Los
bárbaros
de Pedro Ugarte
Nosotros,
los bárbaros, vivíamos en las montañas, en cuevas húmedas y oscuras, comiendo
bayas, robando huevos de los nidos y apretándonos los unos contra los otros
cuando la noche se hacía insufrible.
Era cierto que, a veces, un
trémolo sordo nos llamaba. Temerosos, descendíamos por el bosque hasta ver el
camino que habían construido los hombres del poblado, y veíamos las caravanas,
los ricos carruajes, los soldados de brillantes corazas. Y era tanto el odio y
la envidia y la rabia, que precipitábamos sobre ellos gruesas piedras (eran
nuestra única arma) y escapábamos antes de que nos alcanzaran sus dardos.
A veces, en lo más sombrío e
intrincado del bosque, aparecían hombres del poblado que gritaban y agitaban
los brazos. Se acercaban y nos ofrecían inútiles objetos. Acariciaban a los
niños y, con gestos, trataban de enseñarnos alguna cosa, pero eso nos ofendía,
y bastaba que uno de los nuestros gruñera para que todos nos abalanzáramos
sobre ellos y destrozáramos sus artilugios y los despedazáramos. Los hombres
que venían a nuestro encuentro no eran, además, como los soldados; eran
infelices que se dejaban atropellar, que lloraban si rompíamos sus cajas de
finas hojas llenas de signos apretados. De los soldados salíamos huyendo, pero
a aquellos viejos que venían en son de paz podíamos atarlos a los árboles y
torturarlos sin peligro. Babeando, danzábamos delante de ellos, les aplicábamos
brasas candentes, los ofrecíamos al hambre de nuestras mujeres y de los niños que
colgaban de sus pechos.
Sin embargo, a veces,
disciplinados ejércitos de soldados avanzaban geométricamente sobre el bosque.
Nosotros chillábamos, les lanzábamos piedras, les mostrábamos las bocas
desdentadas con el gesto de amenaza que veíamos poner a los
perros, pero ellos se desplegaban, y capturaban a algunos de los
nuestros, y los lanceaban, y los demás sólo podíamos retroceder, adentrarnos
más en el bosque, ocultarnos en lo más espeso, en lo más inhóspito de sus
profundidades.
Ahora ya casi todo el bosque es
suyo. Rebeldes, rabiosos, ascendemos por las montañas mientras ellos extienden
sus poblados, sus caminos empedrados, sus obedientes animales. Debemos
retirarnos cada vez más, hasta aterirnos de frío en estas cumbres de nieve
donde nada vive, donde nada hay que les pueda ser útil. Aquí nos apretamos,
diezmados, cada vez más hambrientos, incapaces de comprender cómo son tan
hábiles para aplicarse sobre el cuerpo finas pieles, de dónde sacan sus
afiladas armas.
En las montañas, luchamos por
sobrevivir frente a los osos y la lluvia. Vagamos en busca de comida, aunque
cada vez es más difícil evitar a los hombres del poblado, los hombres sabios,
los que tanto odiamos.
Ellos
creen que no pensamos, pero se equivocan. Bastaría que vieran nuestras uñas
rotas de escarbar la tierra, nuestra mirada agria e intolerante, nuestra rabia;
bastaría eso para que al fin se dieran cuenta de que también sabemos
preguntarnos por qué la victoria ha de ser suya.
Οι
βάρβαροι
του Πέδρο Ουγκάρτε
Εμείς, οι
βάρβαροι, ζούσαμε στα βουνά, σε σπηλιές υγρές και σκοτεινές, τρώγοντας βατόμουρα,
κλέβοντας αυγά από τις φωλιές των πουλιών, και καθόμασταν ο ένας κολλητά με τον
άλλο όταν η νύχτα γινόταν αβάσταχτη.
Είναι
γεγονός ότι μερικές φορές ένα πνιχτό τρέμολο μας καλούσε. Κατεβαίναμε
τρομαγμένοι στο δάσος μέχρι να συναντήσουμε το δρόμο που είχαν φτιάξει οι
άντρες του οικισμού, και βλέπαμε τις πομπές από κάρα, τις πλούσιες άμαξες, τους
στρατιώτες με τις αστραφτερές πανοπλίες. Και ήταν τέτοιο το μίσος και ο φθόνος
και η λύσσα, που ρίχναμε πάνω τους ευμεγέθεις πέτρες (ήταν το μοναδικό μας
όπλο) και το σκάγαμε πριν μας βρουν τα βέλη τους.
Κάποιες
φορές, στο πιο σκοτεινό και χαοτικό μέρος του δάσους, εμφανίζονταν κάποιοι
άντρες του χωριού που φώναζαν και κουνούσαν τα χέρια τους. Πλησίαζαν και μας
πρόσφεραν άχρηστα πράγματα. Χάιδευαν τα παιδιά και με χειρονομίες, προσπαθούσαν
να μας δείξουν κάποιο αντικείμενο, όμως αυτό μας πρόσβαλλε, και αρκούσε να γρυλίσει
ένας από τους δικούς μας για να ορμήσουμε πάνω τους και να καταστρέψουμε και να
διαλύσουμε τα σύνεργά τους. Επιπλέον, οι άντρες που έρχονταν προς το μέρος μας,
δεν ήταν σαν τους στρατιώτες, ήταν κάτι κακόμοιροι που άφηναν να τους
χτυπήσουμε, που έκλαιγαν εάν τους σπάγαμε τα γεμάτα λεπτά φύλλα με στριμωγμένα
σύμβολα κουτιά τους. Από τους στρατιώτες το σκάγαμε τρέχοντας, αλλά εκείνους
τους γέρους που έρχονταν με ειρηνικές διαθέσεις μπορούσαμε να τους δέσουμε στα
δέντρα και να τους βασανίσουμε άφοβα. Λυσσασμένοι, χορεύαμε μπροστά τους, τους
μπήγαμε καυτά κάρβουνα, τους προσφέραμε στην πείνα των γυναικών μας και των παιδιών
που κρέμονταν από τα στήθη τους.
Ωστόσο,
κάποιες φορές, πειθαρχημένα στρατεύματα παρέλαυναν γεωμετρικά στο δάσος. Εμείς
κραυγάζαμε, τους πετούσαμε πέτρες, τους δείχναμε τα ξεδοντιάρικα στόματά μας με
τις απειλητικές γκριμάτσες που βλέπαμε να κάνουν τα σκυλιά, όμως εκείνοι αναπτύσσονταν και αιχμαλώτιζαν
μερικούς από τους δικούς μας και τους λάβωναν με τα ακόντια, και οι υπόλοιποι
το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να οπισθοχωρήσουμε, να μπούμε όλο και πιο μέσα στο δάσος, να κρυφτούμε στο
πιο πυκνό μέρος, στο πιο αφιλόξενο από τα βάθη του.
Τώρα
σχεδόν όλο το δάσος είναι δικό τους. Ανυπότακτοι, εξεγερμένοι, ανεβαίνουμε στα
βουνά ενώ εκείνοι επεκτείνουν τους οικισμούς τους, τα πλακόστρωτα μονοπάτια
τους, τα υπάκουα ζώα τους. Πρέπει να υποχωρούμε όλο και περισσότερο, μέχρι να
ξεπαγιάσουμε από το κρύο σε αυτές τις χιονισμένες κορυφές όπου τίποτα δεν ζει,
όπου τίποτα δεν θα μπορούσε να μας φανεί χρήσιμο. Εδώ στριμωχνόμαστε, αποδεκατισμένοι,
όλο και πιο πεινασμένοι, μην μπορώντας να καταλάβουμε πώς είναι τόσο ικανοί να
φορούν στα σώματα τους όμορφα δέρματα από τα οποία βγάζουν τα ακονισμένα όπλα
τους.
Στα
βουνά παλεύουμε να επιβιώσουμε, αντιμέτωποι με τις αρκούδες και τη βροχή.
Περιφερόμαστε προς αναζήτηση τροφής, αν και κάθε φορά είναι και όλο και πιο
δύσκολο να αποφύγουμε τους άντρες του χωριού, τους άντρες τους σοφούς που τόσο
μισούμε.
Εκείνοι
πιστεύουν πως δε σκεφτόμαστε, αλλά απατώνται. Θα αρκούσε να έβλεπαν τα νύχια μας,
τα κατεστραμμένα από το σκάψιμο της γης, το πικρόχολο και γεμάτο δυσανεξία βλέμμα
μας, τη λύσσα μας. Θα αρκούσε αυτό για να καταλάβουν στο
τέλος ότι κι εμείς μπορούμε να αναρωτηθούμε γιατί θα πρέπει η νίκη να είναι
δική τους.
Ο
Pedro
Ugarte
είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Γεννήθηκε το 1963 στο Μπιλμπάο της Ισπανίας
όπου και σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο Deusto. Το παρόν
διήγημα είναι από τη συλλογή Materiales para una expedición (Lengua de Trapo, 2002).
Η
μετάφραση του διηγήματος είναι προϊόν του μαθήματος «Μετάφραση ισπανικής
λογοτεχνίας στα ελληνικά» του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του Τμήματος
Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ. Μετέφρασε η Ευαγγελία Χαιροπούλου,
επιμελήθηκε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου