Πέμπτη 6 Αυγούστου 2020

Sara Mesa: La vida sin distancia / Σάρα Μέσα: Η ζωή χωρίς αποστάσεις

La vida sin distancia (pequeño retrato de la cotidianeidad previa a las mascarillas, las mamparas, las compras por internet y la enseñanza a distancia)

 

Sara Mesa

 

Tras pasar por la librería Palas, donde he estado manoseando libros hasta finalmente escoger dos -uno de Hebe Uhart y otro de Antonio Orejudo-, quedo con mi amiga Nuria en el bar Numancia. Por el camino me cruzo con un tipo que me suena. ¿De qué? Hago un esfuerzo por recordar. Ah, sí, el pasado jueves, en el mercadillo de la calle Feria, me vendió por cuatro duros un jarrón de porcelana y una figurita de un cervatillo pastandoLo he reconocido por la línea de la mandíbula -adelantada, firme- pero sobre todo por la dentadura: sus dos paletas separadas le dan un aire pícaro inconfundible, casi infantil.

 

Ana, la dueña del Numancia, me pone una cerveza nada más cruzar la puerta. Nuria todavía no ha llegado. Yo me apoyo en la barra a esperar, saludo a los parroquianos de costumbre. La señora Matilde viene hoy con su nieta, una niña pecosa a la que se le forma un hoyuelo en la mejilla izquierda cuando sonríe. Serrano y El Vinagre discuten, como siempre, da igual el tema que sea, siempre hay motivo para cogerse del brazo y darse palmetazos. Como siguiendo un guión, se abrazan al final, para reconciliarse. Entre aplausos, Ana saca un plato de croquetas que acaba de freír: regalo de la casa. El plato va pasando de mano en mano hasta llegar a mi sitio. Gracias, Ana, le digo mordisqueando mi croqueta, y entonces entra Nuria, qué alegría.

 

Besos, más besos, ¿ese pantalón es nuevo? Qué va, lo compré ayer de segunda mano, en la tienda de ahí al lado. Nuria bebe de mi vaso mientras le ponen a ella su cerveza. Nos vamos a la puerta, con los demás parroquianos, apretujados todos para tomar un poquito de solLos niños acaban de salir del colegio. Vienen a la carrera, pegando gritos. Empujones, canciones. Se dan collejas, capones, se persiguen. Juegan al tú la llevas, sin que ese la signifique nada malo; nada como, por ejemplo, una enfermedad. Besan a sus padres, pero también a sus abuelos, a las vecinas, a la señora Matilde

 

Nuria y yo hablamos de nuestros planes. Feria del libro, conciertos al aire libre, ya mismo abre el cine de verano. ¿Irás este año a la playa? No sé, le digo, todo depende del dinero, ese es el único problema. Me cuenta que irá a Córdoba este fin de semana a ver a Damián y Mari Paz. De potra, dice: ha comprado el último billete de tren que quedaba. Tendrá que ir sentada al lado de cualquiera, dice, pero el viaje es corto y se lo pasará leyendo. Entramos otra vez para pedirnos otra ronda. De reojo, miramos el televisor encendido. El bar está tan lleno que es imposible escuchar nada, así que deducimos de qué va la cosa solo por la imagen. Es el informativo, se emite una noticia sobre el cambio climáticose aprobarán medidas para reducir el uso de guantes de plástico desechables en los supermercadosA las dos nos parece muy bien. Brindamos.


                         .;.;.;.;.;.


Η ζωή χωρίς αποστάσεις (μικρό πορτρέτο της καθημερινότητας πριν από τις μάσκες, τα διαχωριστικά, τα ψώνια από το διαδίκτυο και την εξ αποστάσεως εκπαίδευση)

 

της Σάρα Μέσα

 

Αφού πρώτα πέρασα από το βιβλιοπωλείο Πάλας, όπου φυλλομέτρησα διάφορα βιβλία μέχρι που τελικά διάλεξα δύο –ένα της Έμπε Ουάρτ και ένα του Αντόνιο Ορεχούδο–, κανονίζω ραντεβού με τη φίλη μου τη Νούρια στο μπαρ Νουμάνθια. Στο δρόμο διασταυρώνομαι με έναν τύπο που κάπου τον ξέρω. Από πού; Προσπαθώ να θυμηθώ. Α, ναι, την περασμένη Πέμπτη, στην υπαίθρια αγορά της οδού Φέρια, μου πούλησε για πενταροδεκάρες ένα πορσελάνινο βάζο και ένα ειδώλιο με ένα ελαφάκι που βόσκει… Τον αναγνώρισα από το σχήμα του σαγονιού του –προτεταμένο, αποφασιστικό– αλλά κυρίως από την οδοντοστοιχία: τα δύο αραιά μπροστινά δόντια τού δίνουν έναν μοναδικό, σχεδόν παιδικό, κατεργάρικο αέρα.

 

Η Άννα, η ιδιοκτήτρια του Νουμάνθια, μου βάζει μια μπύρα με το που περνάω το κατώφλι του μπαρ. Η Νούρια δεν έχει έρθει ακόμη. Εγώ στηρίζομαι στην μπάρα και περιμένω, χαιρετάω τη συνήθη πελατεία. Η κυρία Ματίλδε έχει έρθει σήμερα με την εγγονή της, ένα κοριτσάκι με φακίδες που κάνει λακκάκι στο αριστερό μάγουλο κάθε φορά που χαμογελάει. Ο Σεράνο και ο Ξύδιας τσακώνονται, όπως πάντα, δεν έχει σημασία η αιτία, πάντα υπάρχει κάποιος λόγος για να πιαστούν στα χέρια και να αρχίσει ο ένας να απωθεί τον άλλον. Σαν να το υπαγορεύει το σενάριο, αγκαλιάζονται στο τέλος, για να συμφιλιωθούν. Μέσα σε χειροκροτήματα, η Άννα βγάζει ένα πιάτο με κροκέτες που μόλις τηγάνισε: κέρασμα του μαγαζιού. Το πιάτο περνάει από χέρι σε χέρι ώσπου έρχεται στο μέρος μου. Ευχαριστώ, Άννα, της λέω καθώς δαγκώνω την κροκέτα μου, και τότε μπαίνει η Νούρια, τι χαρά!

 

Φιλιά, και άλλα φιλιά, καινούργιο είναι αυτό το παντελόνι; Τι λες, το αγόρασα χθες μεταχειρισμένο, στο μαγαζί εδώ δίπλα. Η Νούρια πίνει από το ποτήρι μου την ώρα που της φέρνουν την μπύρα της. Κατευθυνόμαστε προς την πόρτα, με τους άλλους πελάτες, στριμωγμένοι όλοι για να λιαστούμε λιγάκι… Τα παιδιά μόλις σχόλασαν και βγαίνουν στο δρόμο. Έρχονται τρέχοντας, φωνάζοντας δυνατά. Σπρωξίματα, τραγούδια. Ρίχνουν καρπαζιές και σφαλιάρες μεταξύ τους, αλληλοκυνηγιούνται. Παίζουν «Κόλλα μία», χωρίς αυτό το μία να σημαίνει κάτι κακό, τίποτα όπως, για παράδειγμα, μια ασθένεια. Φιλάνε τους γονείς τους, αλλά και τους παππούδες τους, τις γειτόνισσες, την κυρία Ματίλδε

 

Η Νούρια και εγώ μιλάμε για τα σχέδιά μας. Γιορτή του Βιβλίου, συναυλίες σε ανοιχτούς χώρους, όπου να ’ναι ανοίγει το θερινό σινεμά. Θα πας φέτος στην παραλία; Δεν ξέρω, της λέω, όλα εξαρτώνται από τα χρήματα, αυτό είναι το μοναδικό πρόβλημα. Μου λέει ότι θα πάει στην Κόρδοβα αυτό το σαββατοκύριακο να δει τον Νταμιάν και τη Μαριπάθ. Εντελώς κατά τύχη, λέει: με το τρένο, αγόρασε το τελευταίο εισιτήριο που υπήρχε. Θα κάτσει δίπλα σε όποιον λάχει, λέει, αλλά το ταξίδι είναι σύντομο και θα το περάσει διαβάζοντας. Μπαίνουμε μέσα πάλι για να ζητήσουμε άλλη μια μπύρα. Με την άκρη του ματιού μας κοιτάμε την αναμμένη τηλεόραση. Το μπαρ είναι τόσο γεμάτο ώστε είναι αδύνατον να ακούσουμε κάτι, έτσι καταλαβαίνουμε περί τίνος πρόκειται από την εικόνα… Είναι οι ειδήσεις, μιλάνε για την κλιματική αλλαγή... θα ψηφιστούν μέτρα για να περιοριστεί η χρήση πλαστικών γαντιών μιας χρήσης στα σουπερμάρκετ… Και οι δυο μας συμφωνούμε και επαυξάνουμε. Τσουγκρίζουμε.   


Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος


Η Σάρα Μέσα γεννήθηκε στη Μαδρίτη (1976) και ζει στη Σεβίλλη. Έχει σπουδάσει Δημοσιογραφία και Ισπανική Φιλολογία. Το πρώτο της έργο ήταν η ποιητική συλλογή Este jilguero agenda, για την οποία τιμήθηκε με το βραβείο ποίησης Miguel Hernández το 2007. Στη συνέχεια την κέρδισε η πεζογραφία. Το βιβλίο της Cuatro por cuatro (2013) ήταν στη βραχεία λίστα για το βραβείο μυθιστορήματος Herralde, ενώ το Cicatriz (2015) απέσπασε το βραβείο El Ojo Crítico. Η γραφή της χαρακτηρίστηκε από τον σπουδαίο Ραφαέλ Τσίρμπες ως γυμνή και ψυχρή, γεμάτη δυνατές εικόνες που αναστατώνουν, αλλά και μαγνητίζουν, ενώ η ίδια θεωρείται από πολλούς ειδικούς ως μια από τις πιο ενδιαφέρουσες φωνές της σύγχρονης ισπανικής λογοτεχνίας. Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά της Πίσω από τους θάμνους και Ένας έρωτας, σε μετάφραση Μαρίας Παλαιολόγου και τα δύο (εκδόσεις Ίκαρος, 2019 και 2020 αντίστοιχα).    


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου