Τετάρτη 6 Μαΐου 2020

César Aira x 16: Cómo me hice monja [απόσπασμα]


Σέσαρ Άιρα

Πώς έγινα καλόγρια

1

Η ιστορία μου, η ιστορία του «Πώς έγινα καλόγρια», ξεκίνησε πολύ νωρίς στη ζωή μου. Μόλις είχα κλείσει τα έξι. Η αρχή έχει σημαδευτεί από μια ζωηρή ανάμνηση, που μπορώ να ανασυνθέσω με την παραμικρή λεπτομέρεια. Πριν από αυτό δεν υπάρχει τίποτα. Ύστερα, όλα συνέχισαν να αποτελούν μία και μοναδική ζωηρή ανάμνηση, συνεχή και αδιάλειπτη, η οποία περιλαμβάνει και τα διαστήματα του ύπνου, ώσπου ενδύθηκα το μοναχικό σχήμα.

Είχαμε μετακομίσει στο Ροσάριο. Τα πρώτα έξι μου χρόνια τα είχαμε περάσει ο μπαμπάς, η μαμά κι εγώ σε ένα χωριό στην επαρχία του Μπουένος Άιρες, από το οποίο δεν έχω διατηρήσει καμία ανάμνηση και στο οποίο δεν ξαναγύρισα ποτέ: το Κορονέλ Πρίνγκλες. Η μεγάλη πόλη (έτσι φάνταζε το Ροσάριο σε κάποιον που ερχόταν από εκεί που είχαμε έρθει εμείς) μας έκανε τεράστια εντύπωση. Στον πατέρα μου δεν πήρε πάνω από δύο μέρες για να εκπληρώσει μια υπόσχεση που μου είχε δώσει: να με πάει για παγωτό. Θα ήταν το πρώτο μου, καθώς στο Πρίνγκλες παγωτά δεν υπήρχαν. Αυτός, που στα νιάτα του είχε γνωρίσει πολιτείες και πολιτείες, μου είχε εκθειάσει πολλές φορές αυτή τη λιχουδιά, που τη θυμόταν απολαυστική και εορταστική, αν και δεν έβρισκε λέξεις κατάλληλες για να αποδώσει τη μαγεία της. Μου το είχε περιγράψει, με εξαιρετική ακρίβεια, σαν κάτι που ο αμύητος δεν μπορούσε να φανταστεί, κι αυτό είχε σταθεί αρκετό για να ριζώσει το παγωτό στο παιδικό μυαλό μου και να μεγαλώσει τόσο εκεί μέσα, ώστε να πάρει μυθικές διαστάσεις.

Πήγαμε περπατώντας μέχρι ένα παγωτατζίδικο που είχαμε εντοπίσει την προηγούμενη μέρα. Μπήκαμε μέσα. Εκείνος ζήτησε ένα των πενήντα λεπτών με φιστίκι, κρέμα αμερικάνα και κουμκουάτ με ουίσκι, ενώ για μένα ένα των δέκα, με φράουλα. Το ροζ χρώμα με ενθουσίασε. Ήμουν θετικά προδιατεθειμένη. Τον υπεραγαπούσα τον μπαμπά μου. Λάτρευα οτιδήποτε προερχόταν από εκείνον. Καθίσαμε σ’ ένα παγκάκι στο πεζοδρόμιο κάτω από τα δέντρα που είχε τότε το κέντρο του Ροσάριο: πλατάνια. Παρατήρησα πώς το έκανε ο μπαμπάς, ο οποίος σε δευτερόλεπτα εξαφάνισε το πάνω μέρος της πράσινης μπάλας. Γέμισα το κουταλάκι με υπέρμετρη προσοχή και το έφερα στο στόμα.

Αμέσως μόλις τα πρώτα σωματίδια έλιωσαν στη γλώσσα μου ένιωσα άρρωστη από αηδία. Ποτέ δεν είχα δοκιμάσει κάτι τόσο σιχαμερό. Στο φαγητό ήμουν κάπως δύσκολο παιδί και η φαρσοκωμωδία της αηδίας δεν είχε μυστικά για μένα άμα δεν ήθελα να φάω· ωστόσο αυτό ξεπερνούσε οποιαδήποτε εμπειρία μου μέχρι τότε· οι χειρότερες υπερβολές μου, ακόμα κι αυτές που δεν είχα ποτέ επιτρέψει στον εαυτό μου, δικαιολογούνταν και με το παραπάνω. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου σκέφτηκα να προσποιηθώ. Ο μπαμπάς είχε κάνει τόση προσπάθεια να μου δώσει χαρά, πράγμα τόσο σπάνιο για εκείνον, έναν άνθρωπο απόμακρο, βίαιο, χωρίς προφανείς τρυφερότητες, ώστε μου φάνηκε αμαρτία να πετάξω στα σκουπίδια αυτή την ευκαιρία. Πέρασε από το μυαλό μου η απεχθής εναλλακτική να καταπιώ όλο το παγωτό, μόνο και μόνο για να τον ευχαριστήσω. Μια δαχτυλήθρα ήταν, ένα μικροσκοπικό κυπελάκι, για μωρά, τώρα όμως μου φαινόταν ένας τόνος.

Δεν ξέρω αν ο ηρωισμός μου θα έφτανε μέχρι εκεί, όμως δεν μπόρεσα καν να το δοκιμάσω. Η πρώτη κουταλιά είχε ζωγραφίσει στο πρόσωπό μου έναν ακούσιο μορφασμό αηδίας που εκείνος ήταν αδύνατο να μην παρατηρήσει. Ήταν ένας μορφασμός σχεδόν υπερβολικός, που συνδύαζε τη φυσιολογική αντίδραση με το ψυχικό της ταίρι, την απογοήτευση, το φόβο, και μια τραγική θλίψη επειδή δεν μπορούσα να ακολουθήσω τον μπαμπά ούτε καν σε αυτό το μονοπάτι των απολαύσεων. Θα ήταν ανόητο να προσπαθήσω να το κρύψω. Ούτε και σήμερα θα μπορούσα να το κάνω, γιατί αυτός ο μορφασμός δεν έχει σβηστεί από το πρόσωπό μου.

«Τι σου συμβαίνει;»

Στον τόνο του υπήρχαν ήδη όλα όσα θα ακολουθούσαν.

Υπό φυσιολογικές συνθήκες, το κλάμα δεν θα με είχε αφήσει να του απαντήσω. Είχα πάντα τα δάκρυα έτοιμα στην άκρη των ματιών μου, όπως τόσα υπερευαίσθητα παιδιά. Όμως μια παλινδρόμηση της απαίσιας γεύσης που μου είχε κατέβει ως το λαιμό και τώρα επέστρεφε σαν καμτσικιά, με ηλέκτρισε ξαφνικά.

«Μπχχχ…»

«Τι;»

«Είναι… απαίσιο».

«Είναι τι;»

«Απαίσιο!» τσίριξα απελπισμένη.

«Δεν σου αρέσει το παγωτό;»

Θυμήθηκα ότι στο δρόμο μού είχε πει ανάμεσα σε άλλα πράγματα φορτισμένα με μια ευχάριστη προσδοκία: «Για να δούμε αν θα σου αρέσει το παγωτό». Σίγουρα το έλεγε θεωρώντας δεδομένο ότι δεν μπορούσε παρά να μου αρέσει. Σε ποιο παιδί δεν αρέσει; Υπάρχουν κάποιοι που, ενήλικες πια, θυμούνται τα παιδικά τους χρόνια σαν μια συνεχή επιθυμία για παγωτό και σχεδόν τίποτε άλλο. Γι’ αυτό τώρα η ερώτησή του είχε μια χροιά δύσπιστης μοιρολατρίας, σαν να έλεγε: «Δεν μπορώ να το πιστέψω, ακόμα και σ’ αυτό έπρεπε να με απογοητεύσεις;»

Είδα να σχηματίζονται στα μάτια του η οργή και η περιφρόνηση, όμως προς στιγμήν συγκρατήθηκε. Αποφάσισε να μου δώσει άλλη μια ευκαιρία.

«Φά’ το. Είναι ωραίο», είπε, και για να το αποδείξει, έφερε στο στόμα του μια γεμάτη κουταλιά από το δικό του.

Εγώ δεν μπορούσα πια να υποχωρήσω. Ήμουν καταδικασμένη. Κατά κάποιο τρόπο δεν ήθελα να υποχωρήσω. Ήταν φανερό ότι ο μοναδικός δρόμος για μένα, εδώ που είχαμε φτάσει, ήταν να δείξω στον μπαμπά ότι αυτό που κρατούσα στα χέρια μου ήταν αίσχος. Κοίταξα με τρόμο το ροζ του παγωτού. H φαρσοκωμωδία έσκαγε μύτη και στην πραγματικότητα. Ακόμα χειρότερα: η φαρσοκωμωδία μετατρεπόταν σε πραγματικότητα, μπροστά μου, μέσα από εμένα. Ένιωσα ίλιγγο αλλά δεν μπορούσα να κάνω πίσω.

«Είναι απαίσιο! Σίχαμα!» Θέλησα να γίνω υστερική: «Ξέρασμα!»

Δεν είπε τίποτα. Κοίταζε το κενό μπροστά του και έτρωγε βιαστικά το παγωτό του. Γι’ άλλη μια φορά είχα αστοχήσει. Άλλαξα το ύφος μου με αμήχανη βιασύνη.

«Είναι πικρό», είπα.

«Όχι, είναι γλυκό», απάντησε με μια συγκρατημένη γλυκύτητα γεμάτη απειλή.

«Είναι πικρό!» ούρλιαξα.

«Είναι γλυκό».

«Είναι πικρό!!!»

Ο μπαμπάς είχε ήδη παραιτηθεί από κάθε ικανοποίηση που θα μπορούσε να περιμένει από την έξοδό μας, από τη μύηση στην κοινωνία των απολαύσεων, από τη συντροφικότητα. Αυτό τώρα έμπαινε στο περιθώριο, και πόσο αφελές εκ μέρους του –πρέπει να σκεφτόταν– που πίστεψε ότι κάτι τέτοιο ήταν δυνατόν! Παρ’ όλα αυτά, και μόνο για να κάνει την ίδια του την πληγή ακόμα βαθύτερη, βάλθηκε να με πείσει για το λάθος μου. Ή να πείσει τον εαυτό του ότι εγώ ήμουν το λάθος του.

«Είναι μια πολύ γλυκιά κρέμα με γεύση φράουλα, πάρα πολύ ωραία».

Εγώ κουνούσα αρνητικά το κεφάλι.

«Όχι; Και τότε τι γεύση έχει;»

«Είναι φρικτό!»

«Εμένα μου φαίνεται πολύ νόστιμο», είπε ατάραχος και καταβρόχθισε άλλη μια κουταλιά. Η ηρεμία του με τρόμαζε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Προσπάθησα να συμβιβάσω τα πράγματα δια της πλαγίας οδού, κάτι που συνήθιζα πολύ:

«Δεν ξέρω πώς μπορεί να σου αρέσει αυτή η αηδία» –προσπάθησα να δώσω στα λόγια μου μια υποψία θαυμασμού.

«Τα παγωτά αρέσουν σε όλον τον κόσμο», είπε κοκκινίζοντας από οργή. Η μάσκα της υπομονής έπεφτε και δεν ξέρω πώς δεν είχα βάλει ακόμη τα κλάματα. «Σε όλον τον κόσμο εκτός από σένα, που είσαι και πολύ βλαμμένο».

«Όχι, μπαμπά, σου ορκίζομαι…!»

«Φάε το παγωτό». Ψυχρός, κατηγορηματικός. «Γι’ αυτό σ’ το αγόρασα, βλαμμένο».

«Μα δεν μπορώ…!»

«Φά’ το. Δοκίμασέ το. Ούτε που το δοκίμασες».

Ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια μου καθώς αμφισβητούνταν η ειλικρίνειά μου (θα έπρεπε να είμαι τέρας για να πω ψέματα από καπρίτσιο) δήλωσα:

«Σου ορκίζομαι πως είναι φρικτό!»

«Σιγά μην είναι φρικτό! Δοκίμασέ το!»

«Το δοκίμασα! Δεν μπορώ!»

Κάτι σκέφτηκε και επανήλθε πιο συγκαταβατικός:

«Ξέρεις τι νομίζω ότι φταίει; Μάλλον σε πείραξε το κρύο. Όχι η γεύση του, αλλά το πόσο κρύο είναι. Όμως θα συνηθίσεις αμέσως και θα δεις τι ωραίο που είναι».

Ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται. Ήθελα να πιστέψω σε αυτή την πιθανότητα, που εγώ δεν θα τη σκεφτόμουν ούτε σε χίλια χρόνια. Κατά βάθος όμως ήξερα ότι δεν άξιζε τον κόπο. Δεν ήταν έτσι. Εγώ συνήθως δεν έπινα τίποτα παγωμένο (δεν είχαμε ψυγείο), αλλά είχα δοκιμάσει και ήξερα καλά ότι δεν επρόκειτο γι’ αυτό. Ακόμα κι έτσι, πιάστηκα από κει. Πήρα με μεγάλη προσοχή μια σταλιά παγωτό στη μύτη του κουταλιού και το έφερα μηχανικά στο στόμα μου.

        Αποδείχτηκε χίλιες φορές πιο αηδιαστικό από την προηγούμενη φορά. Θα το είχα φτύσει, αν ήξερα πώς να το κάνω. Ποτέ δεν έμαθα να φτύνω μακριά. Μου έτρεξε από τις γωνίες του στόματός μου.

        Ο μπαμπάς είχε παρακολουθήσει κάθε μια από τις κινήσεις μου με την άκρη του ματιού του, χωρίς να σταματήσει να τρώει το παγωτό του με μεγάλες κουταλιές. Οι τρεις διαφορετικού χρώματος μπάλες εξαφανίζονταν ταχύτατα. Με το κουταλάκι πατίκωσε το παγωτό αφήνοντάς το στο ίδιο επίπεδο με το χείλος του γκοφρετένιου κύπελου. Και τότε άρχισε να το τρώει. Εγώ δεν ήξερα ότι αυτά τα κυπελάκια τρώγονται και μου φάνηκε σαν μια έκδηλη βαρβαρότητα που ξεπερνούσε τα όρια του τρόμου μου. Άρχισα να τρέμω. Αισθάνθηκα να μου ανεβαίνουν δάκρυα στα μάτια. Μου μίλησε με το στόμα γεμάτο:

«Δοκίμασέ το καλά, ηλίθιο! Μια γερή δόση για να μπορέσεις να νιώσεις τη γεύση».

«Μ… Μα…»

Τελείωσε το δικό του. Πέταξε το κουταλάκι στο δρόμο. Θαύμα που δεν το έφαγε κι αυτό, σκέφτηκα. Με τα χέρια ελεύθερα, γύρισε προς το μέρος μου και κατάλαβα πως ερχόταν το τέλος του κόσμου.

«Φά’ το επιτέλους! Δεν βλέπεις ότι λιώνει;»

Πράγματι, η μπάλα του παγωτού γινόταν ρευστή και κάτι ροζ ρυάκια ξεχείλιζαν από το κυπελάκι κι έσταζαν πάνω στο χέρι και το μπράτσο μου, και πάνω στα αδύνατα πόδια μου κάτω από το κοντό μου παντελονάκι. Αυτό με ακινητοποίησε οριστικά. Η αγωνία μου αυξανόταν εκθετικά. Το παγωτό μού φαινόταν σαν το πιο απάνθρωπο όργανο βασανιστηρίου που είχε εφευρεθεί. Ο μπαμπάς μού άρπαξε το κουταλάκι από το άλλο χέρι και το κάρφωσε στη φράουλα. Το σήκωσε καλά γεμάτο και το πλησίασε στο στόμα μου. Η μοναδική μου άμυνα θα ήταν να το κλείσω και να μην το ξανανοίξω ποτέ. Αλλά δεν μπορούσα. Το άνοιξα, ολοστρόγγυλο, και το κουταλάκι εισχώρησε. Τοποθετήθηκε στη γλώσσα μου.

«Κλείσε».

Το έκανα. Τα δάκρυα μού θόλωναν κιόλας τα μάτια. Καθώς πίεσα τη γλώσσα μου στον ουρανίσκο και ένιωσα το παγωτό να λιώνει, ένα αναφιλητό συγκλόνισε όλο μου το σώμα. Δεν έκανα τις κινήσεις της κατάποσης. Με πλημμύριζε η αηδία, έσκαγε στον εγκέφαλό μου σαν αστραπή. Άλλη μια παραφορτωμένη κουταλιά ήταν καθ’ οδόν. Άνοιξα το στόμα. Είχα ήδη βάλει τα κλάματα. Ο μπαμπάς μού έβαλε το κουταλάκι στο άλλο χέρι.

«Συνέχισε εσύ».

Πνίγηκα, έβηξα, και άρχισα να κλαίω γοερά.

«Τώρα γίνεσαι ιδιότροπος. Μου το κάνεις επίτηδες».

«Όχι, μπαμπά!» τραύλισα με τρόπο ακατάληπτο που ακούστηκε κάτι σαν: «μπ…μπ…ο…μπα…ό…χι…μπα».

«Δεν σου αρέσει; Ε; Δεν σου αρέσει; Το βλέπεις ότι είσαι βλαμμένο;» Έκλαψα. «Απάντησέ μου. Αν δεν σου αρέσει δεν υπάρχει πρόβλημα. Το παίρνει ο διάολος και τέρμα».

Το έλεγε σαν όντως να ήταν μια λύση. Το χειρότερο όμως ήταν ότι, επειδή ο μπαμπάς είχε φάει το παγωτό του τόσο γρήγορα, η γλώσσα του είχε μουδιάσει και μιλούσε με έναν τρόπο που δεν είχα ξανακούσει, με μια αδεξιότητα που τον έκανε να φαίνεται πιο άγριος, πιο ακατανόητος και πολύ πιο τρομακτικός. Πίστευα ότι αυτό που σκλήραινε τη γλώσσα του ήταν η οργή.

«Πες μου γιατί δεν σου αρέσει. Σε όλους αρέσει εκτός από σένα. Πες μου το λόγο».

Όλως παραδόξως, κατάφερα να μιλήσω· είχα όμως τόσο λίγα να πω.

«Γιατί είναι απαίσιο».

«Όχι, δεν είναι απαίσιο. Εμένα μου αρέσει».

«Εμένα όχι», κλαψούρισα.

Με άρπαξε από το μπράτσο και οδήγησε το χέρι μου μαζί με το κουταλάκι μέχρι το παγωτό.

«Φά’ το και φεύγουμε. Γι’ αυτό δεν σ’ έφερα εδώ;»

«Μα δεν μου αρέσει! Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ…»

«Εντάξει, λοιπόν. Δεν θα σου ξαναπάρω ποτέ παγωτό. Αυτό εδώ όμως θα το φας».

Έπιασα το κουταλάκι μηχανικά. Και μόνο στη σκέψη ότι το μαρτύριο αυτό θα συνεχιζόταν, αισθανόμουν να καταρρέω. Δεν είχα πια θέληση. Έκλαιγα ειλικρινά, απροκάλυπτα. Ευτυχώς ήμαστε μόνοι. Τουλάχιστον ο μπαμπάς απέφυγε το ρεζιλίκι. Είχε σωπάσει, ήταν ακίνητος. Με κοιτούσε με την ίδια βαθιά, μέσα από τα φυλλοκάρδια του, απέχθεια που αισθανόμουν και εγώ για το φραουλένιο μου παγωτό. Ήθελα να του πω κάτι, όμως δεν ήξερα τι. Ότι το παγωτό δεν μου άρεσε; Του το είχα ήδη πει. Ότι η γεύση του ήταν αηδιαστική; Κι αυτό του το είχα πει, αλλά δεν άξιζε καν τον κόπο να το πω, αφού και που το είπα, ακόμα μέσα μου έμενε, δεν μπορούσα να του το μεταφέρω. Γιατί εκείνου του άρεσε, του φαινόταν θεσπέσιο. Τα πάντα ήταν ανέφικτα, για πάντα. Το κλάμα με τσάκισε, με κομμάτιασε. Και δεν ήλπιζα σε κανενός είδους παρηγοριά. Καμία από τις δύο πλευρές δεν μπορούσε να εξηγήσει την κατάσταση. Ούτε εκείνος μπορούσε να μου πει πόσο με περιφρονούσε, πόσο με μισούσε. Αυτή τη φορά, το είχα παρατραβήξει. Τα λόγια του δεν θα με άγγιζαν.


Η ομαδική μετάφραση της νουβέλας του Σέσαρ Άιρα είναι ιδέα και προϊόν εγκλεισμού. Με πρωτοβουλία της Μαρίας Αθανασιάδου (δεν θα της το συγχωρήσουμε ποτέ...) μαζευτήκαμε, τρόπος του λέγειν, 16 μεταφράστριες και μεταφραστές, το Μάρτιο του 2020, και παιδευτήκαμε, εξ αποστάσεως αλλά πάντα μαζί, με τον Σέσαρ Άιρα και την… καλόγριά του μέχρι το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς. Κατά αλφαβητική σειρά: Μαρία Αθανασιάδου, Κωνσταντίνα Γερασίμου, Αναστασία Γιαλαντζή, Μαρία Ζαγγίλη, Μαρία Καλουπτσή, Μαρία Καραλή, Κανέλλα Λιακοπούλου, Νίκος Μανουσάκης, Αλίκη Μανωλά, Χρυσούλα Ξένου, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Αγγελική Παλασοπούλου, Στέλλα Σουφλέρη, Σοφία Φερτάκη, Ναταλί Φύτρου, Σταύρος Χατζής. 
    Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει εντός του 2021 από τις εκδόσεις Carnívora

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΩΝ/ΣΤΩΝ:


Μαρία Αθανασιάδου. Γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ, απόφοιτος του Τμήματος Ισπανικής Γλώσσας και Πολιτισμού του ΕΑΠ και κάτοχος Master στην Λογοτεχνία της Ισπανίας και Λατινικής Αμερικής από το Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης. Εκτός της Ισπανικής γνωρίζει επίσης την Αγγλική, Γαλλική, Γερμανική και Ιταλική. Είναι εταίρος στη δικηγορική εταιρεία «Ελένη Γ. Παπακωνσταντίνου και Συνεργάτες» και ασκεί το δικηγορικό επάγγελμα. Από το 1990 μέχρι και σήμερα συμμετέχει αδιαλείπτως σε σεμινάρια και εργαστήρια ισπανικής γλώσσας, ισπανόφωνης λογοτεχνίας και μετάφρασης. Συμμετέχει στη συλλογική μετάφραση στα ελληνικά της συλλογής μικροδιηγημάτων του Χ. Χ. Μουνιόθ Ρενχέλ, Το βιβλίο των μικρών θαυμάτων, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Opera (2019).

Κωνσταντίνα Γερασίμου. Γεννήθηκε στην Αθήνα και ζει στη Νέα Μάκρη. Το αντισυμβατικό της πνεύμα και η συμβατική εργασία σε πολυεθνική εταιρεία την οδήγησαν σε μονοπάτια αναζήτησης. Μια καλή διέξοδος ήταν η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας. Τα ιταλικά ήταν η πρώτη της επιλογή, αλλά η γνώμη της παρέας ήταν καθοριστική: ισπανικά. Τύχη ή πεπρωμένο; Μετά από 5 χρόνια στο Διδασκαλείο Ξένων Γλωσσών του ΕΚΠΑ, αποφασίζει το 2011 να σπουδάσει Ισπανική Γλώσσα και Πολιτισμό στο ΕΑΠ. Από το 2018 παραδίδει μαθήματα ισπανικής γλώσσας και το 2020, με μια μικρή «ώθηση», μπήκε στον κόσμο της συλλογικής μετάφρασης, υπό την εποπτεία του μεταφραστή και «παντοτινού» καθηγητή της, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.

Αναστασία Γιαλαντζή. Απόφοιτος Γερμανικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, με ειδίκευση στη μετάφραση, και Ισπανικής Γλώσσας & Πολιτισμού του ΕΑΠ. Κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στη Δημιουργική Γραφή (ΕΑΠ).  Τα τελευταία χρόνια συμμετέχει σε εργαστήρια ομαδικής λογοτεχνικής μετάφρασης του Abanico, σε έργα των Νέουμαν, Χιρόντο, Αρλτ μεταξύ άλλων. Μαζί με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο συντόνισε το εργαστήριο ομαδικής μετάφρασης στα ελληνικά του Βιβλίου των μικρών θαυμάτων του Χ. Χ. Μουνιόθ Ρενχέλ (Opera, 2019). Έχει μεταφράσει ποιήματα της Λόλα Μασκαρέλ για το Φεστιβάλ ΛΕΑ, ενώ τελευταία δοκιμάζεται στη συγγραφή διηγημάτων και στην ποίηση, αναζητώντας τη χαραμάδα από όπου το φανταστικό εισβάλει στην πραγματικότητα.

Μαρία Ζαγγίλη. Απόφοιτος του τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του ΕΜΠ (για λόγους που ακόμα αναζητάει η επιστήμη…) και του τμήματος Ισπανικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας του ΕΚΠΑ. Τακτική θαμώνας εργαστηρίων μετάφρασης και μέλος της μεταφραστικής ομάδας της συλλογής ποιημάτων του Oliverio Girondo, Είκοσι ποίηματα για να διαβαστούν στο τραμ, (Εκδόσεις Σαιξπηρικόν, 2017) και της συλλογής μικροδιηγημάτων του Juan Jacinto Muñoz Rengel, Το βιβλίο των μικρών θαυμάτων, (Εκδόσεις Opera, 2019). Μιλάει Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά και Ιταλικά, και χορεύει, υπέροχα, αργεντίνικα τάνγκο. Λατρεύει τα παραμύθια και ελπίζει να καταφέρει να επιστρέψει κάποια στιγμή στο δικό της από όπου το έσκασε όταν ήταν 6 χρονών.

Μαρία Καλουπτσή. Σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες στο ΑΠΘ και Ισπανική Γλώσσα και Πολιτισμό στο ΕΑΠ. Ασχολείται με τη διδασκαλία των ισπανικών. Είναι υποψήφια διδάκτορας με κύριο ερευνητικό ενδιαφέρον την ισπανοαμερικάνικη λογοτεχνία. Μεταφράσεις της έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά ΦρέαρΤο Κοράλλι και Ερατώ. Συμμετέχει σε συλλογικές μεταφράσεις δημοσιευμένες στο ιστολόγιο Ιστορίες Μπονζάι, καθώς και στις ομαδικές μεταφράσεις του θεατρικού του Φ. Γκαρθία Λόρκα, Δόνια Ροσίτα η Γεροντοκόρη (Τμήμα Ιταλικής Φιλολογίας του ΑΠΘ, Εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη, 2018), της συλλογής διηγημάτων του Χ. Χ. Μουνιόθ Ρενχέλ, Το βιβλίο των μικρών θαυμάτων (Εκδόσεις Opera, 2019) και της ανθολογίας σύγχρονου ελληνικού μικροδιηγήματος, Proyecto GreQuerías (Paleologos και Lucena, EDA Libros, 2020).

Μαρία Καραλή (Αθήνα). Μαία - Μεταφράστρια. Σπούδασε Μαιευτική. Κατόπιν σπούδασε στο Μεταφραστικό του Γαλλικού Ινστιτούτου (IFA). Εάν πιστέψουμε όσους ασχολούνται με τα ζώδια, ότι, δηλαδή, μεγαλώνοντας γίνεσαι ο ωροσκόπος σου... τότε εκείνη γίνεται περισσότερο μεταφράστρια παρά μαία. Απόφοιτη του Τμήματος Ισπανικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ (για να συνεχίσει στη μεγάλη της αγάπη, τη μετάφραση, πλέον κυρίως από τα ισπανικά). Μετά από διετές σεμινάριο μετάφρασης από τα ισπανικά  (Abanico) συνεχίζει συμμετέχοντας σε εργαστήρια ομαδικής μετάφρασης, εκπληρώνοντας έτσι αργά, μα σταθερά, την ανάγκη για επικοινωνία που σημαίνει η μετάφραση και έχοντας παρέα κείμενα όλη μέρα (σαν αποσκευή στο μυαλό) στα δύσκολα και στα εύκολα.

Κανέλλα Λιακοπούλου. Γεννήθηκε και εργάζεται στην Αθήνα. Απόφοιτος της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ και κάτοχος Μεταπτυχιακών Διπλωμάτων της ίδιας Σχολής στο Αστικό και Εμπορικό Δίκαιο. Ασκεί δικηγορία και εργάζεται στη Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών της ΕΤΕ. Τα αδυσώπητα ωράρια της δικηγορίας (αυτής που τόσο ονειρευόταν) αποτρέπουν την ενασχόλησή της με διδακτορικές σπουδές. Ωστόσο, ξορκίζει το «κακό» της εργασιοπληξίας με τέχνη, ταξίδια και διάβασμα. Η αγάπη της για τον ισπανόφωνο πολιτισμό και τα ταξίδια στην Ιβηρική την οδήγησαν στην εκμάθηση της Ισπανικής. Γνωρίζει επίσης την Αγγλική. Τα τελευταία χρόνια, επ’ αφορμή του καθηγητή της Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, συμμετέχει δειλά δειλά σε εργαστήρια λογοτεχνικής μετάφρασης. Λατρεύει την Κρήτη.

Νίκος Μανουσάκης. Μαθηματικός (ΕΚΠΑ), ΜSc στην Πληροφορική, διδάκτορας ΕΜΠ. Μετά από ένα ταξίδι στο Μεξικό αποφάσισε να μάθει Ισπανικά για να διαβάζει ποίηση και λογοτεχνία από το πρωτότυπο – ευτυχώς για τους μεταφραστές, δεν σκέφτονται όλοι έτσι. Άργησε 20 χρόνια να ξεκινήσει. Από το 2010 στις τάξεις και στο σπίτι μαθαίνει, γράφει, σχολιάζει, ψάχνει, ακούει και κυρίως ευχαριστιέται μέσα από την επαφή με την ισπανική γλώσσα και λογοτεχνία, και φυσικά την κουλτούρα και τον πολιτισμό των ισπανόφωνων χωρών. Τα τελευταία χρόνια συμμετέχει σε εργαστήρια συλλογικής μετάφρασης στο Abanico υπό την καθοδήγηση του «συλλογικού» νου και των εξαιρετικών δασκάλων Κ. Παλαιολόγου και Ν. Πρατσίνη.

Αλίκη Μανωλά (Αθήνα). Σπούδασε Δραματική Τέχνη στη σχολή Διομήδη Φωτιάδη και, όπως κάθε ηθοποιός που σέβεται τον εαυτό της, ακολούθησε λαμπρή σταδιοδρομία στο χώρο της εστίασης. Το ανήσυχο πνεύμα της και μια διάθεση για στροφή στην καριέρα, την οδήγησε στο να σπουδάσει Ισπανική Γλώσσα και Πολιτισμό στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ), πράγμα που με τη σειρά του την οδήγησε στη μετάφραση. Από το 2018 συμμετέχει σε συλλογικές μεταφράσεις υπό την εποπτεία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και του Νίκου Πρατσίνη. Από το 2010 ως το 2018 την είχαν απαγάγει εξωγήινοι γι’ αυτό και δεν έχει να επιδείξει έργο για το συγκεκριμένο διάστημα.

Χρυσούλα Ξένου (Αθήνα, 1973). Είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής και του Τμήματος Ισπανικής Γλώσσας & Φιλολογίας του ΕΚΠΑ και κάτοχος Master στο Εργατικό Δίκαιο. Απασχολήθηκε επί εικοσαετία στη Δ/νση Ανθρώπινου Δυναμικού της εταιρίας ΟΤΕ Α.Ε., ενώ σήμερα εργάζεται ως δικαστικός υπάλληλος. Έχει συμμετάσχει σε εργαστήρια λογοτεχνικής μετάφρασης και δημιουργικής γραφής στην ισπανική. Έχει μεταφράσει ισπανόφωνη ποίηση στα ελληνικά στο πλαίσιο εργαστηρίων λογοτεχνικής μετάφρασης, που δημοσιεύτηκαν στο Δελτίο του Εργαστηρίου Λογοτεχνικής Μετάφρασης του Ινστιτούτου Θερβάντες της Αθήνας ENTRE-T-LÍNEAS και στο Περιοδικό ’Οροπέδιο. Επίσης, συμμετείχε στην ομαδική μετάφραση της συλλογής μικροδιηγημάτων του Χ. Χ. Μουνιόθ Ρενχέλ, Το βιβλίο των μικρών θαυμάτων (Εκδόσεις Opera, 2019).

Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1963 και «δραστηριοποιείται» στη Θεσσαλονίκη. Είναι διδάκτορας Ισπανικής Λογοτεχνίας από το Πανεπιστήμιο της Γρανάδας (Ισπανία). Εργάζεται ως καθηγητής Εφαρμοσμένης Μεταφρασεολογίας στο ΑΠΘ με ειδικό αντικείμενο την Ισπανική Λογοτεχνία· είναι επίσης καθηγητής Σύγχρονης Ισπανικής Λογοτεχνίας στο ΕΑΠ και μεταφραστής (Λόρκα, Ουναμούνο, Ντελίμπες, Σάμπατο, Τσίρμπες, Γιαμαθάρες, Πάμιες μεταξύ άλλων). Στις ελεύθερες ώρες του τού αρέσει να διοργανώνει και να συντονίζει εργαστήρια ομαδικής λογοτεχνικής μετάφρασης (Πάρδο Μπαθάν, Νέουμαν, Αρλτ, Χιρόντο, Ερνάντες, Μουνιόθ Ρενχέλ, Εουδάβε) για να μαθαίνει από τις σπουδάστριες και τους σπουδαστές του. Ενίοτε ταλαιπωρεί σε αυτά (και) τον Νίκο Πρατσίνη.

Αγγελική Παλασοπούλου (1974). Ζει στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και του Τμήματος Ισπανικής Γλώσσας και Πολιτισμού του ΕΑΠ.  Γνωρίζει επίσης Αγγλικά και Γαλλικά. Εργάζεται ως μηχανικός στις Τεχνικές Υπηρεσίες του Δήμου Αθηναίων. Έχοντας παρακολουθήσει διετές σεμινάριο μετάφρασης από τα ισπανικά με τον Νίκο Πρατσίνη (Abanico), έχει συμμετάσχει σε συλλογικές μεταφράσεις και σε εργαστήρια ομαδικής μετάφρασης  με συντονιστές τους Κωνσταντίνο  Παλαιολόγο, Νίκο Πρατσίνη. Συμμετέχει μεταξύ άλλων στις ομαδικές μεταφράσεις στα ελληνικά: της συλλογής μικροδιηγημάτων του Βιβλίου των μικρών θαυμάτων του Χ. Χ. Μουνιόθ Ρενχέλ, της ανθολογίας ποιημάτων Ενδόμυχα της Δελμίρας Αγουστίνι και των ιστοριών φαντασίας Τερπινοήσεις του Αμπδόν Ουμπίδια.

Στέλλα Σουφλέρη. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Αποφοίτησε από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και από το Τμήμα Φαρμακευτικής του ΕΚΠΑ. Εργάζεται ως φαρμακοποιός και διατηρεί φαρμακείο στο Γαλάτσι. Μιλάει Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Γερμανικά και Πορτογαλικά και είναι φοιτήτρια του Προγράμματος Ισπανικής Γλώσσας και Πολιτισμού του ΕΑΠ. Έχει συμμετάσχει σε εργαστήρια μετάφρασης του Abanico (συντονιστές Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και Νίκος Πρατσίνης) τόσο στο πλαίσιο του Φεστιβάλ LEA, με την παρουσία των συγγραφέων Χόρχε Φ. Ερνάντες (2016) και Έκτορ Αμπάδ Φασιολίνσε (2018), όσο και στη μετάφραση των βιβλίων Ο βασιλιάς του μάμπο-μαριάτσι (Ερνάντες, Ροές, 2019) και Το βιβλίο των μικρών θαυμάτων (Μουνιόθ Ρενχέλ, Opera, 2019).

Σοφία Φερτάκη. Απόφοιτος του Τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, Διδακτική της γλώσσας στο International House of London, διετές τμήμα Μετάφρασης του British Council. Εργάστηκα στην Εθνική Τράπεζα και εθελοντικά στο Ελληνικό Παιδικό Μουσείο. Έχει παρακολουθήσει εργαστήρια και σεμινάρια γλώσσας, δημιουργικής γραφής, επιμέλειας κειμένων, λεξικογραφίας, τέχνης, φιλοσοφίας, ινδικής γλώσσας και πολιτισμού. Αφού παρακολούθησε το τμήμα Μετάφρασης στο Abanico με τον Νίκο Πρατσίνη, ξεκίνησε το πολύ όμορφο ταξίδι της συλλογικής μετάφρασης με δασκάλους τον ίδιο και τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και νιώθει τυχερή που συμμετείχε στη μετάφραση έργων των συγγραφέων Μπαρόχα, Χιρόντο, Αρλτ, Ρενχέλ, Γκαλδός, Ερνάντες, Βαγιέχο, Αργέδας.

Ναταλί Φύτρου. Γεννήθηκε το 1989 στην Αθήνα. Σπούδασε Οικονομικά. Από μικρή της άρεσε να ακούει και να διηγείται ιστορίες. Το 2016 μετέφρασε ένα διήγημα του Ρομπέρτο Μπολάνιο και το έστειλε στον καθηγητή Ισπανικών της. Διατηρεί το μπλογκ universo2666.blogspot.com

Σταύρος Χατζής (1970). Σαλονικιός. Σπουδές στο Γεωλογικό του ΑΠΘ (1989-1996). Erasmus στο Οβιέδο της βόρειας Ισπανίας (Δεκέμβριος 1994 – Μάιος 1995). Μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Οβιέδο, με διπλωματική στην Μικροπαλαιοντολογία (1996-1998). 4 χρόνια κάτοικος Ισπανίας (2 χρόνια στο Οβιέδο, 1 στη Βαγιαδολίδ και 1 στην Ταραγόνα). Σύζυγος ισπανόφωνης (Μεξικανής) και καθηγητής ισπανικών από το 2005. Σπουδές στην Ισπανική Γλώσσα και τον Πολιτισμό του ΕΑΠ (2009-2013), αποφοίτηση ως «άριστος». Μεταπτυχιακές σπουδές στο τμήμα Ιταλικής Φιλολογίας του ΑΠΘ (2017-2019) με θέμα διπλωματικής εργασίας τη σχολιασμένη μετάφραση ενός ισπανικού γκράφικ νόβελ (υπεύθυνη καθηγήτρια: Μαρία Λόπεθ Βιγιάλμπα). Ερασιτέχνης μεταφραστής, κάκιστος συγγραφέας βιογραφικών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου