Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2020

Μιγκέλ Ντελίμπες: Τα Άγια Νήπια [απόσπασμα]

 

Μιγκέλ Ντελίμπες

 

Τα Άγια Νήπια

[απόσπασμα]

 

 

Βιβλίο πρώτο

 

Αθαρίας

 

Η αδελφή του, η Ρέγουλα, δυσανασχετούσε με τη στάση του Αθαρίας, και τον μάλωνε, και τότε εκείνος επέστρεφε στη Χάρα, όπου ο νεαρός κύριος· η αδελφή του, η Ρέγουλα, δυσανασχετούσε με τη στάση του Αθαρίας γιατί εκείνη επιθυμούσε τα παιδιά να μάθουν γράμματα, κάτι που ο αδελφός της θεωρούσε απολύτως λαθεμένο, γιατί,

          μετά δεν κάνουν ούτε για αρχόντοι ούτε για κολλήγοι,

διατράνωνε με τη θαμπή, ελαφρά ένρινη, φωνή του,

αντιθέτως, στη Χάρα, όπου ο νεαρός κύριος, κανείς δεν ασχολούνταν αν ο τάδε ή ο δείνα ήξερε να διαβάζει ή να γράφει, αν ήταν μορφωμένος ή αμόρφωτος, ή αν ο Αθαρίας τριγυρνούσε άσκοπα ολούθε μονολογώντας, το κοτλέ παντελόνι μπαλωμένο, τα μπατζάκια μαζεμένα ως το γόνατο, τα μαγαζιά του ανοιχτά, με ξυπόλητα ποδάρια και, ακόμα κι όταν, άξαφνα, την έκανε για την αδελφή του κι ο νεαρός κύριος τον αναζητούσε και του απαντούσαν,

          πήγε α σα πέρα, στην αδελφή του, κύρη μας,

ο τόσο επηρμένος νεαρός κύριος δεν άλλαζε έκφραση, το πολύ πολύ να σήκωνε αδιόρατα τον ώμο του, τον αριστερό, αλλά δεν το ερευνούσε περαιτέρω, ούτε σχολίαζε το νέο, κι όταν εκείνος επέστρεφε, μια από τα ίδια,

          ο Αθαρίας είναι πάλι πίσω, κύρη μας,

και στο πρόσωπο του νεαρού κυρίου ζωγραφιζόταν ένα συγκρατημένο χαμόγελο κι αυτό ήταν όλο, γιατί τον νεαρό κύριο το μόνο που τον εκνεύριζε ήταν που διατυμπάνιζε ο Αθαρίας ότι ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερος από τον νεαρό κύριο, επειδή, στην πραγματικότητα, ο Αθαρίας ήταν ολόκληρο παλικάρι όταν γεννήθηκε ο νεαρός κύριος, αλλά ο Αθαρίας ούτε που το θυμόταν κι αν, σε ορισμένες περιπτώσεις, διατυμπάνιζε ότι ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερος από τον νεαρό κύριο ήταν γιατί ο Ντάθιο, ο Γουρουνάς, έτσι του ’χε πει μια Παραμονή Πρωτοχρονιάς που ήταν λίγο μεθυσμένος κι εκείνου, του Αθαρίας, του έμεινε χαραγμένο στη μνήμη, κι όσες φορές τον ρωτούσαν,

          πόσων χρονών είσαι του λόγου σου, Αθαρίας;,

άλλες τόσες αποκρινόταν,

          για την ακρίβεια ένα χρόνο μεγαλύτερος από τον κύρη μας,

αλλά δεν το ’κανε από κακή πρόθεση, ούτε γιατί του άρεσε να λέει ψέματα, παρά μόνο γιατί είχε μυαλό μικρού παιδιού, κι ο νεαρός κύριος έκανε άσχημα να τον αποπαίρνει γι’ αυτό το λόγο και να τον αποκαλεί αχαΐρευτο, και δεν ήταν δίκαιος μαζί του, μιας κι ο Αθαρίας, με αντάλλαγμα να μπορεί να περιφέρεται όλη μέρα του Θεού στο Υποστατικό, μονολογώντας, μασώντας το τίποτα, το βλέμμα καρφωμένο στα νύχια του δεξιού του χεριού, γυάλιζε το αυτοκίνητο του νεαρού κυρίου μ’ ένα κίτρινο ξεσκονόπανο, και ξεβίδωνε τις τάπες από τις βαλβίδες των αυτοκινήτων των φίλων του νεαρού κυρίου ώστε ο νεαρός κύριος να τις είχε για καβάτζα τη μέρα που μπορεί να στράβωναν τα πράγματα και να υπήρχε έλλειψη και, λες κι αυτό δεν ήταν ήδη αρκετό, ο Αθαρίας φρόντιζε τα σκυλιά, το κυνηγόσκυλο και το σέτερ, και τα τρία αλεπουδόσκυλα κι έτσι και, μες στην άγρια νύχτα, ούρλιαζε το μαντρόσκυλο του βοσκού και ξεσηκώνονταν τα σκυλιά του Υποστατικού, εκείνος, ο Αθαρίας, τα καταπράυνε με γλυκόλογα, τα έξυνε επί ώρα ανάμεσα στα μάτια μέχρι να ηρεμήσουν κι ύστερα για ύπνο και, με το πρώτο φως της μέρας, έβγαινε στην αυλή και τεντωνόταν, άνοιγε την πόρτα του κοτετσιού κι άφηνε ελεύθερα τα γαλιά κάτω από τις βελανιδιές, μέσα από την περίφραξη, προστατευμένα από το συρματόπλεγμα και, ύστερα, έξυνε τις κουτσουλιές από τις κότες στις κούρνιες και, όταν τελείωνε, έτρεχε αμέσως να ποτίσει τα γεράνια και την ιτιά και καθάριζε το δωματιάκι του μπούφου και τον χάιδευε ανάμεσα στ’ αφτιά και, την ώρα που άρχιζε να σκοτεινιάζει, πάντα μα πάντα, ο Αθαρίας, οκλαδόν στο σκαμνί, δίπλα στη φωτιά, στο έρημο πρόθυρο, ξεπουπούλιαζε πέρδικες, μπεκάτσες, τρυγόνια, αγριόγαλους, που ’χε κατεβάσει ο νεαρός κύριος εκείνο το πρωί και, πολύ συχνά, αν τα κυνήγια ήταν πολλά, ο Αθαρίας κρατούσε ένα για τη γερακίνα, με αποτέλεσμα ο μπούφος, κάθε φορά που τον έβλεπε να εμφανίζεται, να τον τυλίγει με το κίτρινο στρογγυλό του βλέμμα, και να κροταλίζει το ράμφος του, λες και του ’κανε τσιριμόνιες, με αυθόρμητη τρυφερότητα, γιατί σ’ όλους τους άλλους, του νεαρού κυρίου συμπεριλαμβανομένου, τους ρουθούνιζε, σαν οργισμένος γάτος, κι έβγαζε τα νύχια του, ενώ εκείνον, τον αντιμετώπιζε αλλιώς, αφού σπάνιες ήταν οι βραδιές που δεν τον τρατάριζε, ακόμα κι όταν δεν υπήρχε κάποιο καλύτερο έδεσμα, με καμιά κίσσα, κανέναν κόρακα ή μισή ντουζίνα σπουργίτια που τα ’χε πιάσει με ξόβεργες στο νερόλακκο με τους κυπρίνους, ή ένας Θεός ξέρει πού αλλού, αλλά, σε κάθε περίπτωση, ο Αθαρίας, έλεγε στον Μέγα Δούκα, κάθε φορά που τον πλησίαζε, γλυκαίνοντας τη φωνή του,

          γερακίνα ομορφούλα, γερακίνα ομορφούλα,

και τον έξυνε ανάμεσα στα μάτια, και του χαμογελούσε με τα ξεδοντιάρικα ούλα του, κι έτσι και χρειαζόταν να τον δέσει ψηλά στο βράχο, προκειμένου ο νεαρός κύριος ή η νεαρή κυρία ή οι φίλοι του νεαρού κυρίου ή οι φίλες της νεαρής κυρίας να διασκεδάσουν, πυροβολώντας τους αετούς ή τις κουρούνες από τη φυλάχτρα, χωμένοι καλά στις κρυψώνες τους, ο Αθαρίας τού τύλιγε στο δεξί ποδαράκι ένα κομμάτι κόκκινο ύφασμα για να μην του κάνει ζημιά η αλυσίδα, κι όση ώρα ο νεαρός κύριος ή η νεαρή κυρία ή οι φίλοι του νεαρού κυρίου ή οι φίλες της νεαρής κυρίας παρέμεναν μέσα στη φυλάχτρα, εκείνος πρόσμενε, καθισμένος στις φτέρνες του, προστατευμένος ανάμεσα στους θάμνους του παρατηρητηρίου του, επιτηρώντας, τρέμοντας σαν χλωρό κλαράκι, και, παρ’ όλο που ήταν κάπως περήφανος στ’ αφτιά, άκουγε τον ξερό κρότο των εκπυρσοκροτήσεων και, κάθε φορά, ταραζόταν κι έκλεινε τα μάτια και, μόλις τ’ άνοιγε ξανά, κοιτούσε προς τη μεριά του μπούφου και, όταν τον αντίκριζε σώο κι αβλαβή, στητό κι αγέρωχο, σαν να προστάτευε το βράχο, ένιωθε περηφάνια για εκείνον και μονολογούσε συγκινημένος,

          γερακίνα ομορφούλα,

κι αισθανόταν να τον κατακλύζει μια έντονη επιθυμία να τον ξύσει ανάμεσα στα αφτιά και, όταν ο νεαρός κύριος ή η νεαρή κυρία ή οι φίλοι του νεαρού κυρίου ή οι φίλες της νεαρής κυρίας, κουράζονταν να σκοτώνουν κίσσες ή κουρούνες κι έβγαιναν από τη φυλάχτρα, και τεντώνονταν για να ξεπιαστούν, λες κι έβγαιναν από ορυχείο, εκείνος πλησίαζε τον Μέγα Δούκα, κουνώντας πάνω κάτω το σαγόνι σου, σαν να μασούσε κάτι, και τότε ο μπούφος κορδωνόταν από ικανοποίηση και φούσκωνε σαν παγώνι κι ο Αθαρίας τού χαμογελούσε,


          δεν δείλιασες καθόλου, γερακίνα

 

 

....../......


Το 2020 εορτάστηκαν τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Μιγκέλ Ντελίμπες (Βαγιαδολίδ, 1920-2010) με πλήθος εκθέσεων, αποκάλυψη αγάλματος στη γενέτειρα του συγγραφέα (και μάλιστα άνευ βάθρου), έργο του Εδουάρδο Κουαδράδο, παγκόσμια πρώτη της όπερας Πέντε ώρες με τον Μάριο του Χόρχε Γκρούντμαν η οποία, προφανώς, βασίζεται στο ομότιτλο μυθιστόρημα και πολλές άλλες εκδηλώσεις. Η Ισπανία τίμησε με ευγνωμοσύνη τον μεγάλο πεζογράφο εν μέσω πανδημίας, γεγονός που αναγκαστικά προσέδωσε στους εορτασμούς κάτι από τη διακριτικότητα, τη σεμνότητα και τη συστολή που χαρακτήριζαν πάντα τον Ντελίμπες.

        Οι Εκδόσεις Ποταμός, οι οποίες κυκλοφόρησαν την άνοιξη του 2019 το Πέντε ώρες με τον Μάριο, θέλησαν να συμβάλουν στο Έτος Ντελίμπες με την κυκλοφορία, σε καινούργια μετάφραση, του εμβληματικού του μυθιστορήματος Los santos inocentes (1981), που είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά στα ελληνικά, το 2001, από τις Εκδόσεις Γκοβόστη, σε μετάφραση Δέσποινας Μάρκου, με τον τίτλο, τότε, Οι αθώοι άγιοι.     

 

Κωνσταντίνος Παλαιολόγος  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου