Δευτέρα 2 Μαρτίου 2020

Βιβλιοκριτική της Βάσως Μπέρη για το Πέντε ώρες με τον Μάριο του Miguel Delibes


Πέντε ώρες με τον Μάριο, της Βάσως Μπέρη


Το βιβλίο «Πέντε ώρες με τον Μάριο» είναι ένα από τα πιο γνωστά έργα του Μιγκέλ Ντελίμπες (Βαγιαδολίδ 1920-2010) και ίσως το πιο σημαντικό του. Η ιστορία του βιβλίου διαδραματίζεται στα μέσα της δεκαετίας του 1960, την εποχή δηλ. της δικτατορίας του Φράνκο, που διήρκεσε από το 1939 έως το 1975. Τα πρώτα χρόνια που το καθεστώς βρισκόταν στην εξουσία  η Ισπανία ήταν σχετικά απομονωμένη και φτωχή, αλλά από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, άρχισε να αναπτύσσει τον τουρισμό της με αποτέλεσμα να βελτιωθεί η οικονομική κατάσταση της μεσαίας τάξης της χώρας. Τα καταναλωτικά αγαθά όπως τα αυτοκίνητα – ειδικά το SEAT 600 – έγιναν σιγά σιγά σύμβολα οικονομικής ευμάρειας και κοινωνικού γοήτρου. Αυτή την εποχή χρησιμοποιεί ως χρονικό πλαίσιο της ιστορίας αυτού του βιβλίου ο Μ. Ντελίμπες για να μιλήσει όχι μόνο για τη σύγκρουση της ηθικής ακεραιότητας με την καταπιεστική δύναμη των παραδόσεων της κοινωνίας αλλά και για τον θάνατο ως το απόλυτο ορόσημο στην ανθρώπινη ζωή.
Ο Μάριο, ένας 49χρονος καθηγητής έχει μόλις αναπάντεχα πεθάνει και η Κάρμεν, η σύζυγός του, κατά τη διάρκεια της νύχτας πριν την κηδεία, κάθεται να ξενυχτίσει τον νεκρό παίρνοντας στα χέρια της τη Βίβλο του. Διαβάζοντας τα σημεία που εκείνος έχει υπογραμμίσει, ένα κύμα αναμνήσεων έρχεται στο μυαλό της και ξεκινά ένας αργός, ακατάστατος μονόλογος στον οποίο η ζωή αγωνίζεται να γίνει πάλι πραγματική. Κάθε πέρασμα οδηγεί σε μια αλυσίδα αναμνήσεων και σκέψεων για μια ζωή γεμάτη από λάθη και δυσκολίες, μικρές χαρές και παρεξηγήσεις. Ωστόσο η αναφορά στα διάφορα περιστατικά δεν είναι γραμμική αλλά κυκλική, επαναλαμβανόμενη, με την Κάρμεν να επιστρέφει ξανά και ξανά σε σχόλια και σκηνές, αποδίδοντας έτσι τις εμμονές και τα παράπονά της. Είναι ένας μονόλογος που ρίχνει φως στις αντίστοιχες προσωπικότητες του ζευγαριού αλλά και στις συγκρούσεις τους καθ’ όλη τη διάρκεια του γάμου τους. Αυτό το εσωτερικό ταξίδι της Κάρμεν εκτός από μια πολύπλοκη αποτύπωση αισθημάτων, αναμνήσεων, ματαιωμένων ονείρων και ανέφικτων προσδοκιών είναι και μια πιστή αντανάκλαση των διαφόρων αποχρώσεων της κοινωνίας της εποχής. Η βάση αυτών των επικρίσεων είναι η ουσία αυτού του μυθιστορήματος, την οποία ο αναγνώστης ανακαλύπτει καθώς εξελίσσεται η ιστορία.
Ο αναγνώστης γνωρίζει τον Μάριο μέσα από τη γνώμη της συζύγου του. Είναι ένας άνθρωπος πνευματικός, ιδεολόγος, που δείχνει να πνίγεται μέσα στην γκρίζα κοινωνία που ζει. Ένας άνθρωπος ήρεμος και σιωπηλός με τις δικές του απόψεις και τα πιστεύω. 
‘Γιατί εσύ μιλάς μόνο όταν
δεν πρέπει, αλλιώς, στις γιορτές, αν δεν πιεις δυο ποτηράκια, κάθεσαι βουβός, Παναγιά μου, τι ύφος!’. Ένας ρομαντικός αντιφρονών που του αρέσει να μετακινείται με το ποδήλατο και να γράφει λογοτεχνία.
Από την άλλη η Κάρμεν είναι μια γυναίκα που προέρχεται από μια αστική οικογένεια με όνειρα και απόψεις για τη ζωή που δεν έχουν τίποτα κοινό με αυτά του συζύγου της. Μητέρα πέντε παιδιών, στοιχειωδώς μορφωμένη, καλή Καθολική και υποστηρίκτρια του καθεστώτος, απορρίπτει κάθε νεωτερισμό και κάθε έκφραση προόδου. Βλέπει τον κόσμο σαν ένα μέρος που πρέπει να ακολουθούνται συγκεκριμένοι κανόνες και να φροντίζεται επιμελώς η εικόνα της οικογένειας στην κοινωνία.
‘… όπως ακριβώς και με τη Μέντσου και τις σπουδές της, της μικρής δεν της αρέσουν τα βιβλία κι εγώ επικροτώ αυτή τη στάση γιατί, στην τελική, για ποιο λόγο να σπουδάσει μια γυναίκα, Μάριο; Μπορείς να μου πεις; Τι κερδίζει απ’ αυτό; Πες μου. Να γίνει αντρογυναίκα, αυτό και τίποτ’ άλλο, γιατί μια φοιτήτρια είναι μια κοπέλα χωρίς θηλυκότητα, μην το βασανίζεις άλλο, για μένα μια κοπέλα που σπουδάζει είναι μια κοπέλα χωρίς σεξουαλικότητα, δεν της ταιριάζει με τίποτα, κατάλαβέ το …’
Ενώ ο συγγραφέας περιβάλει τον Μάριο με συμπάθεια και κατανόηση –ίσως γιατί ο ήρωας είναι μια μεταφορά του ίδιου– αφήνει την Κάρμεν ακάλυπτη, προβάλλοντας τα ελαττώματα και τη ρηχότητά της. Στην πολύ αναλυτική εισαγωγή του βιβλίου αναφέρεται ότι : ‘Ο ίδιος ο Ντελίμπες, λίγο πριν πεθάνει, θέλοντας να τονίσει τα πολλά επίπεδα του έργου του και να βάλει φρένο σε απλοϊκές προσεγγίσεις που ήθελαν την Κάρμεν να αντιπροσωπεύει το μαύρο της συντήρησης και τον Μάριο το άσπρο της ελπίδας για έναν πιο δίκαιο κόσμο, έγραψε : «Νομίζω ότι ο Μάριο ξεπέρασε τα όρια, υπήρξε ένας σύζυγος σκληροπυρηνικός παρότι είχε να αντιμετωπίσει ένα ασήμαντο πρόβλημα: η Κάρμεν, πολύ σύνηθες για εκείνη την εποχή, δεν ήταν παρά η εκπρόσωπος μιας αστικής τάξης με μια μηχανική γλώσσα, γεμάτη κοινοτοπίες και κληρονομημένες ιδέες, αλλά δίχως κανένα ιδεολογικό βάθος.»’
Ο Μάριο στα μάτια της Κάρμεν ήταν μια αποτυχία. Ένας άνθρωπος που δεν εκμεταλλεύτηκε ποτέ τις ευκαιρίες που του δόθηκαν, έκανε φιλίες με τους λάθος ανθρώπους, είχε λάθος πολιτικές ιδέες και αμφίβολη αξία ως λογοτέχνης – αφού εκείνη δεν καταλάβαινε τίποτα από αυτά που έγραφε. Στον μονόλογό της κατά κύριο λόγο διαμαρτύρεται για το πώς την αντιμετώπιζε. ‘Δεν θέλω να κλαίω Μάριο, αλλά όταν κοιτάζω προς τα πίσω και συνειδητοποιώ πόσες λίγες φορές μου ‘δωσες  σημασία στη ζωή, δεν μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυά μου.’
Παραπονιέται ότι ποτέ δεν την ευχαρίστησε για όλη την δουλειά που έκανε ως σύζυγος και μητέρα και ποτέ δεν τη βοήθησε με τα παιδιά. Ο μεγάλος της καημός ήταν ότι δεν της αγόρασε ένα αυτοκίνητο – αυτό το σύμβολο κοινωνικής ανέλιξης που η ίδια είχε τόσο μεγάλη ανάγκη.
Τον κατηγορεί ότι σπατάλησε τη ζωή του με τα βιβλία και την εφημερίδα του που δεν του απέφεραν ούτε χρήματα ούτε φήμη. Ακόμη και το ποίημα που έγραψε για εκείνη δεν το μοιράστηκε μαζί της. Ή μήπως δεν το έγραψε γι’ αυτή; Οι υποψίες για τις σχέσεις του Μάριο με άλλες γυναίκες και ιδιαίτερα με τη γυναίκα του αδελφού του, βασανίζουν την Κάρμεν και επανέρχεται σ’ αυτές ξανά και ξανά.
Παρόλο που η έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ τους είναι παραπάνω από σαφής, αν και έχουν μοιραστεί περισσότερα από είκοσι χρόνια μαζί ‘…. αν το καλοεξετάσεις, Μάριο, αγαπητέ μου, συζητήσεις σοβαρές, πραγματικά σοβαρές, πολύ λίγες είχαμε κάνει οι δυο μας’ και παρότι τη σχέση τους χαρακτηρίζει και η έλλειψη πάθους,  ωστόσο ο θάνατος του Μάριο είναι για την Κάρμεν ένα μεγάλο χτύπημα κυρίως επειδή την κατατρέχουν οι δικές της ενοχές, τις οποίες τελικά παραδέχεται στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου.
Με μια γλώσσα απλή, προφορική, μερικές φορές αδέξια και απογυμνωμένη από λογοτεχνικά στολίδια ο Ντελίμπες μέσα από αυτό το χείμαρρο παραπόνων της Κάρμεν μας επιτρέπει να ρίξουμε μια ματιά σε μια υποκριτική κοινωνία, βασισμένη στην αναμφισβήτητη εξουσία  και τον καθολικισμό των άκαμπτων κανόνων.

Το βιβλίο που έχει μεταφερθεί αρκετές φορές στις Ισπανικές θεατρικές σκηνές, κυκλοφορεί στα ελληνικά από τη σειρά ‘Ποταμόπλοια’ των εκδόσεων ΠΟΤΑΜΟΣ σε μετάφραση και κατατοπιστική εισαγωγή του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.

Εκδόσεις : ΠΟΤΑΜΟΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου