Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2025

Βιβλιοκριτική της Κυριακής Μπεϊόγλου για το Σας αφιερώνω τη σιωπή μου του Mario Vargas Llosa

 

Το βαλς των φτωχών

 

Εφημερίδα των Συντακτών, 09.08.25, Κυριακή Μπεϊόγλου

 

Ο Λιόσα ήταν μια ολόκληρη σχολή συγγραφής. Με απαράμιλλη τεχνική δημιουργούσε ήρωες, κατήγγελλε τις καταχρήσεις κυβερνώντων και δικτατόρων, αναδείκνυε το μίσος και τις επιθέσεις κατά των ατομικών ελευθεριών, ενώ παράλληλα εστίαζε στις ανθρώπινες αδυναμίες που οδηγούσαν σε βασανιστικά μονοπάτια της ζωής.

«Πίστευε ότι οι φίλοι του ήταν η προφανής απόδειξη ότι οι ιδέες του ήταν σωστές. Στις ζωές τους το βαλς είχε προκαλέσει μια επανάσταση που καλό θα ήταν να αναπαραγόταν σε όλα τα μήκη και πλάτη της περουβιανής κοινωνίας, ενοποιώντας τη, υπερνικώντας τις προκαταλήψεις, γεφυρώνοντας τις κοινωνικές αβύσσους. Αυτή θα ήταν η κεντρική ιδέα του βιβλίου του, τους εξομολογήθηκε ο Τόνιο. Ο πολύς κόσμος πίστευε ότι ήταν η θρησκεία, η γλώσσα ή οι πόλεμοι οι παράγοντες που έθεταν τα θεμέλια μιας χώρας, που δημιουργούσαν μια κοινωνία, αλλά ποτέ κανείς δεν είχε σκεφτεί ότι ένα τραγούδι, μια μουσική μπορεί να παίξει τον ρόλο της θρησκείας, της γλώσσας ή του πεδίου των μαχών.»

Διαβάζοντας το τελευταίο βιβλίο του Ισπανοπερουβιανού νομπελίστα συγγραφέα Μάριο Βάργκας Λιόσα σκεφτόμουν πόσο θα ενδιέφερε το διεθνές αναγνωστικό κοινό μια παρόμοια ιστορία για την καταγωγή του ρεμπέτικου στην Ελλάδα. Διότι, αυτό που πραγματεύεται ο Λιόσα στο Σας αφιερώνω τη σιωπή μου, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε αριστουργηματική μετάφραση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, εξηγεί την καταγωγή της κρεολικής μουσικής συνδέοντάς την με τη φτωχή λαϊκή τάξη της Λίμα, της πρωτεύουσας του Περού.

Στα στενοσόκακα αυτής της πόλης, που αγκάλιασε τους φτωχούς όλης της χώρας, αφομοίωσε τις μειονότητες που αναζητούσαν μια εργασία, γεννήθηκαν οι πρώτοι μεγάλοι κιθαρίστες και παίκτες καχόν και οι καλύτεροι χορευτές βαλς του Περού. Στο βιβλίο του Λιόσα περιγράφονται οι προσωπικότητες της μουσικής αυτής, τα τρικούβερτα γλέντια στις φτωχογειτονιές, τα μεθύσια με «πίσκο», η μοναδική ατμόσφαιρα, τα μυστήρια και θαύματα της περουβιανής φτώχειας. Εκεί ζουν οι άνθρωποι της «λασπουριάς», που μόνη τους έγνοια είναι να διασκεδάζουν, να μπλέκουν σε έρωτες, να απομυζούν και να ξεκαθαρίζουν με νταηλίκια κάθε ανοιχτό λογαριασμό. «Οι άντρες και οι γυναίκες ήταν χαρούμενοι, αλλά πέθαιναν νέοι, και, ορισμένες φορές, αυτό οφειλόταν στα αλλόκοτα μικρόβια που κουβαλούσαν στα αηδιαστικά ποδαράκια τους, στα ανθυγιεινά μουσούδια τους, στο ρυπαρό και μεφιτικό τρίχωμά τους οι αηδιαστικοί αρουραίοι που φώλιαζαν στις ρωγμές των τοίχων του Μπάριος Αλτος».

Τα τρωκτικά αυτά είναι και ο εφιάλτης του ήρωα του βιβλίου, του Τόνιο Ασπιλκουέτα, μελετητή της κρεολικής μουσικής όλων των περιοχών, των παράκτιων, των ορεινών, ακόμα και της Αμαζονίας, στην οποία είχε αφιερώσει τη ζωή του. Ένα βράδυ θα ακούσει τον καλύτερο κιθαρίστα του Περού, τον νεαρό Λάλο Μολφίνο.

«Είχε την αίσθηση ότι εκείνη η μουσική τον διαπερνούσε, έμπαινε στο σώμα του κι έρρεε στις πλευρές μαζί με το αίμα του. Αχ, τον δόλιο τον Όσκαρ Αβιλές, τον υποτίθεται καλύτερο κιθαρίστα του Περού, που πλέον είχε εκτοπιστεί από την κορυφή! Όχι, δεν ήταν απλώς η επιδεξιότητα με την οποία τα δάχτυλα του κιθαρίστα από το Τσικλάγιο έβγαζαν νότες που φαίνονταν καινούργιες. Ήταν κάτι άλλο. Ήταν σοφία, συγκέντρωση, ακραία επιδεξιότητα, θαύμα. Και δεν ήταν μόνο η βαθιά σιωπή, αλλά και η αντίδραση του κόσμου. Το πρόσωπο του Τόνιο ήταν λουσμένο στα δάκρυα και η ψυχή του, ανοιχτή και λαχταρούσα, επιθυμούσε να τυλίξει σε μια μεγάλη αγκαλιά όλους εκείνους τους συμπατριώτες, όλα τα αδέρφια του που είχαν γίνει μάρτυρες του θαύματος. Δεν ήταν ο μόνος που είχε συγκινηθεί. Αρκετοί ακόμη έβγαλαν τα μαντήλια τους, ανάμεσά τους ο δόκτωρ Ντουράντ Φλόρες. Θέλησε να τον πλησιάσει και να τον αγκαλιάσει σαν ένα καρδιακό φίλο, “δικέ μου άνθρωπε”, κατάφερε να ψιθυρίσει, έναν αδελφό, στις φλέβες του οποίου έτρεχε το ίδιο αίμα. Η μουσική είχε μαγνητίσει τις ψυχές όλων των παρευρισκόμενων σε σημείο που κάθε κοινωνική, φυλετική, πνευματική ή πολιτική διαφορά περνούσε σε δεύτερο πλάνο».

Έκτοτε, ο Ασπιλκουέτα βάζει σκοπό της ζωής του να γράψει ένα βιβλίο για το θεϊκό ταλέντο του Λάλο Μολφίνο και την επίδραση της κρεολικής μουσικής στην περουβιανή πολιτιστική κληρονομιά. Αναζητά τον νεαρό μουσικό αλλά σύντομα μαθαίνει πως έχει πεθάνει από φυματίωση. Όταν ο Λάλο αποχαιρετά την τραγουδίστρια Σεσίλια Μπαράσα με την οποία ήταν τρελά ερωτευμένος, θα της πει: «Σας αφιερώνω τη σιωπή μου». Η Μπαράσα τον είχε απολύσει από το συγκρότημά της για την κακή συμπεριφορά του που επισκίαζε τη μουσική του ιδιοφυΐα. Ο Ασπιλκουέτα καταφέρνει με πολύ κόπο και δυσκολίες να γράψει το βιβλίο του που εντέλει γίνεται τεράστια εκδοτική επιτυχία, όμως εκείνος όσο πιο πολύ παθιάζεται με το αντικείμενό του άλλο τόσο χάνει τον εαυτό του και οδηγείται στην παράνοια.

Ο Λιόσα πέθανε τον περασμένο Απρίλη στη Λίμα σε ηλικία 89 ετών. Το βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε το 2023. Πριν πεθάνει ήθελε να γράψει ένα δοκίμιο για τον Σαρτρ, δηλώνοντας πως θα είναι το τελευταίο πράγμα που θα γράψει αποτίοντας φόρο τιμής στον δάσκαλο της νεότητάς του. Με τον θάνατό του έκλεισε η λεγόμενη «χρυσή εποχή» της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, που περιλαμβάνει τους Μάρκες, Κορτάσαρ, Φουέντες και άλλους σημαντικούς αυτής της γενιάς.

Ο Λιόσα ήταν μια ολόκληρη σχολή συγγραφής. Με απαράμιλλη τεχνική δημιουργούσε ήρωες, κατήγγελλε τις καταχρήσεις κυβερνώντων και δικτατόρων, αναδείκνυε το μίσος και τις επιθέσεις κατά των ατομικών ελευθεριών, ενώ παράλληλα εστίαζε στις ανθρώπινες αδυναμίες που οδηγούσαν σε βασανιστικά μονοπάτια της ζωής. Στο βιβλίο «Σας αφιερώνω τη σιωπή μου» κάνει κάτι περισσότερο: διαφυλάσσει τη μουσική πολιτιστική κληρονομιά του, καταγράφοντας τα πρόσωπα-καλλιτέχνες που επέτρεψαν στον φτωχό περουβιανό λαό να ονειρεύεται ένα καλύτερο μέλλον σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας. Για τον μη μυημένο στη συναρπαστική αυτή λαϊκή μουσική, το βιβλίο μπορεί να φανεί δύσκολο αφού περιέχει πολλές αναφορές. Ωστόσο, καθώς τελειώνει κανείς την ανάγνωση, νιώθει ότι συμμετείχε σε μια λογοτεχνική μέθεξη, ότι ήπιε «πίσκο», ότι χόρεψε βαλς και ότι ήρθε πιο κοντά στην περουβιανή ψυχή ακούγοντας τη θεϊκή μουσική του Λάλο Μολφίνο. Και αυτό μόνο η μεγάλη λογοτεχνία μπορεί να το καταφέρει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου