Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2018

Loving "Love me tender", του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου


Είναι ανησυχητικό, και ενδεικτικό, της κατάστασης στην οποία έχουν περιέλθει οι ποιήτριες και οι ποιητές το γεγονός ότι, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Ιφιγένειας Ντούμη, καταφεύγουν σε ανθρώπους που δεν έχουν γράψει ούτε ένα ποίημα στη ζωή τους για να παρουσιάσουν τις ποιητικές τους συλλογές. Βέβαια, για να παρηγορήσω την Ι. Ντ., και, κυρίως, τον εαυτό μου, δηλώνω υπεύθυνα ότι έχω μεταφράσει ισπανόφωνη ποίηση και όπως είχε γράψει ο αείμνηστος φίλος και «δάσκαλος», Άρης Μπερλής σε ένα κείμενό του με τον εύγλωττο τίτλο «Γιατί δεν γράφω ποίηση»[1] (Athens Review of Books, τεύχος 64, Ιούλιος-Αύγουστος 2015): «[Δεν γράφω ποίηση] Γιατί προτιμώ να μεταφράζω παρά να γράφω ‘‘πρωτότυπα’’ κείμενα. Γιατί πρωτότυπο χωρίς αντίγραφο ή μετάφραση δεν υπάρχει».
        Θα μπορούσαμε να πούμε/βρούμε/επικαλεστούμε δεκάδες λόγους για τους οποίους δεν γράφουμε ποίηση όσοι διαβάζουμε και μεταφράζουμε ποίηση, αλλά εδώ ήρθα να μιλήσω για μια δημιουργό που γράφει ποίηση (καθώς και μικροαφηγήσεις ή αφορισμούς: «Όταν περνάω από περίπτερο νιώθω ασφάλεια» ή «Η λακ είναι πολύ καθησυχαστική») και ας μην βρισκόμαστε «στο 1815 (ο Βύρωνας, ο Σέλεϋ, ο Κητς) ή στο 1915 (ο Γέητς, ο Έλιοτ, ο Ρίλκε), όταν ο ποιητικός λόγος ήταν ακόμη ηχηρός», όπως επιμένει ο Μπερλής, αναφέροντας, καθόλου τυχαία, κάποιους από τους ποιητές με τους οποίους συνδιαλέγεται η Ι. Ντ. στο έργο της.
        Το Love me tender είναι ένα βιβλίο γοητευτικό, και ως αντικείμενο (χάρη στην ικανότητα του Γιώργου Αλισάνογλου να φτιάχνει όμορφα βιβλία) και ως περιεχόμενο, έχω χάσει τον λογαριασμό των ανθρώπων –βιβλιοπώλες, φίλες και φίλοι, φοιτητές και φοιτήτριές (μου)– που μου έχουν μιλήσει κολακευτικά για το Love me tender χωρίς να γνωρίζουν ή χωρίς να έχουν δει ότι είμαι ο «Παλαιολόγος» των ευχαριστιών…
        «Αν δεν το ξέρεις, δεν το πιστεύεις ότι πρόκειται για μια ποιήτρια πρωτοεμφανιζόμενη», είχε γράψει στην Καθημερινή (25 Ιουνίου 2018) ο παρακαθήμενος Άθως Δημουλάς, από τον οποίο κλέβω ξεδιάντροπα την μπουκιά από το στόμα, ή, καλύτερα, τη φράση από το κείμενό του. Η Ι. Ντ. είναι όντως πρωτοεμφανιζόμενη, αλλά με έναν λόγο εξαιρετικά κατασταλαγμένο και φανερά δουλεμένο, ίσως γιατί ήξερε (ή γιατί την υποχρέωσαν) να περιμένει πριν εκδώσει, ίσως. Τι είναι αυτό που μου αρέσει στη γραφή της; Η ειρωνεία/αυτοειρωνεία της που δεν διστάζει να γίνει πολύ συχνά κακία· είναι το όπλο της για να τα βγάλει πέρα με τις εμμονές και τα φαντάσματά της: τον ανεκπλήρωτο έρωτα, τον ξεθυμασμένο έρωτα (τον ισπανικό desamor), τη μοναξιά, το σεξ, την ομορφιά, την οικογένεια. Το «ανάποδο» χιούμορ της Ι. Ντ. («Αχ και να ήμουν από πέτρα», της ξεφεύγει (;) όταν ζαχαρώνει έναν κούρο με τορνευτούς γλουτούς) κάνει την ποίησή της να σχοινοβατεί υπέροχα μεταξύ υπερευαισθησίας και τσαντίλας, γλυκύτητας και σιχτιρίσματος· φτιάχνοντας διαρκώς ευφάνταστες εικόνες: «Πώς μ’ αρέσει η ησυχία της γειτονιάς μου τη νύχτα. / Πριν ξημερώσει ακούω τα πουλιά / και το ασανσέρ. / Πουλιά, σκυλιά, γατιά, ασανσέρ κι ένα καζανάκι».    
Σε μια πρόσφατη, Σεπτέμβριος 2018, συνάντηση ελλήνων και ισπανών ποιητών στην Πάτρα, ο ποιητής Γιάννης Πατίλης είπε, μισοσοβαρά μισοχαριτολογώντας, ότι κάθε φορά που ακούει ένα ποίημά του μεταφρασμένο στα ισπανικά τού ακούγεται 30% καλύτερο. Με δεδομένη, για τον ομιλούντα, την ποιότητα των ποιητικών (αλλά και πεζογραφικών) κειμένων της Ι. Ντ., οι μεταφράσεις στα ισπανικά που θα διαβάσω κλείνοντας την παρέμβασή μου, έργο της πανεπιστημιακού και βραβευμένης με το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης, για τη συλλογική μετάφραση στα ισπανικά των Ακυβέρνητων πολιτειών του Στρατή Τσίρκα, Μαρία Λόπεθ Βιγιάλμπα, αναμένεται να εκτοξεύσουν στον ουρανό του Χουάν Ραμόν Χιμένεθ και του Λουίς Θερνούδα την ποίηση της Ι. Ντ. Θα διαβάσω αρχικά σε μετάφραση το «Περί του εφήμερου που φυλλορροεί» και ύστερα το «Λιμάνι Αιγιάλης»:

SOBRE LO EFÍMERO QUE SE DESHOJA

Una muchacha delgada que camina mientras come una tirópita es algo hermoso.
Rara vez se le antoja esta delicia tan insana, por eso
deja que las hojas le caigan encima con deleite o
se le queden pegadas en la comisura de los labios.
El hojaldre no atrae su mirada.
Mira más allá y por encima de la tirópita.
Como si ya hubiese terminado.
Como si viera algo menos grasiento
y dirigiera allí sus pasos
con convicción.

PUERTO DE EYIALI

Procedente del barco se escucha un chirrido metálico que recuerda un thriller de los años 90. Como el enorme cetáceo que se cierne sobre el submarino mientras la tripulación se siente sobrecogida por el miedo. Lo mismo siento yo. Interferencias musicales desde la taberna contigua y las carreras de unos niños contribuyen, paradójicamente, a empeorarlo. Tengo el escote enrojecido, puede que sea la tensión, puede que me haya dado un golpe y no lo recuerde. Me ha infundido tal serenidad que el teléfono se apagara en ese punto de la bronca: como si me hubieran pegado un tiro. El chaval de la bici se dio la vuelta y me miró, como si supiera que solo yo me había percatado de que tenía la rueda desinflada. Dirijo la mirada a la playa. Me sorprende cómo se tuestan al sol algunos hombres menudos, cómo el señor de los zapatos de cocodrilo camina con tanta agilidad por la arena, cómo otro señor a lo lejos se seca meticuloso el bigote como si temiera que se le enfriara la boca.
La próxima vez que vea usted a una chica sentada tanto tiempo a solas, pregúntele si quiere compañía. Si no quiere, no pasa nada, le dirá que se marche.  

«Απ’ τον καιρό του ρομαντισμού [όταν απέκτησαν αναγνωρισιμότητα και κύρος, προσθέτω εγώ], δύο αιώνες τώρα, οι ποιητές τρέχουν λαχανιασμένοι πίσω από μεγαλόστομες διακηρύξεις. Παλεύουν να κάνουν πράξη φαντασμαγορικά οράματα. Κηδεμονεύονται από σέκτες και φράξιες και γρουπούσκουλα ποιητικά, που το καθένα τους ένα μονάχα έχει σκοπό, να επιβάλλει ως δόγμα το πιστεύω του»,  έγραψε πρόσφατα (Book Press, 22 Σεπτεμβρίου 2018) ο Κώστας Κουτσουρέλης, αυτόκλητος αλλά και ενήμερος υπερασπιστής της ποίησης και των ποιητών. Ε, λοιπόν, στο όνομα της ελάχιστης, έτσι και αλλιώς, αξιοπιστίας μου σε θέματα ποίησης, στοιχηματίζω ότι η Ι. Ντ. δεν είναι σε καμία περίπτωση «εκπρόσωπος ενός σύγχρονου ρεύματος Ελλήνων ποιητών που θα ήθελαν να κινούνται με άνεση μεταξύ Λονδίνου, Άμστερνταμ ή Βερολίνου», όπως έλεγε, στην πολύ, κατά τα άλλα, καίρια κριτική του ο Θοδωρής Τσαπακίδης (Book Press, 9 Ιουνίου 2018), εκείνη ξέρει να κινείται με άνεση και στην Τρίπολη και στο Χαϊδάρι και στα Καμίνια…        


[1] Παιγνιώδης και ευφυής απάντηση του Α. Μπ. στο βιβλίο Γιατί γράφω ποίηση (Άγρα, 2015) του Χάρη Βλαβιανού.


Κείμενο που αναγνώστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου της Ιφιγένειας Ντούμη Love me tender (Εκδόσεις Σαιξπηρικόν, 2018) στο βιβλιοπωλείο Επί Λέξει στις 8/10/2018.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου