Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2020

Στο σώμα της λέξης πέφτουν χιόνια

 

Βιθέντε Φερνάντεθ Γκονθάλεθ

ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΠΕΦΤΟΥΝ ΧΙΟΝΙΑ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΖΕΙΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΜΟΥ

 

                          Ο ακροατής επιθυμεί, αυτό είναι το στοίχημά του, τίποτα.

                                                                                Reding interior

                                                                               Μαρία Ναβάρο

 

1.           «“Η ποίηση είναι απαραίτητη ― μόνο ας ήξερα για τι”. Με αυτό το χαριτωμένο παραδοξολόγο επίγραμμα συνόψισε ο Ζαν Κοκτώ την αναγκαιότητα της τέχνης καθώς και το συζητήσιμο ρόλο της στον όψιμο αστικό κόσμο». Με αυτόν τον τόσο ενδιαφέροντα τρόπο αρχίζει ένα βιβλίο –Η αναγκαιότητα της τέχνης του Ερνστ Φίσερ[1]– που πάνω από μισό αιώνα από τη δημοσίευσή του συνεχίζει να αποτελεί ένα ωφέλιμο ανάγνωσμα.

Ο Φίσερ μιλάει για τέχνη, ωστόσο θα μπορούσε να μιλάει για μετάφραση. Εάν το έργο του πραγματευόταν τη μετάφραση, θα μπορούσε, mutatis mutandis, να αρχίζει κατά τον ίδιο τρόπο «Η μετάφραση είναι απαραίτητη…», αν και ενδεχομένως το δεύτερο μέρος της πρότασης του Κοκτώ δεν θα ήταν το αρμόζον. Η μετάφραση είναι απαραίτητη, είναι αναγκαία, σαν τον άρτο τον επιούσιο, σαν τον αέρα που χρειαζόμαστε δεκατρείς φορές το λεπτό[2] χρήσιμοι  εδώ οι στίχοι του Γκαμπριέλ Θελάγια, αναγκαία σαν την ίδια την ποίηση. Η συζήτηση για τη (μη)μεταφρασιμότητα, ωστόσο, ακριβώς για το παράδοξο του πράγματος, αποκτά νόημα ως τρόπος προβληματισμού και ευρετική μέθοδος. «Tο να μιλάμε για τη μετάφραση της ποίησης αρνούμενοι την ύπαρξη της μετάφρασης της ποίησης είναι το πιο λογικό στο οποίο μπορούμε να ελπίζουμε», λέει ο Μανουέλ Μαθίας στο ενδιαφέρον δοκίμιό του «Las impropias traducciones»[3]. Φτάνει όμως με την ποίηση, για την ώρα τουλάχιστον.


2. Στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο το οποίο στα τέλη του 1994 δίκασε τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που διαπράχθηκαν στη Ρουάντα την άνοιξη εκείνης της χρονιάς, η μετάφραση, μέσω της προφορικής διερμηνείας των μαρτυριών πολλών γυναικών, θυμάτων και αυτοπτών μαρτύρων, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που οδήγησε στην καταδίκη για γενοκτονία πολλούς από τους υπεύθυνους για τις σφαγές, τους βιασμούς και τις άλλες φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν ενάντια στον πληθυσμό, και ειδικά ενάντια στον γυναικείο πληθυσμό. Βιώματα ανείπωτα, ανεκδιήγητα εξαιτίας των πολιτισμικών ταμπού και εξαιτίας των τραυμάτων. Εμπειρίες τόσο οδυνηρές που και μόνο το να τις  εκφράσει κανείς με λέξεις μπορεί να είναι κόλαση. Εμπειρίες σωματικού πόνου απερίγραπτες. «Πραγματικά, η πιο έντονη αίσθηση που γνωρίζουμε (τόσο έντονη, ώστε να εξαλείφει όλες τις άλλες εμπειρίες), δηλαδή η εμπειρία του μεγάλου σωματικού πόνου, είναι η περισσότερο ιδιωτική και συγχρόνως η λιγότερο μεταδόσιμη απ’ όλες», γράφει η Χάννα Άρεντ στην Ανθρώπινη κατάσταση[4]. Τέσσερα χρόνια ύστερα από τη δημιουργία, με τη σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για τη Ρουάντα εκδόθηκε η πρώτη διεθνής καταδικαστική απόφαση για γενοκτονία, με την ιδιαιτερότητα ότι το δικαστήριο αναγνώριζε τις γενικότερες πράξεις σεξουαλικής βίας ως πράξεις που συνιστούν γενοκτονία. Οι γλώσσες του Δικαστηρίου, που συστάθηκε στην πόλη Αρούσα στην Τανζανία, ήταν τα γαλλικά και τα αγγλικά· ωστόσο, οι γυναίκες που κατέθεταν τη μαρτυρία τους σε γενικές γραμμές μιλούσαν μόνο κινιαρουάντα, τη γλώσσα που μιλούν στην ίδια τη Ρουάντα και σε άλλα μέρη της ευρύτερης περιοχής, και η διερμηνεία των καταθέσεών τους ήταν απαραίτητη. Εκτός από άλλες ουσιαστικές πτυχές, και ιδιαιτέρως, τη συσχέτιση της διάστασης του φύλου σε ολόκληρη τη διαδικασία, που μελετήθηκαν από τον Jonneke Koomen[5], αξίζει να γίνει μνεία στο γεγονός ότι η διαμεσολάβηση των διερμηνέων έκανε κατά κάποιο τρόπο, και τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις, το ανείπωτο να φτάσει να ειπωθεί· θα μπορούσε να υπονοηθεί ότι η μεταφρασιμότητα αυτού που ήταν για να ειπωθεί ήταν προϋπόθεση αυτού που τελικά ειπώθηκε.

          Το θέμα με ενδιαφέρει από διάφορες απόψεις, και φυσικά από την συμβολή των μεταφρασμένων μαρτυριών στη νομιμοποίηση της άποψης των γυναικών θυμάτων και στη δικαιοσύνη.

          Δεν συνιστάται σε κάθε περίπτωση να αρκεστεί κανείς σε μια ωραιοποιημένη εικόνα της μετάφρασης, των μεταφραστών και των διερμηνέων που πάντα χτίζουν γέφυρες κατανόησης και ομόνοιας ανάμεσα στους λαούς, που πάντα στέκουν στο πλευρό της ελευθερίας και της αντίστασης στην καταπίεση. Η μετάφραση –και σ’ αυτό συμφωνώ με τη Mona Baker[6]– επιτελεί ένα σημαντικό ρόλο, πολύ σημαντικό, στην προσπάθεια των μερών να νομιμοποιήσουν την εκδοχή τους σε οποιαδήποτε σύγκρουση. Μεταφραστές και διερμηνείς χρησίμευσαν και χρησιμεύουν και για να χτίζουν γέφυρες στην κυριαρχία, στην εκμετάλλευση και στα δεινά. Και από την άλλη, είναι επίσης αλήθεια ότι συχνά μεταφραστές και διερμηνείς, δραγουμάνοι σε τελική ανάλυση, ήταν και είναι αντικείμενο καχυποψίας και διωγμών.

 

3. Στις Εξομολογήσεις (VII, 21) ο Αυγουστίνος Ιππώνος[7] θυμίζει τη σημασία που είχε για τον εκχριστιανισμό του η διδασκαλία του Παύλου, που στην Β΄ Επιστολή προς Κορινθίους (3, 6) βεβαιώνει: «το γαρ γράμμα αποκτέννει, το δε πνεύμα ζωοποιεί». Ο Αυγουστίνος δεν κρύβει σε καμία στιγμή τη γοητεία που ασκεί πάνω του ο παραλληλισμός ανάμεσα σε τρεις διχοτομήσεις: ψυχή (ή πνεύμα ή νους) / σώμα· νόημα / γράμμα· άντρας / γυναίκα. Ψυχή-νόημα-άντρας, από τη μία πλευρά· σώμα-γράμμα-γυναίκα, από την άλλη. Τρεις διχοτομήσεις, ή μία, αν προτιμάτε, που διέπουν τη δυτική παράδοση και –δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά– τον κυρίαρχο τρόπο σκέψης σχετικά με τη μετάφραση· την ιδεολογία της μετάφρασης, θα μπορούσαμε να πούμε. Το νόημα, όπως η ψυχή, είναι αθάνατο, ουσία, θεϊκή  πνοή· η έκφραση, όπως το σώμα, είναι φθαρτή,  συγκυρία, επίσημο περίβλημα. Το νόημα είναι ένα, το γράμμα, ποικίλει.

Ακριβώς η δουλειά με το γράμμα, ένα από τα κλειδιά για το ζήτημα που μας απασχολεί, εγγενές στην πράξη της μετάφρασης, διαψεύδει την κανονική εικόνα της μετάφρασης ως υπηρέτριας του νοήματος. Παραπέμπω τώρα στον Αντουάν Μπερμάν: «η μετάφραση του γράμματος ενός κειμένου δεν συνεπάγεται επ’ ουδενί λόγω την κατά λέξη απόδοση». Η δουλειά πάνω στο γράμμα δεν σημαίνει ξεπατικωτούρα, ούτε χυδαία αναπαραγωγή, αλλά  «προσήλωση στο παιχνίδι των σημαινόντων». [8] Είναι μια ιδέα συναφής με τη σύλληψη του Μπένγιαμιν ότι «η μετάφραση είναι πάνω απ’ όλα μια μορφή». Η δουλειά πάνω στο γράμμα είναι αυτό που έθεσε ως στόχο ο Φράι Λουίς ντε Λεόν με το Άσμα ασμάτων. Ήταν τυχερός που πέρασε μόνο κάποια χρόνια στη φυλακή για την άνευ αδείας ενέργειά του, τη μετάφραση του μη μεταφράσιμου, εκείνου που δεν-πρέπει-να-μεταφραστεί. Άλλους ισπανούς μεταφραστές της εποχής του, τον Χουάν Πέρεθ ντε Πινέδα και τον Κασιοδόρο ντε Ρέινα, για παράδειγμα, μόνο η φυγή τους έσωσε από την πυρά.

Στην αφήγηση της Καινής Διαθήκης σχετικά με την έλευση του Αγίου Πνεύματος την Πεντηκοστή ο Θεός –που είχε καταδικάσει τους ανθρώπους στην αιώνια Βαβέλ, στη σύγχυση των γλωσσών και στη διασπορά– παραχωρεί στους αποστόλους το χάρισμα που είχε αρπάξει από την ανθρωπότητα:

 

Κα ν τ συμπληροσθαι τν μραν τς πεντηκοστς σαν πντες μο π τ ατ. κα γνετο φνω κ το ορανο χος σπερ φερομνης πνος βιαας κα πλρωσεν λον τν οκον ο σαν καθμενοι κα φθησαν ατος διαμεριζμεναι γλσσαι σε πυρς κα κθισεν φ’ να καστον ατν, κα πλσθησαν πντες πνεματος γου κα ρξαντο λαλεν τραις γλσσαις καθς τ πνεμα δδου ποφθγγεσθαι ατος.

σαν δ ες ερουσαλμ κατοικοντες ουδαοι, νδρες ελαβες π παντς θνους τν π τν ορανν. γενομνης δ τς φωνς τατης συνλθεν τ πλθος κα συνεχθη, τι κουον ες καστος τ δίᾳ διαλκτ λαλοντων ατν. ξσταντο δ κα θαμαζον λγοντες·οχ δο παντες οτο εσιν ο λαλοντες Γαλιλαοι; κα πς μες κοομεν καστος τ δίᾳ διαλκτ μν ν γεννθημεν; Πρθοι κα Μδοι κα λαμται κα ο κατοικοντες τν Μεσοποταμαν, ουδααν τε κα Καππαδοκαν, Πντον κα τν σαν, Φρυγαν τε κα Παμφυλαν, Αγυπτον κα τ μρη τς Λιβης τς κατ Κυρνην, κα ο πιδημοντες ωμαοι, ουδαο τε κα προσλυτοι, Κρτες κα ραβες, κοομεν λαλοντων ατν τας μετραις γλσσαις τ μεγαλεα το θεο.[9]

 

Στην πραγματικότητα, ο Θεός, φυλάει το χάρισμα για τον εαυτό του, αφού οι απόστολοι δεν είναι τίποτα παραπάνω απ’ αυτό, απόστολοι, δηλαδή απεσταλμένοι, πρέσβεις, φέροντες το λόγο του, που είναι πάντα ένας, ένα γράμμα και ένα νόημα, σε κάθε μία από τις γλώσσες, σε όλες, πρωτότυπο κείμενο μη μεταφρασμένο. Ο Θεός μιλάει δια στόματος των αποστόλων και οι λαοί ακούν το λόγο του στις γλώσσες τους και μέσα από τους πολιτισμούς τους. Αυτό είναι το μοντέλο και η πρόταση της λεγόμενης «δυναμικής αντιστοιχίας» ή λειτουργικής του Νάιντα. Γι’ αυτό όταν ο Θεός, διαμέσου των μεταφραστών-αποστόλων του, απευθύνεται στους ινουίτ, τους μιλάει για φώκιες και όχι για αμνούς. «Αυτή η “δυναμική αντιστοιχία”» –παραπονιέται ο Μπερμάν– «παραμένει το ευαγγέλιο του πρώτου τυχόντος μεταφραστή».[10]

 

4. Θανάσης Χατζόπουλος. Εδώ και χρόνια διαβάζω το έργο του και συνδιαλέγομαι μαζί του. Ανέλαβα το εγχείρημα να τον μεταφράσω. Πρώτη προσέγγιση: Ρήματα για το ρόδο. Σχεδίασμα ποιητικής. Είναι μια συλλογή πεζοποιημάτων, στοχασμός γύρω από την εμπειρία των πραγμάτων και την ποιητική εμπειρία των λέξεων και των πραγμάτων. Θα σταθώ σε ένα απόσπασμα:

 

Η λέξη βουνό από τι υλικά είναι άραγε φτιαγμένη; Πάντως όχι από τα πέντε γράμματα που την κάνουν να ηχεί. Χώμα και νερά την κατοικούν, βράχια από σχιστόλιθο, βράχια από μάρμαρο, από πωρόλιθο, βράχια· θυμάρια και σχίνα, ρίγανη χαμηλές αγριλιές· πέτρες. Στην Ελλάδα τουλάχιστον. Γιατί αλλού η ίδια λέξη, με τα δικά της γράμματα που την κάνουν να ηχεί αλλιώς, άλλοτε παρατεταμένα και άλλοτε μονοσύλλαβα και πάντως με διαφορετικές συγχορδίες, είναι γεμάτη πανύψηλα κωνοφόρα και είναι πράσινη, πιο πράσινη από τη γκρίζα και, κατά το δειλινό, μαβιά των αντίστοιχων ελληνικών ορέων. Έτσι το βουνό ηχεί και σε μίαν άλλη συναρμογή γραμμάτων, αναλόγως και του ύψους του. Στο σώμα της λέξης άλλωστε πέφτουν χιόνια, και κάποτε την καλύπτουν πυκνά σύννεφα ή ομίχλες. Και μάλιστα η λέξη είναι φτιαγμένη από διαφορετικά υλικά, ανάλογα με τις εποχές του έτους. Ενώ η ορυκτή της σύσταση, που από βουνό σε βουνό ποικίλλει, για το ίδιο βουνό παραμένει πεισματικά σταθερή, έτσι όπως ορίστηκε από τους γεωλογικούς αιώνες του σχηματισμού του. Από τι υλικά είναι φτιαγμένη η λέξη ποίηση;[11]

 

Το απόσπασμα με κάνει να θυμηθώ ένα σχόλιο του Κοσέριου, αντλημένο από «Το εσφαλμένο και το σωστό στη θεωρία της μετάφρασης»[12], με αφορμή την υποτιθέμενη μη μεταφρασιμότητα στα ισπανικά της γερμανικής λέξης Wald, μη μεταφράσιμης για τον συντάκτη κάποιας διατριβής, όχι τόσο επειδή στα ισπανικά υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ του bosque και του selva, αλλά επειδή τα συναισθήματα που προκαλεί η λέξη Wald στους Γερμανούς θα ήταν εντελώς διαφορετικά από αυτά που η λέξη bosque θα μπορούσε να προκαλέσει στους ισπανόφωνους. Ο Κοσέριου υποστηρίζει ότι ακόμα κι αν αγνοήσουμε κατά πόσο τα συγκεκριμένα συναισθήματα εμφανίζονται πάντα και σε όλους τους Γερμανούς, το οποίο πόρρω απέχει από το να είναι βέβαιο, αυτά τα συναισθήματα, στο βαθμό που εμφανίζονται (και αν πράγματι εμφανίζονται), δεν προκαλούνται από την λέξη Wald αυτή καθαυτή, αλλά από τα ίδια τα δάση ως οριζόμενα «πράγματα». Εύλογο, κατά πώς μου φαίνεται, το ερώτημα αν η εν λόγω λέξη προκαλεί τα ίδια συναισθήματα σε όλους τους Γερμανούς, σε όλους τους γερμανόφωνους, θα λέγαμε καλύτερα, αλλά ο Κοσέριου συνεχίζει:

 

Το γεγονός ότι αυτά τα συναισθήματα δεν επικοινωνούνται δεν είναι, συνεπώς, κάποια ατέλεια της μετάφρασης έναντι των πρωτότυπων κειμένων, αλλά ένα από τα λογικά της όρια, και, μάλιστα, το πιο σημαντικό· ένα όριο το οποίο, ωστόσο, παίζει τον ίδιο ρόλο και κατά την αρχική προφορική χρήση της λέξης, η οποία επίσης δεν προκαλεί από μόνη της αυτά τα συναισθήματα. Αυτό το αναλαμβάνουν τα «realia» στα οποία γίνεται αναφορά κατά την ομιλία του ή που προϋποτίθενται από την ομιλία. Η μετάφραση, ως απλή γλωσσική τεχνική, αφορά μόνο τα γλωσσικά μέσα. Όχι όλα όσα κατά κάποιο τρόπο υποδηλώνονται, όχι όλα όσα γίνονται κατανοητά «εντός» ή «μέσω» ενός κειμένου, αλλά πέρα από τις όποιες διαφορές στη συνήθη ή απαραίτητη «διατύπωση» στις διάφορες γλώσσες μόνο αυτό που όντως λέγεται, δηλαδή, αυτό που εκφράζεται μέσω της γλώσσας κατά τη σημειολογική της λειτουργία, το «διατυπωμένο», είναι, από αυτή την άποψη, αντικείμενο της μετάφρασης και μπορεί, κατ’ αρχήν, να μεταφραστεί. Τα «realia» που υποδηλώνονται κατά την ομιλία δεν μπορούν να μεταφραστούν, ακριβώς επειδή δεν ανήκουν στο λεχθέν· μπορούν μόνο να δειχθούν ή να περιγραφούν.

 

Αυτό θέτει ένα ζήτημα φιλοσοφίας της γλώσσας το οποίο υπονοείται και στον ίδιο τον τίτλο Ρήματα για το ρόδο του βιβλίου του Χατζόπουλου. Το μεταφράζειν πραγματεύεται το κείμενο, εξάλλου· έχω την αίσθηση, ωστόσο, ότι η εμπειρία της λέξης, της λέξης  Wald,  ή οποιασδήποτε άλλης λέξης, όταν την ακούσει κανείς από κάποια χείλη ή τη διαβάσει σε ένα κείμενο, ή απλά την ονειρευτεί, είναι μία εμπειρία που μπορεί  να ασκήσει την ίδια επίδραση που ασκεί αυτό που εκφράζεται από εκείνη. Κι αυτό επειδή η γλώσσα εμπεριέχει την ανθρώπινη εμπειρία. Ο Μπένγιαμιν θα έλεγε ότι η γλώσσα κατοικείται από την εμπειρία. Όταν αυτό δεν συμβαίνει, μένει μονάχα η σιωπή και η σιωπή δεν υπάρχει:

 

σ’ αυτή τη νύχτα σ’ αυτόν τον κόσμο

οι λέξεις του ονείρου της παιδικής ηλικίας του θανάτου

ποτέ δεν είναι αυτό που θέλει κάποιος να πει

η μητρική γλώσσα ευνουχίζει

η γλώσσα είναι ένα όργανο επίγνωσης

της αποτυχίας κάθε ποιήματος

που ευνουχίζεται από την ίδια του τη γλώσσα

το όργανο της ανα-δημιουργίας

της αναγνώρισης του ήδη γνωστού

αλλά όχι εκείνο της ανάστασης

κάποιου είδους άρνησης

του ορίζοντά μου σαν τον μαλντορόρ με το σκυλί του

και τίποτα δεν αποτελεί υπόσχεση

απ’ όσα μπορούν να ειπωθούν

που ισοδυναμούν με ψέμα

(ό,τι μπορεί να ειπωθεί είναι ψέμα)

όλα τ’ άλλα είναι σιωπή

μόνο που η σιωπή δεν υπάρχει

(Αλεχάντρα Πισαρνίκ, «Σ’ αυτή τη νύχτα, σ’ αυτόν τον κόσμο»)[13]

 

«Αυτό που προσπαθεί να πετύχει ένα ποίημα», υποστηρίζει ο Χόρχε Ρίχμαν, «είναι να πει την αλήθεια, με την παράξενη δυσκολία ότι η αλήθεια δεν προϋπάρχει της προσπάθειας του ποιήματος».[14]

 

5. Η μη μεταφρασιμότητα συγκεκριμένων λέξεων έχει μετατραπεί, αφετέρου, σε αντικείμενο μιας περιέργειας που έχει γίνει viral κυκλοφορούν, σε μέσα και κοινωνικά δίκτυα, λίστες μη μεταφράσιμων λέξεων από την τάδε ή τη δείνα γλώσσα και, ενίοτε, αποτελεί αιτία αυταρέσκειας ατόμων ή ομάδων που επαίρονται για τις υποτιθέμενες μη μεταφράσιμες λέξεις της γλώσσας τους, όπως άλλοι επαίρονται για την αξεπέραστη ποιότητα του εκάστοτε προϊόντος της περιοχής τους ή του χωριού τους: το καλύτερο λάδι, το καλύτερο μεσκάλ... Ο Οκτάβιο Πας στο έργο του Traducción: literatura y literalidad,  αναφέρει ένα ποίημα του Ουναμούνο, «ο οποίος σε ένα από τα λυρικο-πατριωτικά του ξεσπάσματα, λέει:»

 

Άβιλα, Μάλαγα, Κάθερες,

Χάτιβα, Μέριδα, Κόρδοβα,

Θιουδάδ Ροδρίγο, Σεπούλβεδα,

Ούμπεδα, Αρέβαλο, Φρόμιστα,

Θουμάραγα, Σαλαμάνκα,

Τουρέγανο, Θαραγόθα,

Λέριδα, Θαμαραμάλα,

είστε ονόματα με το δικό σας ανάστημα,

ελεύθερα, κύρια, αυτοδικαίως συμπεριλαμβανόμενα,

το μη μεταφράσιμο μεδούλι

της ισπανικής μας γλώσσας.

 

«Είναι παράδοξο», εξηγεί ο Πας, «ότι η μη μεταφράσιμη ουσία της Ισπανίας συνίσταται σε μια διαδοχή ρωμαϊκών, αραβικών, κελτο-ιβηρικών και βασκικών ονομάτων. Εξίσου παράδοξο είναι το γεγονός ότι ο Ουναμούνο μεταφράζει στα καστιλλιάνικα την καταλανική πόλη Λιέιδα (Λέριδα)»[15].

Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, περισσότερο ενδιαφέρον από την εκάστοτε λέξη, έχουν ο λόγος, τα κείμενα, το γράμμα· η εστίαση στο πώς οι μεταφράσεις λογοτεχνικών κειμένων λειτουργούν μέσα στα γλωσσολογικά, πολιτισμικά, εθνικά πλαίσια όπου γεννιούνται και κατοικούν. Οι διακειμενικές και υπερκειμενικές σχέσεις των κειμένων ενδέχεται να είναι πολύ διαφορετικές στο γλωσσολογικό πεδίο της πηγής από αυτό του στόχου, ιδιαίτερα στην περίπτωση απομακρυσμένων κοινωνιών, τόσο γλωσσολογικά όσο και πολιτισμικά. Αναλογιστείτε, φέρ’ ειπείν, την ανάγνωση χαϊκού μεταφρασμένων στα ισπανικά, στο Μεξικό ή στην Ισπανία· η λειτουργικότητα της εκδοχής ενός εξωτικού, καθ’ όλη τη σημασία της λέξης, κειμένου στα κάθε λογής πεδία της γλώσσας μας γλωσσολογικά, κοινωνικά, λογοτεχνικά, δεν δύναται να είναι η ίδια με την αντίστοιχη του ιαπωνικού πρωτοτύπου, το οποίο ενσωματώνεται σε μια εκατονταετή παράδοση και μια πληθώρα κειμένων παρομοίου λογοτεχνικού είδους. Ούτε η λέξη προς λέξη ομοιότητα υπονοεί κειμενική ομοιότητα, μήτε αντιστοιχία, αν θυμηθούμε τα σχόλια του Μπόρχες στους Δον Κιχώτες του Θερβάντες και του Πιέρ Μενάρ.

 

6. Ξεκινώ την ακόλουθη σημείωση με ένα ποίημα από τη συλλογή «Επιτάχυνση της ιστορίας» του Χοσέ Εμίλιο Πατσέκο:

 

Γράφω λίγες λέξεις

και στο λεπτό

ήδη λένε κάτι άλλο

εννοούν

μια ξεχωριστή πρόθεση

                             υπακούουν ήδη

στον άνθρακα 14

                                    κρυπτογραφήματα

ενός πολύ απομακρυσμένου χωριού

                                           που ψάχνει

την γραφή στο σκοτάδι[16]

 

Τοποθετώ τώρα μαζί με το ποίημα κάποιες φράσεις του σοφού ανθρωπολόγου, Λουίς Ντουκ[17], θανόντα το 2018, ο οποίος υπήρξε καλόγερος στο Αβαείο των Βενεδικτίνων του Μονσεράτ:

         

Η ακατάπαυστη διαδικασία της μετάφρασης, στην οποία αναπόφευκτα βρίσκεται υποταγμένος ο άνθρωπος από τη στιγμή που γεννιέται μέχρι το θάνατο, αποτελεί ένα πολύ εύγλωττο σύμπτωμα της «γραμματικής ανισορροπίας» που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη κατάσταση. Αν το να ζει κανείς σημαίνει να μιλά, και το να μιλά να μεταφράζει, είναι φανερό πως το να ζει σημαίνει να μεταφράζει. […] Το να μιλά κανείς για τους θνητούς ενισχύει ως αναπόφευκτο γεγονός την χρήση των διαμεσολαβήσεων και των μεταφράσεων που πρέπει να ξαναγίνονται πάντα. […] Από την άλλη, το πρόβλημα της μετάφρασης ως διαδικασίας έμφυτης στην ανθρώπινη κατάσταση υπογραμμίζει την ανυπέρβλητη ιστορικότητά της. […] [Δ]ιαρκώς χρειάζ[ε]ται να βρίσκουμε τα συμφραζόμενα στα κείμενα, στις λέξεις, διότι, ακατάπαυστα, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την επιτακτικότητα και τις απαιτήσεις της ιστορίας. Και σε αυτό ακριβώς συνίσταται η άσκηση της δικής μας αναπόφευκτης πράξης μετάφρασης ως μίας από τις πιο σημαντικές ασκήσεις της «τέχνης του ανθρώπου».

 

Παραδομένος στην επιτακτικότητα ο Οδυσσέας, μαθαίνει να χειρίζεται με λεπτότητα το λόγο, να του δίνει συμφραζόμενα, να συνομιλεί σοβαρά με όλους –φτωχούς και πλούσιους, θεούς και ανθρώπους, γυναίκες και άνδρες, ιερείς και πολέμαρχους, φίλους και εχθρούς–, χρησιμοποιώντας διαμεσολαβήσεις και μεταφράσεις. Ο Πολύφημος, ωστόσο, ζει στο νησί των Κυκλώπων, απομονωμένος, περιτριγυρισμένος από μια μη μεταφράσιμη θάλασσα, γαντζωμένος στην αμεταβλητότητα του γλωσσικού σημείου, ίσως λόγω της θεϊκής του καταγωγής (Ποσειδώνας), γαντζωμένος στην μονοσημία, δεν διεισδύει στο παιχνίδι των σημαινόντων, δεν διαπραγματεύεται το σημαινόμενο, παρερμηνεύει.

Όπως και να ’χει, ο Οδυσσέας δεν ήξερε πως ο Πολύφημος ήταν γιος του Ποσειδώνα, και χρειάστηκε να αντιμετωπίσει την οργή του θεού.

 

7. Η επιθυμία του μεταφράζειν ευνοεί τη μεταφρασιμότητα. Όπως είναι γνωστό, ο Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς, μακριά από τον κατά κάποιον τρόπο αριστοκρατικό ευρωπαϊσμό των Έλιοτ και Πάουντ, θέτει το έργο του στην υπηρεσία μιας δημοκρατικής λογοτεχνικής γλώσσας η οποία βασίζεται περισσότερο στους ρυθμούς της προφορικής γλώσσας, παρά στα παραδοσιακά αγγλικά μέτρα και ομοιοκαταληξίες, και που θρέφεται από την ποικιλομορφία των καταβολών και των ίδιων των πολιτισμών των Ηνωμένων Πολιτειών.

Μια από τις ατραπούς που ο Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς ακολουθεί αναζητώντας αυτή τη δημοκρατική λογοτεχνική γλώσσα, την περιπόθητη γι’ αυτόν αμερικανική γλώσσα, είναι ακριβώς η μεταφραστική πρακτική και ιδιαιτέρως η μετάφραση ποίησης στην ισπανική γλώσσα, τη γλώσσα της πορτορικανής μητέρας του, τη γλώσσα που –με όλα τα συμπαρομαρτούντα– υποδηλώνεται από το δεύτερο όνομά του, Κάρλος[18].

Ο εκδοτικός οίκος New Directions δημοσίευσε το 2011 έναν τόμο με τον πολύ χαρακτηριστικό τίτλο: By Word of Mouth. Poems from the Spanish, 1916-1959, συλλογή με τις μεταφράσεις του, ισπανικής και λατινοαμερικάνικης ποίησης, που επιμελήθηκε ο μεταφραστής, και ειδικός στην λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία, Τζόναθαν Κόεν και προλόγισε ο Χούλιο Μαρσάν με ένα κείμενο περί του ρόλου της μεταφραστικής πρακτικής στη διαμόρφωση της προσωπικότητας και στις ποιητικές ιδέες του Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς. Ο τόμος περιέχει ποιήματα, μεταξύ άλλων, των Φρανθίσκο ντε Κεβέδο, Σιλβίνα Οκάμπο, Αλί Τσουμασέρο.

Τόσο τα ισπανικά όσο και η λογοτεχνία στην ισπανική γλώσσα, ξένα προς το βρετανικό παρελθόν των Ηνωμένων Πολιτειών, υποστηρίζει ο Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς στην αυτοβιογραφία του[19], παρέχουν την ευκαιρία, μέσα από τη μετάφραση, για μια χρήση αναζωογονητική και ανανεωτική της ίδιας του της γλώσσας, την αμερικάνικη διάλεκτο των αγγλικών, την ευκαιρία να εξασκηθεί και να δημιουργήσει για την αμερικάνικη ποίηση μοντέλα ανεξάρτητα από αυτά που προσφέρουν τα αγγλικά και τα γαλλικά. Οι μεταφράσεις της ισπανικής και της λατινοαμερικανικής ποίησης του Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς, του μεταφραστή, του αφανούς δημιουργού, αποτελούν εξάλλου πολιτικές πράξεις όχι μόνο στις περιπτώσεις που αφορούν αποδόσεις ποιημάτων σχετικών με τη δημοκρατική υπόθεση στα χρόνια του ισπανικού εμφυλίου πολέμου (ο Ουίλιαμς υπήρξε πρόεδρος μιας ιατρικής επιτροπής βοήθειας προς την ισπανική δημοκρατία), αλλά στο μέτρο που συμβάλλουν στην αποκάλυψη μιας γλώσσας και ορισμένων περιθωριακών και περιθωριοποιημένων πολιτισμών στις Ηνωμένες Πολιτείες, το χρονικό διάστημα που αυτός έζησε.

 

8. «Σύμφωνα με την ορολογία της επιθυμίας θα μπορεί κανείς να πει ότι το έργο επιθυμεί και δεν επιθυμεί να μεταφραστεί. Ωστόσο, εδώ, η μη επιθυμία δεν είναι καθόλου συμμετρική με την επιθυμία. Είναι αντίσταση. Αυτή η αντίσταση ―και αυτή― υπάρχει μέσα στο έργο. Ως εκ τούτου η επιθυμία να μεταφράσουμε αποκτά την πληρότητά της και τη σημαινότητά της μόνο κατά την επαφή της με έργα που ανθίστανται περισσότερο στη μετάφραση, που έχουν τη φήμη ότι είναι μη μεταφράσιμα. Ναι, όσο περισσότερο ένα έργο ανθίσταται στη μετάφραση, τόσο περισσότερο την προσελκύει [την σαγηνεύει]: η περίπτωση των Σονέτων του Σαίξπηρ είναι αποκαλυπτική. Συνεπώς πρέπει να συμπεράνουμε ότι σε αυτή την αντίσταση υπάρχει μια βουβή κλήση για τη μετάφραση. Η ένταση της αντίστασης δείχνει έμμεσα ότι για το έργο αυτό που διακυβεύεται στη μετάφραση είναι όλο το είναι του»).[20]

Είναι απόσπασμα από το L'Age de la traduction: «La tâche du traducteur» de Walter Benjamin, un commentaire, ένα μετά θάνατον κείμενο του Μπερμάν, από ένα από τα σεμινάρια που παρέδωσε στο Διεθνές Κολέγιο Φιλοσοφίας, όπως το επιμελήθηκαν η Ισαμπέλ Μπερμάν σε συνεργασία με τη Βαλεντίνα Σομελά. Η μετάφραση είναι του Βαγγέλη Μπιτσώρη. Διαφωτιστικές λέξεις. Η υποψία της μη μεταφρασιμότητας είναι ένα κίνητρο. Υποψία φωτός. Μια υπόσχεση που τροφοδοτεί την επιθυμία, που σε λυτρώνει από μια καταδίκη, την καταδίκη του εφικτού...

 

Βιβλιογραφικές αναφορές

 

Άρεντ, Χάννα: H ανθρώπινη κατάσταση, μετ. Στέφανος Ροζάνης και Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Αθήνα: Γνώση, 1986.

Αυγουστίνος, Άγιος: Εξομολογήσεις, Βιβλία I - VII, μετ. Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Αθήνα: Πατάκη, 1999.

Φίσερ, Ερνστ: Η αναγκαιότητα της τέχνης, μετ. Φούλα Χατζιδάκη, Αθήνα: Θεμέλιο, 1977.

Χατζόπουλος, Θανάσης: Ρήματα για το ρόδο Σχεδίασμα ποιητικής, Αθήνα: Καστανιώτης, 1997.

Baker, Mona: «Narratives in and of Translation», Skase Journal of Translation and Interpretation 1 (2005), 4-13.

Translation and Conflict a Narrative Account, Οξφόρδη: Routledge, 2006.

Berman, Antoine: La traduction et la lettre ou L'auberge du lointain, Παρίσι: Seuil, 1999 (πρώτη έκδοση στο Les tours de Babel, Μοβεζίν: Trans-Europ-Repress, 1985).

L'Age de la traduction: «La tâche du traducteur» de Walter Benjamin, un commentaire, κείμενο οριστικοποιημένο από την Isabelle Berman σε συνεργασία με τη Valentina Sommella, Βινσέν: Presses Universitaires, Intempestives, 2008.

Celaya, Gabriel: Cantos iberos, Αλικάντε: Verbo, 1955.

Cobo Borda, Juan Gustavo: Antología de la Poesía Hispanoamericana, Πόλη του Μεξικού: Fondo de Cultura Económica, 1985.

Coseriu, Eugenio, «Lo erróneo y lo acertado en la teoría de la traducción», στο El hombre y su lenguaje, μετ. Marcos Martínez Hernández, Μαδρίτη: Gredos, 1977, 214-239.

Duch, Lluis: Mito, interpretación y cultura, μετ. Francesca Babí i Poca και Domingo Cía Lamana, Βαρκελώνη: Herder, 1998.

Koomen, Jonneke: «“Without These Women, the Tribunal Cannot Do Anything”: The Politics of Witness Testimony on Sexual Violence at the International Criminal Tribunal for Rwanda», Signs, Τόμ. 38, Τεύχος 2 (2013), 253-277.

Macías, Juan Manuel: «Las impropias traducciones», στο Sucede en la voz de otros. Apuntes mundanos de poesía, Σεβίλλη: La isla de Siltolá, 2015, 70-73.

Navarro, María: Reding interior, Τορεμολίνος: Litoral, 2019.

Paz, Octavio: Traducción: literatura y literalidad, Βαρκελώνη: Tusquets, 1971.

Pizarnik, Alejandra: Poesía Completa (1955-1072), επιμ. Ana Becciú, 2η έκδοση, Βαρκελώνη: Lumen, 2016.

Ramos, Peter: «Cultural Identity, Translation, and William Carlos Williams», MELUS, Τόμος 38, Τεύχος 2, New Perspectives on Puerto Rican, Latina/o, Chicana/o, and Caribbean American Literatures (2013), 89-110.

Riechman, Jorge: Bailar sobre una baldosa, Θαραγόθα: Eclipsados, 2008.

Williams, William Carlos: The Autobiography, Νέα Υόρκη: Random House, 1951.

 

 

Μετάφραση: Μαρία Καλουπτσή, Θεώνη Κάμπρα, Μαρία Καραλή, Αλίκη Μανωλά, Ιφιγένεια Ντούμη, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Ματθίλδη Σιμχά και Σταύρος Χατζής.

 

Ο Vicente Fernández González είναι μεταφραστής, μεταφρασεολόγος και Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Μάλαγας.

 



[1] Ερνστ Φίσερ: Η αναγκαιότητα της τέχνης, μετ. Φούλα Χατζιδάκη, Αθήνα: Θεμέλιο, 1977.

[2] Gabriel Celaya: «La poesía es un arma cargada de futuro», Cantos iberos, Αλικάντε: Verbo, 1955.

[3] Juan Manuel Macías: «Las impropias traducciones», στο Sucede en la voz de otros. Apuntes mundanos de poesía, Σεβίλλη: La isla de Siltolá, 2015, 70-73.

[4] Άρεντ, Χάννα: H aνθρώπινη κατάσταση, μετ. Στέφανος Ροζάνης και Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Αθήνα: Γνώση, 1986, 74.

[5] Jonneke Koomen: «“Without These Women, the Tribunal Cannot Do Anything”: The Politics of Witness Testimony on Sexual Violence at the International Criminal Tribunal for Rwanda», Signs, Τόμ. 38, Τεύχος 2 (2013), 253-277.

[6] Mona Baker: «Narratives in and of Translation», Skase Journal of Translation and Interpretation 1 (2005), 4-13, και Mona Baker: Translation and Conflict a Narrative Account, Οξφόρδη: Routledge, 2006.

[7] Άγιος Αυγουστίνος: Εξομολογήσεις, Βιβλία I - VII, μετ. Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Αθήνα: Πατάκη, 1999.

[8] Antoine Berman: Η μετάφραση και το γράμμα ή το πανδοχείο του απόμακρου, μετ. Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2005, 15-16.

[9] Πράξεις Αποστόλων, 2, 1/11.

[10] Antoine Berman: Η μετάφραση και το γράμμα ή το πανδοχείο του απόμακρου, μετ. Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2005, 17.

[11] Θανάσης Χατζόπουλος: «Η λέξη ποίηση», Ρήματα για το ρόδο Σχεδίασμα ποιητικής, Αθήνα: Καστανιώτης, 1997, 89.

[12] Eugenio Coseriu: «Lo erróneo y lo acertado en la teoría de la traducción», στο El hombre y su lenguaje, μετ. Marcos Martínez Hernández, Μαδρίτη: Gredos, 1977, 214-239.

[13] Alejandra Pizarnik: «En esta noche en este mundo» (1972), στο Poesía Completa (1955-1972), επιμ. Ana Becciú, 2η έκδ., Βαρκελώνη: Lumen, 2016.

[14] Jorge Riechman: Bailar sobre una baldosa, Θαραγόθα: Eclipsados, 2008.

[15] Octavio Paz: Traducción: literatura y literalidad, Βαρκελώνη: Tusquets, 1971, 16-17.

[16] José Emilo Pacheco: «Aceleración de la historia», en Juan Gustavo Cobo Borda: Antología de la Poesía Hispanoamericana, Πόλη του Μεξικού: Fondo de Cultura Económica, 1985, 484.

[17] Lluis Duch: Mito, interpretación y cultura, μετ. Francesca Babí i Poca και Domingo Cía Lamana, Βαρκελώνη: Herder, 1998, 467-468.

[18] Peter Ramos: «Cultural Identity, Translation, and William Carlos Williams», MELUS, Τόμ. 38, Τεύχος 2, New Perspectives on Puerto Rican, Latina/o, Chicana/o, and Caribbean American Literatures (2013), 89-110.

[19] William Carlos Williams: The Autobiography, Νέα Υόρκη: Random House, 1951.

[20] Antoine Berman: L'Age de la traduction: «La tâche du traducteur» de Walter Benjamin, un commentaire, κείμενο οριστικοποιημένο από την Isabelle Berman σε συνεργασία με τη Valentina Sommella, Βινσέν: Presses Universitaires, Intempestives, 2008, 58.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου