Σάββατο 7 Μαρτίου 2020

Μάρτα Οριόλς: Να μάθω να μιλώ με τα φυτά [ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ]


3

Ένα βάζο μαγιονέζα. Δύο μπύρες. Ένα λαχανικό που είχε γίνει μια καχεκτική μάζα σκεπασμένη από μια βελούδινη στρώση μούχλας. Δύο γιαούρτια ληγμένα εδώ και μία εβδομάδα. Παίρνω το ένα. Ένα βαζάκι με μαρμελάδα νεράντζι σχεδόν άδειο και ο ηλεκτρικός θόρυβος του ψυγείου. Τίποτα άλλο. Καλώς ήρθες στο σπίτι, Πάουλα.
          Το κόκκινο φωτάκι του αυτόματου τηλεφωνητή αναβοσβήνει. Ένα μήνυμα μόνο. Προς στιγμή η καρδιά μου χτυπάει δυνατά, αλλά όχι, δεν μπορεί να είναι από τον Κιμ. Νομίζω ότι δεν του έχω δώσει το νούμερο του σπιτιού. Θέλω να πιστεύω ότι υπακούει πιστά στις πολεμικές εντολές μου, αν σου λένε, λοιπόν, Απομακρύνσου από μένα γιατί κάνουμε κακό ο ένας στον άλλον, η εντολή δεν επιδέχεται άλλης ερμηνείας. Μερικές φορές τον αναπολώ. Το ομολογώ. Μερικά βράδια εκλιπαρώ να μου τηλεφωνήσει, να δώσει σημεία ζωής. Ένα μήνυμα, μια εικόνα, οποιαδήποτε ένδειξη ζωής μού αρκεί. Άλλα βράδια κοιμάμαι με το κινητό στα χέρια, προσπαθώντας να αξιολογήσω αν θα του πω πράγματα ή αν δεν θα του τα πω, αν είναι αλήθεια ότι θα κάναμε τόσο κακό ο ένας στον άλλον. Ορισμένες φορές καταριέμαι τη θύμησή του, και κάποιες άλλες δεν μπορώ να πιστέψω ότι εγώ, στα σαράντα δύο μου, αναστήθηκα μέσα από τις στάχτες μου ωσάν έφηβη, γεμάτη αμφιβολίες και ξαφνικά ξεσπάσματα άνευ νοήματος. Λες και περπατάω σαν χαμένη όλη μέρα. Πολύ συχνά, δε, υποψιάζομαι ότι το πιο πιθανό είναι ο Κιμ να μην διακρίνει πλέον το όνομά μου από κάποιο άλλο.
          Συνεπώς, εφόσον υπάρχει μόνο ένα μήνυμα, το πιο λογικό είναι να μην είναι του Κιμ. Στην πραγματικότητα, είμαι σχεδόν βέβαιη ότι το μήνυμα το έχει αφήσει ο πατέρας μου, αποκλειστικά υπεύθυνος που διατηρείται ακόμα σε τούτο το σπίτι αυτή η αναχρονιστική και σκονισμένη συσκευή δίπλα στην τηλεόραση. Ο μπαμπάς δεν αφήνει απλώς ηχητικά μηνύματα, αλλά γράφει επίσης τις συνθέσεις του στο πιάνο. Εδώ μέσα είναι αποθηκευμένα λείψανα διάρκειας αρκετών λεπτών. Ό,τι ώρα και να γυρίσω σπίτι, βρίσκω το φωτάκι να αναβοσβήνει· με ειδοποιεί ότι υπάρχει υλικό για να ακούσω ή μηνύματα στα οποία εκφράζει την περιέργειά του όσον αφορά τη γνώμη μου για τις συνθέσεις του. Μερικές φορές το καλύτερο είναι να του απαντήσω αμέσως, γιατί αλλιώς μπορεί να γίνει πολύ φορτικός. Σε κάποιους ανθρώπους με ανήσυχο και ακόρεστο προφίλ, θα έπρεπε να απαγορεύεται ρητά η συνταξιοδότηση.
          Πατάω το κουμπί και, όπως ήταν αναμενόμενο, η φωνή του γεμίζει το σαλόνι. Την ακούω ανάμεσα στις κουταλιές γιαουρτιού την ώρα που ανεβάζω τις περσίδες στον ημιυπαίθριο προκειμένου να μπει φως και να αεριστεί κάπως το σπίτι.
          Φαντάζομαι ότι έχεις ήδη επιστρέψει. […] Ελπίζω να μην βρήκες πολλή κίνηση. Συναντήθηκα με την Πέπι καθώς έβγαινα από το κέντρο και σου στέλνει χαιρετισμούς. Λέει ότι αν ήξερε πως ήσουν στο χωριό θα της άρεσε πολύ να σε δει και να σε αγκαλιάσει. Α, Πάουλα! Ξέχασες το κέικ που σου έφερε χθες η Μαρία, εκείνη από το Καν Ρουμπιές… Τίποτα, ήθελα να σου ευχηθώ καλή επάνοδο στη δουλειά. Αυτό, τίποτ’ άλλο… Και να τρως, μ’ ακούς; Σε φιλώ.

Μένω με το στόμα ανοιχτό και αισθάνομαι την απέχθεια να με κυριεύει. Πετάω το γιαούρτι στα σκουπίδια. Η ανάμνηση του κέικ μέσα στο ταπεράκι της κυρίας Μαρία μου προκαλεί ανακατωσούρα. Το είδα σήμερα το πρωί πριν φύγω από το σπίτι του μπαμπά. Το πήρα μάλιστα στα χέρια μου, αλλά το άφησα ξανά στο ντουλάπι της κουζίνας γιατί το σκεύος που το περιείχε ανέδυε την ίδια οσμή κλεισούρας που ανέδυε και η αναπνοή της ιδιοκτήτριάς του.
          Πρέπει να είμαστε δυνατοί, κορίτσι μου. Εσύ είσαι πολύ νέα ακόμη. Πρέπει να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου.
          Μου το πέταξε έτσι, με ύφος σ’ αρέσει δεν σ’ αρέσει, όταν πήγαμε να τη δούμε την Τρίτη το απόγευμα και μας τράταρε καφέ. Εγώ πιστεύω ότι η καλή συνήθεια του πατέρα μου να περνάει να χαιρετάει τους γείτονες όταν είναι άρρωστοι ή όταν έχουν χάσει κάποιο συγγενικό τους πρόσωπο, έχει να κάνει με την εμμονή του να αισθανθεί λιγότερο ξένος στο χωριό, όπου περνάει όλο και μεγαλύτερες χρονικές περιόδους· δεν τον έχω δει ποτέ να κάνει κάτι τέτοιο στη Βαρκελώνη, εκτός αν πρόκειται για φίλους ή για στενούς συγγενείς, αλλά, ακόμη και έτσι, υπάρχουν λεπτομέρειες που μαρτυρούν τις αστικές του συνήθειες: σημειώνει τις επισκέψεις και, τη μέρα που πρόκειται να πάει, φοράει μέχρι και τα καλά του. Την Τρίτη το πρωί, που είναι το πιο πρόσφατο περιστατικό, άρχισε να κτυπάει η ειδοποίηση στο κινητό του την ώρα που παίρναμε το πρωινό μας στην αυλή. Σκούπισε το στόμα του με την πετσέτα και, δίχως να πάψει να μασάει, με πληροφόρησε:
          «Με τη Μαρία από το Καν Ρουμπιές στις δώδεκα. Πρέπει να κινητοποιηθούμε άμεσα αν θέλουμε να κάνουμε ένα μπανάκι στο Πορτ δε λα Σέλβα πριν πάμε να της πούμε συλλυπητήρια».
          Έμεινα να τον κοιτάζω, με καχυποψία, και του δήλωσα ότι δεν επρόκειτο σε καμία περίπτωση να τον συνοδεύσω στο σπίτι της κυρίας Μαρία, γιατί το να συλλυπούμαι αγνώστους δεν αποτελούσε μέρος των καλοκαιρινών μου σχεδίων.
          «Μα εκείνη σε γνωρίζει. Αν με συνοδεύσεις, το βράδυ θα σου φτιάξω πεσκαντρίτσα με αχιβάδες».     
          Στο χωριό δεν γνωρίζουν ότι ο Μάουρο με είχε αφήσει λίγες ώρες πριν σκοτωθεί. Ούτε ο πατέρας μου το ξέρει, αν και αυτός ήταν ενήμερος ότι περνάγαμε μια πολύ κακή περίοδο. Ήταν φθινόπωρο, αλλά ακόμη ήμαστε με τα κοντομάνικα. Είχαμε τσακωθεί με τον Μάουρο γιατί είχα αγοράσει αεροπορικά εισιτήρια για το τριήμερο του Νοεμβρίου, αλλά λόγω κάποιας δουλειάς που είχε, εκείνον δεν τον βόλευαν καθόλου οι ημερομηνίες. Του είπα να μην με κατηγορεί μετά ότι δεν του κάνω πια εκπλήξεις, και παγιδευτήκαμε μέσα σε ένα μάλλινο κουκούλι από φωνές και χτυπήματα πόρτας. Με έστειλε στο διάολο, και εγώ απάντησα: τέλεια, θα είναι πολύ καλύτερα απ' ό,τι κοντά σου.
          Μισή ώρα αργότερα πήγα με τον πατέρα μου στον δερματολόγο. Έπρεπε να του αφαιρέσουν κάποιες ελιές από την πλάτη και, καθώς είναι πολύ φοβιτσιάρης, μου ζήτησε να τον συνοδεύσω σπίτι ύστερα από αυτή την τόσο απλή επέμβαση. Ενόσω περιμέναμε να τον φωνάξει ο γιατρός, παρ’ όλο που ήμουν απολύτως σίγουρη ότι δεν θα με παρηγορούσε, γιατί ποτέ του δεν είχε τον τρόπο να το κάνει, αφέθηκα να παρασυρθώ από την αδυναμία της στιγμής και του σχολίασα, δίχως να μπω σε λεπτομέρειες, πως τα πράγματα με τον Μάουρο δεν πήγαιναν καθόλου καλά. Έτρεμε η φωνή μου και τότε εκείνος είπε τα περί κακής περιόδου. Έτσι τη βάφτισε: Μια κακή περίοδος, Πάουλα, θα δεις ότι την άνοιξη τα πράγματα θα φτιάξουν ξανά. Συμβαίνει σε όλα τα ζευγάρια. Και με αυτή την άνεση και με δύο χτυπηματάκια στον ώμο θεώρησε το πρόβλημα λυμένο. Γέλασα από μέσα μου με την αφέλειά μου και τους έστειλα και τους δυο στα τσακίδια. Τέλος οι ελιές. Τέλος τα προβλήματα. Άνοιξη.
          Ο πατέρας μου θα είχε δυσαρεστηθεί τόσο πολύ αν είχαμε χωρίσει ύστερα από όλα αυτά τα χρόνια, που υποθέτω ότι δεν θα ήταν σε θέση να επεξεργαστεί μια εξήγηση για τους φίλους του ικανή να απορροφήσει το χτύπημα από το γεγονός πως είχε μια κόρη που χώρισε έχοντας περάσει τα σαράντα. Εκείνου του άρεσε να λέει πράγματα όπως: Ο γαμπρός μου είναι εκδότης, Ο γαμπρός μου έχει σήμερα μια συνέντευξη στη La Vanguardia, Ο γαμπρός μου κατάφερε να κάνει να ανθίσει ξανά η τριανταφυλλιά noisette που έχω στον τοίχο που βλέπει ανατολικά. Εκτιμούσαν πολύ ο ένας τον άλλον, σχημάτιζαν ένα είδος κύκλου γύρω από τη δικαιική οικογένεια που δεν ήμαστε, ούτε επρόκειτο να γίνουμε, αν εξαρτιόταν μόνο από μένα. Αποκαλώντας τον γαμπρό, τον έκανε λίγο περισσότερο δικό του. Η Πάουλα θα μείνει μερικές μέρες μαζί μου. Ο γαμπρός μου είχε ένα δυστύχημα. Σκοτώθηκε.       
          Το γεγονός ότι η κυρία Μαρία με γνώριζε εμένα, αλλά εγώ όχι εκείνη, μπορούσε να σημαίνει μόνο ένα πράγμα: ο πατέρας μου δεν είχε διστάσει να με βάλει στον κύκλο γνωριμιών του ως η καημένη Πάουλα που έχασε τον σύντροφό της σε δυστύχημα. Κατά κάποιο τρόπο, είναι πιο εύκολο να ομαλοποιήσεις την κατάσταση της κόρης σου βάζοντας έναν νεκρό στο παιχνίδι, από το να δώσεις λαβή για συζητήσεις σχετικά με τα σημερινά ζευγάρια, που έχουν τόσες πολλές ελευθερίες και τόσο λίγη διάθεση να διορθώσουν τα πράγματα όταν έρχεται μια στραβή· ο θάνατος διορθώνει τα αδιόρθωτα, είναι μη αναστρέψιμος και παραποιεί τα πάντα. Τοποθέτησε τον Μάουρο δίπλα στους αγίους και τους αθώους. Ο θάνατος μοιάζει με την άνοιξη.

Ο πατέρας μου και η κυρία Μαρία μιλούσαν με φράσεις κοφτές που λες και είχαν βγει από κάποιο εγχειρίδιο οδηγιών. Υπάρχει μια ειδική γλώσσα για να αναφερθεί κανείς στους νεκρούς, ένας κατάλογος από αποφθέγματα τα οποία από φωνολογικής άποψης κινούνται μεταξύ του σεβασμού και του φόβου. Εγώ τους κοίταζα από την πόρτα προσπαθώντας να αποφύγω τη μυρωδιά που πλανιόταν στο χώρο, μείγμα ξινισμένου κυδωνιού και φρεσκοκομμένου σαλαμιού. Επιθυμούσα εναγωνίως να γίνει επιτέλους ο καφές, και ευχόμουν ολόψυχα να εκραγεί η καφετιέρα και να αναγκαζόμασταν να φύγουμε από κει κακήν κακώς, δίχως να έχουμε καν χρόνο να καθίσουμε γύρω από εκείνο το τραπέζι που το κάλυπτε ένας λιγδιασμένος μουσαμάς στον οποίο με κάθε σιγουριά είχαν μείνει αποτυπωμένα τα ίχνη από τα χοντρά δάχτυλα του πεθαμένου συζύγου της κυρίας Μαρία.
          Ήταν 26 Αυγούστου και η κυρία Μαρία φορούσε μια πλεχτή μαύρη ζακέτα με μακριά μανίκια, φούστα μέχρι τον αστράγαλο και πρόχειρα αθλητικά παπούτσια με τακούνι τα οποία, δίπλα στα φλατ σανδάλια μου, φτιαγμένα από δύο φτενές λωρίδες δέρματος, μαρτυρούσαν δύο διαφορετικούς τρόπους ζωής. Δεν ήμαστε η ίδια γυναίκα και, συνεπώς, δεν μοιραζόμασταν τον ίδιο πόνο, όσο και αν η θλίψη μάς είχε στείλει προσκλητήριο και στις δύο, λες και το πένθος είναι ένας μολυσματικός παράγοντας με ικανότητα να αναπαράγεται και να μεταδίδεται ανεξάρτητα από τη θέληση εκείνου που χάνει ένα αγαπητό του πρόσωπο. Ο δικός μου πόνος είναι καταδικός μου και δεν θέλω να τον πλησιάζει κανείς.
          Δίχως να ξέρω πώς, βρέθηκα καθισμένη δίπλα της, χαμογελώντας με το ζόρι και κάνοντας απέλπιδα προσπάθεια να αποφύγω τη σκέψη ότι ο μουσαμάς άγγιζε ελαφρά τους μηρούς μου, όταν έξαφνα ο κοχλασμός της καφετιέρας απεφάνθη πως δεν είχα καμία δυνατότητα διαφυγής. Η κυρία Μαρία σηκώθηκε, έσβησε τη φωτιά με αργές κινήσεις και έβγαλε τρία φλιτζάνια, που έμοιαζαν σαν παιχνιδάκια, από ένα ντουλάπι από ξεθωριασμένη φορμάικα. Και τότε, εν μέσω μιας σιωπής που την έσπαγε μόνο ο δείκτης των δευτερολέπτων στο ρολόι της κουζίνας, με πλησίασε πολύ, υπερβολικά πολύ, σε σημείο που με έκανε να κλείσω τα μάτια μου, και το είπε.
          Πρέπει να είμαστε δυνατοί, κορίτσι μου. Εσύ είσαι πολύ νέα ακόμη. Πρέπει να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου.
          Δεν θέλω ίχνη από τη δυσοσμία του στόματος της κυρίας Μαρία από το Καν Ρουμπιές τόσο κοντά μου, ούτε καμιάς άλλης γυναίκας σαν και εκείνη· δεν θέλω κέικ. Δεν θέλω να ακούσω άλλες προβλέψεις για το μέλλον μου. Δεν θέλω να μοιραστώ την αποφασιστικότητά της και, πολύ λιγότερο, τη διάθεσή της να ταυτιστεί μαζί μου. Ο πόνος μου είναι όλος δικός μου και η μόνη μονάδα μέτρησης που θα μπορούσε να τον υπολογίσει είναι η ιδιωτικότητα όλων όσων συνθέτουν το πώς. Πώς τον αγάπησα, πώς με αγάπησε. Με ποιον μοναδικό τρόπο είχαμε πάψει να ήμαστε πλέον αυτό που ήμαστε κάποτε και, γι’ αυτό το λόγο, με ποιον μοναδικό τρόπο ξέρω εγώ να τον κλάψω.
To πιο σίγουρο είναι ότι ο πατέρας μου θα αντιλήφθηκε το πόσο πολύ με είχε αναστατώσει η όλη σκηνή και το ίδιο βράδυ, την ώρα που εγώ ήμουν ξαπλωμένη στην αιώρα κάτω από τη συκιά, βγήκε έξω μαζί μου, έσβησε το φως της αυλής και μου συνέστησε να οξύνω τις αισθήσεις μου. Στο σπίτι στο χωριό, που ο πατέρας μου αγόρασε με κόπο, οικονομίες και πολλή περηφάνια στη Σέλβα δελ Μαρ, ο τοίχος από ακανόνιστες πέτρες στον μικρό κήπο, καλυμμένος με κισσό, συνορεύει με μια δασώδη έκταση, όριο της χτισμένης περιοχής. Όταν, λοιπόν, κάποιος παραμένει σιωπηλός, δεν αργεί να εμφανιστεί ένα πλήθος από συγκεχυμένους θορύβους: γρύλλοι, το βουητό από νυχτοπεταλούδες και κουνούπια, τα φύλλα που λικνίζει το αεράκι, το μουρμουρητό του ρυακιού που διασχίζει το χωριό, το φτερούγισμα κάποιας νυχτερίδας και, αραιά και πού, το μεγαλοπρεπές κρώξιμο ενός μπούφου. Σε δεκαπέντε ημέρες το άκουσα μόνο μια φορά. Ο μπαμπάς μού είπε ότι είναι πολύ δύσκολο να τον δει κανείς, ότι από τότε που περνάει τα καλοκαίρια του σε αυτό το σπίτι, όλα αυτά τα χρόνια, τον έχει δει να πετάει σε πολύ λίγες περιπτώσεις, φευγαλέα. Σχολίασε, σαν να το έλεγε παρεμπιπτόντως, ότι στις αρχέγονες δοξασίες ο μπούφος αποτελεί την ένωση τριών κόσμων: του κάτω κόσμου, του ορατού κόσμου και του επουράνιου. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, για τους αρχαίους Αιγύπτιους, αλλά και για τους Κέλτες και τους ινδουιστές, ο μπούφος ήταν ένα τοτέμ που παρείχε προστασία στις ψυχές των νεκρών. Χαμήλωσε ελαφρά το κεφάλι και έβαλε τα χέρια στις τσέπες του όταν πρόφερε τη λέξη «νεκροί». Τον προειδοποίησα να μην συνεχίσει με το ίδιο θέμα, γιατί, παρ’ όλο που σε λίγους μήνες έκλεινα τα σαράντα τρία, ο θάνατος του Μάουρο με είχε κάνει να αισθάνομαι ολοένα και πιο φοβητσιάρα, και ό,τι είχε να κάνει με τον εσωτερισμό με αναστάτωνε. Έβαλε τα γέλια και με χάιδεψε στον ώμο. Σφίχτηκα πάνω του.
«Έλα, Πάουλα. Δες το αλλιώς. Ο μπούφος ανήκει επίσης στη σελήνη, μεταφέρει μυστικά και οιωνούς. Σκέψου το και έτσι: είναι το πουλί της σοφίας, της ελευθερίας και της αλλαγής».
Ύστερα μου φίλησε τα μαλλιά και με καληνύχτισε. Εγώ απλώς πρόλαβα να του σφίξω το χέρι, ανίκανη να πω οτιδήποτε, νικημένη από το συναισθηματισμό της χειρονομίας του.
Ο έναστρος κατάμαυρος ουρανός με πλάκωσε με όλο του το βάρος, το απέραντο βάρος όλων όσων δεν μου ανήκουν, όλων όσων αγνοώ. Εγώ δεν πιστεύω σε αυτά τα πράγματα· αισθάνομαι πολύ πιο σίγουρη στον κόσμο της λογικής και της επιστήμης, αλλά, ακόμα και μέρες μετά, οι κουβέντες του μπαμπά αντηχούσαν στο κεφάλι μου, προκαλώντας μου ανησυχία. Θεωρούσα ως δεδομένο ότι με τη σιωπή μου η ψυχή του Μάουρο ήταν προστατευμένη, και, σε κάθε περίπτωση, αν είναι να μιλάμε για τοτέμ, εκείνη που αξίζει να έχει ένα που να την προστατεύει και να την ωθεί να ακολουθήσει το δρόμο της είμαι εγώ, πλην όμως όλα όσα είχε πει είχαν γράψει μέσα μου.
Ο θάνατος με κάνει να θυμώνω. Από τότε που εκείνος έφυγε, ο θάνατος με εξοργίζει, με βγάζει εκτός εαυτού επειδή είναι αυθάδης και ξεδιάντροπος, επειδή μου κρύβει τον Μάουρο, επειδή ο θάνατος είναι τόσο ζωντανός.

Ανοίγω την μπαλκονόπορτα της βεράντας με την πρόθεση να σβήσω ορισμένες εικόνες από το χωριό που μου θανατώνουν τη διάθεση, αλλά ο Αύγουστος έχει προξενήσει ζημιές.
          Οι φτέρες έχουν μετατραπεί σε μια καφετιά δίνη από φύλλα, τα λευκόκρινα είναι πιο πολύ κίτρινα παρά λευκά, οι γαρδένιες μέσα στη μελίγκρα. Το πάτωμα είναι καλυμμένο από ξερά φύλλα. Κάνω γενική επιθεώρηση. Τα μόνα που έχουν επιζήσει κάπως είναι οι κέντιες, τα χλωρόφυτα και η πορτοκαλιά.
          «Να βάλουμε κέντιες, Πάουλα, άκουσέ με, δεν πεθαίνουν ποτέ».
          Βρισκόμασταν ακριβώς σε αυτό το σημείο πριν χίλια χρόνια, με ένα σπίτι άδειο και πολλές προσδοκίες. Κοιτάζαμε ικανοποιημένοι τη βεράντα, που είχε τόσο πολύ χώρο, και, όπως και στο μέλλον μας, δεν υπήρχαν πουθενά σύννεφα που να προμήνυαν καταιγίδα. Κανείς δεν μας προειδοποίησε ότι οι κέντιες θα ζούσαν περισσότερο από εκείνον. Ούτε κανείς μας είπε πως τώρα θα έπρεπε να φροντίζω εγώ τα φυτά του.
          «Καλημέρα, Πάουλα!»
          Καταλαβαίνω αμέσως τη χαρακτηριστική αμερικάνικη προφορά του Τόμας από τον επάνω όροφο. Ο γείτονάς μου έχει προβάλει στο παράθυρο και καπνίζει το τσιγάρο του.
          «Πότε επέστρεψες; Σε πεθύμησα!»
          «Πριν από δέκα λεπτά. Κοίτα πώς έγιναν όλα», του λέω δείχνοντας τα φυτά. «Έγινε άραγε πυρηνικός πόλεμος όσο έλειπα και δεν το πήρα χαμπάρι;»
          «Του χρόνου να μου ζητήσεις να σ’ τα ποτίζω». 
          Πρόκειται όμως για τα φυτά του Μάουρο και εκείνος δεν του είχε ζητήσει ποτέ να τα φροντίζει το καλοκαίρι. Είναι βέβαιο πως θα το έκανε με την ίδια φροντίδα και υπομονή που δείχνει σε μένα, αλλά παρά την εμπιστοσύνη που υπάρχει, δεν τολμώ να του πω πως ξέχασα να ενεργοποιήσω το αυτόματο πότισμα και πως το συνειδητοποίησα όταν ήμουν πλέον στην εθνική οδό, αφού πρώτα είχα φάει στη μάπα τις ουρές χιλιομέτρων μιας Παρασκευής του Αυγούστου, και βαρέθηκα να γυρίσω. Βαθιά μέσα μου σκέφτηκα: «Να πάνε να γαμηθούν». Αλλά τώρα, εδώ, περιτριγυρισμένη από μαραμένα φυτά σε άθλια κατάσταση, αισθάνομαι πόσο αξιολύπητο ον είμαι. Ο άντρας που είχα ερωτευτεί πίστευε πως αποτελούμε απλώς μέρος της πλάσης του πλανήτη Γη, πως όχι μόνο το ζωικό αλλά και το φυτικό βασίλειο αξίζουν της ίδιας προσοχής με τους ανθρώπους. Έλεγε ότι έχουμε έρθει εδώ για να αναπαραχθούμε βιολογικά, όπως οι γάτες, οι φάλαινες, όπως τα βακτήρια ή τα φυτά. Ένα απόγευμα, όταν ίσως ήμαστε πλέον ένα τρίγωνο και εγώ δεν το ήξερα, θυμάμαι ότι τον είχα κατηγορήσει πως εκείνος ψυχανεμιζόταν καλύτερα τις ανάγκες μιας ορχιδέας για νερό από ό,τι τις δικές μου για σεξ. Με κοίταξε με βλέμμα πονεμένο. Θα μου άρεσε να ξεχάσω αυτό το βλέμμα, θα μου άρεσε να είχα πάρει πίσω μερικά από τα πράγματα που είχαμε πει ο ένας στον άλλον.
          Είναι αφελές να πιστέψει κανείς ότι ο Μάουρο εξακολουθεί να βρίσκεται κάπου, τώρα που απλώς έχει γίνει δυόμισι κιλά στάχτης, αλλά αν εκείνος ή το υποτιθέμενο πνεύμα του βρίσκονταν σε κάποια γωνιά του πλανήτη, αυτό το μέρος θα ήταν εδώ, σε αυτή τη βεράντα, ανάμεσα σε αυτά τα φυτά.
          «Θα με βγάλεις για βραδινό, Τόμας; Έχω μόνο ληγμένα γιαούρτια, συνεπώς οτιδήποτε άλλο θα μου φανεί καλύτερο».
          Στρέφει το σώμα του για να ρίξει μια γρήγορη ματιά στην τραπεζαρία του σπιτιού του και χαμηλόφωνα με πληροφορεί ότι δεν είναι μόνος. Μου κλείνει το μάτι και μου στέλνει ένα φιλί.
          «Καλύτερα αύριο. Happy to see you!»
          Μου φάνηκε ότι διέκρινα μια ξανθιά σκιά να κινείται στο ημίφως. Στο τέλος χαμογελάω. Φαίνεται πως υπάρχει ζωή στον πλανήτη Γη.

Αποτιμώ τις ζημιές με τα χέρια στη μέση. Κατευθύνομαι προς ό,τι έχει μείνει από τα φυτά του και τους γρυλίζω: Δεν πρόκειται να σας αφήσω να πεθάνετε, φίδια κολοβά. Εγώ δεν είμαι η Μαρία από το Καν Ρουμπιές. Λέγομαι Πάουλα Σιντ και είμαι η καλύτερη στο να εμφυσώ νέα πνοή ζωής.

Μετάφραση από τα Καταλανικά: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

Το μυθιστόρημα της Marta Orriols, Aprendre a parlar amb les plantes (2018) θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.


Η Μάρτα Οριόλς ζει και εργάζεται στη Βαρκελώνη. Είναι ιστορικός τέχνης και γράφει κινηματογραφικά σενάρια. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια γραφής κινηματογραφικού σεναρίου στη Σχολή Bande à Part και δημιουργικής γραφής στην Escola dEscriptura de lAteneu της Βαρκελώνης. Διαχειρίζεται το ιστολόγιο No puc dormir [Δεν μπορώ να κοιμηθώ]. Πρώτο της βιβλίο ήταν η συλλογή διηγημάτων Anatomia de les distàncies curtes (Periscopi, 2016). Το Να μάθω να μιλώ με τα φυτά είναι το πρώτο της μυθιστόρημα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου