O Βάλτερ Μπένγιαμιν, ένας φιλόσοφος τον οποίον δεν φαίνεται να
επηρεάζουν οι συχνές μεταπτώσεις ενδιαφέροντος περί των στοχαστών με τους οποίους
τον συνδέουν –τουλάχιστον στα πρώτα βήματά του–, όπως είναι οι περιπτώσεις του
Αντόρνο, του Χορκχάιμερ, του Μαρκούζε και άλλων μελών της επονομαζόμενης Σχολής
της Φρανκφούρτης, ασχολήθηκε εκτενώς με τη μετάφραση. Κι έτσι το 1923, στα 31
του χρόνια, έγραψε το δοκίμιο με τίτλο «H αποστολή του μεταφραστή»[1]. Οι θεολογικές δοξασίες που του
χρησιμεύουν ως βάση, όχι πάντα μερική, είναι για μένα κάτι αρκετά ξένο. Αλλά δε
συμβαίνει το ίδιο με την παρατήρησή του ότι η μετάφραση «δεν
είναι παρά ένας, κατά μία έννοια, προσωρινός τρόπος αναμέτρησης με την ξενότητα
των γλωσσών».
Σύμφωνα
με τον Μπένγιαμιν, ακόμη και οι κακοί
μεταφραστές αναγνωρίζουν ότι το ουσιώδες αποδεικνύεται ανέφικτο, μυστικό, «ποιητικό».
Και ότι στη μετάφραση εκφράζεται μόνο ένα μέρος της εγγενούς σημασίας του
πρωτοτύπου (αναφέρομαι, φυσικά, στη λογοτεχνική μετάφραση), ενώ ταυτόχρονα βασίζεται στο γεγονός «ότι οι γλώσσες δεν είναι ξένες μεταξύ τους, αλλά είναι a priori, και πέρα από κάθε ιστορικό συσχετισμό,
ανάμεσά τους συγγενείς ως προς αυτό που θέλουν να πουν». Αν τα συνοψίσουμε όλα
αυτά κατά τρόπο όχι και τόσο κομψό, ο μεταφραστής ξέρει ότι καταφεύγει σε έναν,
κατά μία έννοια, προσωρινό τρόπο αναμέτρησης με την ξενότητα των γλωσσών. Και
τελικά προσπαθεί να βρει σε κάθε γλώσσα προς την οποία μεταφράζει κάτι που να
θυμίζει το πρωτότυπο. Συνεπώς δεν είναι —Μπένγιαμιν dixit—«το
ύψιστο εγκώμιο μιας μετάφρασης […] να διαβάζεται σαν ένα πρωτότυπο της γλώσσας
της».
Με
τη στήριξη του Γκαίτε που, διαβεβαιώνει ο Μπένγιαμιν, έχει δημοσιεύσει στις
σημειώσεις του για το Divan ό,τι
καλύτερο έχει γραφτεί στη Γερμανία για τη μετάφραση, υπoστηρίζει ότι οι θεωρούμενες ως
καλύτερες εκδοχές ξεκινούν από μια λάθος αρχή: από την επιθυμία να μετατρέψουν
σε γερμανικό το ελληνικό, το ινδικό ή το αγγλικό αντί να δώσουν στα γερμανικά
τη μορφή αυτών των γλωσσών. Κάτι που δείχνει «πολύ μεγαλύτερο σεβασμό για τα δικά
μας γλωσσικά παρά για το πνεύμα του ξένου έργου... Η θεμελιώδης πλάνη του
μεταφραστή είναι ότι μένει πιστός στο τυχαίο επίπεδο της δικής του γλώσσας,
αντί να το θέσει βιαίως σε κίνηση μέσω της ξένης».
Πρόκειται
για φορτισμένες καταστάσεις οι οποίες, σε γενικές γραμμές, εντός του πεδίου
δράσης των κριτικών από τούτα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, μετατρέπουν σε κακή
μια μετάφραση η οποία στην πραγματικότητα αντικατοπτρίζει τις γλωσσικές ιδιαιτερότητες
του πρωτοτύπου, και επιτρέπουν στον αναγνώστη να έχει συνείδηση ότι οι σελίδες δεν
αφορούν μια αφήγηση γραμμένη, για παράδειγμα, στην Ισπανία, την Αργεντινή ή το
Μεξικό, αλλά ανταποκρίνονται στο περιβάλλον και τις συνήθειες άλλου τόπου,
άλλης γλώσσας χάρη στην οποία ζουν λογοτεχνικά ήρωες με ονόματα ενδεικτικά της
γλωσσικής τους απόστασης· τόποι όπου, σε κάποιες περιπτώσεις, καταναλώνονται
τρόφιμα που απαιτούν υποσημείωση. Ή χιονίζει με πολλούς διαφορετικούς τρόπους.
Σε
ένα άρθρο που αναλύει «Την αποστολή του μεταφραστή» υπό το πρίσμα της αυτόματης
μετάφρασης[2], ο
φιλόσοφος Μιγκέλ Μόρεϊ αναφέρει πως για τον Μορίς Μπλανσό ο μεταφραστής είναι ένας
εχθρός του Θεού αφού αντιτίθεται στη θεία τιμωρία της σύγχυσης των γλωσσών
εξαιτίας του ότι ο άνθρωπος επέμεινε στη δημιουργία της Βαβέλ, μιας πόλης
ικανής να κυριεύσει τον ουρανό. «Υπό αυτή την έννοια», σημειώνει ο Μόρεϊ, «η
πράξη του μεταφραστή έχει κάτι το τιτάνιο αφού πρόκειται για κάποιον που
αντιτασσόμενος στην κατάρα, κινείται ανάμεσα σε αποσυναρμολογημένες γλώσσες
προσπαθώντας να αποκαταστήσει αυτό που θυμίζει εντός τους την αρχική γλώσσα».
Κατεβαίνοντας
στη Γη, ο Μπένγιαμιν υπογραμμίζει πως η μετάφραση είναι πάνω από όλα μια μορφή.
Και μέσα σε αυτήν χωράνε ερμηνείες που ίσως διατηρούν μια στενή σχέση με το πρωτότυπο
και διευκολύνουν την επιβίωσή του. Χωρίς
να ξεχνάμε ότι δεν είναι οι μεταφράσεις εκείνες που παρέχουν υπηρεσίες στο έργο,
όπως ισχυρίζονται οι κακοί μεταφραστές, αλλά οφείλουν στο έργο την ύπαρξη τους.
«Μέσα τους η ζωή του πρωτοτύπου κατακτά τη διαρκώς ανανεούμενη, την πλέον
πρόσφατη, την περιεκτικότερη ανάπτυξή της», συμπεραίνει ο φιλόσοφος που
αυτοκτόνησε το 1940 στο Πορτ Μπόου της Ισπανίας. Τον είχαν συλλάβει γιατί,
αντίθετα με το πέρασμα από τη μια γλώσσα στην άλλη όπου ο καθένας μπορεί να
προσποιείται ότι είναι κάποιος άλλος, είναι απαγορευμένο να περνάς φυσικά σύνορα
χωρίς τις αναγκαίες επίσημες, και καθόλου λογοτεχνικές, άδειες. Σήμερα η
Μελίγια και το νησί Λαμπεδούζα είναι συχνά παραδείγματα αυτού του ανέφικτου που
οδήγησε στον θάνατο έναν από τους πρωτοπόρους στοχαστές στην ανάλυση των
τροποποιήσεων που οι αυτοματισμοί συνεπάγονται για την εμπειρία.
[1]
Η
ελληνική μετάφραση συμπεριλαμβάνεται στον τόμο Η Αποστολή του μεταφραστή και άλλα κείμενα για τη γλώσσα, μτφρ.
Γιώργος Σαγκριώτης, Εκδόσεις Πατάκη, 2014, (Σ.τ.Μ.).
Μετάφραση: Ευαγγελία
Χαιροπούλου – Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
Ο Mariano Antolín Rato είναι συγγραφέας και
μεταφραστής. Γεννήθηκε στη Χιχόν της Ισπανίας το 1943. Σπούδασε Φιλοσοφία και
Νομική στο πανεπιστήμιο τoυ Οβιέδο. Το 2014 βραβεύτηκε
με το Εθνικό Βραβείο Μετάφρασης (Premio Nacional de Traducciòn). Το παρόν κείμενο
δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Εl Trujamán, στις 26 Δεκεμβρίου
2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου