Πέμπτη 29 Αυγούστου 2024

Le dedico mi silencio [απόσπασμα από το τελευταίο μυθιστόρημα του Mario Vargas Llosa]

 


Μόλις εμφανίστηκε το κρεολικό βαλς, και αυτό είναι μια σαφής ένδειξη της ταχύτητας με την οποία εξαπλώθηκε σε όλες τις κοινωνικές τάξεις της Λίμα, ένας σημαντικός αριθμός γόνων καλών οικογενειών, αλλά με κακές συνήθειες, άρχισε να πηγαίνει στις λαϊκές γειτονιές, στα περίφημα καγεχόνες όπου παίζονταν, τραγουδιόντουσαν και χορεύονταν τα βαλς σε χαράνας[1] που κρατούσαν για μέρες. Πήγαιναν επίσης, περιττό να το πούμε, και στους οίκους ανοχής, και κάποιοι είχαν μέχρι κι αγαπητικές εκεί. Συχνά ξέσπαγαν συμπλοκές μεταξύ των κατοίκων των στενών και των νεοφερμένων. Οι τελευταίοι αποτελούσαν μια αδελφότητα που ονομαζόταν Λασπουριά, επειδή τα εν λόγω αγόρια σύγκριναν τους εαυτούς τους με το υπόκωφο βουητό των παραπόταμων του Αμαζονίου που, όταν φούσκωναν, έτρεχαν σαν αφηνιασμένοι, παρασύροντας πόλεις, σπίτια και μερικές φορές ακόμα και ανθρώπους. Τους αποκαλούσαν τραμπούκους, γιατί πουλούσαν διαρκώς νταηλίκι.

Ο σπουδαίος δημοσιογράφος, ο Aμπελάρδο Γκαμάρα, το Μούτρο, επιφανής κρεολιστής, δεν είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση ούτε τη Λασπουριά ούτε τους τραμπούκους. Τους χαρακτήριζε ως εξής: «Είναι ο μορφονιός που το παίζει ότι δεν φοβάται ούτε τον διάβολο· ή ο όμορφος που πραγματικά δεν τον φοβάται· ο τραμπούκος φέρεται σαν αφεντικό ή σαν αναντίρρητος ηγέτης· είναι εκείνος που επιβάλλεται με το έτσι θέλω». Δεν μιλούσε καλύτερα για τα μέλη της Λασπουριάς: «Μόνη τους έννοια ήταν να διασκεδάζουν, να μπλέκουν σε έρωτες, να απομυζούν και να ξεκαθαρίζουν με νταηλίκια κάθε ανοιχτό λογαριασμό· ξόδευαν ό,τι μπορούσαν και ό,τι είχαν από τα σπίτια τους, με κάθε τρόπο· ήταν ικανοί να κουβαλούν μαζί τους στις μαζώξεις τους το πουκάμισο του μπαμπά και τα φουστάνια της μαμάς τους... Χτυπούσαν ο ένας τον άλλον γιατί έτσι γούσταραν, κουτουλιόντουσαν και έριχναν κάτι μπουνίδια που σου έφευγε η μαγκιά, και στον κάθε ψευτοπαλληκαρά μορφονιό που δεν ήταν του σιναφιού τους του έβαζαν μια τρικλοποδιά και τον έστελναν αδιάβαστο».

Λέει επίσης το Μούτρο ότι η συμμορία της Λασπουριάς  άρχισε να ασχολείται με την πολιτική και να προσεταιρίζεται ισχυρούς παράγοντες του χώρου, αλλά ένα από τα μέλη αυτής της αδελφότητας, ο Τόνι Λαγάρδε, πολύ καλός φίλος του γράφοντος, με διαβεβαίωσε ότι αυτό δεν ήταν αληθές, ότι οι τύποι της Λασπουριάς δεν είχαν ποτέ μα ποτέ την παραμικρή σχέση με την πολιτική ζωή της χώρας.

Έτσι ήταν αυτοί, παράτολμοι και, μερικές φορές, αιμοβόροι, πλακώνονταν στο ξύλο, υποκινούμενοι από μια νεανική επίδειξη ανδρισμού, όταν αυτό ήταν αναγκαίο. Ηγέτης τους ήταν ο πολλά βαρύς Αλεχάνδρο Αγιάρσα, αδελφός της Ρόσα Μερσέδες Αγιάρσα δε Μοράλες, συγγραφέως, συνθέτριας βαλς και συμπαθέστατης γυναίκας, την οποία ο μελετητής Εδουάρδο Μασίνι αποκαλεί «η μεγάλη μας ερευνήτρια και ανθολόγος λαϊκών τραγουδιών». Ένας άλλος περουβιανός ειδικός στο βαλς, ο Μανουέλ Σανουτέλι, επιβεβαιώνει αυτή την άποψη.

Ε λοιπόν, ο δον Αλεχάνδρο Αγιάρσα, περισσότερο γνωστός με το ψευδώνυμό του, Καραμαντούκα, αρχηγός αυτής της συμμορίας των «καλόπαιδων» που παραστράτησαν, επινόησε ένα περουβιανό βαλς που ονομάζεται «Η Λασπουριά», οι στίχοι του οποίου, σύμφωνα με τον Εδουάρδο Μασίνι και τον δον Μανουέλ Σανουτέλι, περιέγραφαν τέλεια αυτή την πολυπληθή φατρία. Έλεγε τα εξής:

 

Η Λασπουριά

 

Τα πιο γνωστά παιδιά στην πόλη

τα πάντα εδώ είναι δικά μας

όπου κι αν πας, μας ξέρουν όλοι

για τη χάρη και την πανουργιά μας.

 

Όπου γλέντι δεις, είμαστε πρώτοι

μαγεύονται όλοι με το καχόν

και άμα λάχει και πέσουν μπάτσοι

εμείς εντός και πρώτοι όλων των μαχών.

 

Δώσ’μου το νεράκι, δώσ’μου το νεράκι, δώσ’μου το νεράκι

Δε θα σου το δώσω όσο κι αν φωνάζεις, βρε μελαχρινάκι

Δώσ’μου το νεράκι, δώσ’μου το νεράκι, παίρνω τη ντουντούκα

έτσι εκπαιδεύει για να ξέρεις ο Καραμαντούκα.

 

Φέρε μου μάστορα αλκοόλ καλό

φέρ’ το ρε μάστορα ντουγρού

φέρε το πιοτί απ’ το Περού

φέρε ρουμάκι να χαρώ.

 

Ζήτω οι άντρες οι γενναίοι,

ζήτω τα φράγκα, ζήτω το θέρος,

ζήτω τα θηλυκά, τα όργια και ο έρως

και το αλκοόλ που όλα τα εμπνέει.

 

Δώσ’ μου το νεράκι...

 

Απ’ τα αγροκτήματα στο Πορτ Άρθουρ[2]

κάθε απόγευμα σουλατάρουμε ανελλιπώς

κι ο δον Σιλβέριο ένα πούρο όλο γλύκα

κερνά και πίνουμε και είναι όλα φίνα

 

Έτσι οι νύχτες είν’ ωραίες καταστάσεις

με την κιθάρα αλλά και με το καχόν

ρούμι παντού και δυνατές αναθυμιάσεις

φονιάς η ζάλη μας απάντων των κακών

 

Δώσ’ μου το νεράκι...

 

Φινίτο για μας της δουλειάς η σκλαβιά

μονάχα γλέντια και διασκέδαση πια

πέρα-δώθε ολημερίς γυρνοβολάμε

και γεμάτοι από πάθος τραγουδάμε.

 

Είμαστε εμείς η Λασπουριά

στην πόλη κάνουμε ζημιά

Παιδιά γνωστά και θρυλικά

με χάρη και με πανουργιά.

 

Δώσ’ μου το νεράκι...

 

Λέει η παράδοση ότι τόσο τη μουσική αυτού του βαλς όσο και τους στίχους τούς συνέθεσε ο ίδιος ο Καραμαντούκα, ένα απόγευμα που είχαν βρεθεί στη φυλακή ο ίδιος και τα μέλη της Λασπουριάς, με κάθε βεβαιότητα λόγω της ανάρμοστης συμπεριφοράς τους σε κάποια χαράνα, που πρέπει να κορυφώθηκε με μπουνιές και σπρωξίματα, κάτι αρκετά συχνό όταν αναφερόμαστε σε θερμόαιμους Περουβιανούς, άξια τέκνα του έθνους που τρέφονταν με τα ύψιστα ιδεώδη του πατριωτικού αισθήματος. Λέγεται επίσης ότι, όταν ο Καραμαντούκα παρακάλεσε τον αξιωματικό υπηρεσίας να τους αφήσει ελεύθερους, εκείνος τον προκάλεσε, λέγοντάς του ότι θα τους ελευθέρωνε με την προϋπόθεση ότι εκείνος θα συνέθετε αμέσως ένα βαλς με πολύ όμορφους στίχους. Ο Καραμαντούκα κατάφερε να συνθέσει αυτό το βαλς σ’ εκείνα τα πολύτιμα λεπτά.

Το βαλς «Η Λασπουριά» ήταν το εισιτήριο για την ελευθερία για εκείνα τα ατίθασα αγόρια. Παρακάτω, σ’ αυτές τις σελίδες, θα μιλήσω για το ειδύλλιο που προέκυψε ανάμεσα σ’ έναν από αυτούς, τον προαναφερθέντα Τόνι Λαγάρδε, και τη μαυρούλα Λάλα, μούσα ενός από τα σοκάκια του Μπάριος Άλτος, η ένωση και ο αμάραντος έρωτας των οποίων είναι η εμπειρική απόδειξη που επιβεβαιώνει την υπόθεση που θα βρει ο αναγνώστης σε τούτο το πόνημα.



[1] Callejones: χαμόσπιτα με φτωχικά δωμάτια (σε καθένα απ’ αυτά έμενε μια διαφορετική οικογένεια) κατά μήκος ενός στενού και χωρίς σκεπή διαδρόμου ή μιας μικρής αυλής, με κοινή τουαλέτα για όλους τους ενοίκους. Jarana: περουβιανό γλέντι με τραγούδια και χορό που εορτάζεται για μέρες ολόκληρες σε κάποιο σπίτι ή σε κάποια γειτονιά. [Σ.τ.Μ.]

[2] Το κινεζικό λιμάνι του Port-Arthur (Ριοτζούν ή Λιουσούν, στα κινέζικα) υπήρξε μεγάλης στρατηγικής σημασίας κόμβος κατά τη διάρκεια του Α΄ Σινοϊαπωνικού πολέμου (1894-1895). Οι στίχοι, όμως, του βαλς αναφέρονται στη λεωφόρο Μαλάμπο της γειτονιάς του Μπάχο ελ Πουέντε, γιατί αυτό, Πορτ Άρθουρ, ήταν το προσωνύμιο που της είχαν κολλήσει λόγω του γεγονότος ότι η εν λόγω λεωφόρος ήταν σκηνικό μαζικών κοινωνικών αναταραχών. [Σ.τ.Μ.] 



Το Le dedico mi silencio [Σας αφιερώνω τη σιωπή μου] θα κυκλοφορήσει το 2025 από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, σε μτφρ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. 

Κυριακή 25 Αυγούστου 2024

Συνέντευξη της Marta Sanz στη Λία Παπαϊωάννου

 

Η Marta Sanz θυμίζει στους Ισπανούς όσα θέλουν να ξεχάσουν

 

ΛΙΑ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ, 2 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2024, LADYLIKE

 

 

Η Marta Sanz γεννήθηκε στη Μαδρίτη το 1967 κι είναι μία πολυβραβευμένη συγγραφέας και διδάκτωρ Φιλολογίας. Στα ελληνικά γράμματα εμφανίζεται μέσα από το εξπρεσιονιστικό γουέστερν με το οποίο ανατέμνει τη σύγχρονη ισπανική ιστορία, Μικρές Κόκκινες Γυναίκες, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Carnívora (μετάφραση Κωνσταντίνου Παλαιολόγου). Η Marta Sanz ήρθε και η ίδια στην Ελλάδα, στο πλαίσιο του Festival LEA, όπου παρουσίασε το βραβευμένο με Tenerife Noir 2020 βιβλίο. Με αφορμή τις Μικρές κόκκινες γυναίκες. Με αφορμή το βιβλίο της και την παρουσία της στο Φεστιβάλ μίλησε στο LadyLike, για τις δολοφονημένες γυναίκες που βρήκαν φωνή στις σελίδες της, τον λόγο που αποφάσισε να το γράψει, τη θέση της γυναίκας συγγραφέως στην ισπανική λογοτεχνία και την πολιτική ορθότητα.

Η Marta Sanz έχει ένα ευγενικό πρόσωπο, χαμογελά συχνά όσο μιλά και κουνά τα χέρια της δίνοντας χρώμα σε κάθε της λέξη. Κοιταζόμαστε μέσα από τα ζευγάρια των γυαλιών μας και διακρίνουμε μία πέρα από τις γλώσσες, την ιστορία, τις λέξεις, ανεξήγητη κατανόηση. Μια κατανόηση που νιώθω, όσο μιλάμε, ότι είναι τόσο ταιριαστή στους ανθρώπους. Ότι θα γινόταν το καλύτερο έδαφος να χτίσουμε επιτέλους κόσμους στους οποίους θα συμπορευόμαστε αρμονικά.

Η Marta Sanz παλεύει κάθε μέρα για όσα την αφορούν για όσα την ανησυχούν και την προβληματίζουν, γι’ αυτόν τον κόσμο που θα μπορούσε να χτιστεί. Και γράφει γι’ αυτά με τη μοναδική της πένα. Ακολουθεί η συζήτησή μας, που έλαβε χώρα ένα ζεστό, καλοκαιρινό πρωινό, στο κέντρο της Αθήνας, λίγο πριν εμφανιστεί στο Festival LEA για να μιλήσει για τις Μικρές κόκκινες γυναίκες της, τις πολύτιμες για όλες μας γυναίκες.

 

– Πώς νιώθεις που βρίσκεσαι στην Ελλάδα για ένα φεστιβάλ αφιερωμένο στην κουλτούρα και τη γλώσσα σου;

 

Νιώθω πολύ χαρούμενη, είμαι τρομερά ευτυχισμένη γιατί πιστεύω ότι υπάρχουν πολύ ισχυροί δεσμοί μεταξύ της ελληνικής και της ισπανικής κουλτούρας. Καταρχάς η δική σας κουλτούρα, είναι η βάση όλων όσα εμείς δημιουργήσαμε μετά.

Κάθε ταξίδι μίας συγγραφέως που γράφει στα ισπανικά και που ζει την ευρωπαϊκή κουλτούρα στην Ελλάδα είναι ένα ταξίδι στις ρίζες, στην αρχή και σε πολλά από αυτά που πρέπει να ανακτήσουμε και που χάνουμε με κάποιες βαρβαρότητες του παρόντος. Γι’ αυτό είμαι κατενθουσιασμένη.

 

– Το βιβλίο σου, Μικρές κόκκινες γυναίκες, είναι το πρώτο που μεταφράστηκε στα ελληνικά και σε αυτό έχεις επιλέξει να δώσεις φωνή σε γυναίκες και παιδιά που δολοφονήθηκαν την περίοδο του Φράνκο. Πώς επέλεξες αυτή την περίοδο; Είναι κάτι που συζητάτε ανοιχτά στην Ισπανία;

 

Πιστεύω ότι είναι ένα ανεξόφλητο χρέος της ιστορίας μας. Είναι ένα μέρος της ιστορίας μας, που έκλεισε άσχημα κατά τη μετάβαση στη δημοκρατία μετά τον θάνατο του δικτάτορα Φράνκο. Αναζητώντας συμφιλίωση μεταξύ όλων των πολιτών και των διαφορετικών παρατάξεων, ξεχάστηκε ότι κάποιοι είχαν κερδίσει και άλλοι είχαν χάσει με πολύ αιματηρό τρόπο.

Κάπως έτσι, η λήθη της μνήμης αυτών των ανθρώπων, είναι μία πράξη όχι προστασίας, αλλά βίας, εναντίον ολόκληρης της κοινότητας. Είναι ένα θέμα που ήταν πάντα παρόν στην οικογένειά μου και αναδύθηκε για μένα προσωπικά μέσα μου, όταν είδα ότι στην Ισπανία υπήρχε η πιθανότητα μίας αναγέννησης της ακροδεξιάς, που βασικά απαντούσε σε αυτή τη λήθη.

Είδα ότι η ακροδεξιά μπορούσε να διεκδικήσει τη θέση της ως δημοκρατική επιλογή πια, επειδή είχε ξεχαστεί. Πιστεύω ότι υπάρχουν πράγματα, τα οποία είναι αδύνατον να ξεχαστούν, απλά δίνεται μια διαστρεβλωμένη και διεστραμμένη εικόνα της πραγματικότητας. Έγραψα αυτό το βιβλίο, για να μην επαναληφθεί η ιστορία. Κι επίσης την έγραψα με την πεποίθηση ότι η ακροδεξιά έχει 2 κύριους στόχους: Να σβήσει τα υπολείμματα αυτού του άβολου για εκείνους παρελθόντος και να επιτεθεί στα δικαιώματα που κατέκτησαν οι γυναίκες.

 

– Είπες πως αυτό το θέμα είναι και προσωπικό και οικογενειακό. Είχες μια τέτοια ιστορία με δικούς σου ανθρώπους;

 

Ναι, αν και αυτό που αφηγούμαι στο βιβλίο δεν είναι ακριβώς το ίδιο με αυτό που συνέβη στην οικογένειά μου. Είχα έναν προπάππου που φυλακίστηκε και βγήκε από τη φυλακή μόνο και μόνο για να πεθάνει όπως και πολλοί άλλοι Ισπανοί. Ο προπάππους μου έγραφε γράμματα στην κόρη του, Χουανίτα, τη γιαγιά μου δηλαδή. Η γιαγιά μου κρατούσε αυτά τα γράμματα, επομένως η οικογενειακή αυτή εμπειρία διατηρήθηκε χάρη στην αφήγηση της γιαγιάς μου.

Πιστεύω ότι σε πολλές οικογένειες στην Ισπανία πάντα υπήρχε μια ζώνη σκιάς, μια ζώνη μυστικότητας, πράγματα για τα οποία δεν ήθελαν να μιλήσουν. Γιατί κάποιες φορές όταν είσαι θύμα, εκτός από το να είσαι θύμα, είναι σαν να νιώθεις ένοχος.

Υπάρχει ντροπή για το ότι είσαι θύμα. Άρα, αυτό που ήθελα να αφηγηθώ σε αυτό το βιβλίο είναι επίσης πώς όλο αυτό το σκοτάδι μολύνει το παρόν.

 

– Σε έναν κόσμο που μοιάζει να έχει τέτοια εμμονή με το να φτιάχνει αναμνήσεις φωτογραφίζοντας τα πάντα για τα social media, πιστεύεις ότι θυμόμαστε τα σημαντικά σε σχέση με την ιστορία;

 

Δεν το ξέρω γιατί πιστεύω ότι ακόμα δεν υπάρχει απόσταση. Ίσως από ανθρωπολογική σκοπιά, ναι, θα έχει μεγάλη σημασία αυτό που κάνουμε γιατί η ανθρωπολογία ασχολείται με όλα αυτά τα μικρά πράγματα. Και πιθανότατα στη σχέση μεταξύ ανθρωπολογίας και ιστορίας, θα δούμε κάποτε πώς όλα αυτά τα μικρά προσωπικά πράγματα, καταλήγουν να έχουν πολιτική σημασία και μας βοηθούν να καταλάβουμε ποιοι ήμασταν. Μας βοηθούν να καταλάβουμε τη δική μας ασημαντότητα, τον δικό μας ναρκισσισμό, τον δικό μας ατομικισμό. Μπορεί λοιπόν, να είναι χρήσιμα όλα αυτά ως τεκμήρια μιας κάπως ανόητης στιγμής.

 

– Έχουν στη χώρα σου ίσες ευκαιρίες οι γυναίκες με τους άντρες συγγραφείς;

 

Όταν ήμουν νέα και ξεκινούσα, πίστευα ότι είχα τις ίδιες ευκαιρίες, ότι όλα ήταν ίσα για τις γυναίκες και τους άντρες, ότι ο κόσμος του πολιτισμού και ο κόσμος της διανόησης δεν θα υπέπιπταν σε αυτές τις διακρίσεις. Αλλά με τα χρόνια συνειδητοποίησα ότι ήμουν πολύ αφελής.

Είμαι αρκετά συγχυσμένη, γιατί οι γυναίκες στη λογοτεχνία και τον πολιτισμό συνεχίζουμε να έχουμε δυσκολίες. Μας αντιμετωπίζουν με περιφρόνηση, συγκατάβαση, σκεπτικισμό. Δεν μας θέλουν! Κάθε μικρό ελάττωμα μεγεθύνεται και επεκτείνεται σε όλες τις γυναίκες. Επομένως, βρισκόμαστε ακόμα σε μια κατάσταση σύγκρουσης.

Και τώρα κάτι που με ανησυχεί πολύ είναι που οι γυναίκες έχουμε εκπαιδευτεί, έχουμε διαβάσει μια αντρική λογοτεχνία, μια αντρική κουλτούρα και αυτή η λογοτεχνία και αυτή η κουλτούρα και αυτή η οπτική γωνία είναι μέσα μας, είναι μέρος μας. Δεν μπορούμε να παραιτηθούμε από αυτήν την οπτική γωνία και μερικές φορές μας βλάπτει. Αλλά είναι μέρος μας. Πρέπει να βρούμε έναν ενδιάμεσο δρόμο μεταξύ αυτής της γλώσσας που δεν είναι δική μας και μιας νέας γλώσσας. Και αυτό είναι που πιστεύω ότι κάνει η λογοτεχνία γραμμένη από γυναίκες αυτή τη στιγμή. Κι είναι πολύ ενδιαφέρουσα γιατί όλη η λογοτεχνία, για μένα, γεννιέται από τη σύγκρουση, την κρίση και τη μεταμόρφωση.

 

– Τελευταία στην Ελλάδα ξέσπασε στα social media ένα debate σχετικά με ένα βιβλίο που γράφτηκε το 1936 και για την οπτική του συγγραφέα του απέναντι στις γυναίκες (μιλάω για τη Μεγάλη Χίμαιρα του Μ. Καραγάτση) και για το αν πρέπει να «αναθεωρούνται» τα μεγάλα καλλιτεχνικά έργα του παρελθόντος. Στην Ισπανία συμβαίνει αυτό;

 

Φυσικά, στη χώρα μου συμβαίνει ακριβώς το ίδιο. Πιστεύω ότι είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο και δεν μου φαίνεται δίκαιο. Πιστεύω ότι κάθε πολιτιστικό έργο πρέπει να αναλύεται στο πλαίσιο του. Η αποκομμένη ματιά από το πλαίσιο, πιστεύω ότι μας εμποδίζει ακόμα και να κατανοήσουμε τα βήματα που έχουμε κάνει προς τα εμπρός και μας εμποδίζει να κατανοήσουμε την αξία κάθε συγγραφέα στο πλαίσιο του, που είναι θεμελιώδες. Στην Ισπανία για παράδειγμα υπάρχει η περίπτωση του Γκαλδός που έχει γυναικείους χαρακτήρες που από μία σύγχρονη οπτική γωνία μόλις τους διαβάσεις θα πεις “Ω Θεέ μου, τι πράγμα είναι αυτό;”. Αλλά αν τους δεις στο πλαίσιο στο οποίο έγραφε, η ματιά του Γκαλδός ήταν μία συμπονετική ματιά. Ήθελε να καταλάβει μία μειονεξία στον κοινωνικό τομέα.

Πιστεύω ότι υπό αυτή την έννοια πρέπει να μάθουμε να διαβάζουμε κριτικά, χωρίς να αρνούμαστε την κριτική ή αυτό που μας φαίνεται προφανώς λάθος, αλλά κατανοώντας το ιστορικό πλαίσιο κάθε πολιτιστικού έργου.

 

– Οι γυναίκες που παλεύουν για τα δικαιώματά τους σήμερα συχνά υποτιμούνται ως μέρος της woke κουλτούρας από όσους την αντιμάχονται. Πιστεύεις ότι ζούμε εποχές νεοσυντηρητισμού;

 

Πιστεύω ότι από τη μια πλευρά, η υπεράσπιση της ευαλωτότητας της διαφορετικότητας είναι πολύ σημαντική. Μου φαίνεται θεμελιώδες ότι τα άτομα που είναι τρανς μπορούν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Μου φαίνεται θεμελιώδες ότι για τις γυναίκες, τα άρρωστα άτομα, τα άτομα που υφίστανται φυλετικές διακρίσεις, όλες αυτές τις διαφορές πρέπει να τις λαμβάνουμε πολύ σοβαρά υπόψη.

Θα ήταν πολύ άδικο να επιστρέψουμε σε μια προηγούμενη περίοδο, αλλά ταυτόχρονα πιστεύω ότι μπορούμε να πέσουμε σε ορισμένες θέσεις που είναι γελοίες και παραλυτικές και που σε αδρανοποιούν πολιτικά και δεν πρέπει.

Θα δώσω ένα παράδειγμα. Πρόσφατα έδωσα μια διάλεξη στην Ισπανία και στο τέλος της διάλεξης ένας νεαρός ήρθε και μου είπε “ευχαριστώ, αλλά ήσουν ηλικιακά προκατειλημμένη”. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Τον ρώτησα γιατί. Τότε μου εξήγησε ότι ήμουν ηλικιακά προκατειλημμένη επειδή είχα πει ότι οι μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι έχουν μερικές φορές πρόβλημα με την πρόσβαση στη δημόσια υγεία επειδή δεν χρησιμοποιούν νέες τεχνολογίες και άρα δεν μπορούν να κλείσουν ραντεβού με τον γιατρό. Τότε μου είπε ότι αυτό ήταν εφαρμογή της προκατάληψης ότι οι μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι δεν μπορούσαν να μάθουν, ότι δεν έχουν σχέση με τις νέες τεχνολογίες και ότι αυτό δεν ήταν αλήθεια.

Εμπιστεύομαι τη δυνατότητα μάθησης των μεγαλύτερης ηλικίας ανθρώπων, αλλά ξέρω ότι οι γονείς μου δεν ξέρουν πώς να κλείσουν ραντεβού μέσω κινητού. Έτσι, προκειμένου να είσαι πολιτικά ορθός στη χρήση της γλώσσας, αυτό που κάνεις είναι να θολώνεις την πραγματικότητα, να χάνεις την κριτική σου ικανότητα να λες τα πράγματα που πραγματικά συμβαίνουν. Πιστεύω ότι αυτός είναι ο κίνδυνος.

Πρέπει να υποστηρίξουμε όλα τα δικαιώματα και όλες τις διεκδικήσεις των ανθρώπων, που ιστορικά έχουν αντιμετωπιστεί άδικα. Αλλά δεν μπορούμε να πέσουμε σε μια υπερβολή που μας φιμώνει και μας εμποδίζει να δούμε τα πράγματα όπως είναι. Αν χρησιμοποιώ μια τέλεια, ευτυχισμένη, ιδανική γλώσσα, δεν αφηγούμαι το σκοτάδι της πραγματικότητας κι αυτό είναι πρόβλημα. Και επίσης πρόβλημα είναι λίγο ότι μας αναγκάζουν να πούμε αυτό ή το άλλο. Δεν υπάρχει ενδιάμεση διαβάθμιση, είναι άσπρο ή μαύρο. Κι όμως υπάρχει μια μεγάλη ζώνη στην οποία ούτε είμαι πουριτανή γιατί κατανοώ πτυχές της ιδεολογίας woke, ούτε είμαι αντιδραστική και υπερσυντηρητική γιατί υπάρχουν ορισμένες πτυχές αυτής της ιδεολογίας που βρίσκω αμφισβητήσιμες.

 

– Πόσο σημαντικό είναι κατά τη γνώμη σου να έχει κανείς πολιτική στάση στις μέρες μας, να συμμετέχει στα κοινά, να ψηφίζει κ.λπ.;

 

Για μένα είναι πολύ σημαντικό, γιατί προέρχομαι από μια οικογένεια όπου η πολιτική δράση, η δράση των πολιτών στην πραγματικότητα, εκτιμάται. Εκτιμάται πολύ, ακριβώς επειδή προερχόμαστε από εκείνους που ηττήθηκαν. Και έτσι, υπό αυτήν την έννοια, πιστεύω ότι ως συγγραφέας, έχω πάντα μια ιδεολογική θέση, γιατί γράφω ό,τι γράφω και το γράφω όπως το γράφω. Εκεί βρίσκεται η δουλειά μου και η ιδεολογική μου θέση ως συγγραφέας. Αλλά αυτό, κατά την άποψή μου, πρέπει να συμπληρώνεται με τη δράση σε άλλους χώρους.

Είμαι ένα άτομο που συνεχίζει να πηγαίνει σε διαδηλώσεις, συνεχίζω να υπογράφω διακηρύξεις, συνεχίζω να συμμετέχω στους αγώνες της γειτονιάς μου.

Επομένως, πιστεύω ότι η λογοτεχνία δεν πρέπει να είναι μια δικαιολογία για να πεις «αυτό είναι αρκετό». Αλλά ταυτόχρονα, η λογοτεχνία, λόγω του ότι είναι δημόσιος λόγος, σε τοποθετεί ήδη σε μια θέση, ακόμα κι αν υπάρχουν πολλοί δημιουργοί που δεν θέλουν να το αναγνωρίσουν και λένε «όχι, η δουλειά μου έχει περισσότερο να κάνει με τα απλά πράγματα».

 

Λίγα λόγια για το βιβλίο Μικρές κόκκινες γυναίκες

 

Η Πάουλα Κινιόνες φτάνει στο Σαφράν, μια κωμόπολη της Καστίλλης, για να εντοπίσει ομαδικούς τάφους από την εποχή του εμφυλίου. Έρχεται να ξύσει παλιές και καινούργιες πληγές. Δικές της και των άλλων. Και επιλέγει το χειρότερο μέρος για να καταλύσει: το πανδοχείο της εύπορης και μυστηριώδους οικογένειας των Μπεάτος. Μόλις πατήσει το κουτσό πόδι της στα ζέχνοντα ξύλινα πατώματα του πανδοχείου, αισθάνεται ότι ο ουρανός βαραίνει επικίνδυνα επάνω της και ένα αόρατο λάσο απομακρύνει το σώμα της από εκείνον τον τόπο. Στις επόμενες εβδομάδες, αγνοώντας τις προειδοποιήσεις του ενστίκτου της, η Πάουλα θα ερωτευτεί και ταυτόχρονα θα αρχίσει να μπαίνει όλο και πιο βαθιά στα σκοτεινά μυστικά μιας οικογένειας, ενός χωριού, μιας χώρας που έχουν στοιχειώσει και διαστρεβλώσει ζωές και συνειδήσεις.

Οι Μικρές κόκκινες γυναίκες είναι ένα εξπρεσιονιστικό γουέστερν που εξελίσσεται σε ταινία τρόμου στην οποία τα ζώα αν και μπορούν να μιλήσουν, παραμένουν βουβά και τα φαντάσματα, αν και βουβά χρόνια τώρα, ξαφνικά γίνονται λαλίστατα. Ένα μυθιστόρημα που μας προ(σ)καλεί σε μια αργή ανάγνωση της ιλιγγιώδους εποχής μας, ανατέμνοντας μια κοινωνία θρησκόληπτη, άπληστη, μισογύνικη και φασιστική που αντιμάχεται και είναι έτοιμη να κατασπαράξει οτιδήποτε απειλεί το status quo δεκαετιών, αιώνων μήπως;


https://www.ladylike.gr/synentefxeis/i-marta-sanz-thimizei-stous-ispanous-osa-theloun-na-xexasoun/

 

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2024

«Cuando despertó, el minicuento estaba aún por escribir». Enseñando a escribir minirrelatos en español a alumn@s grieg@s

 

Konstantinos Paleologos - Eduardo Lucena

 

 

«Cuando despertó, el minicuento estaba aún por escribir»

Enseñando a escribir minirrelatos en español a alumn@s grieg@s

 

Hace algunos años, no muchos, uno de los autores de este texto fue amablemente invitado a participar como jurado en un concurso internacional gigantesco, por la participación de decenas de miles de concursantes, de microrrelatos. A raíz de esta circunstancia, y como era su obligación, este miembro del jurado leyó centenares de escritos de todo el mundo (literalmente). De estos centenares de textos breves (malos, buenos o regulares, es indiferente para nuestro caso), solo un pequeñísimo porcentaje se podía calificar como microrrelato. Se leyeron pensamientos de todo tipo, historias didácticas, poemas sentimentaloides... En fin, una gran variedad de géneros, y muy pocos minirrelatos, tal como los entendemos nosotros, lo cual sería, en palabras de nuestro adorado Ginés S. Cutillas, un «texto breve en prosa, de naturaleza narrativa y ficcional, que usando un lenguaje preciso y conciso se sirve de la elipsis para contar una historia sorprendente a un lector activo» (2016: 14).

Esta experiencia fue el germen del taller de escritura de minirrelatos en español del cual les hablaremos a continuación, empezando, cómo no, por los objetivos de dicho taller, que fueron fundamentalmente tres:

 

a)  explicar a las personas que iban a participar qué se entiende por minificción, al menos en el ámbito iberoamericano,

b)  ayudar a personas que no poseen el español como lengua materna, pero que tienen un dominio muy alto de él, a expresarse en este idioma a un nivel más complejo,

c)  conseguir, mediante el análisis y la aplicación de la teoría y el intercambio de opiniones, algunos textos de relativo valor literario.  

 

Pero ¿quiénes son las personas que organizaron dicho taller? Se nos permitirá añadir aquí una pequeña semblanza de los dos.

 

          i) Konstantinos Paleologos es Catedrático de Traductología Aplicada y Literatura Española en la Facultad de Letras de la Universidad Aristóteles de Salónica. Además enseña Literatura Española y Escritura Creativa en la Universidad Abierta de Grecia y Traducción Literaria en la Universidad de Málaga. Es escritor de minicuentos y traductor del español al griego de más de 100 libros de autores y autoras como Valle-Inclán, Pardo Bazán, Unamuno, García Lorca, Emar, Sábato, Delibes, Vázquez Montalbán, Llamazares, Chirbes, Bryce Echenique, Villoro, etc. Además es autor de minificción en griego y español.

          ii) Eduardo Lucena es Licenciado en Filología Hispánica por la Universidad de Córdoba (España) y vive en Atenas desde 2007, donde enseña español y literatura, dirige un grupo de teatro aficionado que trabaja y representa obras hispanas y organiza, junto a Konstantinos Paleologos, talleres de traducción literaria del español al griego y viceversa.

 

Fruto de nuestra colaboración y de numerosos talleres de traducción organizados en Grecia y en España es la antología Proyecto GreQuerías. Antología del minicuento griego contemporáneo (Málaga, EDA Libros, 2020), la primera antología de minicuentos griegos en una lengua extranjera.

         

En 2023, pues, y tras todos estos acontecimientos que les hemos narrado anteriormente, pensamos organizar un taller, en español y en línea, de 14 horas de duración (en siete sesiones de dos horas), dirigido a grecohablantes, pretendiendo, sobre todo, introducir a tod@s l@s interesad@s en los secretos de la creación minificcionista. Dicho taller, efectivamente, tuvo lugar a principios de 2024 (desde mediados de enero hasta finales de febrero). En esta ponencia trataremos de narrar detalladamente los episodios de esta aventura, presentando todas sus etapas, sus desafíos y dificultades, exponiendo el material utilizado y las fuentes de inspiración y ofreciendo por supuesto ejemplos de la producción de nuestr@s estudiantes.

Las  personas inscritas en el taller (por orden alfabético: Niki Alexakou, Ilektra Anagnostou, María Athanasiadou, Theoni Kambra, Thanasis Koronis, Nikos Manousakis), todas con un dominio muy alto del castellano, recibieron un mes antes del inicio del taller, esto es, a mediados de diciembre de 2023, cuatro breves textos teóricos sobre minificción, textos que consideramos de lectura indispensable puesto que combinan la condensación teórica con altas dosis de sentido de humor:

 

a)  «El microrrelato, una introducción al género», de Ginés S. Cutillas,

b)  «El microrrelato: ese arte pigmeo», de Pedro de Miguel,

c)  «Trece consejos para escribir microrrelatos», de Orlando Romano,

d)  «Decálogo del perfecto minificcionista», de Fabián Vique.

 

          así como una breve antología de minirrelatos (de menos de 75 palabras) de grandes figuras del género: Borges, Monterroso, Cortázar, Jodorowski, Shua, Barros y otr@s. Antes de proceder a la presentación detallada del taller, hay que subrayar que l@s estudiantes habían recibido los cuatro textos teóricos en su versión original y, además, traducidos al griego.

          El jueves 18 de enero de 2024 tuvo lugar el primer encuentro del grupo en la plataforma Webex. El objeto de este primer encuentro, de dos horas de duración, fue hablar, partiendo de los textos teóricos estudiados, sobre qué es (y qué no es) minificción, cuáles son sus características y su relación con textos literarios breves de otros géneros como son las greguerías, los aforismos o los haikus. En esta ocasión, aparte de los cuatro autores ya mencionados, se comentaron aportaciones de teóric@s de la talla de Francisca Noguerol, Lauro Zavala, Fernando Valls, Clara Obligado, David Lagmanovich, Edmundo Valadés, Juan Armando Epple, Violeta Rojo, Guillermo Samperio, Dolores Koch y otr@s.

          Al final de dicho encuentro se presentó a l@s estudiantes la programación de las siguientes sesiones, que fue como a continuación se detalla:

 

          i) 25 de enero: escribir un relato de hasta 50 palabras (título incluido) que contuviera tres palabras dadas de antemano [en este caso, las palabras dadas fueron: ademán, montón, trepa];

Como era de esperar, “trepa” se prestó a innumerables preguntas por parte de los mininarradores. ¿Es solo verbo? Y si es así, ¿podemos cambiarle la persona, el número, el tiempo, el modo: trepan, trepo, trepé, treparé, trepara o trepase...? Pero, ¿y si se trata asimismo de un sustantivo? ¡Qué manera de trepar quien usara ese “trepa” intentando trepar en el taller para escribir el mejor minirrelato de la primera semana!

ii) 1 de febrero: escribir un relato de menos de 50 palabras con la condición de que fuera en primera persona;

Ábacos, calculadoras, dedos de la mano... Todos a contar palabras y a mirarse el ombligo: aritmética y narcisismo. Todos a decir lo que no nos atreveríamos a decir a nadie más: recuerdos, experiencias personales, traumas ocultos, esperanzas más ocultas aún... Yo y nadie más que yo, pero sin pasarse: hasta cincuenta palabras.

iii) 8 de febrero: escribir un relato de una temática concreta para tod@s (policial, erótico, de ciencia ficción...), siempre con un máximo de 50 palabras [por votación se decidió que tod@s escribiéramos un minirrelato de ciencia ficción];

Primera votación por sufragio intergaláctico para decidir el tema del siguiente relato. En contra de todas las expectativas (estos dos servidores se morían por el relato erótico), ganó por mayoría la temática de ciencia ficción, por lo que de repente se nos llenaron las pantallas de robots, de extraterrestres y de platillos volantes, de un futuro que cada vez es menos futuro.

iv) 15 de febrero: La elipsis (citando literalmente) es uno de los recursos fundamentales de un microrrelato. Te pedimos, pues, que comiences a narrar in media res, o sea, en un momento intermedio de la historia. Sitúa a tu(s) personaje(s) en una situación límite ya iniciada, en medio de un concierto, de un tiroteo, de una cama vacía, de una cárcel, de un partido de fútbol, de una discusión de dos novios, de una catástrofe natural, pero con la condición de no sobrepasar las 70 palabras [se dieron de antemano ejemplos de relatos empezados in media res];

Contadores expertos a estas alturas del taller, ya nos podríamos permitir el lujo de experimentar con el proceso narrativo, con la diégesis. Esto del in media res nos llevó a nuestros viejos diccionarios, de cuando aprendíamos latín, pero nos llevó también a rebobinar al revés la película, a ir hacia adelante y hacia atrás, un pasito palante, un pasito patrás, ya saben...

v) 22 de febrero: escribir libremente un relato de hasta 75 palabras;

Libertad igual a libertinaje. A estas alturas del mes de febrero, con la primavera griega a la vuelta de la esquina y el final del taller a la vuelta de la siguiente, los mininarradores nos soltamos la melena (en nuestras pantallitas del Webex se notaba mucho mejor) y dimos alas a nuestra pluma y a nuestras teclas, para darle a la humanidad relatos de toda índole y condición, de una calidad que ya nada tenía que ver con la de un mes antes.

vi) 29 de febrero:  relectura y revisión de todos los relatos y preparación de una antología mediante la votación de los mejores micros de todo el proceso.

Sin comentarios. Esto de releer y revisar debería estar prohibido por ley.

 

Hay que aclarar en este punto que los dos organizadores del taller tenían ellos también la «obligación» de escribir los minirrelatos requeridos, siguiendo el mismo ritmo de l@s estudiantes.

Los relatos se enviaban el fin de semana antes de cada encuentro a Konstantinos Paleologos y a Eduardo Lucena, quienes hacían las correcciones lingüísticas pertinentes y procedían a comentarios con respecto a los puntos fuertes y las posibles debilidades de cada relato. Estos archivos se enviaban individual y personalmente a sus autoras y autores, quienes tenían el derecho de enviar una segunda versión de sus relatos hasta el miércoles previo al encuentro. Una vez reunidos los 8 relatos en su versión final se enviaban a todo el grupo, junto con los comentarios de los dos coordinadores (en el caso de ellos dos, había comentarios únicamente del otro coordinador).

En la sesión virtual, los minirrelatos eran leídos por las propias autoras y autores, y tras cada lectura se generaba un breve e interesante debate acerca del texto en cuestión: sentido, motivación, mensaje o intención... Este era, como pueden entender, el punto más interesante de todo el proceso. Los comentarios, en la mayoría de los casos, inducían a una tercera versión de muchos de los minirrelatos, la cual se enviaba en su momento a los coordinadores. En el último encuentro, se volvieron a leer estas terceras versiones de todos los relatos y dimos paso a los retoques finales (cuarta versión) y la elección, por votación secreta, de los minicuentos más destacados. En total se escribieron 50 minirrelatos (en algunas sesiones algun@s de l@s participantes escibieron más de uno) y se eligieron, para nuestra antología grupal, un total de 20, que van ustedes a poder leer en el anexo de este ensayo.

Concluyendo, queremos recordar que el primer objetivo de este taller experimental era hablar de lo que es minificción, en un contexto en el que dicho género, por considerarse erróneamente de fácil escritura, corre el peligro de perderse en un mar de despropósitos. Creemos que este objetivo ha sido logrado en el microcosmos del taller. Si encima hemos conseguido dar a luz un puñado de minirrelatos decentes e irreverentes, nos damos más que por satisfechos.   

 

 

Bibliografía

 

·        Cutillas, Ginés S., «El microrrelato, una introducción al género», Quimera: Revista de literatura, Nº 386, 2016, págs. 12-16.

·        Miguel, Pedro de, «El microrrelato: ese arte pigmeo», El Mundo s/f, consulta: 20 de diciembre de 2011, disponible en: https://www.elmundo.es/especiales/2001/05/sociedad/diadelamadre/pigmeo.html

·        Romano, Orlando, «Trece consejos para escribir microrrelatos», La Nave de los Locos, 27 de febrero de 2008.

·        Vique, Fabián, «Decálogo del perfecto minificcionista», El Cuento en Red. Revista Electrónica de Teoría de la Ficción Breve, Nº 29, verano 2014, p. 39.

 


 

Anexo: Los 20 minirrelatos más votados por los propios miembros del taller

 

 

Obras incompletas

Siempre me gustaron las autobiografías, aunque está claro que nadie ha podido hasta ahora escribir una completttttttttttttttttttttttttttttttttttttttttttttttttttttttttttttttttttttttttttttttttttttttttttttt

 

Eduardo Lucena

[primera persona]

 

>.<>.<

 

Última voluntad

Así como estoy tirado en la cama, en pañales y balbuceando, viéndote subir las escaleras, lo único que puedo desear es volver a nacer.

 

Ilektra Anagnostou

[primera persona]

 

>.<>.<

 

Séptimo miau

Oí los frenos chirriando y sentí el choque en la cabeza. Todo iba difuminándose. Arrodillada a mi lado, podía oír sus gritos.

―Es mi gato, por favor, llamen a… ¡aguanta, Séptimo!

Hice una última mueca de resignación.

―Es inútil, Marigaila, esta fue la séptima vez.

 

Nikos Manousakis

[primera persona]

 

>.<>.<

 

Sueño intranquilo      

Me acordé de aquel día en el que mamá me llevó a conocer el mar. Las olas se parecían a ovejas y el agua cristalina a un espejo. Cuando me desperté sobre la toalla, las ovejas estaban todavía allí y en el espejo se reflejaba mi rostro envejecido.

 

Theoni Kambra

[primera persona]

 

>.<>.<

 

Maricón

Hoy, decidida, cogió la callejuela que llevaba décadas evitando, y con una mezcla de temerosidad y nostalgia paró delante del lugar en el que había escuchado por primera vez la palabra que cambió su vida.

No sintió nada al ver, con la cabeza entre las rejas, el patio de recreo en que todo había empezado. Lo contemplaba serena, mientras los niños jugaban indiferentes a ella, como se suelen contemplar las cosas que ya no te pueden hacer daño.

 

Konstantinos Paleologos

[temática libre]

 

>.<>.<

 

Liberación

Viajaba durante años en este tren. Ya no sentía la ilusión de cuando subió. Era cómodo y acogedor, eso sí, pero no había más sorpresas, todo igual día tras día. Y, sin embargo, nadie más parecía molestarse. “Será que soy rarο yo” pensaba para apaciguar su sofoco. Aguantó así veinte años. Hasta que un día, saltó por la ventana de su compartimento.

Aunque solo por un segundo, estuvo libre.

 

Niki Alexakou

[temática libre]

 

>.<>.<

 

Pasajeros al tren

Años después, con un pie sobre la puerta del vagón, oscila el exiliado. Siente algo de vértigo al mirar las vías. Por ellas pasan, en un traqueteo incesante, imágenes de la anhelada patria. Del pasado. “El dictador ha muerto”, anunciaron ayer por la radio.

El exiliado, cargado de presente en su maleta, baja el pie. Pita el tren. Se marcha. ¡Pasajeros al trennnnn!, trae el eco en una lengua que ya comprende.

 

Eduardo Lucena

[temática libre]

 

>.<>.<

 

Momentos casi eutanásicos

En la habitación del hospital neoyorquino entra el sicario. Al ademán del paciente tetrapléjico, hay que inyectarle Pentobarbital. Así recibe un montón de dinero tan imprescindible para su trepa social. Se oyen las campanas de la capilla, se va deprisa. Resulta que es beato.

 

Thanasis Koronis

[tres palabras dadas]

 

>.<>.<

 

La llamada

Hace un montón de días que no la ha visto por la cabaña. Inquieto, trepa hasta la cima de un árbol, toma aire, prepara la llamada de la selva, hace el ademán con las dos manos, y con la derecha pulsa el nombre de Jane sobre la pantalla. 

 

Eduardo Lucena

[tres palabras dadas]

 

>.<>.<

 

El árbol y la enredadera

La niña trepa entre los cuerpos de sus padres tendidos en la cama. Sus ademanes confiados la llenan de seguridad. Ellos no son padres del montón como los de la patria que se oyen en la sala disputando sobre los derechos de las parejas homo.

 

Nikos Manousakis

[tres palabras dadas]

 

>.<>.<

 

Huapango a montón

La admira: ella rifándose en la tarima. Le hace un ademán invitándolo a bailar —o así cree él. Entonces, evitando que el gentío lo pisotee, trepa al árbol más cercano, se relame para ponerse guapo y se lanza a la cabeza del hombre que la está coqueteando.

 

Ilektra Anagnostou

[tres palabras dadas]

 

>.<>.<

 

Caída libre de un hipocondríaco

Al saltar del helicóptero recuerdo que la estufa está todavía encendida en casa. “Qué despistado estoy, será demencia senil prematura” murmuro en pleno vacío. “Ya, al pisar tierra dejaré los deportes extremos y me buscaré terapia” me digo. “Joder…, que me estrello…” grito desesperado.

Esta es la pesadilla que tengo cada noche, doctor, desde que el veterinario diagnosticó que mi Carlitos sufre del síndrome del gato paracaidista.

¿Es algo grave?

 

Thanasis Koronis

[in media res]

 

>.<>.<

 

Amor eterno

Escasas semanas antes de que ellos dos se dieran cuenta de que lo suyo acabaría con su vida anterior, Ignacio Belíndez sacó su mítico libro de minirrelatos, Minitonterías. Lo leyeron, dos desconocidos aún, por separado y lo volvieron a leer, ya dos amantes en pleno frenesí, juntos. Lo tradujeron inmediatamente a su idioma. Jamás publicaron la traducción.

Ignacio Belíndez permanece ajeno a todo esto.

 

Konstantinos Paleologos

[in media res]

 

>.<>.<

 

Final de juego

No le había sido fácil llegar a este punto. Había tenido que saltar con mucho cuidado de piedra en piedra para no caer en el abismo y al mismo tiempo esquivar los pájaros monstruosos volando por encima. Y ahora, enfrentándose con el dragón, más que salvar a la princesa le motivaba ahorrarse la repetición del esfuerzo.

 

Niki Alexakou

[in media res]

 

>.<>.<

 

Justicia muda

Ni palabra para defenderme. Era culpable de doble roboticidio. La comunicación con el juez concluyó en 29,64 segundos telepáticamente. El algoritmo tribunal fijó mi sentencia: Exilio a la vida atávica terrestre del año 1981. ¡Qué barbaridad! Moriré sin nunca conocer a John Lennon. Apelaré enseguida.

 

Thanasis Koronis

[ciencia ficción]

 

>.<>.<

 

1991

Ulises declara que necesita tiempo para pensar cómo penetrar los muros de Troya. Se encierra en la diminuta cámara acorazada y hace la pregunta. HAL-9000 le responde: “En el vientre de un animal de madera; quizá un perro.”

 

Ilektra Anagnostou

[ciencia ficción]

 

>.<>.<

 

Proyectos

Aquí estoy. Navegando por el espacio sideral buscando regiones incógnitas. Los aparatos indican que aquel astro es idóneo para poner en marcha el proyecto Neon. ¡Qué alegría! Por fin, pasado tanto tiempo desde el proyecto Génesis. Además, aquellos pobres seres descarriados están ya fuera de mi cobertura.

 

Nikos Manousakis

[ciencia ficción]

 

>.<>.<

 

De excepciones

Hacían el amor como locos. Nunca usaron anticonceptivos, ya que los científicos siempre aseguraban que el cruce entre los habitantes del planeta Piripiri y los del Mirimiri era imposible. A mí, me tienen en una jaula, llevándome de galaxia en galaxia como demostración de que en toda regla hay excepciones.

 

María Athanasiadou

[ciencia ficción]

 

>.<>.<

 

Castigo

―Nos extinguiremos sin llegar a saber qué hay más allá –piensa con resignación y alivio el último ser humano sobre la tierra, sintiendo el letal abrazo del robot y presintiendo su final.

Entonces el autómata afloja su brazo, castigando a su creador a no morir aún.

 

Eduardo Lucena

[ciencia ficción]