Πέμπτη 24 Μαΐου 2018

Μπιμπιάνα Κογιάδο, 3 Ποιήματα


Bibiana Collado (Burriana, 1985) es licenciada en Filología Hispánica por la Universidad de Valencia, donde también realizó el Máster de Estudios Hispánicos Avanzados (obteniendo el Premio Extraordinario de Máster). En 2014 defendió su tesis doctoral, titulada El imperio nuevo de tu palabra: Canon, tradición y ruptura en poetas cubanas de la Revolución.
En el ámbito de la escritura poética ha obtenido los siguientes reconocimientos: Premio Voces Nuevas de poesía, organizado por la Editorial Torremozas (2009); Premio Universidad de Valencia de Escritura de Creación, en castellano (2009) y en valenciano (2012); XXXIV Premio de poesía Arcipreste de Hita (2012); accésit del Premio Adonáis (2016) y Premio Complutense de Literatura 2017.
Los poemas que se presentan a continuación en español y griego están incluidos en su libro, El recelo del agua (Rialp, 2017).

H Μπιμπιάνα Κογιάδο γεννήθηκε στην Μπουριάνα, της Βαλένθιας, το 1985. Σπούδασε Ισπανική Φιλολογία. Το 2014 παρουσίασε τη διδακτορική της διατριβή με τίτλο: Η νέα αυτοκρατορία της λέξης σου: Κανόνας, παράδοση και ρήξη σε κουβανέζες ποιήτριες της Επανάστασης.
Έχει λάβει πολυάριθμα βραβεία: Βραβείο Νέες Ποιητικές Φωνές, του εκδοτικού οίκου Torremozas (2009)· Βραβείο Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου της Βαλένθιας, το 2009 και το 2012· XXXIV Βραβείο Ποίησης Arcipreste de Hita (2012) και Βραβείο Complutense de Literatura 2017.
Τα ποιήματα που παρουσιάζονται στη συνέχεια στα ισπανικά και στα ελληνικά περιλαμβάνονται στο βιβλίο της El recelo del agua (Rialp, 2017).

>.<>.<>.<>.

TRAJES AMARILLOS

                       I

Mi madre tomó la primera comunión
con un traje amarillo,
el único que recuerda de su infancia.

Aquel día no hubo familia,
ningún acompañante,
tan solo los niños solos

junto a las monjas que los invitaron
a una taza de chocolate
en la alegría torpe y áspera
de una salita sin ventanas.

Los hijos de los cabreros
son una masa huérfana,

para borrarles la miseria
          por un rato,
les borraron los padres
          y las chozas.


                       II

Al cumplir catorce años
decidieron bajar del cerro.

La pobreza refundada en la llanura.
La alegría parca de la supervivencia.
La nostalgia de mercurio urdiéndose
en las palabras de los recién llegados
a las bondades afiladas del pueblo.

Catorce años y doce horas al día
remachando bolsos en una fábrica
junto a otras tantas muchachas casaderas.
El fragor de la espera amortiguado
por el golpear de las planchas de acero.

Y un breve paseo los domingos
hasta la confitería de la plaza
donde comprarse un dulce de merengue
que allí llamaban «libertad».

Después vendría la boda sin fotógrafo,
las nuevas mudanzas, las vendimias,
los camiones al amanecer, los hijos
con que resarcirse del hambre
y los padres que envejecen
y, en delirios, creen haber regresado
a lo alto del cerro.
Pero todo eso será después.

Entonces, con aquellos catorce años y doce horas
todavía notaba un sobresalto
al oír las campanas repicar tan cerca.
Y el trazado de las calles agolpadas a sus ojos
la sorprendía en la búsqueda del horizonte.

Entonces, que no se engañe nadie,
no eran felices sino jóvenes.
Aturdidos por el zumbido del origen
en algún momento dejaron de escucharlo.

Cuando la hija del patrón comulgó por primera vez,
les dieron libres unas horas 
y participaron, mesa aparte, del banquete.

Sumergida y ajena, a la vez, en el festejo
mi madre decidió
no recordar su traje amarillo.


MARÍA

Cada mañana el mundo aparece blanco
y ella emprende con ahínco la tarea
de volver a crearse en el lenguaje.
Recompuestos unos pocos nombres,
adjudica a cada objeto un uso,
incluido su propio cuerpo.

Lo cotidiano se ha convertido
en perturbadoramente extraño. 

Desconcertada,
se acerca a cajones y baúles
 y palpa los restos de los ajuares
que las hijas no quisieron llevarse
ni hablamos, por supuesto, de las nietas.
Mientras tanto, Marta, que permanece
y la cuida, busca con obsesión
la dignidad en la limpieza.

La niñez, altiva, es la única
que persevera en su memoria.
Aunque nadie sabe a ciencia cierta
si el José de sus murmullos llegó
por fin a la ermita o si su padre
partió el cayado contra la higuera.


MARÍA IV

Si fuera tierra lo que ensucia sus uñas
hace tanto que sus manos no se hunden
en los terrones arenosos,
todo sería diferente. 

La hija le restriega los dedos
con un cepillito de cerdas blandas
para conseguir no herirle la piel.

Le ha quitado, con esfuerzo,
los pequeños pendientes de oro,
hundidos en la carne que se empeña
en cerrarse sobre sí misma.
Ha decidido que no se los volverá a poner.
No quedan espejos en la casa.

Le toma un brazo y luego el otro
y frota, con un paño húmedo, las axilas.
Le levanta un pecho y luego el otro
y cura las llagas ocultas
en las dobleces del cuerpo.

Cuando pretende volver a colocarle el sujetador,
una música irrumpe desde lejos
tarda unos segundos en recordar
que esta noche velan a la virgen
en la calle de al lado.
María se pone en pie, tambaleante
pero con determinación y casi corre
por el largo y estrecho pasillo
hacia el afuera.

Con la fuerza del milagro, no se cae.
Imposible detenerla ante lo imprevisto
de la huida, medio vestida
llega hasta la entrada.

La orquesta desfila frente a su puerta.
Ella se detiene en el umbral y llora.

La hija, también.
Ni siquiera intenta ya
cubrirle el busto.


>.<>.<>.<>.


Κίτρινα φορέματα

                    Ι

Η μητέρα μου μετέλαβε για πρώτη φορά
μ’ ένα κίτρινο φόρεμα,
το μοναδικό φόρεμα που θυμάται απ’ όταν ήταν παιδί.

Εκείνη τη μέρα δεν υπήρχαν συγγενείς,
κανένας συνοδός,
παρά μόνο τα παιδιά μόνα τους

μαζί με τις καλόγριες που τους τράταραν
ένα φλιτζάνι σοκολάτας
στην άγαρμπη και τραχιά χαρά
μιας μικρής σάλας δίχως παράθυρα.

Τα παιδιά των γιδοβοσκών
είναι μια μάζα ορφανή,

για να τους απαλείψουν τη φτώχεια τους,
          έστω για λίγο,
τους απάλειψαν τους γονείς
          και τις καλύβες τους.

                    ΙΙ

Με το που έκλεισε τα δεκατέσσερα
αποφάσισαν να κατέβουν από το βουνό.

Φτώχεια ξανά, τώρα πλέον στον κάμπο.
Η ευτελής χαρά της επιβίωσης.
Η νοσταλγία από υδράργυρο να μπλέκεται
γύρω από τις κουβέντες των νεοφερμένων
στις καλά τροχισμένες καλοσύνες του χωριού.

Δεκατεσσάρων και δώδεκα ώρες τη μέρα
να πριτσινώνει τσάντες σε μια βιοτεχνία
μαζί με ποιος ξέρει πόσες ακόμα κοπέλες σε ηλικία γάμου.
O αχός της προσμονής να μετριάζεται
από τα χτυπήματα πάνω στις ατσάλινες πλάκες.

Και ένας σύντομος περίπατος τις Κυριακές
μέχρι το ζαχαροπλαστείο της πλατείας
για να αγοράσουν ένα γλυκό από μαρέγκα 
που εκεί το έλεγαν «ελευθερία».

Ύστερα θα ερχόταν ο γάμος δίχως φωτογράφο,
οι νέες μετακομίσεις, ο τρύγος κάθε χρόνο,
τα φορτηγά το ξημέρωμα, τα παιδιά
για να καταπραΰνουν την πείνα
και οι γονείς που γερνάνε
και, στο παραλήρημά τους, νομίζουν πως έχουν γυρίσει ξανά
ψηλά στο βουνό.
Αλλά όλα αυτά θα γίνουν μετά.

Τότε, στα δεκατέσσερά της και τις δώδεκα ώρες
κάτι την έπιανε
μόλις άκουγε τις καμπάνες να χτυπούν τόσο κοντά.
Και το πλέγμα των δρόμων που συνωστίζονταν μπρος στα μάτια της
την αιφνιδίαζε καθώς αναζητούσε τον ορίζοντα.

Τότε, μην τρέφει κανείς αυταπάτες,
δεν ήταν ευτυχισμένοι, νέοι ήταν μόνο.
Ζαλισμένοι από το βόμβο της καταγωγής
κάποια στιγμή έπαψαν να τον ακούνε.

Όταν η κόρη του αφεντικού κοινώνησε για πρώτη φορά
τους έδωσαν ρεπό για κάποιες ώρες
και συμμετείχαν στο τσιμπούσι, σε χωριστό τραπέζι.

Απορροφημένη από τη γιορτή, και ξένη ταυτόχρονα,
η μητέρα μου αποφάσισε
να μην θυμηθεί το κίτρινο φόρεμά της.


Μαρία

Κάθε πρωί o κόσμος εμφανίζεται λευκός 
και εκείνη με λαχτάρα ξαναπιάνει τη δουλειά
να ξαναδημιουργηθεί μέσα από τη γλώσσα.
Έχοντας ανασυνθέσει μερικά ονόματα,
αποδίδει σε κάθε αντικείμενο μια χρήση,
του ίδιου της του κορμιού συμπεριλαμβανομένου.

Η καθημερινότητα έχει γίνει
ανησυχητικά παράξενη.

Αμήχανη,
πλησιάζει σε συρτάρια και μπαούλα
και ψηλαφίζει τα απομεινάρια των προικιών
που οι κόρες της δεν θέλησαν να πάρουν μαζί τους
για τις εγγονές, ούτε λόγος να γίνεται.
Εντωμεταξύ, η Μάρτα, που παραμένει πλάι της
και την προσέχει, αναζητεί επίμονα
την αξιοπρέπεια στην καθαριότητα.

Η παιδική ηλικία, υπεροπτική, είναι το μόνο
που εξακολουθεί να διασώζεται στη μνήμη της.
Αν και κανένας δε γνωρίζει με σιγουριά
αν ο Χοσέ των μουρμουρητών της έφτασε
τελικά στο ξωκλήσι ή αν ο πατέρας της
έσπασε την γκλίτσα του πάνω στη συκιά.


Μαρία ΙV

Αν ήταν χώμα αυτό που λερώνει τα νύχια της
πάει καιρός πλέον που τα χέρια της δεν βυθίζονται
στα αμμώδη εδάφη,
όλα θα ήταν διαφορετικά.

Η κόρη της τής τρίβει τα δάχτυλα
με ένα βουρτσάκι με λευκές τρίχες
για να αποφύγει να της πληγώσει το δέρμα.

Της αφαίρεσε, με πολλή προσπάθεια,
τα μικρά χρυσά σκουλαρίκια,
βυθισμένα στη σάρκα που επιμένει
να επουλώνει ξανά και ξανά τις πληγές της.
Αποφάσισε πως δεν θα της τα ξαναφορέσει.
Δεν υπάρχουν πια καθρέφτες στο σπίτι.

Της σηκώνει το ένα χέρι και μετά το άλλο
και τρίβει, με ένα βρεγμένο πανί, τις μασχάλες της.
Ανασηκώνει το ένα της στήθος και έπειτα το άλλο
και θεραπεύει τις κρυμμένες
στις πτυχές του σώματος πληγές.

Όταν ετοιμάζεται να της φορέσει ξανά το στηθόδεσμο,
ακούγεται ξαφνικά μια μουσική από μακριά
αργεί μερικά δευτερόλεπτα να θυμηθεί
πως απόψε είναι η αγρυπνία για την Παρθένο
στον διπλανό δρόμο.
Η Μαρία σηκώνεται όρθια, ασταθής
αλλά αποφασισμένη και σχεδόν τρέχει
στον μακρόστενο διάδρομο
προς την έξοδο.

Σαν από θαύμα, δεν πέφτει.
Αδύνατον να τη σταματήσεις σ’ αυτή την απρόβλεπτη
φυγή, μισοντυμένη
φτάνει μέχρι την πόρτα.

Η μπάντα παρελαύνει μπρος στο σπίτι.
Εκείνη κοντοστέκεται στο κατώφλι και κλαίει.

Η κόρη της, επίσης.
Δεν προσπαθεί πια
να της καλύψει καν το στήθος.


Traducción: Konstantinos Paleologos 
Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου