Πέμπτη 29 Αυγούστου 2024

Le dedico mi silencio [απόσπασμα από το τελευταίο μυθιστόρημα του Mario Vargas Llosa]

 


Μόλις εμφανίστηκε το κρεολικό βαλς, και αυτό είναι μια σαφής ένδειξη της ταχύτητας με την οποία εξαπλώθηκε σε όλες τις κοινωνικές τάξεις της Λίμα, ένας σημαντικός αριθμός γόνων καλών οικογενειών, αλλά με κακές συνήθειες, άρχισε να πηγαίνει στις λαϊκές γειτονιές, στα περίφημα καγεχόνες όπου παίζονταν, τραγουδιόντουσαν και χορεύονταν τα βαλς σε χαράνας[1] που κρατούσαν για μέρες. Πήγαιναν επίσης, περιττό να το πούμε, και στους οίκους ανοχής, και κάποιοι είχαν μέχρι κι αγαπητικές εκεί. Συχνά ξέσπαγαν συμπλοκές μεταξύ των κατοίκων των στενών και των νεοφερμένων. Οι τελευταίοι αποτελούσαν μια αδελφότητα που ονομαζόταν Λασπουριά, επειδή τα εν λόγω αγόρια σύγκριναν τους εαυτούς τους με το υπόκωφο βουητό των παραπόταμων του Αμαζονίου που, όταν φούσκωναν, έτρεχαν σαν αφηνιασμένοι, παρασύροντας πόλεις, σπίτια και μερικές φορές ακόμα και ανθρώπους. Τους αποκαλούσαν τραμπούκους, γιατί πουλούσαν διαρκώς νταηλίκι.

Ο σπουδαίος δημοσιογράφος Aμπελάρδο Γκαμάρα, γνωστός ως το Μούτρο, επιφανής κρεολιστής, δεν είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση ούτε τη Λασπουριά ούτε τους τραμπούκους. Τους χαρακτήριζε ως εξής: «Είναι ο μορφονιός που το παίζει ότι δεν φοβάται ούτε τον διάβολο· ή ο όμορφος που πραγματικά δεν τον φοβάται· ο τραμπούκος φέρεται σαν αφέντης ή σαν αναντίρρητος ηγέτης· είναι εκείνος που επιβάλλεται με το έτσι θέλω». Δεν μιλούσε καλύτερα για τα μέλη της Λασπουριάς: «Μόνη τους έννοια ήταν να διασκεδάζουν, να μπλέκουν σε έρωτες, να απομυζούν και να ξεκαθαρίζουν με νταηλίκια κάθε ανοιχτό λογαριασμό· ξόδευαν ό,τι μπορούσαν και ό,τι είχαν από τα σπίτια τους, με κάθε τρόπο· ήταν ικανοί να κουβαλούν μαζί τους στις μαζώξεις τους το πουκάμισο του μπαμπά και τα φουστάνια της μαμάς τους... Χτυπούσαν ο ένας τον άλλον γιατί έτσι γούσταραν, κουτουλιόντουσαν και έριχναν κάτι μπουνίδια που σου έφευγε η μαγκιά, και στον κάθε ψευτοπαλληκαρά μορφονιό που δεν ήταν του σιναφιού τους του έβαζαν μια τρικλοποδιά και τον έστελναν αδιάβαστο».

Λέει επίσης το Μούτρο ότι η συμμορία της Λασπουριάς  άρχισε να ασχολείται με την πολιτική και να προσεταιρίζεται ισχυρούς παράγοντες του χώρου, αλλά ένα από τα μέλη αυτής της αδελφότητας, ο Τόνι Λαγάρδε, πολύ καλός φίλος του γράφοντος, με διαβεβαίωσε ότι αυτό δεν ήταν αληθές, ότι οι τύποι της Λασπουριάς δεν είχαν ποτέ μα ποτέ την παραμικρή σχέση με την πολιτική ζωή της χώρας.

Έτσι ήταν αυτοί, παράτολμοι και, μερικές φορές, αιμοβόροι, πλακώνονταν στο ξύλο, υποκινούμενοι από μια νεανική επίδειξη ανδρισμού, όταν αυτό ήταν αναγκαίο. Ηγέτης τους ήταν ο πολλά βαρύς Αλεχάνδρο Αγιάρσα, αδελφός της Ρόσα Μερσέδες Αγιάρσα δε Μοράλες, συγγραφέως, συνθέτριας βαλς και συμπαθέστατης γυναίκας, την οποία ο μελετητής Εδουάρδο Μασίνι αποκαλεί «η μεγάλη μας ερευνήτρια και ανθολόγος λαϊκών τραγουδιών». Ένας άλλος περουβιανός ειδικός στο βαλς, ο Μανουέλ Σανουτέλι, επιβεβαιώνει αυτή την άποψη.

Ε λοιπόν, ο δον Αλεχάνδρο Αγιάρσα, περισσότερο γνωστός με το ψευδώνυμό του, Καραμαντούκα, αρχηγός αυτής της συμμορίας των «καλόπαιδων» που παραστράτησαν, επινόησε ένα περουβιανό βαλς που ονομάζεται «Η Λασπουριά», οι στίχοι του οποίου, σύμφωνα με τον Εδουάρδο Μασίνι και τον δον Μανουέλ Σανουτέλι, περιέγραφαν τέλεια αυτή την πολυπληθή φατρία. Έλεγε τα εξής:

 

Η Λασπουριά

 

Τα πιο γνωστά παιδιά στην πόλη

τα πάντα εδώ είναι δικά μας

όπου κι αν πας, μας ξέρουν όλοι

για τη χάρη και την πανουργιά μας.

 

Όπου γλέντι δεις, είμαστε πρώτοι

μαγεύονται όλοι με το καχόν

και άμα λάχει και πέσουν μπάτσοι

εμείς εντός και πρώτοι όλων των μαχών.

 

Δώσ’μου το νεράκι, δώσ’μου το νεράκι, δώσ’μου το νεράκι

Δε θα σου το δώσω όσο κι αν φωνάζεις, βρε μελαχρινάκι

Δώσ’μου το νεράκι, δώσ’μου το νεράκι, παίρνω τη ντουντούκα

έτσι εκπαιδεύει τον κοσμάκη ο Καραμαντούκα.

 

Φέρε μου μάστορα αλκοόλ καλό

φέρ’ το ρε μάστορα ντουγρού

φέρε το πιοτί απ’ το Περού

φέρε ρουμάκι να χαρώ.

 

Ζήτω οι άντρες οι γενναίοι,

ζήτω τα φράγκα, ζήτω το θέρος,

ζήτω τα θηλυκά, τα όργια και ο έρως

και το αλκοόλ που όλα τα εμπνέει.

 

Δώσ’ μου το νεράκι...

 

Απ’ τα αγροκτήματα στο Πορτ Άρθουρ[2]

κάθε απόγευμα σουλατσάρουμε ανελλιπώς

κι ο δον Σιλβέριο ένα πούρο όλο γλύκα

κερνά και πίνουμε και είναι όλα φίνα

 

Έτσι οι νύχτες είν’ ωραίες καταστάσεις

με την κιθάρα αλλά και με το καχόν

ρούμι παντού και δυνατές αναθυμιάσεις

φονιάς η ζάλη μας απάντων των κακών

 

Δώσ’ μου το νεράκι...

 

Φινίτο για μας της δουλειάς η σκλαβιά

μονάχα γλέντια και διασκέδαση πια

πέρα-δώθε ολημερίς γυρνοβολάμε

και γεμάτοι από πάθος τραγουδάμε.

 

Είμαστε εμείς η Λασπουριά

στην πόλη κάνουμε ζημιά

Παιδιά γνωστά και θρυλικά

με χάρη και με πανουργιά.

 

Δώσ’ μου το νεράκι...

 

Λέει η παράδοση ότι τόσο τη μουσική αυτού του βαλς όσο και τους στίχους τούς συνέθεσε ο ίδιος ο Καραμαντούκα, ένα απόγευμα που είχαν βρεθεί στη φυλακή ο ίδιος και τα μέλη της Λασπουριάς, με κάθε βεβαιότητα λόγω της ανάρμοστης συμπεριφοράς τους σε κάποια χαράνα, που πρέπει να κορυφώθηκε με μπουνιές και σπρωξίματα, κάτι αρκετά συχνό όταν αναφερόμαστε σε θερμόαιμους Περουβιανούς, άξια τέκνα του έθνους που τρέφονταν με τα ύψιστα ιδεώδη του πατριωτικού αισθήματος. Λέγεται επίσης ότι, όταν ο Καραμαντούκα παρακάλεσε τον αξιωματικό υπηρεσίας να τους αφήσει ελεύθερους, εκείνος τον προκάλεσε, λέγοντάς του ότι θα τους ελευθέρωνε με την προϋπόθεση ότι εκείνος θα συνέθετε αμέσως ένα βαλς με πολύ όμορφους στίχους. Ο Καραμαντούκα κατάφερε να συνθέσει αυτό το βαλς σ’ εκείνα τα πολύτιμα λεπτά.

Το βαλς «Η Λασπουριά» ήταν το εισιτήριο για την ελευθερία για εκείνα τα ατίθασα αγόρια. Παρακάτω, σ’ αυτές τις σελίδες, θα μιλήσω για το ειδύλλιο που προέκυψε ανάμεσα σ’ έναν από αυτούς, τον προαναφερθέντα Τόνι Λαγάρδε, και τη μαυρούλα Λάλα, μούσα ενός από τα σοκάκια του Μπάριος Άλτος, η ένωση και ο αμάραντος έρωτας των οποίων είναι η εμπειρική απόδειξη που επιβεβαιώνει την υπόθεση που θα βρει ο αναγνώστης σε τούτο το πόνημα.



[1] Callejones: χαμόσπιτα με φτωχικά δωμάτια (σε καθένα απ’ αυτά έμενε μια διαφορετική οικογένεια) κατά μήκος ενός στενού και χωρίς σκεπή διαδρόμου ή μιας μικρής αυλής, με κοινή τουαλέτα για όλους τους ενοίκους. Jarana: περουβιανό γλέντι με τραγούδια και χορό που εορτάζεται για μέρες ολόκληρες σε κάποιο σπίτι ή σε κάποια γειτονιά. [Σ.τ.Μ.]

[2] Το κινεζικό λιμάνι του Port-Arthur (Ριοτζούν ή Λιουσούν, στα κινέζικα) υπήρξε μεγάλης στρατηγικής σημασίας κόμβος κατά τη διάρκεια του Α΄ Σινοϊαπωνικού πολέμου (1894-1895). Οι στίχοι, όμως, του βαλς αναφέρονται στη λεωφόρο Μαλάμπο της γειτονιάς του Μπάχο ελ Πουέντε, γιατί αυτό, Πορτ Άρθουρ, ήταν το προσωνύμιο που της είχαν κολλήσει λόγω του γεγονότος ότι η εν λόγω λεωφόρος ήταν σκηνικό μαζικών κοινωνικών αναταραχών. [Σ.τ.Μ.] 



Το Le dedico mi silencio [Σας αφιερώνω τη σιωπή μου] θα κυκλοφορήσει το 2025 από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, σε μτφρ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου