Fernando Sorrentino
El sensato don Ramón
Allá por La Rioja española del siglo XIII, y
en la segunda cuaderna vía de su Vida de Santo
Domingo de Silos, Gonzalo de Berceo estampó sus célebres alejandrinos tantas
veces citados:
Quiero fer una prosa en román
paladino,
en qual suele el pueblo fablar con so
uezino. (1)
Allá por la Buenos Aires de 1905, y en el
primer acto de sus Locos de verano,
Gregorio de Laferrère pone, en boca de uno de los escasos cuerdos que habitaban
aquella extravagante y cómica vivienda, la siguiente reflexión:
Enrique. – Y bueno, ¡qué querés! Pero la verdad es que no me entra a mí
este curioso talento de tus amigos, a quienes resulta que nadie entiende. (Con ironía.) ¡Yo creía condición
esencial del talento hacerse entender!
El hecho es que, por temperamento, por
impaciencia, por pereza, estoy por completo de acuerdo con los dos amigos
literarios que acabo de citar. Como consecuencia, cancelo inmediatamente la
lectura de todo texto que me amenace con el menor atisbo de maraña, laberinto o
jeroglífico: por tal motivo, y por prejuicio basado en abundantes posjuicios
anteriores, ni siquiera intento asomarme a los “poemas” actuales, en que
autores eternamente angustiados y sufrientes hacen correr sus enredos léxicos a
lo largo de desvencijadas líneas sin ritmo, sin sonido, sin meollo y –mucho me
temo– sin pies ni cabeza.
Ubicado, entonces, dentro del terreno que
habitan los sacrílegos ranforrincos de la literatura, y habiendo, por ende,
desarrollado anticuerpos para agregar nuevos despropósitos, seguiré adelante, y
no, precisamente, “con la frente marchita”.
A modo de antídoto contra los textos
tartamudos, disléxicos y/o caóticos, y para que la desproporción no sea tan alevosa,
eludiré todo término de comparación con algunos sonetos de los magnos maestros de
los Siglos de Oro: Garcilaso (“A Dafne ya los brazos le crecían”), Góngora
(“Menos solicitó veloz saeta”), Lope (“Suelta mi manso, mayoral extraño”),
Quevedo (“Cerrar podrá mi ojos la postrera”), Calderón (“Estas que fueron pompa
y alegría”), Juana Inés (“Esta tarde, mi bien, cuando te hablaba”).
No: recurriré deliberadamente a algún poeta que,
según opinan los hombres dignos de fe, pertenezca a una categoría bastante
menor…
Entonces, ¿a quién sugerir…? Entre tantos
posibles candidatos, finalmente convoco al español Ramón de Campoamor
(1817-1901).
A pesar (o, tal vez, a causa) de la mesurada
estatura literaria que suele asignársele, compuso poemas que, a mi juicio, conllevan
muchos elementos meritorios: están lejos de arrastrarnos a los sótanos del surmenage; empiezan, se desarrollan y
terminan; se entienden al instante; sus palabras, en lugar de proponer galimatías,
se entrelazan para brindar significados; los endecasílabos, bien medidos,
corren con ritmo; la adecuada rima les confiere agradable sonido.
Leamos, entonces, dos de sus sonetos:
Los padres y los hijos
Un enjambre de pájaros, metidos
en jaula de metal, guardó un cabrero,
y a cuidarlos voló desde el otero
la pareja de padres afligidos.
–Si aquí –dijo el pastor– vienen
unidos
sus hijos a cuidar con tanto esmero,
ver cómo cuidan a los padres quiero
los hijos por amor y agradecidos.
Deja entre redes la pareja envuelta,
la puerta abre el pastor del duro
alambre,
cierra a los padres y a los hijos
suelta.
Huyó de los hijuelos el enjambre
y, como en vano se esperó su vuelta,
mató a los padres el dolor y el
hambre.
Los hijos y los padres
Ni arrastrada un pastor llevar podía
a una cabra infeliz que oía amante
balar detrás al hijo, que,
inconstante,
marchar junto a la madre no quería.
–¡Necio! –al pastor un sabio le
decía–,
al que llevas detrás, ponle delante;
échate el hijo al hombro, y al
instante
la madre verás ir tras de la cría.
Tal consejo el pastor creyó sencillo,
cogió la cría y se marchó corriendo,
llevando el animal sobre el hatillo.
La cabra, sin ramal, los fue
siguiendo,
mas siguiendo tan cerca al cabritillo,
que los pies por detrás le iba
lamiendo.
Poemas escritos en román paladino y con la
condición esencial del arte: hacerse entender.
No puedo menos que agradecerle al sensato
don Ramón.
(1) Gonzalo de Berceo, Vida de Santo Domingo de Silos, Madrid,
Anaya, 1968, pág. 50. Introducción, edición y notas de Germán Orduna.
(Dicho sea de paso: en mis años
juveniles tuve el placer y el honor de ser alumno del profesor Orduna, riguroso
hispanista de admirable calidad humana.)
[Publicado
en La Prensa, Buenos Aires, 20 de marzo de 2024.]
Φερνάντο Σορεντίνο
Ο σώφρων δον Ραμόν
Εκεί κάπου στην ισπανική Λα
Ριόχα του 13ου αιώνα, και στο δεύτερο τετράστιχο του ποιήματός του Vida de
Santo Domingo de Silos [Βίος του Αγίου Δομήνικου του Σίλος], ο Γκονθάλο ντε
Μπερθέο αποτύπωσε τους περίφημους
αλεξανδρινούς του στίχους που τόσες
φορές έχουν μνημονευθεί:
Θέλω να γράψω στην
καθομιλουμένη,
τη γλώσσα που καθείς μιλά
με τον διπλανό του[1]
Εκεί κάπου στο Μπουένος
Άιρες του 1905, και στην πρώτη πράξη του έργου του Locos de verano [Τρελοί
του καλοκαιριού], ο Γκρεγόριο ντε Λαφερέρ
βάζει στα χείλη ενός απ’ τους λιγοστούς γνωστικούς που ζούσαν σ’ εκείνο
το εξωφρενικό κι αστείο σπίτι, την παρακάτω σκέψη:
ΕΝΡΙΚΕ: - Και καλά, τι θες! Μα
η αλήθεια είναι πως δεν το χωράει ο νους μου τούτο το παράξενο ταλέντο των
φίλων σου, που καθώς φαίνεται κανείς δεν τους καταλαβαίνει. (Ειρωνικά)
Εγώ θεωρούσα βασική προϋπόθεση του
ταλέντου, να γίνεται κανείς κατανοητός!
Γεγονός είναι ότι από ιδιοσυγκρασία,
από ανυπομονησία, από τεμπελιά, συμφωνώ απόλυτα με τους δύο λογοτεχνικούς
φίλους που μόλις παρέθεσα. Κατά συνέπεια, ρίχνω αμέσως άκυρο στην ανάγνωση
οποιουδήποτε κειμένου με απειλεί με την παραμικρή ένδειξη μπερδεψιάς,
λαβύρινθου ή ιερογλυφικού: για τον λόγο αυτό, και λόγω προκατάληψης που
βασίζεται σε άφθονες προηγούμενες μετακαταλήψεις, δεν προσπαθώ καν να σκύψω
πάνω από τα σημερινά «ποιήματα», στα οποία αιωνίως αγχωμένοι και υποφέροντες
συγγραφείς αφήνουν σωρηδόν ελεύθερες τις λεξιλογικές τους αγκυλώσεις σε
ξεχαρβαλωμένους στίχους χωρίς ρυθμό, χωρίς ήχο, χωρίς ουσία και –πολύ φοβάμαι–
χωρίς αρχή, μέση και τέλος.
Ευρισκόμενος, λοιπόν, πάνω
στο έδαφος που κατοικείται από τους ιερόσυλους ραμφόρυγχους της λογοτεχνίας, κι
έχοντας, ως εκ τούτου, αναπτύξει αντισώματα ενάντια σε νέες λωλαμάρες, θα τραβήξω
μπροστά, κι όχι, προφανώς, «με μαραμένο μέτωπο[2]».
Ως αντίδοτο ενάντια σε
κείμενα κεκεδίστικα, δυσλεξικά και/ή χαοτικά, και προκειμένου να μην είναι τόσο
ύπουλη η δυσαναλογία, θα αποφύγω κάθε μέτρο σύγκρισης με ορισμένα σονέτα των
μεγάλων δασκάλων του Χρυσού Αιώνα: Γκαρθιλάσο («Αχ, της Δάφνης τα χέρια
απλώνονταν»), Γκόνγκορα («Μα σα ζήτησε γοργή σαΐτα»), Λόπε («Λευτέρωσε το
κριάρι, παράξενε επιστάτη»), Quevedo («Να κλείσει θα μπορέσει τα
μάτια μου η ύστατη»), Καλδερόν («Αυτές που ήταν όλο μεγαλείο και χαρά»), Χουάνα
Ινές («Σήμερα τ’ απόγευμα, καλό μου, καθώς σου μιλούσα»).
Αντιθέτως θα ανατρέξω
εσκεμμένα σε κάποιον ποιητή ο οποίος, σύμφωνα με την άποψη ευυπόληπτων προσώπων,
ανήκει σε μια μάλλον κατώτερη κατηγορία...
Ποιον να προτείνω
λοιπόν…; Ανάμεσα σε τόσους πιθανούς υποψήφιους, εν τέλει φέρνω ενώπιόν σας τον
Ισπανό Ραμόν ντε Καμποαμόρ (1817-1901).
Παρά το μετρημένο λογοτεχνικό ανάστημα που είθισται
να του αποδίδουν (ή, πιθανόν, εξαιτίας αυτού), συνέθεσε ποιήματα που, κατά την
άποψή μου, παρουσιάζουν πολλά αξιόλογα στοιχεία: δεν μας σέρνουν σε καμία
περίπτωση στα υπόγεια του surmenage, της εξάντλησης, δηλαδή· αρχίζουν, αναπτύσσονται και ολοκληρώνονται·
γίνονται κατανοητά στο λεπτό· οι λέξεις του, αντί να προκαλούν σύγχυση, συμπλέκονται για να παρέχουν
νοήματα· το μέτρο
του έχει ρυθμό· η κατάλληλη ομοιοκαταληξία προσδίδει ευχάριστο ήχο.
Ας διαβάσουμε, λοιπόν,
δύο από τα σονέτα του:
Γονείς και τέκνα
Μικρά
πουλάκια σε κλουβί να ’χει κλεισμένα,
καθώς
θωρεί από ψηλά τον προβατάρη,
νιώθει
πως είναι τα παιδιά του το ζευγάρι
και
φτερουγίζει να τα σώσει απεγνωσμένα.
Κι ο
προβατάρης λέει «δες πόσο αγαπημένα
τα
τέκνα σπεύδουν οι γονείς τους να φροντίσουν,
άραγε
εκείνα πώς θα το ευχαριστήσουν
το
ζεύγος τα πουλιά τα λατρεμένα;»
Ξώβεργα
στήνει και τους δυο γονείς τσακώνει,
την
πόρτα ανοίγει του κλουβιού τη σιδερένια,
χώνει
αυτούς και τα μικρά τα λευτερώνει.
Φεύγουνε
γρήγορα μακριά όλα τα τέκνα,
και
το ζευγάρι μάταια πίσω μαραζώνει
και
το σκοτώνει η τόση πείνα και η έγνοια.
Τα παιδιά κι οι γονείς
Ούτε σέρνοντας ένας βοσκός δεν
μπορούσε να κουνήσει
μια δύστυχη κατσίκα που την
άκουγε μ’ αγάπη
να βελάζει πίσω στον γιο της,
ο οποίος, αχ τον σατράπη,
δίπλα στη μητέρα του δεν ήθελε
να προχωρήσει.
«Ανόητε!», έδωσε ένας σοφός
στον βοσκό τη λύση,
«Αυτόν που βάζεις πίσω, φέρε
τον μπροστά ευθύς·
στον ώμο σου πέτα τον γιο και
στη στιγμή θα δεις
πως η μάνα το μικρό μόνο του
δεν θα τ’ αφήσει.
Του βοσκού η συμβουλή τού
φάνηκε παιχνιδάκι,
άρπαξε το μικρό κι έτρεξε
δίχως στιγμή ν’ αργήσει,
κουβαλώντας το ζώο μέσα στο
δισάκι.
Η κατσίκα τους ακολουθούσε
δίχως να λοξοδρομήσει,
κι ακολουθούσε από τόσο κοντά
το κατσικάκι,
που τα πόδια του από πίσω
έφτανε να του τα γλείψει.
Ποιήματα γραμμένα στην καθομιλουμένη που πληρούν την
πρωταρχική προϋπόθεση της τέχνης: να γίνονται κατανοητά. Δεν μπορώ παρά να
ευχαριστήσω τον σώφρονα δον Ραμόν.
[Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα La Prensa, Μπουένος Άιρες, 20 Μαρτίου
2024]
Συλλογική μετάφραση: Μαρία Αθανασιάδου,
Θεώνη Κάμπρα,
Αλίκη Μανωλά,
Ιφιγένεια Ντούμη,
Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
https://www.hartismag.gr/hartis-75/metafrash/o-swfron-don-ramon
[1] Γκονθάλο
ντε Μπερθέο, Vida de Santo Domingo de Silos [Βίος του Αγίου Δομήνικου
του Σίλος], Μαδρίτη, Anaya, 1968,
σελ. 50. Εισαγωγή, επιμέλεια και σημειώσεις του Χερμάν Ορδούνα.
(Ειρήσθω εν παρόδω: στα
νεανικά μου χρόνια είχα την ευχαρίστηση και την τιμή να είμαι μαθητής τους
καθηγητή Ορδούνα, αυστηρού ισπανιστή, αξιοθαύμαστης ανθρώπινης ποιότητας).
[2] Στίχος από
τάνγκο του Κάρλος Γκαρδέλ, [Σ.τ.Μ.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου