de Héctor Abad Faciolince
En estas semanas entendí, en primera persona, por qué la economía china
crece con un ritmo anual del 8 o 10 por ciento, mientras nosotros seguimos
estancados en porcentajes irrisorios. La historia empezó hace tres meses, cuando
recibí una carta muy amable, redactada en un español impecable, escrita por un
señor chino, de nombre Zhang
Guangsen. Él me
informaba brevemente que acababa de emprender la traducción al mandarín de una
novela mía, Angosta. El tono no era de esos melindrosos o
halagadores. Decía, lacónicamente: “La novela me gustó y la estoy traduciendo.”
Punto.
Después Zhang se presentaba y me decía sin orgullo,
pero sin falsa modestia, que había sido profesor de español durante 20 años en
la Universidad de
Beijing, y que toda la vida había traducido obras literiarias de autores
hispanoamericanos, entre las que estaban nada menos que el Quijote, la poesía de Borges, de
Bécquer, de Neruda, y varios tratados de Baltasar Gracián. Decía luego que esperaba tener lista la traducción
de mi libro para finales de julio, y que ya llevaba unas cien páginas, de las
cuatrocientas totales. “En
la cuarta parte que hasta hoy he traducido, no he encontrado todavía grandes
tropiezos, lo que quiere decir que todo va viento en popa. Apuntaré todos los
problemas que encuentre en adelante y es muy posible que le vaya a molestar,
por lo que anticipo mis disculpas.” Yo le contesté que estaba a su disposición
para cualquier duda, pero él no volvió a escribirme en
todo este tiempo, hasta la semana pasada.
En su segunda carta Guangsen me informaba que “durante
estos tres meses he dedicado todo mi tiempo a la traducción y he estado tan
concentrado que ni siquiera me he conectado al Internet. Por suerte, llegué ayer,
por fin, al final del libro.” Yo he traducido libros y sé muy bien la sensación de felicidad, e
incluso de liberación que se siente al terminar el primer borrador de un libro
que traducimos. Y con mayor razón si la novela es larga, como lo es Angosta.
Supongo que es lo mismo que siente Armstrong al coronar una cima en el Tour de
Francia. Después viene la última corrección, pero eso ya es pedalear en bajada.
Traducir 400 páginas en poco más de tres meses, a una
lengua y a una cultura que con el español no tiene el menor parentesco, me parece
una labor impresionante, de la que es capaz tan solo un verdadero
estajanovista. En este mismo lapso yo habré escrito, si mucho, 70 páginas,
contando estos artículos, y ahí me queda la lección de la productividad china
enfrentada a la nuestra.
Zhang Guangsen, con esa prudencia oriental de la que tanto
deberíamos aprender, añadía que en este tiempo no había querido plantearme sus
dudas y dificultades “pues quise acumularlas para no molestarle a usted a cada
momento”. Humildemente aclaraba que “traducir es siempre una
interpretación por parte de una
persona ajena de lo que el autor original piensa y quiere expresar. Esta es una
tarea que nunca resultará impecable ni mucho menos loable, pues interpretar
consiste muchas veces en suponer y adivinar. ¡Hasta
interpretar las ideas de un conocido no es fácil y es imaginable cuán difícil
será de un idioma a otro!” Y a continuación
venían, finalmente, sus dudas más importantes.
Algunas yo las podía suponer, pues se trataba de
típicos colombianismos como “aguapanela”, “burroteca”, “chicharrones de once
patas”, “turupes”, y cosas así. También la transcripción de la jerga
barriobajera era para él una cuestión desesperante. Por ejemplo, el nuevo estilo de pedir de nuestros pordioseros, que ya no consiste en solicitar una limosna “por amor de Dios”, sino en esta
frase críptica: “Don, ¿meá colaorar?” O esta curiosa despedida: “Tolis,
gonorsofia, ahí nos pillamos, toobién.” En fin, este tipo de tropiezos con la
lengua vernácula eran apenas naturales.
Pero a continuación venían otras que me sorprendieron
y gustaron mucho más, por lo que revelan sobre la distancia, más que
lingüística, cultural, entre Colombia y China. Unas tenían que ver con
cuestiones religiosas. Guangsen no entendía qué era eso de “Señor Caído”, “Niño
perdido” y “Sermón de la montaña”. “Supongo”, me decía, “que son episodios de
la mitología.” Su intuición de que estas cosas tuvieran que ver con un mito era
correcta, aunque sin duda llamar mitología a la historia sagrada sonará
blasfemo para un cristiano. Después había una laguna de cultura popular. Yo
había escrito en la novela que los ojos de la protagonista eran de dos colores
“como los de David Bowie”. Y Guangsen preguntaba: “¿Quién es este tipo?” Pero
lo que más me gustó fue su última pregunta, en la que juntaba, sin ánimo
humorístico, a otras dos personas: “¿Quiénes diablos son Juan XXIII y Corín
Tellado?” Se lo expliqué despacio y también le dije que no se imaginaba hasta
qué punto lo envidiaba yo por ignorar ciertas cosas que nosotros no solamente
sabemos, sino que en cierto sentido nos ahogan.
≥≤≥≤
Οι αγωνίες ενός μεταφραστή
του Έκτορ Αμπάδ Φασιολίνσε
Τις τελευταίες εβδομάδες
κατάλαβα, από προσωπική εμπειρία, γιατί η κινέζικη οικονομία έχει ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης
8% με 10%, ενώ εμείς εξακολουθούμε βαλτωμένοι σε ποσοστά κυριολεκτικά για
γέλια. Η ιστορία μας ξεκίνησε πριν τρεις μήνες, όταν έλαβα ένα πολύ ευγενικό γράμμα,
σε άψογα ισπανικά, γραμμένο από κάποιον κινέζο κύριο ονόματι Τζαν Γκουανσέν. Ο
εν λόγω με ενημέρωνε εν συντομία πως μόλις είχε αρχίσει να μεταφράζει στα
μανδαρίνικα ένα δικό μου μυθιστόρημα, το Angosta. Το ύφος του δεν ήταν
ούτε μελιστάλακτο ούτε κολακευτικό. Έλεγε λακωνικά: «Το μυθιστόρημα μου άρεσε
και το μεταφράζω». Τελεία.
Στη συνέχεια ο Τζαν συστηνόταν και μου έλεγε χωρίς έπαρση, αλλά
και χωρίς ψεύτικη μετριοφροσύνη, πως είχε εργαστεί ως καθηγητής ισπανικής
γλώσσας επί μία εικοσαετία στο Πανεπιστήμιο του Πεκίνου, και πως όλη του τη ζωή
μετέφραζε λογοτεχνικά έργα ισπανόφωνων συγγραφέων, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγονταν
ούτε λίγο ούτε πολύ ο Δον Κιχότε, η ποίηση του Μπόρχες, του Μπέκερ, του
Νερούδα, και διάφορα δοκίμια του Μπαλτασάρ Γκραθιάν. Έλεγε κατόπιν πως έλπιζε
να έχει έτοιμη τη μετάφραση του βιβλίου μου ως τα τέλη Ιουλίου, και πως ήδη
είχε ολοκληρώσει γύρω στις εκατό σελίδες, από τις συνολικά τετρακόσιες. «Στο
ένα τέταρτο του βιβλίου που έχω μεταφράσει έως τώρα, δεν έχω συναντήσει ακόμα
μεγάλες δυσκολίες, πράγμα που σημαίνει ότι όλα πάνε πρίμα. Θα σημειώσω όλα τα
προβλήματα που θα συναντήσω στην πορεία και ενδεχομένως να σας ενοχλήσω,
γεγονός για το οποίο ζητώ προκαταβολικά συγνώμη». Εγώ του απάντησα πως ήμουν
στη διάθεσή του για οποιαδήποτε απορία, αλλά εκείνος δεν μου ξαναέγραψε όλο αυτό
το διάστημα μέχρι την περασμένη εβδομάδα.
Στο δεύτερο γράμμα του ο Γκουανσέν με πληροφορούσε ότι «κατά τη διάρκεια των τριών
αυτών μηνών αφιέρωσα όλο μου το χρόνο στη μετάφραση και ήμουν τόσο
απορροφημένος που ούτε καν συνδέθηκα στο ίντερνετ. Ευτυχώς, χθες τέλειωσα επιτέλους
το βιβλίο». Εγώ έχω μεταφράσει βιβλία και γνωρίζω πολύ καλά την αίσθηση
ευτυχίας, ακόμα και απελευθέρωσης που αισθάνεται κάποιος όταν τελειώνει το πρώτο χέρι ενός βιβλίου που μεταφράζει· και ένας λόγος παραπάνω
όταν το μυθιστόρημα είναι μεγάλο, όπως συμβαίνει με το Αngosta.
Υποθέτω πως κάπως έτσι αισθάνεται και ο Άρμστρονγκ όταν περνάει μια κορυφή στον
Ποδηλατικό Γύρο της Γαλλίας. Κατόπιν έρχεται η τελευταία διόρθωση, αλλά αυτό πια
είναι σαν να κάνεις πετάλι στην κατηφόρα.
Το να μεταφράσεις 400 σελίδες
σε λίγο περισσότερο από τρεις μήνες, σε μια γλώσσα και σε μια κουλτούρα που δεν
έχουν την παραμικρή συγγένεια με την ισπανική μού φαίνεται δουλειά εντυπωσιακή,
για την οποία μόνο ένας αληθινός σταχανοβίτης είναι ικανός. Στο ίδιο αυτό
διάστημα εγώ θα είχα γράψει το πολύ 70 σελίδες, συμπεριλαμβανομένων αυτών των
άρθρων, και αυτό αποτελεί για μένα ένα μάθημα για την κινέζικη παραγωγικότητα
σε σχέση με τη δική μας.
Ο Τζαν Γκουανσέν με αυτή την ανατολίτικη σύνεση από την οποία τόσα
θα έπρεπε να διδαχτούμε, πρόσθετε ότι σε αυτό το διάστημα δεν θέλησε να μου
γνωστοποιήσει τις απορίες και τις δυσκολίες του «καθώς ήθελα να τις συγκεντρώσω
για να μην σας ενοχλώ διαρκώς». Διευκρίνιζε με ταπεινότητα ότι «η μετάφραση
είναι πάντα μια ερμηνεία από κάποιον ο οποίος αγνοεί αυτό που ο συγγραφέας του
πρωτοτύπου σκέφτεται και θέλει να εκφράσει. Πρόκειται για
μια εργασία που ποτέ δεν θα
αγγίξει την τελειότητα ούτε βέβαια θα δρέψει δάφνες, καθώς το να ερμηνεύεις συνίσταται πολλές φορές
στο να υποθέτεις και να μαντεύεις. Ακόμα και το να ερμηνεύει κανείς τις ιδέες
ενός γνωστού του δεν είναι εύκολο, φανταστείτε πόσο δύσκολο είναι από μια
γλώσσα σε άλλη!». Και στη συνέχεια ακολουθούσαν, τελικά, οι πιο σημαντικές του
απορίες.
Κάποιες μπορούσα να
τις μαντέψω, καθώς επρόκειτο για τυπικούς ιδιωματισμούς της Κολομβίας όπως aguapanela, burroteca, chicharrones de once patas, turupes και άλλα παρόμοια.
Επίσης, η αποκωδικοποίηση της αργκό του δρόμου ήταν κάτι που τον έφερνε σε
απόγνωση. Για παράδειγμα, ο νέος τρόπος επαιτείας των ζητιάνων μας που πλέον δεν
ζητούν ελεημοσύνη λέγοντας «ο Θεός να σας έχει καλά», αλλά με αυτή τη μυστήρια
φράση: «Κύριος, κανά ψιλό παιζ;». Ή αυτός ο παράξενος αποχαιρετισμός: «Τσάγεια,
μωρή τσαπού, τα λέγαμε, μουά λε πουλέ». Μην μακρηγορώ, τέτοιες δυσκολίες με την
καθομιλουμένη ήταν σχεδόν αναμενόμενες.
Αλλά στη συνέχεια
ακολουθούσαν και άλλες απορίες που με εξέπληξαν και μου άρεσαν πολύ
περισσότερο, γιατί φανερώνουν όχι τόσο τη γλωσσική όσο την πολιτισμική απόσταση
μεταξύ Κολομβίας και Κίνας. Κάποιες είχαν να κάνουν με θρησκευτικά ζητήματα. Ο Γκουανσέν δεν καταλάβαινε τι ήταν η «Οδός
του Μαρτυρίου», το «Χαμένο Παιδί»
και η «Επί του Όρους Ομιλία».
«Υποθέτω», μου έλεγε, «ότι είναι αναφορές στη μυθολογία». Η διαίσθησή του ότι
αυτά τα πράγματα είχαν να κάνουν με ένα μύθο ήταν σωστή, παρόλο που, χωρίς
αμφιβολία, το να αποκαλεί κανείς την Ιερή Ιστορία μυθολογία ηχεί σαν βλασφημία
στα αφτιά ενός χριστιανού. Έπειτα παρουσιαζόταν ένα κενό στην ποπ κουλτούρα.
Εγώ είχα γράψει στο μυθιστόρημα ότι τα μάτια της πρωταγωνίστριας είχαν
διαφορετικό χρώμα «σαν του Ντέιβιντ Μπόουϊ». Και ο Γκουανσέν ρωτούσε: «Ποιος
είναι αυτός ο τύπος;». Αλλά αυτό που μου άρεσε περισσότερο ήταν η τελευταία του
ερώτηση, στην οποία τοποθετούσε μαζί, χωρίς διάθεση για χιούμορ, άλλες δύο
προσωπικότητες: «Ποιοι στον δαίμονα είναι οι Ιωάννης ΚΓ΄ και Κορίν Τεγιάδο;».
Του τα εξήγησα ένα προς ένα κι επιπλέον του είπα ότι δεν μπορούσε να φανταστεί
πόσο πολύ τον ζήλευα επειδή αγνοούσε κάποια πράγματα που εμείς όχι μόνο τα
γνωρίζουμε, αλλά υπό μια έννοια μας πνίγουν κιόλας.
Ο Héctor
Abad Faciolince (Μεντεγίν, 1958) είναι
κολομβιανός
συγγραφέας
και
μεταφραστής.
Στα ελληνικά κυκλοφορούν
τρία βιβλία του από τις εκδόσεις Ενάλιος και Πατάκης.
Η μετάφραση του δοκιμίου του Héctor Abad Faciolince είναι προϊόν εργαστηρίου συλλογικής μετάφρασης
που συντόνισε ο Κωνσταντίνος
Παλαιολόγος στο Κέντρο Ισπανικής, Πορτογαλικής
και Καταλανικής γλώσσας Abanico κατά την περίοδο Μαΐου - Ιουνίου 2018 στο πλαίσιο του 10ου
Festival LEA. Η τελική επεξεργασία της μετάφρασης έγινε με την παρουσία του
συγγραφέα. Συμμετείχαν οι:
Κωνστάνς Ελμαλόγλου, Θεώνη Κάμπρα, Μαρία Καραλή, Μαρία Μαλακάτα,
Αλίκη Μανωλά, Στέλλα Σουφλέρη, Σοφία Φερτάκη
Διευκρινίσεις του συγγραφέα προς τη
μεταφραστική ομάδα,
Απρίλιος 2018
«aguapanela» [αγουαπανέλα]
Είναι ένα πολύ δημοφιλές ζεστό
ρόφημα, χωριάτικης προέλευσης, που συνήθως σερβίρεται για πρωινό. Είναι απλώς
νερό με ζεστή panela (ακατέργαστη ζάχαρη, σκληρή σαν πέτρα, που παράγεται από τη
σύνθλιψη του ζαχαροκάλαμου). Ενίοτε ο καφές φτιάχνεται κατευθείαν με
aguapanela.
«burroteca» [μπουροτέκα]
Η burroteca είναι μια «μαφιόζικη»
επινόηση: είναι μια ντισκοτέκ (μεγάφωνα στη διαπασών) που τοποθετείται στη ράχη
ενός γαϊδάρου [burro] ή
ενός μουλαριού. Εξ ου και το όνομα: γαϊδουροτέκ.
«chicharrones de once patas» [τσιτσαρόνες δε όνσε πάτας]
Το chicharrón είναι πολύ
δημοφιλές πιάτο. Είναι χοιρινή πανσέτα τηγανισμένη. Είθισται να κόβεται το
μέρος του λίπους και του κρέατος, χωρίς να κοπεί και η πέτσα. Κάθε κομμάτι
είναι μια pata, ένα πόδι. To έχον έντεκα [όνθε] πόδια θα ήταν, λοιπόν, ένα γιγαντιαίο chicharrón.
«turupes» [τουρούπες]
Turupe είναι το καρούμπαλο, το
εξόγκωμα ή το πρήξιμο στο κεφάλι, ενδεχομένως και σε άλλα μέρη του σώματος, σαν
ένα απόστημα.
«Don, ¿meá colaorar?» [Δον, μεά
κολαοράρ]
Λοιπον, αυτό είναι μονάχα μια
απομίμηση ενός λαϊκού τρόπου ομιλίας, αφαιρώντας τα σύμφωνα. Don, ¿me va a
colaborar? Δηλαδή: Κύριε, θα με βοηθήσετε;
«Tolis, gonorsofia,
ahí nos pillamos, toobién» [Τόλις, γονορσόφια, αΐ νος πιγιάμος, τοομπιέν]
Tolis είναι μια αναστροφή του
listo [έξυπνος]. Gonorsofia είναι ένας ευφημισμός για να μην αναφερθεί κανείς
στη χειρότερη βρισιά που κυκλοφορεί στις λαϊκές συνοικίες του Μεντεγίν, τη
γονόρροια. Ahí nos pillamos είναι σαν να λέει κανείς, «τα λέμε» ή «θα τα πούμε».
Και toobién απλώς σημαίνει «όλα καλά» σε μια βίαια φωνητική μεταγραφή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου