Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017

Augusto Monterroso: Λεοπόλδο (Οι άθλοι του)


Αυτάρεσκα, σχεδόν με υπεροψία, ο Λεοπόλδο Ραλόν έσπρωξε την περιστρεφόμενη πόρτα και πραγματοποίησε για πολλοστή φορά τη θριαμβευτική είσοδό του στη βιβλιοθήκη. Διέτρεξε τα τραπέζια, με ένα διερευνητικό και κουρασμένο βλέμμα, σε αναζήτηση κάποιου άνετου και ήσυχου μέρους· χαιρέτησε δυο τρεις γνωστούς με τη συνήθη καρτερική χειρονομία τού τύπου «ε ναι, λοιπόν, πάλι εδώ στις επάλξεις» και προχώρησε δίχως βιασύνη, σίγουρος για τον εαυτό του, ανοίγοντας δρόμο με επαναλαμβανόμενα «συγγνώμη, συγγνώμη» που δεν τα πρόφεραν τα χείλη του, αλλά που εύκολα τα μάντευε κανείς στην προσηνή και συνδιαλλακτική έκφρασή του. Είχε την τύχη να βρει το αγαπημένο του μέρος. Του άρεσε να κάθεται απέναντι από την εξώπορτα, γεγονός που του επέτρεπε να κάνει ένα διάλειμμα στην επίπονη ερευνητική του εργασία κάθε φορά που έμπαινε κάποιο άτομο. Όταν αυτό το άτομο ήταν γένους θηλυκού, ο Λεοπόλδο άφηνε για μια στιγμή το βιβλίο και άρχιζε να το παρατηρεί με τη συνηθισμένη του διεισδυτικότητα, με εκείνο το γεμάτο λάμψη βλέμμα που προσδίδει η εν εγρηγόρσει ευφυΐα. Στον Λεοπόλδο άρεσαν τα καλοσχηματισμένα σώματα, αλλά δεν ήταν αυτό το πρωταρχικό πράγμα που παρατηρούσε. Τον παρακινούσαν λογοτεχνικά κίνητρα. Καλό είναι να διαβάζει κανείς πολύ, να μελετά με θέρμη, μονολογούσε συχνά, αλλά το να παρατηρεί τους ανθρώπους είναι πιο χρήσιμο σ’ έναν συγγραφέα από την ανάγνωση των καλύτερων βιβλίων. Όποιος δημιουργός το ξεχνάει αυτό είναι χαμένος. Το μπαρ, ο δρόμος, τα δημόσια γραφεία ξεχειλίζουν από λογοτεχνικά ερεθίσματα. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να γράψει κανείς ένα διήγημα για τον τρόπο που έχουν ορισμένα άτομα να μπαίνουν σε μια βιβλιοθήκη ή για το πώς ζητούν ένα βιβλίο ή για το χαρακτηριστικό τρόπο με τον οποίο κάθονται ορισμένες γυναίκες. Ήταν πεπεισμένος πως μπορούσε να γραφτεί ένα διήγημα για το οτιδήποτε. Είχε ανακαλύψει (και είχε κρατήσει εύστοχες σημειώσεις περί αυτού) ότι τα καλύτερα διηγήματα, όπως και τα καλύτερα μυθιστορήματα, είναι βασισμένα σε τετριμμένα γεγονότα, σε καθημερινά συμβάντα δίχως κάποια ιδιαίτερη σημασία. Το ύφος, μια συγκεκριμένη χάρη στην επισήμανση των λεπτομερειών, ήταν το πιο σημαντικό. Το έργο υπερέβαινε την πρώτη ύλη. Δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία, ο καλύτερος συγγραφέας ήταν εκείνος που από μια κοινοτοπία έφτιαχνε ένα αριστούργημα, ένα έργο τέχνης που θα άντεχε στο χρόνο. «Ο συγγραφέας», μονολόγησε κάποιο απόγευμα σ’ ένα καφέ, «που μοιάζει περισσότερο στον Θεό, ο ύψιστος δημιουργός, είναι ο Χουάν Βαλέρα: δεν λέει απολύτως τίποτα. Με αυτό το τίποτα έχει σκαρώσει καμιά δωδεκαριά βιβλία». Του είχε έρθει αυθόρμητα, σχεδόν δίχως να το καταλάβει. Όμως αυτή η φράση έκανε τους φίλους του να γελάσουν και επιβεβαίωσε τη φήμη τού ευφυή. Από την πλευρά του, ο Λεοπόλδο κατέγραψε εκείνη την αξιομνημόνευτη φράση και περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία για να τη χρησιμοποιήσει σε κάποιο διήγημα.
            Ακούμπησε τα χαρτιά του πάνω στο τραπέζι. Όταν βεβαιώθηκε ότι κανείς δεν θα τολμούσε να σφετεριστεί τα κεκτημένα του, σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς τη βιβλιοθηκάριο. Πήρε μια καρτέλα. Έβγαλε με κομψότητα από την τσέπη την πιστή του πένα και με τα καλύτερα γράμματά του, με προσεγμένη βραδύτητα, έγραψε: Ε-42-326, Katz, David. Animales y hombres. Λεοπόλδο Ραλόν. Φοιτητής, 32 ετών.
            Εδώ και οκτώ χρόνια έκρυβε δύο. Εδώ και οκτώ χρόνια δεν ήταν φοιτητής.
            Λίγη ώρα αργότερα ο Λεοπόλδο είχε καθίσει ξανά, με το βιβλίο ανοιχτό στα περιεχόμενα, σε αναζήτηση του κεφαλαίου που αναφερόταν στους σκύλους. Μερικές λευκές κόλλες και η πένα του περίμεναν ανυπόμονα πάνω στο τραπέζι τη στιγμή που θα κατέγραφαν οποιοδήποτε ενδιαφέρον στοιχείο.
            Ο Λεοπόλδο ήταν ένας σχολαστικός συγγραφέας, αδυσώπητος με τον εαυτό του. Από δεκαεπτά χρονών είχε αφιερώσει όλο το χρόνο του στα γράμματα. Όλη μέρα η σκέψη του ήταν αφιερωμένη στη λογοτεχνία. Το μυαλό του δούλευε με ένταση και δεν επέτρεψε ποτέ να τον νικήσει ο ύπνος πριν τις δέκα και μισή. Πλην όμως, ο Λεοπόλδο είχε ένα ελάττωμα: δεν του άρεσε να γράφει. Διάβαζε, σημείωνε, παρατηρούσε, παρεβρισκόταν σε ομιλίες, έκανε πικρόχολα σχόλια για τα απαράδεκτα ισπανικά των εφημερίδων, έλυνε πολύ δύσκολα σταυρόλεξα ως πνευματική άσκηση (ή για ξεκούραση)· είχε μόνο συγγραφείς ως φίλους, σκεφτόταν, μιλούσε, έτρωγε και κοιμόταν ως συγγραφέας, αλλά έπεφτε θύμα ενός βαθύτατου τρόμου όταν επρόκειτο να πιάσει την πένα. Παρ’ όλο που η πλέον αταλάντευτη φιλοδοξία του ήταν να γίνει κάποτε διάσημος συγγραφέας, όλο και ανέβαλε τη συγκεκριμένη στιγμή με τις κλασικές δικαιολογίες, δηλαδή: πρέπει πρώτα να έχει ζήσει κανείς, πρέπει προηγουμένως να έχει διαβάσει τα πάντα, ο Θερβάντες έγραψε τον Δον Κιχότε σε προχωρημένη ηλικία, δεν υπάρχει καλλιτέχνης δίχως εμπειρίες, και άλλα τέτοια. Μέχρι τα δεκαεφτά του δεν είχε σκεφτεί να γίνει δημιουργός. Η συγκεκριμένη κλίση τού ήρθε μάλλον από εξωτερικούς παράγοντες. Τον υποχρέωσαν οι περιστάσεις. Ο Λεοπόλδο επανέφερε στη μνήμη του το πώς είχε συμβεί αυτό και σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή για κάποιο διήγημα. Για λίγη ώρα η προσοχή του αποσπάστηκε από το βιβλίο του Katz.   
Ζούσε τότε σε μια πανσιόν. Ήταν μαθητής του γυμνασίου, ερωτευμένος με τον κινηματογράφο και με την κόρη της σπιτονοικοκυράς του. Τον σύζυγό της τον αποκαλούσαν «ο πτυχιούχος» επειδή κάποτε είχε φοιτήσει για ένα εξάμηνο στη Νομική Σχολή. Αυτός ο λόγος, από μόνος του ισχυρός, καθώς και το γεγονός ότι οι υπόλοιποι ένοικοι της πανσιόν ήταν ένας γιατρός, ένας μηχανικός, ένας φοιτητής Νομικής και ένας κύριος που διάβαζε συνεχώς ποιήματα του Χουάν δε Διός Πέσα, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο να νιώσει ο Λεοπόλδο ότι βρισκόταν σε μια όλως εξόχως διανοουμενίστικη ατμόσφαιρα.
            Σε αυτό το σημείο ο Λεοπόλδο δεν μπόρεσε να αποφύγει ένα χαμόγελο. Σκεφτόταν ένα διήγημα σχετικά με την πρώτη παρόρμησή του να γίνει συγγραφέας (που θα το αποτολμούσε για δεύτερη φορά), αλλά η ανάμνηση του γιατρού έκανε τη σκέψη του να λοξοδρομήσει. Αναμφίβολα ήταν και αυτό ένα ωραίο θέμα.
            «Ο Ρ. Φ., ο γιατρός, είχε ολοκληρώσει τις σπουδές του πριν από περίπου εννέα χρόνια· εξακολουθούσε όμως να μένει στην πανσιόν, κατά πάσα πιθανότητα γιατί, βλέποντας πως ήταν πλέον ένας επαγγελματίας, θεώρησε ότι ήταν τόσοι πολλοί οι ένοικοι στην πολυκατοικία και με τόσες πολλές πιθανότητες να αρρωστήσουν, ώστε το να βγει σε αναζήτηση πελατείας στο δρόμο ήταν μια μεγάλων διαστάσεων ανοησία. Έτσι, παρ’ όλη τη φιλία που κατά πως έλεγε ένιωθε για όλους, δεν πρόσφερε ποτέ δωρεάν τις υπηρεσίες του. Το να εκδηλώσει, λοιπόν, κάποιος ανορεξία και να βρεθεί να παίρνει καθαρτικό ή το να παραπονεθεί για εξάντληση και να έχει το αφτί του γιατρού στα πνευμόνια του, ήταν σαν αδελφάκια· το να νιώσει κούραση και να τον βρει να του κάνει ένεση, ήταν το ίδιο και το αυτό. Το καλό δε ήταν ότι ακόμα και αν κάποιος δεν παραπονιόταν, αυτό δεν του χρησίμευε σε τίποτα, αφού ο γιατρός είχε ως σλόγκαν ότι η απόλυτη υγεία δεν υπάρχει και ότι το να νιώθει κάποιος απολύτως υγιής είναι χειρότερο από τη διάγνωση μια γνωστής και, συνεπώς, δυνάμενης να ιαθεί ασθένειας· εν ολίγοις, τα νεκροταφεία είναι γεμάτα από ανυποψίαστους».
            Ο Λεοπόλδο κράτησε μερικές σημειώσεις και έγραψε στο τετράδιό του: «Να ψάξω να βρω αν έχει γραφτεί ένα τέτοιο διήγημα για κάποιον γιατρό. Σε αρνητική περίπτωση να σκεφτώ σχετικά με το θέμα και να αρχίσω να το δουλεύω από αύριο κιόλας».
            Θα μπορούσε να αρχίσει γελοιοποιώντας το μίσος που έτρεφε ο γιατρός για τις χειρουργικές επεμβάσεις και, έπειτα, να επικεντρωνόταν στη στιγμή που η σπιτονοικοκυρά του δηλώνει ότι έχει σκωληκοειδίτιδα και πρέπει να εγχειριστεί, και στην έκρηξη οργής του γιατρού μόλις το ακούει αυτό. Καινούρια σημείωση του Λεοπόλδο: «Επί οκτώ ημέρες δεν της απευθύνει κουβέντα, αφού πρώτα φρόντισε να ανακοινώσει πως θα έφευγε από το σπίτι έτσι και εκείνη διέπραττε τέτοια ηλιθιότητα». Άλλη μια σημείωση: «Να χειριστώ με ειρωνεία το γεγονός ότι όταν η κυρία, παρ’ όλα αυτά, στο τέλος εγχειρίστηκε, εκείνος όχι μόνο δεν πραγματοποίησε την απειλή του, αλλά αντιθέτως όταν εκείνη επέστρεψε, προσπάθησε να την πείσει πως η πληγή δεν θα αργούσε να ανοίξει ξανά γεγονός που καθιστούσε υποχρεωτική την παρουσία του μην τυχόν και…». Εδώ χρειάζεται λίγος διάλογος:
            «‒Όχι, κυρία, πάρτε το είδηση, η πληγή είναι χειρότερη από την ασθένεια. Ο πιο σίγουρος τρόπος να σκοτώσει κανείς κάποιον είναι να του ανοίξει μια πληγή στην κοιλιά. Αυτό το αντιλαμβάνεται μέχρι και ένα παιδί.
‒Μα εγώ αισθάνομαι μια χαρά πλέον. Ποτέ μου δεν ήμουν καλύτερα.
            ‒Κυρία, μπορείτε να σκεφτείτε ό,τι θέλετε, το καθήκον μου όμως είναι να σας προσέχω ώστε να αποφευχθεί μια μοιραία εξέλιξη».
            Ήρεμος μπροστά στην προοπτική να αναπτύξει μια τόσο καταπληκτική ιδέα, ο Λεοπόλδο άνοιξε το βιβλίο του Katz και αναζήτησε, όχι με ιδιαίτερη αδημονία, το κεφάλαιο που αναφερόταν στα ένστικτα των σκύλων. Προηγουμένως, κινούμενος από την υποσυνείδητη επιθυμία να μην έρθει αντιμέτωπος, επί του παρόντος, με το πρόβλημά του, κοντοστάθηκε στις σελίδες που ήταν αφιερωμένες στον τρόπο που ραμφίζουν οι κότες. Ήταν περίεργο. Αυτή ραμφίζει την άλλη, η άλλη εκείνη, εκείνη την πιο πέρα, μια αλυσίδα που ολοκληρώνεται μόνο λόγω κούρασης ή βαρεμάρας. Ο Λεοπόλδο, λυπημένος, συνδύασε αυτό το στενάχωρο γεγονός με την αλυσίδα μη αμοιβαίων ραμφισμάτων που παρατηρείται στην ανθρώπινη κοινωνία. Αμέσως ψυχανεμίσθηκε τις δυνατότητες που προσέφερε μιας τέτοιας φύσης παρατήρηση για τη συγγραφή ενός σατυρικού διηγήματος. Κράτησε σημειώσεις. Ο πρόεδρος μιας οποιασδήποτε επιχείρησης καλεί τον οικονομικό διευθυντή και τον κατηγορεί για την ατολμία του τη στιγμή ακριβώς που του δείχνει με οργή μια γραφική παράσταση σε κάθοδο.
            «‒Καταλαβαίνετε καλύτερα από εμένα πως αν τα πράγματα εξακολουθήσουν έτσι, η επιχείρηση θα καταρρεύσει. Σε αυτή την περίπτωση, θα βρεθώ υποχρεωμένος να προτείνω ως δέουσα, στην επόμενη γενική συνέλευση των μετόχων, την αναζήτηση ενός πιο κατάλληλου οικονομικού διευθυντή.
            Ο οικονομικός διευθυντής σαστισμένος από το ράμφισμα πάει να πει κάτι, αλλά το αφεντικό του ήδη υπαγορεύει κάτι στη στενογράφο που καταγράφει τις λέξεις του: Η άνθιση που έχει παρατηρηθεί στην επιχείρησή μας κατά τους τελευταίους τρεις μήνες με υποχρεώνει να σκεφτώ πως η απειλή ότι θα ακολουθήσετε το δικό σας δρόμο γεννάται όχι μόνο από τη φυσική σας ροπή προς το φόβο, όσο από μια λανθασμένη θεώρηση των πραγμάτων. Το γεγονός ότι οι πωλήσεις παρουσιάζουν πτωτική πορεία τις τελευταίες ημέρες οφείλεται σε ένα απλό φαινόμενο το οποίο ήδη το έχει μελετήσει ο Άνταμ Σμιθ, φαινόμενο που συνίσταται στη μεταβλητότητα της προσφοράς και της ζήτησης. Όταν επέρχεται κορεσμός στην αγορά…
            Ο οικονομικός διευθυντής φωνάζει τότε τον διευθυντή πωλήσεων:
            ‒Εσείς θα πρέπει να καταλαβαίνετε καλύτερα από εμένα πως αν τα πράγματα εξακολουθήσουν έτσι κ.λπ. θα βρεθώ υποχρεωμένος κ.λπ. την αναζήτηση ενός πιο κατάλληλου κ.λπ.
            Το ράμφισμα κάνει τον διευθυντή πωλήσεων να στραφεί στην κύρια κότα… εμ, πωλήτριά του:
            ‒Αν δεν ανέβουν οι πωλήσεις την ερχόμενη εβδομάδα κατά είκοσι τα εκατό, πολύ φοβάμαι πως εσείς κ.λπ.
            Με μερικά φτερά λιγότερα η κύρια πωλήτρια ραμφίζει την πιο κοντινή υφισταμένη της που ραμφίζει τον αγαπημένο της που ραμφίζει τη μάνα του που…»
            Πράγματι, καταλήγει ο Λεοπόλδο, θα μπορούσε να γραφτεί ένα καλό διήγημα με αυτή την έντονη υπόθεση. Κάθε συγγραφέας θα έπρεπε να έχει γνώσεις συγκριτικής ψυχολογίας. Σημείωσε ότι έπρεπε να κρατήσει κάποιες σημειώσεις και έγραψε στο τετράδιό του: «Το διήγημα των ραμφισμάτων». Να επισκεφτώ δύο ή τρία πολυκαταστήματα. Να παρατηρήσω. Να κρατήσω σημειώσεις. Αν είναι δυνατόν, να μιλήσω με κάποιον οικονομικό διευθυντή. Να μπω στην ψυχολογία του και να τη συγκρίνω με εκείνη μιας κότας.
            Πριν ακόμα φτάσει στο κεφάλαιο με τους σκύλους, ο Λεοπόλδο κοίταξε πολύ προσεκτικά μια κοπέλα που μπήκε. Τώρα ναι. Νάτο το κεφάλαιο. Θα μετέφερε βεβαίως στο τετράδιό του οποιοδήποτε χρήσιμο στοιχείο. Τα κουρασμένα μάτια του, περιτριγυρισμένα από έντονους μπλε κύκλους που του προσέδιδαν ένα πασίδηλο αέρα διανοουμένου, διέτρεξαν μεθοδικά τις σελίδες. Πού και πού στεκόταν, με μια οξύνου έκφραση θριάμβου, για να γράψει μερικές λέξεις. Τότε ακουγόταν σε όλη την αίθουσα το γρατζούνισμα της πένας του πάνω στη σελίδα. Το χέρι του, προσεκτικό, καλυμμένο από λεπτό χνούδι, ένδειξη χαρακτήρα δυνατού και επίμονου, σχημάτιζε τα σύμβολα με σταθερότητα και αποφασιστικότητα. Ο Λεοπόλδο ευχαριστιόταν να παρατείνει αυτή την απόλαυση.
            Έγραφε ένα διήγημα σχετικά με ένα σκύλο εδώ και περίπου επτά χρόνια. Ευσυνείδητος συγγραφέας, η επιθυμία του για τελειότητα τον είχε οδηγήσει στο να εξαντλήσει σχεδόν όλη τη σχετική με αυτά τα ζώα λογοτεχνία. Στην πραγματικότητα, η πλοκή ήταν πολύ απλή, πολύ του γούστου του. Ένας μικρός σκύλος της πόλης μεταφερόταν ξαφνικά στην εξοχή. Εκεί, εξαιτίας μιας σειράς γεγονότων που ο Λεοπόλδο είχε ξεκαθαρίσει απόλυτα στο κεφάλι του, το καημένο ζωντανό της πόλης βρισκόταν στη δυσάρεστη θέση να αντιμετωπίσει σε αγώνα ζωής και θανάτου ένα σκαντζόχοιρο. Το να αποφασίσει ποιος θα έβγαινε νικητής από την πάλη ήταν κάτι που στοίχισε στον Λεοπόλδο πολλές νύχτες αδυσώπητης αγρύπνιας, αφού το έργο του κινδύνευε να εκληφθεί από τους αναγνώστες, κυρίως τους ανεπαρκείς, ως συμβολικό. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, η ευθύνη του ως συγγραφέας θα ήταν απροσμέτρητη. Αν έβγαινε νικητής ο σκύλος θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως απόδειξη ότι η ζωή στις πόλεις δεν μειώνει το θάρρος, τη δύναμη, την επιθυμία για πάλη ούτε την επιθετικότητα των έμβιων όντων ενώπιον του κινδύνου. Αν, αντιθέτως, ήταν ο σκαντζόχοιρος εκείνος που επικρατούσε, ήταν εύκολο να σκεφτεί κανείς (με σπουδή που οδηγεί σε λάθος συμπεράσματα) ότι το διήγημά του περιέκλειε κατά βάθος μια πικρή κριτική του Πολιτισμού και της Προόδου. Και τότε, θα ακυρωνόταν η Επιστήμη; Ο σιδηρόδρομος, το θέατρο, τα μουσεία, τα βιβλία, η έρευνα; Στην πρώτη περίπτωση, θα μπορούσε κάποιος να οδηγηθεί στη σκέψη πως ο συγγραφέας υπεραμυνόταν μιας υπερπολιτισμένης ζωής, απομακρυσμένης από κάθε επαφή με τη Μητέρα Φύση, δίχως την οποία, ο θρίαμβος του σκύλου το δήλωνε μεγαλόφωνα, ήταν εφικτό να ζήσει κανείς. Μια αυθόρμητη ερμηνεία θα τον θεωρούσε υπερασπιστή αυτής της άποψης. Και όμως, μάρτυς του ο Θεός, ουδόλως περνούσε μια τέτοια σκέψη από το μυαλό του. Φανταζόταν ήδη τις αμείλικτες κριτικές στις εφημερίδες: «Ο Λεοπόλδο Ραλόν, ο υπερπολιτισμένος, έγραψε ένα επιθετικό διήγημα στο οποίο, με μια επιτήδευση και μια δοκησισοφία δίχως όρια, τείνει προς κ.λπ.». Από την άλλη, αν ο σκαντζόχοιρος τις έβρεχε στο σκύλο, δεν θα ήταν λίγοι εκείνοι που θα υπέθεταν ότι εξέφραζε την άποψη πως ένα άγριο και γεμάτο αγκάθια ζώο ήταν ικανό να γκρεμίσει τόσα χρόνια ανθρώπινης προσπάθειας για μια ζωή πιο άνετη, πιο εύκολη, πιο πολιτισμένη, πιο πνευματική και ούτω καθεξής. Επί μήνες αυτό το δίλημμα απορρόφησε όλο του το χρόνο. Νύχτες ολόκληρες ο Λεοπόλδο στριφογύριζε διαρκώς στο κρεβάτι της αγρύπνιας, σε αναζήτηση του φωτός. Οι φίλοι του τον είδαν με περισσότερους μαύρους κύκλους και πιο ανήσυχο και χλομό από ποτέ. Οι πιο κοντινοί του τον συμβούλευσαν να επισκεφτεί κάποιον γιατρό, να ξεκουραστεί για λίγο καιρό, αλλά, όπως και σε άλλες περιπτώσεις (στο διήγημα του διαπλανητικού αεροπλάνου, στο διήγημα της κυρίας που κάτω από ένα φανοστάτη, εν μέσω ενός ανηλεούς ψύχους, έπρεπε να βγάλει τα προς το ζειν για τα δύστυχα παιδιά της) ο Λεοπόλδο τούς καθησύχασε με τον ιδιαίτερο θλιμμένο τρόπο του: «Ένα διήγημα γράφω, δεν είναι τίποτα». Εκείνοι, είναι αλήθεια, θα είχαν χαρεί πολύ αν έβλεπαν ολοκληρωμένο κάποιο από τα διηγήματά του, αλλά ο Λεοπόλδο δεν τους τα έδειχνε. Ο Λεοπόλδο ήταν υπερβολικά μετριόφρων. Τον Λεοπόλδο δεν τον ένοιαζε η δόξα. Μια μέρα είδε το όνομά του στην εφημερίδα: «Ο συγγραφέας Λεοπόλδο Ραλόν θα δημοσιεύσει σύντομα μια συλλογή διηγημάτων». Μόνο αυτές οι λέξεις εν μέσω της θλιβερής είδησης ότι ένας ηθοποιός του κινηματογράφου είχε σπάσει το πόδι του και ότι μια μπαλαρίνα είχε συναχωθεί. Αλλά ούτε καν αυτή η ξεκάθαρη αναγνώριση της ιδιοφυΐας του δεν κολάκεψε το εγώ του Λεοπόλδο. Περιφρονούσε τόσο πολύ τη δόξα που, συνήθως, δεν ολοκλήρωνε καν τα έργα του. Υπήρχαν, μάλιστα, φορές που δεν έμπαινε καν στον κόπο να τα αρχίσει. Από την άλλη, δεν υπήρχε και λόγος να βιάζεται. Είχε ακούσει, ή διαβάσει, ότι ο Τζόις και ο Προυστ διόρθωναν πολύ τα κείμενά τους. Γι’ αυτό σε όλες τις δημιουργίες τους συνήθιζαν να αφήνουν μια λεπτομέρεια που δεν κολλούσε, κάποιο ασήμαντο στοιχείο σε εκκρεμότητα. Δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς πότε θα βρει το δρόμο της επιτυχίας. Το ταλέντο κάνει κύκλους και βρίσκεται στο απόγειό του κάθε επτά χρόνια. Πόσες φορές άλλωστε είναι αναγκαίο να περάσουν εβδομάδες και μήνες πριν έρθει η ακριβής λέξη να τοποθετηθεί σαν από μόνη της στο κατάλληλο μέρος, σ’ ένα σημείο μοναδικό και αναντικατάστατο!
            Παρ’ όλο που ο Λεοπόλδο θα μπορούσε να έχει αποφασίσει το θάνατο του σκύλου (στο κάτω κάτω, είχε ισχυρούς λόγους να επιλέξει και κάτι τέτοιο), στο τέλος επέλεξε το θρίαμβό του. Αν το καλοεξέταζες, εφόσον ο ίδιος έγραφε τα έργα του με μια πένα που δεν χυνόταν το μελάνι της μέσα στα αεροπλάνα· εφόσον με λίγες περιστροφές του καντράν μπορούσε να επικοινωνήσει, διαπερνώντας τρεις χιλιάδες μίλια από βουνά και κοιλάδες, με έναν αγαπητό φίλο· εφόσον με μια απλή εντολή το έργο που κάποιος είχε γράψει πριν δύο χιλιάδες χρόνια σε πλάκες από κερί μπορούσε να έρθει στα χέρια του, και όλα αυτά τού φάνταζαν καταπληκτικά, ήρθε η στιγμή που του φάνηκε ξεκάθαρο πως έπρεπε να θριαμβεύσει ο σκύλος. «Ναι, αξιαγάπητο και καλοσυνάτο ζώο», σκέφτηκε ο Λεοπόλδο, «είναι αναπόφευκτο να θριαμβεύσεις. Εγώ σε διαβεβαιώνω πως θα θριαμβεύσεις». Και ο σκύλος ήταν έτοιμος να θριαμβεύσει. Μόλις τελείωνε ο Λεοπόλδο την ανάγνωση του βιβλίου του Katz, ο σκύλος, οριστικά, θα θριάμβευε.
            Παρ’ όλα αυτά, όταν ο Λεοπόλδο κατέληξε σε αυτή τη θαρραλέα απόφαση, βρήκε μπροστά του μια απροσδόκητη δυσκολία: δεν είχε δει ποτέ του ένα σκαντζόχοιρο.
            Τότε είπε στον εαυτό του ότι έπρεπε να ψάξει κάτι σχετικά με τους σκαντζόχοιρους. Ήθελε οπωσδήποτε να είναι ένας σκαντζόχοιρος ο αντίπαλος του σκύλου του. Ήταν πιο υπαινικτικό. Το γεγονός ότι το εν λόγω ιδιαίτερο ζώο ήταν οπλισμένο με αγκάθια τον είχε μαγέψει ευθύς εξαρχής. Ένας σκαντζόχοιρος που μπήγει τα βέλη του θα του έδινε, παρεμπιπτόντως, λαβή να αναφερθεί σε εκείνες τις ανθρώπινες κοινωνίες, οι οποίες ευτυχώς είχαν σχεδόν εκλείψει, που επί σειρά αιώνων είχαν χρησιμοποιήσει βέλη για να πολεμήσουν. Δίχως να αναφερθούμε στο γεγονός ότι, αν ξεδίπλωνε κάπως τη συγγραφική του δεινότητα, θα μπορούσε να βρει τον τρόπο να κάνει μια υπαινικτική αναφορά σε εκείνη την εξαιρετική απάντηση του… ποιος την είχε δώσει άραγε, θα έπρεπε να το ερευνήσει… εκείνη την υπεροπτική απάντηση, λοιπόν, του Χ μπροστά στην απειλή του εχθρού ότι θα κάλυπτε τον ήλιο με τα βέλη του: «Καλύτερα, έτσι θα πολεμήσουμε στη σκιά». Έβλεπε επίσης ξεκάθαρα ότι αν αντίπαλος του σκύλου ήταν ένα λιοντάρι (παρ’ όλο που το εν λόγω ζώο ήταν πιο πλούσιο σε ιστορικο-λογοτεχνικές αναφορές) η νίκη του πρώτου θα αποδεικνυόταν ελαφρώς πιο προβληματική.
            Είναι γεγονός ότι είχε δει ένα λιοντάρι στο ζωολογικό κήπο, αλλά ένα λιοντάρι, σε τελική ανάλυση, δεν του χρησίμευε. Τα φίδια θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα, αλλά προσφέρονται για υπερβολικά πολλούς θεολογικούς συνειρμούς τους οποίους θα έπρεπε υποχρεωτικά να αποφύγει σ’ ένα διήγημα σαν και αυτό που σκόπευε να γράψει. Αρκετούς πονοκεφάλους τού δημιουργούσε ήδη το πρόβλημα πόλη-ύπαιθρος. Και ούτε λόγος για μια αράχνη ή οποιοδήποτε άλλο δηλητηριώδες ζωύφιο. Ο αθέμιτος ανταγωνισμός, στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα μείωνε αισθητά το ενδιαφέρον των αναγνωστών. Ήταν προφανές πως έπρεπε να είναι ένας σκαντζόχοιρος. Στην περίπτωση του σκαντζόχοιρου οι πιθανότητες ήττας, μην υπολογίζοντας το «θα πολεμήσουμε στη σκιά», ήταν αριθμητικά περισσότερες και πιο ρεαλιστικές.
            Ο Λεοπόλδο ένιωσε μια απογοήτευση όταν πληροφορήθηκε στο βιβλίο ότι οι σκύλοι είναι λιγότερο έξυπνοι από όσο φαντάζεται η πλειοψηφία των ανθρώπων. Είναι αλήθεια ότι η ανάπτυξη των ενστίκτων τους είναι εκπληκτική, σχεδόν τόσο εκπληκτική όσο και εκείνη των αλόγων που είναι ικανά, με λίγη εξάσκηση, να επιλύσουν μαθηματικά προβλήματα. Αλλά από εξυπνάδα, κυρίες και κύριοι, αυτό που αποκαλούμε εξυπνάδα, τίποτα, απολύτως τίποτα. Συνεπώς έπρεπε να κάνει τον ήρωά του να θριαμβεύσει κατά τις επιταγές της επιστήμης και όχι σύμφωνα με το δικό του σχέδιο και με τον τρόπο που εκείνος θα ήθελε. Σκέφτηκε με θλίψη πως το καημένο το ζώο ευρισκόμενο εν αμύνη θα ήταν ικανό να δαγκώσει στο σβέρκο ένα αγριογούρουνο, αλλά ποτέ, ούτε κατά διάνοια, δεν θα μπορούσε να σηκώσει μια πέτρα από το έδαφος και να την πετάξει στο κεφάλι του εχθρού του (κράτησε σημείωση). Παρ’ όλα αυτά, ο τρόπος με τον οποίον καθαρίζουν το έντερό τους όταν αισθάνονται άρρωστα, δεν συνιστά άραγε μια έξυπνη πράξη; Πόσοι από τους γνωστούς του ήταν ικανοί για μια τέτοια πράξη; Θυμήθηκε τον μηχανικό. Θα μπορούσε να γραφτεί ένα διήγημα. Όλη του η εφηβεία, αν το καλοκοιτάξει κανείς, ήταν γεμάτη με εξαιρετικά θέματα για διηγήματα.
            Στο τραπέζι, δίπλα στον γιατρό, καθόταν ο μηχανικός. Αντίθετα από τον «πτυχιούχο», εκείνος δεν μιλούσε σχεδόν ποτέ. Ο χαρακτήρας του, σιωπηλός, με κάποια δόση μυστηρίου, θα μπορούσε να προσφερθεί ακόμα και για ένα καλό μυθιστόρημα. Η αφήγηση θα μπορούσε να αρχίσει έτσι, με τη μεγαλύτερη φυσικότητα:
            «Ένα ζεστό μεσημέρι, καθώς ετοιμαζόμασταν να φάμε, είδαμε για πρώτη φορά τον μηχανικό. Εκείνη τη στιγμή, ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι φώλιαζε μέσα του ένας εγκληματίας; Θυμάμαι ότι όλα άρχισαν όταν ο γιατρός, με τη γνωστή του προθυμία, εκμυστηρεύτηκε στον μηχανικό ότι το χρώμα των ματιών του τον ανησυχούσε κάπως:
            ‒Δεν θα ήθελα να σας τρομάξω, μόλις δύο ημέρες από τη στιγμή που μας τιμάτε με την παρουσία σας σε αυτό το σπίτι· με κανέναν τρόπο. Όμως θα έφερα βαρέως στη συνείδησή μου, ως φίλος σας και ως επαγγελματίας, να μην σας έχω προειδοποιήσει εγκαίρως για το κακό που διαβλέπω στα κουρασμένα μάτια σας. Επιτρέψτε μου να σας πω, κύριε, ότι το συκώτι σας έχει πρόβλημα».
            Και να αφήσει κατά μέρος το διάλογο προκειμένου να αφηγηθεί λεπτομερώς τις διαδοχικές περιόδους μίσους που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στους δύο τους: ο μηχανικός δεν μάσησε ποτέ και δεν επέτρεψε να του συνταγογραφήσει τίποτα, γεγονός που ο γιατρός δεν μπορούσε να του το συγχωρήσει. Όταν αρρώσταινε, ο μηχανικός έκανε ό,τι και οι σκύλοι, σταματούσε να τρώει ή, στη χειρότερη περίπτωση, πήγαινε μόνος του στο φαρμακείο, ζητούσε ένα καθαρτικό και το έπαιρνε δίχως να πει τίποτα σε κανέναν και δίχως κανείς να πάρει είδηση κάτι, εκτός από τις συχνές και σιωπηλές νυχτερινές του βόλτες στους διαδρόμους. Τι καταπληκτικό! Τι ωραίο διήγημα!, μονολόγησε ο Λεοπόλδο. Και είδε, σαν να ήταν χθες, το μίσος του γιατρού προς τον μηχανικό και το πώς ο πρώτος προανήγγελλε, με εκνευριστική συχνότητα, τον επικείμενο θάνατο του δεύτερου, δίχως να υποψιάζεται ότι πλησίαζε ο δικός του.
            Και έπειτα να αφηγηθεί πώς ο μηχανικός ζούσε κλεισμένος στο δωμάτιό του όπου, δίχως διακοπή (εξού, αναμφίβολα, και ο ερεθισμός στα μάτια), σχεδίαζε ένα υποθαλάσσιο τούνελ για το κανάλι της Μάγχης και ένα υπόγειο τούνελ για τον Ισθμό του Τεουαντεπέκ[1]. Στο τέλος, να αφήσει να περάσει ένα χρονικό διάστημα και να τους επανενώσει όλους στο σαλόνι με την αφορμή μιας οικογενειακής γιορτής. Ο γιατρός θα αργούσε. Και ο μηχανικός. Έπειτα, με απλότητα, να περιγράψει πώς έβρισκαν τον τελευταίο στο δωμάτιό του, με ένα ματωμένο στιλέτο στο χέρι, και το βλέμμα καρφωμένο (σαν υπνωτισμένη κότα, σημείωσε) στο πτώμα του εχθρού του που κείτονταν ξαπλωμένο μπρούμητα μέσα σε μια φρικτή λίμνη κατακόκκινου αίματος.
            Δυστυχώς, ο Λεοπόλδο δεν μπορούσε να δομήσει το διήγημά του κάνοντας το σκύλο να πάρει μόνος του καθαρτικό απλώς από ένστικτο ή να νικήσει το σκαντζόχοιρο μπήγοντάς του ένα στιλέτο. Ο σκύλος του έχαιρε άκρας υγείας. Το πρόβλημα συνίστατο στο να τον κάνει να παλέψει δίχως άλλα όπλα πλην των δικών του, να τον κάνει να νιώσει την έξαψη του μέχρι θανάτου αγώνα με ένα ζώο που θα έβλεπε για πρώτη φορά στη ζωή του. Αυτό του προκάλεσε τη συνήθη μελαγχολία και κατάθλιψη. Σε κάθε του βήμα έπεφτε πάνω σε προβλήματα που του ήταν σχεδόν αδύνατον να λύσει, με τρομαχτικά εμπόδια που τον απέτρεπαν από το να φτάσει στην κορύφωση του διηγήματός του. Είχε επισκεφτεί ατέλειωτες βιβλιοθήκες σε αναζήτηση πληροφοριών σχετικά με τους σκύλους. Και τώρα, που θεωρούσε ότι είχε συγκεντρώσει τα στοιχεία που ήθελε, αντιλαμβανόταν ότι δεν ήξερε σχεδόν τίποτα για τους σκαντζόχοιρους. Άντε πάλι από την αρχή, μια αμφιβολία σήμερα, αύριο ένα νέο εμπόδιο. Έπρεπε να αρχίσει πάλι μια σχοινοτενή έρευνα ώστε να μάθει τις συνήθειες του σκαντζόχοιρου: τον τρόπο ζωής του, τα ένστικτά του, για το αν είναι ικανός να νικήσει ένα σκύλο ή αν υποκύπτει πάντα στις δαγκωνιές του, για το αν χαρακτηρίζεται από μεγάλη ή περιορισμένη ευφυΐα. Του δημιουργήθηκε όπως και σε άλλες περιπτώσεις, μαζί με κάποια δυσαρέσκεια, η αμφιβολία μήπως αυτό το θέμα το είχαν χρησιμοποιήσει ήδη και άλλοι διηγηματογράφοι, γεγονός που θα ακύρωνε αυτομάτως τις προσπάθειες τόσων ετών. Παρηγορήθηκε όμως από την ιδέα πως ακόμα και αν είχε γραφτεί ένα τέτοιο διήγημα, τίποτα δεν τον εμπόδιζε να το ξαναγράψει, όπως ο Σέξπιρ ή ο Λεόν Φελίπε οι οποίοι, όπως όλοι γνωρίζουν, έπαιρναν ιδέες από άλλους συγγραφείς, τις ανέπλαθαν, τους εμφυσούσαν την προσωπική τους πνοή και τις μετέτρεπαν σε πρώτης τάξεως τραγωδίες. Θεώρησε πως, σε κάθε περίπτωση, είχε προχωρήσει πια υπερβολικά πολύ ώστε να τα παρατήσει τώρα όλα, ύστερα από μια τόσο μακρόχρονη και αδιάκοπη εργασία. Δεν είχε περάσει καιρός που είχε διαπιστώσει, με σχετική πικρία, ότι οι γείτονές του είχαν το θράσος να ανταλλάσσουν περιπαικτικές ματιές κάθε φορά που τους ανακοίνωνε πως έγραφε ένα διήγημα. Τώρα θα ’βλεπαν εκείνοι αν το έγραφε ή όχι. Μήπως όμως είχαν δίκιο; Κοκκίνισε. Δίχως να το καταλάβει, βήμα το βήμα, είχε χωθεί σ’ ένα λαβύρινθο επιφάσεων από τον οποίο, το αντιλαμβανόταν απολύτως, έπρεπε να βγει οπωσδήποτε αν δεν ήθελε να τρελαθεί. Και ο καλύτερος τρόπος να δραπετεύσει ήταν να έρθει αντιμέτωπος με το πρόβλημα, να γράψει κάτι, οτιδήποτε θα δικαιολογούσε τους μαύρους κύκλους του, την ωχρότητά του και τις δημόσιες ανακοινώσεις ενός έργου πάντα επικείμενου και έτοιμου να ολοκληρωθεί. Ήταν αδύνατον ύστερα από όλα αυτά να έλεγε στο τέλος ηρεμότατος: «Ε ναι, λοιπόν, παρατάω το γράψιμο. Δεν είμαι συγγραφέας. Ή, μάλλον, δεν θέλω να γίνω». Από την άλλη, είχε μια δέσμευση απέναντι στον εαυτό του και αυτό ήταν κάτι που δεν έπαιρνε πλέον αναβολή: έπρεπε να αποδείξει στον Λεοπόλδο Ραλόν πως η κλίση του δεν ήταν λανθασμένη, πως και βεβαίως ήταν συγγραφέας και, το πιο σημαντικό, πως βεβαίως ήθελε να γίνει. Τότε ήταν που σκέφτηκε για πρώτη φορά να αφηγηθεί τον τρόπο με τον οποίο καθορίστηκε η είσοδός του στη δημοκρατία της λογοτεχνίας. Προσέτρεξε στο ημερολόγιό του και διάβασε:

Τρίτη 12  
Σήμερα σηκώθηκα νωρίς, αλλά δεν μου συνέβη τίποτα. 

Τετάρτη 13 
Χθες κοιμήθηκα όλο το βράδυ. Όταν σηκώθηκα έβραιχε, συνεπώς δεν έχω κάποια περιπέτεια να σημειώσω στο αγαπημένο μου ημερολόγιο. Μόνο ότι κατά τις εφτά έγινε σεισμός και βγήκαμε όλοι στο δρόμο τρέχοντας, αλλά καθώς έβραιχε και σήμερα, βραχήκαμε κάπως. Τώρα, αγαπημένο μου ημερολόγιο, σε καληνυχτίζω.                         

Παρασκευή 15 
Χθες ξέχασα να σημειώσω τις περιπέτειές μου, αλλά αφού δεν είχα καμία περιπέτεια, δεν πειράζει. Μακάρι αύριο να καταφέρω να βρω πενήντα λεπτά γιατί θέλω να δω μια ταινία που λένε ότι είναι πολύ καλή και ο κακοποιός πεθαίνει στο τέλος καληνύχτα.        

Σάββατο 16 
Σήμερα το πρωί βγήκα μ’ ένα βιβλίο στη μασχάλη για να πάω να το πουλήσω, μπας και έτσι βγάλω τα πενήντα λ. Επαίστρεφα και έπεσα πάνω στον κύριο Χασίντο, ο κύριως που ζει εδώ, και ντράπηκα πολύ γιατί εκείνος διαβάζει πολύ, αυτό και βέβαια θα το βάλω γιατί είναι μια περιπέτεια, όταν με είδε με το βιβλίο μού είπε ώστε σου αρέσει η λογοτεχνία. Εγώ ντράπηκα πολύ και του είπα «ναι». Τότε συνέχισε να με ρωτάει και γω συνέχισα να απαντάω. Και σου αρέσει να γράφεις, φιλαράκο μου; Εγώ του είπα πως ναι, πως γράφω συνέχεια. Και τι γράφεις, ποιήματα ή διηγήματα; Διηγήματα. Θα μου άρεσε να δω κάπια. Ε όχι, είναι πολύ άσχημα, τώρα αρχίζω να γράφω. Άφησέ τα αυτά, μην είσαι μετριόφρων, έχω παρατηρήσει ότι έχεις πολύ ταλέντο, εδώ και καιρό σε έχω δει ότι γράφεις πολύ. Εγώ του είπα πως, μπα, λιγάκι. Πότε θα μου δείξεις κάτι; Μόλις τελειώσω αυτό που γράφω τώρα. Θα είναι πολύ καλό. Έτσι κι έτσι. «Σήμερα κιόλας θα διηγηθώ σε όλους στο μεσημεριανό τραπέζι πως ανάμεσά μας βρίσκεται ένας μεγάλος αφανής συγγραφέας, την ώρα του φαγητού είπε σε όλους στο τραπέζι ότι ήμουν ένας αφανής συγγραφέας» και εγώ ντράπηκα πολύ και είπα ναι. Αύριο θα αρχίσω να γράφω ένα διήγημα, είναι πανεύκολο, απλώς πρέπει να φανταστώ ένα πράγμα και να το γράψω. Μετά θα το καθαρογράψω. Δεν μπόρεσα να δω την ταινία, αλλά ο Χουάν μου την αφηγήθηκε ολόκληρη από τη μέση και μετά γιατί πήγε αργά. Μου είπε ότι στο τέλος τον σκοτώνουν τον κακοποιό. Καλύτερα να σβήσω όλα όσα έγραψα σήμερα αφού αυτά δεν είναι περιπέτεια, σήμερα δεν είχα καμία περιπέτεια.

            Έτσι είχε γεννηθεί η κλίση του προς τη συγγραφή. Από εκείνη την ημέρα και μετά κρατούσε διαρκώς σημειώσεις, σκάρωνε κινηματογραφικά σενάρια, θεατρικά έργα, μυθιστορήματα αστυνομικά και μυστηρίου, ερωτικά ή επιστημονικά· σε πρώτο πρόσωπο, σε πλάγιο λόγο, σε επιστολική μορφή ή σαν ημερολόγιο, με ή χωρίς διάλογο· τρομακτικά αφηγήματα που είχαν βρεθεί μέσα σ’ ένα μπουκάλι σε κάποια παραλία· ή, ορισμένες φορές, ευχάριστες περιγραφές πόλεων ή συνηθειών. Αλλά η στιγμή που θα έπιανε την πένα όλο και απομακρυνόταν στο διάβα των χρόνων. Κατέγραφε στοιχεία και θέματα· παρατηρούσε και σκεφτόταν εις βάθος σε όλα τα μέρη, όλη την ώρα· αλλά η αλήθεια είναι ότι παρά την αναμφίβολη κλίση του δεν έγραφε σχεδόν ποτέ. Ποτέ του δεν ήταν ικανοποιημένος και δεν τολμούσε να θεωρήσει κάποια δουλειά του ως ολοκληρωμένη. Όχι, δεν έπρεπε να βιαστεί. Μεταξύ των φίλων του η φήμη του ως συγγραφέας ήταν αναμφίβολη. Αυτό του αναπτέρωνε το ηθικό. Κάποια μέρα θα τους αιφνιδίαζε όλους με το αριστούργημα που περίμεναν από αυτόν. Η σύζυγός του τον είχε παντρευτεί επειδή, εν μέρει, την είχε προσελκύσει η φήμη του. Δεν είχε δει ποτέ της πουθενά κάτι δημοσιευμένο από τον σύζυγό της, αλλά ήξερε, εκείνη περισσότερο από τον καθένα, ότι είχε μια κούτα γεμάτη με καρτέλες, ότι διαρκώς γέμιζε την πένα του με εμπνευσμένο μπλε μελάνι, ότι η φαντασία του ήταν διαρκώς σε εγρήγορση, ότι για οτιδήποτε, το παραμικρό, εκείνος έλεγε πως μπορούσε να γραφτεί ένα διήγημα.
            Προκειμένου να αποδείξει στον εαυτό του ότι πράγματι ήταν συγγραφέας, ο Λεοπόλδο έφτασε κάποια μέρα να αρχίσει ένα διήγημα. Ένα πρωί, αφού άφησε το υποσυνείδητό του να δουλέψει όλη νύχτα, ο Λεοπόλδο ξημέρωσε με έμπνευση. Σκέφτηκε ότι η πάλη ενός σκύλου με ένα σκαντζόχοιρο ήταν ένα εξαιρετικό θέμα. Ο Λεοπόλδο δεν άφησε να του ξεφύγει και ρίχτηκε στη δουλειά με πυρετώδη φρενίτιδα. Σύντομα, όμως, αντιλήφθηκε ότι ήταν πολύ πιο εύκολο να βρίσκει τα θέματα παρά να τα αναπτύσσει και να τους δίνει μορφή. Τότε είπε στον εαυτό του ότι του έλειπε παιδεία και άρχισε να διαβάζει μετά μανίας ό,τι έπεφτε στα χέρια του, κυρίως όμως ό,τι αφορούσε τους σκύλους. Λίγο καιρό αργότερα ένιωσε σχετικά σίγουρος, πήρε ένα ικανοποιητικό αριθμό χαρτιών, πρόσταξε να γίνει ησυχία σε όλο το σπίτι, φόρεσε ένα πράσινο γείσο για να προφυλάξει τα μάτια του από το νοσηρό ηλεκτρικό φως, καθάρισε τις πένες του, κάθισε όσο πιο αναπαυτικά μπορούσε στην καρέκλα του, δάγκωσε τα νύχια του, παρατήρησε με στοχαστικό βλέμμα ένα τμήμα του ξάστερου ουρανού και, αργά, διακοπτόμενος μόνο από τους κτύπους της συγκινημένης καρδιάς του, έγραψε:

Υπήρχε κάποτε ένας πολύ όμορφος σκύλος που ζούσε σ’ ένα σπίτι. Ήταν πολύ εκλεπτυσμένης ράτσας και, ως τέτοιο, αρκετά μικροκαμωμένο. Ο ιδιοκτήτης του ήταν ένας πολύ πλούσιος κύριος μ’ ένα όμορφο δαχτυλίδι στο μικρό του δάχτυλο που είχε ένα σπίτι στην εξοχή, αλλά μια μέρα του ήρθε η όρεξη να πάει να περάσει μερικές μέρες στην εξοχή για να αναπνεύσει καθαρό αέρα, αφού ένιωθε άρρωστος, αφού εργαζόταν πολύ στις επιχειρήσεις του που είχαν σχέση με υφάσματα γι’ αυτό μπορούσε να αγοράσει καλά δαχτυλίδια και να πάει στην εξοχή, τότε σκέφτηκε πως έπρεπε να πάρει μαζί του το σκυλάκι αφού αν δεν το πρόσεχε εκείνος η υπηρέτρια δεν τον πρόσεχε και το σκυλάκι θα υπέφερε αφού ήταν συνηθισμένο να το προσέχουν προσεκτικά. Όταν έφτασε στην εξοχή πάντα με τον καλύτερό του φίλο που ήταν το σκυλάκι αφού ήταν χήρος τα λουλούδια ήταν πολύ όμορφα αφού ήταν άνοιξη και αυτή την εποχή τα λουλούδια είναι πολύ όμορφα αφού είναι ο καιρός τους.

Ο Λεοπόλδο δεν στερούνταν κριτικής ματιάς. Αντιλήφθηκε ότι το ύφος του δεν ήταν πολύ καλό. Την επομένη αγόρασε ένα βιβλίο για την τέχνη του λόγου και μια γραμματική Bello-Cuervo. Και τα δύο τον μπέρδεψαν περισσότερο. Και τα δύο έδειχναν πώς να γράφει κανείς καλά, αλλά κανένα τους δεν έδειχνε πώς να μην γράφεις άσχημα.

Ο σκύλος είναι ένα όμορφο και αριστοκρατικό ζώο. Ο άνθρωπος δεν έχει καλύτερο φίλο ούτε καν ανάμεσα στους ανθρώπους, όπου απαντάται με οδυνηρή συχνότητα η απιστία και η αχαριστία. Σε μια κομψή και σε απαράμιλλη τοποθεσία χτισμένη έπαυλη της πολυπληθούς πόλης ζούσε ένας σκύλος από εκλεπτυσμένη ράτσα. Ήταν αρκετά μικρό, αλλά δυνατό και εξαιρετικά γενναίο. Ο ιδιοκτήτης αυτού του προικισμένου ζώου, ένας πλούσιος και ισχυρός άντρας, είχε ένα σπίτι στην εξοχή. Κουρασμένος από τις πολλαπλές και σημαντικές του ενασχολήσεις, μια μέρα αποφάσισε να περάσει μερικές μέρες στο αγρόκτημά του· πλην όμως, καθώς ανησυχούσε για το πώς θα συμπεριφερόταν το άνευ ελέγχου υπηρετικό προσωπικό του στο σκύλο κατά τη διάρκεια της απουσίας του, ο καλοσυνάτος και ευκατάστατος βιομήχανος πήρε μαζί του τον ευγνώμονα σκύλο. Ναι, φοβόταν πως οι άξεστοι υπηρέτες θα τον έκαναν να υποφέρει εξαιτίας της αδιαφορίας και της αμέλειάς τους.
            Η εξοχή την άνοιξη είναι πανέμορφη. Στην εν λόγω γλυκιά εποχή αφθονούν τα πολύχρωμα άνθη με τους υπέρλαμπρους κάλυκες που αφήνουν εκστασιασμένο το βλέμμα του κατασκονισμένου οδοιπόρου. Και το μελίρρυτο τιτίβισμα από τα χαρούμενα και ανέμελα πουλάκια είναι μια γιορτή για τα λεπτεπίλεπτα αφτιά του διψασμένου ταξιδιώτη. Φάμπιο, πόσο όμορφη είναι η εξοχή την άνοιξη!      

Η ρητορική τέχνη και η γραμματική ήταν πλέον υπό έλεγχο.
            Αφού ξεπεράστηκε αυτό το σημαντικό σημείο, έφτασε για τον Λεοπόλδο η στιγμή που το όμορφο και αριστοκρατικό ζώο θα έπρεπε να έρθει αντιμέτωπο με το σκαντζόχοιρο. Εντωμεταξύ είχε γεμίσει περισσότερες από εκατόν τριάντα δύο σελίδες με τα σταθερά και ευανάγνωστα γράμματά του, από τις οποίες, είναι γεγονός, είχε ήδη θυσιάσει περίπου πενήντα τρεις. Φιλοδοξούσε το έργο του να είναι τέλειο. Επιθυμία του ήταν να συμπεριλάβει τα πάντα μέσα σε εκείνο το απλό θέμα. Μόνο οι θεωρητικές προσεγγίσεις του σε ζητήματα χρόνου και χώρου τού πήραν τουλάχιστον έξι μήνες μελέτης. Οι αναζητήσεις του περί του ποιος είναι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου, ο σκύλος ή το άλογο· περί της ζωής στο ύπαιθρο και της ζωής στην πόλη· περί της υγείας του σώματος και της υγείας της ψυχής (δίχως να υπολογίσουμε την καινοφανή μετάφρασή του τού αφορισμού «mens sana in corpore sano»)· περί Θεού και περί εκπαιδευμένων σκύλων· περί του ουρλιαχτού των σκύλων όταν βλέπουν το φεγγάρι· περί των ερωτοτροπιών των ζώων· περί των έλκηθρων και περί του Διογένη· περί του Ριν-τιν-τιν και της εποχής του (ο σκύλος αναρριχώμενος στις μεγαλοπρεπείς κορυφές της τέχνης)· περί των μύθων και περί του σε ποιον ανήκουν στην πραγματικότητα οι μύθοι που αποδίδονται στον Αίσωπο, με τις αναρίθμητες εκδοχές που έτυχε το εν λόγω όνομα στα Ισπανικά, του πήραν πάνω από δύο χρόνια καρποφόρας εργασίας. Επιθυμούσε να κάνει το έργο του μια εφευρετική μείξη του Μόμπι Ντικ, της Ανθρώπινης κωμωδίας και του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο.
            Όλα αυτά είχαν συμβεί πριν κάποιους μήνες.
            Την εποχή που τον γνωρίσαμε είχε αλλάξει γνώμη. Τώρα το είχε γυρίσει στη σύνθεση. Γιατί να γράψει κανείς τόσο πολύ αφού όλα, απολύτως όλα, μπορούν να εκφραστούν μέσα στα λιτά όρια μιας σελίδας; Πεπεισμένος γι’ αυτή την αλήθεια, ρίχτηκε με τα μούτρα στο να σβήνει και να διαγράφει δίχως οίκτο, με απόλυτη πίστη στη νέα του καλλιτεχνική κατεύθυνση και, αρκετές φορές, μ’ ένα καλαίσθητο πνεύμα αυτοθυσίας.
            Την ημέρα που τον είδαμε να μπαίνει στη βιβλιοθήκη, το έργο του, σημαντικά περιορισμένο, βρισκόταν, λέξη πάνω, λέξη κάτω, στην ακόλουθη κατάσταση:

Ήταν ένας καλός σκύλος. Μικρός, χαρούμενος. Κάποια μέρα βρέθηκε σ’ ένα χώρο που δεν ήταν ο δικός του: στην εξοχή. Ένα πρωινό, ένας σκαντζόχοιρος…

            Ο Λεοπόλδο έκλεισε το βιβλίο του Katz, όπου δεν βρήκε τίποτα σχετικό με τους σκαντζόχοιρους. Ζήτησε μερικά έργα που να αναφέρονταν σε εκείνους, αλλά τον πληροφόρησαν ότι, εντελώς άδικα, είχαν γραφτεί πολύ λίγα πράγματα για τους σκαντζόχοιρους. Έτσι λοιπόν, για την ώρα, χρειάστηκε να αρκεστεί στις πενιχρές πληροφορίες που δίνει το Μικρό Εικονογραφημένο Λαρούς:

«σκαντζόχοιρος [ska(n)dzóxiros] ουσ. (αρσ.), [επιστ. ονομασ. Erinaceus Europaeus, αρχ. ακανθόχοιρος] ΖΩΟΛ. τρωκτικό θηλαστικό των εύκρατων περιοχών της Ευρώπης, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής το σώμα του οποίου καλύπτεται από ραχιαίες βελόνες σε χρώμα καφέ ή γκρίζο: ο σκαντζόχοιρος είναι άκακο ζώο, νυκτόβιο και τρέφεται με ρίζες και καρπούς, αλλά είναι και δραστήριος θηρευτής σκουληκιών, εντόμων και ερπετών. Όταν αντιλαμβάνεται κίνδυνο, έχει την ικανότητα να μαζεύεται και να σχηματίζει μια μικρή, αγκαθωτή σφαίρα. ΦΡΑΣΗ: Μαλλιά σαν του σκαντζόχοιρου (: όρθια και σκληρά)».    
           
«Αύριο», μονολογεί ο Λεοπόλδο, «αύριο θα κάνω μια εκδρομή στην εξοχή για να συλλέξω πληροφορίες».
            Μια εκδρομή στην εξοχή! Τι όμορφο διήγημα θα μπορούσε να γράψει. 

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος 

Το παρόν διήγημα περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων Η ιστορία των βρώσιμων βιβλίων και άλλα διηγήματα που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης σε μετάφραση Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. 

Ο Augusto Monterroso [Αουγούστο Μοντερόσο] (1921-2003) γεννήθηκε στην Tεγκουσιγκάλπα, πρωτεύουσα της Ονδούρας, από μητέρα Ονδουρένια και πατέρα από τη Γουατεμάλα, και μετακόμισε σε ηλικία 15 ετών στη Γουατεμάλα με την οικογένειά του. To 1944 εγκαταστάθηκε στο Μεξικό, υπηρετώντας στο διπλωματικό σώμα της χώρας του, στην υπηρεσία της δημοκρατικής κυβέρνησης του προέδρου Χακόμπο Αρμπένς. Μετά την ανατροπή του τελευταίου, το 1953, εξορίζεται στη Χιλή όπου εργάζεται ως γραμματέας του Πάμπλο Νερούδα μέχρι το 1956, έτος που επιστρέφει και εγκαθίσταται μόνιμα στην Πόλη του Μεξικού. Ως πεζογράφος, θεωρήθηκε μετρ της μικρής φόρμας. Τα διηγήματά του σύντομα και περιεκτικά, διακρίνονται για το ψυχρό ανηλεές χιούμορ τους. Γνωστότερα έργα του: La oveja negra y demás fábulas (1970), Movimento perpetuo (1972), Lo demás es silencio (1978). Είναι, τέλος, ο συγγραφέας του πιο διάσημου ισπανόγραφου μικροδιηγήματος:

Ο δεινόσαυρος
Όταν ξύπνησε, ο δεινόσαυρος ήταν ακόμα εκεί.

Στα ελληνικά έχει κυκλοφορήσει, αν και εκτός εμπορίου, Το μαύρο πρόβατο και άλλοι μύθοι σε μετάφραση Μαρίας Ανδριανοπούλου και Κλαίρης Σταθάτου (Ινστιτούτο Θερβάντες της Αθήνας, 2006), ενώ διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί στις συλλογές Νέοι πεζογράφοι της Λατινικής Αμερικής, ανθολόγηση-μετάφραση Γιώργος Ρούβαλης, (Εκδόσεις Παρατηρητής, 1994) και Mini71cuentos, ανθολόγηση Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, μετάφραση συλλογική, (Εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη, 2012).
To «Leopoldo (Sus trabajos)» [«Λεοπόλδο (Οι άθλοι του)»] περιλαμβάνεται στη συλλογή του 1959, Obras completas (y otros cuentos).






[1] Istmo de Tehuantepec, το πιο στενό μέρος του Μεξικού ανάμεσα στον ομώνυμο κόλπο (στην πλευρά του Ειρηνικού ωκεανού) και τον κόλπο του Καμπέτσε. Στο πιο στενό του σημείο έχει πλάτος 130 μίλια.

2 σχόλια:

  1. Παρακαλώ, με διευκολύνετε να καταλάβω πώς το "trabajos" του ισπανικού τίτλου αποδόθηκε ως "άθλοι"...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μετά χαράς: στα ισπανικά, οι Άθλοι του Ηρακλή λέγονται, Los trabajos de Heracles / Hércules [https://es.wikipedia.org/wiki/Los_doce_trabajos_de_Heracles]. Ο Λεοπόλδο έχει, στο διήγημα, διάσταση ηρωική, γι' αυτό και προτίμησα τη λέξη "άθλος".

    ΑπάντησηΔιαγραφή