Federico García Lorca
Περί αγάπης
Θέατρο ζώων
Θεατρικό
ποίημα
(Το σκηνικό αναπαριστά ένα απολύτως ήσυχο
μονοπάτι.)
ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ (Κουνώντας
ανάλαφρα τα φτερά.) Το πρωινό είναι πανέμορφο! Τι ήσυχο μονοπάτι. Θα ’λεγε
κανείς πως η γη δεν κατοικείται πια παρά μόνο από περιστέρια. Κι έπειτα αυτός ο
ήλιος! Αυτός ο ήλιος ο τόσο ζεστός, ο τόσο ευχάριστος· έτσι χαίρεσαι να πετάς.
(Ένας γέρος χοίρος, σκυθρωπός, έρχεται
ασθμαίνοντας από το μονοπάτι.)
Ο ΧΟΙΡΟΣ Καλημέρα περιστεράκι, λιάζεσαι;
ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ Έτσι φαίνεται, παππού χοίρε, χωρίς τον
ήλιο δεν θα ζούσαμε εμείς τα περιστέρια.
Ο ΧΟΙΡΟΣ Ούτε κανένας άλλος.
ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ Αα, κάνετε μεγάλο λάθος, παππού. Και
βέβαια οι ακτίνες του ήλιου είναι η αιτία που όλα καρποφορούν. Χωρίς αυτόν η γη
θα ’ταν ένας χέρσος τόπος, αβίωτος. Η ζεστασιά του κι ο ρυθμός του λούζουν όλα
τα πράγματα το ίδιο. Οι ψυχές μας είναι οι μελωδίες της ζωής, κι εκείνος είναι
η απόλυτη αρμονία. Ανάμεσα στους ανθρώπους υπάρχουν κάποιοι που έχουν την
πολύτιμη ικανότητα να διαισθάνονται την ψυχή των πραγμάτων. Ονομάζονται
καλλιτέχνες. Κάποιοι υπήρξαν φίλοι μου…
ΧΟΙΡΟΣ Συγγνώμη, αλλά δεν αντιλαμβάνομαι τι
σχέση έχει αυτό που λες…
ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ Μεγάλη, αγαπητέ παππού… Όπως οι καλλιτέχνες
ερμηνεύουν τον γαλάζιο ουρανό, τα λουλούδια, το νερό… εμείς τα περιστέρια διαισθανόμαστε
την ψυχή του ήλιου, νιώθουμε όσο κανείς πάνω στη γη το χρυσό του χάδι, τη σιωπή
του και τα τραγούδια του…
ΧΟΙΡΟΣ Εσύ είσαι μια λυρική κι αξιοθαύμαστη
ψυχή που ’χει πετάξει πολύ, κι έχεις επωφεληθεί από αυτό, όμως εγώ, κόρη μου,
παρ’ όλο που είμαι πάρα πολύ γέρος κι έχω καταφέρει να δραπετεύσω από την
τρομερή λαιμαργία των ανθρώπων, δεν ξέρω να διαισθάνομαι όπως εσύ τα μυστικά
του ήλιου. Και δεν είναι δικό μου το φταίξιμο, καλά το ξέρει ο Μεγάλος χοίρος
που βρίσκεται στους ουρανούς, όμως έχω τόσο ασθενικά μάτια που οι ακτίνες του
ήλιου μού προκαλούν ερεθισμό αντί να με ανακουφίζουν και να μου χαρίζουν ευεξία.
Επιπλέον, ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ με αυτά τα πνευματικά
πράγματα… Δυστυχώς,
πάνω από το είδος μου επικρέμεται πάντα η θανάσιμη απειλή του ανθρώπου…
Ο άνθρωπος είναι
σκληρός…
ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ Ο άνθρωπος είναι σκληρός επειδή η
σκληρότητα ενυπάρχει σε όλα τα πλάσματα, και σε κάποια είναι πιο έντονη απ’ όσο
σε άλλα.
ΧΟΙΡΟΣ Η σκληρότητα μπορεί να υπάρχει, όχι όμως
μέσα σου, εσύ είσαι απαλλαγμένη από κάθε κακό.
ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ Ποτέ μην το λες αυτό. Ποιος σου λέει
ότι η μυρμιγκίνα που μου χρησιμεύει για φαγητό δεν είναι μια καλή
οικογενειάρχισσα, από εκείνες που βγάζουν τα παιδάκια τους να λιαστούν και ν’
ακούσουν τα αηδόνια να κελαηδούν; Ω ναι, όλοι είμαστε σκληροί, σκληροί εκ
φύσεως. Για να δούμε, ο ήλιος δεν είναι άραγε καλός για όλα τα πράγματα;
ΧΟΙΡΟΣ Έτσι φαίνεται.
ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ Κι όμως, παρ’ όλα αυτά, σε συγκεκριμένη
εποχή πρέπει να κρυβόμαστε από το βλέμμα του γιατί μπορεί να μας
θανατώσει… Τόση είναι η δύναμή του και το φως του…
ΧΟΙΡΟΣ Ωστόσο, ο καθένας βλέπει τα πράγματα
από τη σκοπιά του. Εγώ υπεραμύνομαι της ταπεινής μου γνώμης. Ο άνθρωπος είναι
το κακό προσωποποιημένο, μέσα του υπάρχουν μόνο συναισθήματα ποταπά και
τιποτένια.
ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ Πιστεύω πως υπερβάλλεις. Έχει ένα
αθάνατο πνεύμα που…
ΧΟΙΡΟΣ Άσε με να μιλήσω, περιστεράκι: λάβε
υπόψη ότι έχω ζήσει πολύ καιρό ανάμεσά τους κι είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω
την κακή τους φύση. Αν εσύ ήξερες πόσο έχω υποφέρει! Πόσο έχω κλάψει στο
ανήλιαγο χοιροτροφείο μου...! Και πόσο έχω ακόμη να υποφέρω…
ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ Καημένε παππού χοίρε, μας είναι πολύ
πολύ γνωστό το πόσο έχετε υποφέρει. Είστε τόσο ισχνός που μοιάζετε με
περιπλανώμενο σκύλο, απ’ αυτούς που πεθαίνουν στους σκουπιδότοπους δίχως
κανένας να περιμαζέψει τον τελευταίο τους αναστεναγμό…
ΧΟΙΡΟΣ Καλά λες, κόρη μου, όμως χάρη στην εν
λόγω ισχνότητα της ύλης μπόρεσα να σώσω τη ζωή μου. Αλλά θα ’ταν καλύτερα να
’χα πεθάνει μικρός ή να μην είχα καν γεννηθεί.
ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ Ελάτε, μην κλαίτε έτσι! Κοιτάξτε το
μονοπάτι και τον ουρανό και τα δέντρα, τι βαθιά γαλήνη αποπνέουν! Επιβάλλεται
να είστε ευτυχισμένος…
ΧΟΙΡΟΣ Μακάρι να μπορούσα να ’μαι, όμως είναι
ήδη υπερβολικά αργά κι έχω καρδιά ραγισμένη, γιατί και οι χοίροι έχουμε καρδιά,
αν και οι άνθρωποι δεν το πιστεύουν… Δεν υπάρχει μεγαλύτερη στεναχώρια από το
να μην έχω γνωρίσει τη μητέρα μου… Λίγο αφότου με γέννησε, οι άνθρωποι τη
δολοφόνησαν για να τη φάνε. Ήμαστε επτά αδέρφια μοιρασμένα σε διαφορετικά
σπίτια. Εμένα με μεγάλωσε μια γουρούνα που ’ταν φίλη της μητέρας μου και που με
δίδαξε να σέβομαι τη μνήμη της. Αυτή η γουρούνα είχε τέσσερα παιδάκια, μαζί με
τα οποία μεγάλωσα, και τα οποία τα αγάπησα πολύ. Τις νύχτες, όταν τα πάντα σκοτείνιαζαν
και δεν ακουγόταν κανένας θόρυβος στον κάμπο, η μητριά μου ξάπλωνε φαρδιά
πλατιά και δείχνοντάς μας τα τρεμάμενα και πρησμένα στήθη της μας έλεγε:
«Βυζάξτε, παιδάκια μου!». Εμείς σπρωχνόμασταν αναμεταξύ μας και τρελά από
ευχαρίστηση ρουφούσαμε με τις μουσουδίτσες μας το γλυκό και ζεστό γάλα και μας
έπαιρνε ο ύπνος κάτω από τον συγκινητικό ήχο του μητρικού γρυλισμού. Ήμαστε
τόσο ευτυχισμένα!... Μια νύχτα η μητριά μου δείχνοντάς μας τη γλυκύτητα των
μαστών της μας είπε πολύ λυπημένα: «Παιδιά μου, έχει φτάσει η ώρα που πρέπει να
χρησιμεύσω ως γεύμα στους ανθρώπους. Δυστυχώς, αυτό το ίδιο τέλος θα ’χετε κι εσείς.
Το είδος μας είναι καταδικασμένο σ’ αυτό το τρομερό μαρτύριο μέχρις ότου κατέβει
να το λυτρώσει Εκείνος που βρίσκεται στους ουρανούς, για την ευσπλαχνία του
οποίου δεν πρέπει να αμφιβάλλετε. Να ’σαστε καλά παιδιά και να με θυμόσαστε
πάντα, γιατί η αγάπη για τους γονείς δεν πρέπει ποτέ να ξεχνιέται. Βυζάξτε για
τελευταία φορά και ξεκουραστείτε». Τα μάτια της μητριάς μου είχαν πνιγεί στα
δάκρυα, από την τρεμάμενη μουσούδα της έβγαινε ένας ματοβαμμένος αφρός.
ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ Η καημενούλα!
ΧΟΙΡΟΣ Εμείς αρχίσαμε να γρυλίζουμε και
φιλώντας την κοιλιά της και τη ράχη της κάναμε σαν τρελά. Μόλις ξημέρωσε, ο
κόκορας, που ’ταν παλιός φίλος της μητριάς μου, άρχισε να τραγουδάει πολύ
δυνατά, λέγοντας: «Έρχονται ήδη να σε πάρουν! Έρχονται ήδη να σε πάρουν!». Κι
ακούγαμε τις κότες να κλαίνε με κλάμα πνιχτό σαν να φοβούνταν ν’
ακουστούν. Μια από αυτές έλεγε: «Πότε θα τελειώσει η σκλαβιά μας;» και μια άλλη
απαντούσε: «Μόνον όταν Εκείνος που βρίσκεται στους ουρανούς θελήσει να δείξει
όλη την ευσπλαχνία του». Και ο κόκορας κάθε φορά πιο δυνατά: «Έρχονται ήδη να
σε πάρουν! Έρχονται ήδη να σε πάρουν!».
ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ Είναι τρομερό, τρομερό!
ΧΟΙΡΟΣ Ύστερα άνοιξε η πόρτα του χοιροτροφείου
και μπήκαν δύο απαίσιοι άνθρωποι. Ένας απ’ αυτούς είχε ένα μαχαίρι στο χέρι και
τα ρούχα ματωμένα. Ο άλλος κρατούσε ένα γερό σκοινί με το οποίο έδεσε τη μητέρα
μου από το ένα της πόδι… Έξω ακουγόταν μεγάλο νταβαντούρι, γέλια από παιδιά,
τραγούδια από ψυχοκόρες και το λυπημένο κλάμα από τις κότες. Τη μητριά μου την τραβήξανε
δια της βίας ως την πόρτα. Η καημένη έβγαζε πνιχτά γρυλίσματα, όταν όμως θέλησαν
να την πάρουν έξω από το χοιροτροφείο κι άκουσε τις δικές μας απελπισμένες
ικεσίες και τον αγιάτρευτο πόνο μας, οι θρήνοι της έγιναν σπαρακτικοί. Με το
κεφάλι σηκωμένο αντιστεκόταν στους ανθρώπους που την έσερναν. Τότε εγώ ένιωσα
σαν ένα χέρι να μου ξεριζώνει την καρδιά. Ήθελα να μπορούσα να μιλήσω όπως
αυτοί για να τους προκαλέσω τη συμπόνια, όλα όμως ήταν ανώφελα, ήδη η μητριά
μου βρισκόταν έξω από το χοιροτροφείο. Ύστερα από μια αγωνιώδη σιωπή την
ακούσαμε ακόμα μια φορά να φωνάζει δυνατά, απεγνωσμένα, με μια διαπεραστική
κραυγή που ’σβησε σταδιακά. Ήταν ο θάνατος. Έπειτα ακούστηκαν πολλά γέλια κι
ένας ήχος από κιθάρες… Τα αδέρφια μου κι εγώ, προφυλαγμένα στο βάθος του
στάβλου, κλαίγαμε πικρά… Ήταν τόσο καλή!... Και θυμόμασταν τις νύχτες που
περάσαμε μαζί της, βυζαίνοντας το γλυκύτατο ζεστό της γάλα, θυμόμασταν τα φιλιά
της και τις στοργικές δαγκωματιές της, τις σοφές συμβουλές της και τα
νανουρίσματά της. Όλα είχαν χαθεί για πάντα. Τότε μπήκε να μας επισκεφτεί μια
γριά κότα, που της είχε βγάλει το ένα μάτι ένας από τους γιους του κυρίου, και
απευθυνόμενη σ’ εμάς μας ράμφιζε με αγάπη κλαίγοντας απαρηγόρητα. «Καταραμένοι
να ’ναι! Καταραμένοι να ’ναι!», έλεγε, «μας κλέβουν την ευτυχία! Παιδιά μου,
μην κλαίτε άλλο. Εκείνη ήδη θα ξεκουράζεται, όχι όπως εμείς, που μείναμε πίσω
για να υποφέρουμε!». Αμέσως μετά ακούσαμε το σκύλο του σπιτιού που γιόρταζε με
τραγούδια το θάνατο της μητριάς μου. Η κότα, σκυθρωπιάζοντας, αναφώνησε: «Καταραμένος
κι αυτός, επίσης, φίλος του ανθρώπου κι εχθρός δικός μας». Είχε ξημερώσει πλέον
και κάπου μακριά ήχησαν οι καμπάνες. Από τότε μισώ τους ανθρώπους και τους
σκύλους.
ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ Έχεις δίκιο σ’ αυτά που λες, επειδή τα
λες εσύ. Εγώ πρέπει να πω το αντίθετο. Ο άνθρωπος μ’ έκανε σύμβολο της αγάπης
του, σύμβολο του Θεού του. Εγώ φέρω τη σοφία, εγώ είμαι σαν το φως. Παρ’ όλα
αυτά, ο άνθρωπος μου είναι αδιάφορος, ούτε τον αγαπώ ούτε τον μισώ. Υπάρχουν
τόσα πράγματα πιο πάνω απ’ αυτόν!
ΧΟΙΡΟΣ Εσύ η ίδια που ’σαι αγνή κι αθάνατη.
ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ Θνητή όπως εσύ, παππού χοίρε.
ΧΟΙΡΟΣ Μην το σκέφτεσαι με τίποτα αυτό. Εσύ
ξέρεις να δέχεσαι τον ήλιο πάνω στο άσπιλο φτέρωμά σου και να διαισθάνεσαι τη
μοναδική ψυχή του, εσύ που πετάς μέχρι να χαθείς μέσα στο γαλάζιο, εσύ που
ξέρεις ν’ αγαπάς όσο κανείς, δεν μπορείς να εξαφανιστείς. Αν έχεις κατακτήσει
έστω και μια στιγμή ευτυχίας, θα κερδίσεις την αθανασία, γιατί όποιος έχει
βουτήξει την ψυχή του έστω και μια στιγμή μόνο στην ηρεμία της τελειότητας,
ποτέ του δεν θα αποθάνει.
ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ Τότε μπορεί κι εσύ να ’σαι αθάνατος!
ΧΟΙΡΟΣ Εγώ; Ποτέ. Από τότε που γεννήθηκα
έζησα στη λάσπη.
ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ Δεν έχει σημασία, παππού. Η λάσπη
είναι για εσάς όπως για μένα ο αέρας κι η φωλιά από άχυρα.
ΧΟΙΡΟΣ Όμως είναι πάντα λάσπη… Εγώ θα
μπορούσα να ’μαι καλός και ήρεμος, όμως ο άνθρωπος με εμπόδισε. Σήμερα η ψυχή
μου είναι γεμάτη μίσος. Δεν θα μπορέσω να ’μαι ευτυχισμένος.
ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ Ποιος σας έμαθε να κάνετε τόσο
θλιβερές σκέψεις; Η ζωή είναι ωραία.
ΧΟΙΡΟΣ Έμαθα να σκέφτομαι μέσα από τα βάσανα,
και την ιδέα της εσωτερικής μας μαυρίλας μού την αποκάλυψε μια γριά γουρούνα,
σκεπτικίστρια φιλόσοφος που ζει αποτραβηγμένη στο δάσος.
ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ Πρέπει να ηρεμήσεις. Μπορείς ακόμα να
’σαι ευτυχισμένος.
ΧΟΙΡΟΣ Είναι πια σχεδόν αδύνατον.
(Στη σκηνή κυριαρχεί μια αδιαπέραστη
σιωπή. Ο ουρανός αποκοιμιέται ονειροπόλα μέσα στο γαλάζιο του χρώμα.)
ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ
Μ’ όλα αυτά, παππού χοίρε, δεν σε
ρώτησα πού πηγαίνεις. Ταξιδεύεις για ευχαρίστηση ή πηγαίνεις σε κάποια επείγουσα
δουλειά;
ΧΟΙΡΟΣ Μου ’παν πως όλα τα ζώα
συγκεντρώνονται σε μεγάλη συνέλευση για να προσπαθήσουν να τα βάλουν με τον
άνθρωπο, και ξεκίνησα. Έχω πολλά να τους διηγηθώ…
ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ Ακριβώς εκεί πηγαίνω κι εγώ.
ΧΟΙΡΟΣ Θα ταξιδέψουμε μαζί, έτσι θα περάσουμε
καλύτερα στο ταξίδι.
ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ Εσείς πιστεύετε, παππού χοίρε, πως θα
’χει κάποια χρησιμότητα για τα ζώα να συνασπιστούν για να παλέψουν ενάντια στον
άνθρωπο;
ΧΟΙΡΟΣ Αδιαμφισβήτητη χρησιμότητα…
ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ Παρ’ όλα αυτά εγώ πιστεύω πως δεν θα
πετύχουμε τίποτα απολύτως. Τα πάθη σας είναι ασίγαστα κι είναι πιθανό να
αλληλοτραυματιστείτε πριν κάνετε ζημιά στους ανθρώπους… Και επιπλέον, προς τι
όλα αυτά;
ΧΟΙΡΟΣ Πώς προς τι όλα αυτά; Είμαστε
καταπιεσμένοι, ταπεινωμένοι, δεν μπορούμε ούτε να αισθανόμαστε ούτε να
σκεφτόμαστε για λογαριασμό μας. Σε όλα τα πράγματα βλέπουμε τα μισητά ίχνη του
πολιτισμού του. Πρέπει να τον καταστρέψουμε ή να τον κάνουμε σκλάβο μας. Ήρθε
πλέον η στιγμή να ζήσουμε εν ειρήνη.
ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ Ο ουρανός είναι πανέμορφα γαλάζιος,
νιώθω έντονα την επιθυμία να βυθιστώ μέσα του για πάντα.
ΧΟΙΡΟΣ Θα βελτιώσουμε την τροφή μας και τις
φωλιές μας επίσης.
ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ Τι όμορφος ήλιος! Για μένα φτιάχτηκε
το φως του! Το φως είναι η ζωή μου.
ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΤΖΙΤΖΙΚΙΩΝ Φως, φως μην μας βασανίζεις άλλο! Αχ,
αμείλικτοι θεοί, ελευθερώστε μας απ’ το τραγούδι κι απ’ τη φωτιά του ήλιου! Ω,
αξιοθαύμαστη σιωπή, δώσε μας τους σκιερούς μανδύες σου!
(Από το μονοπάτι καταφθάνει αργά ένας
γάιδαρος.)
ΓΑΪΔΑΡΟΣ Είθε το φως σου να είναι μεθ’ εσού,
άγιο περιστέρι. Υγίαινε, αδερφέ χοίρε.
(Η περιστέρα χτυπά τα φτερά της κι ο
χοίρος γέρνει το κεφάλι του.)
ΓΑΪΔΑΡΟΣ Κατευθύνεστε προς τη συνέλευση;
ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ Εκεί βαδίζουμε.
ΧΟΙΡΟΣ Εσύ έχεις πολλά να πεις;
ΓΑΪΔΑΡΟΣ Έχω υποφέρει τόσο, που ακόμα και
χίλιες μέρες να μιλούσα δεν θα μπορούσα να διηγηθώ όλα μου τα βάσανα. Όμως εγώ
πηγαίνω στη συνέλευση από υποχρέωση.
ΧΟΙΡΟΣ Εξηγήσου.
ΓΑΪΔΑΡΟΣ Θέλω να πω ότι πηγαίνω στη συνέλευση
ενάντια στη θέλησή μου. Πιστεύω πως δεν θα ξεκαθαρίσει τίποτα… κι όσον αφορά
εμένα, τα πράγματα μπορούν να συνεχίσουν ως έχουν. Είμαι υπάκουος και καλός,
κατανοώ πως γεννήθηκα για να ανέχομαι και για να υποφέρω. Παρ’ όλα αυτά,
αισθάνομαι για τον άνθρωπο κάποια στοργή, γιατί παρόλο που πολλές φορές μ’
έλιωνε στα χτυπήματα, άλλες φορές, σε αντάλλαγμα, χάιδευε την γκρίζα χαίτη μου.
Ο άνθρωπος είναι, επιπλέον, πολύ πιο έξυπνος από εμάς. Για κάποιο λόγο ο Θεός
τον έκανε βασιλιά της πλάσης.
ΧΟΙΡΟΣ Η φωνή μου σ’ αυτή τη συνέλευση θα
’ναι φωνή εξέγερσης και μίσους. Θα προσπαθήσω να πάρω εκδίκηση για το είδος μου
και θα συνηγορήσω για την υποδούλωση του ανθρώπου.
ΓΑΪΔΑΡΟΣ Πρόσεχε αυτά που λες, ο Θεός του
μπορεί να μας τιμωρήσει.
ΧΟΙΡΟΣ Ψεύδεσαι, ο Θεός των ανθρώπων δεν
υπάρχει, τον εφηύραν εκείνοι.
ΓΑΪΔΑΡΟΣ Σώπασε, σε παρακαλώ, δεν θέλω ν’ ακούω
τα λόγια του μίσους σου. Άλλωστε το είδος μου έχει την τιμή να τον έχει υπηρετήσει
και δοξάσει. Αυτός ο Θεός καβαλίκεψε πάνω σε μια πρόγονό μου ένα ανοιξιάτικο
πρωί, όταν μπήκε στην πόλη του. Άκουσα τη μητέρα μου να τραγουδάει ότι η φωνή
αυτού του Θεού ήταν πιο γλυκιά κι απ’ το χλωρό χορτάρι.
ΧΟΙΡΟΣ Θρύλοι! Θρύλοι!
ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ Ηρεμήστε! Είναι ο ουρανός τόσο γαλάζιος!
ΓΑΪΔΑΡΟΣ Καλύτερα να σωπάσουμε.
ΧΟΙΡΟΣ Καλύτερα. (Μέσα από τα δόντια του.) Δειλέ!
(Σε μια πράσινη λεύκα στέκει ένα
αηδόνι.)
ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ Αηδόνι, δεν έρχεσαι μαζί μας στη
συνέλευση;
ΑΗΔΟΝΙ Είναι μια συνέλευση τραγουδιού;
ΧΟΙΡΟΣ Δεν είναι καιρός για ν’ ασχολούμαστε
με τραγούδια και τέτοιες σαχλαμάρες. Θα μιλήσουμε για τον αφανισμό ή την υποδούλωση
του ανθρώπου. Πάμε λοιπόν κι άσε τις υπεκφυγές.
ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ Έλα μαζί μας.
ΑΗΔΟΝΙ Με τίποτα, δεν μ’ ενδιαφέρει.
ΧΟΙΡΟΣ Επειδή έχεις περισσότερη ελευθερία από
εμάς. Ω, ευλογημένα φτερά! Όμως είσαι εγωιστής…
ΑΗΔΟΝΙ Εγώ θα ήμουν παραφωνία σε μια γιορτή
μίσους. Ζω μόνο για την αγάπη.
ΧΟΙΡΟΣ Αν είχα φτερά θα ’ρχόσουν με το ζόρι.
ΑΗΔΟΝΙ Είναι που… (Μιλώντας ιδιαιτέρως στην Περιστέρα.) Ποιος είναι αυτός που μου
μιλάει έτσι;
ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ Είναι ο χοίρος.
ΑΗΔΟΝΙ Τι αχρείος! Τιποτένιος!
ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ Είναι ένας αποτυχημένος.
ΓΑΪΔΑΡΟΣ Ας μην καθυστερούμε, έχουμε δρόμο
ακόμα μπροστά μας.
ΧΟΙΡΟΣ Ας συνεχίσουμε.
ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ Τι ωραίος γαλάζιος ουρανός!
ΑΗΔΟΝΙ Να ’ναι η καρδιά μου γεμάτη από φως. Ω,
θεϊκό άσμα!... Τα αστέρια σχηματίστηκαν από απολιθωμένα τραγούδια του είδους
μου. Εγώ είμαι η μουσική αίσθηση του ανέμου. Το τραγούδι μου είναι φως, χρώμα.
Κάθε νότα που βγαίνει από το λαιμό μου είναι μια πέρλα που τρέμει ανάμεσα στις
αχτίδες του φεγγαριού. Πάνω στη σκοτεινή νύχτα τα τραγούδια μου είναι σταγόνες
φωτός. Το πρώτο αηδόνι έπεσε από τον γαλάζιο ουρανό. Από νερό και σκιά είναι ο
λαιμός μου.
(Ο άνεμος κάνει τα φύλλα των δέντρων
και τους σχεδόν ώριμους σιταγρούς να τρέμουν.)
(Μέσα στη σιωπή ηχεί ο χορός των τζιτζικιών.)
ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΤΖΙΤΖΙΚΙΩΝ Φως, φως μην μας βασανίζεις άλλο! Αχ,
αμείλικτοι θεοί, ελευθερώστε μας απ’ το τραγούδι κι απ’ τη φωτιά του ήλιου! Ω
αξιοθαύμαστη σιωπή, δώσε μας τους σκιερούς μανδύες σου!
(Η Περιστέρα πέταξε μακριά ενώ ο
Γάιδαρος κι ο Χοίρος σηκώνουν σκόνη καθώς περπατούν στο μονοπάτι.)
Αυλαία
2 Μαρτίου 1919
Μετάφραση, επιμέλεια: Χαρίκλεια Κουτρούμπα - Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
Το 1919, πριν ακριβώς 100 χρόνια, ο εικοσάχρονος τότε Λόρκα δημοσιεύει αυτό το μονόπρακτο με τίτλο: Del amor. Teatro de animales, μια ποιητική αλληγορία που μεταφράζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά.
Η μετάφραση του εν λόγω θεατρικού έργου προέρχεται από τη Διπλωματική Εργασία που εκπονεί, υπό την εποπτεία του Αναπληρωτή Καθηγητή Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, η Χαρίκλεια Κουτρούμπα στο πλαίσιο των σπουδών της στο Μάστερ «Επιστήμες της Γλώσσας και του Πολιτισμού», κατεύθυνση «Μετάφραση, επικοινωνία και εκδοτικός χώρος» του Τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου