Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2025

Lara Moreno: Κανένας έρωτας δεν ζει στις αναμνήσεις

 

Κανένας έρωτας δεν ζει στις αναμνήσεις

 

Εφτά χρόνια είναι μια ολάκερη ζωή. Σε εφτά χρόνια, μια χώρα καταρρέει, αλλάζει κυβέρνηση, καταρρέει ακόμα περισσότερο, αχνοφαίνεται η κορυφή του παγόβουνου μιας κοινωνικής εξέγερσης, η περί ης ο λόγος κορυφή λιώνει συνθλιμμένη από τις κακές πρακτικές, και ολόκληρο το παγόβουνο λιώνει εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, ρυπαίνοντας τα νερά με ηττοπάθεια και δυσαρέσκεια. Σε εφτά χρόνια, εξαφανίζεται μια εποχή, εν προκειμένω η άνοιξη, κι αυτό μετατρέπει μια πολύ ζεστή χερσόνησο σ’ ένα μέρος με πολικές θερμοκρασίες ή ακραίους καύσωνες. Σε εφτά χρόνια προλαβαίνεις να γεράσεις, γκρίζα μαλλιά, μυωπία, διαφραγματοκήλη, ρυτίδες, κιρσοί. Σε εφτά χρόνια προλαβαίνεις να παραβρεθείς σε αρκετές κηδείες, ακόμα και σε κάνα δυο θανάτους αυτοπροσώπως. Εφτά χρόνια αρκούν για την καταχθόνια μετάλλαξη πολλών κυττάρων που οι γιατροί δεν τα έχουν ακόμη ανιχνεύσει, αλλά τα οποία αναμφίβολα καταστρέφουν τα όργανά μου.

Παρ’ όλα αυτά, μιας και ζούμε σ’ έναν κόσμο όπου τα πάντα κινούνται επιβραδυνόμενα, ένιωθα ακόμη σχετικά νέα όταν με κάλεσαν να δουλέψω σ’ ένα συνέδριο ειδημόνων στη μακροβιοτική διατροφή. Εγώ δεν έχω γνώσεις επί του αντικειμένου, αλλά θα παρευρισκόμουν και μάλιστα ως συντονίστρια, χάρη σε μια γνωριμία που είχα κάνει κατά τη διάρκεια ενός μάστερ για την οργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων. Το εν λόγω συνέδριο ήταν ήδη οργανωμένο· στην πραγματικότητα, το μόνο που είχα να κάνω ήταν να το επιβλέπω, να φροντίζω για τους ομιλητές και την τήρηση του προγράμματος, να προσέχω ώστε σε κάθε τραπέζι να υπάρχουν αρκετά μπουκάλια νερό και να μην χάνεται το κοινό στους διαδρόμους του περιπτέρου. Η αμοιβή δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο, αλλά μου έδινε την ευκαιρία να δραπετεύσω για λίγες μέρες σε άλλη πόλη, κάτι που εκείνη την εποχή ήταν ό,τι πιο κοντινό σε διακοπές μετ’ αποδοχών. Τα κανόνισα όλα στο σπίτι, πρόβλεψα τις επείγουσες ανάγκες που μπορεί να προέκυπταν κατά τη διάρκεια της απουσίας μου, γέμισα μια ηλίθια βαλίτσα με καλοκαιρινά ρούχα και επιβιβάστηκα στο αεροπλάνο. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου κατά την απογείωση. Όταν τα άνοιξα δεν ήμουν νεκρή, ήμουν στον αέρα, πάνω από τα σύννεφα, οπότε υπήρχε ακόμη ελπίδα. Καθότι, δε, καταφέραμε και να προσγειωθούμε χωρίς να συντριβούμε, το ως άνω συναίσθημα ενισχύθηκε.

Όλα όσα αφορούν το συνέδριο μακροβιοτικής διατροφής δεν έχουν την παραμικρή σημασία. Έκανα τη δουλειά μου όσο καλύτερα μπορούσα, υπέμεινα τα παράπονα και τα σάλια κάποιων από τους συμμετέχοντες, άτομα κολλημένα με την Άπω Ανατολή και τον δυσοίωνο κόσμο των πνευματικών ενεργειών, κατάπια αμάσητη άλλη μια γερή δόση υποχόνδριας και μανιακής παράνοιας και ετοιμάστηκα να απολαύσω τη μοναξιά του δωματίου μου στο ξενοδοχείο.

Το να απολαμβάνει μια γυναίκα τη μοναξιά της όταν έχει πολύ καιρό να μείνει μόνη δεν είναι εύκολο. Αλλά εγώ έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα για να προσαρμοστώ στην ευτυχία. Το ξενοδοχείο ήταν ωραίο, επειδή το είχα διαλέξει εγώ. Δεν κατέλυσα στο ίδιο μέρος με τους ομιλητές, οι οποίοι έμεναν σ’ ένα τετράστερο ογκώδες κτίριο από μέταλλο και γυαλί στο μοντέρνο τμήμα της πόλης, αλλά σ’ ένα ξενοδοχείο στο κέντρο, σ’ ένα πέτρινο κτίριο με ψηλά ταβάνια, παχιά χαλιά και μπαλκόνια με λευκές ξύλινες μπαλκονόπορτες. Η ψευδαίσθηση ήταν τέλεια: ξαφνικά η ζωή μου δεν ήταν η ζωή μου, αλλά ένα πράγμα ακινητοποιημένο προς στιγμή, έτοιμο να μετεξελιχθεί σε κάτι άλλο.

Την τρίτη μέρα, όταν πλέον είχα εγκατασταθεί στο επίκεντρο της απομόνωσής μου, έμαθα ότι βρισκόταν κι εκείνος στην πόλη. Όλοι μα όλοι οι φίλοι και γνωστοί μου θα έκαναν τη σκέψη ότι το είχαμε προσχεδιάσει. Επίσης οι σεναριογράφοι των τηλεοπτικών σειρών και φυσικά η μητέρα μου. Αλλά δεν ήταν έτσι. Όσο προγραμματισμένη είναι η ζωή, άλλο τόσο ήταν κι εκείνο. Σε εφτά χρόνια, έχεις προλάβει να ξεχάσεις ότι τις περισσότερες φορές οι φαινομενικές συνδέσεις δεν σημαίνουν κατ’ ανάγκη και κάτι.

Το έμαθα από τα σόσιαλ. Έτρωγα βραδινό στο μικρό εστιατόριο δίπλα στο ξενοδοχείο μου, όπου πήγαινα με θρησκευτική ευλάβεια κάθε βράδυ, στις εννέα και μισή, για να φάω παστράμι με αγγουράκια τουρσί και μουστάρδα σε κάποιο από τα τραπέζια κοντά στα μεγάλα παράθυρα, απ’ όπου μπορούσα να παρατηρώ τον κατάφωτο λιθόστρωτο δρόμο και τους περαστικούς, ελπίζοντας ότι ίσως κάποιος απ’ αυτούς, ανεξαρτήτως φύλου ή ηλικίας, θα εστίαζε την προσοχή του σ’ εμένα, στη μοναξιά μου που ανυπομονούσε σφόδρα να συμβούν πράγματα. Ακόμα και μια αλαφροΐσκιωτη παρέα ξένων φοιτητών, δεκαπέντε χρόνια μικρότερών μου, θα ήταν ευπρόσδεκτη στο τραπέζι μου. Στην τσάντα μου κουβαλούσα το ίδιο βιβλίο που διάβαζα στην τουαλέτα και στην μπανιέρα, αλλά πάντα κατέληγα να σκρολάρω στο smartphone μου ενώ έπινα το δεύτερο ποτήρι κρασί, με το πιάτο μου πλέον άδειο. Εκείνος εξέθετε τα έργα του σε μια γκαλερί στο κέντρο της πόλης. Της πόλης στην οποία βρισκόμουν εγώ εκείνη τη στιγμή. Την Πέμπτη. Ήταν Τρίτη. Διάβασα όλες τις πληροφορίες για την εκδήλωση, αναζήτησα την τοποθεσία της γκαλερί και βεβαιώθηκα ότι δεν έκανα κάποιο λάθος. Έπειτα, ερεύνησα τις τελευταίες ενημερώσεις στο προφίλ του, για να σχηματίσω μια ιδέα κι εγώ δεν ξέρω για ποιο πράγμα, λες και μπορούμε να συμπεράνουμε κάτι για την πραγματικότητα μέσω ενός τέτοιου αυτοματισμού. Μ’ έπιασε νευρικότητα, κοίταξα γύρω μου, μπορούσα άραγε να μοιραστώ με κάποιον αυτή τη σύμπτωση; Δεν σήκωσα το χέρι μου για να φωνάξω τον σερβιτόρο, εγώ η ίδια πλησίασα στην μπάρα για να παραγγείλω κάτι πιο δυνατό. Ένα διαυγές ποτό που θα έκαιγε τα σωθικά μου. Εφτά χρόνια. Εκείθεν της ευθραυστότητας και της άγνοιας.

Όταν επέστρεψα στο ξενοδοχείο, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, δεν μ’ έπιανε ύπνος. Τα πάντα στη συμπεριφορά μου ήταν τόσο αναμενόμενα. Ο ενθουσιασμός, οι αναμνήσεις, η φαντασία. Εκείνος δεν ήταν μια ανοιχτή πληγή, ούτε καν η ηχώ μιας πληγής. Αλλά ήταν κάτι τόσο οικείο και ταυτόχρονα τόσο δυσανάλογα απομακρυσμένο από τη ζωή μου ώστε μου φάνηκε το τέλειο στοιχείο για να ομορφύνει το ταξίδι μου. Ή για να το καταστρέψει. Σηκώθηκα αρκετές φορές, το να περπατώ ξυπόλητη στο δωμάτιο του ξενοδοχείου με χαλάρωνε, μου έδινε δύναμη, άνοιξα το κινητό, το έκλεισα ξανά και το άνοιξα για άλλη μια φορά, μπαίνοντας στον πειρασμό να του τηλεφωνήσω· κι αν βρισκόταν ήδη στην πόλη; Οκέι, αλλά αν είχε έρθει και δεν ήταν μόνος; Αν είχα καταλύσει στον ογκώδες κτίριο από μέταλλο και γυαλί μαζί με τους ομιλητές, θα μπορούσα να είχα παραγγείλει μια διπλή βότκα μέσω της υπηρεσίας δωματίων· ήμουν πεπεισμένη ότι το πρόβλημά μου ήταν ότι δεν είχα πιει αρκετά. Στο νεσεσέρ μου, ένα lexotanil έλαμπε σαν φως, σαν σφιχτή γροθιά στην έρημο. Το κατάπια, πήρα μια βαθιά ανάσα και μετά από τριάντα λεπτά γαλήνεψε η ψυχή μου.

Την επομένη όλα πήγαν στραβά. Τεχνικά προβλήματα με τη μεγαφωνική εγκατάσταση, καταστροφικό catering, η απροσδόκητη απουσία ενός από τους ομιλητές κι ένας εξευτελιστικός πόνος στο στομάχι που, στη διάρκεια της μέρας, με κράτησε κλειδωμένη στο μπάνιο για μεγάλα χρονικά διαστήματα, φοβούμενη, όπως πάντα, τα χειρότερα: οξεία περιτονίτιδα, νόσο του Crohn, αιφνίδιο θάνατο. Επέστρεψα στο ξενοδοχείο νωρίτερα από το προβλεπόμενο, σαν θηλαστικό φοβισμένο από τη σκληρότητα της ίδιας του της καρδιάς. Μωλωπισμένη, αναστατωμένη. Αλλά τα σεντόνια ήταν δροσερά και με ηρέμησαν. Το να σηκώνεις τα σκεπάσματα σ’ ένα κρεβάτι ξενοδοχείου και να γλιστράς σ’ αυτή την τέλεια, παγωμένη γεωμετρία που μοιάζει πρωτοφανής στον κόσμο, σε επαναφέρει σε κατάσταση συνειδητότητας. Στις εννέα και μισή το βράδυ, αφού έκανα ντους και φόρεσα ένα καινούργιο φόρεμα, παρέκαμψα το παστράμι στο συνηθισμένο μου εστιατόριο και βγήκα μια βόλτα, με ύφος σοβαρό. Σε μια άτσαλα φωτισμένη πλατεία, όπου στέκονταν παραταγμένα μερικά στρογγυλά τραπέζια μπροστά σε κάτι πέτρινα παγκάκια, πήρα την απόφαση. Ένα ζευγάρι γύρω στα πενήντα κάπνιζε σιωπηλά, ενόσω περίμεναν, υπέθεσα, να τους φέρουν τα ποτά τους. Τους πλησίασα και τους ζήτησα ένα τσιγάρο. Μ’ έκανε να νιώσω ευάλωτη το γεγονός ότι δεν μου χαμογέλασαν ούτε όταν μου το έδωσαν ούτε όταν ένας από τους δύο μού το άναψε, μ’ έναν μπλε πλαστικό αναπτήρα που μόλις και μετά βίας είχε φλόγα. Εγώ, αντίθετα, τους χαμογέλασα και τους ευχαρίστησα από τα βάθη της καρδιάς μου για τη γενναιοδωρία τους. Ήμουν σχεδόν έτοιμη. Εκεί, όρθια στη μέση της πλατείας, βλέποντας τον ουρανό να έχει γίνει άξαφνα μαύρος, του τηλεφώνησα.

Εφτά χρόνια είναι μια ολάκερη ζωή, αλλά η φωνή του εξακολουθούσε το ίδιο ανησυχητική. Ένα μείγμα νωθρότητας και άγχους. Πόσο ομαλά κύλησαν όλα, πόσο εύκολα! Όχι, δεν είχαμε εφτά χρόνια να ιδωθούμε, αλλά στην τελική, τι σημασία έχει αυτό; Από τη στιγμή που εξαφανίζεται ο έρωτας, ο χρόνος είναι μια σύγχυση, μια νοσταλγία, απλώς και μόνο μια φονική μηχανή, η λογιστική μιας επιβίωσης. Και το ακριβώς αντίθετο επίσης, γιατί όταν περνάει ο χρόνος, κανένας έρωτας δεν ζει στις αναμνήσεις. Ειλικρινά, δεν βίωνα κανενός είδους δράμα όταν αποφάσισα να του τηλεφωνήσω. Στην πραγματικότητα, είχαν περάσει χρόνια που δεν ανατροφοδοτούσα αυτό το δράμα. Εγώ απλώς επέσπευδα ένα συμβάν, έναν λεκέ από μοβ φρούτο σ’ ένα ξεραμένο χείλι.

Βρισκόταν ήδη στην πόλη, και ήταν μόνος, όπως κι εγώ. Είχε τα εγκαίνια της έκθεσης την επομένη και είχε εργαστεί μέχρι πολύ αργά στο στήσιμο των πινάκων στην γκαλερί. Ναι, μια νέα περίοδος, πολύχρωμη, δραματική. Όλα λάδια. Μπλα μπλα μπλα μακροβιοτική διατροφή. Μπλα μπλα μπλα τι σύμπτωση. Πού είσαι; Εγώ, σε μια άτσαλα φωτισμένη πλατεία, υπερβολικά εκτυφλωτική, πολύ κοντά στην γκαλερί του. Εκείνος έπινε μπύρες με κάτι φίλους. Τους παράτησε σύξυλους πολύ γρήγορα. Συναντηθήκαμε δεκαπέντε λεπτά αργότερα σ’ ένα μπαρ: καθοδόν προς τα εκεί είχα τον χρόνο να καταβροχθίσω δύο σακουλάκια πατατάκια κι ένα μιλκσέικ βανίλια· το γάλα βοηθάει πάντα να χαλαρώσει το στομάχι. Το κέρατό μου, τι σύμπτωση είναι αυτή, δεν μπορώ να το πιστέψω. Βρίσκεσαι εδώ μια τυχαία Τετάρτη, την παραμονή της νέας μου έκθεσης, και είσαι μόνη και με παίρνεις τηλεφώνημα, και την επόμενη στιγμή να ’μαστε οι δύο μας σ’ ένα μπαρ να πίνουμε το ποτάκι μας, είναι απίστευτο, δεν είναι; Είναι σαν να μην πέρασε καθόλου ο χρόνος, το τελευταίο πράγμα που θα φανταζόμουν ότι θα μου συνέβαινε σ’ αυτή την επαρχιακή πόλη, αλλά είναι ωραία σύμπτωση, δεν συμφωνείς κι εσύ; Έχω κάτι φίλους εδώ, έχω έρθει κάνα δυο φορές, γι’ αυτό και μου προέκυψε η έκθεση, αλλά πες μου εσύ τα νέα σου, μακροτί διατροφή; Έχεις μπλέξει σε τέτοιες ιστορίες; Τι σημασία έχει, στο κάτω κάτω όλοι μπλέκουμε σ’ ένα κάρο ιστορίες χωρίς να μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό, είναι αναπόφευκτο χαρακτηριστικό αυτών των καιρών, σύντομα θα μας βάλουν ένα μικροτσίπ εδώ, στον κρόταφο, μέχρι βαθιά στον εγκέφαλο, και θα έχουμε πρόσβαση σε ό,τι πληροφορία θέλουμε, θα τη βλέπουμε πραγματικά μπροστά στα μάτια μας, όπως ακριβώς βλέπουμε τώρα τα πάντα, μόλις μερικά εκατοστά μακριά από τα μάτια μας, στα κινητά μας, και δεν θα χρειάζεται να πηγαίνουμε σε συνέδρια ή να κάνουμε εκθέσεις ή τίποτα απ’ αυτά, αφού θα τα έχουμε όλα μέσα μας, μπορεί και να ’ναι ωραίο, αν και ακούγεται τρομακτικό, τι ακούγεται, δηλαδή, ήδη συμβαίνει, εγώ τώρα σε κάθε περίπτωση είμαι πολύ γήινος, νομίζω ότι είναι λόγω των λαδιών ή το αντίστροφο, γι’ αυτό επέστρεψα στα λάδια, δεν ξέρω, είχα ανάγκη να ξεφύγω από καθετί το επιτηδευμένο, αν και στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτα πιο επιτηδευμένο από τα λάδια όσον αφορά το χρώμα, αλλά οκέι, καταλαβαίνεις τι θέλω να πω, τα λάδια έχουν αυτή τη μοναδική υφή και τώρα έχω αρχίσει να ζωγραφίζω μερικές φορές με τα δάχτυλα, όχι μόνο με πινέλα, οκέι, θα τα δεις από μόνη σου αύριο, με ενδιαφέρει πολύ η γνώμη σου, το κέρατό μου, δεν σου φαίνεται απίστευτο;, πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε που με συνόδευσες για τελευταία φορά σε κάποια εγκαίνια;, πες μου, πώς είσαι, σε βλέπω πολύ καλά, είσαι πολύ καλά, για την ακρίβεια πανέμορφη, πόσο καιρό είχαμε να ιδωθούμε;, τώρα πίνεις βότκα, έχεις γίνει ολόκληρη γυναίκα, αλλά σε βλέπω εδώ δίπλα μου σ’ αυτή την μπάρα, πολλή φασαρία δεν έχει σ’ αυτό το μπαρ;, δεν ξέρω, είναι σαν να μην έχει περάσει καθόλου ο χρόνος.

Αυτό που εγώ θα του έλεγα αλλά δεν του το είπα είναι: έχει περάσει ο χρόνος έχει περάσει όλος ο χρόνος του κόσμου δεν μπορείς να φανταστείς πόσος χρόνος έχει περάσει σαν οδοστρωτήρας σαν τρομοκρατική επίθεση σαν ατομική βόμβα σαν σιμούν σαν ηλεκτρική καταιγίδα σαν ανεμοστρόβιλος είσαι πιο χοντρός πιο πρησμένος έχεις κάτι το κάπως περίεργο στο πρόσωπο είναι σαν το κεφάλι σου να είναι πιο μεγάλο αλλά όχι τα μάγουλά σου όχι τα ζυγωματικά σου αλλά κάτι στην κορυφή του κεφαλιού σου στο μετωπιαίο οστό στα κροταφικά οστά δεν έχεις πολλές ρυτίδες σε μισώ βαθιά γι’ αυτό αν είσαι σοβαρός αν γελάς στο πολύ πολύ βάθος δεν έχεις πολλές ρυτίδες και φυσικά εξακολουθείς να είσαι όμορφος μ’ αυτά τα σκούρα μαλλιά όχι τόσο σκούρα πια αλλά ακόμη πυκνά τα χαρακτηριστικά του προσώπου σου τα χέρια σου η στιβαρότητά σου αλλά υπάρχει κάτι στα μάτια σου υπάρχει κάτι σε κάποιο σημείο σου στα λόγια σου ακόμα και στον τρόπο που έχεις να αγγίζεις διαρκώς τον ώμο μου το γόνατό μου σ’ αυτόν τον κουραστικό τρόπο που έχεις να δείχνεις την αυτοπεποίθησή σου υπάρχει κάτι στα μάτια σου που δεν με τρομάζει κι αυτό είναι μια βαθιά απογοήτευση είναι η επιβεβαίωση ότι γερνάω η επιβεβαίωση ότι ίσως εσύ είσαι πολύ μεγαλύτερος από εμένα αν και φυσικά ο αυθορμητισμός σου ο ενθουσιασμός σου η ανυποταξία σου όλη αυτή η μπριγιαντίνη που περιβάλλει τις πράξεις σου αλλά δεν φοβάμαι να είμαι εδώ απέναντί σου μόνοι οι δυο μας σε μια πόλη μόνοι μας μακριά δεν ξέρω από τις φυλακές μας τόσο καλοστολισμένες οι φυλακές μας τόσο τακτοποιημένες οι υποχρεώσεις μας τουλάχιστον οι δικές μου γιατί εσύ ποτέ δεν θα παραδεχόσουν κάτι τέτοιο τώρα είμαστε μόνοι όπως πριν από επτά χρόνια αλλά έχει περάσει ο χρόνος με τον πιο βίαιο τρόπο που είναι όταν δεν φαίνεται να έχει περάσει γιατί πριν από λίγο καιρό είχαμε όλο το μέλλον μπροστά μας, έτσι δεν είναι;, και τώρα απλώς δεν έχουμε σχεδόν τίποτα αυτή είναι η αλήθεια και υπάρχει κάτι σε όλα αυτά που με κάνει να βαριέμαι όχι η κατάσταση όχι που σε βλέπω ξανά όχι οι τρεις βότκες που έχω κατεβάσει όχι το γεγονός ότι κατάφερα να ξεχάσω όλα τα σκατά που κουβαλάω μέσα μου και τη σωματική βία τότε στα χρόνια του έρωτά μας όχι αυτό που με κάνει να βαριέμαι είναι ίσως ότι θα ’θελα να ’σουν καινούργιος για μένα και δεν είσαι γιατί είσαι το ακατοίκητο μέρος μου και πια δεν με τρομάζεις δεν με αγχώνεις όχι γιατί άραγε.

Τα πέρασα ωραία. Καταφέραμε να βρούμε ένα πιο σκοτεινό και πιο καταθλιπτικό μπαρ όπου καθίσαμε δίπλα ο ένας στον άλλον σ’ έναν στενό καναπέ. Μέθυσα, αλλά δεν μίλησα για τη ζωή μου γιατί εκείνος είχε ήδη μιλήσει αρκετά για τη δική του, μ’ εκείνη την πόζα που είχα φανταστεί να επαναλαμβάνεται εκατοντάδες φορές σε εκατοντάδες συζητήσεις. Γέλασα, γιατί ένιωθα ζωντανή. Εκείνος έσκαψε σιγά σιγά τον μικρό μας τάφο, το ασφυκτικό εκείνο μέρος όπου χωρούσαμε και οι δύο με τις αναδρομές μας. Τον άφησα να το κάνει, επειδή ένιωθα δυνατή. Λογομαχήσαμε για το πού θα πηγαίναμε, στο ξενοδοχείο του ή στο ξενοδοχείο μου, και κέρδισα εγώ. Τον φίλησα, επειδή ένιωθα ελεύθερη. Σε εφτά χρόνια προλαβαίνεις να ξεχάσεις πώς είναι να απολαμβάνεις κάτι, του είπα.

Από τεχνικής απόψεως ήταν μια καταστροφή. Αυτό που συνέβη ήταν ότι δεν συνέβη τίποτα μεταξύ μας. Εγώ λάμβανα μέρος στο δικό μου περιστατικό, καθοδηγούμενη περισσότερο από τη συγκυρία παρά από το αίμα μου. Εκείνος έλεγε πράγματα συναισθηματικά ή ρομαντικά που μου φαίνονταν εφιαλτικά, αφελή. Στάθηκε αδύνατο να γαμηθούμε. Δεν στεναχωρηθήκαμε, ήμαστε εξαντλημένοι, με την πιο κυριολεκτική σημασία της λέξης. Σε αρκετές περιπτώσεις αποφύγαμε εντέχνως έναν απειλητικό καβγά, φρέσκο ​​κρέας χίλιες φορές δοκιμασμένο. Υποθέτω ότι όλα ήταν πολύ αναμενόμενα, το περίβλημα του εαυτού μας. Τι υπήρχε, στ’ αλήθεια τώρα, κάτω από το δέρμα μας; Και πάνω του, ένα χέρι, ένα μαλάκιο, μια αφιλόξενη ζεστασιά. Κοιμηθήκαμε, ξυπνήσαμε. Εγώ έπρεπε να πάω στη δουλειά. Εκείνος κάπνισε ένα τσιγάρο καθισμένος στη λεκάνη της τουαλέτας ενόσω εγώ έκανα ντους. Μου ήρθε να βάλω τα κλάματα. Καθώς διάλεγα τα ρούχα που θα φορούσα, περιφερόμενη γυμνή στο πρωινό φως, εκείνος έγινε ποταπός: κοιτάζοντάς με με στοργή, με ρώτησε πόσο καιρό είχα θηλάσει τα παιδιά μου. Πάντα θα υπάρχει ένα βέλος που θα σκίζει στα δύο την καρδιά του έρωτα.

Τον ξαπόστειλα με γλυκύτητα και βιασύνη, άνοιξα το μπαλκόνι, έφτιαξα τα σεντόνια και τακτοποίησα την ακαταστασία της νύχτας σαν να ήταν το σπίτι μου. Τηλεφώνησα στο περίπτερο του συνεδρίου και ζήτησα συγγνώμη, ο πόνος στο στομάχι από την προηγούμενη μέρα, ασθένεια. Γδύθηκα ξανά, έβγαλα το μακιγιάζ που μόλις είχα απλώσει στο πρόσωπό μου. Ήπια πολύ νερό από τη βρύση του νιπτήρα. Έκλεισα τις κουρτίνες του μπαλκονιού. Ξαναχώθηκα στο κρεβάτι και σκεπάστηκα με το σεντόνι. Σε επτά χρόνια η ζωή σου προλαβαίνει να γίνει άλλη. Άρπαξα το κινητό, σκρόλαρα για λίγο στην οθόνη αφής, διάβασα τους τίτλους των εφημερίδων και μετά είδα διακόσια σαράντα άχρηστα πράγματα που με βοήθησαν να κοιμηθώ.



Η συλλογή διηγημάτων της Λάρα Μορένο Κανένας έρωτας δεν ζει στις αναμνήσεις θα κυκλοφορήσει το 2026 από τις εκδόσεις Opera, σε μετάφραση Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.



Η Λάρα Μορένο γεννήθηκε στη Σεβίλλη το 1978 και μεγάλωσε σε μια άλλη πόλη της Ανδαλουσίας, την Ουέλβα. Εμφανίστηκε στα ισπανικά γράμματα το 2004 με μια συλλογή διηγημάτων, Casi todas las tijeras, και έκτοτε έχει εκδώσει συνολικά 11 τίτλους (4 ποιητικές συλλογές, 3 μυθιστορήματα, 3 συλλογές διηγημάτων και 1 δοκίμιο). Έχει λάβει δύο διακρίσεις για το έργο της, το Βραβείο Cosecha Eñe 2013 για το διήγημά της «Toda una vida», ενώ, επίσης το 2013, της απονεμήθηκε ο τίτλος Νέο Λογοτεχνικό Ταλέντο Fnac· από το 2017, κατέχει τη θέση της υπεύθυνης εκδόσεων του σημαντικού εκδοτικού οίκου Caballo de Troya. 

Η Μορένο συνδυάζει έναν τολμηρό τρόπο γραφής (ως προς τη σύνταξη και τη στίξη) με μια θεματολογία που καταπιάνεται με θεμελιώδη ζητήματα όπως η οικογένεια, οι διαπροσωπικές σχέσεις, οι πνιγηρές σιωπές, η έλλειψη επικοινωνίας και ο πόνος. Τα διηγήματά της, όπως άλλωστε και τα μυθιστορήματά της, εξερευνούν με ματιά-νυστέρι τις οικογενειακές ή διαπροσωπικές εντάσεις (σε πολλές περιπτώσεις το αναγνωστικό κοινό δεν μαθαίνει ποτέ την αφορμή της έντασης, ένα υπέροχο εύρημα που τονίζει το εύθραυστο των διαπροσωπικών σχέσεων χωρίς να «εξηγεί» την αιτία του προβλήματος), τις ερωτικές σχέσεις (τις περισσότερες φορές, προ πολλού τελειωμένες), τη βία (σωματική ή λεκτική), την (πολλές φορές μη δυνάμενη να εκφραστεί) επιθυμία. 




 

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2025

Un instante sin Dios / Μια στιγμή χωρίς Θεό, του Daniel Dalmaroni



Μια στιγμή χωρίς Θεό

Un instante sin Dios



>.<>.<


ΕΠΙΜΕΤΡΟ

 

Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

 

Μια στιγμή με τον Ντανιέλ Νταλμαρόνι

 

 

Ο δημιουργός

 

Ο Ντανιέλ Νταλμαρόνι (Λα Πλάτα, 1961) αποτελεί κεντρική φυσιογνωμία του σύγχρονου αργεντινού θεάτρου (μαζί με άλλους επιφανείς δημιουργούς μιας ακμάζουσας δραματουργίας, όπως οι Mauricio Kartun, Rafael Spregelburd και Daniel Veronese), αναγνωρισμένος κυρίως λόγω της ικανότητάς του να αντιμετωπίζει πολύπλοκα και πανανθρώπινα θέματα με ένα μείγμα μαύρου χιούμορ και οξείας κοινωνικής κριτικής.

Από την πρεμιέρα του θεατρικού του έργου New York, το 2003, ο Νταλμαρόνι έχει διαμορφώσει σταδιακά μια εξέχουσα καριέρα ως θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και θεατρικός δάσκαλος. Το έργο του Maté a un tipo [Σκότωσα έναν τύπο] (2007) έχει ανέβει σε περισσότερες από 250 εκδοχές και 5.000 παραστάσεις σε όλο τον κόσμο, καθιστώντας το ένα από τα πιο προβεβλημένα έργα του σύγχρονου αργεντινού θεατρικού ρεπερτορίου. Άλλα έργα του, όπως τα Cuando te mueras del todo [Όταν πεθάνεις εντελώς] (2005)  και Una tragedia argentina [Μια αργεντινή τραγωδία] (2006) έχουν επίσης ανέβει στη σκηνή πολλές φορές, τόσο στην Αργεντινή όσο και στο εξωτερικό.

Η θεατρική παραγωγή του Νταλμαρόνι διακρίνεται από τη χρήση του βιτριολικού χιούμορ και των αλλόκοτων καταστάσεων στην προσπάθειά του να εξερευνήσει τη βία, τις οικογενειακές εντάσεις και τις αντιφάσεις της αργεντινής κοινωνίας. Τα έργα του συχνά παρουσιάζουν ακραίες καταστάσεις που αποκαλύπτουν την ευθραυστότητα των ανθρώπινων σχέσεων και την φυσικοποίηση της βίας στην καθημερινότητα. Έχει επίσης ασχοληθεί ενδελεχώς με την πρόσφατη πολιτική ιστορία της χώρας του, με κριτική και σατιρική ματιά, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στην περονική τετραλογία του, που εκδόθηκε σε έναν τόμο υπό τον τίτλο Perón Vive [Ο Περόν Ζει] (2019), στον οποίο περιλαμβάνονται τα έργα El secuestro de Isabelita [Η απαγωγή της Ισαμπελίτα], Estado del tiempo [Κατάσταση των καιρών], Juego de manos [Παιχνίδι με τα χέρια] και La comunidad organizada [Η οργανωμένη κοινότητα].

Έργα του Νταλμαρόνι έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, πορτογαλικά, εβραϊκά και ελληνικά και έχουν ανέβει σε χώρες όπως η Ισπανία, η Γαλλία, το Μεξικό, η Ουρουγουάη, η Βραζιλία, η Χιλή και το Ισραήλ. Το 2019, ανακηρύχθηκε «Διακεκριμένη Πολιτιστική Προσωπικότητα» από το Δημοτικό Συμβούλιο της γενέτειράς του, Λα Πλάτα.

Εν ολίγοις, η σπουδαιότητα του Ντανιέλ Νταλμαρόνι στο σύγχρονο αργεντινό θέατρο έγκειται στην ικανότητά του να συνδυάζει μια δυναμική και, εν πολλοίς, προκλητική γραφή με βαθύ στοχασμό πάνω στην κοινωνία, την πολιτική και την ανθρώπινη κατάσταση, αναδεικνύοντας ακραίες καταστάσεις που αντανακλούν την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων χαρακτήρων.

 

Μια στιγμή χωρίς Θεό

 

Το Μια στιγμή χωρίς Θεό είναι ένα πολιτικό θρίλερ που χαρακτηρίζεται από μια κριτική, ειρωνική και βαθύτατα ανθρώπινη προσέγγιση σε θέματα όπως η συλλογική μνήμη, η ενοχή, η θρησκεία, η βία και η απόδοση ή όχι δικαιοσύνης. Το έργο, ο έντονος συναισθηματικά και ιδεολογικά διάλογος ενός ηλικιωμένου ιερέα με έναν μυστηριώδη νεαρότερό του επιχειρηματία, περιστρέφεται γύρω από τα φρικτά εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας στην Αργεντινή κατά την περίοδο μεταξύ 1976 και 1983. Η πλοκή του σύντομου αυτού μονόπρακτου, στο οποίο οι σιωπές είναι πιο εύγλωττες από τα λόγια, εκτυλίσσεται σε ένα δωμάτιο/εξομολογητήριο (εντείνοντας τον κλειστοφοβικό του χαρακτήρα), με τεταμένο ρυθμό, όπου τα όρια μεταξύ θύματος και θύτη, εξομολόγου και εξομολογούμενου, ηθικής και ανηθικότητας, είναι εντελώς θολά και μετακινούμενα. Ο ίδιος ο τίτλος αποτελεί μια θρησκευτική και υπαρξιακή πρόκληση. Το «μια στιγμή χωρίς Θεό» υποδηλώνει την πιθανότητα ότι, κατά τη διάρκεια φρικτών πράξεων του ανθρώπινου είδους, ο Θεός είτε είναι απών και ανεύθυνος είτε παντελώς αδιάφορος μπροστά στον τρόμο· η σιωπή του γίνεται μεταφορά μιας θεσμικής βουβαμάρας και μιας ηθικής κατάπτωσης.

Το έργο ανιχνεύει το κατά πόσο είναι εφικτή η συγχώρεση ασυγχώρητων εγκλημάτων. Μπορεί άραγε ένας εξομολόγος να πάρει το κρίμα από τους ώμους ενός βασανιστή; Μέχρι πού φτάνει η δύναμη του μυστηρίου της εξομολόγησης; Αυτά τα ερωτήματα θέτουν τόσο τους χαρακτήρες του έργου όσο και εμάς, το κοινό, ενώπιον έντονων ηθικών διλημμάτων.

Το Μια στιγμή χωρίς Θεό είναι ένα έντονα πολιτικό και ανθρώπινο έργο που προκαλεί τον θεατή από ηθική, θρησκευτική και ιστορική οπτική γωνία. Ο Ντανιέλ Νταλμαρόνι κατασκευάζει έναν οικείο χώρο όπου η ένταση μεταξύ δικαιοσύνης και συγχώρεσης, πίστης και λογικής, γίνεται ο άξονας ενός άβολου αλλά απαραίτητου στοχασμού. Το έργο αμφισβητεί τον ρόλο των θεσμών απέναντι στον τρόμο και θέτει ένα βασικό ερώτημα: πώς μπορούμε να συνεχίσουμε να πιστεύουμε σε κάτι όταν αυτό το κάτι –το θείο (ή οι επί Γης εκπρόσωποί του)– λάμπει διά της απουσίας του;

 

Και λίγα λόγια περί του Proceso de Reorganización Nacional [Διαδικασία Εθνικής Αναδιοργάνωσης]


Όπως προείπαμε, το έργο, παρότι δεν αναφέρεται ρητά στην τραγική περίοδο της τελευταίας, ελπίζουμε, αργεντινής δικτατορίας, είναι απολύτως σαφές ότι πραγματεύεται την επιτακτική ανάγκη να μην λησμονηθούν τα εγκλήματα που διέπραξαν στην Αργεντινή το ίδιο το Κράτος και οι θεσμοί του, όπως η Εκκλησία, κατά τη διάρκεια της «περίφημης» Διαδικασίας Εθνικής Αναδιοργάνωσης που θέλησε να επιβάλει βίαια στη χώρα το στρατιωτικό πραξικόπημα της 24ης Μαρτίου του 1976.

Ο ρόλος της Εκκλησίας κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας στην Αργεντινή (1976-1983) ήταν περίπλοκος και εξαιρετικά αμφιλεγόμενος. Καθ’ όλη εκείνη την περίοδο, η Καθολική Εκκλησία –ένας θεσμός με μεγάλη επιρροή στην αργεντινή κοινωνία– έπαιξε ρόλο διφορούμενο, που κυμαινόταν από τη σιωπή, ή ακόμα και τη συνενοχή με το καθεστώς, έως τις καταγγελίες και τη μάχιμη προσπάθεια προστασίας των διωκόμενων.

Ορισμένοι τομείς της Εκκλησίας, ιδίως υψηλά ιστάμενα μέλη της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, είτε υποστήριξαν ανοιχτά τη στρατιωτική κυβέρνηση, νομιμοποιώντας τον λόγο της περί «καταπολέμησης της τρομοκρατίας» και «ηθικής αναδιοργάνωσης», είτε σιώπησαν προκλητικά μπροστά στις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων: πολλοί επίσκοποι και ιερείς απέφυγαν να μιλήσουν δημόσια για εξαφανίσεις, βασανιστήρια και δολοφονίες που διαπράττονται από το κράτος. Η σιωπή, φυσικά, μόνο ως μορφή συναίνεσης ή παθητικότητας απέναντι στις ενέργειες του καθεστώτος μπορεί να ερμηνευτεί.

Από την άλλη,  δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις καταγγελίας και αντίστασης από ιερείς αφοσιωμένους στα ανθρώπινα δικαιώματα· χαρακτηριστικό παράδειγμα ο επίσκοπος Ενρίκε Ανχελέλι, ο οποίος δολοφονήθηκε για την αφοσίωσή του στους φτωχούς και την αντίθεσή του στο καθεστώς (ο θάνατός του παρουσιάστηκε ως τροχαίο δυστύχημα). Μάλιστα, ο πρόσφατα εκλιπών Πάπας Φραγκίσκος τον ανακήρυξε οσιομάρτυρα της Καθολικής Εκκλησίας.

Μετά την πτώση της δικτατορίας και την αποκατάσταση της δημοκρατίας, η Εκκλησία της Αργεντινής δεν προέβη σε άμεση ή έντονη αυτοκριτική. Μόνο αρκετά χρόνια αργότερα, ορισμένοι τομείς της άρχισαν να μιλούν (επι)κριτικά για τον ρόλο της Εκκλησίας κατά τη διάρκεια της κρατικής τρομοκρατίας.

Το 2012, η ​​Επισκοπική Διάσκεψη της Αργεντινής αναγνώρισε ότι «δεν έκανε αρκετά» προκειμένου να σώσει τα θύματα του καθεστώτος. Σε κανένα σημείο, όμως, ούτε τότε ούτε αργότερα, δεν έχει γίνει αυτοκριτική, όπως συνέβη, έστω και αργά, σε άλλες χώρες, για τα σεξουαλικά εγκλήματα που διαπράχθηκαν από ιερωμένους εντός των κόλπων της Αργεντινής Εκκλησίας.

Ως εκ τούτου, η συζήτηση σχετικά με τον βαθμό θεσμικής ευθύνης της Εκκλησίας παραμένει ένα ευαίσθητο και επίκαιρο ζήτημα στην ιστορική μνήμη της χώρας και συγγραφείς σαν τον Ντανιέλ Νταλμαρόνι κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους ώστε αυτές οι αγριότητες να μην ξεχαστούν ποτέ. Το αν κάποτε συγχωρεθούν, είναι άλλου επιπέδου κουβέντα.

 

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2025

De los Novísimos a los Postnovísimos. La poesía española de la transición / Από τους Novísimos στους Postnovísimos. Η ισπανική ποίηση της μεταπολίτευσης

 

De los Novísimos a los Postnovísimos

La poesía española de la transición

 

Las generaciones literarias es un término que sirve para designar el ingreso en la historia de grupos de cierta coherencia que durante un plazo más o menos corto ofrecen de un modo común, en lo estético y lo ideológico, muestras sobresalientes de su arte. Así, por ejemplo, enconramos en España las generaciones del 98, del 14, del 27, del 50 o del 68, por citar algunas de ellas.

Al centrarnos en la generación de los «Novísimos», hemos de retrotraernos a la década de 1970. Pero a diferencia de las generaciones anteriormente citadas, que nacieron por la impresionante concentración de grandes literatos dentro de una corriente que los envolvía y unía, los Novísimos nacieron de una publicación antológica, llamada Nueve novísimos poetas españoles (Barral Editores, 1970) que publicó José María Castellet (1926-2014), y que por orden alfabético incluye a José María Álvarez (1942-2024), Félix de Azúa (1944), Guillermo Carnero (1947), Pere Gimferrer (1945), Ana María Moix (1947-2014), Vicente Molina Foix (1946), Leopoldo María Panero (1948-2014), Antonio Martínez Sarrión (1939-2021) y Manuel Vázquez Montalbán (1939-2003).

Estos novísimos poetas españoles, se caracterizaron por estar en contacto con las corrientes vanguardistas internacionales de su momento, sobre todo con poetas franceses e ingleses del siglo XX, y, en cierta manera, por influenciarse por algunos poetas hispanoamericanos como César Vallejo (1892-1938), Octavio Paz (1914-1998) o Pablo Neruda (1904-1973).

Como la mayoría de las nuevas generaciones literarias, los Novísimos buscaban distanciarse de los preceptos éticos y estéticos de la poética anterior, buscando nuevas maneras de expresarse poéticamente. Además, defendían que la poesía social, muy cultivada por la «Generación de los 50», era ineficaz para cambiar el mundo, pues tan sólo servía para denunciar hechos y situaciones.

Más tarde, la década de 1980 nos trajo una nueva generación que relegó, como suele pasar, a los Novísimos en un segundo plano. A estos/as poetas de la nueva generación, el poeta y crítico literario Luis Antonio de Villena (1951) lοs llamó los «Postnovísimos».

La nueva generación de poetas, pues, también viene dada por un poemario antológico que publicó la editorial Visor en 1986 bajo el título de «Postnovísimos», coordinada por el citado Luis Antonio de Villena, la cual reunía a doce de l@s poetas de la época, que por orden alfabético son:

Leopoldo Alas Mínguez (1962-2008), Blanca Andreu (1959), Felipe Benítez Reyes (1960), Julia Castillo (1956), José Gutiérrez (1955), Julio Llamazares (1955), Miguel Mas (1955), Luis García Montero (1958), Ángel Muñoz Petisme (1961), Illán Paesa (pseudónimo o heterónimo de Villena), Jorge Riechmann (1962) y Rafael Rosado (que pronto dejó de escribir).

Los Postnovísimos defendieron la libertad absoluta del poeta a la hora de componer sus poesías, haciendo uso del verso libre, al cual a menudo unían a una disposición visual del poema para que este, además, fuera llamativo a la vista. En su concepción de la poesía, se sienten atraídos por la poética social de la Generación de los 50.

Sigue una breve muestra, en el original y traducida al griego, de la poesía cultivada por estas dos promociones.

Konstantinos Paleologos 

>.<>.<

 

I

 

Manuel Vázquez Montalbán

 

[OH CIUDAD DEL TERROR]

 

Oh ciudad del terror

entre las avenidas lívidos

árboles del otoño

                               los invasores

fusilaban archivos

borrachos de memoria bárbaros

hartos de carne humillada

                                              y ofendida

el miedo era una presencia

el silencio su mortaja

las palabras escondidas en las cosas

las ideas en los ojos

                                  contemplaban

la división entre el que muere y el que mata.

 

Praga, 1982

 

Manuel Vázquez Montalbán (Barcelona, 14 de junio de 1939 - Bangkok, Tailandia, 18 de octubre de 2003) fue un escritor español conocido sobre todo por sus novelas protagonizadas por el detective Pepe Carvalho. Personalidad casi inabarcable, se definió a sí mismo como "periodista, novelista, poeta, ensayista, antólogo, prologuista, humorista, crítico, gastrónomo, culé y prolífico en general".

 

II

 

Félix de Azúa

 

[YO NO SÉ QUÉ ESPERAMOS LOS UNOS DE LOS OTROS]

 

Yo no sé qué esperamos los unos de los otros,

ni la razón para tener a mi mano como un fiel aliado.

 

Nada puedo esperar de una mano

capaz de señalar al justo y al perverso

o escribir poemas en las habitaciones

de un verano impregnado de vino y sal y sangre.

 

Sólo, quizá,

recordar otra gente

que ahora se arrastra entre pájaros muertos

y vivir seriamente un calendario

cuyas mentiras apenas disimulan

lo efímero de su numeración.

 

Lengua de cal, 1972

 

Félix de Azúa Comella (Barcelona, 30 de abril de 1944) es poeta, novelista, ensayista y  traductor. Miembro de la Real Academia Española desde 2015.

 

III

 

Leopoldo María Panero

 

LA ALUCINACIÓN DE UNA MANO, O LA ESPERANZA PÓSTUMA Y ABSURDA EN LA CARIDAD DE LA NOCHE

 

A Isa-belle Bonet

«Todo el bienestar del mundo

lo encuentro en Suleika

cuando la achucho un poco

me siento digno de mí mismo;

si me dejara -perdería los ojos.»

(Goethe, Diván oriental-occidental)

 

Una mujer se acercó a mí y en sus ojos

    vi todos mis amores derruidos

y me asombró que alguien amase aún el cadáver,

alguien como esa mujer cuyo susurro

repetía en la noche el eco de todos mis amores aplastados

y me asombró que alguien lamiese en las costras todavía

tercamente la sustancia que fue oro,

aquello que el tiempo purificó en nada.

 

Y la vi como quien ve sin creerla

en el desierto la sombra de un agua,

 

la amé sin atreverme a creerlo.

 

Y la ofrecí entonces mi cerebro desnudo,

obsceno como un sapo, obsceno como

         la vida

como la paz que para nada sirve

animándola a que día tras día lo tocase

dulcemente con su lengua repitiendo

así una ceremonia cuyo sentido único

es que olvidarlo es sagrado.

 

Narciso en el acorde último de las flautas, 1979

 

Leopoldo María Panero Blanc (Madrid, 16 de junio de 1948-Las Palmas de Gran Canaria, 5 de marzo de 2014) fue un poeta español, el arquetipo de un malditismo cultivado. Fue el primer miembro de su generación en incorporarse a la nómina de clásicos de la editorial Cátedra.

 

IV

 

Blanca Andreu

 

Di que querías ser caballo esbelto, nombre

de algún caballo mítico,

o acaso nombre de tristán, y oscuro.

Dilo, caballo griego, que querías ser estatua desde hace diez mil años,

di sur, y di paloma adelfa blanca,

que habrías querido ser en tales cosas,

morirte en su substancia, ser columna.

 

Di que demasiadas veces

astrolabios, estrellas, el nervio de los ángeles,

vinieron a hacer música para Rilke el poeta,

no para tus rodillas o tu alma de muro.

 

Mientras la marihuana destila mares verdes,

habla en las recepciones con sus lágrimas verdes,

o le roba a la luz su luz más verde,

te desconoces, te desconoces.

 

De una niña de provincias que se vino a vivir en un Chagall, 1981

 

Blanca Andreu (La Coruña, 4 de agosto de 1959) es una poeta española. En 1980, con apenas veinte años, con De una niña de provincias que se vino a vivir en un Chagall, obtuvo el Premio Adonáis. Actualmente vive en A Coruña apartada de la vida pública.

 

V

 

Felipe Benítez Reyes

 

EL SÍMBOLO DE TODA NUESTRA VIDA

 

Hay noches que debieran ser la vida.

Intensas largas noches irreales

con el sabor amargo de lo efímero

y el sabor venenoso del pecado

-como si fuésemos más jóvenes

y aún nos fuese dado malgastar

virtud, dinero y tiempo impunemente.

 

Debieran ser la vida,

el símbolo de toda nuestra vida,

la memoria dorada de la juventud.

Y, como el despertar repentino de una vieja pasión,

que volviesen de nuevo aquellas noches

para herirnos de envidia

de todo cuanto fuimos y vivimos

y aún a veces nos tienta

con su procacidad.

Porque debieron ser la vida.

 

Y lo fueron tal vez, ya que el recuerdo

las salva y les concede el privilegio de fundirse

en una sola noche triunfal,

inolvidable, en la que el mundo

pareciera haber puesto

sus llamativas galas tentadoras

a los pies de nuestra altiva adolescencia.

 

Larga noche gentil, noche de nieve,

que la memoria te conserve como una gema cálida,

con brillo de bengalas de verbena,

en el cielo apagado en el que flotan

los ángeles muertos, los deseos adolescentes.

 

Los vanos mundos, 1985

 

Felipe Benítez Reyes (Rota, Cádiz, 25 de febrero de 1960) es un escritor español, autor de una obra versátil que abarca poesía, novelas, relatos, ensayos y artículos de opinión.

 

VI

 

Julio Llamazares

 

[NUESTRA QUIETUD ES DULCE Y AZUL]

 

Nuestra quietud es dulce y azul y torturada en esta hora.

 

Todo es tan lento como el pasar de un buey sobre la nieve. Todo tan blando

como las bayas rojas del acebo.

 

Nuestro abandono es grande como la existencia, profundo como el sabor de las frutas machacadas. Nuestro abandono no termina con el cansancio.

 

No es un error la lentitud, ni habitan nuestra alma las oquedades del conocimiento.

 

En algún zarzal lejano anida un pájaro de aceite que nace con el día. Siento su sed granate algunas veces. Su abandono es tan dulce como el nuestro.

 

Su lentitud no está desposeída de costumbre.

 

La lentitud de los bueyes, 1979

 

Julio Alonso Llamazares (Vegamián, León, 28 de marzo de 1955) es un novelista, escritor de viajes, poeta y guionista de cine español. Fue dos veces finalista del Premio Nacional de Literatura de España por sus novelas Luna de lobos (1985) y La lluvia amarilla (1988).


 

>.<>.<


Από τους Novísimos στους Postnovísimos

Η ισπανική ποίηση της μεταπολίτευσης

 

Ο όρος «λογοτεχνική γενιά» χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ένταξη στην Ιστορία ομάδων με κάποια συνοχή, οι οποίες σε σχετικά βραχύ χρονικό πλαίσιο, προσφέρουν, με σχετικά κοινό τρόπο, όσον αφορά την αισθητική και το ιδεολογικό υπόβαθρο, εξαιρετικά δείγματα της τέχνης τους. Έτσι, για παράδειγμα, απαντούμε στην Ισπανία τις γενιές του ’98 (Ουναμούνο, Αθορίν κ.ά.) του ’14 (Χιμένεθ, Γκόμεθ δε λα Σέρνα κ.ά.), του ’27 (Λόρκα, Αλμπέρτι, Θερνούδα κ.ά), του ’50 (Σάντσεθ Φερλόσιο, Μαρτίν Γκάιτε κ.ά.) ή του ’68 (τα αδέλφια Λουίς και Χουάν Γκοϊτισόλο, Μπενέτ κ.ά.), για να αναφερθούμε σε ορισμένες από αυτές.

Εστιάζοντας στη γενιά των «Novísimos» [Νεότατων], ταξιδεύουμε στη δεκαετία του ’70· σε αντίθεση, όμως, με προηγούμενες γενιές, οι οποίες γεννήθηκαν από την εντυπωσιακή συνύπαρξη μεγάλων συγγραφέων στο πλαίσιο ενός λογοτεχνικού ρεύματος που τους συμπεριελάμβανε και τους ένωνε, οι Novísimos γεννήθηκαν από μια ανθολογία υπό τον τίτλο Nueve novísimos poetas españoles (Barral Editores, 1970), που εξέδωσε ο José María Castellet [Χοσέ Μαρία Κασταλιέτ] και η οποία περιλαμβάνει με αλφαβητική σειρά τους José María Álvarez [Χοσέ Μαρία Άλβαρεθ] (1942-2024), Félix de Azúa [Φέλιξ δε Αθούα] (1944), Guillermo Carnero [Γκιγέρμο Καρνέρο] (1947), Pedro Gimferrer [Πέδρο Ζιμφερέρ] (1945), Ana María Moix [Άνα Μαρία Μος] (1947-2014), Vicente Molina Foix [Βιθέντε Μολίνα Φος] (1946), Leopoldo María Panero [Λεοπόλδο Μαρία Πανέρο] (1948-2014), Antonio Martínez Sarrión [Αντόνιο Μαρτίνεθ Σαριόν] (1939-2021) και Manuel Vázquez Montalbán [Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν] (1939-2003).

Αυτοί οι πολύ νέοι, τότε, Ισπανοί ποιητές χαρακτηρίστηκαν από την επαφή τους με τα διεθνή ρεύματα της πρωτοπορίας εκείνης της εποχής, ιδιαίτερα με Γάλλους και Άγγλους ποιητές του 20ού αιώνα, και, σε κάποιο βαθμό, από την εμφανή επιρροή ορισμένων Ισπανοαμερικανών ποιητών όπως του César Vallejo [Σέσαρ Βαγέχο] (1892-1938), του Octavio Paz [Οκτάβιο Πας] (1914-1998) ή του Pablo Neruda [Πάμπλο Νερούδα] (1904-1973).

Όπως η πλειονότητα των νέων λογοτεχνικών γενεών, οι Novísimos επεδίωξαν να αποστασιοποιηθούν από τις ηθικές και αισθητικές επιταγές της προηγούμενης ποιητικής δημιουργίας, αναζητώντας νέους τρόπους ποιητικής έκφρασης. Επιπλέον, υποστήριζαν ότι ο κοινωνικός ρεαλισμός, που καλλιεργήθηκε ευρέως από τη «Γενιά του ’50», ήταν αναποτελεσματικός στην επιτακτική ανάγκη αλλαγής του κόσμου, καθώς χρησίμευε απλώς και μόνο για την καταγγελία γεγονότων και καταστάσεων.

Λίγο αργότερα, μετά το τέλος του δικτατορικού καθεστώτος του Φράνκο, η δεκαετία του ’80 έφερε στο προσκήνιο μια νέα γενιά που, όπως συμβαίνει συνήθως, έθεσε τους Novísimos σε δεύτερο πλάνο. Ο ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας Luis Antonio de Villena [Λουίς Αντόνιο δε Βιγένα] (1951) αποκάλεσε αυτούς τους ποιητές της νέας γενιάς «Postnovísimos» [Μετανεότατους].

Η νέα γενιά ποιητών, λοιπόν, προκύπτει επίσης από μια ποιητική ανθολογία που εξέδωσε ο εκδοτικός οίκος Visor το 1986 υπό τον τίτλο Postnovísimos, με την επιμέλεια του προαναφερθέντος Λουίς Αντόνιο δε Βιγένα, η οποία συγκέντρωσε δώδεκα από τους ποιητές και τις ποιήτριες της εποχής, που με αλφαβητική σειρά είναι οι: Leopoldo Alas Mínguez [Λεοπόλδο Άλας Μίνγκεθ] (1962-2008), Blanca Andreu [Μπλάνκα Αντρέου] (1959), Felipe Benítez Reyes [Φελίπε Μπενίτεθ Ρέγες] (1960), Julia Castillo [Χούλια Καστίγιο] (1956), Luis García Montero [Λουίς Γκαρθία Μοντέρο] (1958), José Gutiérrez [Χοσέ Γκουτιέρεθ] (1955), Julio Llamazares [Χούλιο Γιαμαθάρες] (1955), Miguel Mas [Μιγκέλ Μας] (1955), Ángel Muñoz Petisme [Άνχελ Μουνιόθ Πετίσμε] (1961), Illán Paesa (Ιγιάν Παέσα, ετερώνυμο του Βιγένα), Jorge Riechmann [Χόρχε Ριέτσμαν] (1962) και Rafael Rosado [Ραφαέλ Ροσάδο] που σύντομα εγκατέλειψε τη γραφή.

Οι Postnovísimos υπερασπίζονται την απόλυτη ελευθερία του ποιητή κατά τη σύνθεση των ποιημάτων του, χρησιμοποιώντας ελεύθερο στίχο, τον οποίο συχνά συνδυάζουν με μια ιδιαίτερη οπτική απεικόνιση του ποιήματος ώστε να προκαλεί εντύπωση στο μάτι. Όσον αφορά την αντίληψή τους περί ποίησης, ελκύονται από την κοινωνική ποιητική της Γενιάς του ’50.

Ακολουθεί ένα δείγμα της ποίησης που καλλιέργησαν αυτές οι δύο γενιές με ποιήματα (στο πρωτότυπο και σε μετάφραση στα ελληνικά) τριών novísimos (Φ. δε Αθούα, Μ. Βάθκεθ Μονταλμπάν, Λ. Μ. Πανέρο) και τριών postnovísimos (Μπ. Αντρέου, Χ. Γιαμαθάρες, Φ. Μπενίτεθ Ρέγες).

Κωνσταντίνος Παλαιολόγος 

 

I

 

Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν

 

[Ω ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ]

 

Ω πόλη του τρόμου

ανάμεσα στις λεωφόρους χλομά

δέντρα του φθινοπώρου

                               οι εισβολείς

τουφέκιζαν αρχεία

μεθυσμένοι από μνήμη βάρβαροι

μπουχτισμένοι από σάρκα ταπεινωμένη

                                              και βεβηλωμένη

ο φόβος ήταν μια παρουσία

η σιωπή το σάβανό του

οι λέξεις κρυμμένες στα πράγματα

οι ιδέες στα μάτια

                                 παρατηρούσαν

τον διχασμό ανάμεσα σ’ αυτόν που πεθαίνει και σ’ αυτόν που σκοτώνει.

 

από τη συλλογή: Praga, 1982

 

 

Ο Manuel Vázquez Montalbán (Βαρκελώνη, 1939 – Μπανγκόκ, 2003) έγινε ιδιαίτερα διάσημος λόγω των αστυνομικών μυθιστορημάτων του με πρωταγωνιστή τον ντετέκτιβ Πέπε Καρβάλιο. Πληθωρική προσωπικότητα, αυτοπροσδιοριζόταν ως «δημοσιογράφος, μυθιστοριογράφος, ποιητής, δοκιμιογράφος, ανθολόγος, συγγραφέας προλόγων, χιουμορίστας, κριτικός, γαστρονόμος, οπαδός της Μπαρτσελόνα και εν γένει πολυπράγμων».

 

II

 

Φέλιξ δε Αθούα

 

[ΕΓΩ ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΤΙ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΟΙ ΜΕΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΕ]

 

Εγώ δεν ξέρω τι περιμένουμε οι μεν από τους δε,

ούτε τον λόγο για να ’χω το χέρι μου πιστό σύμμαχο.

 

Τίποτα δεν μπορώ να περιμένω από ένα χέρι

ικανό να δείχνει τον δίκαιο και τον φαύλο

ή να γράφει ποιήματα στις κάμαρες

ενός καλοκαιριού ποτισμένου με κρασί κι αλάτι κι αίμα.

 

Μόνο, ίσως,

να θυμάται άλλους ανθρώπους

που τώρα σέρνονται ανάμεσα σε νεκρά πουλιά

και να ζει στα σοβαρά ένα ημερολόγιο

τα ψέματα του οποίου αδυνατούν να κρύψουν

το εφήμερο της αρίθμησής του.

 

από τη συλλογή: Lengua de cal, 1972

 

 

Ο Félix de Azúa (Βαρκελώνη, 1944) είναι ποιητής, μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Μέλος της Ισπανικής Βασιλικής Ακαδημίας από το 2015.

 

III

 

Λεοπόλδο Μαρία Πανέρο

 

H ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΗ ΕΝΟΣ ΧΕΡΙΟΥ, Ή Η ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΟΓΗ ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΗΝ ΕΥΣΠΛΑΧΝΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

 

Στην Isa-belle Bonet
«Όλη την ευδαιμονία του κόσμου

τη βρίσκω στη Σουλέικα

όταν τη σφίγγω λίγο στην αγκαλιά μου

νιώθω άξιος του εαυτού μου·

αν μ’ άφηνε, θα έχανα τα μάτια μου»
(Γκαίτε,
Δυτικό-ανατολικό Ντιβάνι)

 

Μια γυναίκα με πλησίασε και στα μάτια της

    είδα όλους μου τους έρωτές γκρεμισμένους

και μ’ εξέπληξε που κάποια αγαπούσε ακόμη το πτώμα,

κάποια σαν εκείνη τη γυναίκα που το ψιθύρισμά της

επαναλάμβανε μες στη νύχτα την ηχώ όλων των ισοπεδωμένων ερώτων μου

και μ’ εξέπληξε που κάποια έγλειφε ακόμη στα κάκαδα

πεισματικά την ουσία που κάποτε ήταν χρυσός,

εκείνο που ο χρόνος απεκάθηρε σε τίποτα.

 

Και την είδα όπως εκείνος που βλέπει δίχως να το πιστεύει

στην έρημο τη σκιά κάποιου νερού,

 

την αγάπησα δίχως να τολμώ να το πιστέψω.

 

Και τότε της πρόσφερα το γυμνό μου μυαλό,

πρόστυχο σαν βάτραχος, πρόστυχο σαν τη

    ζωή,
σαν την ειρήνη που σε τίποτα δεν χρησιμεύει

προτρέποντάς τη καθημερινά να το αγγίζει

απαλά με τη γλώσσα της επαναλαμβάνοντας

έτσι μια τελετουργία που το μοναδικό της νόημα

είναι ότι το να το λησμονεί είναι ιερό.

 

από τη συλλογή: Narciso en el acorde último de las flautas, 1979

 

 

Ο Leopoldo María Panero (Μαδρίτη, 1948 – Λας Πάλμας δε Γκραν Κανάρια, 2014) ήταν ποιητής, το αρχέτυπο του καλλιεργημένου-καταραμένου. Υπήρξε ο πρώτος εκπρόσωπος της γενιάς του που συμπεριελήφθη στη λίστα των κλασικών συγγραφέων των εκδόσεων Cátedra.

 

IV

 

Μπλάνκα Αντρέου

 

Πες πως ήθελες να ’σαι άλογο λυγερό, όνομα

κάποιου αλόγου μυθικού,

ή μήπως όνομα τριστάνου, και σκοτεινού.

Πες το, άλογο ελληνικό, πως άγαλμα ήθελες να ’σαι εδώ και δέκα χιλιάδες χρόνια,

πες νότος, και πες περιστέρι πικροδάφνη λευκή,

πως θα ’θελες να ’σαι σε τέτοια πράγματα,

να πεθαίνεις στην ουσία τους, να ’σαι κίονας.

 

Πες ότι πάμπολλες φορές

αστρολάβοι, άστρα, το νεύρο των αγγέλων,

ήρθαν να κάνουν μουσική για τον Ρίλκε τον ποιητή,

όχι για τα γόνατά σου ή την ψυχή σου από τοίχο.

 

Ενόσω η μαριχουάνα αποστάζει θάλασσες πράσινες,

μιλάει στις μαζώξεις με τα δάκρυά της τα πράσινα,

ή κλέβει απ’ το φως το φως το πιο πράσινο,

δεν σε γνωρίζεις, δεν σε γνωρίζεις.

 

από τη συλλογή: De una niña de provincias que se vino a vivir en un Chagall, 1981

 

 

Η Blanca Andreu (Λα Κορούνια, 1959) είναι ποιήτρια. Το 1980, όταν ήταν μόλις 20 ετών, κέρδισε με την ποιητική συλλογή De una niña de provincias que se vino a vivir en un Chagall, το σημαντικό Βραβείο Adonáis. Ζει στη Λα Κορούνια και τα τελευταία χρόνια αποφεύγει τις δημόσιες εμφανίσεις.

 

V

 

Φελίπε Μπενίτεθ Ρέγες

 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΟΛΗΣ ΜΑΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

 

Υπάρχουν νύχτες που θα ’πρεπε να ’ναι η ζωή.

Έντονες μεγάλες νύχτες εξωπραγματικές

με την πικρή γεύση του εφήμερου

και τη δηλητηριώδη γεύση της αμαρτίας

        σαν να ’μασταν πιο νέοι

και να μας επιτρεπόταν ακόμη να σπαταλάμε

αρετή, χρήμα και χρόνο ατιμωρητί.

 

Θα ’πρεπε να ’ναι η ζωή,

το σύμβολο όλης της ζωής μας,

η χρυσαφένια ανάμνηση της νιότης.

Και, σαν το απότομο ξύπνημα ενός παλιού πάθους,

να γύριζαν ξανά εκείνες οι νύχτες

για να μας πληγώσουν από ζήλια

για όλα όσα υπήρξαμε και ζήσαμε

κι ακόμη μερικές φορές μάς προκαλεί

με την ξεδιαντροπιά του.

Γιατί έπρεπε να ’ναι η ζωή.

 

Και ίσως ήταν, μιας και η ανάμνηση

τις διασώζει και τους εκχωρεί το προνόμιο να ενωθούν

σε μια μοναδική νύχτα θριάμβου,

αλησμόνητη, όπου ο κόσμος

θα έμοιαζε να έχει εναποθέσει

τα εντυπωσιακά και δελεαστικά καλά του

στα πόδια της αλαζονικής μας εφηβείας.

 

Μεγάλη ευπροσήγορη νύχτα, νύχτα χιονιού,

είθε η μνήμη να σε διατηρεί σαν θερμό πετράδι,

με λάμψη βεγγαλικών πανηγυριού,

στον σβησμένο ουρανό όπου αιωρούνται

οι νεκροί άγγελοι, οι εφηβικοί πόθοι.

 

από τη συλλογή: Los vanos mundos, 1985

 

Ο Felipe Benítez Reyes (Κάδιθ, 1960) είναι συγγραφέας, δημιουργός ενός πολυσύνθετου σύμπαντος που περιλαμβάνει ποίηση, μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια και επιφυλλίδες.

 

VI

 

Χούλιο Γιαμαθάρες

 

[Η ΡΑΘΥΜΙΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΓΛΥΚΙΑ ΚΑΙ ΓΑΛΑΖΙΑ]

 

Η ραθυμία μας είναι γλυκιά και γαλάζια και βασανισμένη τούτη την ώρα.

 

Όλα είναι τόσο νωχελικά σαν το διάβα ενός βοδιού πάνω στο χιόνι. Όλα τόσο μαλακά σαν τους κόκκινους καρπούς του λιόπρινου.

 

Ο παρατημός μας είναι μεγάλος σαν την ύπαρξη, βαθύς σαν τη γεύση των πατημένων φρούτων. Ο παρατημός μας δεν τελειώνει με την κούραση.

 

Δεν είναι ένα λάθος η νωχελικότητα, μήτε εκτείνονται στην ψυχή μας οι κοιλότητες της γνώσης.

 

Σε κάποιον μακρινό θαμνότοπο φωλιάζει ένα λαδοπούλι που γεννιέται τη μέρα. Νιώθω, μερικές φορές, τη βαθυκόκκινη δίψα του. Ο παρατημός του είναι τόσο γλυκός όσο και ο δικός μας.

 

Η νωχελικότητά του δεν στερείται συνήθειας.

 

από τη συλλογή: La lentitud de los bueyes, 1979

 

Ο Julio Llamazares (Βεγκαμιάν, Λεόν, 1955) είναι μυθιστοριογράφος, συγγραφέας ταξιδιωτικών βιβλίων, ποιητής και σεναριογράφος. Ήταν δύο φορές φιναλίστ του Εθνικού Βραβείου Λογοτεχνίας της Ισπανίας με τα μυθιστορήματα Το φεγγάρι των λύκων (1985) και Η κίτρινη βροχή (1988).

 

 

Επιμέλεια αφιερώματος και μεταφραστική επιμέλεια Κωνσταντίνος Παλαιολόγος (Καθηγητής ΑΠΘ, μεταφραστής). Πρώτη δημοσίευση: ηλεκτρονικό περιοδικό Φρέαρ, τεύχος 16, Σεπτέμβριος 2025

 

Η μετάφραση έγινε στο πλαίσιο του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Επιμόρφωσης «Ελληνοϊσπανικές Σπουδές, Ιστορία, Λογοτεχνία, Μετάφραση [ΕΛΙΣ]» του Κέντρου Επιμόρφωσης και Διά Βίου Μάθησης του  Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, τον Ιούνιο του 2025. Στη μεταφραστική ομάδα συμμετείχαν οι: Κατερίνα Αποστολίδη, Χρυσάνθη Γιαννιά, Βασιλική Γάτσιου, Ξένια Γιόκαρη, Μαρία Δαμιτζόγλου, Θεώνη Κάμπρα, Λυδία - Θωμαΐς Κίσσα, Δέσποινα Κωστοπούλου, Χριστίνα Κωστοπούλου, Φωτεινή Μαντινάου, Μιχάλης Μερσίνης, Σεμίνα Μπάφα, Ειρήνη Οικονόμου, Βιβή Ουρανού, Αναστασία Παυλή, Μαργαρίτα Σαμψάκη, Γεώργιος Τζιρίτης, Γιώργος Χατζητριανταφύλλου, Βασιλική Χρηστάκου.