Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2020

José Ovejero: Η μαμά επέλεξε να αυτοκτονήσει το πρωινό της 24ης Δεκεμβρίου


Χοσέ Ομπεχέρο

Η μαμά επέλεξε να αυτοκτονήσει το πρωινό της 24ης Δεκεμβρίου


Η μαμά επέλεξε να αυτοκτονήσει το πρωινό της 24ης Δεκεμβρίουˑ δεν μπορούσε να διαλέξει μια οποιαδήποτε άλλη μέρα, μια Παρασκευή 8 Μαρτίου ή μια Τρίτη 6 Ιουλίου, έπρεπε να είναι  μια ξεχωριστή μέραˑ πάντα είχε αδυναμία  στα καλοστημένα σκηνικά και δεν υπάρχει κάτι που να την ενοχλεί περισσότερο από το να περνούν απαρατήρητα τα δράματά της.
           Μπαίνοντας στο σπίτι το πρώτο πράγμα που μου τράβηξε την προσοχή, ήταν η γαλοπούλα στο χολˑ δεν ξέρω αν την είχε αφήσει εκεί επίτηδες ή αν της είχε πέσει και δεν μπήκε στον κόπο να τη μαζέψει, αλλά  βρισκόταν εκεί, πρόστυχη, σαν γριά πόρνη, με ασπρουλιάρικο δέρμα και μ’ αυτή την ξετσίπωτη  τρύπα στον πισινό, στραμμένη έτσι ώστε να τη δει ο πρώτος που θα περνούσε. Ούτε που την άγγιξα. Όπως και να ’χει με απωθεί η ωμή σάρκα, ακόμη κι αυτή των παιδιών μου, ανατρίχιαζα κάθε φορά που έπρεπε να τους αλλάξω τις πάνες.
Βρήκα τη μαμά γονατισμένη στην κουζίνα, με το κεφάλι μέσα στο φούρνοˑ σκέφτηκα ότι προσπαθούσε να επιδιορθώσει  κάποια βλάβη της ηλεκτρικής συσκευής. Η αλήθεια είναι ότι πιάνουν τα χέρια της και δεν ήταν σπάνιο να τη δει κανείς μ’ ένα κατσαβίδι ή μ’ ένα αγγλικό κλειδί στο χέρι. Γι’ αυτό και δεν με παραξένεψε που δεν μου απάντησε όταν τη χαιρέτησα κι έτσι κατευθύνθηκα μέχρι το πρώην δωμάτιο μου, άφησα στο κρεβάτι την τσάντα και τα δώρα και μετά κλείστηκα στην τουαλέτα και κάθισα στην άκρη της μπανιέρας. Η τουαλέτα είναι το αγαπημένο μου δωμάτιο σε κάθε σπίτι. Μου αρέσει πολύ να ακουμπάω τα κρύα πλακάκια και να χαϊδεύω τις μπανιέρες, περισσότερο τις μεταλλικές, λιγότερο τις ακρυλικές. Ξεχάστηκα για λίγο ψαχουλεύοντας τα βαζάκια με τα καλλυντικά της μαμάς, έβαλα μια ενυδατική κρέμα στο πρόσωπο, νίφθηκα με χλιαρό νερό, μετά έβαλα άλλη κρέμα, αυτή τη φορά αντιρυτιδική και ξερίζωσα με το τσιμπιδάκι μια τρίχα που βγαίνει επίμονα ακριβώς στη άκρη του πηγουνιού.
«Ναι όμως, δεν αντιληφθήκατε κάτι; Δεν μύρισε γκάζι;»
Ο αστυνομικός με υποψιαζόταν. Τι συναίσθημα και αυτό να σε υποψιάζονται! Ο αστυνομικός ήταν ξανθός και όμορφος με ανοιχτές πλάτες, παρόλο που δεν μου άρεσε ότι ανάμεσα στις ερωτήσεις έγλειφε το κάτω μέρος των χειλιών του, μια σπασμωδική κίνηση που δεν αρμόζει σε αστυνομικό. Ένα όργανο της τάξης πρέπει να είναι ανδροπρεπές και ατρόμητο, χωρίς τικ κολεγιόπαιδου.
«Θα μπορούσε να ’χε γίνει μεγάλο κακό εάν είχατε ανάψει κανένα τσιγάρο…»
«Δεν καπνίζω, ευχαριστώ. Αλλά μπορείς να μου μιλάς στον ενικό. Δεν είμαι και τόσο μεγάλη. Αλκοόλ ναι, πίνω κάπου κάπου. Εσύ;»
Ο αστυνομικός έμεινε άφωνος για μια στιγμή, θα ’λεγα μάλιστα ότι με ξέχασε κιόλας και  έγλειψε τα χείλη του αρκετές φορές. Άρχισα να νιώθω μια κάποια αηδία. Φαντάστηκα ότι μου έγλειφε το στόμα μ’ αυτή την τόσο χοντρή και μαλακή γλώσσα και μ’ έπιασε τρέμουλο.
«Ώστε λοιπόν, δεν σας μύρισε τίποτα».
Του εξήγησα ότι μετά τη γέννηση της μικρής είχα χάσει την αίσθηση της όσφρησης. Δεν είναι δα και τόσο φοβερό, γιατί ο κόσμος έχει αρκετά κακή όσφρηση. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι κάποιες φορές μού καίγεται το φαγητό.
«Είναι πολύ παράξενο», είπε ο αστυνομικός ενώ σκάλιζε το αφτί του με το στυλό. «Κοιτάξτε, είχε ετοιμάσει μία πιατέλα με σάλτσα για να κάνει  γαλοπούλα στο φούρνο. Και το βιβλίο των συνταγών είναι ανοιγμένο στη σελίδα που λέει πώς μαγειρεύεται η γαλοπούλα. Κάποιος που έχει σκοπό να αυτοκτονήσει δεν μαγειρεύει από πριν για τους καλεσμένους. Πόσο μάλλον γαλοπούλα!»
«Α, δεν την ξέρετε καλά τη μητέρα μου». Αποφάσισα ότι κι εγώ θα του μιλούσα στον πληθυντικό, γιατί σ’ έναν υπερασπιστή της τάξης πρέπει να απευθύνεσαι με σεβασμό, παρόλο που αυτός έχει ακόμη σπυράκια στο πρόσωπο και δείχνει τη γελαδίσια γλώσσα του κάθε φορά που σταματάει να μιλάει για μια στιγμή. «Ήταν πολύ σχολαστική. Θα είχε προσβληθεί αν την καλούσαν σε ένα ρεβεγιόν Χριστουγέννων και η σπιτονοικοκυρά είχε αμελήσει να μαγειρέψει γαλοπούλα. Δεν θα δεχόταν κανενός είδους δικαιολογία».
«Μα δεν το τελείωσε το φαγητό. Αυτοκτόνησε πριν».
«Είστε πολύ παρατηρητικός. Θα φτάσετε πολύ ψηλά στο Σώμα» και με το που το είπα ακούστηκε σαν πρόσκληση για σαλιαρίσματα, ενώ, πραγματικά, δεν ήταν αυτή η πρόθεσή μου.
Όταν έφυγαν ο αστυνομικός και οι τραυματιοφορείς ή οι νοσοκόμοι ή οι γιατροί ή ό,τι άλλο ήταν, φόρεσα κάτι γάντια από λάτεξ, έβαλα τη γαλοπούλα στο ταψί, έριξα από πάνω της και στην τρύπα του πισινού της μερικές κουταλιές σάλτσα και άναψα το φούρνο. Λειτουργούσε τέλεια.
Οι πρώτοι που κατέφτασαν ήταν η αδελφή μου και ο άντρας της.
Εγώ είχα περάσει κάμποση ώρα κάνοντας πρόβα τη στάση που θα έπαιρνα για να τους ανακοινώσω το δυστυχές γεγονός. Εκείνη που μου άρεσε περισσότερο ήταν όταν θα σταύρωνα τα χέρια στο ύψος της κοιλιάς και θα κατέβαζα το κεφάλι, έτσι κάπως σαν να προσευχόμουν, και θα έκανα μια παύση με πολύ δραματικό τόνο: «Η μαμά… αυτοκτόνησε». Χωρίς επιφωνήματα, με συγκρατημένη φυσικότητα. Ωστόσο, όταν άνοιξα την πόρτα η αδερφή μου όρμησε κατά πάνω μου για να μου σκάσει δυο φιλιά στα μάγουλα πιο ηχηρά κι από χαστούκια. Και καθώς έτρεχα στο εσωτερικό του διαδρόμου φορτωμένη με δώρα και σοβαροφάνεια της τσίριξα: Η μαμά προσπάθησε να αυτοκτονήσει! Και μετά χαμογέλασα στον γαμπρό μου που ακόμη βρισκόταν στην πόρτα και περίμενε να με φιλήσει και εκείνος.
Η αδερφή μου διέσχισε το σπίτι με μεγάλους διασκελισμούς,  καθόλου θηλυκούς, πάντα ήταν λίγο ανδρογυναίκα σαν τη μαμά, και γύρισε προς το μέρος που βρισκόμασταν ο άνδρας της κι εγώ, χαμογελώντας ακόμη ο ένας στον άλλο.
«Προσπάθησε να αυτοκτονήσει ή αυτοκτόνησε;»
Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι δεν ήμουν σίγουρη. Πώς μου τη δίνει όταν η αδερφή μου με πιάνει αδιάβαστη! Αλλά οι νοσοκόμοι ή οι γιατροί  ή ό,τι άλλο ήταν, την είχανε πάρει τόσο γρήγορα που δεν μου πέρασε καν από το μυαλό να τους ρωτήσω.
Βέβαια δεν την κάλυψαν με σεντόνι, όπως κάνουν στις ταινίες, ούτε –όπως κάνουν και πάλι στις ταινίες–  την έβαλαν σε μια, από αυτές τις σακούλες με φερμουάρ, που κλείνει πάνω στο πρόσωπο του πτώματος σε γκρο πλαν –τι ζοφερή εικόνα! –  γιατί αυτό σημαίνει, αυτό το φερμουάρ μ’ αυτόν τον χαριτωμένο θόρυβο που κάνει όταν κλείνει, ζιπ, σημαίνει ότι δεν υπάρχει πια ελπίδα και τότε οι συγγενείς κλαίνε απαρηγόρητοι, μια στιγμή που εμένα με ενθουσιάζει. Και καθώς μιλούσα με τον αστυνομικό, ούτε που πρόσεξα  εάν της είχαν βάλει μάσκα οξυγόνου ή κάποιον ορό ή κάτι απ’ αυτά τα πράγματα που βάζουν στις ταινίες στον τραυματισμένο πρωταγωνιστή αφού έχει ανατινάξει τρία ή τέσσερα κτίρια και έχει καθαρίσει δύο ντουζίνες εγκληματίες. Μα δεν  μου είχε πει ο αστυνομικός ότι θα μου τηλεφωνούσε αργότερα και θα μου έλεγε αν έχει κάποιο νέο; Μια νεκρή δεν μπορεί να έχει νέα, θα μπορούσε λοιπόν να ήταν και ζωντανή. Θα ήταν  αντιπροσωπευτικό του χαρακτήρα της  να μπει στο σπίτι την ώρα που ήμαστε καθισμένοι και τρώμε βραδινό και όλοι θα αναφωνούσαμε ω! και α!, και όλοι θα σηκωνόμασταν και θα αναρωτιόμασταν και εκείνη θα έλεγε «μη με ζαλίζετε, πάω στοίχημα ότι ξεχάσατε να βάλετε την χαρτοπετσετοθήκη… άμα δεν βάλω εγώ το χεράκι μου…» από την άλλη θα έπρεπε να δαγκωθεί για να μη φανεί η ευχαρίστηση επειδή θα ήταν για ακόμη μια φορά η αδιαμφισβήτητη πρωταγωνίστρια Το να αυτοκτονείς και μάλιστα την παραμονή Χριστουγέννων δεν είναι κάτι που ξέρει να κάνει ο καθένας  και πολύ περισσότερο να το διηγείται μετά με τέτοιο θράσος  στους καλεσμένους. Εμένα λοιπόν, αυτό που θα μου άρεσε να τη ρωτήσω εκείνη τη στιγμή είναι αν στα αλήθεια φαίνεται ένα φως  στο τέλος του τούνελˑ πρέπει να είναι τόσο όμορφα, να είσαι εκεί τόσο ήρεμη, στο σκοτάδι και να διαφαίνεται από μακριά αυτή η λάμψη.
Όμως εγώ την είχα δει τόσο ακίνητη και τόσο νεκρή! Όταν την έβγαλαν από τον φούρνο είχε αυτή τη νωθρότητα που έχουν τα ατάραχα και άψυχα πράγματα. Επιπλέον είχα συμβιβαστεί με την ιδέα του θανάτου της και είχα νιώσει συντριβή για αρκετή ώραˑ θα ένιωθα εξαπατημένη αν ήμουν υποχρεωμένη να χαρώ που την έβλεπα και θα έπρεπε να την φιλήσω συγκινημένη και να τη ρωτήσω πώς ήταν το νοσοκομείο κι αν το φαγητό ήταν καλό. Όμως γιατί είπα της αδερφής μου ότι αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει και όχι ότι αυτοκτόνησε;
«Είναι πολύ σοβαρά. Μπορεί να πεθάνει από λεπτό σε λεπτό».
Σκέφτηκα ότι λέγοντας κάτι τέτοιο θα κάλυπτα τα νώτα μου και δεν θα είχα να ομολογήσω στην αδερφή μου ότι δεν είχα ιδέα αν η μαμά ήταν ζωντανή ή νεκρή. Η αδερφή μου τρελαίνεται να διορθώνει τους άλλους. Παίρνει ένα ύφος ανωτερότητας που μου τη δίνει στα νεύρα. Το γεγονός ότι έχεις σύζυγο οδοντίατρο δεν σου δίνει το δικαίωμα να κοιτάζεις τους άλλους αφ’ υψηλού.
Έπειτα σιγά σιγά άρχισαν να φτάνουν οι υπόλοιποιˑ ο μπαμπάς που μπαίνει στο σπίτι της μαμάς μόνο την παραμονή Χριστουγέννων  και στα διάφορα γενέθλια,  η μικρή μου κόρη που για την περίσταση φόρεσε ένα παντελόνι πιο κουρελιάρικο από τα συνηθισμένα και είχε τρυπημένο το ένα της φρύδι με διάφορους μαύρους κρίκους, μια γειτόνισσα που πάντα έρχεται στις γιορτές και φέρνει μια κρέμα καραμελέ με γεύση καρύδας που κανείς δεν δοκιμάζει και μετά το τέλος του δείπνου την πετάμε στα σκουπίδια με τέτοιο τρόπο ώστε αυτή να το προσέξει, παρ’ όλο που κάνει  ότι δεν την πειράζει και μερικές  φορές φτάνει στο σημείο να λέει «ποτέ δεν τα πήγαινα  καλά με τη ζαχαροπλαστικήˑ του χρόνου θα φτιάξω μια σούπα».
Η αδερφή μου κι εγώ μαλώναμε ποια από τις δύο θα πει τα νέα σ’ αυτούς που  κατέφταναν, ξεστομίζαμε εναλλάξ τα λόγια που ετοιμαζόταν η άλλη να πει, και όταν κάποιος ρωτούσε κάτι, του απαντούσαμε με λεπτομέρειες που δεν ξέραμε και  κυρίως η αδερφή μου. Ο μπαμπάς δεν ήθελε να ξέρει και πολλά πράγματα. Οσφραίνονταν με λαιμαργία τη γαλοπούλα ενώ η αδερφή μου σκαρφίζονταν ιστορίες και του έλεγε  ότι τελευταία είχε δει  τη μαμά πιο θλιμμένη απ’ όσο  συνήθως, ότι της είχε πει πως η ζωή είχε καταντήσει ένα φορτίο και ότι από το διαζύγιο και μετά δεν ήταν πια η ίδια. Εγώ του είπα  ότι η μαμά είχε φτάσει να αναφέρει κάνα δυο φορές τη λέξη κληρονομιά, στην οποία ήταν πάντα αλλεργική. Η αδερφή μου μού έδωσε μια αγκωνιά και χάιδεψε τη φαλάκρα του μπαμπά.
Η ζωή είναι ένας σωρός από σκατά, αποφάνθηκε ο μπαμπάς και πήγε να καθίσει στο τραπέζι. Η κόρη μου άνοιξε την τηλεόραση αλλά έκλεισε τον ήχο γιατί ούτως ή άλλως δεν θα άκουγε τίποταˑ φορούσε ακουστικά στα αφτιά και συγκατάνευε σαν να ήταν συνεχώς σύμφωνη αλλά στην πραγματικότητα απλώς ακολουθούσε το ρυθμό. Πιστεύετε ότι αυτή η διευκρίνιση είναι περιττή, έτσι δεν είναι; Αλλά η κόρη μου ποτέ δε συμφωνεί σε τίποτα μόνο και μόνο για να μου τη σπάσει.
Αποφασίσαμε να φάμε πριν μοιράσουμε τα δώρα. H γαλοπούλα βγήκε σα λάστιχο και είχε επίγευση βενζίνης. Ο οδοντίατρος ορκιζόταν ότι ήταν νοστιμότατη και ότι φαινόταν ότι την είχε μαγειρέψει η μητέρα μου. Μετά έφτυσε κάνα δυο φτερά στο πιάτο.
Η μητέρα σου, είπε ο μπαμπάς στην αδερφή μου, σαν να μην ήταν και δική μου μητέρα, δεν έχει πια μεράκι για αυτό που κάνει. Οι νοικοκυρές παλιά αισθάνονταν περηφάνεια για τις δουλειές τους. Μπορούσαν να περάσουν ώρες ολόκληρες ετοιμάζοντας μια μπεσαμέλ ή κάνοντας μια μαγιονέζα. Όχι όπως σήμερα που τα αγοράζουν όλα προμαγειρεμένα.
Δεν υπάρχουν πια πραγματικές γυναίκες.
Η γιαγιά ποτέ δεν ήξερε να μαγειρεύει είπε η κόρη μου.
Φίδι στον κόρφο της…, είπε ο πατέρας μου.
Aκόμη ένας χρόνος που είμαστε όλοι μαζί, είπε o γαμπρός μου, και κανείς δεν τον διόρθωσε. Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας. Ο γαμπρός μου επέμενε να με ξαναφιλήσει, αυτή τη φορά στα χείλη και ούτε πάλι κανείς δεν είπε τίποτα, ούτε καν η κόρη μου. Τότε θυμήθηκα την παχιά γλώσσα του αστυνομικού.
«Του χρόνου δεν θα έρθω», είπε η κόρη μου. «Μισώ τα Χριστούγεννα».
Η κόρη μου πιστεύει για τον εαυτό της ότι είναι πιο ενδιαφέρουσα ως άνθρωπος επειδή δεν της αρέσουν τα Χριστούγεννα. Όλοι αυτοί  που πιστεύουν ότι είναι ενδιαφέροντες τύποι λένε ότι δεν τους αρέσουν τα Χριστούγεννα σαν να αποτελεί αυτό απόδειξη διανοητικής υπεροχής ή ένδειξη ότι βιώνουν μια έντονη εσωτερική ζωή.
Όταν κάποιος λέει ότι δεν του αρέσουν τα Χριστούγεννα, θεωρώ ότι είναι κόπανος και αλαζόνας, εκτός από την κόρη μου, που το λέει απλά για να ενοχλεί. Γιατί εμένα με ξετρελαίνουν τα Χριστούγεννα, που συγκεντρώνεται η οικογένεια και αναβοσβήνει το δεντράκι, με τις γιρλάντες και τα δώρα. Με ξετρελαίνουν  και οι προπόσεις  όταν ο γαμπρός μου δεν με φιλάει στα χείλη, γιατί τα δικά του είναι πολύ υγρά, κι εμένα το σάλιο των άλλων μου προκαλεί αηδία.
Αφού φάγαμε ανοίξαμε τα δώρα και η γειτόνισσα έφυγε κλαίγοντας για το σπίτι της, αλλά δεν θυμάμαι αν έκλαιγε επειδή ξεχάσαμε να της κάνουμε δώρο ή έκλαιγε επειδή δεν το ξεχάσαμε κι αυτό τη συγκίνησε. Η κόρη μου άρχισε να μιλάει στο τηλέφωνο με το αγόρι της ή με το κορίτσι τηςˑ αυτή μου αρέσει πιο πολύ από αυτόν γιατί χαιρετάει και ενδιαφέρεται για όλα όσα  κάνω και με ρωτάει πράγματα για τότε που ήμουν νεαρή. Τα χείλη της είναι ξερά και είναι αρκετά ευχάριστα.
Τα πιατικά τα πλύναμε ο πατέρας μου κι εγώ. Αυτός αναλαμβάνει πάντα  τα κολονάτα ποτήρια. Πιστεύει ότι εμείς δεν βάζουμε  αρκετό μεράκι, οπότε αν τα εξετάσεις μετά κόντρα στο φως, φαίνονται στίγματα.
Η μάνα σας ποτέ δεν ήξερε να πλένει τα ποτήρια. Όμως ένα κολονάτο ποτήρι πρέπει να είναι τέλεια καθαρισμένο. Ένα βρόμικο ποτήρι καταστρέφει οποιοδήποτε εθιμοτυπικό δείπνο. Παλιά υπήρχαν μπάτλερ που φρόντιζαν ώστε τα ποτήρια και τα μαχαιροπήρουνα να μην έχουν το παραμικρό στίγμα. Παλιά η ζωή δεν ήταν τόσο σκατά.
«Πιστεύεις ότι η μαμά θα γυρίσει;»
Η μάνα σου κάνει ό,τι της καπνίσει, τα αισθήματα των άλλων δεν τα υπολογίζει. Πάντα έτσι ήταν. Μπορεί να αυτοκτονήσει ή να αναστηθεί ’όποτε γουστάρει χωρίς την παραμικρή σκέψη. Σου ’χει πει ποτέ ότι όταν χωρίσαμε έγλειψε την κόλλα απ’ όλα τα γραμματόσημά μου. Κάτι τέτοιο πρέπει να σε βάζει σε σκέψεις.
Μετά το πλύσιμο των πιατικών δεν ήξερα τι να κάνω, έτσι κατευθύνθηκα προς το μπάνιο. Περνώντας  μπροστά απ’ το δωμάτιο της μαμάς, είδα την αδερφή μου μπροστά στον καθρέφτη της ντουλάπας να δοκιμάζει κάτι παπούτσια.
«Μου πάνε;», με ρώτησε χωρίς να με κοιτάξει. Της ήταν αρκετά μεγάλαˑ ένα από τα λίγα πράγματα που δεν έχει πάρει από τη μαμά είναι τα πόδια της που είναι μικρά.
Υπήρχαν διάφορα απλωμένα φορέματα πάνω στο κρεβάτι. Τότε συνειδητοποίησα ότι κι αυτό που φορούσε ήταν της μαμάς. Έκανα πως κλαψούριζα αλλά κανείς δεν μου έδωσε σημασία. Έτσι κλείστηκα στην τουαλέτα. Έκανα μια μάσκα από φύκια της Νεκράς Θάλασσας ή της Ερυθράς Θάλασσας κι ένα πίλινγκ από φλοιό φουντουκιού. Ξάπλωσα για μια στιγμή στην μπανιέρα χωρίς νερό και ήταν σαν να βρισκόμουν σε σαρκοφάγο. Δεν το έχω πει σε κανέναν αλλά κάποιες φορές είμαι μια Αιγύπτια πριγκίπισσα που πέθανε πριν δύο χιλιάδες χρόνια. Όταν ξαναβγήκα, ο πατέρας μου και η κόρη μου έβλεπαν τηλεόραση πιασμένοι χέρι – χέρι.
Αυτή η μικρή βλέπει πάρα πολλή τηλεόραση είπε ο πατέρας μου όταν με άκουσε να μπαίνω στο σαλόνι κι άλλαξε κανάλι. Ο γαμπρός μου ψαχούλευε στο ντουλάπι με τα ποτά. Τα χείλη του ήταν βαμμένα και είχε βάλει λίγο ρουζ στα μάγουλα. Αλλά ακόμη κι έτσι δεν μου φάνηκε ελκυστικός άντρας. Κι ας είναι οδοντίατρος. Η αδερφή μου μπήκε τσιρίζοντας πως εκείνη δεν ήθελε απολύτως τίποτα και να μην τολμούσε κανείς να αγγίξει ούτε ένα βάζο, γιατί το σπίτι θα έμενε έτσι μέχρι να επιστρέψει η μαμά και αν δεν γύριζε ποτέ, θα το κάναμε μουσείο με όλα τα αντικείμενα που υπήρχαν στο διαμέρισμα. Θα τα εκθέταμε σε προθήκες και θα ερχόμασταν κάθε παραμονή Χριστουγέννων να δειπνήσουμε μαζί και να θαυμάσουμε την έκθεση.
Επίσης θα παίρναμε φωτογραφίες απ’ όλους εμάς τακτοποιημένες κατά χρονολογική σειρά και θα γράφαμε γράμματα στα οποία θα βάζαμε παλιές ημερομηνίες για να φαίνεται ότι τα ’χαμε γράψει  πολλά χρόνια πριν. Όμως το πιο σημαντικό και το μόνο πράγμα που επιθυμούσε ήταν να γυρίσει η μαμά, παρόλο που αν γύριζε δεν θα μπορούσαμε να στήσουμε το μουσείο. Τότε έκανε πως κλαίει – πάντα μιμείται αυτά που κάνω άσχετα εάν μετά λέει ότι πρώτα εκείνη τα σκέφτηκε– και πήγα να την παρηγορήσω. Καθώς με πλησίαζε είδα ότι φορούσε κάτι σκουλαρίκια από νεφρίτη που ανήκαν στη μαμά. Ο άντρας της μου χαμογέλασε. Η αλήθεια είναι ότι έχει ωραία δόντια, γι’ αυτό και χαμογελάει τόσο. Και η κόρη μου μου χαμογέλασε αν και δεν ξέρω γιατί. Της έστειλα ένα φιλί, ο πατέρας μου το εξέλαβε ότι ήταν για αυτόν και μου το ανταπέδωσε με μια έκφραση αμηχανίας. Η αδερφή μου συγκινήθηκε κι έσπευσε να τον αγκαλιάσει, αλλά αντί να το κάνει έμεινε κολλημένη να κοιτάζει την οθόνη, στην οποία διαδραματίζονταν πολλά πράγματα και πολύ γρήγορα. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Η αδερφή μου έφερε το χέρι της στο στόμα κι εγώ πήγα να ανοίξω. Καθώς πήγαινα δοκίμαζα μια έκφραση που συνδύαζε έκπληξη και ευτυχία. Ξαναχτύπησαν το κουδούνι. Άνοιξα την πόρτα με μια ζωηρή κίνηση σαν να ετοιμαζόμουν να βγω για να εκτελέσω κάποιο επείγον θέλημα.
            Ήταν η γειτόνισσα.
Μετάφραση: Ελένη Παντελίδου
Επιμέλεια:  Κωνσταντίνος Παλαιολόγος


H παρούσα μετάφραση είναι μέρος της Διπλωματικής Μεταπτυχιακής Εργασίας που, με τίτλο: Μεταφράζοντας μια ιστορία από έναν παράξενο κόσμο. Σχολιασμένη μετάφραση του διηγήματος του Χοσέ Ομπεχέρο "Μamá eligió para suicidarse el 24 de diciembre por la mañana" από τα ισπανικά στα ελληνικά εκπόνησε, υπό την επίβλεψη του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, η Ελένη Παντελίδου στο πλαίσιο των σπουδών της στο ΠΜΣ "Μετάφραση, επικοινωνία και εκδοτικός χώρος" του Τμήματος Ιταλικής Φιλολογίας του ΑΠΘ. 

Ο Χοσέ Ομπεχέρο γεννήθηκε στη Μαδρίτη στις 12 Απριλίου του 1958. Συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά και δίνει διαλέξεις τόσο στην Ισπανία όσο και στο εξωτερικό. Παράλληλα παραδίδει μαθήματα δημιουργικής γραφής, ενώ είναι ηθοποιός και σκηνοθέτης. Το παρόν διήγημα ανήκει στη συλλογή Mundo extraño του 2017. 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου