Σάββατο 17 Αυγούστου 2024

Βιβλιοκριτική της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη για το Συγγνώμη... να περάσω; του Luis Sepúlveda

 

O Σεπούλβεδα στον οίκο της ποίησης

 

Κωνσταντίνα Κορρυβάντη |  Η Εποχή, 26 Ιουλίου 2024

 

Λουίς Σεπούλβεδα «Συγγνώμη... να περάσω;», μετάφραση: Μαρία Αθανασιάδου, Θεώνη Κάμπρα, Αλίκη Μανωλά, Ιφιγένεια Ντούμη, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, εκδόσεις Οpera, 2024

 

«Στις ακόλουθες σελίδες ο αναγνώστης θα βρει ποιήματα ή μάλλον, λέξεις τακτοποιημένες με τους ουδέποτε διατυπωμένους νόμους του ενστίκτου και του ρυθμού της ίδιας μου της αναπνοής, που είναι ό,τι κοντινότερο στη μετρική γνωρίζω».

Μ’ αυτά τα λόγια συστήνει ο χιλιανός συγγραφέας Λουίς Σεπούλβεδα (1949-2020) τα ποιήματα που έγραψε και κυκλοφόρησαν πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Οpera υπό τον τίτλο «Συγγνώμη... να περάσω;». Η έκδοση των ποιημάτων καλύπτει την περίοδο 1967-1999 σε επιμέλεια Αλεχάντρο Θέσπεδες και μετάφραση από τους Μαρία Αθανασιάδου, Θεώνη Κάμπρα, Αλίκη Μανωλά, Ιφιγένεια Ντούμη, Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.

Ο σπουδαίος λογοτέχνης και ακτιβιστής Σεπούλβεδα με τον πολυκύμαντο βίο -τον άρρηκτα συνδεδεμένο με την πολιτική ιστορία της πατρίδας του- αποκαλούσε την ποίηση το μεδούλι της λογοτεχνίας. Ξεκίνησε τη λογοτεχνική του πορεία ως ποιητής, αλλά σταδιακά η πεζογραφία άρχισε να κερδίζει έδαφος.

                Ο Σεπούλβεδα μετά το πραξικόπημα Πινοτσέτ στην Χιλή κυνηγήθηκε ως αντιφρονούντας. Φυλακίστηκε, βασανίστηκε, κατηγορήθηκε για προδοσία και καταδικάστηκε σε ποινή είκοσι οκτώ ετών. Μετά από δυόμισι χρόνια εγκλεισμού αποφυλακίστηκε με παρέμβαση της Διεθνούς Αμνηστίας και εξορίστηκε. Η ζωή του ήταν πάντα αγώνας και κυνηγητό. Τον Φεβρουάριο του 2020 ο συγγραφέας αρρώστησε, νοσηλεύτηκε στην Ισπανία όπου και ζούσε. Εκεί έχασε τελικά τη μάχη για τη ζωή έχοντας νοσήσει από την Covid-19.

Ο Σεπούλβεδα υπήρξε συγγραφέας περισσοτέρων από είκοσι μυθιστορημάτων, ταξιδιωτικών βιβλίων, σεναρίων, δοκιμίων και θεατρικών έργων. Ανάμεσα στις πιο γνωστές συγγραφικές καταθέσεις του (όλες σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη, πλην μίας σε μετάφραση Ελένης Χαρατσή, ενώ ένα βιβλίο έχει συν-μεταφράσει η Τζίνα Σερέτη) βρίσκονται το πρώτο του μυθιστόρημα «Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης» (1989), εμπνευσμένο από την εξάμηνη παραμονή του στον Αμαζόνιο και τη συμβίωσή του με τους ινδιάνους Σουάρ, «Το Ημερολόγιο ενός ευαίσθητου killer» (1996) βασισμένο στην τελευταία εβδομάδα της ζωής ενός επαγγελματία εκτελεστή, αλλά και το διαφορετικό «Η τρέλα του Πινοτσέτ» (2002), όπου ο Σεπούλβεδα συγκέντρωσε είκοσι δύο άρθρα καταγγελίας που είχε γράψει κατά του δικτάτορα.

Ο Σεπούλβεδα σε ένα από τα ποιήματα της έκδοσης γράφει: «Ο παππούς μου είχε φωνή ιτιάς/ και πολύ λευκά κι αραιά γένια/ σαν τα βουνά τον Σεπτέμβριο./
Με τον παλιό του μεγεθυντικό φακό/ διάβασα το χέρι του κόσμου».

Πόσοι συγγραφείς μπορούν να το ισχυριστούν αυτό χωρίς ενστάσεις; Ο Σεπούλβεδα είναι οπωσδήποτε μία περίπτωση συγγραφέα που διάβασε το χέρι του κόσμου. Όμως, τι είδε στο μέλλον; Κι αν είδε, με τον τρόπο του χρησμοδότησε; Ίσως η υπηρεσία του στην ποίηση να μπορεί να μας διαφωτίσει. Μεταφέρω εδώ ένα ποίημα προς απάντηση.

 

Οι Τουπαμάρος θα πεθάνουν στο Παρίσι

 

Ταξίδεψε κάτω από τη γη

το ανεξερεύνητο και τη ζωή.

Γνώρισε τη σόλα των παπουτσιών του κόσμου.

Υπήρξε ρεαλιστής.

Ευγνώμων που ήταν τυφλός

όπως η πιο όμορφη θέα.

Έκανε ένα δρομολόγιο τόσο γοργό με το μετρό

που δεν πρόφτασε ν’ αναγνωρίσει την ίδια του την εικόνα.

Τη σφαίρα την έφαγε στο σβέρκο

τη στιγμή ακριβώς που το φως

θα τον έφτυνε κατάμουτρα

κι εκείνος ήταν έτοιμος να πει ευχαριστώ.

 

Έχοντας υπάρξει στον στενό κύκλο του Προέδρου Αλιέντε, στη Διεθνή ταξιαρχία Σιμόν Μπολίβαρ για την απελευθέρωση της Νικαράγουας και έχοντας προσφέρει ακόμη και στο οικολογικό κίνημα συνεργαζόμενος με την Greenpeace, ο Σεπούλβεβα είδε και κατέγραψε πολλά, πρωτίστως με την πολιτική του συνείδηση. Στα ποιήματά του μπορούμε να αναλύσουμε ένα σπάνιο μείγμα πολιτικού ήθους και δίκαιης φαντασίας.

Τα ποιήματα της έκδοσης χωρίζονται σε ενότητες: «Πρώτα ποιήματα», «Ποιήματα της αναγκαστικής πορείας», «Η Μπαλάντα του τύπου με το ένα αυτί», «Μπαλάντα του ερημίτη», «Ασκήσεις για να γίνεις ο ποιητής που υπήρξα εγώ», και τέλος «Άλλα ποιήματα» για τα τελευταία ποιήματα ως το 1999. Πρόκειται για ποιήματα γοητευτικά, μεγαλόκαρδα, αλλά και καυστικά. Ποιήματα σίγουρης πένας στην πυκνή τους ελλειπτική, στην αινιγματικότητα και την ευαισθησία τους.

Στο κατατοπιστικό επίμετρο του επιμελητή διαβάζουμε πως υπάρχουν στη ζωή του Σεπούλβεδα δύο γεγονότα που ίσως εξηγούν γιατί ο συγγραφέας σταμάτησε να γράφει ποιήματα τη δεκαετία του 1990. Ο Θέσπεδες σημειώνει πως το πρώτο συμβάν ήταν η μεγάλη επιτυχία του πρώτου του μυθιστορήματος, ενώ το δεύτερο καθοριστικό γεγονός ήταν η επανασύνδεσή του με την πρώτη του σύζυγο, καθώς θέλησε να της αφήσει τον χώρο της. «Η ποιήτρια είναι εκείνη», θα πει ο Σεπούλβεδα για την Κάρμεν Γιάνιες. «Εγώ δεν είμαι παρά ένας αφηγητής».

Η σύρτις αποσύρεται με δύο ποιήματα αντιπροσωπευτικά της ποιητικής θητείας του μεγάλου χιλιανού συγγραφέα, ο οποίος δεν δημοσίευσε παρά έντεκα ποιήματα στη ζωή του. Ας κρατήσουμε, επίσης, μία ωραία εικόνα. Τον Λουίς Σεπούλβεδα δεκαέξι χρονών στο δασικό πάρκο του Σαντιάγο της Χιλής να μοιράζει στην Έκθεση Λαϊκής Τέχνης τα πρώτα του ποιήματα.

 

Αξιότιμος πολίτης

 

Δεν ονειρεύεται την τάξη αφού την έχει

 εγκαταστήσει στο σαλόνι του σπιτιού του.

Τα αντικείμενα της ευτυχίας περιλαμβάνουν

 γραμματόσημα, ετικέτες, διάφορες μάρκες,

αλλά είναι συμβατά μεταξύ τους

όπως τα όνειρα.

 

Το θέμα είναι να ενδώσεις σε κάποια πράγματα,

η ανοχή είναι χάρισμα των καιρών

όταν γίνεται επίδειξη ευφυίας στην τηλεόραση, ένας σωρός από διαφορετικές απόψεις παρελαύνουν.

Ξαπλωμένος στον καναπέ, ο σοφός άνθρωπος

παραδίδεται στις ηδονές της ανυπαρξίας ηδονών.

Εκπληρώνει τα καθήκοντά του ως πολίτης,

ψηφίζει, πληρώνει φόρους και μέχρι που αποφεύγει

 να διαπληκτίζεται με τους γείτονες για το θόρυβο.

 Κι έτσι κοιμάται ευτυχής αλλά δεν ονειρεύεται

την ελευθερία που άλλοι νοσταλγούν,

διότι ξέρει ότι την έχει έξω από την πόρτα του

ντυμένη τη στολή

του έμμισθου φρουρού.

 

 

Ποιητές στη Νέα Υόρκη

 

Ουόλτ Γουίτμαν, εγώ μονάχα ήθελα

να περάσω λίγο χρόνο μαζί σου

και να σου διαβάσω κάποιους στίχους

του Αλμπέρτι ή του Βαγέχο.

Ήθελα να κοιτάζω τα κορίτσια

από το πιο ψηλό σημείο της γέφυρας του Μανχάταν,

ακριβώς στο ύψος του ποιήματος.

Έδεσαν όμως τα μάτια μου με αλυσίδες

και φίμωσαν καλά το στόμα μου

κι έκλεισαν τους στίχους μου σε απαραβίαστους θόλους.

 

Το FBI επιτηρούσε το άγαλμα, τι ειρωνεία,

τριάντα λεπτά ήταν, γέρο Ουόλτ,

αγωνίας αδερφέ μου,

κι εγώ μονάχα ήθελα να αφομοιώσω τον γρανίτη,

τους καρπούς, το κάρβουνο και τα βρύα, όλ’ αυτά

από το ποίημα Τριάντα, κι ένα απ’ το Τραγούδι για μένα,

κι έβαλαν ένα σκυλί στο δεξί μου πόδι,

δύο αρματωμένους ευνούχους πλάι στην καρδιά μου.

Γέρο Ουόλτ, αναρωτιέμαι πώς κατόρθωσαν να προβλέψουν τις προθέσεις μου.

 

Εγώ μόνο σχεδίαζα να κλέψω με τις κόρες των ματιών μου

τον πιο μικρό τένοντα των χεριών σου

κι έναν Πικάσο που δεν τους ανήκει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου