Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2018

Βιβλιοκριτική του Σπύρου Παύλου για τον Ξαφνικό θάνατο του Álvaro Enrigue


Álvaro Enrigue, Ξαφνικός θάνατος, μτφρ. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2018.
ΟΙ ΣΑΡΚΩΔΕΙΣ ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΠΛΕΞΟΥΔΕΣ ΤΗΣ ΑΝΝ ΜΠΟΛΕΪΝ
H λογοτεχνική περιγραφή ενός αγώνα τένις δεν είναι δυνατόν να προκαλέσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη ενός λογοτεχνικού βιβλίου. Εκτός κι αν οι αντίπαλοι σ’αυτόν τον αγώνα είναι ο Καραβάτζο, ένας άντρας κατάχλομος, με αχτένιστα κατάμαυρα μαλλιά, με τα παχιά φρύδια και πυκνό μούσι, που περιέβαλε ακανόνιστα ένα σκούρο κόκκινο στόμα που έμοιαζε με μουνί, κι ο Φρανθίσκο δε Κεβέδο, ένας κουτσός τζιτζιφιόγκος, με κρεμασμένα μάγουλα σαν κωλομέρια. Διαιτητές ο Γαλιλέι, από τη μεριά του ζωγράφου, και ο Πέδρο Τέγεθ Χιρόν, δούκας της Οσούνα, από τη μεριά του ποιητή. Εδώ όμως δεν έχουμε έναν απλό αγώνα τένις, αλλά τη συμμετοχή σε μια θυσία. Είναι μια μονομαχία με όπλα τις ρακέτες. Το μπαλάκι που διεξάγεται ο αγώνας είναι φτιαγμένο από τα μαλλιά της Αν Μπολέιν. Ένα περίεργο μπαλάκι, πολύ φθαρμένο, πολυχρησιμοποιημένο, γαλλικό, που σκάει σαν δαιμονισμένο, σε σύγκριση με τα φουσκωμένα με αέρα ισπανικά μπαλάκια.
Το πρωί της 19ης Μαίου του 1536 ο δήμιος Ζαν Ριμπό, ένας τρελός με το τένις, κόβει με τη μία, πέρα για πέρα, το λαιμό της Αν Μπολέιν, μαρκησίας του Πένμπροκ και βασίλισσας της Αγγλίας. Πριν την εκτέλεσή της, το πρωινό της 19ης Μαίου του 1536 οι κυρίες των τιμών, και κανείς άλλος, κόβουν τις «σαρκώδεις κόκκινες πλεξούδες» και ξυρίζουν τα υπόλοιπα μαλλιά της βασίλισσας. Αυτές λαβαίνει ως αμοιβή ο Ριμπό, απορρίπτοντας την αμοιβή, ένα πουγκί με ασημένια νομίσματα, που του προσφέρει ο Τόμας Κρόμγουελ.Τα μαλλιά των εκτελεσμένων στο ικρίωμα είχαν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και εκείνοι που κατασκεύαζαν μπαλάκια στο Παρίσι ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν εξωφρενικές τιμές για να τα αποκτήσουν. Ειδικά αν ανήκαν σε μια εν ενεργεία βασίλισσα.
Οι πλεξούδες της Αν Μπολέιν παρήγαγαν συνολικά τέσσερα μπαλάκια τένις, που είχαν μέσα τους περισσότερη μαγγανεία από οποιοδήποτε αντικείμενο στην ιστορία της Ευρώπης. Ας δούμε την διαδρομή τους στην ιστορία, και πώς το τέταρτο μπαλάκι φτάνει να είναι αυτό που διεξάγεται ο αγώνας τένις που διεξάγεται στη Ρώμη το φθινόπωρο του 1599.
Ο Ριμπό αφού παίρνει τα τέσσερα μπαλάκια από τον κατασκευαστή, με τις αποσπερνές πλεξούδες της Αν Μπολέιν, κρατάει το τέταρτο μπαλάκι, ως φυλαχτό, και δίνει τα τρία μπαλάκια στον βασιλιά Φραγκίσκο Α’, βασιλιά της Γαλλίας, με αντάλλαγμα ένα τίτλο ευγενείας και τη θέση του δασκάλου τένις και ξιφασκίας στην Αυλή.
Ο Ριμπό λίγο πριν αποκεφαλιστεί, με κατηγορία το πώς είναι δυνατόν, όντας ο ίδιος Γάλλος και καθολικός, να πάει να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως δήμιος στον αιρετικό βασιλιά Ερρίκο της Αγγλίας. Για να σώσει τη ζωή του, λίγο πριν ο δήμιος κατεβάσει το ξίφος στο λαιμό του, δίνει το τέταρτο μπαλάκι στον μέγα καγκελάριο Σαμπό. Μόλις ο Σαμπό παίρνει στο τρεμάμενο χέρι του το ελαφρά παραμορφωμένο μπαλάκι με όσα μαλλιά της βασίλισσας είχαν περισσέψει, διατάζει: «Σκοτώστε τον».
Ο βασιλιάς Φραγκίσκος Α΄ δεν είναι άνθρωπος των γηπέδων, υπήρξε μαικήνας ποιητών και μουσικών, πάτρωνας του Λεονάρντο ντα Βίντσι και συλλέκτης βιβλίων, δεν βγάζει τα μπαλάκια από το κουτί τους. Ο βασιλιάς παίρνει τα τρία μπαλάκια στο ανάκτορο του Φοντενεμπλό το 1536. Από εκεί δεν βγήκαν ποτέ έξω, εκτίθονταν σε σαλόνια μαζί με αθλητικά τρόπαια και σε βιβλιοστάτες. Τα τρία μπαλάκια τα βλέπει σε μια επίσκεψή του ο συγγραφέας στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης, αφού τα έφερε στην Αμερική ο Άντριου Κάρνεγκι, μαζί με μια σειρά από γαλλικά χειρόγραφα και τα χάρισε στην Δημόσια βιβλιοθήκη.
Ωραία καταλήξαμε με τα τρία μπαλάκια, ας δούμε τη πορεία του τέταρτου και πώς καταλήγει στα χέρια του Καραβάτζο.
Αφήσαμε το τέταρτο μπαλάκι στα χέρια του Φιλίπ Σαμπό, που δεν ενδιαφερόταν για την τέχνη, μόνο για τη δόξα της Γαλλίας, αλλά –σε μικρότερο βαθμό- και για τις λαχταριστές σεξουαλικές πρακτικές με τις φτωχές σε εκτίμηση αλλά πλούσιες σε ελέη πόρνες. Παραγγέλνει να του φτιάξουν μια μικρή κοσμηματοθήκη με επικάλυψη από σεντέφι και χρυσό, όπου τοποθετεί το τέταρτο μπαλάκι, και το στέλνει ως δώρο στον Τζοβάνι Άντζελο των Μεδίκων, άνθρωπο-κλειδί των Παπικών Πολιτειών εκείνη την εποχή στις διαπραγματεύσεις με την Αυτού Αγιότητα. Ο Τζοβάνι Άντζελο εκτίμησε το δώρο που του έκανε ο φίλος και ομόλογός του Φιλίπ Σαμπό, κι όταν δεχόταν κάποιον με τον οποίο είχε να συζητήσει περίπλοκες υποθέσεις, το πετούσε από το ένα χέρι στο άλλο το μπαλάκι, ώστε να δώσει να καταλάβει, ο συνομιλητής του, ότι έπρεπε να τελειώνει σύντομα. Στα εξήντα του, το 1559, εκλέγεται Πάπας με το όνομα Πίος Δ’.
Προσφέρει το μπαλάκι στον καρδινάλιο Μοντάλντο, το πιο μεγάλο κάθαρμα απ’όλους τους ιεροεξεταστές.
ΠΙΟΣ Δ’
(μασώντας ακόμα, ένα κομμάτι σαλάμι)
-Σου έχω ένα δώρο Μοντάλντο. Είναι ένα ταπεινό δώρο.
(το βγάζει από το κουτάκι)
-Ένα μπαλάκι τένις.
Eίναι κάπως παραμορφωμένο. Είναι γιατί το έχουν φτιάξει με τα μαλλιά της Αν Μπολέιν. Να το χρησιμοποιήσεις προς όφελός σου.
Ο Μοντάλντο, παίρνει το μπαλάκι και ύστερα από δεκαεννιά χρόνια εξοστρακισμού, τώρα πια Πάπας Σίξτος Ε’, το χαρίζει στην αδελφή του, Καμίλα Περέτι, μια γυναίκα μορφωμένη και διακριτική. Η Καμίλα αφήνει το μπαλάκι στα διαμερίσματα του υπεύθυνου της λότζια, με το όνομα Παντόλφο Πούτσι, ο οποίος ήταν ο πρώτος που έδωσε δουλειά στη Ρώμη στον Μικελάντζελο Μερίζι από το Καραβάτζο.
Ο Μερίζι σταματάει να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην Καμίλα Περέτι, και τον Monsignor Insalata της. Πριν φύγει παίρνει, ως αποζημίωση, το μπαλάκι της Μπολέιν. Εκτός από τη ζωγραφική, η pallacorda, ήταν το μεγάλο πάθος της ζωής του και μία από τις πηγές εισοδήματος που είχε.
Τώρα πια θα αντιμετωπίσει τον Κεβέδο. Ποιος θα νικήσει στο τάι μπρέικ έχει ενδιαφέρον γι’αυτούς που παρακολουθούν τένις, όχι γι’αυτούς που διαβάζουν βιβλία.
Η ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ
4 Οκτωβρίου του 1599 δεν έχουμε στοιχεία ότι ο Κεβέδο βρισκόταν στη Ρώμη, αλλά δεν γνωρίζουμε να βρισκόταν και σε οποιοδήποτε άλλο μέρος. Σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη θεωρία ο Κεβέδο δεν βρίσκεται στην επίσημη τελετή απονομής πτυχίων στη Σχολή Καλών Τεχνών του Αλκαλά δε Ενάρες, που έπρεπε να βρισκόταν. Έχει τραπεί σε φυγή, λόγω μιας δολοφονίας που δεν εξιχνιάστηκε ποτέ, και την οποία είχε διαπράξει με τον φίλο του και προστάτη Πέδρο Τέγεθ Χιρόν, δούκα της Οσούνα και μαρκήσιου του Πανιαφέλ.
Ο Πέδρο Χιρόν βαρυμένος με τρεις δικαστικές διώξεις το φθινόπωρο του 1599, συναντάει στη Σεβίλη τον Κεβέδο, και από κει πολύ πιθανό να πήγαν στη νότια Ιταλία. Υπό την προστασία του αντιβασιλέα της Νάπολης, μάλλον ταξιδεύουν σε όλη την Ιταλία.
Ο Καραβάτζο, την εποχή εκείνη, γνωρίζουμε ότι δουλεύει στο εργαστήριο του Αντιβεντούτο Γκραμάτικα, ζωγραφίζοντας γιγάντιες κεφαλές με τη σέσουλα. Από τον Τζούλιο Μαντσίνι μαθαίνουμε ότι ο Καραβάτζο έφτασε στη Ρώμη το 1592, στα είκοσι τρία του. Τον Μάρτιο του 1595, ο Καρδινάλιος Φρανθίσκο δελ Μόντε αγοράζει δύο πίνακες του νεαρού καλλιτέχνη, τους «Χαρτοκλέφτες» και τη «Χειρομάντισα» , τα τοποθετεί στο ξακουστό σαλόνι στο Παλάτσο Μαντάμα, και βάζει τον Καραβάτζο να ζήσει μαζί με τους υπηρέτες του Παλάτσο, προκειμένου να του ζωγραφίζει πίνακες κατά παραγγελία.Αυτή είναι η στιγμή που ο Καραβάτζο μετακινήθηκε στην πλευρά του γηπέδου που είχε το σερβίς.
Είπαμε ότι ο αγώνας είναι μια θυσία, μια μονομαχία με ρακέτες. Αλλά για ποιο λόγο προκαλείται αυτή η μονομαχία;
Το προηγούμενο βράδυ του αγώνα, 3 Οκτώβρη 1599, οι δυο παρέες, του Κεβέδο και του Καραβάτζο, ενώθηκαν στην ταβέρνα της Αρκούδας. Μετά από τρία βαρετά ποτηράκια γκράπα ο ποιητής και ο καλλιτέχνης γίνονται φίλοι. Η οικειότητα τους είναι τέτοια ώστε ο Λομβαρδός διηγείται ιστορίες στο αυτί του Ισπανού. Η γκράπα ρέει διαρκώς άφθονη. Κάποια στιγμή βγαίνουν κι οι δύο έξω για να κατουρήσουν, στο σεβάσμιο λιθόστρωτο της Βία δελ Όρσο. Ο capo του προτείνει να πάνε στο ποτάμι· το ποτάμι τα θεραπεύει όλα. Ο ποιητής στηριγμένος στον ώμο του καινούργιου φίλου του, φτάνει στο ποτάμι, κάνει εμετό και τον παίρνει ο ύπνος. Τον ξυπνάει ο capo, αφού του δίνει δύο χαστουκάκια, υπέρ του δέοντος ευγενικά, και του τραβάει τα αυτιά.Ο Ισπανός αποκτά την αυτοπεποίθησή του, και στέκεται ξανά στα πόδια του. Αλλά δεν μπορεί να επιστρέψει, ζαλισμένος καθώς είναι, στην ταβέρνα της Αρκούδας. Και οι δυο φτάνουν, περπατώντας στα τέσσερα, μέχρι την κουπαστή. Εκεί ο Ισπανός ζητάει μια γουλιά κρασί· η λήθη ήταν το λίπασμα του θράσους του. Πίνει και κολλάει το στόμα του στο στόμα του Λομβαρδού. Προσπαθεί να βρει σε εκείνη τη γλώσσα κάτι που του είχε λείψει από πάντα. Επιστρέφει σε ένα τόπο που εδώ και καιρό τον θεωρούσε χαμένο. Ο Λομβαρδός βάζει το σώμα του ποιητή από κάτω και πέφτει πάνω του. Ο Ισπανός νοιώθει διαρκώς την αυξανόμενη καύλα του Λομβαρδού· αγγίζει το πέος του. Χώνει το άλλο του χέρι κάτω από το ζωνάρι του Λομβαρδού. Το κατεβάζει λίγο ακόμα για να εξερευνήσει και τα αρχίδια του, αυτή την τόσο γενναιόδωρη πηγή θέρμανσης. Εκείνη τη στιγμή φτάνει ο δούκας που ουρλιάζει:
«Τι στο διάολο συμβαίνει εδώ;»
-Το μόνο πράγμα που πήγα να το ληστέψω ήταν η παρθενιά του, κύριε, είναι από αυτούς που γουστάρουν να τον παίρνουν από πίσω και μένα δεν μου στοιχίζει τίποτα να τους κάνω το κέφι, απαντάει ο Λομβαρδός. Ο ποιητής του ορμάει με το σπαθί προτεταμένο για να υπερασπιστεί την τιμή του. Το ίδιο κάνει κι ο capo για να αμυνθεί. Βγάζει κι αυτός το σπαθί και το εγχειρίδιο του.
«Άστο καλύτερα» λέει ο δούκας στον Ισπανό, καταλαβαίνοντας πως οι φιοριτούρες του καλοζωισμένου φίλου του δεν ήταν αρκετές για να νικήσει κάποιον που είναι στρατιώτης, όχι ξιφομάχος του γλυκού νερού.
«Και η τιμή μου;» ρωτάει ο Ισπανός.
«Μάλιστα, τώρα έχουν τιμή και οι κωλομπαράδες», του απαντάει ο Λομβαρδός. Ο Κεβέδο επιτίθεται, αλλά το ξίφος του αντιπάλου του τον συντάραξε σύγκορμο.
Συμφιλιώνονται, αλλά όταν βρίσκουν ευκαιρία ορμούν και δύο, ο δούκας και ο ποιητής, επάνω του. Ο Καραβάτζο τους αποφεύγει, για μια ακόμη φορά, και τους προτείνει να σταματήσουν. Ο ποιητής κάνει μια τελευταία προσπάθεια να περισώσει την τιμή του με το σπαθί. Ο Ιταλός τον ρίχνει στο έδαφος και βάζει τη μύτη του σπαθιού του στο λαιμό του. Φτάνει ο καθηγητής, ο Γαλιλέι, παίρνει αγκαλιά τον Λομβαρδό για να τον απομακρύνει, ζητώντας συγνώμη.
«Τον προκαλώ σε μονομαχία» ουρλιάζει ο ποιητής.
«Ποιο θα είναι το όπλο;» ρωτάει ο δούκας.
«Ρακέτες» λέει ο καθηγητής.
«Το όπλο θα είναι οι ρακέτες· θα μονομαχήσετε στα τρία σετ, με στοιχήματα. Αυτός που θα πάρει τα δύο σετ, κερδίζει» συμπληρώνει ο καθηγητής.
ΤΟ ΦΥΛΑΧΤΟ
Η Καταλίνα Ενρίκεθ δε Ριμπέρα ι Κορτές, η πρωτότοκη κόρη της Χουάνα Κορτές και του Δούκα του Αλκαλά και εγγονή του κονκισταδόρ, στα δεκαέξι της παντρεύεται τον Πέδρο Τέγεθ Χιρόν, μαρκήσιο του Πενιαφέλ, μελλοντικό δούκα της Οσούνα, μελλοντικό προασπιστή της Οστάνδης, μελλοντικό αντιβασιλέα της Νάπολης, και των Δύο Σικελιών, μελλοντικό πειρατή της Αδριατικής θάλασσας, μελλοντικό αφεντικό, σύντροφο στα γλέντια και αδελφό στα μπουρδέλα, του Φρανθίσκο δε Κεβέδο.
Την παραμονή της έναρξης των εορτασμών για το γάμο, η Χουάνα Κορτές, κόρη του Ερνάν Κορτές, φωνάζει τον δούκα και του δίνει ένα σκούρο ματ αντικείμενο, σαν σπουργιτάκι, που αποτελούσε την κορνίζα μιας δυσδιάκριτης, λόγω φθοράς μορφής.
-Είναι το φυλαχτό του Κορτές, το δώρο σου. Είναι φτιαγμένο με τα μαλλιά που έκοψαν από τον αυτοκράτορα Κουαουτέμοκ μετά τη δολοφονία του από τον Κορτές. Φόρεσέ το για να σε φυλάει, του λέει.
Είναι αυτό που είχε πλέξει με τα μαλλιά του τελευταίου αυτοκράτορα των Αζτέκων η Μαλίντσε, η οποία το δίνει στον κονκισταδόρ σε μια επίσκεψη αβροφροσύνης μετά το χωρισμό τους, ορκισμένοι εχθροί πλέον, στην Πόλη του Μεξικού, την Ορισάμπα.
Ο δούκας το παίρνει και το δείχνει στην Καταλίνα.
-Τι είναι; ρωτάει την αρραβωνιαστικιά του.
-Μια Παναγία από την Εξτρεμαδούρα, η Παρθένος της Γουαδαλούπης, του το φτιάξαν οι Ινδιάνοι, αν το βάλεις δίπλα σε ένα κερί, αρχίζει να λάμπει.
Ο δούκας το πλησιάζει σε ένα καντηλέρι, και αναγνωρίζει αμέσως τη μορφή μιας Παρθένου με μπλε πέπλο, περιτριγυρισμένης από αστέρια. Ο δούκας βάζει το φυλαχτό κάτω από το πουκάμισό του.
Δεύτερο σετ, πρώτο γκέιμ
Με δύο τρομερά χτυπήματα ο καλλιτέχνης παίρνει το γκέιμ δίχως να χάσει πόντο. Παίζει τόσο ωραία, ήταν άψογος, σχεδόν τέλειος.
-Παίζει θεϊκά, λέει ο Ισπανός στον μάρτυρά του στο διάλειμμα.
Ο δούκας βγάζει από το πουκάμισό του ένα φυλαχτό που είχε κρεμασμένο στο λαιμό.
Το περνάει στο λαιμό του προστατευόμενού του.
-Φέρνει τύχη. Είναι μια μεξικανή Παρθένος, ιδιαίτερα θαυματουργή, του λέει.
Την τελευταία ημέρα της Αποκριάς του 1525, μετά από 1303 νύχτες βασανιστηρίων, ένας Ινδιάνος ονόματι Κριστόμπαλ Μεξικαλτσίνγκο, μπαίνει στο αυτοσχέδιο κελί του Κουαουτέμοκ και οδηγεί τον αυτοκράτορα ενώπιον του Κορτές. Το ίδιο πρωί ο αυτοκράτορας εκτελείται δια στραγγαλισμού. Ο Κορτές ζητάει από τον Ινδιάνο Κριστόμπαλ Μεξικαλτσίνγκο, πριν να κόψει το αυτοκρατορικό κεφάλι, να του κόψει τα μαλλιά.
-Τα μαζεύεις και τα πηγαίνεις στη δόνια Μαρίνα- που δεν είναι άλλη από την Μαλινάλι Τενέμπαλ ή Μαλίτσιν, πριγκίπισσα των Μάγια, σεξουαλικό αντικείμενο του Κουαουτέμοκ, πριγκίπισσας της Παϊνάλα και εταίρας ενός τοπικού φύλαρχου στο Πατοντσάν, που έγινε διερμηνέας του Ερνάν Κορτές και δεύτερη γυναίκα του, της οποίας εκείνος της άλλαξε το όνομα σε Μαλίντσε και αργότερα σε δόνα Μαρίνα, όταν βαπτίστηκε στους θάμνους με το χριστιανικό της όνομα), η μοναδική γυναίκα που μπορούσε να ασκεί πολιτική και ταυτόχρονα να μαλακίζεται, και της λες να μου πλέξει μ’αυτά ένα φυλαχτό για να με προστατεύουν ο Θεός μου, η Παρθένος μου και τα δαιμόνια του Γκουατεμόσιν.
Το βιβλίο του Alvaro Enrigue Ξαφνικός θάνατος είναι η ικεσία μιας αρχαίας ψυχής, μιας ψυχής από ένα κόσμο νεκρό, της ψυχής όλων όσοι έχουν γαμηθεί από τη μικροπρέπεια και την ανοησία, εκείνων που πιστεύουν ότι το θέμα είναι να κερδίζει κανείς, της ψυχής εκείνων που εξολοθρεύτηκαν αναίτια, των χαμένων ονομάτων, της σκόνης των οστών, της ψυχής των Νάουατλ και των Πουρέπετσα, αλλά και των Λογγοβάρδων που εκατοντάδες χρόνια πριν είχαν σαρωθεί από τη Ρώμη, όπως η Ρώμη είχε σαρώσει μόλις τους Αζτέκους και θα σάρωνε τον ποιητή. Άκουσε: Είσαι εκείνος που μπορεί να μιλήσει καλύτερα για εμάς. Tenez!
ΜΙΑ ΚΡΙΣΗ
Ο Ξαφνικός θάνατος του Álvaro Enrigue είναι η αφηγηματική μίτρα που φτάνει στα χέρια μας, μαθαίνοντάς μας να βλέπουμε με έναν τρόπο πιο ευρύ· κι εμείς διαβάζοντας το βιβλίο κουνάμε το κεφάλι μας πέρα δώθε, σαν να θέλουμε να ξυπνήσουμε από το όνειρο, όπως θα ένοιωσε ο Καραβάτζο όταν είδε τη μίτρα, φτιαγμένη από τον Ινδιάνο δον Ντιέγο δε Αλβαράδο Ουανίντσιν, ευγενή Νάουατλ, δάσκαλο της τέχνης της υφαντουργίας με φτερά, που έφερε ο Βάσκο δε Κιρόγα, επίσκοπος του Μετσουακάν, στον Πάπα Παύλο, καλεσμένος το 1537 στη Σύνοδο του Τρέντο. Εδώ τα πουλιά είναι οι λέξεις, ο άγγελοι που σπέρνουν αστέρια είναι η περίτεχνη ομορφιά της αφήγησης, Πρέπει να δείξουμε τεράστια ανοχή με αυτόν τον τύπο που εξετάζει εξονυχιστικά την Ιστορία, σαν άγιος σε αφηγηματική λιτανεία. Όταν τα γεγονότα του φαίνονται κατάλληλα να ξεπουπουλιαστούν, σκύβει από πάνω τους, μαδάει το κομμάτι που τον ενδιαφέρει, αφηγείται αγώνες τένις, γιατί στην φαντασία του είναι η σύγκρουση δύο διαφορετικών κόσμων· γράφει για γενοκτονίες, κατακτητές, πυρπολήσεις πόλεων, ουτοπικές πολιτείες, απαγχονισμούς, μονομαχίες, πουτάνες, για βασιλείς και αυτοκράτορες, Καρδινάλιους, Πάπες, ιεροεξεταστές, τραπεζίτες, πίνακες ζωγραφικής, φυλαχτά, μεθύσια, αυνανισμούς, παραισθησιογόνα μανιτάρια, φτιάχνοντας ένα ευρηματικό μυθιστόρημα, που με αφηγηματική γενναιοδωρία μας προσφέρει ώστε απορούμε πώς όλα αυτά τα χρόνια δεν έχει μεταφραστεί άλλο έργο του στη χώρα μας.
Εξαιρετική η μεταφορά του μυθιστορήματος στην Ελληνική γλώσσα από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Η γλώσσα του ανέδειξε την ατμόσφαιρα του κειμένου, απαραίτητος όρος για την μετάφραση ενός πρότυπου έργου στη γλώσσα άφιξης.
Υ.Γ. Σε αυτό το κείμενο λίγα λόγια είναι δικά μου. Χρησιμοποίησα φράσεις, σχεδόν αναλλοίωτες από το βιβλίο, γιατί αυτό αποδίδει καλύτερα αυτό που ήθελα να εκφράσω διαβάζοντας το μυθιστόρημα. Μπορεί, όμως, να κάνω λάθος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου