Τρίτη 17 Μαρτίου 2020

Τώρα που δεν, του Jorge F. Hernández, σε μετάφραση Αλεξάνδρας Γκολφινοπούλου



Τώρα που δεν
[Ahora que no]

Τώρα που δεν μπορείς να μπεις –προσωρινά, για να μην κολλήσεις–, σε εκλιπαρώ να επιστρέψεις στη Μαδρίτη· αφού τώρα δεν μπορούμε να μπούμε στο Μουσείο του Πράδο, θα μπορούσαμε να βρούμε τρόπο να φανταστούμε ότι με λένε Γκόγια και ότι σε ζωγραφίζω ντυμένη… ή ότι ένας σκύλος σκάει μύτη πίσω από έναν αμμόλοφο στο Πουθενά για να γαβγίσει στο βήχα και στον πυρετό που μοιάζει να στοιχειώνει τον ψεύτικο Κρόνο που καταβροχθίζει τον γιο του σαν Ουγκολίνος. Τώρα που δεν υπάρχει πρόσβαση, θα είναι πιο εύκολο να μπούμε στον πίνακα όπου οι Δεσποινίδες των Τιμών προσφέρουν στην Ινφάντα μια αχνιστή σοκολάτα σε πήλινη γαλατιέρα από την Τσολούλα, και υποθέτω πως τώρα που δεν επιτρέπεται, μπορούμε όλοι να αναγνωρίσουμε τους εαυτούς μας στο τρίπτυχο του Μπος, αυτόν τον παρανοϊκό Κήπο των επίγειων απολαύσεων όπου εμφανίζεται το πρώτο κρούσμα που μολύνθηκε από τον κορωνοϊό στα οπίσθια σαν από ένα βέλος πρηνηδόν, δίπλα σε μια κινεζική αγορά όπου για κάποιον ανεξήγητο λόγο κόλλησε ένας Ιταλός με ένα ανώνυμο φτάρνισμα, και επέστρεψε αεροπορικώς στο Μιλάνο δίχως να ξέρει ότι θα πλημμύριζε τη Λομβαρδία με τη μικρή μπαλίτσα που μοιάζει με σκαντζόχοιρο και έχει εξαπολύσει τις πλέον παραληρηματικές θεωρίες σε σχέση με τις διαφορετικές τριχοειδείς και επιδημικές συνωμοσίες που μας πολιορκούν, τώρα που δεν έχει πια σημασία αν κάποιος απλώς σκέφτεται ή σκέφτεται λογικά.
          Τώρα που δεν επιτρέπεται, θέλω να σε φιλήσω όπως πάντα ή όπως ποτέ και να περπατήσουμε στους δρόμους του Μπάριο δε λας Λέτρας της Μαδρίτης, με την ψευδαίσθηση ότι θα συναντήσουμε μπροστά μας τα φαντάσματα περασμένων αιώνων που επέζησαν από άλλες πανώλες. Τώρα που δεν, πες μου ναι, ότι μπορούμε να ξαγρυπνήσουμε μιλώντας μέχρι το ξημέρωμα και ότι –πράγματι– όλος αυτός ο χρόνος δεν είναι παρά μια απίστευτη αυταπάτη: εδώ κι εκεί δεν συνέβη τίποτα, ούτε μας πέθανε κανείς, και αυτά τα άσπρα μαλλιά, παρόλο που έδειχναν ότι μπορούσες να τα ψηλαφήσεις, είναι ψεύτικα, και δεν είναι τίποτε άλλο παρά μακιγιάζ τα παραπάνω κιλά που έχω πάρει, επειδή τώρα που δεν μπορώ, θέλω να αρχίσω να τρέχω σε μια όχθη της Μαδρίτης για να επιβεβαιώσω πόσο κοντά στην εξοχή εξακολουθεί να βρίσκεται και πόσο απέραντη είναι η Καστίλλη.
          Τώρα που δεν, προτείνω να μείνουμε στο κρεβάτι μέχρι να, ίσα ίσα επειδή. Τώρα που δεν, θέλω να δώσω το χέρι στους αληθινούς μου φίλους και να αρνηθώ τον αγκώνα σε τόσους ψεύτες και υποκριτές αδιόρθωτους που ορκίζονταν ότι θα με βοηθούσαν στα καλά, και τώρα που δεν, που ήρθαν οι κακές αποστάσεις και η μοναξιά της σιωπής, κλειδαμπαρώθηκαν στη λησμονιά και την αμνησία, στις ασυγχώρητες προφάσεις με τις οποίες πιστεύουν ότι διατηρούν την ασηψία, γνωρίζοντας ότι η ψυχή τους δεν πλένεται με το αντισηπτικό χεριών. Για τον ίδιο λόγο, τώρα που δεν, λέω ναι στα απαγορευμένα βιβλία, στις ξεχασμένες γνωμοδοτήσεις, στις εκκρεμείς παραγράφους και τα αδημοσίευτα μυθιστορήματα· τώρα που δεν, λέω ναι στα διηγήματα που μένουν να σταλούν στο τυπογραφείο και στα αδέλφια αυτού του χρονικού που πρέπει να τα μετατρέψω σε μοβ βιβλίο. Τώρα που δεν, πώς είναι δυνατόν να μην;
          Άφησέ με να ανακουφίσω τα βλέφαρά σου με τ’ ακροδάχτυλά μου, τώρα που δεν μπορώ να αγγίξω το πρόσωπό σου, παρά μόνο το φαντάζομαι καθώς σε ακούω από μακριά, και άφησέ με να κοιμηθώ στη γωνία που εκτείνεται από το λαιμό σου μέχρι τον δεξιό σου ώμο, τώρα που δεν πρέπει να πλησιάσω ούτε στα όνειρα από φόβο μήπως ανεβάσω τη θερμοκρασία μας και προκαλέσω πόνο στα πνευμόνια μας, σαν γαλάζιους κήπους ενός μαύρου βάτραχου με φτερά. Άφησέ με να σου απαγγείλω ένα σονέτο μισό χιλιοστό από τα χείλη σου, σαν να ήταν η παλιά σελίδα ενός βιβλίου που ακούμπησες πάνω στη μύτη σου επειδή αποκοιμήθηκες έναν Φλεβάρη που χτες ήταν παγωμένος και σήμερα μοιάζει με την ξαναμμένη άνοιξη των ψιθύρων που μοιράζονται τα χείλη, τώρα που ούτε πρέπει ούτε μπορούμε να ξαναρχίσουμε το διάλογο των φιλιών που μοιραστήκαμε εδώ και ποιοςξέρειπόσα χρόνια.
          Τώρα που δεν επιτρέπεται, πάμε στη Βενετία και ας αναβιώσουμε ένα ψέμα τόσο απολαυστικό και άνετο που έμοιαζε με ένα ζευγάρι παντόφλες ή πήγαινέ με στη Ρώμη για να τη δω άδεια και να μείνουμε άφωνοι μπρος στην αυτοκρατορική πρόσοψη οποιουδήποτε κτιρίου. Πες μου πως έχεις τρόπο να παραβρεθούμε στον Μυστικό Δείπνο στο Μιλάνο, τώρα που δεν υπάρχουν ατελείωτες ουρές τουριστών με κάμερες και τηλέφωνα με φακούς ευρυγώνιους και φακούς επαφής, και πες μου πως δεν κοιτάζεις με αποστροφή εκείνο τον κύριο που φταρνίζεται στη μέση του βαγονιού ή την κυρία που βήχει στο δρόμο δίχως να καλύψει το στόμα της επειδή τα χέρια της είναι γεμάτα τσάντες με τα ψώνια του πανικού, και τώρα που δεν υπάρχει πια ρύζι, ας δειπνήσουμε με μια αυτοσχέδια παέγια, και τώρα που έχουν κλείσει τους κινηματογράφους, ας διαβάσουμε χαμηλόφωνα ένα μυθιστόρημα που μιλάει για τον Θάνατο στη Βενετία, για να τον δούμε σύντομα και πάλι στη μεγάλη οθόνη, κλειδωμένοι σε καραντίνα για πάντα πλέον, με την ξεκάθαρη πρόθεση να εξακολουθήσουμε να μεταδίδουμε ο ένας στον άλλον όλο αυτό το θαύμα και το μυστήριο για το οποίο απλούστατα δεν υπάρχει κανένα αντίδοτο, για να πείσουμε τους εαυτούς μας με το αιώνιο πλασέμπο ότι είμαστε πάντα μαζί, τώρα που δεν είμαστε.


του Χόρχε Φ. Ερνάντες

Μετάφραση: Αλεξάνδρα Γκολφινοπούλου


12/03/2020
     

1 σχόλιο: