Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2021

To μαλακισμένο

 Το μαλακισμένο


Είμαι 9 χρονών κι έχω τρομερή τσαντίλα. Κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη κι έχω τρομερή τσαντίλα. Πέμπτη, 17 Φεβρουαρίου του 1972, τετάρτη δημοτικού. Το απόγευμα είναι το μπαλ μασκέ του σχολείου στο ξενοδοχείο Ακροπόλ κι έχω ζητήσει να ντυθώ, καουμπόης. Μου έχουν φέρει ένα καπέλο της πλάκας και μια ζώνη από την οποία κρέμεται μια θήκη που ’χει μέσα της κάτι σαν περίστροφο. Έχω τρομερή τσαντίλα. Ζήτησα να ντυθώ καουμπόης και στον καθρέφτη βλέπω ένα νιάνιαρο να το κλαίνε οι ρέγκες.

 

Είμαι 27 χρονών κι είμαι πολύ χαρούμενος. Τέσσερα χρόνια στην Αθήνα δεν είχα αξιωθεί να βρω μια δουλειά της προκοπής. Γύρνα στο νησί, να μου λέει ο πατέρας μου, και πάνω που ήμουν έτοιμος να υποκύψω, να σου η μεγάλη ευκαιρία. Σερβιτόρος στο εστιατόριο πολυτελούς ξενοδοχείου. Και γαμώ. Με καμαρώνω με τη λευκή μου στολή στον καθρέφτη και δεν το πιστεύω. Μπράβο, ρε κουφάλα, Γιαννάκη, τα κατάφερες, ρε πούστη μου!, μονολογώ συνέχεια.

 

Στο μπαλ μασκέ τα περνάω χάλια. Έχω την αίσθηση ότι όλοι και όλες κοροϊδεύουν τη «στολή» μου. Η Βίκυ μού το ’πε μάλιστα κατάμουτρα: «Τώρα εσύ έχεις ντυθεί καουμπόης;». Ήταν πανέμορφη, ντυμένη μπαλαρίνα, γι’ αυτό το σχόλιό της πόνεσε διπλά. Πέρασα όλο το απόγευμα να κατεβαίνω και να ανεβαίνω την τεράστια σκάλα του ξενοδοχείου που ένωνε τον ημιώροφο, όπου βρισκόταν η αίθουσα του μπαλ μασκέ, με τη ρεσεψιόν. Δεν χόρεψα, δεν έφαγα, δεν ήπια καν την αγαπημένη μου πορτοκαλάδα. Στις εννέα ήρθε να με πάρει η γιαγιά μου, πρώτον απ’ όλα τα παιδιά.

 

Στο μπαλ μασκέ ξεθεώθηκα, αλλά είμαι πανευτυχής. Τι ξενοδοχειάρα είναι αυτή! Τι σκάλες, τι αίθουσες, τι πολυέλαιοι!!! Χλιδή σκέτη. Έπρεπε, βέβαια, όλο το απόγευμα να τρέχω πίσω από καμιά τρακοσαριά πιτσιρίκια. Ούτε γω δεν ξέρω πόσους δίσκους με πορτοκαλάδες, λεμονίτες και νερά κουβάλησα. Αμ το πόσες φορές άκουσα το «Τρελοκόριτσο» και το «Στη μαμά μου θα το πω» και το «Κορίτσι του Μάη», μπορεί και πάνω από είκοσι το καθένα. Και να τσιρίζουν όλα μαζί. Χαμός. Αλλά το βράδυ με κάλεσε στο γραφείο του ο κύριος Δημητρίου, ο προϊστάμενός μου, και μου ’πε ότι έμεινε πολύ ικανοποιημένος από εμένα. Α, ρε Γιαννάκη, τα κατάφερες, ρε πούστη μου!, επαναλαμβάνω συνεχώς από μέσα μου.

 

Δεν το σκέφτηκα ούτε στιγμή. Όταν την Παρασκευή το πρωί, ύστερα από την προσευχή και την έπαρση της σημαίας, μας ρώτησε ο διευθυντής, στο προαύλιο ακόμη, αν τυχόν κάποιος από εμάς είχε βρει το σταυρουδάκι της Βίκυς που το είχε χάσει στη διάρκεια του χθεσινού μπαλ μασκέ, σήκωσα αμέσως το χέρι μου. Ένιωσα τέλεια όταν ο διευθυντής με πήρε από το χέρι και μου είπε μπροστά σε όλα τα παιδιά, αλλά κυρίως μπροστά στη Βίκυ: «Κωστάκη, έλα στο γραφείο μου να μου πεις τι έγινε».

 

Εννιά η ώρα το πρωί μού τηλεφωνεί ο κύριος Δημητρίου: «Γιάννη, έλα αμέσως στο ξενοδοχείο». Και το κλείνει. Ευτυχώς που μένω κοντά. Σε είκοσι λεπτά είμαι εκεί, κάθιδρος. Με το που μπαίνω, βλέπω μαζεμένους, στο χώρο μπροστά από τη ρεσεψιόν, όλους τους συναδέλφους με τους οποίους σερβίραμε μαζί το προηγούμενο βράδυ. Ο κύριος Δημητρίου μάς κοιτάζει βλοσυρός και τους έξι. «Σε ποιον από εσάς έδωσε χθες βράδυ ένας μικρός ένα χρυσό βαφτιστικό σταυρουδάκι;».

 

Δέκα και μισή το πρωί. Να ’μαι πάλι στην αίθουσα του μπαλ μασκέ, στον ημιώροφο. Αυτή τη φορά τα πάντα είναι ήσυχα. Αυτή τη φορά τα πάντα περιστρέφονται γύρω από μένα. Ένας κύριος με κουστούμι μού έχει προσφέρει πορτοκαλάδα και μ’ έχει βάλει να καθίσω αναπαυτικά σε μια πολυθρόνα. Ρουφάω με ευχαρίστηση το πορτοκαλί υγρό και κουνάω αμήχανα τα πόδια μου. Πίσω μου ο διευθυντής, όρθιος. «Κωστάκη, θα έρθουν τώρα οι έξι κύριοι που σας σέρβιραν χθες το βράδυ και θα μου πεις σε ποιον έδωσες το σταυρουδάκι, εντάξει;», μου λέει γλυκά ο κουστουμαρισμένος κύριος.

 

Το μαλακισμένο! Δεν το πιστεύω!!! Με έδειξε εμένα. Δεν είχαν περάσει ούτε δέκα δευτερόλεπτα που μας έστησαν απέναντί του και το μαλακισμένο, με χέρι σταθερό και κοιτάζοντάς με στα μάτια, με έδειξε εμένα.


Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

 

 


3 σχόλια: