Πέμπτη 2 Αυγούστου 2018

Το Cinco horas con Mario στα ελληνικά


Μιγκέλ Ντελίμπες


Πέντε ώρες με τον Μάριο 
(1966)
(απόσπασμα)

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

Αποτέλεσμα εικόνας για esquela Mario Delibes


>.<>.<

ΠΡΟΣΕΥΧΗΘΕΙΤΕ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ ΗΜΩΝ
ΥΠΕΡ ΑΝΑΠΑΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΤΟΥ

Μάριο Ντίεθ Κολιάδο

που απεβίωσε, αφού μετέλαβε των
αχράντων μυστηρίων, στις 24 Μαρτίου 1966,
ετών 49

   Αναπαύσου εν Ειρήνη — 

Η απαρηγόρητη σύζυγός του, Μαρία δελ Κάρμεν Σοτίλιο· τα τέκνα, Μάριο, Μαρία δελ Κάρμεν, Άλβαρο, Μπόρχα και Μαρία Αράνθαθου· ο πεθερός, Αξιότιμος Ραμόν Σοτίλιο· η αδελφή, Μαρία δελ Ροσάριο· οι κουνιάδες, Χούλια Σοτίλιο και Ενκαρναθιόν Γκόμεθ Γκόμεθ· οι θείοι, εξάδελφοι και λοιποί τεθλιμμένοι συγγενείς, θρηνούν αυτή τη σημαίνουσα απώλεια και ικετεύουν όπως προσευχηθείτε για την αιωνία ανάπαυση του τεθνεώτος.
          Προσευχή υπέρ αναπαύσεως: Αύριο, στις 08.00, στον Ιερό Ναό του Αγίου Ντιέγο.
          Εκφορά: Στις 10.00.
          Για τις επιμνημόσυνες δεήσεις θα υπάρξει έγκαιρη ενημέρωση.
          Νεκροφυλακείο: Οδός Αλφαρέρος 16, κεντρική είσοδος, δεξιά πόρτα.


Τυπογραφείο Πίο Τέλιο



Η Κάρμεν, με το που κλείνει την πόρτα, μετά και την τελευταία επίσκεψη, στηρίζει απαλά το σβέρκο της πάνω στον τοίχο μέχρι να αισθανθεί το κρύο άγγιγμα της επιφάνειάς του και παίζει αρκετές φορές τα βλέφαρά της σαν σαστισμένη. Νιώθει να την πονάνε το δεξί της χέρι και τα χείλη της, πρησμένα από τους τόσους ασπασμούς.
          Και καθώς δεν βρίσκει κάτι καλύτερο να πει, επαναλαμβάνει αυτό που λέει συνέχεια από το πρωί: «Ακόμη μου φαίνεται σαν ψέμα, Βάλεν, για φαντάσου… Δεν μπορώ να το συνειδητοποιήσω». Η Βάλεν την παίρνει απαλά από το χέρι και την τραβάει προς το διάδρομο, πηγαίνοντας η ίδια μπροστά, και δίχως η Κάρμεν να προβάλει καμία αντίσταση, φτάνουν μέχρι την κάμαρά της:
          «Πρέπει να κοιμηθείς λίγο, Μέντσου. Μ’ αρέσει που σε βλέπω έτσι ακλόνητη, αλλά μην τρέφεις αυταπάτες, χαζούλα μου, όλο αυτό είναι εντελώς τεχνητό. Έτσι γίνεται πάντα. Η υπερένταση δεν σ’ αφήνει να καταρρεύσεις. Αύριο θα δεις».
          Η Κάρμεν κάθεται στην άκρη του μεγάλου κρεβατιού και, υπάκουη, βγάζει τα παπούτσια της, σπρώχνοντας το δεξί με τη μύτη του αριστερού ποδιού κι αντίστροφα. Η Βαλεντίνα τη βοηθάει να ξαπλώσει, κι ύστερα διπλώνει τριγωνικά το ριχτάρι του κρεβατιού ώστε να της καλύψει το μισό κορμί, από τα πόδια μέχρι τη μέση. Λέει η Κάρμεν πριν κλείσει τα μάτια της, υιοθετώντας άξαφνα μια επιφυλακτική στάση:
          «Να κοιμηθώ; Με τίποτα, Βάλεν. Δεν θέλω να κοιμηθώ. Πρέπει να βρίσκομαι στο πλάι του. Είναι η τελευταία νύχτα. Το ξέρεις καλά».
          Η Βαλεντίνα την καθησυχάζει. Τόσο η φωνή της –το περιεχόμενο των λόγων της και η ένταση της φωνής της– όσο και οι κινήσεις της κρύβουν ανείπωτη αποτελεσματικότητα:
          «Μην κοιμηθείς, αν δεν το θέλεις, αλλά χαλάρωσε. Πρέπει να χαλαρώσεις. Πρέπει τουλάχιστον να το προσπαθήσεις». Κοιτάζει το ρολόι: «Ο Βιθέντε δεν πρόκειται ν’ αργήσει».
          Η Κάρμεν τεντώνεται κάτω από το λευκό ριχτάρι, κλείνει τα μάτια της και, σαν αυτό να μην είναι αρκετό, τα προστατεύει με τον γυμνό πήχη του δεξιού της χεριού ο οποίος, κάτασπρος, κάνει αντίθεση με το μαύρο μανίκι του πουλόβερ που φτάνει μέχρι τον αγκώνα. Λέει:
          «Σαν να ’χει περάσει ένας αιώνας από την ώρα που σου τηλεφώνησα σήμερα το πρωί. Θεέ μου, πόσα πράγματα έχουν συμβεί! Κι ακόμη όλα μου φαίνονται σαν ψέμα, για φαντάσου! Μου ’ναι αδύνατον να το πιστέψω».
          Ακόμα και με τα μάτια κλειστά, και προστατευμένα από τον πήχη του χεριού της, η Κάρμεν εξακολουθεί να βλέπει να παρελαύνουν πρόσωπα ανέκφραστα σαν από πέτρα ή δήθεν θλιμμένα: «Όπως είπαμε»· «Υπομονή»· «Πρόσεξε τον εαυτό σου, Κάρμεν, τα μικρά σε χρειάζονται»· «Τι ώρα είναι αύριο η εξόδιος ακολουθία;». Κι εκείνη να λέει «Ευχαριστώ, τάδε» και «Ευχαριστώ, δείνα», και ενώπιον των πιο εξεχουσών επισκέψεων: «Πόσο θα ’χε χαρεί ο καημένος ο Μάριο που κάνατε τον κόπο να ’ρθετε!». Ο αριθμός επισκεπτών δεν ήταν ποτέ ο ίδιος, αλλά η πυκνότητα παρέμενε σταθερή. Ήταν σαν το νερό που κατεβάζει το ποτάμι. Στην αρχή όλα φαίνονταν γελοιωδώς συμβατικά. Λυπημένα πρόσωπα και ύπουλες σιωπές. Ο Αρμάντο ήταν εκείνος που ’σπασε τη σιωπή μ’ ένα ανέκδοτο: αυτό με τις καλογριούλες. Νόμιζε πως δεν τον άκουγε κανείς, αλλά η Κάρμεν τον άκουσε, ενώ ταυτόχρονα, ανεξάρτητα από εκείνη, ο Μογιάνο, κάτασπρος σαν το γάλα, με το πρόσωπό του να περιβάλλεται από μια μαύρη μεταξένια γενειάδα ραβίνου, τον επέκρινε με βλέμμα βουβό και δηκτικό. Από κείνη τη στιγμή κι έπειτα, όμως, η ένταση μειώθηκε αισθητά. Η γενειάδα του Μογιάνο και η νεκρική χλομάδα του ταίριαζαν ωραία με την αγρυπνία. Αντίθετα, το άσπρο τσουλούφι της Βάλεν φαινόταν παράταιρο. «Όταν μου το ’παν δεν μπορούσα να το πιστέψω. Μα, μόλις χθες τον είδα…». Η Κάρμεν έσκυβε και τη φιλούσε στα δυο της μάγουλα. Στην πραγματικότητα δεν φιλούσε η μία την άλλη, διασταύρωναν με τρόπο μελετημένο τα κεφάλια τους, πρώτα προς την αριστερή πλευρά, ύστερα προς τη δεξιά, και φιλούσαν τον αέρα, μπορεί και κάποια ανυπότακτη μπούκλα, με τέτοιο τρόπο που τόσο η μία όσο και η άλλη ένιωθαν το πλατάγισμα των φιλιών, όχι όμως και τη διαχυτικότητά τους. «Ούτε εγώ η ίδια δεν μπορώ. Χθες βράδυ έφαγε σαν να μην συνέβαινε τίποτα κι ύστερα διάβασε μέχρι αργά. Και σήμερα το πρωί, ιδού… Πώς θα μπορούσα να φανταστώ κάτι τέτοιο;». Η γενειάδα του Μογιάνο βρισκόταν σε απόλυτη συμφωνία με το περιβάλλον. Όπως και η κερένια, ατροφική επιδερμίδα του, επιδερμίδα ανθρώπου των γραμμάτων. Ήταν το μόνο πράγμα για το οποίο η Κάρμεν τού ήταν ευγνώμων. «Σε πειράζει να περάσω να τον δω;»· «Κάθε άλλο, καλή μου!»· «Όπως είπαμε, Κάρμεν». Και οι δύο γυναίκες διασταύρωναν τα κεφάλια τους, πρώτα προς την αριστερή πλευρά, ύστερα προς τη δεξιά, και φιλούσαν τον αέρα, το κενό, άντε και καμιά ατίθαση μπούκλα, με τέτοιο τρόπο που και οι δυο τους ένιωθαν την εκπήγαση των φιλιών αλλά όχι τη ζεστασιά τους. Και η Κάρμεν βίωνε μια υπεροπτική ματαιοφροσύνη για τον νεκρό, λες και τον είχε φτιάξει με τα ίδια της τα χέρια. Σαν τον Μάριό μου, κανένας. Ήταν ο νεκρός της. Η ίδια τον είχε κατασκευάσει. Αλλά η Βάλεν αντιστεκόταν: «Προτιμώ να τον θυμάμαι ζωντανό, τι να λέμε…». «Σε πληροφορώ ότι δεν εμπνέει τον παραμικρό φόβο». «Ακόμα κι έτσι να ’ναι…». Τα ίδια και η Μέντσου, αλλά εκείνη ήταν κόρη του και δεν είχε άλλη επιλογή. Μόλις γύρισε από το σχολείο, με τη συνδρομή της Ντόρο, την είχε υποχρεώσει να μπει και την είχε εξαναγκάσει ν’ ανοίξει με το ζόρι τα μάτια της, ενώ εκείνη επέμενε να τα κρατάει σφαλιστά. «Άσ’ την, καλή μου, μικρό κοριτσάκι είναι ακόμη». «Είναι η κόρη του και θα πάει τώρα αμέσως γιατί το λέω εγώ». Μια υστερική. Η Μέντσου είχε συμπεριφερθεί σαν υστερική.
          «Φίδι στον κόρφο μου…»
          «Άσ’ το, Μέντσου, ηρέμησε, σε παρακαλώ. Βάλε τα δυνατά σου να ηρεμήσεις. Μην σκέφτεσαι τίποτα τώρα».
          Η πλειονότητα ήταν σκοτεινοί όγκοι με διογκωμένα ολόιδια μάτια. Τους ένωνε όλους μια διάχυτη ευθύνη, ένας ταμαχιάρης συναισθηματισμός και μια αδηφάγα επιθυμία να την αρπάξουν –εκείνη, την Κάρμεν– με τα δάχτυλα και τα χείλη τους. Κατέφθαναν σαστισμένοι με διάθεση να τελειώνουν το συντομότερο. «Όταν μου το ’παν δεν μπορούσα να το πιστέψω. Μα, μόλις χθες τον είδα». «Καημένε, Μάριο, τόσο νέος!». Το άσπρο τσουλούφι της Βαλεντίνα τραβούσε έντονα την προσοχή, όπως και τα βιβλία, πίσω από το φέρετρο, με τις γυαλιστερές κόκκινες, πράσινες και κίτρινες ράχες τους. Όταν έφυγαν τα παλικάρια του Καρόν, εκείνη η ίδια άρχισε να γυρνάει ανάποδα, ένα προς ένα, υπομονετικά, όλα όσα είχαν εξώφυλλα με έντονα χρώματα κι έκαναν αντίθεση με το μαύρο του πένθους. Όταν ολοκλήρωσε τη δουλειά της, ένιωσε μια παράξενη ευχαρίστηση και τα δάχτυλά της μέσα στη σκόνη.
          «Όπως είπαμε». «Να ’χετε την υγειά σας να τον θυμόσαστε». Τελικά πολύ καλά έκανε που έστειλε τον Μπερτράν στην κουζίνα. Ο επιστάτης δεν πρέπει ποτέ να βρίσκεται εκεί που βρίσκονται οι καθηγητάδες. Κι ύστερα, η σκηνή. Ο Αντόνιο βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση εξαιτίας του. Για ποιο λόγο σκάνε μύτη οι κουφοί σε τέτοιες περιστάσεις; Ο Αντόνιο είπε απλώς: «Πεθαίνουν οι καλοί και μένουμε πίσω οι κακοί». Στην πραγματικότητα δεν το ’πε, το μουρμούρισε, αλλά ο Μπερτράν είπε: «Πώς είπατε;», κι ο Αντόνιο το επανέλαβε εκ νέου, χαμηλόφωνα, κοιτάζοντας προηγουμένως, καχύποπτα, τριγύρω, κι ο Μπερτράν ύψωσε τους ώμους και τη φωνή του και είπε: «Δεν σας καταλαβαίνω», κι έβαζε ως μάρτυρές του τους παρευρισκόμενους, κι ο Αντόνιο κοιτούσε μια το πτώμα και μια την ομήγυρη, και το επανέλαβε ξανά και ξανά, υψώνοντας σταδιακά τη φωνή του, ενόσω γύρω του απλωνόταν σιωπή· έτσι λοιπόν, όταν φώναξε δυνατά: «Μένουμε πίσω οι κακοί και πεθαίνουν οι καλοί, λέω!», κι ο Μπερτράν απάντησε: «Α, δεν μπορούσα να σας καταλάβω, συγγνώμη», οι πάντες το ’χαν πιάσει το υπονοούμενο.
          Κάποιες παρέες κατέφθαναν και κάποιες άλλες αναχωρούσαν. Τις ένωνε μια αδιόρατη αίσθηση ευθύνης ή κάποια υποκριτικά βλέμματα, κατά τρόπο επιτηδευμένο ταλαιπωρημένα. Ήταν η Μπένε, η γυναίκα του Αντόνιο, εκείνη που ’πε, εκμεταλλευόμενη μια προσποιητή σιωπή κι ύστερα από έναν τόσο βαθύ αναστεναγμό που ’ταν σαν να ξεφούσκωνε: «Η καρδιά είναι ύπουλο πράγμα, και ποιος δεν το ξέρει». Ήταν σαν μια απελευθέρωση. Τα μάτια άρχισαν να χάνουν τη βασανισμένη έκφραση που ’χαν και, σταδιακά, τα πρόσωπα άρχισαν να χαλαρώνουν. Είχε βρεθεί ο ένοχος. Αλλά εκείνη είπε απλώς στον Μπερτράν: «Μπερτράν, περάστε στην κουζίνα, εδώ είμαστε σαν τις σαρδέλες».
          «Δεν μπορείς να φανταστείς, Βάλεν, τι γινόταν στην κουζίνα. To αδιαχώρητο. Ο Μάριο είχε, όπως και να το κάνει κανείς, μεγάλη πέραση σε τέτοιου είδους κόσμο».
          «Ναι, γλυκιά μου. Σώπασε τώρα. Μην σκέφτεσαι τίποτα. Προσπάθησε να ηρεμήσεις, σ’ το ζητάω για χάρη».
          «Λες και ’χει περάσει ένας αιώνας από την ώρα που σου τηλεφώνησα σήμερα το πρωί, Βάλεν».
          Της τηλεφώνησε λίγη ώρα αφότου τον βρήκε. Η Βάλεν κατέφθασε αμέσως. Ήταν η πρώτη. Η Κάρμεν της άνοιξε την καρδιά της επί μιάμιση ώρα. Είχε περάσει η ώρα που συνήθιζε να ξυπνάει, αλλά όταν άνοιξα τα παραθυρόφυλλα πίστευα ακόμη ότι μπορεί και να κοιμόταν. Μου φάνηκε περίεργη η στάση του, σ’ το λέω με κάθε ειλικρίνεια, γιατί ο Μάριο συνήθιζε να κοιμάται στο πλάι και με τα πόδια μαζεμένα, του περίσσευε το μισό κρεβάτι, στο μάκρος φυσικά, γιατί στο πλάτος μ’ είχε εμένα στριμωγμένη, φαντάσου, αλλά εκείνος γινόταν ένα κουβάρι, λέει ότι έτσι έκανε πάντα, από παιδάκι, από τότε που θυμόταν τον εαυτό του, άκου να δεις, αλλά σήμερα το πρωί ήταν ανάσκελα, τίποτα το αφύσικο, το δίχως άλλο, χωρίς να κάνει την παραμικρή κίνηση, γιατί ο Λουίς λέει ότι όταν παθαίνουν καρδιακή προσβολή, ενστικτωδώς νιώθουν ότι πνίγονται και γυρνούν για να πάρουν αέρα όπως, έτσι το αντιλαμβάνομαι εγώ, τα ψάρια μόλις τα βγάλεις από το νερό, κάτι τέτοιο, αυτές οι απελπισμένες βαθιές ανάσες, με καταλαβαίνεις;, αλλά από χρώμα και τέτοια, σαν να μην συνέβαινε τίποτα, απολύτως φυσιολογικός, δεν φαινόταν σε ακαμψία, απλώς σαν να κοιμόταν… Αλλά μόλις τον άγγιξε στον ώμο και είπε: «Έλα, Μάριο, θα σε πάρει το μεσημέρι», η Κάρμεν τράβηξε το χέρι της σαν να ’χε καεί. «Η καρδιά είναι ύπουλο πράγμα, και ποιος δεν το ξέρει». «Τι ώρα είναι αύριο η εξόδιος ακολουθία;». «Ούτε εγώ δεν μπορώ. Χθες βράδυ έφαγε σαν να μην συνέβαινε τίποτα κι ύστερα διάβασε μέχρι αργά… Και σήμερα το πρωί, βλέπεις… Ποιος να μου το ’λεγε…». Και το ρώτησε στη Βάλεν (γιατί στη Βάλεν είχε εμπιστοσύνη): «Ξέρεις, Βάλεν, αν μπορεί να μπει μπροστά από τον Μάριο το “αξιότιμος κύριος”; Δεν το λέω από ματαιοφροσύνη, κατάλαβέ με, τέτοια ώρα τέτοια λόγια, αλλά για το κηδειόχαρτο, αντιλαμβάνεσαι; Επειδή ένα κηδειόχαρτο έτσι, χωρίς μια προσφώνηση, σκέτο, φαίνεται κάπως άχαρο». Η Βαλεντίνα δεν απαντούσε. «Μ’ ακούς;». Είχε προς στιγμή την ψευδαίσθηση ότι η Βάλεν έκλαιγε. «Ε, λοιπόν, δεν το ξέρω, για φαντάσου», απάντησε ξάφνου η Βάλεν, «μ’ έπιασες αδιάβαστη. Περίμενε μια στιγμή να ρωτήσω τον Βιθέντε». Η Κάρμεν άκουσε το τηλέφωνο να κλείνει και τη Βάλεν να περπατάει ρυθμικά στο διάδρομο. Ύστερα από λίγο: «Ο Βιθέντε λέει πως όχι, το “αξιότιμος” είναι μόνο για τους γυμνασιάρχες. Λυπάμαι, γλυκιά μου».
          Ήταν όγκοι πείσμωνες, φορτικοί, που κολλούσαν στο χέρι της σαν βεντούζες ή την υποχρέωναν να σκύψει, πρώτα προς την αριστερή πλευρά, ύστερα προς τη δεξιά. «Δεν ξέρεις πόσο σοκαρίστηκα. Δεν μου κατέβαινε μπουκιά. Ο Άνχελ μου ’λεγε: “Φάε κάτι, παιδί μου, δεν διορθώνεται τίποτα έτσι.”». Αλλά τα παιδιά είναι μόνο για να σου κάνουν τη ζωή δύσκολη, από τη στιγμή που κατεβαίνουν στον κόλπο σου, σχίζοντάς σε στα δύο. Φίδια στον κόρφο σου... Το ’δες, Μάριο, ούτε δάκρυ δεν έχυσαν. Ούτε καν πενθούν για τον πατέρα τους, θέλεις κι άλλα; «Άσε με, μαμά, σε παρακαλώ, εμένα δεν με παρηγορεί αυτό. Αυτά είναι χαζές συμβατικότητες, μην υπολογίζεις σ’ εμένα». Μισή ώρα να κλαίει στο μπάνιο. Είναι σαν αυτό το πουλόβερ, Βάλεν, τι τα θες, είναι από την εποχή που πενθούσα την καημένη τη μαμά μου, ο Θεός να την αναπαύσει. Αλλά μου κάθεται χάλια πλέον, μου ’χει μικρύνει και το χειρότερο είναι ότι, για την ώρα, δεν έχω άλλο. Το μαύρο πουλόβερ της Κάρμεν φώτιζε στο ύψος του στήθους, λόγω της πληθωρικότητάς του. Για να μιλήσουμε ανοιχτά, τα στήθη της Κάρμεν, ακόμα και κάτω από μαύρο ρούχο, ήταν υπερβολικά μάχιμα για να παραπέμπουν σε πένθος. Στο υποσυνείδητο της Κάρμεν πετάριζε η υποψία ότι κάθε τι το φανταχτερό, πολύχρωμο ή εξόφθαλμο δεν ταίριαζε με την περίσταση. Εγώ ευχαρίστως θα του ’χα δώσει το φιλί της ζωής, δεν θα ’χα την παραμικρή αναστολή, που κάποιες άλλες λένε ότι είναι αηδιαστικό, εγώ, όχι, θα ’κανα τα πάντα για να μην τον αφήσω να φύγει έτσι, για φαντάσου, αλλά για να σου ’μαι ειλικρινής δεν το είχα δει παρά μόνο μία φορά στα Επίκαιρα και δεν το τόλμησα, γιατί είναι απ’ αυτά τα πράγματα, ξέρεις τώρα, που δεν τους δίνεις καν σημασία, όπως όταν βλέπεις τους πυροσβέστες, δεν σου κάνουν κλικ, αυτό δεν με αφορά, δεν ξέρω πώς να σ’ το πω, είναι το τελευταίο που σε απασχολεί. «Η καρδιά είναι ύπουλο πράγμα, και ποιος δεν το ξέρει». 


Το Cinco horas con Mario του Miguel Delibes, ένα από τα πιο σημαντικά μυθιστορήματα της ισπανικής πεζογραφίας του 20ού αιώνα, θα κυκλοφορήσει το 2019 από τις Εκδόσεις Ποταμός σε μετάφραση Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.                                  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου