Κανένας έρωτας δεν ζει στις αναμνήσεις
Εφτά χρόνια είναι μια ολάκερη ζωή. Σε
εφτά χρόνια, μια χώρα καταρρέει, αλλάζει κυβέρνηση, καταρρέει ακόμα
περισσότερο, αχνοφαίνεται η κορυφή του παγόβουνου μιας κοινωνικής εξέγερσης, η περί
ης ο λόγος κορυφή λιώνει συνθλιμμένη από τις κακές πρακτικές, και ολόκληρο το
παγόβουνο λιώνει εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, ρυπαίνοντας τα νερά με ηττοπάθεια
και δυσαρέσκεια. Σε εφτά χρόνια, εξαφανίζεται μια εποχή, εν προκειμένω η
άνοιξη, κι αυτό μετατρέπει μια πολύ ζεστή χερσόνησο σ’ ένα μέρος με πολικές
θερμοκρασίες ή ακραίους καύσωνες. Σε εφτά χρόνια προλαβαίνεις να γεράσεις,
γκρίζα μαλλιά, μυωπία, διαφραγματοκήλη, ρυτίδες, κιρσοί. Σε εφτά χρόνια προλαβαίνεις
να παραβρεθείς σε αρκετές κηδείες, ακόμα και σε κάνα δυο θανάτους αυτοπροσώπως.
Εφτά χρόνια αρκούν για την καταχθόνια μετάλλαξη πολλών κυττάρων που οι γιατροί
δεν τα έχουν ακόμη ανιχνεύσει, αλλά τα οποία αναμφίβολα καταστρέφουν τα όργανά
μου.
Παρ’ όλα αυτά, μιας
και ζούμε σ’ έναν κόσμο όπου τα πάντα κινούνται επιβραδυνόμενα, ένιωθα ακόμη
σχετικά νέα όταν με κάλεσαν να δουλέψω σ’ ένα συνέδριο ειδημόνων στη μακροβιοτική
διατροφή. Εγώ δεν έχω γνώσεις επί του αντικειμένου, αλλά θα παρευρισκόμουν και
μάλιστα ως συντονίστρια, χάρη σε μια γνωριμία που είχα κάνει κατά τη διάρκεια
ενός μάστερ για την οργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων. Το εν λόγω συνέδριο ήταν
ήδη οργανωμένο· στην πραγματικότητα, το μόνο που είχα να κάνω ήταν να το
επιβλέπω, να φροντίζω για τους ομιλητές και την τήρηση του προγράμματος, να προσέχω
ώστε σε κάθε τραπέζι να υπάρχουν αρκετά μπουκάλια νερό και να μην χάνεται το
κοινό στους διαδρόμους του περιπτέρου. Η αμοιβή δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο,
αλλά μου έδινε την ευκαιρία να δραπετεύσω για λίγες μέρες σε άλλη πόλη, κάτι
που εκείνη την εποχή ήταν ό,τι πιο κοντινό σε διακοπές μετ’ αποδοχών. Τα
κανόνισα όλα στο σπίτι, πρόβλεψα τις επείγουσες ανάγκες που μπορεί να προέκυπταν
κατά τη διάρκεια της απουσίας μου, γέμισα μια ηλίθια βαλίτσα με καλοκαιρινά
ρούχα και επιβιβάστηκα στο αεροπλάνο. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου κατά την
απογείωση. Όταν τα άνοιξα δεν ήμουν νεκρή, ήμουν στον αέρα, πάνω από τα
σύννεφα, οπότε υπήρχε ακόμη ελπίδα. Καθότι, δε, καταφέραμε και να προσγειωθούμε
χωρίς να συντριβούμε, το ως άνω συναίσθημα ενισχύθηκε.
Όλα όσα αφορούν το
συνέδριο μακροβιοτικής διατροφής δεν έχουν την παραμικρή σημασία. Έκανα τη
δουλειά μου όσο καλύτερα μπορούσα, υπέμεινα τα παράπονα και τα σάλια κάποιων
από τους συμμετέχοντες, άτομα κολλημένα με την Άπω Ανατολή και τον δυσοίωνο
κόσμο των πνευματικών ενεργειών, κατάπια αμάσητη άλλη μια γερή δόση υποχόνδριας
και μανιακής παράνοιας και ετοιμάστηκα να απολαύσω τη μοναξιά του δωματίου μου
στο ξενοδοχείο.
Το να απολαμβάνει μια
γυναίκα τη μοναξιά της όταν έχει πολύ καιρό να μείνει μόνη δεν είναι εύκολο.
Αλλά εγώ έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα για να προσαρμοστώ στην ευτυχία. Το
ξενοδοχείο ήταν ωραίο, επειδή το είχα διαλέξει εγώ. Δεν κατέλυσα στο ίδιο μέρος
με τους ομιλητές, οι οποίοι έμεναν σ’ ένα τετράστερο ογκώδες κτίριο από μέταλλο
και γυαλί στο μοντέρνο τμήμα της πόλης, αλλά σ’ ένα ξενοδοχείο στο κέντρο, σ’
ένα πέτρινο κτίριο με ψηλά ταβάνια, παχιά χαλιά και μπαλκόνια με λευκές ξύλινες
μπαλκονόπορτες. Η ψευδαίσθηση ήταν τέλεια: ξαφνικά η ζωή μου δεν ήταν η ζωή
μου, αλλά ένα πράγμα ακινητοποιημένο προς στιγμή, έτοιμο να μετεξελιχθεί σε
κάτι άλλο.
Την τρίτη μέρα, όταν
πλέον είχα εγκατασταθεί στο επίκεντρο της απομόνωσής μου, έμαθα ότι βρισκόταν
κι εκείνος στην πόλη. Όλοι μα όλοι οι φίλοι και γνωστοί μου θα έκαναν τη σκέψη
ότι το είχαμε προσχεδιάσει. Επίσης οι σεναριογράφοι των τηλεοπτικών σειρών και
φυσικά η μητέρα μου. Αλλά δεν ήταν έτσι. Όσο προγραμματισμένη είναι η ζωή, άλλο
τόσο ήταν κι εκείνο. Σε εφτά χρόνια, έχεις προλάβει να ξεχάσεις ότι τις
περισσότερες φορές οι φαινομενικές συνδέσεις δεν σημαίνουν κατ’ ανάγκη και κάτι.
Το έμαθα από τα σόσιαλ.
Έτρωγα βραδινό στο μικρό εστιατόριο δίπλα στο ξενοδοχείο μου, όπου πήγαινα με
θρησκευτική ευλάβεια κάθε βράδυ, στις εννέα και μισή, για να φάω παστράμι με αγγουράκια
τουρσί και μουστάρδα σε κάποιο από τα τραπέζια κοντά στα μεγάλα παράθυρα, απ’
όπου μπορούσα να παρατηρώ τον κατάφωτο λιθόστρωτο δρόμο και τους περαστικούς,
ελπίζοντας ότι ίσως κάποιος απ’ αυτούς, ανεξαρτήτως φύλου ή ηλικίας, θα εστίαζε
την προσοχή του σ’ εμένα, στη μοναξιά μου που ανυπομονούσε σφόδρα να συμβούν
πράγματα. Ακόμα και μια αλαφροΐσκιωτη παρέα ξένων φοιτητών, δεκαπέντε χρόνια μικρότερών
μου, θα ήταν ευπρόσδεκτη στο τραπέζι μου. Στην τσάντα μου κουβαλούσα το ίδιο
βιβλίο που διάβαζα στην τουαλέτα και στην μπανιέρα, αλλά πάντα κατέληγα να σκρολάρω
στο smartphone μου ενώ έπινα το δεύτερο ποτήρι κρασί, με το πιάτο μου πλέον
άδειο. Εκείνος εξέθετε τα έργα του σε μια γκαλερί στο κέντρο της πόλης. Της
πόλης στην οποία βρισκόμουν εγώ εκείνη τη στιγμή. Την Πέμπτη. Ήταν Τρίτη. Διάβασα
όλες τις πληροφορίες για την εκδήλωση, αναζήτησα την τοποθεσία της γκαλερί και
βεβαιώθηκα ότι δεν έκανα κάποιο λάθος. Έπειτα, ερεύνησα τις τελευταίες
ενημερώσεις στο προφίλ του, για να σχηματίσω μια ιδέα κι εγώ δεν ξέρω για ποιο
πράγμα, λες και μπορούμε να συμπεράνουμε κάτι για την πραγματικότητα μέσω ενός
τέτοιου αυτοματισμού. Μ’ έπιασε νευρικότητα, κοίταξα γύρω μου, μπορούσα άραγε να
μοιραστώ με κάποιον αυτή τη σύμπτωση; Δεν σήκωσα το χέρι μου για να φωνάξω τον
σερβιτόρο, εγώ η ίδια πλησίασα στην μπάρα για να παραγγείλω κάτι πιο δυνατό.
Ένα διαυγές ποτό που θα έκαιγε τα σωθικά μου. Εφτά χρόνια. Εκείθεν της
ευθραυστότητας και της άγνοιας.
Όταν επέστρεψα στο
ξενοδοχείο, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, δεν μ’ έπιανε ύπνος. Τα πάντα στη
συμπεριφορά μου ήταν τόσο αναμενόμενα. Ο ενθουσιασμός, οι αναμνήσεις, η
φαντασία. Εκείνος δεν ήταν μια ανοιχτή πληγή, ούτε καν η ηχώ μιας πληγής. Αλλά
ήταν κάτι τόσο οικείο και ταυτόχρονα τόσο δυσανάλογα απομακρυσμένο από τη ζωή
μου ώστε μου φάνηκε το τέλειο στοιχείο για να ομορφύνει το ταξίδι μου. Ή για να
το καταστρέψει. Σηκώθηκα αρκετές φορές, το να περπατώ ξυπόλητη στο δωμάτιο του
ξενοδοχείου με χαλάρωνε, μου έδινε δύναμη, άνοιξα το κινητό, το έκλεισα ξανά
και το άνοιξα για άλλη μια φορά, μπαίνοντας στον πειρασμό να του τηλεφωνήσω· κι
αν βρισκόταν ήδη στην πόλη; Οκέι, αλλά αν είχε έρθει και δεν ήταν μόνος; Αν είχα
καταλύσει στον ογκώδες κτίριο από μέταλλο και γυαλί μαζί με τους ομιλητές, θα
μπορούσα να είχα παραγγείλει μια διπλή βότκα μέσω της υπηρεσίας δωματίων· ήμουν
πεπεισμένη ότι το πρόβλημά μου ήταν ότι δεν είχα πιει αρκετά. Στο νεσεσέρ μου,
ένα lexotanil έλαμπε σαν φως, σαν σφιχτή γροθιά στην έρημο.
Το κατάπια, πήρα μια βαθιά ανάσα και μετά από τριάντα λεπτά γαλήνεψε η ψυχή μου.
Την επομένη όλα
πήγαν στραβά. Τεχνικά προβλήματα με τη μεγαφωνική εγκατάσταση, καταστροφικό catering, η απροσδόκητη απουσία ενός από τους ομιλητές κι ένας εξευτελιστικός
πόνος στο στομάχι που, στη διάρκεια της μέρας, με κράτησε κλειδωμένη στο μπάνιο
για μεγάλα χρονικά διαστήματα, φοβούμενη, όπως πάντα, τα χειρότερα: οξεία
περιτονίτιδα, νόσο του Crohn, αιφνίδιο θάνατο.
Επέστρεψα στο ξενοδοχείο νωρίτερα από το προβλεπόμενο, σαν θηλαστικό φοβισμένο
από τη σκληρότητα της ίδιας του της καρδιάς. Μωλωπισμένη, αναστατωμένη. Αλλά τα
σεντόνια ήταν δροσερά και με ηρέμησαν. Το να σηκώνεις τα σκεπάσματα σ’ ένα
κρεβάτι ξενοδοχείου και να γλιστράς σ’ αυτή την τέλεια, παγωμένη γεωμετρία που
μοιάζει πρωτοφανής στον κόσμο, σε επαναφέρει σε κατάσταση συνειδητότητας. Στις
εννέα και μισή το βράδυ, αφού έκανα ντους και φόρεσα ένα καινούργιο φόρεμα,
παρέκαμψα το παστράμι στο συνηθισμένο μου εστιατόριο και βγήκα μια βόλτα, με ύφος
σοβαρό. Σε μια άτσαλα φωτισμένη πλατεία, όπου στέκονταν παραταγμένα μερικά στρογγυλά
τραπέζια μπροστά σε κάτι πέτρινα παγκάκια, πήρα την απόφαση. Ένα ζευγάρι γύρω
στα πενήντα κάπνιζε σιωπηλά, ενόσω περίμεναν, υπέθεσα, να τους φέρουν τα ποτά
τους. Τους πλησίασα και τους ζήτησα ένα τσιγάρο. Μ’ έκανε να νιώσω ευάλωτη το
γεγονός ότι δεν μου χαμογέλασαν ούτε όταν μου το έδωσαν ούτε όταν ένας από τους
δύο μού το άναψε, μ’ έναν μπλε πλαστικό αναπτήρα που μόλις και μετά βίας είχε
φλόγα. Εγώ, αντίθετα, τους χαμογέλασα και τους ευχαρίστησα από τα βάθη της
καρδιάς μου για τη γενναιοδωρία τους. Ήμουν σχεδόν έτοιμη. Εκεί, όρθια στη μέση
της πλατείας, βλέποντας τον ουρανό να έχει γίνει άξαφνα μαύρος, του τηλεφώνησα.
Εφτά χρόνια είναι
μια ολάκερη ζωή, αλλά η φωνή του εξακολουθούσε το ίδιο ανησυχητική. Ένα μείγμα νωθρότητας
και άγχους. Πόσο ομαλά κύλησαν όλα, πόσο εύκολα! Όχι, δεν είχαμε εφτά χρόνια να
ιδωθούμε, αλλά στην τελική, τι σημασία έχει αυτό; Από τη στιγμή που εξαφανίζεται
ο έρωτας, ο χρόνος είναι μια σύγχυση, μια νοσταλγία, απλώς και μόνο μια φονική
μηχανή, η λογιστική μιας επιβίωσης. Και το ακριβώς αντίθετο επίσης, γιατί όταν
περνάει ο χρόνος, κανένας έρωτας δεν ζει στις αναμνήσεις. Ειλικρινά, δεν βίωνα
κανενός είδους δράμα όταν αποφάσισα να του τηλεφωνήσω. Στην πραγματικότητα, είχαν
περάσει χρόνια που δεν ανατροφοδοτούσα αυτό το δράμα. Εγώ απλώς επέσπευδα ένα
συμβάν, έναν λεκέ από μοβ φρούτο σ’ ένα ξεραμένο χείλι.
Βρισκόταν ήδη στην
πόλη, και ήταν μόνος, όπως κι εγώ. Είχε τα εγκαίνια της έκθεσης την επομένη και
είχε εργαστεί μέχρι πολύ αργά στο στήσιμο των πινάκων στην γκαλερί. Ναι, μια
νέα περίοδος, πολύχρωμη, δραματική. Όλα λάδια. Μπλα μπλα μπλα μακροβιοτική
διατροφή. Μπλα μπλα μπλα τι σύμπτωση. Πού είσαι; Εγώ, σε μια άτσαλα φωτισμένη πλατεία,
υπερβολικά εκτυφλωτική, πολύ κοντά στην γκαλερί του. Εκείνος έπινε μπύρες με
κάτι φίλους. Τους παράτησε σύξυλους πολύ γρήγορα. Συναντηθήκαμε δεκαπέντε λεπτά
αργότερα σ’ ένα μπαρ: καθοδόν προς τα εκεί είχα τον χρόνο να καταβροχθίσω δύο
σακουλάκια πατατάκια κι ένα μιλκσέικ βανίλια· το γάλα βοηθάει πάντα να χαλαρώσει
το στομάχι. Το κέρατό μου, τι σύμπτωση είναι αυτή, δεν μπορώ να το πιστέψω. Βρίσκεσαι
εδώ μια τυχαία Τετάρτη, την παραμονή της νέας μου έκθεσης, και είσαι μόνη και
με παίρνεις τηλεφώνημα, και την επόμενη στιγμή να ’μαστε οι δύο μας σ’ ένα μπαρ
να πίνουμε το ποτάκι μας, είναι απίστευτο, δεν είναι; Είναι σαν να μην πέρασε
καθόλου ο χρόνος, το τελευταίο πράγμα που θα φανταζόμουν ότι θα μου συνέβαινε σ’
αυτή την επαρχιακή πόλη, αλλά είναι ωραία σύμπτωση, δεν συμφωνείς κι εσύ; Έχω
κάτι φίλους εδώ, έχω έρθει κάνα δυο φορές, γι’ αυτό και μου προέκυψε η έκθεση,
αλλά πες μου εσύ τα νέα σου, μακροτί διατροφή; Έχεις μπλέξει σε τέτοιες ιστορίες;
Τι σημασία έχει, στο κάτω κάτω όλοι μπλέκουμε σ’ ένα κάρο ιστορίες χωρίς να
μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό, είναι αναπόφευκτο χαρακτηριστικό αυτών των
καιρών, σύντομα θα μας βάλουν ένα μικροτσίπ εδώ, στον κρόταφο, μέχρι βαθιά στον
εγκέφαλο, και θα έχουμε πρόσβαση σε ό,τι πληροφορία θέλουμε, θα τη βλέπουμε
πραγματικά μπροστά στα μάτια μας, όπως ακριβώς βλέπουμε τώρα τα πάντα, μόλις μερικά
εκατοστά μακριά από τα μάτια μας, στα κινητά μας, και δεν θα χρειάζεται να πηγαίνουμε
σε συνέδρια ή να κάνουμε εκθέσεις ή τίποτα απ’ αυτά, αφού θα τα έχουμε όλα μέσα
μας, μπορεί και να ’ναι ωραίο, αν και ακούγεται τρομακτικό, τι ακούγεται,
δηλαδή, ήδη συμβαίνει, εγώ τώρα σε κάθε περίπτωση είμαι πολύ γήινος, νομίζω ότι
είναι λόγω των λαδιών ή το αντίστροφο, γι’ αυτό επέστρεψα στα λάδια, δεν ξέρω, είχα
ανάγκη να ξεφύγω από καθετί το επιτηδευμένο, αν και στην πραγματικότητα δεν
υπάρχει τίποτα πιο επιτηδευμένο από τα λάδια όσον αφορά το χρώμα, αλλά οκέι,
καταλαβαίνεις τι θέλω να πω, τα λάδια έχουν αυτή τη μοναδική υφή και τώρα έχω
αρχίσει να ζωγραφίζω μερικές φορές με τα δάχτυλα, όχι μόνο με πινέλα, οκέι, θα τα
δεις από μόνη σου αύριο, με ενδιαφέρει πολύ η γνώμη σου, το κέρατό μου, δεν σου
φαίνεται απίστευτο;, πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε που με συνόδευσες για
τελευταία φορά σε κάποια εγκαίνια;, πες μου, πώς είσαι, σε βλέπω πολύ καλά,
είσαι πολύ καλά, για την ακρίβεια πανέμορφη, πόσο καιρό είχαμε να ιδωθούμε;, τώρα
πίνεις βότκα, έχεις γίνει ολόκληρη γυναίκα, αλλά σε βλέπω εδώ δίπλα μου σ’ αυτή
την μπάρα, πολλή φασαρία δεν έχει σ’ αυτό το μπαρ;, δεν ξέρω, είναι σαν να μην
έχει περάσει καθόλου ο χρόνος.
Αυτό που εγώ θα του
έλεγα αλλά δεν του το είπα είναι: έχει περάσει ο χρόνος έχει περάσει όλος ο
χρόνος του κόσμου δεν μπορείς να φανταστείς πόσος χρόνος έχει περάσει σαν
οδοστρωτήρας σαν τρομοκρατική επίθεση σαν ατομική βόμβα σαν σιμούν σαν
ηλεκτρική καταιγίδα σαν ανεμοστρόβιλος είσαι πιο χοντρός πιο πρησμένος έχεις
κάτι το κάπως περίεργο στο πρόσωπο είναι σαν το κεφάλι σου να είναι πιο μεγάλο
αλλά όχι τα μάγουλά σου όχι τα ζυγωματικά σου αλλά κάτι στην κορυφή του
κεφαλιού σου στο μετωπιαίο οστό στα κροταφικά οστά δεν έχεις πολλές ρυτίδες σε
μισώ βαθιά γι’ αυτό αν είσαι σοβαρός αν γελάς στο πολύ πολύ βάθος δεν έχεις πολλές
ρυτίδες και φυσικά εξακολουθείς να είσαι όμορφος μ’ αυτά τα σκούρα μαλλιά όχι
τόσο σκούρα πια αλλά ακόμη πυκνά τα χαρακτηριστικά του προσώπου σου τα χέρια
σου η στιβαρότητά σου αλλά υπάρχει κάτι στα μάτια σου υπάρχει κάτι σε κάποιο
σημείο σου στα λόγια σου ακόμα και στον τρόπο που έχεις να αγγίζεις διαρκώς τον
ώμο μου το γόνατό μου σ’ αυτόν τον κουραστικό τρόπο που έχεις να δείχνεις την
αυτοπεποίθησή σου υπάρχει κάτι στα μάτια σου που δεν με τρομάζει κι αυτό είναι
μια βαθιά απογοήτευση είναι η επιβεβαίωση ότι γερνάω η επιβεβαίωση ότι ίσως εσύ
είσαι πολύ μεγαλύτερος από εμένα αν και φυσικά ο αυθορμητισμός σου ο
ενθουσιασμός σου η ανυποταξία σου όλη αυτή η μπριγιαντίνη που περιβάλλει τις
πράξεις σου αλλά δεν φοβάμαι να είμαι εδώ απέναντί σου μόνοι οι δυο μας σε μια
πόλη μόνοι μας μακριά δεν ξέρω από τις φυλακές μας τόσο καλοστολισμένες οι φυλακές
μας τόσο τακτοποιημένες οι υποχρεώσεις μας τουλάχιστον οι δικές μου γιατί εσύ
ποτέ δεν θα παραδεχόσουν κάτι τέτοιο τώρα είμαστε μόνοι όπως πριν από επτά
χρόνια αλλά έχει περάσει ο χρόνος με τον πιο βίαιο τρόπο που είναι όταν δεν
φαίνεται να έχει περάσει γιατί πριν από λίγο καιρό είχαμε όλο το μέλλον μπροστά
μας, έτσι δεν είναι;, και τώρα απλώς δεν έχουμε σχεδόν τίποτα αυτή είναι η
αλήθεια και υπάρχει κάτι σε όλα αυτά που με κάνει να βαριέμαι όχι η κατάσταση
όχι που σε βλέπω ξανά όχι οι τρεις βότκες που έχω κατεβάσει όχι το γεγονός ότι
κατάφερα να ξεχάσω όλα τα σκατά που κουβαλάω μέσα μου και τη σωματική βία τότε
στα χρόνια του έρωτά μας όχι αυτό που με κάνει να βαριέμαι είναι ίσως ότι θα ’θελα
να ’σουν καινούργιος για μένα και δεν είσαι γιατί είσαι το ακατοίκητο μέρος μου
και πια δεν με τρομάζεις δεν με αγχώνεις όχι γιατί άραγε.
Τα πέρασα ωραία.
Καταφέραμε να βρούμε ένα πιο σκοτεινό και πιο καταθλιπτικό μπαρ όπου καθίσαμε δίπλα
ο ένας στον άλλον σ’ έναν στενό καναπέ. Μέθυσα, αλλά δεν μίλησα για τη ζωή μου
γιατί εκείνος είχε ήδη μιλήσει αρκετά για τη δική του, μ’ εκείνη την πόζα που είχα
φανταστεί να επαναλαμβάνεται εκατοντάδες φορές σε εκατοντάδες συζητήσεις. Γέλασα,
γιατί ένιωθα ζωντανή. Εκείνος έσκαψε σιγά σιγά τον μικρό μας τάφο, το ασφυκτικό
εκείνο μέρος όπου χωρούσαμε και οι δύο με τις αναδρομές μας. Τον άφησα να το
κάνει, επειδή ένιωθα δυνατή. Λογομαχήσαμε για το πού θα πηγαίναμε, στο
ξενοδοχείο του ή στο ξενοδοχείο μου, και κέρδισα εγώ. Τον φίλησα, επειδή ένιωθα
ελεύθερη. Σε εφτά χρόνια προλαβαίνεις να ξεχάσεις πώς είναι να απολαμβάνεις
κάτι, του είπα.
Από τεχνικής απόψεως
ήταν μια καταστροφή. Αυτό που συνέβη ήταν ότι δεν συνέβη τίποτα μεταξύ μας. Εγώ
λάμβανα μέρος στο δικό μου περιστατικό, καθοδηγούμενη περισσότερο από τη συγκυρία
παρά από το αίμα μου. Εκείνος έλεγε πράγματα συναισθηματικά ή ρομαντικά που μου
φαίνονταν εφιαλτικά, αφελή. Στάθηκε αδύνατο να γαμηθούμε. Δεν στεναχωρηθήκαμε,
ήμαστε εξαντλημένοι, με την πιο κυριολεκτική σημασία της λέξης. Σε αρκετές περιπτώσεις
αποφύγαμε εντέχνως έναν απειλητικό καβγά, φρέσκο κρέας χίλιες φορές δοκιμασμένο.
Υποθέτω ότι όλα ήταν πολύ αναμενόμενα, το περίβλημα του εαυτού μας. Τι υπήρχε,
στ’ αλήθεια τώρα, κάτω από το δέρμα μας; Και πάνω του, ένα χέρι, ένα μαλάκιο,
μια αφιλόξενη ζεστασιά. Κοιμηθήκαμε, ξυπνήσαμε. Εγώ έπρεπε να πάω στη δουλειά. Εκείνος
κάπνισε ένα τσιγάρο καθισμένος στη λεκάνη της τουαλέτας ενόσω εγώ έκανα ντους. Μου
ήρθε να βάλω τα κλάματα. Καθώς διάλεγα τα ρούχα που θα φορούσα, περιφερόμενη
γυμνή στο πρωινό φως, εκείνος έγινε ποταπός: κοιτάζοντάς με με στοργή, με
ρώτησε πόσο καιρό είχα θηλάσει τα παιδιά μου. Πάντα θα υπάρχει ένα βέλος που θα
σκίζει στα δύο την καρδιά του έρωτα.
Τον ξαπόστειλα με γλυκύτητα και βιασύνη, άνοιξα το μπαλκόνι, έφτιαξα τα σεντόνια και τακτοποίησα την ακαταστασία της νύχτας σαν να ήταν το σπίτι μου. Τηλεφώνησα στο περίπτερο του συνεδρίου και ζήτησα συγγνώμη, ο πόνος στο στομάχι από την προηγούμενη μέρα, ασθένεια. Γδύθηκα ξανά, έβγαλα το μακιγιάζ που μόλις είχα απλώσει στο πρόσωπό μου. Ήπια πολύ νερό από τη βρύση του νιπτήρα. Έκλεισα τις κουρτίνες του μπαλκονιού. Ξαναχώθηκα στο κρεβάτι και σκεπάστηκα με το σεντόνι. Σε επτά χρόνια η ζωή σου προλαβαίνει να γίνει άλλη. Άρπαξα το κινητό, σκρόλαρα για λίγο στην οθόνη αφής, διάβασα τους τίτλους των εφημερίδων και μετά είδα διακόσια σαράντα άχρηστα πράγματα που με βοήθησαν να κοιμηθώ.
Η συλλογή διηγημάτων της Λάρα Μορένο Κανένας έρωτας δεν ζει στις αναμνήσεις θα κυκλοφορήσει το 2026 από τις εκδόσεις Opera, σε μετάφραση Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.
Η Λάρα Μορένο γεννήθηκε στη Σεβίλλη το 1978 και μεγάλωσε σε μια άλλη πόλη της Ανδαλουσίας, την Ουέλβα. Εμφανίστηκε στα ισπανικά γράμματα το 2004 με μια συλλογή διηγημάτων, Casi todas las tijeras, και έκτοτε έχει εκδώσει συνολικά 11 τίτλους (4 ποιητικές συλλογές, 3 μυθιστορήματα, 3 συλλογές διηγημάτων και 1 δοκίμιο). Έχει λάβει δύο διακρίσεις για το έργο της, το Βραβείο Cosecha Eñe 2013 για το διήγημά της «Toda una vida», ενώ, επίσης το 2013, της απονεμήθηκε ο τίτλος Νέο Λογοτεχνικό Ταλέντο Fnac· από το 2017, κατέχει τη θέση της υπεύθυνης εκδόσεων του σημαντικού εκδοτικού οίκου Caballo de Troya.
Η Μορένο συνδυάζει έναν τολμηρό τρόπο γραφής
(ως προς τη σύνταξη και τη στίξη) με μια θεματολογία που καταπιάνεται με θεμελιώδη
ζητήματα όπως η οικογένεια, οι διαπροσωπικές σχέσεις, οι πνιγηρές σιωπές, η έλλειψη
επικοινωνίας και ο πόνος. Τα διηγήματά της, όπως άλλωστε και τα μυθιστορήματά
της, εξερευνούν με ματιά-νυστέρι τις οικογενειακές ή διαπροσωπικές εντάσεις (σε
πολλές περιπτώσεις το αναγνωστικό κοινό δεν μαθαίνει ποτέ την αφορμή της
έντασης, ένα υπέροχο εύρημα που τονίζει το εύθραυστο των διαπροσωπικών σχέσεων
χωρίς να «εξηγεί» την αιτία του προβλήματος), τις ερωτικές σχέσεις (τις
περισσότερες φορές, προ πολλού τελειωμένες), τη βία (σωματική ή λεκτική), την (πολλές
φορές μη δυνάμενη να εκφραστεί) επιθυμία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου