρμόσει για την επίλυση της διαφοράς. Τα νομικά κείμενα, συνεπώς, εμφανίζουν και μεγάλο βαθμό διακειμενικότητας, καθώς παραπέμπουν σε άλλα νομικά κείμενα, τα οποία, συνήθως, είναι απαραίτητα για την κατανόηση του προς μετάφραση κειμένου.
Χαρακτηριστική είναι, επίσης, και η αμφισημία των νομικών κειμένων.  Η αμφισημία αυτή, στις περισσότερες περιπτώσεις, κάθε άλλο παρά τυχαία είναι. Επιλέγεται συνειδητά από τους συντάκτες των κειμένων, ώστε να μπορούν να ικανοποιηθούν στον μέγιστο δυνατό βαθμό οι βουλήσεις των μερών. Ειδικά στις περιπτώσεις των νόμων και των κανόνων δικαίου, επιδιώκεται η αμφισημία ώστε να μπορεί να τύχει εφαρμογής ο κανόνας δικαίου σε πλήθος μελλοντικών περιπτώσεων. Ο μεταφραστής νομικών κειμένων δεν θα προσπαθήσει να ερμηνεύσει αμφίσημους όρους ή φράσεις, αλλά, πιθανότατα, θα αναπαράγει την αμφισημία κατά το δυνατόν αυτούσια και θα εναποθέσει το ζήτημα της ερμηνείας στα ενδιαφερόμενα μέρη (Alcaraz και Hughes 2002: 29).
Κλασικό πλέον παράδειγμα ηθελημένης αμφισημίας και ερμηνείας μέσω της μετάφρασης είναι η μετάφραση του με αριθμό 242 Ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, της 22ης Νοεμβρίου 1967[1]. Το πρωτότυπο κείμενο συντάχθηκε στην αγγλική γλώσσα και είχε ως εξής: «withdrawal of Israeli armed forces from territories occupied in the recent conflict». Στην ισπανική γλώσσα (ακολουθώντας και τη γαλλική μετάφραση) αποδόθηκε ως «retiro de las fuerzas armadas israelíes de los territorios que ocuparon durante el reciente conflicto». Η πρόσθεση του ισπανικού οριστικού άρθρου υπονοεί την ύπαρξη κατεχόμενων εδαφών και την αναγνώρισή τους ως κατεχόμενων. Η προσθήκη οριστικού άρθρου θα ήταν γραμματικά σωστή και στο αγγλικό κείμενο. Ίσως όμως να μην είχε καταστεί δυνατή η επίτευξη της συμφωνίας για το κείμενο του ψηφίσματος εάν είχε τεθεί το οριστικό άρθρο εξαρχής. Το μέγεθος τέτοιου είδους διλημμάτων υποχρεώνει τον μεταφραστή να χρησιμοποιήσει κάθε εργαλείο αποσαφήνισης που διαθέτει και, βέβαια, να έχει επίγνωση της διαχείρισης των γλωσσικών μέσων, ιδίως όταν πρόκειται για θέματα που λαμβάνουν πολιτικές αποχρώσεις (Prieto Ramos 2011: 210).
Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, επαληθεύεται η κρίση της Κανελλοπούλου-Μπότη (2003: 7) ότι η νομική μετάφραση είναι διαρκές εφαρμοσμένο συγκριτικό δίκαιο.

2. Είδη νομικών κειμένων και η μετάφρασή τους


Για χάρη διατήρησης του λεγόμενου «γράμματος του νόμου», οι μεταφραστές νομικών κειμένων δεσμεύονταν παραδοσιακά από την υποχρέωση πίστης προς το κείμενο πηγή. Κατ’ αποτέλεσμα, ήταν καθολικά αποδεκτό ότι στόχος του μεταφραστή ήταν η ανακατασκευή της μορφής και του περιεχομένου του κειμένου πηγή κατά το δυνατόν πιστότερα. Συνεπώς, η κυριολεκτική μετάφραση (όσο πιο αυστηρή γίνεται) ήταν ο χρυσός κανόνας για τη μετάφραση των νομικών κειμένων και υποστηρίζεται ακόμα και σήμερα (Šarčević 2000: 3). Αργότερα, εισήχθη η προσέγγιση της μετάφρασης νομικών κειμένων με γνώμονα τη λεγόμενη «νομική ισοδυναμία». Ως «νομική ισοδυναμία» ορίζεται η επίτευξη όχι απλώς ταυτότητας νοήματος μεταξύ του κειμένου πηγή και του κειμένου στόχου, αλλά και επίτευξη απόδοσης των προθέσεων του προσώπου ή οργάνου (νομοθέτη, δικηγόρου, δικαστή κ.λπ.) που παρήγαγε το κείμενο πηγή, δηλαδή ταυτότητα προστασιακού περιεχομένου, προσλεκτικής αξίας και αποτελέσματος, καθώς και προθετικότητας (Κριμπάς 2009: 41).
                Η νομική μετάφραση, ακριβώς λόγω της μεγάλης παραγωγής και της ποικιλομορφίας των κειμένων και των έννομων τάξεων, έχει αποτελέσει αντικείμενο πλήθους ερευνών της μεταφρασεολογικής επιστήμης. Στις θεωρίες αυτές, επιχειρείται μια κατηγοριοποίηση των νομικών κειμένων και των μεταφραστικών στρατηγικών που ενδεχομένως αφορούν τη  μετάφραση των κειμένων αυτών. Έχουν προταθεί διάφορα κριτήρια για την εφαρμογή των μεταφραστικών θεωριών λαμβάνοντας υπόψη το είδος του κειμένου, τη νομική του δεσμευτικότητα, το πεδίο του δικαίου στο οποίο αναφέρεται, τη σύγκλιση ή την απόσταση των εννόμων τάξεων κειμένου πηγής και κειμένου στόχου κ.ά.[2]
                Οι Politis και Canelopoulou-Botti (2000: 1-2) εντοπίζουν τις παρακάτω κατηγορίες νομικών κειμένων:
         i.            κείμενα που θέτουν κανόνες δικαίου (διεθνείς συνθήκες, νόμοι, διατάγματα)
       ii.            κείμενα που εφαρμόζουν κανόνες δικαίου, όπως είναι οι πράξεις της διοίκησης και οι δικαστικές αποφάσεις
      iii.            κείμενα τα οποία παράγουν ή θα μπορούσαν να παράγουν νομικά αποτελέσματα, όπως είναι οι ιδιωτικές πράξεις δικαίου (συμβόλαια, συμβάσεις, κ.ά.) αλλά και οι μαρτυρικές καταθέσεις ενώπιον δικαστικών ή αστυνομικών αρχών
     iv.            κείμενα νομικής θεωρίας
       v.            κείμενα εκλαΐκευσης νομικών εννοιών ή κείμενα γενικού ενδιαφέροντος που περιέχουν νομικά ζητήματα.     
Οι Alcaraz και Hughes (2002) προβαίνουν σε μια αναλυτική καταγραφή των ειδών των νομικών κειμένων, αναλύοντας τα χαρακτηριστικά και τις κειμενικές συμβάσεις κάθε είδους (με γνώμονα αναφοράς την αγγλική έννομη τάξη). Καταρχάς, αναγνωρίζουν δύο μεγάλες κατηγορίες νομικών κειμένων: κείμενα τα οποία παράγονται από δημόσιες αρχές και κείμενα τα οποία παράγονται από ιδιώτες. Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται τα πανεπιστημιακά πτυχία και διπλώματα, τα πιστοποιητικά, τα νομοθετικά κείμενα, οι συλλογές νομολογίας[3], οι δικαστικές αποφάσεις, καθώς και δύο κειμενικά είδη που χαρακτηρίζονται προφορικά: οι καταθέσεις μαρτύρων σε δημόσιες συνεδριάσεις και τις αγορεύσεις των συνηγόρων. Στη δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνονται οι συμβάσεις, οι συμβολαιογραφικές πράξεις, τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, οι διαθήκες, τα πληρεξούσια, τα άρθρα νομικής θεωρίας, καθώς και η αναφορά νομικών εννοιών σε κείμενα μυθοπλασίας.
Οι Κριμπάς και Σφακιανάκη (2015) προσθέτουν και το κριτήριο της νομικής δεσμευτικότητας του μεταφράσματος για την τυπολογία των μεταφράσεων νομικών κειμένων, το οποίο και είναι καθοριστικό για τα περιθώρια παρέμβασης ή ερμηνείας εκ μέρους του μεταφραστή. Υπό αυτή τη σκοπιά, τα κείμενα εθνικής νομοθεσίας και νομικής θεωρίας μονόγλωσσων κρατών, τα οποία έχουν ισχύ μόνο εντός της έννομης τάξης στην οποία παράγονται, εμφανίζουν μηδενική δεσμευτικότητα ως κείμενο στόχος στη γλώσσα προς την οποία μεταφράζονται. Το ίδιο ενδέχεται να συμβαίνει και με τις δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες, όμως, έχουν εν δυνάμει την ίδια ισχύ με εκείνη που διαθέτουν στην έννομη τάξη στην οποία παράγονται, μέσα από το νομικό πλαίσιο και τους μηχανισμούς αναγνώρισης που προβλέπονται[4]. Ως προς τις ιδιωτικές πράξεις δικαίου, εναπόκειται στην ιδιωτική αυτονομία να καθορίσει το βαθμό δεσμευτικότητας των γλωσσικών εκδοχών. Ως προς τις διεθνείς συμβάσεις, που αποτελούν και το αντικείμενο της παρούσας εργασίας, οι Κριμπάς και Σφακιανάκη (2015: 80), λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι η ελληνική γλώσσα κατ’ αρχήν δεν ανήκει στις γλώσσες στις οποίες συντάσσονται τα αυθεντικά κείμενα, σημειώνουν ότι εντάσσονται στην ελληνική έννομη τάξη σε δύο γλωσσικές μορφές, την πρωτότυπη και εκείνη της ελληνικής μετάφρασης. Η δεσμευτικότητα της ελληνικής εκδοχής εξαρτάται από την ποιότητα της μετάφρασης, καθώς όταν αυτή δεν είναι επαρκής, ο ερμηνευτής του δικαίου καταφεύγει στο πρωτότυπο.
Σε μια συνολική θεώρηση των κριτηρίων που οφείλει να λάβει υπόψη ο μεταφραστής νομικών κειμένων, η Stolze (2013: 11-12) προτείνει ένα σύστημα προσανατολισμού για τον μεταφραστή των νομικών κειμένων, καταγράφοντας ένα πλήθος παραγόντων τα οποία καθορίζουν αφενός τη θέση του προς μετάφραση κειμένου στο νομικό σύστημα στο οποίο έχει παραχθεί και αφετέρου τη μεταφραστική στρατηγική και τις μεταφραστικές τεχνικές που πρέπει να επιστρατευτούν για την επαναδιατύπωση του κειμένου στη γλώσσα στόχο. Οι παράγοντες αυτοί περιλαμβάνουν τον νομικό κόσμο στον οποίο έχει παραχθεί το πρωτότυπο κείμενο (τον πολιτισμό δηλαδή που περικλείει την έννομη τάξη), το νομικό σύστημα (ηπειρωτικό δίκαιο, νομολογιακό δίκαιο, υπερεθνικό δίκαιο), το κειμενικό είδος (νομοθετικό κείμενο, δικαστική απόφαση, πιστοποιητικό, σύμβαση κ.λπ.), το πεδίο του δικαίου (ποινικό, αστικό, διοικητικό, οικογενειακό, διεθνές δίκαιο κ.λπ.), τις νομικές έννοιες που περιέχει, το νομικό ύφος, τη ρητορική, τη λειτουργία του κειμένου (τόσο στη γλώσσα πηγή όσο και την επιδιωκόμενη λειτουργία στη γλώσσα στόχο), την ορολογία (όπου πρέπει να ελεγχθεί η ισοδυναμία των νομικών εννοιών), τις γλωσσικές πληροφορίες (επίσημη γλώσσα, ρηματικοί χρόνοι, δομή προτάσεων κ.λπ.) και τις παγιωμένες εκφράσεις της νομικής γλώσσας.
Η νομική ορολογία αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της νομικής γλώσσας, αλλά η δυσκολία της νομικής μετάφρασης, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν εξαντλείται στη δυσκολία μετάφρασης της νομικής ορολογίας. Οι Alcaraz και Hughes (2002: 154-162) αναφέρουν δύο κατηγορίες νομικών όρων: τους αμιγώς τεχνικούς όρους και τους ημιτεχνικούς όρους, δηλαδή όρους που έχουν λάβει μία (ή περισσότερες) σημασίες στην καθημερινή γλώσσα και μία διαφορετική σημασία στο πεδίο της νομικής επιστήμης. Σημαντικό τμήμα της νομικής ορολογίας αποτελούν όροι που η ελληνική νομική θεωρία ονομάζει αόριστες νομικές έννοιες. Η ερμηνεία και η εξειδίκευση των εννοιών αυτών αποτελεί εξαιρετικά σημαντικό έργο της νομικής επιστήμης. Η Κανελλοπούλου-Μπότη (2003: 2) ορίζει τη νομική επιστήμη ως κτίριο, «κατασκευασμένο» πάνω στη βάση ενός συστήματος αόριστων νομικών εννοιών. Αποκαλείται σύστημα, και όχι σύνολο, γιατί οι αόριστες αυτές νομικές έννοιες είναι συνυφασμένες η μία με την άλλη και η ερμηνείας της μίας σαφώς επηρεάζει την ερμηνεία κάποιας άλλης.
Η Stolze (2013: 9-10) καταγράφει τις παρακάτω μεταφραστικές τεχνικές για την αντιμετώπιση της νομικής ορολογίας:
·         κατά λέξη μετάφραση
·         δάνειο
·         υποκατάσταση από όρο της γλώσσας στόχου
·         χρήση όρου που αναφέρεται σε γενικότερη υπερώνυμη έννοια
·         μετάφραση με επεξήγηση
·         χρήση όρου της γλώσσας στόχου με αναφορά του πρωτότυπου όρου σε παρένθεση
·         χρήση του πρωτότυπου όρου με την προσθήκη υποσημείωσης
·         δημιουργία νεολογισμού στη γλώσσα στόχο.
Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή της μεταφραστικής τεχνικής θα πρέπει να πραγματοποιηθεί με βάση τη γνώση του μεταφραστή επί του αντικειμένου[5].
Είναι σαφές ότι η μετάφραση νομικών κειμένων απαιτεί, λόγω της πολυπλοκότητας του νομικού λόγου ως όχημα του δικαίου σε διαφορετικές περιστάσεις, ένα πλήθος δεξιοτήτων, διεπιστημονικής φύσης, και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί, όπως επισημαίνει ο Prieto Ramos (2013: 103) με απλουστευτικές και απαρχαιωμένες απόψεις περί μετάφρασης.

3. Μετάφραση πηγών δικαίου - Θεσμική μετάφραση


Από το σύνολο των ειδών των νομικών κειμένων, η παρούσα εργασία εστιάζει ειδικότερα στη μετάφραση διεθνών συνθηκών, κειμένων διεθνούς δικαίου, τα οποία μετά την υπογραφή και την κύρωσή τους από τα συμβαλλόμενα κράτη, μέσω των διαδικασιών αναγνώρισης που προβλέπονται και οι οποίες προϋποθέτουν τη μετάφραση των κειμένων αυτών, καθίστανται εσωτερικό δίκαιο και εντάσσονται στο σύστημα της εθνικής νομοθεσίας εκάστου συμβαλλόμενου κράτους. Πρόκειται για κείμενα που θέτουν κανόνες δικαίου, σύμφωνα με τη διάκριση των Politis και Canellopoulou-Botti, και μετά την ένταξή τους στην εσωτερική έννομη τάξη αποτελούν νομοθετικά κείμενα, νόμους του κράτους, με υπερνομοθετική μάλιστα ισχύ στην περίπτωση της Ελλάδας και της Κύπρου.
                Νόμο αποτελεί κάθε γραπτή πράξη της Πολιτείας που θέτει κανόνα δικαίου. Κατά τον Γεωργιάδη (2002: 3-4) οι κανόνες δικαίου έχουν τα εξής χαρακτηριστικά:
1.       Είναι ρυθμιστικοί κανόνες που ρυθμίζουν την εξωτερική συμπεριφορά των πολιτών και σπάνια αναφέρονται στην εσωτερική τους ηθική στάση.
2.       Αποτελούν ρυθμίσεις επιτακτικές, χαρακτηρίζονται δηλαδή από υποχρεωτικότητα, γιατί η εφαρμογή και η τήρηση των νόμων δεν επαφίενται στη θέληση των πολιτών, αλλά επιβάλλονται από την Πολιτεία.
3.       Πρόκειται για ρυθμίσεις ετερόνομες υπό την έννοια ότι επιβάλλονται στα μέλη της κοινωνίας από την Πολιτεία.
4.       Πρόκειται για ρυθμίσεις γενικές και αφηρημένες που δεν απευθύνονται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά έχουν εφαρμογή σε κάθε περίπτωση που πληρούνται οι προϋποθέσεις του πραγματικού τους.
Οι τρεις πρώτες ιδιότητες των νόμων απαιτούν ακρίβεια και σαφήνεια ως προς τη γλωσσική τους διατύπωση, ώστε να καθίστανται κατανοητά στους αποδέκτες των νόμων τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τους. Η τέταρτη ιδιότητα όμως απαιτεί μια πιο ευρεία και γενική διατύπωση. Κατά την Παναρέτου (2009: 59-60), αυτή η αντίθεση ανάμεσα στις κατηγορίες, δηλαδή η ακρίβεια, η σαφήνεια και η μονοσημία από τη μία, και η γενίκευση, ευρύτητα και η περιεκτικότητα από την άλλη, θα μπορούσε να ονομαστεί νομικό παράδοξο. Το νομικό αυτό παράδοξο ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τις γλωσσικές και υφολογικές ιδιαιτερότητες του νομικού κειμένου. Το ίδιο παράδοξο οδηγεί πολλές φορές και στις ασάφειες που εμφανίζονται στα κείμενα των νόμων, όταν η απαίτηση για ακρίβεια υποχωρεί μπροστά στην ανάγκη για γενίκευση.
Σύμφωνα με την ίδια ερευνήτρια (2009: 60), η θέσπιση νομοθεσίας αποτελεί και επικοινωνιακή πράξη. Η επικοινωνιακή πράξη προϋποθέτει δύο πόλους: την πηγή που είναι κάποιο όργανο του κράτους και τους αποδέκτες, που είναι οι πολίτες της χώρας. Λόγω της αυστηρά τεχνικής φύσης του νομικού κειμένου και οι δύο επικοινωνιακοί πόλοι υποδιαιρούνται σε δύο κατηγορίες. Η Πολιτεία είναι ο δημιουργός των νόμων (author), αλλά οι νόμοι συντάσσονται από τους νομοθέτες (writer), τις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές που αναλαμβάνουν την τεχνική διατύπωση των νομοθετικών κειμένων που αποτυπώνουν τη βούληση της Πολιτείας. Οι δε αποδέκτες διακρίνονται, επίσης, σε δύο κατηγορίες: μία ευρύτερη όπου εντάσσονται όλοι οι πολίτες που υπόκεινται στον νόμο και μία στενότερη κατηγορία αποδεκτών, την οποία αποτελούν οι ανήκοντες στη νομική κοινότητα. Κατά κανόνα, η ευρύτερη κατηγορία έχει ανάγκη από τη διαμεσολάβηση της στενότερης σε κάθε επαφή της με τον νόμο.
Όπως προαναφέρθηκε, οι εθνικοί νόμοι, κατά κανόνα, είναι στενά συνδεδεμένη με την έννομη τάξη μέσα στην οποία παράγονται και δεν έχουν ισχύ εκτός αυτής[6].  Οι διεθνείς συνθήκες, οι οποίες και προσλαμβάνουν την ισχύ νόμου, παράγονται εντός των διεθνών οργανισμών της παγκόσμιας κοινότητας. Συνεπώς, δεν συνδέονται στενά με κάποια εθνική έννομη τάξη, αλλά αποτελούν προϊόν της διεθνούς έννομης τάξης, η οποία, στα ζητήματα τα οποία ρυθμίζει, επιχειρεί να συγκεράσει τις διαφορές ανάμεσα στις εθνικές έννομες τάξεις. Οι διεθνείς συμβάσεις εκφράζουν κοινή νομοθετική βούληση εγκαθίδρυσης και διαχείρισης πολυμερών σχέσεων διεθνούς κοινού συμφέροντος και αρθρώνουν πάντοτε στα κείμενά τους μία πληθυντική ενότητα καθεστωτικής διακυβέρνησης, όπου το unum δεν καταργεί το pluribus (γλωσσικό, νομικό, πολιτιστικό) (Ραυτόπουλος 2015: 11).
Δεδομένου ότι οι νόμοι αποτελούν πολιτειακές πράξεις (είτε κάποιου εθνικού κράτους είτε της διεθνούς κοινότητας στην οποία ανήκει το κράτος και έχει αναλάβει την ευθύνη αναγνώρισης των πράξεων της), η μετάφραση νομοθετικών κειμένων ανήκει τόσο στο πεδίο της νομικής μετάφρασης όσο και στο πεδίο της θεσμικής μετάφρασης[7]. Σύμφωνα με τη διάκριση της Koskinen (2014: 10), η νομοθεσία και η έκδοση άλλων δικαστικών ή διοικητικών κειμένων ανήκουν στη ρυθμιστική λειτουργία της διακυβέρνησης, όπως και άλλα δευτερεύοντα κείμενα που απαιτούνται από τον νόμο ή είναι απαραίτητα για τη διεκπεραίωση νομικών διαδικασιών. Το καθεστώς μετάφρασης των νομικών κειμένων που εκδίδονται στο επίπεδο αυτό εντάσσεται στο πεδίο των επιλογών διακυβέρνησης.
Σύμφωνα με τη διάκριση της Nord (1997/2014: 112-113) σε τεκμηριωτική και εργαλειακή μετάφραση, η μετάφραση νομοθετικών κειμένων ανήκει στην κατηγορία της εργαλειακής μετάφρασης, καθώς το αποτέλεσμα είναι ένα κείμενο που είναι σε θέση να επιτύχει το ίδιο εύρος λειτουργιών με το πρωτότυπο και πρόκειται, μάλιστα, για ομοιολειτουργική μετάφραση. Η λειτουργία του κειμένου στόχου είναι όμοια με αυτή του κειμένου πηγής (Nord 1997/2014: 118). Σύμφωνα με την ίδια θεωρία, η μεταφραστική διαδικασία, αφού αποφασιστεί σε ποια από τις ανωτέρω κατηγορίες ανήκει η μετάφραση, θα εστιάσει στις λειτουργικές μονάδες του κειμένου πηγής, οι οποίες, είναι απαραίτητο να αναπαραχθούν στο κείμενο στόχος και κατά πόσο το μεταφρασμένο κείμενο θα πρέπει να συμμορφωθεί στις υφολογικές συμβάσεις του πολιτισμού πηγής ή σε αυτές του πολιτισμού στόχου.

4. Μετάφραση διεθνών συνθηκών


Στο ίδιο πνεύμα, ο Munday (2001/2002: 93-94), εφαρμόζοντας τη θεωρία του Nida περί μορφικής και δυναμικής ισοδυναμίας, θέτει ως παράδειγμα τη μετάφραση μιας συνθήκης διεθνούς δικαίου, τονίζοντας ότι στα νομικά έγγραφα η μεταφραστική τεχνική είναι πάντοτε προσανατολισμένη στη μορφική ισοδυναμία, καθώς δεν υπάρχει θέση για προσαρμογές ή ερμηνείες. Πρέπει κάθε κείμενο να εκφράζει τις ίδιες ιδέες και να προκαλεί την ίδια αντίδραση. Σε αντίθετη περίπτωση, οι διαφορετικές ερμηνείες θα προκαλέσουν νομικές επιπλοκές και δυνητικές ασάφειες στη διατύπωση.
                Την ίδια προσοχή κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων απαιτεί και η Šarčević (2000: 8) από τον μεταφραστή διεθνών συνθηκών και συμβάσεων. Θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή σε κάθε πιθανή ερμηνεία και παρερμηνεία κατά τη σύνθεση του κειμένου. Προτεραιότητα στις μεταφράσεις αυτές είναι η επίτευξη της μεγαλύτερης δυνατής γλωσσικής συμφωνίας ώστε να αποφευχθεί τυχόν αμφισημία που θα μπορούσε να προκαλέσει διεθνείς έριδες, περιττούς δικαστικούς αγώνες ή απουσία ασφάλειας δικαίου. Ταυτόχρονα, ο μεταφραστής θα πρέπει να αποφεύγει τη μετάφραση «λέξη προς λέξη». Οι μεταφραστές και επιμελητές των κειμένων αυτών οφείλουν να είναι πλήρως συνειδητοποιημένοι ως προς τις νομικές παραμέτρους του έργου τους, κατά τη διαδικασία αξιολόγησης κάθε μεταφραστικού προβλήματος και υιοθέτησης της κατάλληλης λύσης σε κάθε περίπτωση (Prieto Ramos 2011: 212)
                Το αντικείμενο του διεθνούς δικαίου διευρύνεται διαρκώς στη σύγχρονη εποχή. Αλλά και γλωσσικά ακόμη, όπως παρατηρεί ο Prieto Ramos (2011: 205), η γλώσσα διαπραγμάτευσης, η αγγλική γλώσσα κατά κύριο λόγο δηλαδή, αφήνει όλο και περισσότερο το στίγμα της στη γλώσσα στόχο των διεθνών κειμένων. Η επιρροή της αγγλικής γλώσσας διαφαίνεται και στην τάση των μεταφραστών των γλωσσών στόχο να προτιμούν κατά λέξη μεταφράσεις, δάνεια ή έκτυπα προερχόμενα από τη γλώσσα διαπραγμάτευσης του πρωτότυπου κειμένου, δηλαδή την αγγλική.
                Κατά την πορεία μετάφρασης ενός κειμένου διεθνούς δικαίου, κατά τον Ραυτόπουλο (2015: 4) απαιτείται η δημιουργική διατήρηση του αυθεντικού νοηματικού πεδίου του κειμένου καθώς τα πεδία εφαρμογής αλλάζουν και συντελείται η αναγκαία μετάβαση από το ένα πεδίο αναφοράς[8] (του πρωτότυπου κειμένου που ανήκει στη διεθνή έννομη τάξη) στο άλλο (του κειμένου στόχου που ανήκει στην εθνική έννομη τάξη). Κατά τον συγγραφέα, ιδιαίτερη σημασία έχει η νομική συνείδηση του φορέα της μετάφρασης, η γλωσσική συνείδηση της γλώσσας της μετάφρασης και η διασφάλιση επάρκειας στη νοηματική απόδοση τεχνικών επιστημονικών όρων και εννοιών, ενώ προσθέτει τη σημασία ενσωμάτωσης της εμπειρίας της διαπραγμάτευσης του κειμένου.
                Κάθε διεθνής συνθήκη είναι αποτέλεσμα συμφωνίας, η οποία επιτυγχάνεται μέσω τήρησης λεπτών ισορροπιών στη διεθνή κοινότητα. Την ίδια αυτή ισορροπία οφείλει να αποδώσει ο μεταφραστής των διεθνών συνθηκών, μέσα στο αυστηρό πλαίσιο που ορίζει η ίδια η συνθήκη. Η πίστη στις διατυπώσεις και τις υφολογικές συμβάσεις, όμως, του πρωτότυπου κειμένου δεν πρέπει να φτάνει στο σημείο της στείρας αναπαραγωγής του στη γλώσσα στόχο, ώστε να στερείται νοήματος και εννόμων αποτελεσμάτων.
Για τον λόγο αυτό, ο Prieto Ramos (2014: 324-325) θεωρεί ότι οι μεταφραστές δεν είναι απλοί θεατές ή πληροφοριοδότες στη διαδικασία διαμόρφωσης του διεθνούς δικαίου, αλλά καθοριστικοί παράγοντες υπεύθυνοι για τη γλωσσική μορφή αυθεντικών κειμένων που καθίστανται πηγές δικαίου με σημαντική νομική ισχύ. Η εμπειρία της μεταφραστικής διαδικασίας διεθνών συνθηκών θα μπορούσε να αποβεί χρήσιμη και κατά το στάδιο σύνταξης συναφών κειμένων, καθώς το μεταφραστικό αποτέλεσμα θα μπορούσε να συμβάλλει στην επίλυση ζητημάτων αμφισημίας που μπορεί να εμφανίσει ένα πολύγλωσσο κείμενο.
Σύμφωνα με τον Harvey (2002: 182), η νομική μετάφραση, από επιστημολογική πλευρά, βρίσκεται ανάμεσα σε τρία πεδία έρευνας: τη νομική θεωρία, τη γλωσσική θεωρία και τη μεταφρασεολογία. Υπό αυτή την άποψη, ο Prieto Ramos (2011: 212), ειδικά για τα κείμενα διεθνών συνθηκών, τονίζει την ανάγκη της ενσωμάτωσης των μεθόδων νομικής ερμηνείας στη μεθοδολογία της νομικής μετάφρασης. Οι επαγγελματίες που εργάζονται στο πεδίο αυτό, δεδομένης της φύσης των κειμένων που επεξεργάζονται, θα πρέπει να ερμηνεύουν τα κείμενα αυτά όπως και ένας νομικός επιστήμονας, ώστε να μην αλλοιώνεται το κοινό νόημα που θέλει να μεταδώσει το κείμενο. Για τον λόγο αυτό, ο μεταφραστής κειμένων διεθνούς δικαίου θα πρέπει να διαθέτει ένα ιδιαίτερα εξειδικευμένο επαγγελματικό προφίλ, ώστε να μπορεί να αξιολογήσει όλες τις νομικές, γλωσσικές, υφολογικές και μεταφραστικές περιστάσεις που απαιτεί η επεξεργασία ενός τέτοιου κειμένου. Το αποτέλεσμα δεν εγγυάται μόνο την ποιότητα των μεταφράσεων κειμένων διεθνούς δικαίου αλλά και την ασφάλεια δικαίου σε παγκόσμιο επίπεδο.

               

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


Ελληνόγλωσσες πηγές

Munday, J. (2001/2002): Μεταφραστικές σπουδές: θεωρίες και εφαρμογές. Μετάφραση: Α. Φιλιππάτος, Αθήνα: Εκδόσεις Μεταίχμιο.

Nord, C. (1997/2014): Η μετάφραση ως στοχευμένη δραστηριότητα: Εισαγωγή στις λειτουργικές προσεγγίσεις. Μετάφρ.- προσαρμογή: Σίμος Π. Γραμμενίδης, Δέσποινα Λάμπρου. Αθήνα: Δίαυλος.

Βαλεοντής, Κ. & Κριμπάς, Π. (2014): Νομική Γλώσσα, Νομική Ορολογία, Θεωρία και Πράξη. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

Βλαχόπουλος, Σ. (2014): Πολυγλωσσία στο δίκαιο. Μετάφραση νομικών κειμένων και δικαστηριακή διερμηνεία. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

Γεωργιάδης, Α. (2002): Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 3η έκδοση, Αθήνα – Κομοτηνή: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα.

Κριμπάς, Π.Γ. & Σφακιανάκη, Μ. (2015): Ο βαθμός νομικής δεσμευτικότητας του μεταφράσματος ως παράγοντας διαμόρφωσης της πρόθεσης του νομικού μεταφραστή στο: Όψεις της ελληνόφωνης Μεταφρασεολογίας- Μελέτες για τη μετάφραση αφιερωμένες στην Τώνια – Νενοπούλου Δρόσου (Επιμέλεια: Ε.Κουρδής – Ε.Λουπάκη), Α.Π.Θ., Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας – Τομέας Μετάφρασης, σελ.71-85.

Κριμπάς, Π.Γ. (2009): Η μετάφραση νομικών όρων στις διεθνείς συμβάσεις. Το παράδειγμα της σύμβασης Schengen. Αθήνα: Αντ.Ν. Σάκκουλας.

Παναρέτου, Ε. (2009): Νομικός Λόγος, Αθήνα: Παπαζήσης.

Ραυτόπουλος, Ε. (2015): Το νέο καθεστώς της Σύμβασης της Βαρκελώνης για την προστασία του περιβάλλοντος της Μεσογείου: το πρόβλημα και τα κείμενα της ελληνικής μετάφρασης, MEPIELAN Μελέτες διεθνούς περιβαλλοντικού δικαίου και διαπραγμάτευσης, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

Ξενόγλωσσες πηγές

Alcaraz V., E. & Hughes, B. (2002): Legal Translation Explained, Manchester: St Jerome Publishing.

Borja Albi, A. (2007): Los géneros jurídicos, σε Enrique Alcaraz (επιμ.) Las lenguas profesionales y académicas. Βαρκελόνη: Ariel.

Cao, D. (2009): Translating law. Clevedon: Multilingual Matters.

Harvey, M. (2002): What’s so Special about Legal Translation?, Meta: Translator’s Journal 47:2, σελ. 177-185.

Koskinen, K. (2014): Institutional translation: the art of government by translation, Perspectives: Studies in Translatology.

Orozco-Jutorán, M. (2014): Propuesta de un catálogo de técnicas de traducción:la toma de decisiones informada ante la elección de equivalentes σε Hermeneus, Revista de Traducción e Interpretación, τ. 16, σελ. 233-264.

Politis M. & Canellopoulou-Botti M. (2000): Le sort des référents pragmatologiques dans le texte d’arrivée en traduction juridique, Communication presentée au colloque International “La Traduction Juridique: Histoire, Théories et Pratique”, organisé par l’École de Traduction et d’Interprétation de l’Université de Genève, 17-19 février 2000. Διαθέσιμο σε: http://www.tradulex.com/Actes2000/Politis.pdf.

Prieto Ramos, F. (2011): El traductor como redactor de instrumentos jurídicos: el caso de los tratados internacionales. Journal of Specialised Translation, τ. 15, σελ. 200-214.

Prieto Ramos, F. (2014): International and supranational law in translation: from multilingual lawmaking to adjudication, The Translator, 20:3, σελ. 313-331.

Prieto Ramos, F. (2013): ¿Qué estrategias para qué traducción jurídica?: por una metodología integral para la práctica profesional. Σε: Alonso Araguás, I., Baigorri Jalón, J. & Campbell, H. (Ed.). Translating the Law. Theoretical and Methodological Issues / Traducir el Derecho. Cuestiones teóricas y metodológicas. Γρανάδα: Comares, 2013. σελ. 87-106.

Šarčević S. (2000): Legal Translation and Translation Theory: a Receiver-oriented Approach, Actes du Colloque International “La Traduction Juridique, Histoire, théorie(s) et pratique”, organisé par l’École de Traduction et d’Interprétation de l’Université de Genève, 17-19 février 2000. Διαθέσιμο σε: http://www.tradulex.com/Actes2000/sarcevic.pdf.

Stolze, R. (2013): Translation and Law. SYNAPS – A Journal of Professional Communication, τ. 28, σελ. 3-13.


Το παρόν δοκίμιο αποτελεί απόσπασμα της Διπλωματικής Εργασίας που εκπόνησε, υπό την εποπτεία του Αναπληρωτή Καθηγητή Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, η Μαρία Μελαδάκη, στο πλαίσιο των σπουδών της στο Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Μετάφραση και Διερμηνεία», κατεύθυνση «Μετάφραση» του ΑΠΘ, με τίτλο «Συγκριτική ανάλυση των μεταφράσεων της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική (Σύμβαση του Οβιέδο) για την ενσωμάτωση της σύμβασης στην ελληνική και στην κυπριακή έννομη τάξη».



[1] Το παράδειγμα παρατίθεται στο άρθρο του Prieto Ramos (2011: 210)
[2] Η Borja Albi (2007: 5) κατηγοριοποιεί τις έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί στο πεδίο της νομικής μετάφρασης ανάλογα με το είδος του νομικού κειμένου το οποίο μελετάται σε έκαστο εξ αυτών.
[3] Οι συλλογές νομολογίας (law reports) έχουν ιδιαίτερη σημασία για το νομικό σύστημα του κοινοδικαίου (common law), το οποίο και ακολουθείται στην αγγλική έννομη τάξη, καθώς το δίκαιο διαμορφώνεται νομολογιακά. Σε έννομες τάξεις που ανήκουν στο ηπειρωτικό δίκαιο, όπως είναι και η ελληνική, οι συλλογές νομοθεσίας είναι ήσσονος σημασίας κειμενικό είδος.
[4] Ειδικά ως προς τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπονται πλήθος διαδικασιών για την ταχύτερη αναγνώριση δικαστικών αποφάσεων εντός της Ένωσης (ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής, ευρωπαϊκό κληρονομητήριο, ευρωπαϊκή διαδικασία μικροδιαφορών κ.ά.)
[5] Η επιλογή ισοδυνάμου είναι μια απόφαση που θα πρέπει να λαμβάνεται κατόπιν γνώσεως του αντικειμένου (toma de decisiones informada), όπως σημειώνει Orozco-Jutorán (2014). Η δε επιλογή του μεταφραστή ενέχει και ηθικές προεκτάσεις (Κανελλοπούλου-Μπότη 2003).
[6] Υπό το πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν θεσπιστεί δικονομικά εργαλεία στα οποία ο κανόνας αυτός υποχωρεί και οι εφαρμοστές του δικαίου ενός κράτους μέλους καλούνται να εφαρμόσουν την εσωτερική νομοθεσία άλλου κράτους μέλους. Για παράδειγμα, κατά τη διαδικασία του ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου (Κανονισμός ΕΕ 650/2012), το κληρονομητήριο εκδίδεται από το κράτος μέλος όπου κατοικούσε μόνιμα ο θανών, εφαρμόζοντας όμως το δίκαιο της εθνικότητας του θανόντος (εφόσον ο θανών ήταν πολίτης άλλου κράτους μέλους της ΕΕ). Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, ο εφαρμοστής του δικαίου θα λάβει γνώση του δικαίου της εθνικότητας του θανόντος μέσω μετάφρασης.
[7] Ως θεσμική μετάφραση o Gouadec ορίζει «κάθε μετάφραση που πραγματοποιείται στο όνομα, εκ μέρους ή προς όφελος των θεσμών». Ο ορισμός περιέχεται στο άρθρο της Koskinen (2014: 1).
[8] Σε διεθνολογικό (και όχι γλωσσολογικό ή μεταφρασεολογικό) επίπεδο, ο Ραυτόπουλος (2015: 3) ορίζει το αυθεντικό πεδίο αναφοράς το οποίο συνθέτει ένα πλέγμα προϋποθέσεων αυθεντικότητας που αποτελούν: η ιστορική αντίληψη της πραγματικότητας της διαπραγματευτικής διαδικασίας αναφορικά με την οποία διαμορφώνεται συναινετικά το κείμενο και οικοδομείται το διεθνές κοινό συμφέρον, η θεωρητική προσέγγιση του δικαίου ως «λογικής των προηγούμενων» (κλειστό σύστημα) ή «λογικής των συνεπειών» (ανοικτό-τελεολογικό σύστημα), η αποτύπωση της αντίληψης των διασυνδεόμενων αξιών και η λογική της διαπραγματευτικής διαδικασίας που οδήγησε στην αυθεντική αποτύπωση του κειμένου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου